Βιομηχανία ονομάζεται η κατασκευή ενός αγαθού ή υπηρεσίας μέσα σε μία οικονομία. Παρόλο που η βιομηχανία αποτελεί μία ευρεία έννοια για κάθε είδος οικονομικής παραγωγής, στα οικονομικά και τον αστικό σχεδιασμό η βιομηχανία είναι συνώνυμη της δευτερογενούς παραγωγής, η οποία είναι το είδος της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με την κατασκευή αγαθών και προϊόντων.
Υπάρχουν τέσσερις κύριοι βιομηχανικοί οικονομικοί τομείς, ο πρωτογενής τομέας που αφορά κυρίως τη βιομηχανία εξαγωγής πρώτων υλών όπως η εξόρυξη και η γεωργία, ο δευτερογενής τομέας που αφορά την διύλιση, την κατασκευή και την παραγωγή, ο τριτογενής τομέας που ασχολείται με υπηρεσίες (όπως η νομική ή η ιατρική) και τη διανομή των αγαθών και ο τεταρτογενής τομέας ο οποίος είναι σχετικά νέος τύπος της γνωστικής βιομηχανίας που εστιάζει στην τεχνολογική έρευνα, σχεδιασμό και εξέλιξη, όπως ο προγραμματισμός ή η βιοχημεία.
Οι παραπάνω τομείς αναδιαμορφώνονται ως παραγωγοί αγαθών στις παρακάτω ομάδες :
Η ποσοτική & ποιοτική στάθμιση και επίδοση του βιομηχανικού τομέα παραγωγής, επιτυγχάνεται με τη χρήση των παρακάτω δεικτών :
Η Ελληνική βιομηχανική και βιοτεχνική παραγωγή, απετέλεσε καίριο και προσοδοφόρο κλάδο για την εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, κατά το σύνολο σχεδόν του 20ου αιώνα. Η άκρως ακμάζουσα περίοδος, ξεκίνησε στη δεκαετία του ’20 και άγγιξε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80. Η βάση του κλάδου, υπήρξε η επεξεργασία βάμβακος, η παραγωγή λιπασμάτων καθώς και δομικών υλικών, προεξάρχοντος του τσιμέντου.
Η παγκόσμια μετατόπιση του καταμερισμού εργασίας ανατολικά (ανατολική Ευρώπη και νοτιοανατολική Ασία) σε συνδυασμό με την εκτίναξη της τεχνολογίας των επικοινωνιών, μείωσε δραστικά τις επιδόσεις τους εγχώριου βιομηχανικού κλάδου. Υπό το πρίσμα αυτό και συνυπολογίζοντας την οικονομική κρίση που εξελίσσεται ακόμη, οι δέκα μεγαλύτερες βιομηχανίες στην Ελλάδα βάσει καθαρών κερδών του έτους 2014, είναι οι παρακάτω :
Η βιοτεχνία αποτελεί μια εκδοχή της βιομηχανοποίησης, κατά τη διαφορά της χρήσης ανθρώπινου δυναμικού. Η βιομηχανία απαιτεί χρήση τεραστίων αποθεμάτων πρώτων υλών με την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση μηχανολογικού εξοπλισμού. Ο ανθρώπινος παράγων περιορίζεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά σε αμιγώς εκτελεστικό ρόλο. Αντιθέτως η βιοτεχνία αναλώνει ημιτελή προϊόντα (δηλαδή ήδη επεξεργασμένα και επιβαρυμένα με προστιθέμενα κόστη υλικά). Ο μηχανολογικός εξοπλισμός είναι διακριτά απλοποιημένος και εξυπηρετεί συγκεκριμένα σημεία της γραμμής παραγωγής. Οι δε ανθρώπινοι πόροι, τέλος, αναλώνονται σε μεγαλύτερο πλήθος, καθώς απουσιάζουν η αυτοματοποίηση και η υψηλή τεχνολογία. Ωστόσο, οι ίδιοι λόγοι που μετακίνησαν τη βιομηχανική παραγωγή στα ανατολικά, συρρίκνωσαν με τεράστια ταχύτητα και το βιοτεχνικό κλάδο. Το υψηλό σταθερό κόστος που προέρχεται από τα μισθολογικά έξοδα, απετέλεσε το βασικότερο λόγο για την εξέλιξη αυτή. Ουσιαστικά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, η εγχώρια βιοτεχνία είναι από ανύπαρκτη έως ανεμική.