ΔΕΔ 2725/2019 Αντίστροφη χρέωση ΦΠΑ – ΄Εφαρμογή άρθρου 14 του ΦΠΑ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
δ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ 1440 /τ. Β’ /27.04.2017) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής».

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β’ / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Την από 23.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία , με ΑΦΜ , που εδρεύει στην , κατά της σιωπηράς απορρίψεως της τεκμαιρόμενης εκ της απράκτου παρόδου τριμήνου από της καταθέσεως την 31.12.2018 (αριθ. πρωτ ) της από 28.12.2018 δηλώσεως επιφυλάξεως και αιτήσεως επιστροφής ΦΠΑ ποσού 142.272,00 € το οποίο αφορά ΦΠΑ επί ποσού 595.800 ευρώ που επανατιμολογήθηκε, δυνάμει σχετικού όρου της από 15.05.2018 συμβάσεως, από τον συμβουλευτικό χρηματοοικονομικό σχετικά με αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες, στο οποίο ποσό των 592.800 ευρώ έχει ενσωματωθεί ως έξοδο ποσό ΦΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο με συντελεστή 20% (imputed VAT) κατ’ εφαρμογή του κανόνα της αντίστροφης χρέωσης (reverse charge) λόγω ενδοκοινοτικής συναλλαγής, και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα.

5. Τις απόψεις της ανωτέρω φορολογικής αρχής.

6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α2, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 23.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία , με ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Η προσφεύγουσα, υπέβαλλε την με αριθ. πρωτ /31.12.2018 Δήλωση Επιφύλαξης κατ’ άρθρο 20 του Κ.Φ.Δ. και αίτηση νομιμότοκης επιστροφής κατ’ άρθρο 42 του Κ.Φ.Δ., αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου συνολικού ποσού 142.272,00 €, που καταβλήθηκε κατόπιν υποβολής με επιφύλαξη της από 27.12.2018 δήλωσης ΦΠΑ, για συνολικό ποσό χρεωστικού φπα 598.612,97 € περιόδου 01.11 – 30.11.2018. Το ποσό των 142.272,00 € αφορά φπα επί ποσού 592.800,00 € το οποίο επανατιμολογήθηκε, δυνάμει σχετικού όρου της από 15.05.2018 συμβάσεως εκδόσεως ομολογιακού δανείου, από τον , το οποίο αφορά σε αμοιβή του , για νομικές υπηρεσίες προς την στο πλαίσιο της εκδόσεως του ομολογιακού δανείου, στο οποίο ποσό των 592.800,00 € έχει ενσωματωθεί ως έξοδο ποσό ΦΠΑ στο Ην. Βασίλειο με συντελεστή 20% (imputed VAT) για τις νομικές αυτές υπηρεσίες κατ’ εφαρμογή του άρθ. 44 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ για τον ΦΠΑ, δηλαδή, του κανόνα της αντίστροφης χρέωσης (reverse charge) λόγω ενδοκοινοτικής συναλλαγής.

Με την πάροδο απράκτου τριμήνου από την υποβολή της ως άνω αίτησης της προσφεύγουσας, περί επιστροφής νομιμοτόκως του ποσού των 142.272,00 €, απορρίφθηκε σιωπηρά το ως άνω αίτημα της προσφεύγουσας.

Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά:

α) να γίνει δεκτή η παρούσα, τύποις και ουσία, καθ’ όλα αυτής τα κεφάλαια.

β) να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη σιωπηρά απόρριψη ώστε να γίνει δεκτή η από 9.10.2018 (αριθ. πρωτ.) δήλωση επιφυλάξεως και αίτηση επιστροφής Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίου ποσού των 4.610,00 €, νομιμοτόκως από της καταβολής του, επικαλούμενη τα άρθρα 8 § 3 του ν. 2859/2000 και 44 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ καθώς και την αρχή της καταγωγής και την αρχή του προορισμού.

Η προσφεύγουσα, προφανώς εκ παραδρομής, ζητά να γίνει δεκτή η από 9.10.2018 (αριθ. πρωτ ) δήλωση επιφυλάξεως και αίτηση επιστροφής Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίου ποσού των 4.610,00 €, νομιμοτόκως από της καταβολής του, αντί να ζητήσει να γίνει δεκτή η με αρ. πρωτ /31.12.2018 δήλωση επιφύλαξης και αίτηση επιστροφής ως αχρεωστήτου καταβληθέντος φπα ποσού 142.272,00 €. Η Υπηρεσία μας για λόγους χρηστής διοίκησης εξετάζει την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή, κατά της σιωπηράς απορρίψεως της τεκμαιρόμενης εκ της απράκτου παρόδου τριμήνου από της καταθέσεως την 31.12.2018 (αριθ. πρωτ ) της από 28.12.2018 δηλώσεως επιφυλάξεως και αιτήσεως επιστροφής ΦΠΑ ποσού 142.272,00 €.

Επειδή, στις 15.05.2018, η προσφεύγουσα, (η “Εταιρία”) προσέβαλε την , την, την , την , την , την ( ), την και την σε σχέση με την προτεινόμενη έκδοση, προσφορά και πώληση από την Εταιρεία ή οποιαδήποτε από τις θυγατρικές της σε μια προσφορά (η “Προσφορά”) χρεωστικούς τίτλους αξίας περίπου € 400.000.000 (οι “Τίτλοι”). Η Προσφορά θα γίνει προς θεσμικούς επενδυτές σύμφωνα με τον Κανόνα 144α και/ή τον Κανονισμό S του Unite States Securities Act of 1933, όπως έχει τροποποιηθεί (το “Securities Act”).

1. Η Εταιρεία έχει προσλάβει την παγκόσμιο συντονιστή και κύριο – εναπομείναντα ανάδοχο (ο “Κύριος Ανάδοχος” – Lead Manager), τις ως παγκόσμιους συντονιστές (και, μαζί με τον Κύριο Ανάδοχο, οι «Παγκόσμιοι Συντονιστές»), τις , και ως εντολολήπτες – bookrunners (οι “Bookrunners” και τις και ως συνδιαχειριστές (οι “Συνδιαχειριστές” και, μαζί με τους Παγκόσμιους Συντονιστές και τους Bookrunners, οι “Διαχειριστές”, “εμείς” ή “εμάς”) για να ενεργήσουν ως ανάδοχοι, αρχικοί αγοραστές ή πράκτορες τοποθέτησης για την Προσφορά ‘.

Επειδή, στις 02.11.2018 η Βρετανική εταιρεία με την επωνυμία με αριθμό Μητρώου εξέδωσε προς την προσφεύγουσα το με αριθμό τιμολόγιο, με την εξής λεκτική περιγραφή: “Project (Senior Notes offering of a subsidiary of )  (Including Imputed 20% UK VAT)”, ήτοι “Εργο (Προσφορά Γραμματίων Προτεραιότητας μιας Θυγατρικής της ), (Συμπεριλαμβάνει Τεκμαρτό ΦΠΑ 20% ΗΒ)”, καθαρής αξίας 592.800,00 €.

Στο προαναφερθέν τιμολόγιο δεν έχει υπολογισθεί ΦΠΑ του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς στην αντίστοιχη στήλη χρέωσης υπάρχει η ένδειξη 0,00 €.

Για το ΦΠΑ, σημειώνεται το εξής: “Υπηρεσίες εκτός του πεδίου εφαρμογής ΦΠΑ του Ηνωμένου Βασιλείου. Οποιαδήποτε εφαρμοστέο ΦΠΑ οφειλόμενο στην χώρα του παραλήπτη πρέπει να αποτυπωθεί λογιστικά από τον πελάτη μέσω της αντίστροφης χρέωσης – Άρθρο 44 ΦΠΑ Οδηγίας 2006/112/ΕΚ ΦΠΑ”.

Επειδή, στο προαναφερθέν τιμολόγιο της γίνεται παραπομπή σε τιμολόγιο της …..

Συγκεκριμένα, στις 05.10.2018, η με αριθμό Μητρώου , εξέδωσε προς την το με αριθμό τιμολόγιο, με την εξής λεκτική περιγραφή: “For professional services rendered to date in connection with the offering of and associated matters in respect thereof”, ήτοι “για επαγγελματικές υπηρεσίες παρασχεθείσες μέχρι σήμερα σε σχέση με την προσφορά και συναφή θέματα σε σχέση με τα ανωτέρω”, καθαρής αξίας 494.000,00 € (αμοιβές 475.000,00 € πλέον έξοδα και πληρωμές 19.000,00 €).

Στο προαναφερθέν τιμολόγιο δεν έχει υπολογισθεί ΦΠΑ Ιταλίας, καθώς υπάρχει η εξής ένδειξη: “Δεν εφαρμόζεται ιταλικός ΦΠΑ στο παρόν τιμολόγιο σύμφωνα με το άρθρο 44 της Οδηγίας ΕΕ 2006/112/ΕΚ. Η ευθύνη μεταφέρεται στον λήπτη των υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 196 της Οδηγίας ΕΕ 2006/112/ΕΚ“.

Επειδή, οι διατάξεις του Ν. 2859/2000 (ΦΕΚ Α’ 248/07.11.2000), ορίζουν, ότι:

Άρθρο 2. Αντικείμενο του φόρου
“1. Αντικείμενο του φόρου είναι:
α) η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών, εφόσον πραγματοποιούνται από επαχθή αιτία στο εσωτερικό της χώρας από υποκείμενο στο φόρο που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα, ….”
Άρθρο 8. Παροχή υπηρεσιών
“1. Παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2, θεωρείται κάθε πράξη που δε συνιστά παράδοση αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 7. Η πράξη αυτή μπορεί να συνίσταται ιδίως σε:…
3. Αν ο υποκείμενος στο φόρο μεσολαβεί σε παροχή υπηρεσιών, ενεργώντας στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό άλλων προσώπων, θεωρείται ότι λαμβάνει και παρέχει τις υπηρεσίες αυτές”.
Άρθρο 14. Τόπος παροχής υπηρεσιών
“2. Γενικοί κανόνες
Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων:
α) Ο τόπος παροχής υπηρεσιών προς υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο, που ενεργεί με την ιδιότητα αυτή, είναι ο τόπος όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας. Ωστόσο, εάν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται σε μόνιμη εγκατάσταση του υποκείμενου στον φόρο προσώπου που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο όπου έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας, ως τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ο τόπος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάστασή του. Ελλείψει τέτοιας έδρας ή μόνιμης εγκατάστασης, ως τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του υποκείμενου στον φόρο στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες.
β) Ο τόπος παροχής υπηρεσιών προς μη υποκείμενο στον φόρο πρόσωπο είναι ο τόπος της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας του παρέχοντος τις υπηρεσίες “
Άρθρο 35. Υπόχρεοι στο φόρο
“1. Για την παράδοση αγαθών, την ενδοκοινοτική απόκτηση αγαθών και την παροχή υπηρεσιών, υπόχρεοι στο φόρο είναι:
στ) ο λήπτης των υπηρεσιών, εφόσον είναι υποκείμενος στον φόρο ή μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο το οποίο διαθέτει ΑΦΜ/ΦΠΑ στο εσωτερικό της χώρας, για τις παροχές υπηρεσιών για τις οποίες ο τόπος φορολογίας βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 14, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από μη εγκατεστημένο στο εσωτερικό της χώρας υποκείμενο στον φόρο,….”
Επειδή, οι διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 ( 2006/112/ΕΕ) Σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, ορίζουν, ότι:
Άρθρο 24
“1. Ως “παροχή υπηρεσιών” νοείται κάθε πράξη η οποία δεν αποτελεί παράδοση αγαθών”.
Άρθρο 44
“Ο τόπος παροχής υπηρεσιών σε υποκείμενο στο φόρο, ο οποίος ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή, είναι ο τόπος όπου το εν λόγω πρόσωπο έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας. Ωστόσο, εάν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται σε μόνιμη εγκατάσταση του υποκείμενου στο φόρο που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο όπου έχει την έδρα της οικονομικής του δραστηριότητας, ως τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ο τόπος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάστασή του. Ελλείψει τέτοιας έδρας ή μόνιμης εγκατάστασης, ως τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του υποκείμενου στο φόρο στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες”.
Άρθρο 196
“Ο ΦΠΑ οφείλεται από τον υποκείμενο στο φόρο ή από το μη υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο που διαθέτει αριθμό μητρώου ΦΠΑ, προς τον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες που καλύπτονται από το άρθρο 44, εφόσον οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται από υποκείμενο στο φόρο μη εγκατεστημένο στο εσωτερικό του εν λόγω κράτους μέλους”.

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 8 του κώδικα ΦΠΑ (αντίστοιχο άρθρο 8 του ν.1642/1986) μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι διατάξεις των άρθρων 6 §§ 1, 4 & 5, 13Β περ.β1-β4, 28 § 2 και 13Γ της 6ης Οδηγίας, (αντίστοιχα άρθρα 24 § 1, 25, 28, 29, 135 § 2 και 137 της ισχύουσας οδηγίας 2006/112/ΕΚ). Με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 8 του κώδικα ΦΠΑ δεν δίδεται ορισμός της παροχής υπηρεσιών, που αποτελεί τη δεύτερη σημαντική, μετά την παράδοση αγαθών, κατηγορία φορολογητέων πράξεων στο εσωτερικό της χώρας. Έτσι, στη διάταξη αυτή ο νόμος ορίζει ότι παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2, θεωρείται κάθε πράξη που δε συνιστά παράδοση αγαθών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 έως 7. Όπως γίνεται αντιληπτό, η διατύπωση αυτή του νόμου δείχνει τη γενικότητα του φόρου, στον οποίο υπάγονται αφενός οι παραδόσεις αγαθών και αφετέρου κάθε πράξη που δεν συνιστά παράδοση αγαθών. Η διάκριση δηλαδή αυτή μεταξύ παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών δεν έχει καταρχήν μεγάλη σημασία δεδομένου ότι δεν υπάρχει διαφορετικός συντελεστής φορολόγησής τους. Έχει όμως τη σημασία της για το χρόνο γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης, τον τόπο πραγματοποίησης των φορολογητέων πράξεων, τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας, τις απαλλαγές κ.τ.λ. Εννοείται βέβαια ότι για την υπαγωγή στο φόρο των πράξεων παροχής υπηρεσιών, προϋπόθεση είναι κατ’ αρχήν η ύπαρξη ανταλλάγματος, δηλαδή η παροχή υπηρεσιών να ενεργείται με κάποια αμοιβή (άρθρο 2 του κώδικα ΦΠΑ, περ. α’).


Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 8 του κώδικα ΦΠΑ, στην περίπτωση κατά την οποία ο υποκείμενος στο φόρο που μεσολαβεί σε παροχή μιας υπηρεσίας, ενεργώντας στο όνομά του αλλά για λογαριασμό τρίτων, θεωρείται ότι αποκτά ταυτόχρονα και την ιδιότητα του προσώπου που παρέχει την υπηρεσία και την ιδιότητα του προσώπου που τη δέχεται. Η διάταξη αυτή σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτή πραγματοποιούνται περισσότερες από μία φορολογητέες πράξεις, οι οποίες υπόκεινται στο ΦΠΑ ξεχωριστά. Πρόκειται για την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 5 § 2, δηλαδή για την περίπτωση πώλησης ή αγοράς αγαθών από παραγγελιοδόχο που ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του παραγγελέα. Στην παραπάνω όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει τακτοποίηση με την έκδοση εκκαθάρισης αλλά απαιτείται έκδοση τιμολογίων παροχής υπηρεσιών ή αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Επειδή, κυρίαρχο ζήτημα σε σχέση με την εφαρμογή του ΦΠΑ σε διεθνές επίπεδο (δηλαδή, όταν υπάρχουν διασυνοριακές συναλλαγές) είναι το εάν ο φόρος οφείλεται στο κράτος καταγωγής (εκεί δηλαδή που εδρεύει ο υποκείμενος που παρέχει την υπηρεσία) ή στο κράτος προορισμού (εκεί που είναι εγκατεστημένος ή εγγεγραμμένος για σκοπούς ΦΠΑ ο λήπτης). Σε σχέση με το δίλλημα αυτό υπάρχουν και οι αντίστοιχες θεωρητικές προσεγγίσεις, που ονομάζονται «αρχή της καταγωγής» και «αρχή του προορισμού» αντίστοιχα. Με βάση την «αρχή της καταγωγής», η οποία γενικά δεν τυγχάνει θεωρητικής αποδοχής και πρακτικής εφαρμογής εκ μέρους των διαφόρων κρατών όσον αφορά τις συναλλαγές Β2Β (Business to Business), ο φόρος οφείλεται στην επικράτεια όπου κάθε φορά δημιουργείται («κατάγεται») η προστιθέμενη αξία.

Αντιθέτως, με βάση την «αρχή του προορισμού», δηλαδή την φορολόγηση της παροχής υπηρεσίας στον τόπο εγκατάστασης του υποκείμενου στον φόρο λήπτη, θεωρείται ότι εξασφαλίζεται η ουδετερότητα του φόρου μέσα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου. Για τον λόγο αυτό, η εφαρμογή της «αρχής του προορισμού» αποτελεί κοινό τόπο παγκοσμίως, για τα κράτη που επιβάλλουν φόρο στην προστιθέμενη αξία. Με την εφαρμογή της «αρχής της καταγωγής», κατ’ αρχάς εμφανώς αντιμετωπίζονται ισότιμα από πλευράς ΦΠΑ οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην ίδια επικράτεια και προβαίνουν σε απόκτηση αγαθών, αφού με βάση αυτή την αρχή οι μεν εξαγωγές αποτελούν πράξεις απαλλασσόμενες, ενώ οι εισαγωγές φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή που επιβαρύνει τις εγχώριες παραδόσεις. Ο κάθε υποκείμενος δηλαδή θα χρεωθεί με τον ίδιο συντελεστή ΦΠΑ για την απόκτηση των ίδιων αγαθών, είτε η απόκτηση γίνει με παράδοση εντός της χώρας είτε από το εξωτερικό.


Ασφαλώς, η εφαρμογή της «αρχής του προορισμού» στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών είναι δυσκολότερη αφού η φύση των τελευταίων είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τον τελωνειακό έλεγχο. Το ζήτημα αυτό επιλύεται σε μεγάλο βαθμό με την εφαρμογή, εκ μέρους πολλών κρατών, του Μηχανισμού Αντιστροφής Υποχρέωσης (reverse charge mechanism). Με την εφαρμογή του μηχανισμού αυτού, η υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ που αναλογεί σε διασυνοριακές παροχές υπηρεσιών μεταξύ υποκείμενων στο φόρο (Β2Β) επιρρίπτεται από τον μη εγκατεστημένο παρέχοντα, στον εγκατεστημένο στο κράτος λήπτη. Αν δεν προβλέπεται εφαρμογή του συγκεκριμένου μηχανισμού, ο μη εγκατεστημένος παρέχων μια υπηρεσία θεωρητικά θα πρέπει να ορίσει φορολογικό αντιπρόσωπο ή να λάβει ΑΦΜ/ΦΠΑ με άλλο τρόπο που τυχόν προβλέπεται στο άλλο κράτος και κατόπιν να αποδώσει στην αρμόδια φορολογική διοίκηση τον ΦΠΑ που συμπεριέλαβε στο σχετικό στοιχείο.

Ο Μηχανισμός Αντιστροφής Υποχρέωσης όμως δεν εφαρμόζεται από όλα τα κράτη που επιβάλλουν φόρο προστιθέμενης αξίας.

Επιπλέον, όσα κράτη τον εφαρμόζουν δεν το κάνουν πάντα στην ίδια έκταση.

Στην χώρα μας ο Μηχανισμός Αντιστροφής Υποχρέωσης, όσον αφορά την διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, εφαρμόζεται κατ’ αρχήν στην πράξη για τις υπηρεσίες που λαμβάνει Έλληνας υποκείμενος στον φόρο από υποκείμενο άλλου κράτους και οι οποίες υπηρεσίες υπάγονται στον Γενικό Κανόνα του άρθρου 14, παρ. 2α (άρθρο 35, παρ. 1στ, ν.2859/2000).

Επειδή, οι υπηρεσίες που παρέχονται σε διακρατικό επίπεδο, θα πρέπει να φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους όπου πραγματοποιείται η τελική κατανάλωσή τους.

Η συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ουσιαστικά συμπυκνώνει την έννοια της «αρχής του προορισμού» όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα.
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Β2Β παροχή υπηρεσιών και παρόλο που αυτή δεν ταυτίζεται με τελική κατανάλωση, το δικαίωμα φορολόγησης ασκείται από το κράτος του λήπτη με την έννοια ότι εκεί θεωρείται κατ’ αρχήν ότι πραγματοποιείται το τελευταίο στάδιο της εμπορικής της αλυσίδας.

Για την εφαρμογή της προηγούμενης κατευθυντήριας γραμμής, και όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών μεταξύ υποκείμενων στον φόρο (Β2Β), τόπος φορολόγησης των πράξεων αυτών από πλευράς ΦΠΑ είναι το κράτος εγκατάστασης του λήπτη («Γενικός Κανόνας»).

Η συγκεκριμένη κατευθυντήρια γραμμή ορίζει ότι το κράτος όπου βρίσκεται εγκατεστημένος ο λήπτης (εκεί δηλαδή που αυτός διατηρεί έναν «μόνιμο τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας») μπορεί να λειτουργήσει ως το καταλληλότερο σημείο αναφοράς σχετικά με το πού πραγματοποιήθηκε η χρήση της υπηρεσίας.

Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 14 Ν. 2859/2000 ορίζουν τον τόπο παροχής υπηρεσιών. Οι διατάξεις αυτές, που ισχύουν από 1 Ιανουαρίου 2010, ενσωματώθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ν. 3763/2009 (ΦΕΚ 80 Α /27.5.2009), με τις οποίες έγινε εναρμόνιση των μέχρι τότε ισχυουσών διατάξεων προς τις Κοινοτικές διατάξεις με την ενσωμάτωση του άρθρου 2 της Οδηγίας 2008/8/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Φεβρουαρίου 2008, σχετικά με τον προσδιορισμό του τόπου φορολόγησης της παροχής υπηρεσιών και την εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων των υποκειμένων στο φόρο, για τον έλεγχο των διασυνοριακών συναλλαγών.

Με τις ανωτέρω διατάξεις για τον καθορισμό του τόπου παροχής των υπηρεσιών στις διασυνοριακές συναλλαγές, λαμβάνονται υπόψη οι κατωτέρω δύο γενικοί κανόνες που περιλαμβάνονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 14.

α. Ο γενικός κανόνας, της φορολόγησης των υπηρεσιών στον τόπο εγκατάστασης του λήπτη των υπηρεσιών, στην περίπτωση που αυτός είναι υποκείμενος στο φόρο (άρθρο 14 § 2α)

β. Ο γενικός κανόνας της φορολόγησης των υπηρεσιών στον τόπο εγκατάστασης του παρέχοντος τις υπηρεσίες στην περίπτωση που αυτές πραγματοποιούνται προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα (άρθρο 14 § 2β).

Οι ανωτέρω γενικοί κανόνες αποτελούν το βασικό κριτήριο για τη φορολόγηση ή μη των πράξεων παροχής υπηρεσιών στην Ελλάδα. Επειδή όμως στη συνέχεια του άρθρου 14 καθορίζονται μια σειρά εξαιρέσεων, από τούς κανόνες αυτούς, σε κάθε περίπτωση παροχής υπηρεσιών, θα πρέπει πρώτα να εξετάζεται αν μια συγκεκριμένη υπηρεσία εμπίπτει στις εν λόγω εξαιρέσεις, προκειμένου να καθοριστεί ο τόπος παροχής υπηρεσιών. Στην περίπτωση, που η παροχή της συγκεκριμένης υπηρεσίας δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις αυτές, εφαρμόζονται οι ανωτέρω γενικοί κανόνες των παραγράφων 2α και 2β.

Σκοπός της εναρμόνισης με τις Κοινοτικές διατάξεις είναι να διασφαλιστεί η αρχή της φορολογίας των πράξεων εντός του κράτους, στο οποίο πραγματοποιείται η τελική κατανάλωση των υπηρεσιών σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στον κράτος αυτό, ώστε να ελαχιστοποιηθούν περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού που είναι δυνατόν να δημιουργούνται από την επιλογή αγοράς υπηρεσιών σε χώρες όπου ισχύουν ευνοϊκότερα καθεστώτα. Επιπλέον σκοπός της εναρμόνισης αποτελεί και η όσο το δυνατό απλούστερη εφαρμογή του μηχανισμού λειτουργίας του ΦΠΑ και ειδικότερα, όσον αφορά τη λειτουργία του δικαιώματος έκπτωσης του φόρου εισροών, τη μείωση των υποχρεώσεων των υποκειμένων και τον περιορισμό της ανάγκης προσφυγής στην επιστροφή του φόρου σε εγκατεστημένους εκτός Ελλάδος υποκείμενους στο φόρο, καθώς και στους εγκατεστημένους στην Ελλάδα υποκείμενους στο φόρο που λαμβάνουν υπηρεσίες από άλλο κράτος μέλος, που επιτυγχάνεται με την επέκταση του κανόνα καταβολής του φόρου από το λήπτη (αντιστροφής της υποχρέωσης).

Επειδή, καθιερώνεται, ως γενικός κανόνας, η φορολόγηση των υπηρεσιών στον τόπο της έδρας της οικονομικής δραστηριότητας του λήπτη των υπηρεσιών, στην περίπτωση που τόσο ο παρέχων όσο και ο λήπτης των υπηρεσιών είναι υποκείμενοι στο φόρο. Σημειώνεται ότι μέχρι και την 31.12.2009, τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρούταν ο τόπος της έδρας του παρέχοντος τις υπηρεσίες.

Ως λήπτης των υπηρεσιών, θεωρείται το πρόσωπο, το οποίο επιβαρύνεται με το κόστος της υπηρεσίας (αποτελεί δαπάνη γι’ αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος) και κατ’ επέκταση το πρόσωπο, το οποίο έχει δικαίωμα να εκπέσει το ΦΠΑ που βαρύνει το κόστος αυτό.

Όταν οι υπηρεσίες παρέχονται σε μόνιμη εγκατάσταση (π.χ. υποκατάστημα) του υποκείμενου στον φόρο προσώπου που βρίσκεται σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της έδρας της οικονομικής του δραστηριότητας, ως τόπος παροχής των υπηρεσιών αυτών θεωρείται ο τόπος όπου βρίσκεται η μόνιμη εγκατάστασή του. Εάν δεν υπάρχει έδρα ή μόνιμη εγκατάσταση, ως τόπος παροχής υπηρεσιών θεωρείται ο τόπος της μόνιμης κατοικίας ή της συνήθους διαμονής του υποκείμενου στον φόρο στον οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες. Γενικά πάντως ως «μόνιμη εγκατάσταση» θεωρείται μια σταθερή επαγγελματική εγκατάσταση όπου ασκείται η επαγγελματική δραστηριότητα του υποκείμενου. Στην έννοια αυτή περιλαμβάνονται κυρίως η ύπαρξη της έδρας, υποκαταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου, εργοταξίου κατασκευής ή συνεργείου συναρμολόγησης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών.

Συνεπώς η παροχή υπηρεσίας θεωρείται, ότι πραγματοποιείται στην Ελλάδα και, επομένως θεμελιώνεται δικαίωμα του ελληνικού δημοσίου για την επιβολή φόρου, όταν η υπηρεσία παρέχεται από υποκείμενο σε φόρο που είναι εγκαταστημένος εκτός του εσωτερικού της χώρας, σε υποκείμενο στο φόρο που έχει στο εσωτερικό της χώρας την έδρα (ή εγκατάσταση) της οικονομικής του δραστηριότητας. Οι υπηρεσίες που παρέχονται εντός του εσωτερικού τη χώρας από εγκατεστημένο στην Ελλάδα πάροχο προς εγκατεστημένο στην Ελλάδα λήπτη υπάγονται πάντα σε ελληνικό ΦΠΑ, εκτός κι αν απαλλάσσονται με ρητή διάταξη, οπότε ο γενικός κανόνας και οι εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 14 δεν έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αυτή. Δεν θεωρείται ότι πραγματοποιείται στην Ελλάδα η παροχή υπηρεσίας που παρέχεται από υποκείμενο εγκατεστημένο στην Ελλάδα προς υποκείμενο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος-μέλος (Κ-Μ) ή τρίτη χώρα (Τ-Χ). Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 14, για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2α του ίδιου άρθρου (γενικός κανόνας B2B) καθώς και ολόκληρου του άρθρου υποκείμενος στο φόρο θεωρείται:

– Ο υποκείμενος στο φόρο που ασκεί δραστηριότητες ή πραγματοποιεί συναλλαγές φορολογητέες και απαλλασσόμενες με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών

– Ο υποκείμενος στο φόρο που ενεργεί αποκλειστικά δραστηριότητες απαλλασσόμενες από το φόρο χωρίς δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους (Πρόσωπα του άρθρου 22 όπως ιατρός, ασφαλιστικό γραφείο, εκπαιδευτήριο κ.λπ.)

– Ο αγρότης του άρθρου 41

– Η απαλλασσόμενη λόγω μικρού τζίρου επιχείρηση (Πρόσωπα του άρθρου 39)

– Ο υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος πέραν των φορολογητέων πράξεων πραγματοποιεί και συναλλαγές που δεν θεωρούνται φορολογητέες σύμφωνα με το άρθρο 2. Στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο για όλες τις υπηρεσίες που παρέχονται σε αυτόν.

– Το μη υποκείμενο στον φόρο νομικό πρόσωπο, το οποίο διαθέτει αριθμό μητρώου ΦΠΑ (ΑΦΜ-ΦΠΑ). Συνεπώς παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται προς ένα Δήμο (που σύμφωνα με το άρθρο 3 είναι μη υποκείμενος), ο οποίος έχει λάβει ΑΦΜ-ΦΠΑ στην Ελλάδα (π.χ. για πραγματοποίηση ενδοκοινοτικής απόκτησης) θεωρείται ότι παρέχονται σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο και φορολογούνται στη χώρα μας σύμφωνα με το γενικό κανόνα Β2Β.

Εάν ο τόπος φορολογίας των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι η Ελλάδα (σύμφωνα με το γενικό κανόνα της παραγράφου 2α), o φόρος οφείλεται στην Ελλάδα και αποδίδεται από τον λήπτη μέσω της αντιστροφής της υποχρέωσης. Έτσι λοιπόν από 1.1.2010 τα υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα με εγκατάσταση στην Ελλάδα που λαμβάνουν υπηρεσίες από το εξωτερικό, των οποίων ο τόπος παροχής είναι ο τόπος εγκατάστασης του λήπτη και εφόσον οι υπηρεσίες δεν προορίζονται για ιδιωτικούς σκοπούς, οφείλουν να αποδίδουν φόρο για τις υπηρεσίες αυτές στην Ελλάδα με τη μέθοδο της χρεοπίστωσης (τακτοποίησης) – αντιστροφής της υποχρέωσης, εφόσον βέβαια έχουν δικαίωμα έκπτωσης. Σύμφωνα με τη μέθοδο της αντιστροφής της υποχρέωσης, ο λήπτης των υπηρεσιών, θεωρείται ότι ο ίδιος παρέχει τις υπηρεσίες και οφείλει να αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο που αναλογεί στην υπηρεσία (αναγραφή στις εκροές και στο φόρο εκροών της δήλωσης ΦΠΑ), και ταυτόχρονα δέχεται την υπηρεσία καταχωρώντας την αξία και το φόρο στις εισροές του και στο φόρο εισροών αντίστοιχα.

Συνεπώς, εάν η πράξη της υπηρεσίας εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 2α του άρθρου 14 (γενικός κανόνας B2B), ο παρέχων την υπηρεσία δεν θα υπολογίζει ΦΠΑ στο τιμολόγιο που εκδίδει και ο λήπτης της υπηρεσίας τακτοποιεί το ΦΠΑ που αναλογεί (χρεοπίστωση) τόσο στις εκροές όσο και στις εισροές με τόπο φορολόγησης την έδρα ή εγκατάσταση του λήπτη της υπηρεσίας.

Επειδή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το κατά τα ανωτέρω ποσό της αμοιβής του έχει υπαχθεί σε ΦΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο με συντελεστή 20% κατ’ εφαρμογή του κανόνα της αντίστροφης χρέωσης (reverse charge) λόγω ενδοκοινοτικής συναλλαγής και απλώς επανατιμολογείται ως έξοδο στην προσφεύγουσα από τον , ενσωματούμενου του βρετανικού ΦΠΑ στο συνολικώς οφειλόμενο ποσό,όπως κατά τους ισχυρισμούς της προκύπτει από το σχετικό τιμολόγιο του τελευταίου.

Επειδή, περαιτέρω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εκ μέρους της υποχρέωση απόδοσης στην Ελλάδα του ΦΠΑ που αντιστοιχεί στο ποσό της αμοιβής των 592.800 ευρώ συνιστά διπλή επιβολή του ίδιου φόρου για την ίδια πράξη κατά παράβαση της γενικής αρχής της ουδετερότητας του ΦΠΑ που θεμελιώνεται στην οδηγία 2006/12/ΕΚ, καθώς επίσης και των άρθρων 1, 2, 30 και 8 παρ. 3 του Ν.2859/2000 περί Κώδικα ΦΠΑ.

Επειδή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, η έλαβε επαγγελματικές υπηρεσίες σχετικά με την προσφορά Προνομιακών Χρεογράφων για την προσφεύγουσα από την και στη συνέχεια τις παρείχε στην ελληνική εταιρεία (προσφεύγουσα). Συνεπώς, πρόκειται για δυο διαφορετικές και διακριτές πράξεις παροχής υπηρεσιών.

Επειδή, η βρετανική εταιρεία έχει ενσωματώσει τον αγγλικό ΦΠΑ, προκειμένου να προσδιορίσει την τιμή της παρεχόμενης υπηρεσίας προς την προσφεύγουσα και το γεγονός αυτό δεν επηρεάζει την αντιμετώπιση της πράξης από πλευράς ΦΠΑ για την ελληνική εταιρεία. Πιθανόν η βρετανική εταιρεία ενσωμάτωσε τον ΦΠΑ στην τιμή, καθώς όπως αναφέρεται και στο σχετικό τιμολόγιο, η πράξη αυτή είναι εκτός πεδίου εφαρμογής ΦΠΑ στην Μεγάλη Βρετανία. Συνεπώς, τεκμαίρεται ότι παράλληλα δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης με αποτέλεσμα, το σχετικό ΦΠΑ να το ενσωματώνει στο κόστος της και να τιμολογεί εξολοκλήρου στον πελάτη της (προσφεύγουσα).

Επειδή, αυτό άλλωστε προκύπτει και από την από 15.05.2018 σύμβαση εκδόσεως ομολογιακού δανείου που συνήφθη μεταξύ της προσφεύγουσας και, μεταξύ άλλων, και του , στο άρθρο 4 της οποίας υπό τον τίτλο «Αμοιβές και έξοδα» ρητώς αναφέρεται ότι: “….

Επιπροσθέτως, η Εταιρεία συμφωνεί να αποζημιώσει τους Διαχειριστές, αμέσως μετά από αίτημα για (i) όλα τα εύλογα επελθόντα και τεκμηριωμένα έξοδα , και


(ii) όλες τις εύλογες και τεκμηριωμένες αμοιβές, εκταμιεύσεις και άλλες επιβαρύνσεις της (που υπόκεινται σε ρυθμίσεις αμοιβής που θα συμφωνηθούν χωριστά), ως νομικού συμβούλου ΗΠΑ και Αγγλίας,

Όλα τα ποσά που καταβάλλονται στους διαχειριστές βάσει του παρόντος δεν περιλαμβάνουν ΦΠΑ που ενδέχεται να χρεώνεται σε σχέση με την πληρωμή. Όλα τα ποσά που χρεώνονται από τους Διαχειριστές ή για τα οποία θα πρέπει να επιστραφούν οι Διαχειριστές θα τιμολογούνται μαζί με τον ΦΠΑ, όπου απαιτείται, και ο ΦΠΑ θα είναι για λογαριασμό σας”.

Επειδή, πρόκειται για δυο διακριτές πράξεις παροχής υπηρεσιών, η μεν από την προς την, η δε από την προς την (προσφεύγουσα).

Επειδή, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, η παροχή υπηρεσίας από την βρετανική προμηθεύτρια εταιρεία προς την προσφεύγουσα, είναι πράξη φορολογητέα στην Ελλάδα και υπόχρεος είναι ο λήπτης της υπηρεσίας. Δηλαδή, η προσφεύγουσα (λήπτης) οφείλει να αποδώσει τον φόρο στην Ελλάδα, καταχωρίζοντας τον στις φορολογητέες εκροές της στην περιοδική δήλωση ΦΠΑ και μόνον εφόσον αυτή η υπηρεσία (εισροή) χρησιμοποιείται για τη φορολογητέα δραστηριότητα της, έχει δικαίωμα να το εκπέσει καταχωρίζοντας το παράλληλα και στις φορολογητέες της εισροές στην περιοδική δήλωση ΦΠΑ.

Επειδή, ο προσδιορισμός της τιμής από την βρετανική προμηθεύτρια εταιρεία δεν δύναται να προσδιορίσει τον τρόπο φορολόγησης της πράξης για σκοπούς ΦΠΑ στην Ελλάδα και προφανώς ο ελεύθερος προσδιορισμός της τιμής μιας υπηρεσίας δεν στρεβλώνει τις συνθήκες της αρχής της ουδετερότητας του ΦΠΑ.

Επειδή, στο τιμολόγιο της βρετανικής προμηθεύτριας εταιρείας δεν έχει τιμολογηθεί διακριτά ο ΦΠΑ και συνεπώς η καθαρή αξία του τιμολογίου (φορολογητέα αξία) είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το ποσό των 592.800,00 €.

Επειδή, ακόμη και αν η προσφεύγουσα είχε εκ παραδρομής καταβάλλει ΦΠΑ στη Μεγάλη Βρετανία, εφόσον ο τόπος παροχής της υπηρεσίας είναι η Ελλάδα και υπόχρεος είναι ο λήπτης, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, η προσφεύγουσα θα έπρεπε να αναζητήσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος ΦΠΑ από τη Μεγάλη Βρετανία, ή από τον αντισυμβαλλόμενο.


Επειδή το υπό κρίση ποσό φόρου προστιθέμενης αξίας καλώς αποδόθηκε από την προσφεύγουσα στο Ελληνικό Δημόσιο.

Επειδή εξ όλων των ανωτέρω αναφερομένων, σαφώς προκύπτει, ότι ορθώς και νομίμως η φορολογική αρχή απέρριψε σιωπηρώς την υπ’ αριθ. πρωτ /31.12.2018 δήλωση επιφύλαξης- αίτηση επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας, ύψους 142.272,00 €, που συνυποβλήθηκε με την περιοδική δήλωση ΦΠΑ της προσφεύγουσας μηνός Νοεμβρίου 2018.

Αποφασίζουμε

την απόρριψη της με αριθ. πρωτ /23.04.2019 ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία , με ΑΦΜ , κατά της σιωπηράς απορρίψεως της τεκμαιρόμενης εκ της απράκτου παρόδου τριμήνου από της καταθέσεως την 31.12.2018 (αριθ. πρωτ ) της από 28.12.2018 δηλώσεως επιφυλάξεως και αιτήσεως επιστροφής ΦΠΑ ποσού 142.272,00 € το οποίο αφορά ΦΠΑ επί ποσού 595.800 ευρώ που επανατιμολογήθηκε, δυνάμει σχετικού όρου της από 15.05.2018 συμβάσεως, από τον συμβουλευτικό σχετικά με αμοιβή του για νομικές υπηρεσίες, στο οποίο ποσό των 592.800 ευρώ έχει ενσωματωθεί ως έξοδο ποσό ΦΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο με συντελεστή 20% (imputed VAT) κατ’ εφαρμογή του κανόνα της αντίστροφης χρέωσης (reverse charge) λόγω ενδοκοινοτικής συναλλαγής



Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 1790/2019 Λογιστικές διαφορές – Δαπάνες αποσβέσεων – Δαπάνες καυσίμων με αποδείξεις στις οποίες δεν αναγράφονταν τα στοιχεία και ο ΑΦΜ

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΛΛΕ.)»
γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β’ 1440/27.04.2017).

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ’ αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Την από 02/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του με ΑΦΜ: , κατά των κατωτέρω πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ:
α) της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014,
β) της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2015,
γ) της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2014 – 31/12/2014,
δ) της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ για τη φορολογική περίοδο 01/01/2015 – 31/12/2015,
ε) της υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 για το φορολογικό έτος 2014,
στ) της υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 για το φορολογικό έτος 2015,
και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Τις υπ’ αριθ /19.12.2018 και /19.12.2018 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικών ετών 2014 και 2015 αντιστοίχως, τις υπ’ αριθ./19.12.2018 και /19.12.2018 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ φορολογικών περιόδων 01/01/2014 – 31/12/2014 και 01/01/2015 – 31/12/2015 αντιστοίχως, και τις υπ’ αριθ /19.12.2018 και /19.12.2018 πράξεις επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 φορολογικών ετών 2014 και 2015 αντιστοίχως, του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. , των οποίων ζητείται η ακύρωση.

6. Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 02/04/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του με ΑΦΜ: , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2014, κύριος φόρος ποσού 974,81€ πλέον προστίμου άρθρου 58 ν.4174/2013 ποσού 159,66€ και εισφοράς αλληλεγγύης ποσού 621,80€, ήτοι συνολικό ποσό 1.756,27€, κατόπιν λογιστικού προσδιορισμού των φορολογητέων κερδών του, με την προσθήκη της αξίας ληφθέντων φορολογικών στοιχείων, μη αναγνωρισθέντος προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά του, ως λογιστικής διαφοράς, ποσού 7.498,57€, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από το άρθρο 22 του ν.4172/2013 προϋποθέσεις.

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , μειώθηκαν οι ζημιές από την άσκηση αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας, για το φορολογικό έτος 2015, στο ποσό των 7.037,16€, κατόπιν διαπίστωσης λογιστικών διαφορών, ποσού 9.525,68€, με το αιτιολογικό ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες από το άρθρο 22 του ν.4172/2013 προϋποθέσεις.

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για το φορολογικό έτος 2014, μειώθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου και κατ’ επέκταση το δικαίωμα μεταφοράς προς έκπτωση από το φόρο εκροών της επόμενης φορολογικής περιόδου, από 5.920,55€ σε 5.604,71€, ήτοι κατά το ποσό των 315,84€, λόγω μη αναγνώρισης της αξίας και του Φ.Π.Α. δαπανών για αγορά καυσίμων, ποσού 1.373,17€ πλέον ΦΠΑ 315,84€, από τις φορολογητέες εισροές και τον Φ.Π.Α. αυτών.

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για το φορολογικό έτος 2015, μειώθηκε το πιστωτικό υπόλοιπο φόρου και κατ’ επέκταση το δικαίωμα μεταφοράς προς έκπτωση από το φόρο εκροών της επόμενης φορολογικής περιόδου, από 9.149,09€ σε 8.649,55€, ήτοι κατά το ποσό των 499,54€, λόγω μείωσης του πιστωτικού υπολοίπου της προηγούμενης φορολογικής περιόδου κατά το ποσό των 315,84€ και μη αναγνώρισης της αξίας και του Φ.Π.Α. δαπανών για αγορά καυσίμων, ποσού 798,71€ πλέον ΦΠΑ 183,70€, από τις φορολογητέες εισροές και τον Φ.Π.Α. αυτών.

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2014, πρόστιμο ποσού 400,00€, λόγω υποβολής ανακριβών δηλώσεων ΦΠΑ α’, β’ γ’ και δ’ τριμήνου 2014, από τις οποίες δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου, που επισύρει την κύρωση της παρ. 1α του άρθρου 54 και της παρ. 2α του άρθρου 54 του ν.4174/2013, ήτοι 4 x 100,00€.

Με την υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , επιβλήθηκε στον προσφεύγοντα, για το φορολογικό έτος 2015, πρόστιμο ποσού 500,00€, λόγω υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων και περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ α’, β’ γ’ και δ’ τριμήνου 2015, από τις οποίες δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου, που επισύρει την κύρωση της παρ. 1α του άρθρου 54 και της παρ. 2α του άρθρου 54 του ν.4174/2013, ήτοι 5 x 100,00€.

Οι ανωτέρω πράξεις εδράζονται επί των από 19/12/2018 εκθέσεων προστίμου άρθρου 54 ΚΦΔ, φορολογίας εισοδήματος και ΦΠΑ, της Δ.Ο.Υ , κατόπιν ελέγχου που διενεργήθηκε σε εκτέλεση της υπ’ αριθ. 370/14.06.2017 εντολής του Προϊσταμένου της.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να γίνει αυτή δεκτή και να ακυρωθούν ή άλλως να μεταρρυθμιστούν οι προαναφερθείσες πράξεις, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

1. Εσφαλμένη η μη αναγνώριση δαπανών καυσίμων λόγω μη αναγραφής του αριθμού κυκλοφορίας του οχήματος ή του ΑΦΜ της λήπτριας επιχείρησης.

2. Εσφαλμένη η μη αναγνώριση δαπανών άνω των 500,00€ λόγω μη εξόφλησης με χρήση τραπεζικού μέσου. Προσκομίζονται αντίγραφα των τραπεζικών συναλλαγών.

3. Έλλειψη δόλου και υπαιτιότητας. Άγνοια περί της διαφοράς δαπανών και αποσβέσεων. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

4. Πλημμελής αιτιολογία των καταλογιστικών πράξεων ως τυπικό και ουσιαστικό στοιχείο έκδοσής τους.

Επειδή, με το άρθρο 21 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις…».

Επειδή, με το άρθρο 22 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες: α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση, γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά».

Επειδή, με το άρθρο 23 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «Οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν: α). β) κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής,…».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1113/2015 παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των άρθρων 22 και 23 του ν.4172/2013 και διευκρινίστηκε ότι:

«1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού (άρθρο 22) τίθεται ο γενικός κανόνας για την έκπτωση των επιχειρηματικών δαπανών.
Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, οι οποίες πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, αναφορικά με τις δαπάνες που κατά ρητή διατύπωση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων. 2. Ειδικότερα, εκπίπτουν οι δαπάνες που: α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της. Συγκεκριμένα, στις δαπάνες της περίπτωσης αυτής εμπίπτει κάθε δαπάνη, που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης, ανεξάρτητα εάν αυτή πραγματοποιείται δυνάμει νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματος της (ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (ΣτΕ 2963/2013ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο (π.χ. ενδοομιλικές συναλλαγές)… β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή, η αξία της οποίας δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση… γ) εγγράφονται στα λογιστικά αρχεία (βιβλία) της επιχείρησης την περίοδο που πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά… 3. Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες εκπίπτουν, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα κριτήρια του άρθρου 22 και δεν ανήκουν στον περιοριστικό κατάλογο του άρθρου 23 ή της παραγράφου 4 του άρθρου 48… 1. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 4172/2013 καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων. Ειδικότερα, με τις διατάξεις αυτές ρητά ορίζεται ότι δεν εκπίπτουν:. β) Κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των 500 ευρώ, από την ημεδαπή ή την αλλοδαπή, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής. Για την περίπτωση αυτή έχουν παρασχεθεί αναλυτικές οδηγίες με τις ΠΟΛ.1216/2014 και ΠΟΛ.1079/2015 εγκυκλίους μας.».

Επειδή, με το άρθρο 2 της υποπαραγράφου Ε.1 της παραγράφου Ε’ του ν.4093/2012 (Κ.Φ.Α.Σ.) ορίζεται ότι: «1. Από την απεικόνιση των συναλλαγών στα βιβλία και από τα στοιχεία πρέπει να προκύπτουν συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία των καταχωρήσεων και να υποστηρίζονται αυτές, ώστε να είναι ευχερής η αναλυτική πληροφόρηση και εφικτή η επαλήθευση αυτών από τον φορολογικό έλεγχο, για τις ανάγκες όλων των φορολογικών αντικειμένων… 3. Κάθε εγγραφή στα βιβλία, που αφορά συναλλαγή ή άλλη πράξη του υπόχρεου, πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή σε δημόσια έγγραφα ή σε άλλα πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία…».

Επειδή, με το άρθρο 6 της υποπαραγράφου Ε.1 της παραγράφου Ε’ του ν.4093/2012 (Κ.Φ.Α.Σ.) ορίζεται ότι: «1. Για την πώληση αγαθών για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό τρίτου και την παροχή υπηρεσιών από υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών σε άλλο υπόχρεο, σε πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή σε αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α. ή σε πρόσωπα εκτός της χώρας, για την άσκηση του επαγγέλματός τους ή την εκτέλεση του σκοπού τους, κατά περίπτωση, εκδίδεται τιμολόγιο, τουλάχιστον διπλότυπο… 9. Στο τιμολόγιο αναγράφονται η ημερομηνία έκδοσης αυτού, τα πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων, η ημερομηνία της συναλλαγής, εφόσον δεν συμπίπτει με την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου, και τα στοιχεία αυτής. 10. Ως πλήρη στοιχεία των συμβαλλομένων νοούνται το ονοματεπώνυμο ή η επωνυμία, η διεύθυνση και ο Α.Φ.Μ.. Για το Δημόσιο και τα εξομοιούμενα με αυτό πρόσωπα, καθώς και για τους διεθνείς οργανισμούς και τις ξένες αποστολές, αναγράφεται τουλάχιστον η επωνυμία και η διεύθυνση, καθώς και ο Α.Φ.Μ… 16. Εξομοιώνονται με τιμολόγια:… γ) Η απόδειξη λιανικής, στην οποία αναγράφεται γενική περιγραφή του είδους των αγαθών ή υπηρεσιών ή η γενική περιγραφή του είδους που προκύπτει από το αντικείμενο εργασιών που εμφανίζεται στα στοιχεία του εκδότη για τις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών, καθώς και τις πωλήσεις μη εμπορεύσιμων αγαθών για τον αγοραστή υπόχρεο απεικόνισης συναλλαγών ή τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή αγρότες του ειδικού καθεστώτος Φ.Π.Α., αξίας κάθε συναλλαγής μέχρι εκατό (100) ευρώ…».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1091/2010 αναφορικά με την έκδοση των αποδείξεων λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.) από πρατηριούχους για την εμπορία πετρελαίου κίνησης και βενζίνης με τη χρήση φορολογικών μηχανισμών του ν.1809/1988, είτε ενσωματωμένων στις αντλίες (που λειτουργούν δηλαδή αυτόματα με τη ροή του καυσίμου), είτε όχι, διευκρινίστηκε ότι για τις μεμονωμένες (παράδοση από αντλία) χονδρικές πωλήσεις πετρελαίου κίνησης ή βενζίνης έως και τριακόσια (300) ευρώ ανά συναλλαγή γίνεται δεκτό να εκδίδεται σε κάθε περίπτωση Α.Λ.Π. για να διευκολυνθεί και η σύνδεση των αντλιών με φορολογικό μηχανισμό έκδοσης αποδείξεων. Η Α.Λ.Π. αυτή δεν αντικαθίσταται με τιμολόγιο, στο πίσω μέρος δε αυτής τίθεται η σφραγίδα του εκδότη της και αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του εφοδιαζόμενου με καύσιμα οχήματος, οι δε λήπτες – επιτηδευματίες για τα φορολογικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις κάνουν χρήση των παραπάνω Α.Λ.Π. οι οποίες επέχουν θέση τιμολογίου.

Επειδή, με την ΠΟΛ.1203/2012 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β’ 3130), με την οποία τροποποιήθηκε η κοινή υπουργική απόφαση ΠΟΛ.1009/2012 (ΦΕΚ 72Β’) «Εγκατάσταση Ολοκληρωμένου Συστήματος Ελέγχου Εισροών – Εκροών στα πρατήρια υγρών καυσίμων και διασφάλιση συναλλαγών μέσω αυτού», ορίζεται ότι: «Στην περίπτωση που εφοδιάζονται με καύσιμα (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης) οχήματα επιτηδευματιών, στις εγκαταστάσεις πρατηρίων, δεν απαιτείται η έκδοση ιδιαίτερου δελτίου αποστολής – τιμολογίου πώλησης, εφόσον στην ανωτέρω απόδειξη εκτυπώνεται και ο αριθμός κυκλοφορίας του οχήματος του αντισυμβαλλόμενου πελάτη – επιτηδευματία. Ειδικά, στην περίπτωση αυτή, όταν η αξία της συναλλαγής, προ Φ.Π.Α., υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ απαιτείται και η αναγραφή του Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου πελάτη – επιτηδευματία… 3.3. Για τις πωλήσεις καυσίμων προς επιτηδευματίες, στις εγκαταστάσεις πρατηρίων, οι οποίες δεν καλύπτονται από την προηγούμενη περίπτωση (π.χ. πωλήσεις καυσίμων σε δοχεία σε επιτηδευματίες κ.λπ.) ισχύουν αναλόγως τα αναφερόμενα στην περίπτωση αυτή, εφόσον στη σχετική απόδειξη αναγράφεται, σε κάθε περίπτωση, και ο Α.Φ.Μ. του αντισυμβαλλόμενου πελάτη – επιτηδευματία και τα καύσιμα κατά τη διακίνησή τους συνοδεύονται από τη σχετική απόδειξη εσόδου.».

Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 5 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Κάθε συναλλαγή και γεγονός που αφορά την οντότητα τεκμηριώνεται με κατάλληλα παραστατικά (τεκμήρια). Τα παραστατικά αυτά εκδίδονται είτε από την οντότητα είτε από τους συναλλασσόμενους με αυτήν είτε από τρίτους, σε έντυπη ή σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο αυτόν. Τα παραστατικά αναφέρουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την ασφαλή ταυτοποίηση κάθε μίας συναλλαγής ή γεγονότος, και σε κάθε περίπτωση όσα ορίζει ο παρών νόμος».

Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Η οντότητα εφαρμόζει κατάλληλες κατά την κρίση της δικλίδες για: α) Τη διασφάλιση ότι υπάρχει αξιόπιστη και ελέγξιμη αλληλουχία τεκμηρίων (ελεγκτική αλυσίδα) για κάθε συναλλαγή ή γεγονός, από το χρόνο που προέκυψαν μέχρι το διακανονισμό τους. β) Τη δημιουργία αξιόπιστης και ελέγξιμης αλληλουχίας τεκμηρίων, που διασφαλίζει την ευχερή συσχέτιση των συναλλαγών και άλλων γεγονότων με τα λογιστικά αρχεία και τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. γ) Την επίτευξη εύλογης διασφάλισης ως προς την αυθεντικότητα των παραστατικών (τεκμηρίων) της προηγούμενης παραγράφου και την ακεραιότητα του περιεχομένου τους, με σκοπό την επιβεβαίωση της προέλευσης αυτών και την τεκμηρίωση της συναλλαγής».

Επειδή, με το άρθρο 5 παρ. 10 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Από το τηρούμενο λογιστικό σύστημα πρέπει να παρέχονται ευχερώς, αναλυτικά και σε σύνοψη, όλα τα δεδομένα και πληροφορίες που απαιτούνται για να καθίσταται ευχερής η διενέργεια συμφωνιών και επαληθεύσεων κατά τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου».

Επειδή, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Τιμολόγιο είναι το στοιχείο που εκδίδεται από την υποκείμενη σε αυτόν το νόμο οντότητα για κάθε πώληση αγαθών και παροχή υπηρεσιών, εντός της χώρας ή άλλης χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή προς άλλη χώρα, καθώς και σε κάθε περίπτωση συναλλαγής που υπόκειται σε Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας…».

Επειδή, με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν.4308/2014 ορίζεται ότι: «Το τιμολόγιο φέρει υποχρεωτικά τις ακόλουθες ενδείξεις: α) Την ημερομηνία έκδοσης του τιμολογίου. β) Τον αύξοντα αριθμό για μία ή περισσότερες σειρές τιμολογίων, ο οποίος χαρακτηρίζει το τιμολόγιο με μοναδικό τρόπο. γ) Τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (Α.Φ.Μ.), με βάση τον οποίο ο πωλητής πραγματοποίησε την παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών. δ) Τον Α.Φ.Μ. του πελάτη, με βάση τον οποίο έλαβε χώρα η παράδοση των αγαθών ή η παροχή των υπηρεσιών. ε) Την πλήρη επωνυμία και την πλήρη διεύθυνση του πωλητή και του πελάτη που αποκτά τα αγαθά ή λαμβάνει τις υπηρεσίες. στ) Την ποσότητα και το είδος των παραδιδόμενων αγαθών ή την έκταση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών, εκτός εάν η έκταση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών προκύπτει από άλλα έγγραφα στα οποία παραπέμπει το τιμολόγιο.».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1003/2014 παρασχέθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του ν.4308/2014 περί των ΕΛΠ και διευκρινίστηκε ότι εξαιρετικά, στα στοιχεία που εκδίδουν τα πρατήρια υγρών καυσίμων για χονδρικές πωλήσεις βενζίνης, πετρελαίου κίνησης και υγραερίου αξίας μέχρι τριακόσια (300) ευρώ δύναται να αναγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του μέσου μεταφοράς, αντί των στοιχείων της παραγράφου (δ) και (ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του εν λόγω νόμου. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η συσχέτιση του εκδιδόμενου παραστατικού με την αγοράζουσα οντότητα και τα απαιτούμενα στοιχεία του τιμολογίου. Ο αριθμός κυκλοφορίας δύναται να αναγράφεται χειρόγραφα με υπογραφή και σφραγίδα του εκδότη, εάν δεν εκτυπώνεται από το μηχανισμό έκδοσης παραστατικών πώλησης.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις οικείες εκθέσεις ελέγχου εισοδήματος και ΦΠΑ, ο προσφεύγων έλαβε και καταχώρησε στα τηρούμενα βιβλία, μεταξύ άλλων, για το φορολογικό έτος 2014, τριάντα έξι (-36-) αποδείξεις λιανικής πώλησης για δαπάνες καυσίμων, συνολικής καθαρής αξίας 1.373,17€ πλέον ΦΠΑ 315,84€ και για το φορολογικό έτος 2015, εβδομήντα επτά (-77-) αποδείξεις λιανικής πώλησης για δαπάνες καυσίμων, συνολικής καθαρής αξίας 2.650,74€ πλέον ΦΠΑ 183,70€, στις οποίες δεν αναγράφονταν ο ΑΦΜ ή τα πλήρη στοιχεία της διεύθυνσης και της επωνυμίας ή ο αριθμός κυκλοφορίας του εφοδιαζόμενου με καύσιμα οχήματος, με συνέπεια την αδυναμία συσχέτισης των υπό κρίση συναλλαγών με τη δραστηριότητα του προσφεύγοντα και τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων προκειμένου να διαπιστωθεί η παραγωγικότητά τους. Επομένως, ορθώς η ελεγκτική αρχή απέρριψε τις ανωτέρω δαπάνες ως λογιστικές διαφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013.

Επειδή, με το άρθρο 24 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Κατά τον προσδιορισμό των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα, οι φορολογικές αποσβέσεις των στοιχείων του ενεργητικού εκπίπτουν από: α) τον κύριο των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης σε όλες τις περιπτώσεις εκτός της περίπτωσης β’,… 5. Ο υπολογισμός των φορολογικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτικός, γίνεται σε ετήσια βάση και δεν επιτρέπεται η μεταφορά αποσβενόμενων ποσών μεταξύ οικονομικών χρήσεων. 6. Η φορολογική απόσβεση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου αρχίζει από τον επόμενο μήνα εντός του οποίου χρησιμοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία από τον φορολογούμενο κατ’ αναλογία με τους συντελεστές της παραγράφου 4. 7. Το ποσό της φορολογικής απόσβεσης δεν δύναται να υπερβεί το κόστος κτήσης ή κατασκευής, περιλαμβανομένου του κόστους βελτίωσης, ανανέωσης και ανακατασκευής, καθώς και αποκατάστασης του περιβάλλοντος. Εάν η αποσβέσιμη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου της επιχείρησης είναι μικρότερη από χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, το εν λόγω στοιχείο μπορεί να αποσβεστεί εξ ολοκλήρου μέσα στο φορολογικό έτος που αποκτήθηκε το περιουσιακό στοιχείο…».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1073/2015 παρασχέθηκαν οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων περί φορολογικών αποσβέσεων των πάγιων στοιχείων των επιχειρήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 24 του ν.4172/2013 και διευκρινίστηκε ότι με την παρ. 5 του εν λόγω άρθρου, ορίζεται ότι η διενέργεια των φορολογικών αποσβέσεων για κάθε έτος με τους καθορισθέντες νέους συντελεστές αποσβέσεων της παρ.4 γίνεται σε ετήσια βάση, είναι υποχρεωτική και δεν επιτρέπεται η μεταφορά αποσβενόμενων ποσών μεταξύ οικονομικών χρήσεων (φορολογικών ετών). Υπόχρεοι είναι φορολογούμενοι, οι οποίοι έχουν στην κυριότητά τους πάγια περιουσιακά στοιχεία, ανεξαρτήτως αν τα χρησιμοποιούν οι ίδιοι ή τα εκμισθώνουν ή τα εκμεταλλεύονται με οποιοδήποτε τρόπο, καθώς και ο μισθωτής σε περίπτωση χρηματοοικονομικής μίσθωσης της παρ.2. Σε περίπτωση, που διενεργηθούν αποσβέσεις αλλά με συντελεστή μεγαλύτερο από τον προβλεπόμενο, οι επιπλέον αποσβέσεις δεν αναγνωρίζονται φορολογικά και οι επιχειρήσεις υποχρεούνται με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος να αναμορφώσουν τα προκύψαντα αποτελέσματα με την προσθήκη αυτών ως λογιστική διαφορά, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, αν δεν διενεργηθούν ή διενεργηθούν με συντελεστή μικρότερο από τον προβλεπόμενο, η επιχείρηση χάνει το δικαίωμα να πραγματοποιήσει στο μέλλον τις αποσβέσεις που όφειλε να διενεργήσει και δεν διενήργησε. Με την παρ.6 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι η φορολογική απόσβεση ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου αρχίζει από τον επόμενο μήνα εντός του οποίου χρησιμοποιείται ή τίθεται σε υπηρεσία από τον φορολογούμενο κατ’ αναλογία με τους συντελεστές της παραγράφου 4 και όχι από το μήνα που αυτό άρχισε να χρησιμοποιείται ή να λειτουργεί.

Επειδή, με την ΠΟΛ.1116/2015 παρασχέθηκαν διευκρινήσεις σχετικά με τον προσδιορισμό του εισοδήματος που αποκτάται από ατομική αγροτική επιχειρηματική δραστηριότητα και συγκεκριμένα διευκρινίζεται ότι οι αποσβέσεις υπολογίζονται στην αξία κτήσης των παγίων αφού αφαιρεθούν τα ποσά των επιχορηγήσεων (σχετική η 1040321/10238/Β0012/ΠΟΛ.1093/1992 εγκύκλιος που έδινε οδηγίες εφαρμογής του ν.1892/1990). Συνεπώς, οι Αγροτικές Επιδοτήσεις Παγίων – Κάλυψης Δαπανών μειώνουν το κόστος κτήσης τους. Επιπρόσθετα, στην ΠΟΛ.1059/2015 εγκύκλιο, διευκρινίζεται ότι όσον αφορά στις επιχορηγήσεις που εισπράττονται στα πλαίσια αναπτυξιακών νόμων (π.χ. ν.1892/1990, ν.3299/2004) συνεχίζουν να ισχύουν όσα ειδικότερα ορίζονται στις σχετικές διατάξεις καθώς και τις οδηγίες που έχουν δοθεί για την εφαρμογή τους, ενώ για τις επιχορηγήσεις που καταβάλλονται για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών, αυτές δεν προσαυξάνουν τα έσοδα από επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά αποτελούν μειωτικό στοιχείο του κόστους της δαπάνης που επιχορηγήθηκε (π.χ. οι επιχορηγήσεις από τον ΟΑΕΔ για την καταπολέμηση της ανεργίας αποτελούν μειωτικό στοιχείο της δαπάνης για αμοιβές προσωπικού).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την οικεία έκθεση ελέγχου εισοδήματος, ο προσφεύγων διενήργησε επιπρόσθετες αποσβέσεις πέραν των προβλεπόμενων από τις κείμενες διατάξεις, συνολικού ποσού 5.975,40€ και 6.245,24€, για τα φορολογικά έτη 2014 και 2015 αντιστοίχως, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24 του ν.4172/2013.

Επειδή, ουδείς ισχυρισμός προβάλλεται από τον προσφεύγοντα για τις λοιπές λογιστικές διαφορές, συνολικής καθαρής αξίας 150,00€ και 630,00€ για τα φορολογικά έτη 2014 και 2015 αντιστοίχως.

Επειδή, ο ισχυρισμός περί πλημμέλειας του ελέγχου λόγω μη αναγνώρισης δαπανών άνω των 500,00€ που φέρονται να εξοφλήθηκαν χωρίς τη χρήση τραπεζικού μέσου προβάλλεται παρελκυστικά, καθώς η έκπτωση των εν λόγω δαπανών έγινε αποδεκτή από την ελεγκτική αρχή με την εξέταση του υπομνήματος του προσφεύγοντα που κατατέθηκε κατά το στάδιο του άρθρου 28 παρ. 1 του ν.4174/2013.

Επειδή, η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, ΣτΕ 2987/1994), και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.

Επειδή, με το άρθρο 62 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Ο Γενικός Γραμματέας είναι αρμόδιος για την έκδοση πράξεων επιβολής προστίμων. Οι διατάξεις του Κώδικα, και ιδίως αυτές που αφορούν το φορολογικό έλεγχο, τον προσδιορισμό φόρου την παραγραφή και την είσπραξη, εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις επιβολής προστίμων… 3. Η πράξη επιβολής προστίμων πρέπει να περιλαμβάνει αυτοτελή αιτιολογία.».

Επειδή, με το άρθρο 28 παρ. 2 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου εκδίδεται με βάση έκθεση ελέγχου την οποία συντάσσει η Φορολογική Διοίκηση. Η έκθεση ελέγχου περιλαμβάνει εμπεριστατωμένα και αιτιολογημένα τα γεγονότα, τα στοιχεία και τις διατάξεις τις οποίες έλαβε υπόψη της η Φορολογική Διοίκηση για τον προσδιορισμό του φόρου. Η οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου μαζί με την έκθεση ελέγχου κοινοποιούνται στον φορολογούμενο.».

Επειδή, με το άρθρο 64 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».

Επειδή, με το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999) ορίζεται ότι: «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης. 3. Όταν η διοικητική πράξη εκδίδεται αυτεπαγγέλτως, τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώνονται με πρωτοβουλία του αρμόδιου για την έκδοσή της οργάνου.».

Επειδή, η αιτιολογία είναι επαρκής όταν περιέχει με σαφήνεια όλα τα στοιχεία της κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλείπονται κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης του διοικητικού οργάνου (Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου II, σελ. 144). Η αιτιολογία είναι ειδική, όταν δεν είναι γενική και αόριστη, αλλά αναφέρεται σε συγκεκριμένα δεδομένα συγκεκριμένης υπόθεσης, αφού μάλιστα εξεταστούν όλα τα δεδομένα της (I. Κατράς, Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, σελ. 321).

Επειδή, περαιτέρω, στο σώμα της πράξης δεν απαιτείται η διατύπωση ειδικής αιτιολογίας, που μπορεί να περιέχεται ή να συμπληρώνεται από τη σχετική έκθεση ελέγχου (ΣτΕ 2695/1993 και ΣτΕ 962/2012), το δε Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται, κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας, ελέγχει την ουσιαστική βασιμότητα της επιβολής του προστίμου συμπληρώνοντας την ελλιπή αιτιολογία της απόφασης και δεν άγεται για το λόγο αυτό σε ακύρωση αυτής.

Επειδή, με το άρθρο 54 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Για καθεμία από τις παρακάτω παραβάσεις επιβάλλεται πρόστιμο στον φορολογούμενο ή οποιοδήποτε πρόσωπο, εφόσον υπέχει αντίστοιχη υποχρέωση από τον Κώδικα ή τη φορολογική νομοθεσία που αναφέρεται στο πεδίο εφαρμογής του: α) δεν υποβάλλει ή υποβάλλει εκπρόθεσμα δήλωση ή υποβάλει ελλιπή πληροφοριακού χαρακτήρα ή φορολογική δήλωση από την οποία δεν προκύπτει φορολογική υποχρέωση καταβολής φόρου,… 2. Τα πρόστιμα για τις παραβάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καθορίζονται ως εξής: α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α’ της παραγράφου 1 και, στις φορολογίες κεφαλαίου, για κάθε παράβαση των περιπτώσεων α’, β’, γ’, δ’ και στ’ της παραγράφου 1,…».

Επειδή, με το άρθρο 58 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «1. Αν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς.».

Επειδή, με το άρθρο 58Α του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:. 2. Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται, η υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή δηλώσεων, υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από την μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα…».

Επειδή, με την ΠΟΛ.1252/2015 παρασχέθηκαν οδηγίες για την εφαρμογή των διατάξεων του Δέκατου Κεφαλαίου του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013, άρθρα 53 – 62) και διευκρινίστηκε ότι για κάθε παράβαση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης, από την οποία δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου (πιστωτικές και μηδενικές δηλώσεις), καθώς και φορολογικής δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα, η οποία αφορά φορολογικά έτη, υποθέσεις και περιόδους από 1.1.2014 και μετά, επιβάλλεται πρόστιμο εκατό (100) ευρώ (περ. α’ της παρ. 1 σε συνδυασμό με την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 54). Ελλιπής δήλωση είναι η δήλωση η οποία δεν είναι πλήρης ως προς τη συμπλήρωση όλων των τυπικών στοιχείων της, ή, στην περίπτωση που έχουν αναγραφεί όλα τα τυπικά στοιχεία, αυτά δεν είναι πλήρη ή δεν έχουν αναγραφεί κατά τρόπο ώστε να απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση. Επισημαίνεται ότι πρόστιμο υποβολής ελλιπούς δήλωσης πληροφοριακού χαρακτήρα κατά το άρθρο 54, παρ. 2, περ. α’ ΚΦΔ, προβλέπεται μόνον στις φορολογίες Κεφαλαίου. Επιπλέον, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 προβλέπεται ότι στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση (αρχική/τροποποιητική) υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο επί της διαφοράς. Περαιτέρω, με το άρθρο 58Α θεσπίζονται, για πρώτη φορά διακριτά από τις λοιπές φορολογίες, πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον ΦΠΑ που διαπιστώνονται κατά τον έλεγχο και ειδικότερα, με την παράγραφο 2 ορίζεται το πρόστιμο ΦΠΑ για τις παραβάσεις της μη υποβολής ή της ανακριβούς υποβολής δήλωσης. Δεδομένου ότι το άρθρο 58Α αφορά στην επιβολή προστίμων για ουσιαστικές παραβάσεις, στις περιπτώσεις διαπίστωσης παραβάσεων μη υποβολής ή ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής μηδενικών ή πιστωτικών δηλώσεων, δεν εφαρμόζεται το άρθρο 58Α, αλλά το άρθρο 54, ακόμη και αν οι παραβάσεις διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, καθώς οι προαναφερόμενες συνιστούν παραβάσεις διαδικαστικού χαρακτήρα.

Επειδή, στη φορολογία εισοδήματος, σύμφωνα με το άρθρο 58 του ν.4174/2013, ο φορολογούμενος υπόκειται σε πρόστιμο ανακρίβειας στην περίπτωση κατά την οποία το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση φορολογική δήλωση (αρχική/τροποποιητική) υπολείπεται του ποσού του φόρου που προκύπτει με βάση το διορθωτικό προσδιορισμό φόρου που πραγματοποιήθηκε από τη Φορολογική Διοίκηση.

Επειδή, ως ανακριβής δήλωση, στη φορολογία του Φ.Π.Α., βάσει της παρ. 2 του άρθρου 58Α του ν.4174/2013 χαρακτηρίζεται η δήλωση που έχει ως συνέπεια τη μη απόδοση ή τη μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή Φ.Π.Α..

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1252/2015 προβλέπεται ότι σε περίπτωση διαπίστωσης κατόπιν ελέγχου υποβολής ανακριβούς δήλωσης Φ.Π.Α. δεν εφαρμόζεται το άρθρο 58Α του ν.4174/2013, αλλά το άρθρο 54 του ίδιου νόμου, καθώς η συνιστώσα παράβαση είναι διαδικαστικού χαρακτήρα.

Επειδή, από τη συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 και της ΠΟΛ.1252/2015, προκύπτει ότι στην περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος ή περιοδικής Φ.Π.Α., από την οποία δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής φόρου (πιστωτικές και μηδενικές δηλώσεις), δεν επιβάλλεται πρόστιμο διότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οριζόμενης από την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 κύρωσης.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαλαμβανόμενα στην από 19/12/2018 έκθεση ελέγχου προστίμου άρθρου 54 του ν.4174/2013 της Δ.Ο.Υ προκύπτει ότι στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε η οριζόμενη από την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 παράβαση λόγω ανακρίβειας της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2015 και των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ των ετών 2014 και 2015, από τις οποίες ωστόσο δεν προκύπτει φόρος προς καταβολή. Η επιβολή προστίμου λόγω ανακρίβειας της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2015 και των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ των ετών 2014 και 2015, από τις οποίες δεν προκύπτει φόρος προς καταβολή δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οριζόμενης από την περ. α’ της παρ. 1 και την περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013 κύρωσης.

Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντα, για πλημμελή και εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων περί έκπτωσης δαπανών και έλλειψης δόλου, απορρίπτονται ως νόμω και ουσία αβάσιμοι, ενώ ο ισχυρισμός περί πλημμελούς αιτιολογίας των καταλογιστικών πράξεων έχει νομικό έρεισμα και γίνεται μερικώς αποδεκτός ως προς τις πράξεις επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013, ενώ ως προς τις λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις απορρίπτεται.

Αποφασίζουμε

την μερική αποδορή της υπ’ αριθ. πρωτ /02.04.2019 ενδικοφανούς προσφυγής του με ΑΦΜ: και συγκεκριμένα:

1. την επικύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για το
φορολογικό έτος 2014,

2. την επικύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. , για το
φορολογικό έτος 2015,

3. την επικύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για τη φορολογική περίοδο 01/01/2014 – 31/12/2014,

4. την επικύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για τη φορολογική περίοδο 01/01/2015 – 31/12/2015,

5. την ακύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για το φορολογικό έτος 2014,

6. την ακύρωση της υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξης επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ , για το φορολογικό έτος 2015.

Οριστική φορολογική υποχρέωση – καταλογιζόμενο ποσό / πρόστιμο με βάση την παρούσα απόφαση:

Η υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014
 

Κύριος φόρος εισοδήματος 974,81 €
Πρόστιμο άρθρου 58 ν.4174/2013 159,66 €
Εισφορά αλληλεγγύης 621,80 €
Σύνολο για καταβολή 1.756,27 €


Η υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2015

Ζημία από την άσκηση αγροτικής επιχειρηματικής δραστηριότητας 7.037,16 €

Η υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ φορολογικής περιόδου 01/01/2014 – 31/12/2014

Μείωση πιστωτικού υπολοίπου 315,84 €

Η υπ’ αριθ /19.12.2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού ΦΠΑ φορολογικής περιόδου 01/01/2015 – 31/12/2015

Μείωση πιστωτικού υπολοίπου 499,54 €

Η υπ’ αριθ./19.12.2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 Φορολογικού έτους 2014
 

ΑΝΑΛΥΣΗ Βάσει ελέγχου Βάσει της παρούσας απόφασης Διαφορά απόφασης – ελέγχου
Πρόστιμο 400,00 € 0,00 € -400,00 €



Η υπ’ αριθ /19.12.2018 πράξη επιβολής προστίμου άρθρου 54 ν.4174/2013 Φορολογικού έτους 2015
 

ΑΝΑΛΥΣΗ Βάσει ελέγχου Βάσει της παρούσας απόφασης Διαφορά απόφασης – ελέγχου
Πρόστιμο 500,00 € 0,00 € -500,00 €





Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Άρειος Πάγος 491/2019 Aποζημίωση απόλυσης του μισθωτού που αμείβεται με μισθό και ποσοστά επί πωλήσεων

Αριθμός 491/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 15 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στη …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της …………, που δεν κατέθεσε προτάσεις.

Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ν. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………………, που κατέθεσε προτάσεις. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης που δόθηκε με την 121/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου σε συμβούλιο, σε άλλη περίπτωση να δοθεί εγγυοδοσία 20.000 ευρώ. Για το ζήτημα αυτό λόγο έλαβε και ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας, ο οποίος εξέφρασε αντιρρήσεις. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια της Προέδρου του απέρριψε το αίτημα.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/6/2011 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 246/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 92/2018 του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 7/6/2018 αίτησή της. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 7.6.2018 και με αριθ. κατάθεσης 27/27.6.2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 92/17.4.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία η από 4.11.2014 και με αριθ. κατάθ. 75/6.11.2014 έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, κατά της με αριθ. 246/13.6.2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε κατά τ’ ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη η από 20.6.2011 και με αριθ. κατάθ. 274/21.6.2011 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου και επιδικάσθηκε σε βάρος της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας το συνολικό ποσό των 46.799,34 ευρώ προς συμπλήρωση της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αυτού, ως υπαλλήλου υπευθύνου για την προώθηση των πωλήσεων αυτής, με βάση τις συμφωνηθείσες αποδοχές του σε ποσοστά επί των πωλήσεων, πλέον του σταθερού μηνιαίως ποσού των αποδοχών του, βάσει του οποίου μόνο υπολογίσθηκε η ως άνω αποζημίωση απόλυσης. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ.1 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 του ΑΚ, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, συνάγεται ότι μισθός είναι κάθε παροχή του εργοδότη προς το μισθωτό, την οποία υποχρεούται ο εργοδότης να χορηγήσει στον μισθωτό ως αντάλλαγμα της εργασίας του. Ο μισθός μπορεί να καθορίζεται με κανόνα δικαίου ή με σύμβαση (ρητή ή σιωπηρά) σε χρονικές περιόδους ή σε μονάδες εργασίας ή σε ποσοστά επί των κερδών ή επί των εισπράξεων, σε χρήμα ή σε είδος, σε βασικό μισθό και σε επιδόματα, να αντιστοιχεί σε τακτική ή έκτακτη εργασία και να παρέχεται από τον εργοδότη ή από τρίτους (ΑΠ 420/2017, ΑΠ 2056/2006).

Κατά συνέπεια μισθό δεν αποτελεί μόνο το πάγιο κατά μήνα ποσό, αλλά και το συμφωνούμενο ποσοστό επί της τιμής πώλησης των πωλουμένων ειδών, είτε από τον ίδιο το μισθωτό (παραγωγό πλασιέ), είτε κατόπιν ενεργειών του (διευθυντή πωλήσεων κ.λπ.), εφόσον βέβαια το άνω ποσοστό (προμήθεια) καταβάλλεται από τον εργοδότη ως αντάλλαγμα, νόμιμο ή συμβατικό, της προσφερόμενης από το μισθωτό εργασίας (ΑΠ 379/2006).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 του Β.Δ/τος της 16/18-7-1920 και 5 παρ. 1 εδ. α του Ν. 3198/1955, η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί από τον εργοδότη στον μισθωτό για την έγκυρη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθορίζεται με βάση τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης και των τακτικών αποδοχών του μισθωτού κατά τον τελευταίο μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ειδικώς δε η αποζημίωση του μισθωτού που αμείβεται με ποσοστά, καθορίζεται, κατά την παρ.2 εδ. α του ως άνω άρθρου 5 του Ν. 3198/1955, με βάση το μέσο όρο των αποδοχών αυτού κατά τους δύο τελευταίους μήνες πριν από την καταγγελία της σχέσης εργασίας.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η παραπάνω αποζημίωση απόλυσης του μισθωτού που αμείβεται με μισθό και ποσοστά υπολογίζεται αθροιστικά με βάση τις τακτικές αποδοχές (μισθός) του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και του μέσου όρου των αποδοχών σε ποσοστά του τελευταίου πριν από την απόλυση εργασιακού διμήνου (ΑΠ 284/2013).

Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΟλΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 15/2006, ΟλΑΠ 24/1992 σχετ. ΟλΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Η εναγομένη ανώνυμη εταιρεία [ήδη αναιρεσείουσα] έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας της τις εισαγωγές – εξαγωγές, την αντιπροσωπεία, την εμπορία και την πώληση μηχανημάτων, υλικών, τελάρων και λοιπών αντικειμένων συσκευασίας. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς της αυτής, στις 1.9.2000 καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος [ήδη αναιρεσίβλητου] σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων παρείχε την εργασία του ως υπεύθυνος πωλήσεων, με αντικείμενο την προώθηση των προϊόντων της εταιρείας στους πελάτες της με έδρα την Κρήτη. Από την 1η Ιανουαρίου 2004 και εφεξής, ενόψει της επεκτάσεως της δραστηριότητας της εναγομένης σε ολόκληρη την Ελλάδα, ο ενάγων προήχθη σε διευθυντή πωλήσεων με ειδικότερα καθήκοντα την προώθηση της πωλήσεως των προϊόντων της εναγομένης (τελάρα, υλικά συσκευασίας, μηχανήματα κλπ) και στους πελάτες της εκτός της Κρήτης, καθώς και την προώθηση στους ανωτέρω πελάτες των ολοκληρωμένων γραμμών συσκευασίας μηχανημάτων. Ως αμοιβή του ενάγοντος για τις ανωτέρω υπηρεσίες του συμφωνήθηκε η καταβολή μισθού σε μηνιαία βάση, πλέον της προμήθειας επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούντο με τη διαμεσολάβησή του. Ειδικότερα, ο αρχικός μισθός του ενάγοντος ήταν 645,63 ευρώ, συν τα ποσοστά, τα οποία συμφωνήθηκε εγγράφως να λαμβάνει επί των πωλήσεων των προϊόντων και των μηνιαίων εισπράξεων, τα οποία έως το τέλος του 2008, διαμορφώθηκαν ως εξής: […]. Ωστόσο από την αρχή του έτους 2009 και εξής ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του ενάγοντος, αναφορικά με τα ποσοστά που θα ελάμβανε, διαφοροποιήθηκε. Ειδικότερα συμφωνήθηκε προφορικά ο ενάγων να λαμβάνει ανά μήνα, πέραν του μηνιαίου μισθού του, ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό σημείο ήταν 1.243,98 ευρώ (μικτά), και τα ακόλουθα ποσοστά, βάσει των πραγματοποιηθεισών πωλήσεων: α) για πωλήσεις υλικών συσκευασίας ποσοστό 2,5% επί του τζίρου για πελάτες με έδρα την Κρήτη, β) για πωλήσεις χαρτοκιβωτίων (χαρτοτελάρων) 0,007 λεπτά του ευρώ ανά τεμάχιο (διαμορφωμένο ή αδαμόρφωτο) για πελάτες με έδρα την Κρήτη, γ) για πωλήσεις μικρομηχανών και εργαλείων αξίας έως 10.000 ευρώ, ποσοστό 2,5% επί του τζίρου για πελάτες με έδρα την Κρήτη και δ) για πωλήσεις ολοκληρωμένων γραμμών συσκευασίας μηχανημάτων και κάθε άλλου τύπου μηχανήματος ή εργαλείων, για πελάτες με έδρα την Κρήτη ποσοστό 15% επί του μικτού κέρδους, όπως αυτό θα προέκυπτε μετά την εγκατάσταση και παράδοση στον πελάτη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 24.12.2008, προκειμένου αμφότεροι οι διάδικοι να τύχουν φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών από την ισχύουσα νομοθεσία, συνεστήθη ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία “… ΕΕ”, στην οποία συμμετείχαν πρόσωπα με τα οποία ο ενάγων συνδεόταν με ιδιαίτερες σχέσεις και συγκεκριμένα, ετερόρρυθμο μέλος ήταν η Μ. Ψ., σύντροφος του ενάγοντος και ομόρρυθμο μέλος ο υιός της ανωτέρω Γ. Κ.. Η εταιρεία αυτή, η οποία είχε αντικείμενο όμοιο με αυτό της εναγομένης, συνήψε με την τελευταία σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας ανέλαβε την υποχρέωση να προωθεί τα προϊόντα της εναγομένης, αντί ανταλλάγματος, που προσδιορίσθηκε σε ποσοστά επί των πωλήσεων τις οποίες θα πραγματοποιούσε, κατά το ειδικότερο περιεχόμενο της από 15.1.2009 έγγραφης συμφωνίας τους. Όμως, εν τοις πράγμασι, τις ανωτέρω υπηρεσίες τις παρείχε ο ενάγων και όχι η συσταθείσα για τους ως άνω λόγους ετερόρρυθμη εταιρεία. Ο τελευταίος, και μετά τη σύσταση της εν λόγω εταιρείας, συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του στην εναγομένη με την αρχική του ιδιότητα, αμειβόμενος με τον αυτό τρόπο (πάγιο μισθό και ποσοστά επί των πωλήσεων), γεγονός, άλλωστε, το οποίο δεν αμφισβητείται από την εναγομένη.
Συνεπώς, η καταβολή της αμοιβής που ο ενάγων δικαιούτο επί των ποσοστών των μηνιαίων πωλήσεων, όχι απευθείας στον ίδιο, αλλά στην ετερόρρυθμη εταιρεία, δεν αναιρεί ούτε το είδος της σχέσης που συνέδεε τον ενάγοντα με την εναγομένη (σχέση εξαρτημένης εργασίας), ούτε τον χαρακτήρα της αμοιβής του (ποσοστά επί των πωλήσεων πέραν του βασικού του μισθού), ως τακτικού και ανελλιπώς καταβαλλομένου σε μηνιαία βάση ανταλλάγματος για την παρεχομένη από τον ενάγοντα εργασία, που είχε καθιερωθεί ως μισθός και μάλιστα κατά πολύ μεγαλύτερος του αντίστοιχου τακτικού μισθού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη στις 5.1.2011 κατάγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ο ενάγων, κατά τον χρόνο της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του είχε συμπληρώσει πραγματικό χρόνο απασχολήσεως στην εναγομένη 10 έτη και 4 μήνες. Εν όψει δε ότι αμειβόταν με μισθό και ποσοστά η οφειλομένη σ’ αυτόν αποζημίωση απολύσεως θα υπολογισθεί βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα και του μέσου όρου των αποδοχών σε ποσοστά, που εισέπραξε τους τελευταίους δύο μήνες πριν την καταγγελία. Ως μήνας για τον παραπάνω υπολογισμό νοείται το διάστημα εργασίας ενός μηνός (ΑΠ 248/2013). Έτσι, για την εξεύρεση του μέσου όρου των προμηθειών που εισέπραξε ο ενάγων τους δύο τελευταίους μήνες πριν την απόλυσή του, ο οποίος (μέσος όρος) θα ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως, λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισέπραξε τα χρονικά διαστήματα από 6.11.2010 έως 5.11.2010 [ενν. 5.12.2010] και από 6.12.2010 έως 5.1.2011. Ο τελευταίος μισθός του ενάγοντος τον τελευταίο μήνα πριν από την λύση της εργασιακής σχέσης του ανερχόταν στο ποσό των 1.243,78 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος των προμηθειών που εισέπραξε τους ανωτέρω δύο εργασιακούς μήνες πριν από την καταγγελία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη κατάσταση πωλήσεως χαρτοτελάρων – για τις πωλήσεις υλικών συσκευασιών δεν προσκομίζονται στοιχεία σε μηνιαία βάση – ανέρχεται στο ποσό των 7.301,91 ευρώ [5.191,66 ευρώ προμήθειες χρονικού διαστήματος από 5.11.2010 έως 30.11.2010 (συνολικό ποσό προμήθειας του μήνα αυτού 6.230 ευρώ Χ 25/30, δηλαδή πώληση 890.550 χαρτοτελάρων. Θα ληφθεί, όμως, υπ’ όψη η μικρότερη πωληθείσα ποσότητα των 890.000 χαρτοτελάρων που αναφέρεται στην αγωγή Χ 0,007 ευρώ για την πώληση του καθενός από αυτά, κατά την συμφωνία) + 9.412,15 προμήθειες του μηνός Δεκεμβρίου 2010 (πώληση 1.344.593 χαρτοτελάρων Χ 0,007 ευρώ για την πώληση του καθενός από αυτά) = 14.603,81 ευρώ : 2]. Σημειώνεται ότι για το πρώτο πενθήμερο του μηνός Ιανουαρίου 2011 δεν προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία. Η εναγομένη δεν αμφισβητεί ειδικώς το ύψος των ποσοστών πωλήσεων, αλλά μόνο τον τρόπο πληρωμής της αμοιβής του, ενώ και ο μάρτυρας ανταποδείξεως κατέθεσε με σαφήνεια ότι ο ενάγων αμειβόταν με μισθό και ποσοστά.

Συνεπώς ο μηνιαίος μισθός που θα ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημιώσεως ανέρχεται στο ποσό των 8.545,98 ευρώ [1.234,98 + 7.301,91]. Ωστόσο, επειδή οι εν λόγω μηνιαίες αποδοχές ξεπερνούν το όριο του άρθρου 5 ν. 3198/1955, θα ληφθεί ως βάση υπολογισμού το ποσό των 7.929,60 ευρώ (33,04 ημερομίσθιο αναιδίκευτου εργάτη κατά τον χρόνο της καταγγελίας, βάσει της οικείας ισχύουσας ΕΓΣΣΕ Χ 8 Χ 30). Επομένως το ποσό της αποζημιώσεως που δικαιούται ο ενάγων ανέρχεται σε 55.507,20 ευρώ [7.929,60 ευρώ Χ 6 μήνες = 47.577,60 + 1/6 για αναλογία δώρων και επιδόματος αδείας (7.929,60 ευρώ)]. Η εναγομένη για τον καθορισμό της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντος έλαβε ως βάση μόνο τον πάγιο μισθό του, κατέβαλε δε στον ενάγοντα το ποσό των 8.707,86 ευρώ, όπως προκύπτει από το έγγραφο της καταγγελίας και όχι το ποσό των 5.865,24 ευρώ, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων. Κατά συνέπεια η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τη διαφορά που προκύπτει από την αποζημίωση που δικαιούτο να λάβει ο ενάγων κατά τη λύση της εργασιακής του συμβάσεως – κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις καταβληθείσες προμήθειες – και εκείνης που πράγματι κατέβαλε σ’ αυτόν, ήτοι το ποσό των 46.799,34 ευρώ [55.507,20 – 8.707,86]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του κατέληξε στην ίδια κρίση και επιδίκασε στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.

Συνεπώς ο πρώτος λόγος της εφέσεως πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ ουσία αβάσιμη την από 4.11.2014 έφεση της εναγομένης – εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρείας, επικυρώνοντας την ομοίως κρίνασα οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία κατά παραδοχή της από 20.11.2011 αγωγής του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου είχε επιδικάσει σε αυτόν το συνολικό ποσό των 46.799,34 ευρώ ως διαφορά στην αποζημίωση καταγγελίας, συνυπολογίζοντας σε αυτήν την εκ ποσοστών αμοιβή του τελευταίου διμήνου πριν την καταγγελία.

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 εδ. α του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648, 649, 653 και 361 του ΑΚ, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της υπ’ αριθ. 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ζήτημα του συνυπολογισμού ή μη των εκ των πωλήσεων προμηθειών στην αποζημίωση καταγγελίας του αναιρεσίβλητου, εν όψει των γενομένων κατά τα άνω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι δυνάμει της από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών που καταρτίσθηκε μεταξύ της αναιρεσείουσας εταιρείας και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΕ” [στην οποία μάλιστα δεν μετείχε ως μέλος ο αναιρεσίβλητος], η τελευταία ανέλαβε την προώθηση των πωλήσεων της πρώτης έναντι αμοιβής που υπολογιζόταν σε ποσοστά επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε και ότι εν τοις πράγμασι τις ανωτέρω υπηρεσίες παρείχε ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος συνέχισε, όπως και προηγουμένως, ν’ αμείβεται με μηνιαίο μισθό και ποσοστά επί των πωλήσεων (υπό την προφανή έννοια ότι ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του αυτής η αναιρεσείουσα εξακολούθησε να καταβάλει απ’ ευθείας σε αυτόν την εκ των ποσοστών επί των πωλήσεων αμοιβή του, ως τμήμα των τακτικών αποδοχών του), στη συνέχεια δέχθηκε αντιφατικά ότι η καταβολή της ως άνω αμοιβής εκ ποσοστών επί των πωλήσεων γινόταν όχι απ’ ευθείας στον ίδιο, αλλά στην ετερόρρυθμη εταιρεία (υπό την προφανή έννοια της καταβολής της αμοιβής αυτής για τις υπηρεσίες που παρέσχε, μέσω του αναιρεσίβλητου, στην αναιρεσείουσα εταιρεία, δυνάμει της πιο πάνω από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία με τη σειρά της πλήρωνε τον αναιρεσίβλητο) και ότι το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τον χαρακτήρα της ως άνω αμοιβής ως τακτικού και ανελλιπώς καταβαλλομένου σε μηνιαία βάση ανταλλάγματος για την από τον αναιρεσίβλητο παρεχομένη εργασία. Έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσης, ως προς το κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της προκειμένης δίκης του χαρακτηρισμού της εκ ποσοστών επί των πωλήσεων προμήθειας, ως τμήματος των τακτικών αποδοχών του αναιρεσίβλητου από την παροχή της εργασίας του στην αναιρεσείουσα εταιρεία ή ως αμοιβής της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “… ΕΕ” για την από αυτήν παροχή των υπηρεσιών προώθησης των πωλήσεων της αναιρεσείουσας, δυνάμει της μεταξύ αυτών από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (άρθ. 648 του ΑΚ), τις οποίες (υπηρεσίες) η πιο πάνω ετερόρρυθμη εταιρεία παρείχε στην αναιρεσείουσα με τον αναιρεσίβλητο, δυνάμει συνδέουσας τον τελευταίο με αυτήν (ετερόρρυθμη εταιρεία) έννομης σχέσης (ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εργασίας, εντολής), εν όψει μάλιστα του ότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης η σύσταση της πιο πάνω εταιρείας στις 24.12.2008 δεν είχε λάβει χώρα εικονικά, αλλά αποσκοπούσε στην απόκτηση φορολογικών ελαφρύνσεων και απαλλαγών προς όφελος αμφοτέρων των διαδίκων. Επομένως ο περί τούτου δεύτερος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Αντιθέτως δεν είναι βάσιμος ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν λάμβανε πέραν του μισθού του αμοιβή υπολογιζόμενη σε ποσοστά επί των πωλήσεων και ότι η εκ ποσοστών επί των πωλήσεων προμήθεια καταβαλλόταν στην ετερόρρυθμη εταιρεία (αποκλειστικά) ως αμοιβή αυτής, δυνάμει της πιο πάνω από 15.1.2009 σύμβασης παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας, ως διαλαμβάνεται στον σχετικό αναιρετικό λόγο, αλλά διέλαβε σχετικά τις προπαρατεθείσες αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου αναίρεσης ως βάσιμου, πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας εταιρείας, η οποία παρέστη, αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την με αριθ. 92/17.4.2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης.

Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.

Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2019.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Φ.80000/41811/1472/2019 Παρέχονται οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 20 του ν.4387/2016 σε περιπτώσεις ευκαιριακής απασχόλησης

ΘΕΜΑ: «Παρέχονται οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 20 του ν.4387/2016 σε περιπτώσεις ευκαιριακής απασχόλησης»

Σχετ.: Το α.π.: 2302/26.10.2016 έγγραφο του Γραφείου Υφυπουργού του Υπουργείου Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων.

Σε απάντηση του α.π. Γ23/11/1095862/17.9.2019 εγγράφου σας, με το οποίο ζητούνται διευκρινίσεις επί του ανωτέρω αναφερομένου θέματος, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Όπως είναι γνωστό, οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν.4387/2016 περί απασχόλησης συνταξιούχου εφαρμόζονται σε συνταξιούχους λόγω γήρατος που λαμβάνουν σύνταξη από τον ΕΦΚΑ (πρώην φορείς κύριας ασφάλισης-ενταχθέντες σήμερα στον ΕΦΚΑ ή το Δημόσιο) και οι οποίοι αναλαμβάνουν, μετά την ισχύ του ν.4387/2016 δηλαδή μετά τις 13.5.2016, εργασία ή αποκτούν ιδιότητα ή δραστηριότητα υποχρεωτικώς υπακτέα στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις σχετικές γενικές ή ειδικές ή καταστατικές διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 31.12.2016.
Από τη γραμματική ερμηνεία της ανωτέρω διάταξης καθίσταται σαφές ότι κρίσιμο στοιχείο προκειμένου για την υπαγωγή ή μη του απασχολούμενου συνταξιούχου στις προβλέψεις του άρθρου 20 του ν.4387/2016 αποτελεί η υποχρέωση ή μη υπαγωγής του στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ με βάση την αναληφθείσα εργασία/ιδιότητα/δραστηριότητα και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις. Συνηγορούν δε προς τούτο, οι προβλέψεις της παρ. 6 του ίδιου άρθρου που εφαρμόζονται ακόμη και στις εξαιρέσεις των προσώπων της παρ. 3 του άρθρου 4 του ίδιου νόμου.
Σύμφωνα με τις γενικές αρχές του ασφαλιστικού δικαίου η ασφάλιση πηγάζει ως υποχρέωση από την απασχόληση, χωρίς να υφίσταται διάκριση μεταξύ πλήρους και ευκαιριακής απασχόλησης. Έτσι, τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν εργασία/ιδιότητα/δραστηριότητα υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΕΦΚΑ με βάση τα πραγματικά στοιχεία της απασχόλησης (ωράριο, αποδοχές, κ.λ.π.), ενώ είναι δυνατή η εξαίρεσή τους από την υπαγωγή στην ασφάλιση μόνο εφόσον τούτο ρητά προβλέπεται από σαφή διάταξη νόμου.

2. Όσον αφορά τους συνταξιούχους του ΕΦΚΑ-πρώην ΝΑΤ, οι οποίοι απασχολούνται ως εκπαιδευτικοί στις Δημόσιες Σχολές του Εμπορικού Ναυτικού προκειμένου να καλύψουν έκτακτες εκπαιδευτικές ανάγκες της Δημόσιας Ναυτικής Εκπαίδευσης, εφόσον υφίσταται υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ για την δραστηριότητά τους αυτή, καταλαμβάνονται από τις προβλέψεις του άρθρου 20 του ν.4387/2016, ανεξάρτητα από το είδος της απασχόλησης, δηλαδή μερική, εκ περιτροπής, ευκαιριακή, κ.λ.π..
Επισημαίνεται πάντως ότι, όπως έχει εξειδικευτεί με την την α.π. Φ.80000/οικ.12151/274/2018 (ΑΔΑ: ΩΦΦΒ465Θ1Ω-ΛΥΡ) εγκύκλιο της Υπηρεσίας μας, η περικοπή ή η αναστολή της σύνταξης συναρτάται από τις ημέρες ασφάλισης που πραγματοποιούνται ανά μήνα με βάση τα πραγματικά στοιχεία της απασχόλησης.

3. Κατόπιν των ανωτέρω, το ως άνω σχετικό έγγραφο θεωρείται ως ουδέποτε εκδοθέν και οι Υπηρεσίες του ΕΦΚΑ παρακαλούνται να αντιμετωπίζουν τις αιτήσεις που υποβάλλονται από τους ενδιαφερόμενους σύμφωνα με τα προηγούμενα, αναζητώντας τυχόν περιπτώσεις για τις οποίες εσφαλμένα εφαρμόστηκε η ερμηνεία του σχετικού ακυρωθέντος εγγράφου.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΣτΕ 1892/2019 Επανυπολογισμός συντάξεων – Κρατική χρηματοδότηση – Αναλογιστική μελέτη

Αριθμός 1892/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
OΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Οκτωβρίου 2017,  με την εξής σύνθεση: Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος, Ε. Σάρπ, Ι. Γράβαρης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Χριστοφορίδου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Δ. Μακρής, Μ. Πικραμένος, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή,  Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Ελ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα, Μ. Σωτηροπούλου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Ι. Μιχαλακόπουλος, Α. Σκούφαλος, Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Π. Χαμάκος και Β. Πλαπούτα, καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Μιχαλακόπουλος, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

Για να δικάσει την από 18 Οκτωβρίου 2016 αίτηση:
των: 1) Σωματείου με την επωνυμία «………………..», που εδρεύει στην Αθήνα (………………..), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο ……………….. (Α.Μ. ………………..), που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρός του ……………….., 2) ……………….. του ……………….., κατοίκου ……………….. (………………..), 3) ……………….. του ……………….., κατοίκου Αθηνών (………………..), 4) ……………….. του ……………….., κατοίκου Αθηνών (………………..), 5) ……………….. του ……………….., κατοίκου Καλλιθέας Αττικής (………………..), 6) ……………….. του ……………….., κατοίκου Αθηνών (………………..), 7) ……………….. του ……………….., κατοίκου Αθηνών (………………..) και 8) ……………….. του ……………….., κατοίκου Αθηνών (………………..), οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο ……………….., που τον διόρισαν στο ακροατήριο, κατά των: 1) Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο οποίος παρέστη με τους: α) Γεώργιο Ανδρέου και β) Χαράλαμπο Μπρισκόλα, Νομικούς Συμβούλους του Κράτους και 2) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Βασίλειο Καραγεώργο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, και κατά των παρεμβαινόντων: 1) Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα (Φιλελλήνων 13-15), το οποίο παρέστη με τις δικηγόρους: α) ……………….. (Α.Μ. ………………..) και β) ……………….. (Α.Μ. ………………..), που τις διόρισε με πληρεξούσιο και 2) Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αμερικής 12), ο οποίος παρέστη με τους: α) Ιωάννη Διονυσόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και β) Σοφία Αναγνώστου – Παναχράντου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν των από 14ης Δεκεμβρίου 2016 και 7ης Απριλίου 2017 πράξεων του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του π.δ. 18/1989 και το άρθρο 8 παρ. 4 και 5 του ν. 4205/2013.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 26083/887/7.6.2016 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β΄ 1605/7.6.2016), β) η υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 25909/470/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β΄ 1605/7.6.2016) και γ) η υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 23123/785/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β΄ 1604/7.6.2016).

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τις πληρεξούσιες του παρεμβαίνοντος Ταμείου, τους αντιπροσώπους του παρεμβαίνοντος Ε.Φ.Κ.Α. καθώς και τους αντιπροσώπους των Υπουργών, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ
   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε
   κ α τ ά   τ ο ν   Ν ό μ ο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (1415427, 4174938/2016 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση: α) της οικ. 26083/887/7.6.2016 κοινής αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων – Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων» (Β΄ 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων Β΄ 1623/8.6.2016 και Β΄ 1988/1.7.2016), β) της οικ. 25909/470/7.6.2016 αποφάσεως  του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης» (Β΄ 1605/7.6.2016 και διορθώσεις σφαλμάτων  Β΄ 1623/8.6.2016), και γ) της οικ. 23123/785/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης» (Β΄ 1604/7.6.2016).

3. Επειδή, η υπόθεση εισήχθη στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου σε μείζονα σύνθεση, λόγω σπουδαιότητας, με τις από 14.12.2016 και 7.4.2017 πράξεις του Προέδρου του (άρθρο 14 παρ. 2 εδαφ. γ΄ του π.δ. 18/1989 – Α΄ 8, όπως αντικαταστάθηκε τελικώς με το άρθρο 8 παρ. 5 του ν. 4205/2013 – Α΄ 242 ).

4. Επειδή, κατά τη διάσκεψη της υποθέσεως στις 7.6.2018, είχε ήδη παραιτηθεί από την υπηρεσία ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου που μετείχε στη σύνθεση. Κατόπιν της εν λόγω παραιτήσεως, η οποία συνιστά κώλυμα, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), την προεδρία της συνθέσεως αναλαμβάνει η αρχαιότερη αντιπρόεδρος Ειρ. Σαρπ, επίσης μέλος της συνθέσεως, προς συμπλήρωση της οποίας λαμβάνει μέρος στη διάσκεψη ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Π. Χαμάκος, αναπληρωματικό μέχρι τότε μέλος αυτής (73Α/18.5.2018 πρακτικό διασκέψεως Ολομέλειας).

5. Επειδή, υπέρ του κύρους της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία αφορά στις κύριες συντάξεις, παρεμβαίνει στη δίκη ο Ενιαίος Φορέας Κύριας Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος έχει συσταθεί με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 και στην ασφάλιση του οποίου υπάγονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 παρ. 1 του ίδιου νόμου, οι συνταξιούχοι των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, οι οποίοι καθίστανται συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α. και των οποίων οι κύριες συντάξεις επανυπολογίζονται σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 33 του ν. 4387/2016.

6. Επειδή, υπέρ του κύρους της δεύτερης και της τρίτης των ανωτέρω προσβαλλόμενων αποφάσεων παρεμβαίνει το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), όπως μετονομάστηκε, με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που προσέθεσε παρ. 3 στο άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41), το συσταθέν με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.), ο κλάδος επικουρικής ασφαλίσεως του οποίου (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), από 1.1.2017, σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 4387/2016, παρέχει επικουρική σύνταξη στους υπαγόμενους στην ασφάλισή του, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ανωτέρω άρθρο 74 του ν. 4387/2016.

7. Επειδή, με τις υπ’ αριθ. 1891/2019, 1890/2019 και 1889/2019 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες δημοσιεύθηκαν μετά την συζήτηση της κρινομένης αιτήσεως, επί αιτήσεων ακυρώσεως άλλων αιτούντων κατά των αυτών πράξεων, ακυρώθηκαν, αντιστοίχως, στο σύνολό τους, οι ανωτέρω 26083/887/7.6.2016 κοινή απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (α΄ προσβαλλόμενη), 25909/470/7.6.2016 (β΄ προσβαλλόμενη) και  23123/785/7.6.2016 (γ΄ προσβαλλόμενη) αποφάσεις του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αποφάσεις. Με τα δεδομένα αυτά, η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη στο σύνολό της, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 32 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), και να αποδοθεί το καταβληθέν παράβολο (άρθρο 36 παρ. 4 του π.δ. 18/1989). Τέλος, παρά το ότι η δίκη καταργείται λόγω ακυρώσεως, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, των προσβαλλόμενων αποφάσεων κατόπιν αποδοχής αιτήσεων ακυρώσεως άλλων αιτούντων, οι οποίες εκδικάσθηκαν κατά την ίδια δικάσιμο, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις της υποθέσεως (άρθρο 39 παρ. 1 του π.δ. 18/1989), δεν επιβάλλει σε κανένα από τα διάδικα μέρη δικαστική δαπάνη.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 1942/2019 Ποσά προοριζόμενα για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου – Αναλήψεις από ταμείο – Επιστροφή χρημάτων

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2017).

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».

4. Την από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της εταιρίας με την επωνυμία « », ΑΦΜ κατά των υπ’ αριθ , και οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικών περιόδων 01/01 -31/12/2007, 01/01-31/12/2008 και 01/01-31/12/2010 αντίστοιχα του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Τις υπ’ αριθ , και οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικών περιόδων 01/01-31/12/2007, 01/01-31/12/2008 και 01/01-31/12/2010 αντίστοιχα του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, των οποίων ζητείται η ακύρωση.

6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρίας με την επωνυμία « », ΑΦΜ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2007 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα τέλη χαρτοσήμου 16.000,00 €, πλέον πρόσθετων τελών χαρτοσήμου 15.358,40 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), εισφοράς ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.200,00 €, πλέον εισφοράς ΟΓΑ στα πρόσθετα τέλη χαρτοσήμου 3.071,68 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), δη σύνολο 37.630,08 €.

Με την υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2008 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα τέλη χαρτοσήμου 19.000,00 €, πλέον πρόσθετων τελών χαρτοσήμου 18.238,50 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), εισφοράς ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.800,00 €, πλέον εισφοράς ΟΓΑ στα πρόσθετα τέλη χαρτοσήμου 3.651,62 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), δη σύνολο 44.690,12 €.

Με την υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2010 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα τέλη χαρτοσήμου 11.069,85 €, πλέον πρόσθετων τελών χαρτοσήμου 10.625,84 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), εισφοράς ΟΓΑ χαρτοσήμου 2.213,97 €, πλέον εισφοράς ΟΓΑ στα πρόσθετα τέλη χαρτοσήμου 2.125,18 € (προστίμου αρθρ. 58 και τόκων αρθρ. 53 ν. 4174/2013), δη σύνολο 26.034,84 €.

Οι εν λόγω πράξεις εδράζονται επί της από έκθεσης μερικού φορολογικού ελέγχου Κ.Ν.Τ.Χ. της ανωτέρω φορολογικής αρχής. Από τον έλεγχο που διενήργησε η Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια των ετών 2007, 2008, 2009 και 2010 οι μέτοχοι της προσφεύγουσας: α) , β) , γ) , δ) και ε) πραγματοποιούσαν καταθέσεις στους λογαριασμούς όψεως και το ταμείο της προσφεύγουσας με την αιτιολογία ότι τα παραπάνω ποσά προορίζονταν για αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου.

Από την επισκόπηση των καρτελών του λογαριασμού 43.00 «Καταθέσεις μετόχων», 38.00 «Ταμείο» και τα extrait των λογαριασμών όψεως της προσφεύγουσας η φορολογική αρχή διαπίστωσε για το έτος 2007 ότι:

α) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….12.2007 το ποσό των 500.000,00 € το οποίο του επιστράφηκε στις ….07.2008,

β) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….12.2007 το ποσό των 100.000,00 € το οποίο της επιστράφηκε στις ….07.2008 (το συνολικό ποσό που της επιστράφηκε στις ….07.2008 ανέρχεται σε 500.000,00 €) και

γ) η κατέθεσε στο ταμείο της προσφεύγουσας στις ….12.2007 το ποσό των 500.000,00 € το οποίο της επιστράφηκε στις ….07.2008, ενώ επιπροσθέτως την ίδια ημέρα (στις ….12.2007) ο Δ/νων Σύμβουλος της προσφεύγουσας προέβη στην ανάληψη ποσού 500.000,00 €.

Βάσει των ανωτέρω η φορολογική αρχή υπολόγισε τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2% ως ταμειακή διευκόλυνση για το ποσό του 1.600.000,00 € (500.000,00 € + 100.000,00 € + 500.000,00 € + 500.000,00 €).

Από την επισκόπηση των καρτελών του λογαριασμού 43.00 «Καταθέσεις μετόχων» και τα extrait των λογαριασμών όψεως της προσφεύγουσας η φορολογική αρχή διαπίστωσε για το έτος 2008 ότι:

α) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….07.2008 το ποσό των 500.000,00 € το οποίο του επιστράφηκε στις ….02.2009,

β) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….01.2008 το ποσό των 100.000,00 €, στις ….03.2008 το ποσό των 300.000,00 € τα οποία της επιστράφηκαν στις ….07.2008 (το συνολικό ποσό που της επιστράφηκε στις ….07.2008 ανέρχεται σε 500.000,00 €) και στις ….07.2008 το ποσό των 500.000,00 € τα οποία της επιστράφηκαν (το ποσό των 500.000,00 €) στις ….02.2009,

γ) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….07.2008 το ποσό των 100.000,00 € το οποίο του επιστράφηκε στις ….02.2009,

δ) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….07.2008 το ποσό των 400.000,00 € και στις ….07.2008 το ποσό των 100.000,00 € και της επιστράφηκε το ποσό των 500.000,00 € στις ….02.2009 και

ε) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….07.2008 το ποσό των 400.000,00 € το οποίο της επιστράφηκε στις ….02.2009.

Βάσει των ανωτέρω η φορολογική αρχή υπολόγισε τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2% ως ταμειακή διευκόλυνση για το ποσό του 1.900.000,00 € (500.000,00 € + 100.000,00 € + 300.000,00 € + 100.000,00 € + 500.000,00 € + 400.000,00 €).

Από την επισκόπηση των καρτελών του λογαριασμού 43.00 «Καταθέσεις μετόχων» και τα extrait των λογαριασμών όψεως της προσφεύγουσας η φορολογική αρχή διαπίστωσε για το έτος 2009 ότι:

α) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….02.2009 το ποσό των 500.000,00 €,

β) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….02.2009 το ποσό των 500.000,00 €,

γ) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….02.2009 το ποσό των 100.000,00 €,

δ) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….02.2009 το ποσό των 500.000,00 € και

ε) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….02.2009 το ποσό των 400.000,00 €.

Στις ….02.2009 ε Γενική Συνέλευση των μετόχων της προσφεύγουσας αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 2.000.000,00 € (ΦΕΚ … ΑΕ-ΕΠΕ/….03.2009).

Η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ τη με αριθμό δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου με υποκείμενη στον φόρο αξία 2.000.000,00 € καταβάλλοντας φόρο 20.000,00 €. Βάσει των ανωτέρω η φορολογική αρχή θεώρησε ότι τα ποσά αυτά δόθηκαν από τους μετόχους για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στις ….02.2009 και δεν λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό τελών χαρτοσήμου.

Από την επισκόπηση των καρτελών του λογαριασμού 43.00 «Καταθέσεις μετόχων» και τα extrait των λογαριασμών όψεως της προσφεύγουσας η φορολογική αρχή διαπίστωσε για το έτος 2010 ότι:

α) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….03.2010 το ποσό των 1.000.000,00 € και

β) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….01.2010 το ποσό των 740.000,00 € και στις ….02.2010 το ποσό των 260.000,00 €.

Στις ….01.2010 η Γενική Συνέλευση των μετόχων της προσφεύγουσας αποφάσισε την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας κατά 2.000.000,00 € (ΦΕΚ … ΑΕ-ΕΠΕ/….02.2010).

Η προσφεύγουσα εταιρεία υπέβαλε στη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ τη με αριθμό δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου με υποκείμενη στον φόρο αξία 2.000.000,00 € καταβάλλοντας φόρο 20.000,00 €. Βάσει των ανωτέρω η φορολογική αρχή θεώρησε ότι τα ποσά αυτά δόθηκαν από τους μετόχους για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα στις ….01.2010 και δεν λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό τελών χαρτοσήμου.

Περαιτέρω για το έτος 2010 (από ….03.2010 και μετά) διαπιστώθηκε ότι ο προέβη σε δεκαοχτώ καταθέσεις συνολικού ποσού 1.106.985,26 €, ενώ υφίστανται και επιστροφές χρημάτων έξι φορές συνολικού ποσού 834.000,00 €. Βάσει των ανωτέρω η φορολογική αρχή θεώρησε τις χρεοπιστώσεις αυτές ως δοσοληπτικό λογαριασμό και υπολόγισε τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2% στο ποσό των 1.106.985,26 € ως ταμειακή διευκόλυνση.

Η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση ενδικοφανή, ζητά την ακύρωση των παραπάνω πράξεων προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

1) Τα ποσά που κατατέθηκαν από τους μετόχους έγιναν από την αρχή με σκοπό την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου. Τούτο αποδεικνύεται τόσο από την σαφή αιτιολογία που υπάρχει στα επίσημα βιβλία της εταιρείας «Έναντι αυξήσεως Μ.Κ.», όσο και από το τρόπο καταχώρησης, αφού όλες οι εγγραφές έγιναν σε πίστωση του λογαριασμού «43. Ποσά προορισμένα για αύξηση Κεφαλαίου».

2) Τα χρήματα ουδέποτε επεστράφησαν επί της ουσίας, οι δε λογαριασμοί των μετόχων παρέμειναν πιστωμένοι μέχρι την πραγματοποίηση των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου. Η εταιρεία πραγματοποίησε τακτοποιητικές και μόνον εγγραφές στα βιβλία της, χωρίς ποτέ να επιστραφούν χρήματα στους μετόχους. Έγιναν απλά για να διευκολυνθεί ο έλεγχος πιστοποίησης καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου από τα αρμόδια όργανα.

3) Κατατέθηκε και πληρώθηκε ο φόρος που προέκυπτε από τη δήλωση Φόρου Συγκέντρωσης Κεφαλαίου για κάθε μία εκ των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου. Εξ’ αυτού του λόγου δεν μπορεί να καταβληθεί και τέλος χαρτοσήμου για το ίδιο αντικείμενο.

4) Στις …/12/2007 κατατέθηκε στο Ταμείο της επιχείρησης 500.000,00€ και την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε ισόποση ανάληψη χρημάτων αξίας 500.000,00€ από τον Δ/νοντα Σύμβουλο της επιχείρησης. Ο κ , ως Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας ήταν ο Υπεύθυνος ολοκλήρωσης των έργων ανέγερσης των εγκαταστάσεων της. Εξ’ αυτού του λόγου έκανε τακτικές αναλήψεις τόσο από το Ταμείο της εταιρείας όσο και από τον λογαριασμό όψεως αυτής, με σκοπό να πληρώνει τις επενδύσεις που είχαν δρομολογηθεί. Επομένως, πραγματοποιήθηκε μία ταυτόχρονη ισόποση κατάθεση και ανάληψη στο Ταμείο της εταιρείας. Η κίνηση αυτή δεν επέφερε κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορεί επ’ ουδενί να θεωρηθεί ως δανειοδότηση ή και ταμειακή διευκόλυνση αφού το χρονικό περιθώριο ήταν ελάχιστο για να επιφέρει οποιοδήποτε αποτέλεσμα.

5) Στη χρήση 2010 και μετά την ολοκλήρωση της τελευταίας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου συνολικού ύψους 2.000.000,00€, υπήρξαν καταθέσεις ύψους 1.106.985,26€ και επιστροφές ύψους 834.000,00€ στον λογαριασμό του μετόχου της εταιρείας κ.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις ουδέποτε εμφανίσθηκε χρεωστικό υπόλοιπο. Το υπόλοιπο του λογαριασμού του μετόχου παρέμεινε μόνιμα πιστωτικό και δεν θα έπρεπε να καταλογιστούν τέλη χαρτοσήμου.

Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 5γ’, εδάφιο τέταρτο, του άρθρου 15 του Κώδικα Χαρτοσήμου, σε τέλος χαρτοσήμου 1% υπόκειται κάθε εν γένει εγγραφή στα βιβλία επιτηδευματιών περί καταθέσεως ή αναλήψεως χρημάτων από εταίρους, μετόχους, ή άλλα πρόσωπα προς εμπορικές εν γένει εταιρίες ή επιχειρήσεις, η οποία (εγγραφή) δεν ανάγεται σε σύμβαση, πράξη κλπ., υποβληθείσα στα οικεία τέλη χαρτοσήμου ή απαλλαγείσα νομίμως των τελών αυτών. Για την επιβολή του τέλους χαρτοσήμου, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, θα πρέπει η κατάθεση ή ανάληψη να γίνεται, χωρίς μνεία της αιτίας της κατάθεσης ή ανάληψης, εκτός εάν ο φορολογούμενος αποδείξει, ότι η εγγραφή στα βιβλία αφορά σύμβαση, πράξη ή συναλλαγή, η οποία υποβλήθηκε στο οικείο τέλος χαρτοσήμου ή απαλλάχτηκε νομίμως από το τέλος αυτό (ΣτΕ 1767/1992, ΣτΕ 1039/1996, ΣτΕ 4463/1997, κλπ.). Η παραμονή, δε, των κατατεθέντων χρημάτων στο σχετικό λογαριασμό, για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της κατάθεσης σε δάνειο και, συνεπώς, δεν δημιουργείται, εκ του λόγου τούτου, υποχρέωση καταβολής και επιπλέον τέλους χαρτοσήμου δανειακής σύμβασης (ΣτΕ 870/1979).

Επειδή, επί της ανωτέρω διατάξεως του Κώδικα Χαρτοσήμου, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 1470/2002 απόφαση, έκρινε σχετικά ότι οι καταθέσεις χρημάτων από μετόχους ανώνυμης εταιρίας ή από τρίτους στην εταιρία αυτή, για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της, δεν υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου και συγκεκριμένα:

3. Επειδή, στο τέταρτο εδάφιο της περιπτώσεως γ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Π.Δ. της 28.7.1931 «Περί κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου» (φ. Α’ 239), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 43 του Ν. 1041/1980 (φ. Α’ 75), ορίζεται ότι: «Πάσα εν γένει εγγραφή εις τα βιβλία περί καταθέσεως ή αναλήψεως χρημάτων υπό εταίρων ή μετόχων ή άλλων προσώπων προς ή από εμπορικάς εν γένει εταιρείας ή επιχειρήσεις, ήτις δεν ανάγεται εις σύμβασιν, πράξιν κ.λ.π., υποβληθείσαν εις τα οικεία τέλη χαρτοσήμου ή απαλλαγείσαν νομίμως των τελών τούτων, υπόκειται εις αναλογικόν τέλος χαρτοσήμου 1%. Εις ην περίπτωσιν, εκ της εγγραφής ή εξ ετέρου εγγράφου, αποδεικνύεται ότι η κατάθεσις ή ανάληψις αφορά σύμβασιν, πράξιν κ.λπ. υποκειμένην εις μεγαλύτερον ή μικρότερον τέλος χαρτοσήμου οφείλεται το διά την σύμβασιν, πράξιν, κ.λπ. προβλεπόμενον τέλος».

Από τη διάταξη αυτή, αναφερόμενη σε κάθε εν γένει εγγραφή των βιβλίων περί καταθέσεως χρημάτων, συνάγεται ότι ο όρος «κατάθεση» χρησιμοποιείται υπό την έννοια της εν γένει δόσεως χρημάτων και δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις καταθέσεως χρημάτων με δικαίωμα αναλήψεώς τους και, συνεπώς, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, κάθε εγγραφή στα βιβλία περί δόσεως ή αναλήψεως χρημάτων χωρίς μνεία της αιτίας υπόκειται κατ’ αρχήν σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου 1%, εκτός αν ο φορολογούμενος ισχυρισθεί και αποδείξει ότι η εγγραφή αυτή ανάγεται σε σύμβαση, πράξη, κ.λπ. που υποβλήθηκε στα οικεία τέλη χαρτοσήμου ή απαλλάχθηκε νομίμως από αυτά. Εξ άλλου, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ιδίου Κώδικος, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 2246/1952 (Α’ 282), στο προβλεπόμενο από το άρθρο 14 του Κώδικος αυτού τέλους υπόκεινται «τα καταστατικά των εν Ελλάδι παντός είδους εμπορικών εταιρειών και πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών», κατά δε την περίπτωση α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 11 του διατηρηθέντος σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 3 Ν.Δ. 1079/1971 (Α’ 273) ΑΝ.Ν. 148/1967 (Α’ 173), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ. 34/1968, «Απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιωμάτων ή άλλης επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, τροποποιουμένων των άρθρων 15 και 47 του Κώδικος Τελών Χαρτοσήμου, τα καταστατικά των παντός είδους ανωνύμων εταιρειών μετά των εν αυτοίς περιεχομένων παρεπομένων συμβάσεων (αναδοχή χρέους κ.λπ.) και πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών».

Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, πράξη αυξήσεως του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών, υποκείμενη σε τέλος χαρτοσήμου είναι, κατ’ αρχήν, και πάσα σχετική εγγραφή στα βιβλία της εταιρείας, προκειμένου δε περί ανωνύμων εταιρειών, η σχετική εγγραφή απαλλάσσεται του τέλους, χωρίς να απαιτείται για την απαλλαγή αυτή η απόδειξη της αυξήσεως του κεφαλαίου με την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας κατά τις προβλεπόμενες από τον νόμο διατυπώσεις, αφού, για μεν την επιβολή του τέλους, ο νόμος αρκείται στην σχετική εγγραφή, για δε την απαλλαγή, δεν θεσπίζει κάποια άλλη προϋπόθεση (πρβλ. ΣτΕ 174/1982, ΣτΕ 211/1983).

Συνεπώς, εγγραφή στα βιβλία ανωνύμου εταιρείας περί καταθέσεως από τους μετόχους χρημάτων για την μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου απαλλάσσεται τέλους χαρτοσήμου και, άρα, δεν υπόκειται στο κατά το ως άνω τέταρτο εδάφιο του άρθρου 15 παρ. 5 περ. γ’ του Κώδικος αναλογικό τέλος 1%. Τέλος, μετά την εισαγωγή με τις διατάξεις των άρθρων 17 μέχρι και 31 του Ν. 1676/1986 (Α’ 204) του φόρου συγκεντρώσεως κεφαλαίων, ο οποίος κατά το άρθρο 18 παρ. 1 περ. α’ του νόμου αυτού επιβάλλεται και στις πράξεις αυξήσεως του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών, και την κατάργηση με το άρθρο 31 του ιδίου νόμου, από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του (1.1.1987), των τελών χαρτοσήμου επί των υπαγομένων στον φόρο αυτό πράξεων, πράξεις σχετικές με την αύξηση του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών δεν υπόκεινται πλέον σε τέλος χαρτοσήμου, σ’ αυτές δε περιλαμβάνεται και η εγγραφή στα βιβλία εμπορικής εταιρείας περί καταθέσεως χρημάτων για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της. Υπό την αντίθετη εκδοχή, η επιβολή τέλους σε τέτοια εγγραφή, δηλαδή φόρου με τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φόρου που θα επιβληθεί κατά την αύξηση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 1676/1986, θα προσέκρουε στο άρθρο 10 και στους σκοπούς της Οδηγίας 69/335/Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 17.7.1969 περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (L-249), καθ’ υποχρέωση της οποίας θεσπίσθηκαν οι διατάξεις αυτές του Ν. 1676/1986.

Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ΚΝΤΧ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 4 του ν. 2246/1952 (ΦΕΚ Α’282),στο προβλεπόμενο από το άρθρο 14 του Κώδικα αυτού τέλος υπόκεινται «τα καταστατικά των εν Ελλάδι παντός είδους εμπορικών εταιριών και πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών», ενώ, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παρ. 4 του άρθρου 11 του, διατηρηθέντος σε ισχύ με το άρθρο 1 παρ. 3 ν.δ/τος 1079/1971 (ΦΕΚ Α’273), αν.ν. 148/1967 (ΦΕΚ Α’ 173) ,όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ/τος 34/1968,«Απαλλάσσονται των τελών χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιωμάτων ή άλλης επιβαρύνσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων, τροποποιουμένων των άρθρων 15 και 47 του Κώδικος Τελών Χαρτοσήμου, τα καταστατικά των παντός είδους ανωνύμων εταιρειών μετά των εν αυτοίς περιεχομένων παρεπόμενων συμβάσεων (αναδοχή χρέους κλπ.) και πάσα πράξις σχετική προς την αύξησιν του κεφαλαίου αυτών». Όπως συνάγεται από τις διατάξεις αυτές, πράξη αυξήσεως του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών, υποκείμενη σε τέλος χαρτοσήμου είναι κατ’ αρχήν, και πάσα σχετική εγγραφή στα βιβλία της εταιρείας, προκειμένου δε περί ανωνύμων εταιρειών, η σχετική εγγραφή απαλλάσσεται του τέλους, χωρίς να απαιτείται για την απαλλαγή αυτή η απόδειξη της αυξήσεως του κεφαλαίου με την τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας κατά τις προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις, αφού, για μεν την επιβολή του τέλους, ο νόμος αρκείται στην σχετική εγγραφή, για δε την απαλλαγή αυτή, δεν θεσπίζει κάποια άλλη προϋπόθεση.

Συνεπώς, εγγραφή στα βιβλία ανωνύμου εταιρείας περί καταθέσεως από τους μετόχους χρημάτων για τη μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου απαλλάσσεται του τέλους χαρτοσήμου και, άρα, δεν υπόκειται στο κατά το ως άνω τέταρτο εδάφιο του άρθρου 15 παρ. 5 περ. γ’ του Κώδικος αναλογικό τέλος 1%. Εξάλλου, μετά την εισαγωγή με τις διατάξεις των άρθρων 17 μέχρι και 31 του ν. 1676/1986 (ΦΕΚ Α’ 204) του φόρου συγκεντρώσεως κεφαλαίων, ο οποίος κατά το άρθρο 18 παρ. 1 περ. α’ του νόμου αυτού επιβάλλεται και στις πράξεις αυξήσεως του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών, και την κατάργηση με το άρθρο 31 του ίδιου νόμου, από τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του (1-1-1987), των τελών χαρτοσήμου επί των υπαγομένων στον φόρο αυτό πράξεων, πράξεις σχετικές με την αύξηση του κεφαλαίου των εμπορικών εταιρειών δεν υπόκεινται πλέον σε τέλος χαρτοσήμου, σ’ αυτές δε περιλαμβάνεται και η εγγραφή στα βιβλία εμπορικής εταιρείας περί καταθέσεως χρημάτων για μελλοντική αύξηση του κεφαλαίου της. Υπό την αντίθετη εκδοχή, η επιβολή τέλους σε τέτοια εγγραφή, δηλαδή φόρου με τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του φόρου που θα επιβληθεί κατά την αύξηση του κεφαλαίου, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του ν. 1676/1986, θα προσέκρουε στο άρθρο 10 και στους σκοπούς της Οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17-7-1969 περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (L 249), καθ’ υποχρέωση της οποίας θεσπίσθηκαν οι διατάξεις αυτές του ν. 1676/1986 (ΣΕ 1470/2002, 2677/2010 αμετάκλητη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).

Επειδή, στον Νόμο δεν τάσσεται πουθενά προθεσμία για πόσο διάστημα πρέπει να παραμείνουν στον παραπάνω ειδικό λογαριασμό κατατεθειμένα τα καταβληθέντα χρήματα της κάλυψης του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου ή των αυξήσεών του. Το είδος του λογαριασμού – λογαριασμός καταθέσεων όψεως – διακρίνεται για την έλλειψη δέσμευσης των κατατεθειμένων χρημάτων και την υποχρέωση της τράπεζας για άμεση απόδοση των σε αυτήν κατατεθειμένων χρημάτων. Πρέπει έτσι να συναχθεί ότι επειδή πρόκειται για καταβολές που από την στιγμή της κατάθεσής τους ανήκουν πλέον στην περιουσία της εταιρίας, η οποία έχει κατά κανόνα αποκτήσει την νομική προσωπικότητα, εναπόκειται στα όργανα της Διοίκησης να αποφασίσουν, βάσει των επιχειρηματικών αναγκών και των συμφερόντων της, για πόσο χρονικό διάστημα τα κεφάλαια αυτά θα παραμείνουν κατατεθειμένα ή εάν θα χρησιμοποιηθούν αμέσως (ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ, ΠΕΡΡΑΚΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ, τόμος 2α σελ. 492-493).

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 6 του Ν. 2190/1920 «…οι καταθέσεις μετόχων με προορισμό την μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πραγματοποιούνται υποχρεωτικά με κατάθεση σε ειδικό λογαριασμό της εταιρίας που τηρείται σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 10, η παράλειψη καταβολής σε λογαριασμό δεν επάγεται ακυρότητα, εάν αποδεικνύεται ότι το σχετικό ποσό υπάρχει και ότι κατατέθηκε εκ των υστέρων σε λογαριασμό της εταιρίας ή ότι δαπανήθηκε για τους σκοπούς της εταιρίας».

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 1676/1986 ορίζεται ότι:

«Άρθρο 18
Φορολογούμενες πράξεις.

1. Αποτελούν συγκέντρωση κεφαλαίων και υπάγονται στο φόρο οι κατωτέρω πράξεις:

α) η σύσταση των προσώπων, που προβλέπονται από το άρθρο 17 και η αύξηση του κεφαλαίου τους, που γίνεται με την εισφορά περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε είδους, …»

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 1676/1986 ορίζεται ότι:

«Άρθρο 31
Κατάργηση τελών χαρτοσήμου

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καταργούνται τα τέλη χαρτοσήμου, στις πράξεις που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 18 και κάθε διάταξη που αντίκειται στο νόμο αυτόν ή ρυθμίζει διαφορετικά τα θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.»

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, βάσει εγγραφών στα βιβλία της προσφεύγουσας ο λογαριασμός «Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου» 43.00.00000 (Περιγραφή Λογαριασμού:), έως τις ….03.2010, κινήθηκε ως κάτωθι:
 

Ημερομηνία Αύξηση Πιστωτικού Υπολοίπου Μείωση Πιστωτικού Υπολοίπου Παρατηρήσεις
….12.2007 500.000,00 €
….07.2008 500.000,00 €
….07.2008 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου
….03.2010 1.000.000,00 €
….03.2010 1.000.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου


Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, βάσει εγγραφών στα βιβλία της προσφεύγουσας ο λογαριασμός «Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου» 43.00.00001 (Περιγραφή Λογαριασμού: ), κινήθηκε ως κάτωθι:
 

Ημερομηνία Αύξηση Πιστωτικού Υπολοίπου Μείωση Πιστωτικού Υπολοίπου Παρατηρήσεις
….12.2007 100.000,00 €
….01.2008 100.000,00 €
….03.2008 300.000,00 €
….07.2008 500.000,00 €
….07.2008 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου


Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, βάσει εγγραφών στα βιβλία της προσφεύγουσας ο λογαριασμός «Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου» 43.00.00002 (Περιγραφή Λογαριασμού: ), κινήθηκε ως κάτωθι:
 

Ημερομηνία Αύξηση Πιστωτικού Υπολοίπου Μείωση Πιστωτικού Υπολοίπου Παρατηρήσεις
….07.2008 100.000,00 €
….02.2009 100.000,00 €
….02.2009 100.000,00 €
….02.2009 100.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου


Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, βάσει εγγραφών στα βιβλία της προσφεύγουσας ο λογαριασμός «Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου» 43.00.00003 (Περιγραφή Λογαριασμού:), κινήθηκε ως κάτωθι:
 

Ημερομηνία Αύξηση Πιστωτικού Υπολοίπου Μείωση Πιστωτικού Υπολοίπου Παρατηρήσεις
….07.2008 400.000,00 €
….07.2008 100.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 €
….02.2009 500.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου


Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, βάσει εγγραφών στα βιβλία της προσφεύγουσας ο λογαριασμός «Ποσά προορισμένα για αύξηση κεφαλαίου» 43.00.00004 (Περιγραφή Λογαριασμού: ), κινήθηκε ως κάτωθι:
 

Ημερομηνία Αύξηση Πιστωτικού Υπολοίπου Μείωση Πιστωτικού Υπολοίπου Παρατηρήσεις
….12.2007 500.000,00 €
….07.2008 500.000,00 €
….07.2008 400.000,00 €
….02.2009 400.000,00 €
….02.2009 400.000,00 €
….02.2009 400.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου
….01.2010 740.000,00 €
….02.2010 260.000,00 €
….03.2010 1.000.000,00 € Αύξηση Μετοχ. Κεφαλαίου


Έχοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, τις διαπιστώσεις της αρμόδιας φορολογικής αρχής και τις ανωτέρω εγγραφές στα βιβλία της προσφεύγουσας προκύπτουν τα κάτωθι:

α) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….12.2007 το ποσό των 500.000,00 €. Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκαν εγγραφές μείωσης και αύξησης την ίδια μέρα του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00000 (στις ….07.2008 και στις ….02.2009), ήτοι τα χρήματα εξακολούθησαν να υφίστανται στην εταιρεία, καταλήγοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις ….02.2009. Με τη με αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 500.000,00 €, ήτοι φόρος 5.000,00 €. Συνεπώς, τα 500.000,00 € εξ’ αρχής θεωρείται ότι κατατέθηκαν με σκοπό την (επικείμενη) αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις ….02.2009, χρησιμοποιήθηκαν για αυτή και εν τέλει υπήχθησαν σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου ν. 1676/1986 (1%) και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου. Στις ….12.2007 ο προέβη σε ανάληψη ποσού 500.000,00 € από το ταμείο της προσφεύγουσας και συνεπώς ορθώς θεωρήθηκε ως ταμειακή διευκόλυνση της προσφεύγουσας προς τον και υπολογίστηκαν τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2%,

β) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….12.2007 το ποσό των 100.000,00 €, στις ….01.2008 το ποσό των 100.000,00 € και στις ….03.2008 το ποσό των 300.000,00 € (συνολικό ποσό 500.000,00 €). Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκαν εγγραφές μείωσης και αύξησης την ίδια μέρα του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00001 (στις ….07.2008 και στις ….02.2009), ήτοι τα χρήματα εξακολούθησαν να υφίστανται στην εταιρεία, καταλήγοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις ….02.2009.

Με τη με αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 500.000,00 €, ήτοι φόρος 5.000,00 €. Συνεπώς, τα 500.000,00 € εξ’ αρχής θεωρείται ότι κατατέθηκαν με σκοπό την (επικείμενη) αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις ….02.2009, χρησιμοποιήθηκαν για αυτή και εν τέλει υπήχθησαν σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου ν. 1676/1986 (1%) και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου,

γ) ο κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….07.2008 το ποσό των 100.000,00 €. Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκαν εγγραφές μείωσης και αύξησης την ίδια μέρα του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00002 (στις ….02.2009), ήτοι τα χρήματα εξακολούθησαν να υφίστανται στην εταιρεία, καταλήγοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις ….02.2009. Με τη με αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 100.000,00 €, ήτοι φόρος 1.000,00 €. Συνεπώς, τα 100.000,00 € εξ’ αρχής θεωρείται ότι κατατέθηκαν για την επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις 02.2009, χρησιμοποιήθηκαν για αυτή και εν τέλει υπήχθησαν σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου ν. 1676/1986 (1%) και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου,

δ) η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….07.2008 το ποσό των 400.000,00 € και στις ….07.2008 το ποσό των 100.000,00 € (συνολικό ποσό 500.000,00 €). Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκαν εγγραφές μείωσης και αύξησης την ίδια μέρα του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00003 (στις ….02.2009), ήτοι τα χρήματα εξακολούθησαν να υφίστανται στην εταιρεία, καταλήγοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις ….02.2009. Με τη με αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 500.000,00 €, ήτοι φόρος 5.000,00 €. Συνεπώς, τα 500.000,00 € εξ’ αρχής θεωρείται ότι κατατέθηκαν για την επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις ….02.2009, χρησιμοποιήθηκαν για αυτή και εν τέλει υπήχθησαν σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου ν. 1676/1986 (1%) και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου,

ε) η κατέθεσε στο ταμείο της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….12.2007 το ποσό των 500.000,00 €. Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκε μείωση του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00004 (στις ….07.2008) με επιστροφή μετρητών 500.000,00 €. Μετέπειτα η κατέθεσε σε τραπεζικό λογαριασμό της προσφεύγουσας στις ….07.2008 (ήτοι την ίδια μέρα με τη μείωση του πιστωτικού υπολοίπου) το ποσό των 400.000,00 €. Εν συνεχεία πραγματοποιήθηκαν εγγραφές μείωσης και αύξησης την ίδια μέρα του πιστωτικού υπολοίπου του λογαριασμού 43.00.00004 (στις ….02.2009), ήτοι τα χρήματα εξακολούθησαν να υφίστανται στην εταιρεία, καταλήγοντας στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου στις ….02.2009. Με τη με αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 400.000,00 €, ήτοι φόρος 4.000,00 €. Συνεπώς, τα 400.000,00 € εξ’ αρχής θεωρείται ότι κατατέθηκαν για την επικείμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε στις ….02.2009, χρησιμοποιήθηκαν για αυτή και εν τέλει υπήχθησαν σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου ν. 1676/1986 (1%) και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί τελών χαρτοσήμου. Όσον αφορά το επιπρόσθετο ποσό των 100.000,00 € (καθόσον η κατέθεσε στο ταμείο της προσφεύγουσας για πρώτη φορά στις ….12.2007 το ποσό των 500.000,00 €, ενώ στις 02.2009 πραγματοποιήθηκε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους της με το ποσό των 400.000,00 €) ορθώς θεωρήθηκε ως ταμειακή διευκόλυνση της προς την προσφεύγουσα και υπολογίστηκαν τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2%,

στ) ο από ….03.2010 και μετά διαπιστώθηκε ότι προέβη σε δεκαοχτώ καταθέσεις συνολικού ποσού 1.106.985,26 €, ενώ υφίστανται και επιστροφές χρημάτων έξι φορές συνολικού ποσού 834.000,00 € (οι εν λόγω χρεοπιστώσεις καταχωρήθηκαν στον λογαριασμό 43.00.00000). Η τελευταία αύξηση μετοχικού κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε στις ….01.2010, στην οποία συμμετείχε ο με το ποσό των 1.000.000,00 € (ημερομηνία κατάθεσης ….03.2010 – αριθ. καταχώρισης δήλωση φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου πληρώθηκε ο φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό των 1.000.000,00 €, ήτοι φόρος 10.000,00 €). Σύμφωνα με την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 1470/2002) ως αναφέρθηκε ανωτέρω οι εγγραφές στα βιβλία ανωνύμου εταιρείας περί καταθέσεως από τους μετόχους χρημάτων για την μελλοντική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου απαλλάσσονται από το τέλος χαρτοσήμου και, άρα, δεν υπόκεινται στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 15 παρ. 5 περ. γ’ του Κώδικα Χαρτοσήμου αναλογικό τέλος 1%. Συνεπώς, η φορολογική αρχή όφειλε να θεωρήσει ως ταμειακή διευκόλυνση του προς την προσφεύγουσα και να υπολογίσει τέλη χαρτοσήμου και ΟΓΑ χαρτοσήμου 1,2% επί του ποσού των 834.000,00 €, ήτοι του ποσού που επιστράφηκε εντός της ίδιας χρήσης από την προσφεύγουσα προς τον καθόσον με βάσει τα πραγματικά περιστατικά δεν προοριζόταν για μελλοντική αύξηση κεφαλαίου, αλλά προς διευκόλυνση ταμειακής φύσης και προς εκπλήρωση των σκοπών και εργασιών της.
Συνεπώς το ποσό που υπόκειται στο αναλογικό τέλος χαρτοσήμου είναι το σύνολο των επιστροφών της προσφεύγουσας προς τον , το οποίο συνολικά ανέρχεται σε 834.000,00 € ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 272.985,26 € το οποίο παραμένει στον λογαριασμό 43.00.0000 στο τέλος της χρήσης δεν οφείλεται τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τα ανωτέρω.

Αποφασίζουμε

Τη μερική αποδοχή της υπ’ αριθ. πρωτ / ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρίας με την επωνυμία « », ΑΦΜ και ειδικότερα:

α) την τροποποίηση της υπ’ αριθ οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2007 και της υπ’ αριθ οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2010 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ,

β) την ακύρωση της υπ’ αριθ οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2008 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.

Οριστική φορολογική υποχρέωση της υπόχρεης – καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση:

Υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2007
 

Βάσει ελέγχου Βάσει απόφασης
Αξία υποκείμενη στα τέλη χαρτοσήμου 1.600.000,00€ 600.000,00€
Διαφορά τελών χαρτοσήμου 16.000,00€ 6.000,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 τελών χαρτοσήμου 15.358,40€ 5.759,40€
Διαφορά ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.200,00€ 1.200,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.071,68€ 1.151,88€
Σύνολο φόρων, τελών και εισφορών για καταβολή 37.630,08€ 14.111,28€


Υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2008
 

Βάσει ελέγχου Βάσει απόφασης
Αξία υποκείμενη στα τέλη χαρτοσήμου 1.900.000,00€ 0,00€
Διαφορά τελών χαρτοσήμου 19.000,00€ 0,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 τελών χαρτοσήμου 18.238,50€ 0,00€
Διαφορά ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.800,00€ 0,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 ΟΓΑ χαρτοσήμου 3.651,62€ 0,00€
Σύνολο φόρων, τελών και εισφορών για καταβολή 44.690,12€ 0,00€


Υπ’ αριθ οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού τελών χαρτοσήμου διαχειριστικής περιόδου 01/01-31/12/2010
 

Βάσει ελέγχου Βάσει απόφασης
Αξία υποκείμενη στα τέλη χαρτοσήμου 1.106.985,26€ 834.000,00€
Διαφορά τελών χαρτοσήμου 11.069,85€ 8.340,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 τελών χαρτοσήμου 10.625,84€ 8.005,57€
Διαφορά ΟΓΑ χαρτοσήμου 2.213,97€ 1.668,00€
Πρόστιμο άρθρ. 58Α και τόκοι άρθρ. 53 ν. 4174/2013 ΟΓΑ χαρτοσήμου 2.125,18€ 1.601,11€
Σύνολο φόρων, τελών και εισφορών για καταβολή 26.034,84€ 19.614,68€



Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στην υπόχρεη.

ΠΗΓΗ TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 1901/2019 Κάλυψη δαπάνης με δάνειο από την αλλοδαπή που κατατέθηκε σε ημερομηνία μεταγενέστερη από την ημερομηνία δαπάνης

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»
γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2017).

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ Β’ 2759/1.9.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».

4. Την από 2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή της, με Α.Φ.Μ , κατά της με αριθ. ειδοποίησης πράξης διοικητικού
προσδιορισμού φόρου της Α.Α.Δ.Ε. φορολογικού έτους 2017 (αρ. δήλωσης ).

5. Την με αριθ. ειδοποίησης πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου της Α.Α.Δ.Ε. φορολογικού έτους 2017 (αρ. δήλωσης ), της οποίας ζητείται η ακύρωση.

6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς. 

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α8 – Επανεξέτασης όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής της , με Α.Φ.Μ , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την με αριθμό ειδοποίησης και ημερομηνία έκδοσης 2017 πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2017 της Α.Α.Δ.Ε., επιβλήθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας κύριος φόρος εισοδήματος ύψους 7.972,02€ πλέον ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης ύψους 1.037,16€, ήτοι συνολικό ποσό 9.009,18€.

Η προσφεύγουσα με την με αρ. καταχώρησης 2018 δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2017, δήλωσε, μεταξύ άλλων στον κωδικό 719 (δαπάνη για αγορά αυτοκινήτου) ποσό 26.475,00€, και στον κωδικό 781 (Χρηματικά ποσά που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων, εισαγωγή χρηματικών κεφαλαίων αλλοδαπής, δάνεια, δωρεές κτλ.) ποσό 31.700,00€.

Η Δ.Ο.Υ Καλαμαριάς, έπειτα από τον έλεγχο των δικαιολογητικών, τροποποίησε, βάσει του προσκομισθέντος τιμολογίου πώλησης, το ποσό στον κωδικό 719 (δαπάνη για αγορά αυτοκινήτου) σε 26.284,36€, ενώ παράλληλα δεν έκανε δεκτά χρηματικά ποσά από δάνειο στον κωδικό 781 ύψους 23.275,00€, με το αιτιολογικό ότι η από 01.02.2017 προσκομισθείσα συμφωνία ταμειακής διευκόλυνσης, η οποία συνάφθηκε μεταξύ της προσφεύγουσας και των φερόμενων ως «δανειστριών» και (αμφότερων κατοίκων Κύπρου) δεν έφερε θεώρηση από τον Πρόξενο της Κύπρου, αλλά από πιστοποιούντα υπάλληλο της Κυπριακής Δημοκρατίας με ημερομηνία /2019, μεταγενέστερη της ημερομηνίας αγοράς του αυτοκινήτου (03.04.2017).

Εν τέλει, στον κωδικό 781 η Δ.Ο.Υ. έκανε αποδεκτό μόνο το ποσό των 2.700,00€ (τίμημα πώλησης αυτοκινήτου), καθώς για το υπόλοιπο δηλωθέν ποσό ύψους 5.725,00€ δεν προσκομίστηκε κανένα δικαιολογητικό από την προσφεύγουσα.

Η προσφεύγουσα με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να ακυρωθεί εν μέρει η με αρ. ειδοποίησης πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου της Α.Α.Δ.Ε., φορολογικού έτους 2016, προβάλλοντας τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

1. Η φορολογική αρχή μη νόμιμα συνυπολόγισε για τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος το ποσό των 23.275,00€, το οποίο αποτελεί προϊόν δανείου, νομίμως αποδεικνυόμενου με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, που είχε καταρτισθεί πριν την πραγματοποίηση της αγοράς αυτοκινήτου.

2. Ο προσδιορισμός του φόρου με βάση την προστιθέμενη διαφορά αντικειμενικών δαπανών αντιβαίνει στις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου και της χρηστής διοίκησης.

Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό

Επειδή, στο άρθρο 30 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «1. Ο φορολογούμενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε εναλλακτική ελάχιστη φορολογία όταν το τεκμαρτό εισόδημά του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδημά του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και πραγματικού εισοδήματος και αυτή φορολογείται, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 34. 2. Το τεκμαρτό εισόδημα υπολογίζεται με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογούμενου και των εξαρτώμενων μελών του, σύμφωνα με τα άρθρα 31 έως και 34. 3. Το «συνολικό εισόδημα» προσδιορίζεται ως το συνολικό ποσό του φορολογητέου εισοδήματος κατά την έννοια του άρθρου 7 που αποκτά ο φορολογούμενος και τα εξαρτώμενα μέλη του από τις τέσσερις κατηγορίες ακαθάριστων εσόδων που αναγνωρίζονται στο άρθρο 7 του Κ.Φ.Ε. 4. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού δεν εφαρμόζονται για τον αλλοδαπό διπλωματικό ή προξενικό εκπρόσωπο, κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε πρεσβεία, διπλωματική αποστολή, προξενείο ή αποστολή αλλοδαπού κράτους για τη διεκπεραίωση κρατικών υποθέσεων που είναι πολίτης του εν λόγω κράτους και κάτοχος διπλωματικού διαβατηρίου, καθώς και για κάθε φυσικό πρόσωπο που εργάζεται σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Διεθνούς Οργανισμού που έχει εγκατασταθεί βάσει διεθνούς συνθήκης την οποία εφαρμόζει η Ελλάδα».

Επειδή, στο άρθρο 32 του ν. 4172/2013 ορίζεται ότι: «Ως ετήσια δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του και των εξαρτώμενων μελών του λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για: α) Αγορά ή χρηματοδοτική μίσθωση αυτοκινήτων, δίτροχων ή τρίτροχων αυτοκινούμενων οχημάτων, πλοίων αναψυχής και λοιπών σκαφών αναψυχής, αεροσκαφών και κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας….»

Επειδή, στο άρθρο 34 του Ν. 4172/2013 ορίζεται ότι:: «1. Η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 30, η οποία προστίθεται στο φορολογητέο εισόδημα, προσδιορίζεται από τη Φορολογική Διοίκηση κατά το ίδιο φορολογικό έτος σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους και φορολογείται: α) σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 15 εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία ή έχει εισόδημα μόνο από κεφάλαιο ή/και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου και το τεκμαρτό του εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των εννιά χιλιάδων πεντακοσίων (9.500) ευρώ 2. Η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, τα οποία αποδεικνύονται από νόμιμα παραστατικά στοιχεία.

Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης για τα ποσά που ιδίως είναι:….

δ) ε) Δάνεια, τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Ειδικώς, όταν πρόκειται για την κάλυψη διαφοράς δαπάνης της προηγούμενης παραγράφου, κατά το ποσό που προέρχεται από δαπάνη του άρθρου 32 [8], το ποσό του δανείου λαμβάνεται υπόψη εφόσον από το οικείο έγγραφο αποδεικνύεται ότι έχει ληφθεί πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης. στ) »

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1068/2018: «….2. Στις περιπτώσεις που κριθεί απαραίτητος ο έλεγχος των δικαιολογητικών των αρχικών ή τροποποιητικών δηλώσεων που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, οι φορολογούμενοι ειδοποιούνται μέσω μηνύματος να προσκομίσουν δικαιολογητικά στη Δ.Ο.Υ. εντός 5 εργάσιμων ημερών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ΚΦΔ. Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται από τις Δ.Ο.Υ., διαγράφοντας ή διορθώνοντας, όπου απαιτείται, ποσά τα οποία συνεπάγονται φορολογική απαλλαγή, έκπτωση ή ελάφρυνση του δηλούμενου εισοδήματος ή μείωση του φόρου, τα οποία δεν καλύπτονται από ηλεκτρονικά αρχεία ούτε προσκομίζονται για αυτά τα κατάλληλα δικαιολογητικά σε φυσική μορφή και στη συνέχεια εκδίδονται οι πράξεις διοικητικού προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4174/2013 (ΚΦΔ)».

Επειδή, στην ΠΟΛ.1076/2015 ορίζεται ότι: «Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 34 η διαφορά μεταξύ του συνολικού εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγο του και τα εξαρτώμενα μέλη και του τεκμαρτού εισοδήματος των άρθρων 31 και 32, όπως η διαφορά αυτή αναμορφώνεται ύστερα από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, φορολογείται κατά περίπτωση με α) τη φορολογική κλίμακα της παρ. 1 άρθρου 15 του Κ.Φ.Ε. εφόσον ο φορολογούμενος έχει εισόδημα μόνο από μισθωτή εργασία ή/και συντάξεις ή εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων του προκύπτει από μισθωτή εργασία και συντάξεις ή δεν υπάρχει εισόδημα από καμία κατηγορία.. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 34 η Φορολογική Διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς, που προκύπτει με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, υποχρεούται να λάβει υπόψη της τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά που εισπράχθηκαν και τα οποία αποδεικνύονται με νόμιμα παραστατικά στοιχεία. Αν τα ποσά αυτά έχουν απλώς πιστωθεί, χωρίς να έχουν εισπραχθεί δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εφαρμογή, αυτής της περίπτωσης, καθόσον δεν είναι δυνατόν, να χρησιμοποιηθούν εφόσον δεν εισπράχθηκαν.

Ο φορολογούμενος φέρει το βάρος της απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων για τα ποσά αυτά που περιορίζουν τη διαφορά μεταξύ συνολικού εισοδήματος και τεκμαρτού εισοδήματος

ε) Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία ότι φέρουν βέβαιη χρονολογία. Απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο με βέβαιη χρονολογία, που να αποδεικνύει τη σύναψη δανείου και την καταβολή των χρηματικών ποσών που καταβλήθηκαν το κρίσιμο φορολογικό έτος. Σύμβαση δανείου που έχει καταρτιστεί στο εξωτερικό, απαιτείται επίσημη μετάφρασή της στα ελληνικά. Επίσης, απαιτείται βεβαίωση εισαγωγής συναλλάγματος για τα εν λόγω ποσά και πιστοποιητικό ευρωποίησης αν είναι σε ξένο νόμισμα.

Επίσης, όταν πρόκειται για κάλυψη δαπάνης απόκτησης περιουσιακού στοιχείου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 32 πρέπει να αποδεικνύεται ότι το δάνειο λήφθηκε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής δαπάνης. Αν η σύναψη δανείου προκύπτει από λογιστικά βιβλία, τότε απαιτείται σχετική βεβαίωση από την επιχείρηση……

Επειδή, στην ΠΟΛ.1094/1989 ορίζεται ότι: « Τα ποσά που ιδίως λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό της υπόψη διαφοράς είναι τα εξής: ε)Δάνεια: Δάνεια τα οποία έχουν ληφθεί και αποδεικνύονται με έγγραφα στοιχεία που φέρουν βέβαιη χρονολογία. Εξυπακούεται ότι αυτά τα δάνεια δεν πρέπει να είχαν ληφθεί για άλλο σκοπό π.χ. βιοτεχνικά δάνεια ή δάνειο για αγορά περιουσιακού στοιχείου που η αντίστοιχη δαπάνη του δεν αποτελεί τεκμήριο που θέλει, να καλύψει ο φορολογούμενος..

Επειδή, σύμφωνα με το υπ’ αρ. πρωτ. 1020969/405/Α0012/28.3.2007 έγγραφο της Διεύθυνσης Φορολογίας Εισοδήματος του Υπουργείου Οικονομικών: «….όταν ο φορολογούμενος επικαλείται δάνειο για τον περιορισμό της τεκμαρτής διαφοράς εισοδήματος της παραγρ. 1 του άρθρου 19 του ν.2238/1994 η φορολογούσα αρχή ερευνά σε κάθε περίπτωση την τυχόν εικονικότητα του δανείου. Ειδικότερα, ερευνά αν ο δανειστής είχε τη δυνατότητα να χορηγήσει το δάνειο, αν έγινε η ανάληψη του ποσού του δανείου σε προηγούμενο έτος ή κατά τη διάρκεια του έτους στο οποίο ο φορολογούμενος το επικαλείται, αν εκπληρώθηκαν εκτός της χαρτοσήμανσης και οι τυχόν άλλες φορολογικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σχετική σύμβαση, καθώς επίσης και ο τρόπος εξόφλησης του δανείου, δεδομένου ότι οι τοκοχρεολυτικές δόσεις απόσβεσης των δανείων συνιστούν τεκμήρια για τον καταβάλλοντα (περίπτ. στ’ άρθρου 17 του ν.2238/1994) (σχετ. 1108739/1772/Α0012/15.5.2002 έγγραφο)».

Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι για να μπορεί ο φορολογούμενος να επικαλεστεί δάνειο, με σκοπό να περιορίσει τη διαφορά μεταξύ συνολικού και τεκμαρτού εισοδήματος, θα πρέπει να υφίσταται συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό έγγραφο με βέβαιη χρονολογία, που να αποδεικνύει τη σύναψη δανείου. Επιπρόσθετα απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης εισαγωγής συναλλάγματος για το ποσό του δανείου, καθώς και πιστοποιητικό ευρωποίησης αν είναι σε ξένο νόμισμα.

Επειδή, στο άρθρο 65 του Ν. 4174/2013 ορίζεται ότι: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου».

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής προσκόμισε τα εξής:

Α) Η από 2017 συμφωνία ταμειακής διευκόλυνσης (δανείου), ποσού 23.275,00€ που φέρεται να καταρτίστηκε στην Λευκωσία Κύπρου μεταξύ της προσφεύγουσας και των δανειστριών και (κατοίκων Λευκωσίας). Η εν λόγω συμφωνία φέρει βέβαιη χρονολογία την 12.02.2019 (ημερομηνία θεώρησής του από πιστοποιούντα υπάλληλο της Κυπριακής Δημοκρατίας).

Β) Την από 03.03.2017 και με αριθμό παραγγελία αυτοκινήτου της εταιρίας πώλησης αυτοκινήτων « ».

Γ) Την με ημερομηνία 23.03.2017 τραπεζική εντολή εμβάσματος ποσού 23.275,00€ από τον λογαριασμό της φερόμενης ως «δανείστριας» στη προς την δικαιούχο εταιρία πώλησης αυτοκινήτων « ».

Επειδή, από τα προσκομισθέντα δεν αποδεικνύεται ότι το ποσό ύψους 23.275,00€, το οποίο εμβάστηκε από τον λογαριασμό της στον λογαριασμό της πωλήτριας του αυτοκινήτου, ανώνυμης εταιρίας αποτελεί προϊόν δανείου, το οποίο λήφθηκε πριν από την πραγματοποίηση της σχετικής αγοράς. Η σχετική συμφωνία ταμειακής διευκόλυνσης (δανείου) φέρει ημερομηνία θεώρησης 12.02.2019, δη μεταγενέστερη της πραγματοποιηθείσας δαπάνης αλλά και της υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2017 στις 19.07.2018 και της συνακόλουθης κλήσης της αρμόδιας φορολογικής αρχής για προσκόμιση των δικαιολογητικών στην Δ.Ο.Υ.

Κατόπιν των ανωτέρω ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί ύπαρξης δανείου, νομίμως αποδεικνυόμενου με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας, το οποίο καταρτίστηκε πριν την πραγματοποίηση της δαπάνης απορρίπτεται ως αναπόδεικτος.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό

Επειδή, η δημόσια διοίκηση δεσμεύεται από την αρχή της νομιμότητας, όπως αυτή καθιερώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 2, 43, 50, 82, 83 και 95 & 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 8721/1992, ΣτΕ 2987/1994), και η οποία συνεπάγεται ότι η διοίκηση οφείλει ή μπορεί να προβαίνει μόνο σε ενέργειες που προβλέπονται και επιβάλλονται ή επιτρέπονται από τους κανόνες που θεσπίζουν το Σύνταγμα, οι νομοθετικές πράξεις, οι διοικητικές κανονιστικές πράξεις, που έχουν εκδοθεί βάσει νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθώς και από κάθε κανόνα ανώτερης ή ισοδύναμης προς αυτούς τυπικής ισχύος.

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 9§2 του Ν. 4174/2013 οι ερμηνευτικές εγκύκλιοι είναι δεσμευτικές για τη Φορολογική Διοίκηση, έως ότου ανακληθούν ρητά ή τροποποιηθούν, λόγω αλλαγής της νομοθεσίας.

Επειδή, σε κάθε περίπτωση, ο έλεγχος της συνταγματικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87 παρ. 2 και 93 παρ.4 του Συντάγματος, ανήκει στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων.

Επειδή, εν προκειμένω η φορολογική αρχή για τον προσδιορισμό του φόρου εφάρμοσε τις ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 30-34 του Ν. 4172/2013, καθώς και τις σχετικές εγκυκλίους.

Ως εκ τούτου ο ισχυρισμός ότι ο προσδιορισμός φόρου βάσει της προστιθέμενης διαφοράς αντικειμενικών δαπανών αντιβαίνει στις αρχές της νομιμότητας και βεβαιότητας του φόρου και της χρηστής διοίκησης, κρίνεται ότι προβάλλεται αλυσιτελώς και απορρίπτεται.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της υπ’ αριθ. πρωτ. …2019 ενδικοφανούς προσφυγής της …, με Α.Φ.Μ

Οριστική φορολογική υποχρέωση υπόχρεης- καταλογιζόμενα ποσά με βάση την παρούσα απόφαση:

Υπ’ αριθ. ειδοποίησης πράξη διοικητικού προσδιορισμού φόρου της Α.Α.Δ.Ε. φορολογικού έτους 2017 Ποσό πληρωμής: 9.009,18€

Το παραπάνω ποσό βεβαιώθηκε με την υπ’ αρ. ειδοποίησης και ημερομηνία έκδοσης 2019 πράξη διοικητικού προσδιορισμού έτους 2017 (ΑΧΚ ) της Α.Α.Δ.Ε.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Δ.ΑΣΦ. 535/1262030/2019 Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2874/2000

ΘΕΜΑ: «Προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 2874/2000».

ΣΧΕΤ.: Οι υπ. αριθμ. 65/2001, 95/2001 εγκύκλιοι τ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., και τα υπ. αριθμ. Σ40/οικ./66/7-7-2004, Α23/593/17-6-2004, και Α23/593/06-07-2009 Γενικά Έγγραφα του τ. Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..

Με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.2874/2000 καθώς και των υπ. αριθμ. 30274/2001 (ΦΕΚ 323/27.3.2001 τ.Β’) και Φ21/οικ. 1177/2001 (ΦΕΚ 709/6.6.2001 τ.Β’ ) Υπουργικών Αποφάσεων, δόθηκε η δυνατότητα σε μακροχρόνια ανέργους ασφαλισμένους του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, να συνεχίσουν προαιρετικά την ασφάλιση τους προκειμένου να θεμελιώσουν δικαίωμα πλήρους σύνταξης. Βασική προϋπόθεση είναι, κατά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος, να υπολείπονται μέχρι πέντε χρόνια προκειμένου να θεμελιώσουν το δικαίωμα αυτό. Η καταβολή των εισφορών βαρύνει τον κλάδο του ΟΑΕΔ με την επωνυμία ΛΑΕΚ «Λογαριασμός για την απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση».

Μετά την ισχύ των διατάξεων του Ν. 4387/2016, και δεδομένων των αλλαγών που έχουν επέλθει – μεταξύ άλλων- στα όρια ηλικίας που απαιτούνται για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος πλήρους σύνταξης παρέχονται οδηγίες σχετικά με την ισχύ των διατάξεων του Ν. 2874/2000 και τις ηλικιακές προϋποθέσεις των προσώπων που επιθυμούν να ενταχθούν στις διατάξεις αυτές:

Α. Με το αριθμ. Φ.10141/37823/1545(2017) έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 Ν. 2874/2000 (προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης των μακροχρόνια ανέργων), δεν επηρεάζονται από τον Ν. 4387/2016, και ειδικότερα από τα άρθρα 1834 παρ. 2 και 37 αυτού, καθόσον αποτελούν ειδικές διατάξεις νόμων. 

Επομένως οι ανωτέρω διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ψήφιση του Ν. 4387/2016.

Β. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με τον Ν. 4093/2012 και το άρθρο 2, παρ. Ε, υποπαρ. Ε3 του Ν. 4336/2015 σε συνδυασμό με την αρ. Φ11321/οικ.47523/1570/23.10.2015 Υπουργική Απόφαση και το αρ. πρωτ. Φ.80000/54411/1797/30.11.2015 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, οι άνδρες και γυναίκες ασφαλισμένοι/ες του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πριν και μετά την 01/01/1993, δικαιούνται πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος α) στο 67ο έτος της ηλικίας τους εφόσον έχουν πραγματοποιήσει 4.500 ημέρες ασφάλισης, και β) στο 62ο έτος της ηλικίας τους εφόσον έχουν πραγματοποιήσει 4.500 ημέρες ασφάλισης εκ των οποίων 3.600 ημέρες σε ειδικότητες που καλύπτονται από τον «Κανονισμό περί Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων» και 1000 τουλάχιστον ημέρες ασφάλισης στον ως άνω Κανονισμό κατά την τελευταία 13ετία πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας ή πριν την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση για τους παλαιούς/ες ασφαλισμένους/ες και 3.375 ημέρες σε ειδικότητες που καλύπτονται από τον «Κανονισμό περί Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων» για τους νέους/ες ασφαλισμένους/ες (αριθμ. πρωτ. Σ40/42/1134132/25-9-2019 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων).

Κατόπιν τούτου, τα όρια ηλικίας που πρέπει να έχουν συμπληρώσει οι ασφαλισμένοι, προκειμένου να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000 είναι:

– Θεμελίωση, εκτός των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, το 62ο έτος (παλαιοί – νέοι),

– Θεμελίωση σύμφωνα με τον Κανονισμό των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων το 57ο έτος.

Τα ανωτέρω αφορούν άνδρες και γυναίκες.

Ως προς τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι ασφαλισμένοι προκειμένου να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000 δεν έχουν επέλθει αλλαγές.

Για την ενιαία εφαρμογή από τις Υπηρεσίες Ε.Φ.Κ.Α. που διαχειρίζονται αιτήσεις προαιρετικής ασφάλισης μακροχρόνια ανέργων σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2874/2000 παρέχονται οι πιο κάτω οδηγίες:

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το μέτρο αφορά ασφαλισμένους α) του τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και β) των Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης μισθωτών, οι οποίοι είναι ασφαλισμένοι για κύρια σύνταξη στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ

1. Να είναι άνεργοι επί τουλάχιστον 12 συνεχείς μήνες, εξακολουθούν να είναι άνεργοι και κατέχουν κάρτα ανεργίας ανανεούμενη.

2. Να πληρούν, τα προαναφερόμενα, κατά περίπτωση όρια ηλικίας.

3. Κατά την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση να μην είναι ανάπηροι κατά την έννοια του άρθρου 28 παρ. 5 στοιχ. β του ΑΝ 1846/1951, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 1 περ. 5β του Ν. 1902/1990, δηλ. να μην έχουν ασφαλιστική αναπηρία άνω του 67%.

4. Ο υπολειπόμενος χρόνος για την συμπλήρωση του ελάχιστου αριθμού ημερών ασφάλισης για την θεμελίωση πλήρους συνταξιοδοτικού δικαιώματος λόγω γήρατος στο τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή τ.ΙΚΑ-ΤΕΑΜ να μην υπερβαίνει τα 5 χρόνια (1500 ήμερες).
Στον συνολικά πραγματοποιηθέντα στο τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ΙΚΑ-ΤΕΑΜ χρόνο ασφάλισης, συνυπολογίζονται:
– ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση άλλου ασφαλιστικού φορέα, αρκεί να είναι το τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ τελευταίος φορέας.
– ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης.
– κάθε χρόνος που συνυπολογιζόταν για την υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση του άρθρου 41 του Α.Ν. 1846/1951 (Γεν. Εγγραφο Α23/590/31.1.1984 και Εγκ. 12/1992).

ΚΛΑΔΟΙ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Η ασφάλιση μπορεί να γίνει:
– είτε στον κλάδο Σύνταξης του τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ – είτε στον κλάδο τ.ΙΚΑ-ΤΕΑΜ, υπό την προϋπόθεση ότι έχει γίνει υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση με τις ίδιες διατάξεις και στον κλάδο Σύνταξης του τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Όμως, εάν τυχόν συμπληρωθεί ο αριθμός ημερών ασφάλισης ο απαραίτητος στον κλάδο Σύνταξης του τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ για θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, είναι δυνατή η συνέχιση της προαιρετικής ασφάλισης μόνο στον κλάδο τ. ΙΚΑ-ΤΕΑΜ μέχρι την συμπλήρωση και σ’ αυτόν του υπολειπόμενου χρόνου. Σε περίπτωση που έχει χωρήσει ασφάλιση σε περισσότερους του ενός οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης, προαιρετική με τις παρούσες διατάξεις είναι δυνατή μόνο σε ένα φορέα.

Για να είναι δε το τ.ΙΚΑ-ΤΕΑΜ αρμόδιος φορέας, πρέπει να είναι και τελευταίος. Προαιρετική ασφάλιση στον κλάδο βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων δεν είναι επιτρεπτή.

ΕΙΣΦΟΡΕΣ


Οι εισφορές βαρύνουν εξ ολοκλήρου τον ΛΑΕΚ. Βάση υπολογισμού των εισφορών είναι η ασφαλιστική κλάση, στην οποία κατατάσσεται ο αιτών κατά την υποβολή της αίτησης, με βάση τις αποδοχές της ημέρας διακοπής της εργασίας του, προσαυξημένες με την αναλογία Δ.Π. ή Δ.Χ. και Ε.Α.

Η κλάση κατάταξης δεν μπορεί να είναι χαμηλότερη της κλάσης στην οποία εμπίπτει κάθε φορά το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.

Ειδικά για τους «νέους» ασφαλισμένους (τα πρόσωπα που υπήχθησαν στην ασφάλιση μετά την 1/1/93), βάση υπολογισμού των εισφορών είναι ο μέσος όρος του μισθού του τελευταίου έτους πριν από την διακοπή της υποχρεωτικής ασφάλισης. Το άθροισμα δηλ. των αποδοχών του τελευταίου 12μήνου προσαυξημένων με τα Δ.Χ. και Δ.Π. καθώς και Ε.Α. θα διαιρείται με τον αριθμό των ημερών ασφάλισης του ως άνω 12μήνου, προκειμένου να ευρεθεί το μέσο ημερομίσθιο και αυτό θα πολλαπλασιάζεται επί 25 για να ευρεθεί ο μέσος όρος του μισθού του 12μήνου.

ΔΙΑΡΚΕΙΑ

Η διάρκεια της συγκεκριμένης προαιρετικής ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε (5) χρόνια από την ημερομηνία ένταξης σ’ αυτήν. Η προαιρετική ασφάλιση αρχίζει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

ΛΗΞΗ

Λήξη της προαιρετικής ασφάλισης επέρχεται με οποιονδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:
– με την συμπλήρωση του ελάχιστου αριθμού ημερών ασφάλισης για την θεμελίωση δικαιώματος πλήρους σύνταξης γήρατος στο τ.ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή στο τ.ΙΚΑ- ΕΤΕΑΜ.
– με γραπτή δήλωση του ασφαλισμένου ότι επιθυμεί την διακοπή της προαιρετικής ασφάλισης του.
– με την συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας αορίστου χρόνου.
– με τον θάνατο του ασφαλισμένου.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ

Αναστολή επέρχεται ως εξής:
– με την ανάληψη εργασίας ασφαλιστέας σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης.
– με την συνταξιοδότηση λόγω αναπηρίας ορισμένου χρόνου.

Σημειώνεται ότι σε περίπτωση αναστολής λόγω ανάληψης εργασίας, δεν απαιτείται παρέλευση νέου 12μήνου ανεργίας, αλλά μετά την διακοπή της εργασίας συνεχίζεται η αρξαμένη προαιρετική ασφάλιση.

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

Η υπαγωγή γίνεται με αίτηση του ανέργου στο Υποκ/μα του τόπου κατοικίας του υποβάλλοντας :
– τα Ασφαλιστικά του βιβλιάρια ή και βεβαίωση χρόνου από άλλο φορέα
– Υπεύθυνη δήλωση ότι ο αιτών δεν έχει άλλο χρόνο ασφάλισης εκτός αυτού που περιέχεται στα προσκομισθέντα βιβλιάρια ή τις βεβαιώσεις άλλων φορέων και
– Βεβαίωση του ΟΑΕΔ ότι ο αιτών είναι εγγεγραμμένος στα Μητρώα του επί ένα συνεχές 12μηνο πριν την υποβολή της αίτησής του για υπαγωγή στην προαιρετική ασφάλιση, ότι κατέχει κάρτα ανεργίας ανανεούμενη (κατά το ίδιο χρονικό διάστημα) και πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 10 του Ν. 2874/2000.

Η ανωτέρω διαδικασία παρακολουθείται μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος ΟΠΣ/ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.

Κατόπιν τούτου, παρακαλούνται τα Υποκαταστήματα Μισθωτών του Ε.Φ.Κ.Α., τα οποία δεν είχαν διεκπεραιώσει αντίστοιχα αιτήματα, αναμένοντας οδηγίες από την Διεύθυνσή μας, να προβούν στην διεκπεραίωση αυτών.

Του παρόντος να λάβει γνώση το προσωπικό των Υπηρεσιών με ευθύνη των Προϊσταμένων Διευθύνσεων και Τμημάτων.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Άρειος Πάγος 831/2019 Επιχειρησιακή συνήθεια – Αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών – Όροι ΣΣΕ

Απόφαση 831 / 2019

(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη


Επειδή, από τη γενική αρχή της προστασίας των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ των τελευταίων δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση συλλογικής συμβάσεως εργασίας και ατομικής συμβάσεως αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (νόμου, συλλογικής συμβάσεως, ατομικής συμβάσεως, κανονισμού).

Με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, που καθιέρωσε αρχικά το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2329/1955 (που ίσχυσε μέχρι την 8-5-1990) και στη συνέχεια το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 680 Α.Κ. οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Ολ. ΑΠ 1/2007). Επίσης, οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990). Οι όροι εργασίας όμως που ρυθμίζονται με ΣΣΕ-ΔΑ ή από το νόμο, μπορούν να τροποποιούνται με νεότερη ΣΣΕ του αυτού είδους και πεδίου ισχύος ή νεότερο νόμο, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, διότι κατά τη διαδοχή δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, αλλά η αρχή της τάξεως, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση κατά την οποία με ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ ή του ευνοϊκότερου νόμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 του ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, που βλάπτει υλικά ή ηθικά το μισθωτό, του παρέχει το δικαίωμα, αν δεν αποδεχθεί τη μεταβολή να τη θεωρήσει ως άτυπη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει από τον εργοδότη τη νόμιμη αποζημίωση για απροειδοποίητη καταγγελία της συμβάσεως ή να εμμείνει στους αρχικούς όρους της συμβάσεως, αξιώνοντας την τήρησή τους. Ο εργοδότης όμως μπορεί να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της παροχής εργασίας, ακόμη και σε βάρος του μισθωτού, όταν το δικαίωμα αυτό παρέχεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου ή συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση όμως που η μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος.

Περαιτέρω, η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο της επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε, χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζόμενους, παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής.

Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζόμενους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας (γενικής αρχής της ισότητας) αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, ο οποίος επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή, που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική.

Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση, κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους, που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Πρέπει, όμως, η εν λόγω παροχή να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει χορηγηθεί με νόμιμο τρόπο. Διαφορετικά δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Ακόμη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 Α.Κ. και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., επιβάλλει ισότητα αμοιβής μεταξύ εργαζομένων, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες, συνακόλουθα δε παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη του την παροχή, την οποία καταβάλλει οικειοθελώς (βάσει συμβατικής ρυθμίσεως) σε άλλο εργαζόμενο, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δίκαιη και εύλογη. Για την εφαρμογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχει οικειοθελή χαρακτήρα αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόμιμα. Η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους μισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν, διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν μπορεί να αξιωθεί (ΑΠ 334/2013, ΑΠ 431/2011).

Περαιτέρω δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και οι μεμονωμένοι εργοδότες έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στα πλαίσια των διατάξεων αυτών, οι νόμιμοι εκπρόσωποι του … και της …, μετά από διαπραγματεύσεις, υπέγραψαν την Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας [ΕΣΣΕ] έτους 1993, η οποία κατατέθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών στις 6-8-1993 και μετά από προηγούμενη έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Δυνάμει της ως άνω Συμβάσεως, συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτοί οι όροι του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993 (αριθμ. …49/27.7.1993), το οποίο εφαρμόσθηκε στο Τακτικό Προσωπικό του Δικτύου [Μόνιμο και Δόκιμο] από 1η Ιουλίου 1993. Συνεπεία όλων αυτών των όρων, προϋποθέσεων και διατάξεων του ενιαίου Μισθολογίου, όλο το προσωπικού του Κλάδου Ελιγμών εντάχθηκε από 1-7-1993 στην μισθολογική κατηγορία της Υποχρεωτικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης [ΥΕ]. Εξάλλου, με την καθιέρωση Νέου … που κυρώθηκε με τον νόμο 2671/1998- ΦΕΚ 289/28.12.1998 και δυνάμει του άρθρου 68 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι “οι αποδοχές του Προσωπικού καθορίζονται με βάση την ισχύουσα, κάθε φορά, Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας [άρθρο 68 παρ. 1]. Με το άρθρο δε 18 αυτού ορίζεται ως ειδικό προσόν πρόσληψης στον κλάδο προσωπικού Ελιγμών ο απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτόν. Με την ΕΣΣΕ έτους 1999- άρθρο ΙΙ-ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ παράγραφος 2 : “Στο τέλος του εδαφίου ιδ της παραγράφου 1 τον άρθρου 18 του ΓΕΚΑΠ προστέθηκε η εξής παράγραφος 2 “Στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών μπορούν να προσληφθούν και οι κατέχοντες απολυτήριο Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζόμενης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων ή Τεχνικού ή Επαγγελματικού Λυκείου ή Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζομένης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων ή εξαταξίου γυμνασίου”. Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ως άνω Ν. 2671/ 1998 ορίζεται ότι, “1. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καταργείται κάθε διάταξη νόμου, κανονισμού εργασίας (ΓΕΚΑΠ, ΚΩΕΑΠ, ΚΔΑ) με ισχύ νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όροι επιχειρησιακών συλλογικών συμφωνιών, αποφάσεις της Διοίκησης του Οργανισμού ή των εντεταλμένων οργάνων του και πρακτική, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αντίκειται ρητά και ειδικά στις διατάξεις του”, ενώ με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12 -1998). Εν συνεχεία δυνάμει της ΕΣΣΕ έτους 2005 όσοι από το Προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών κατείχαν Απολυτήριο Λυκείου η Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάχθηκαν στην μισθολογική κατηγορία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] από 1-8-2005. Ειδικότερα, η από 19.9.2005 ΕΣΣΕ, στην παράγραφο Ι – άρθρο 9 αυτής ορίζει ότι “Από 1.8.2005 Προσωπικό του Κλάδου Προσωπικού Ελιγμών το οποίο κατέχει Απολυτήριο Λυκείου ή Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάσσεται στη μισθολογική κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] τροποποιούμενης στο σημείο αυτό της περιπτώσεως β της παραγράφου 4 του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993”. Με την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας έτους 2011, το προσωπικό του ΟΣΕ κατατάχθηκε από 1.6.2011 σε ανάλογη κατηγορία [ΥΕ, ΜΕ, ΠΕ4 ΚΑΙ ΠΕ5] με βάση τα προσόντα του, εφόσον το πτυχίο που διέθετε περιλαμβανόταν στις προϋποθέσεις για την απασχόληση στην θέση που κατείχε στις 31.12.2010. Ειδικότερα, η από 23.03.2011 ΕΣΣΕ στο άρθρο 2 παράγραφοι 1-6 αυτής, ορίζει τα εξής: “Εφόσον περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την απασχόληση του στη θέση που κατέχει στις 31/12 κάθε ημερολογιακού έτους, το Πτυχίο κάθε Εργαζομένου προσδιορίζει την Κατηγορία που κατατάσσεται την 1/1 του επόμενου ημερολογιακού έτους, ως εξής: Κατηγορία ΥΕ: απολυτήριο Γυμνασίου η ισότιμο, Κατηγορία ΜΕ: απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμο ,Κατηγορία ΠΕ 4: πτυχίο ΑΕΙ Ή ΤΕΙ ή ισότιμο (4ετούς φοίτησης), Κατηγορία ΠΕ5: πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή ισότιμο (5 έτους φοίτησης) .

Αριθμός 831/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου – Εισηγήτρια και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.

Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της …….., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Γ. του Μ., 2)Δ. Γ. του Ε., 3)Χ. Δ. του Σ., 4)Ι. Δ. του Η., 5)Δ. Θ. του Π., 6)Β. Κ. του Γ., 7)Χ. Κ. του Ν., 8)Α. Κ. του Ι., 9)Σ. Κ. του Ν., 10)Χ. Κ. του Δ., 11)Α. Κ. του Ε., 12)Κ. Λ. του Γ., 13)Γ. Μ. του Δ., 14)Ε. Μ. του Α., 15)Ν. Ν. του Μ., 16)Δ. Ν. του Χ., 17) Α. Ν. του Ν., 18)Ν. Π. του Α., 19)Γ. Π. του Ε., 20)Ν. Π. του Β., 21)Κ. Ρ. του Ε., 22)Κ. Σ. του Β., 23)Κ. Σ. του Ι., 24)Ι. Τ. του Κ., 25)Β. Φ. του Δ., 26)Γ. Χ. του Π., 27)Β. Α. του Ε., 28)Θ. Α. του Ι., 29)Δ. Δ. του Γ., 30)Γ. Κ. του Κ., 31)Π. Σ. του Ε. και 32)Δ. Τ. του Θ., όλων πλην του 9ου κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους ………., η οποία δήλωσε ότι ο 9ος (Σ. Κ.) απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους α) Φ. χήρα Σ. Κ., το γένος Α. Κ., β)Ν. Κ. του Σ. και γ) Μ. Κ. του Σ., …, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια, που κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/12/2014 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 119/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 11289/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 11/1/2018 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


1. Με την από 11-1-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 11289/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντος ως Εφετείου), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της 119/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση, απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας, και επικυρώθηκε η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλει σε καθένα τους τα ποσά που εκεί αναφέρονται, νομιμότοκα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).

2. Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, εκ των οποίων ο 9ος απεβίωσε και νομίμως συνεχίζουν τη δίκη, με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της παρούσας, οι κληρονόμοι του α)Φ. χήρα Σ. Κ., β) Ν. Κ. και γ)Μ. Κ., με αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εξέθεταν ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα στις αναφερόμενες ημερομηνίες και με την αναφερόμενη ειδικότητα, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και εντάχθηκαν στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών και στη μισθολογική κατηγορία προσωπικού Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), στον οποίο εντάσσονταν μόνο οι κατέχοντες απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αμειβόμενοι με τα προβλεπόμενα από τον …… Ότι βάσει του νέου μισθολογικού συστήματος έτους 1993, στο οποίο υπήχθη από 1.7.1993 το τακτικό προσωπικό του ….., η κατοχή ανώτερων τυπικών προσόντων από τα απαιτούμενα για την πρόσληψη στον κλάδο ΥΕ δεν λαμβάνονταν υπόψη για την κατάταξη του στα μισθολογικά κλιμάκια, ωστόσο, με την από 9.6.1999 ΣΣΕ διευρύνθηκαν τα τυπικά προσόντα για την πρόσληψη στον ως άνω κλάδο, κι έτσι εντάχθηκαν σε αυτόν και εργαζόμενοι κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού λυκείου αναλόγου ειδικότητας, οι οποίοι όμως βάσει της περ. β’ της παρ. 4 του νέου μισθολογικού συστήματος έτους 1993, εντάχθηκαν στην κατηγορία προσωπικού ΥΕ και όχι Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ). Ότι με την από 19.5.2005 ΣΣΕ (όρος 9) τροποποιήθηκε η περ. β’ της παρ. 4 του … έτσι ώστε από 1.8.2005 όσοι από προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών κατείχαν απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμων σχολών Μέσης Εκπαίδευσης εντάχθηκαν στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Ότι έκτοτε, η εναγομένη, μη τηρώντας τη μισθολογική διάκριση μεταξύ των κατόχων απολυτηρίου 9ετούς εκπαίδευσης και των κατόχων απολυτηρίου Λυκείου, άρχισε σταδιακά, χωρίς κριτήρια και με αδιαφανείς διαδικασίες των Οργάνων της, να εντάσσει στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ και εργαζομένους της που δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου, επικύρωσε δε την παραπάνω τακτική της με την παρ. 6 του άρθρου 2 της κανονιστικής διάταξης της από 23.3.2011 ΣΣΕ, σύμφωνα με την οποία οι κάτοχοι τίτλου σπουδών ΥΕ που έως 31.12.2010 είχαν ενταχθεί στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ, διατήρησαν την ευνοϊκή κατ’ εξαίρεση υπέρ τους μεταχείριση. Ζήτησαν δε, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, που αποτελεί την αναδρομική καταβολή σε αυτούς των επιδίκων ποσών που αντιστοιχούν στις διαφορές επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των ετών 2008-2012 νομιμότοκα, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, κυρίως προς αποκατάσταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της συνταγματικής αρχής της ισότητας, εφόσον από το έτος 2005 και εντεύθεν υφίστανται αδικαιολόγητη μισθολογική διάκριση σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, που εντάχθηκαν στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ, ενώ και οι ίδιοι έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 119/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να καταβάλει σε καθένα ενάγοντα τα ποσά που εκεί αναφέρονται αναλυτικά νομιμότοκα. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση η εναγομένη και επ’αυτής εκδόθηκε η προσβαλλομένη 11289/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών(που δίκασε ως Εφετείο), η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της (εναγομένης), επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια άνω απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής του άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης η εναγομένη-αναιρεσείουσα.

3. Επειδή, από τη γενική αρχή της προστασίας των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ των τελευταίων δεν εφαρμόζεται μόνο στη σχέση συλλογικής συμβάσεως εργασίας και ατομικής συμβάσεως αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την εργασιακή σχέση (νόμου, συλλογικής συμβάσεως, ατομικής συμβάσεως, κανονισμού). Με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, που καθιέρωσε αρχικά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2329/1955 (που ίσχυσε μέχρι την 8-5-1990} και στη συνέχεια το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 680 Α.Κ. οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Ολ. ΑΠ 1/2007). Επίσης, οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990). Οι όροι εργασίας όμως που ρυθμίζονται με ΣΣΕ-ΔΑ ή από το νόμο, μπορούν να τροποποιούνται με νεότερη ΣΣΕ του αυτού είδους και πεδίου ισχύος ή νεότερο νόμο, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, διότι κατά τη διαδοχή δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, αλλά η αρχή της τάξεως, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση κατά την οποία με ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ ή του ευνοϊκότερου νόμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, που βλάπτει υλικά ή ηθικά το μισθωτό, του παρέχει το δικαίωμα, αν δεν αποδεχθεί τη μεταβολή να τη θεωρήσει ως άτυπη καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει από τον εργοδότη τη νόμιμη αποζημίωση για απροειδοποίητη καταγγελία της συμβάσεως ή να εμμείνει στους αρχικούς όρους της συμβάσεως, αξιώνοντας την τήρησή τους. Ο εργοδότης όμως μπορεί να μεταβάλει μονομερώς τους όρους της παροχής εργασίας, ακόμη και σε βάρος του μισθωτού, όταν το δικαίωμα αυτό παρέχεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη νόμου ή συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση όμως που η μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Περαιτέρω, η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο της επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε, χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζόμενους, παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζόμενους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας (γενικής αρχής της ισότητας) αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, ο οποίος επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή, που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση, κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή και σε εκείνους, που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Πρέπει, όμως, η εν λόγω παροχή να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει χορηγηθεί με νόμιμο τρόπο. Διαφορετικά δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι ισότητα στην παρανομία δεν νοείται. Ακόμη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288 Α.Κ. και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., επιβάλλει ισότητα αμοιβής μεταξύ εργαζομένων, που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες, συνακόλουθα δε παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη του την παροχή, την οποία καταβάλλει οικειοθελώς (βάσει συμβατικής ρυθμίσεως) σε άλλο εργαζόμενο, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δίκαιη και εύλογη. Για την εφαρμογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχει οικειοθελή χαρακτήρα αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόμιμα. Η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους μισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν, διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν μπορεί να αξιωθεί (ΑΠ 334/2013, ΑΠ 431/2011).

4. Περαιτέρω δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και οι μεμονωμένοι εργοδότες έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στα πλαίσια των διατάξεων αυτών, οι νόμιμοι εκπρόσωποι του … και της …, μετά από διαπραγματεύσεις, υπέγραψαν την Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας [ΕΣΣΕ] έτους 1993, η οποία κατατέθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών στις 6-8-1993 και μετά από προηγούμενη έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Δυνάμει της ως άνω Συμβάσεως, συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτοί οι όροι του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993 (αριθμ. …49/27.7.1993), το οποίο εφαρμόσθηκε στο Τακτικό Προσωπικό του Δικτύου [Μόνιμο και Δόκιμο] από 1η Ιουλίου 1993. Συνεπεία όλων αυτών των όρων, προϋποθέσεων και διατάξεων του ενιαίου Μισθολογίου, όλο το προσωπικού του Κλάδου Ελιγμών εντάχθηκε από 1-7-1993 στην μισθολογική κατηγορία της Υποχρεωτικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης [ΥΕ]. Εξάλλου, με την καθιέρωση Νέου … που κυρώθηκε με τον νόμο 2671/1998- ΦΕΚ 289/28.12.1998 και δυνάμει του άρθρου 68 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι “οι αποδοχές του Προσωπικού καθορίζονται με βάση την ισχύουσα, κάθε φορά, Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις διατάξεις της Εργατικής Νομοθεσίας [άρθρο 68 παρ. 1]. Με το άρθρο δε 18 αυτού ορίζεται ως ειδικό προσόν πρόσληψης στον κλάδο προσωπικού Ελιγμών ο απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτόν. Με την ΕΣΣΕ έτους 1999- άρθρο ΙΙ-ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ παράγραφος 2 : “Στο τέλος του εδαφίου ιδ της παραγράφου 1 τον άρθρου 18 του ΓΕΚΑΠ προστέθηκε η εξής παράγραφος 2 “Στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών μπορούν να προσληφθούν και οι κατέχοντες απολυτήριο Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζόμενης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων ή Τεχνικού ή Επαγγελματικού Λυκείου ή Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζομένης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων ή εξαταξίου γυμνασίου”. Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ως άνω Ν. 2671/ 1998 ορίζεται ότι, “1. Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καταργείται κάθε διάταξη νόμου, κανονισμού εργασίας (ΓΕΚΑΠ, ΚΩΕΑΠ, ΚΔΑ) με ισχύ νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όροι επιχειρησιακών συλλογικών συμφωνιών, αποφάσεις της Διοίκησης του Οργανισμού ή των εντεταλμένων οργάνων του και πρακτική, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που αντίκειται ρητά και ειδικά στις διατάξεις του”, ενώ με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12 -1998). Εν συνεχεία δυνάμει της ΕΣΣΕ έτους 2005 όσοι από το Προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών κατείχαν Απολυτήριο Λυκείου η Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάχθηκαν στην μισθολογική κατηγορία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] από 1-8-2005. Ειδικότερα, η από 19.9.2005 ΕΣΣΕ, στην παράγραφο Ι – άρθρο 9 αυτής ορίζει ότι “Από 1.8.2005 Προσωπικό του Κλάδου Προσωπικού Ελιγμών το οποίο κατέχει Απολυτήριο Λυκείου ή Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάσσεται στη μισθολογική κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] τροποποιούμενης στο σημείο αυτό της περιπτώσεως β της παραγράφου 4 του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993”. Με την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας έτους 2011, το προσωπικό του ΟΣΕ κατατάχθηκε από 1.6.2011 σε ανάλογη κατηγορία [ΥΕ, ΜΕ, ΠΕ4 ΚΑΙ ΠΕ5] με βάση τα προσόντα του, εφόσον το πτυχίο που διέθετε περιλαμβανόταν στις προϋποθέσεις για την απασχόληση στην θέση που κατείχε στις 31.12.2010. Ειδικότερα, η από 23.03.2011 ΕΣΣΕ στο άρθρο 2 παράγραφοι 1-6 αυτής, ορίζει τα εξής: “Εφόσον περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την απασχόληση του στη θέση που κατέχει στις 31/12 κάθε ημερολογιακού έτους, το Πτυχίο κάθε Εργαζομένου προσδιορίζει την Κατηγορία που κατατάσσεται την 1/1 του επόμενου ημερολογιακού έτους, ως εξής: Κατηγορία ΥΕ: απολυτήριο Γυμνασίου η ισότιμο, Κατηγορία ΜΕ: απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμο ,Κατηγορία ΠΕ 4: πτυχίο ΑΕΙ Ή ΤΕΙ ή ισότιμο (4ετούς φοίτησης), Κατηγορία ΠΕ5: πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή ισότιμο (5 έτους φοίτησης).
1. Για τις ανάγκες της παρούσας ως Πτυχίο νοείται κάθε τίτλος σπουδών σχολείου (δημοτικού, Γυμνασίου ή Λυκείου) ή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής (ή κατά νόμο αναγνωρισμένος ως ισότιμος αυτού), που ο Εργαζόμενος κατέχει και έχει καταθέσει μέχρι τις 31/12 κάθε προηγούμενου ημερολογιακού έτους στην αρμόδια για το Ανθρώπινο δυναμικό Λειτουργική Μονάδα της Εταιρείας. Όπως και κάθε άλλη, προβλεπόμενη, στην παρούσα κατάθεση εγγράφου, η κατάθεση αυτή αποδεικνύεται μόνο με έγγραφη και ενυπόγραφη βεβαίωση κατάθεσης της παραπάνω Λειτουργικής Μονάδας, αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου.
2. Για την κατάταξη σε Κατηγορία, λαμβάνεται υπόψη μόνον ένα Πτυχίο ανά Εργαζόμενο, το εκάστοτε υψηλότερο κατατεθέν κατά την προηγούμενη παράγραφο. 3. Πτυχίο, η κτήση του οποίου δεν περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την κατάληψη της θέσης όπου ασχολείται ο Εργαζόμενος, δεν λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό της Κατηγορίας του.
4. Η διάκριση της παρ. 1 μεταξύ πτυχίου 4ετούς και πτυχίου δετούς φοίτησης αναφέρεται στην ελάχιστη επιτρεπτή χρονική διάρκεια κτήσης του πτυχίου.
5. Κατ’ εξαίρεση των συμφωνούμενων στο παρόν Άρθρο, εφόσον στις 31-12-2010 Εργαζόμενος στερούμενος Απολυτηρίου Λυκείου ή ισότιμου είχε παρά ταύτα ενταχθεί στην Κατηγορία ΜΕ (Μέσης Εκπαίδευσης), παραμένει σ’ αυτήν”. Η από 3-8-1993 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η από 9-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η από 19.09.2005 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και η από 23.03.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, έχουν περιβληθεί όλων των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας και έχουν αποκτήσει ισχύ νόμου. Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016).

5. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης, η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο, κρίνοντας την αγωγή (με το περιεχόμενο που αναφέρθηκε στην με αριθμό 2 σκέψη) ως νόμιμη, παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και δη το άρθρο 10 παρ. 1 του ν.δ. 532/1972, το άρθρο 17 παρ. 2 περ. ι’ της ΚΥΑ 41342/4616 (ΦΕΚ 1168Β/27-12-1996), την ΕΣΣΕ 1993, το άρθρο 68 παρ. 1 του νέου … την ΕΣΣΕ 2005, την ΕΣΣΕ 2011 και δη τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1-6 και του άρθρου 4 παρ. 2 αυτής, την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 1876/1990, τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 3 της ΕΣΣΕ 2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3899/2010 και τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Από την επισκόπηση της προσβαλλομένης προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο δέχθηκε τα εξής: ” Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, απασχολούνται στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία “… Α.Ε.” με την αναφερόμενη στην αγωγή για τον καθένα ειδικότητα και ανήκουν στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών, έχοντας ενταχθεί στη μισθολογική κατηγορία ΥΕ ως κάτοχοι απολυτηρίου 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Με την υπ’ αριθ….49/27.7.1993 απόφαση του Γενικού Διευθυντή του …., καταρτίσθηκε το νέο μισθολογικό σύστημα στο οποίο υπήχθη το τακτικό προσωπικό της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας από 1.7.1993, με το οποίο επιχειρήθηκε η οργάνωση μισθολογίου με βάση τα τυπικά προσόντα του προσωπικού, δηλαδή υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση (ΥΕ), δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΔΕ) κλπ, να ενταχθούν οι κλάδοι, δηλαδή οι ειδικότητες, των εργαζομένων σε μισθολογικές κατηγορίες για να εξαλειφθούν ανισότητες και ενδοκλαδικές αντιθέσεις εργαζομένων με όμοια τυπικά προσόντα και διαφορετικές ειδικότητες. Ο σκοπός όμως αυτός δεν επιτεύχθηκε, καθώς στην πράξη, με αποφάσεις της Διοίκησης του …, αναβαθμίσθηκαν μισθολογικά εργαζόμενοι της μισθολογικής κατηγορίας ΥΕ σε κατηγορία ΔΕ, με αποτέλεσμα η ένταξη διαφόρων ειδικοτήτων εργαζομένων, που ανήκαν μεν σε διαφορετικούς κλάδους αλλά είχαν τα ίδια τυπικά προσόντα, να έχουν διαφορετική μισθολογική μεταχείριση. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε παράπονα σε μερίδα εργαζομένων, που ανήκαν στην κατηγορία ΥΕ, όπως οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι. Το ζήτημα αυτό μάλιστα είχε ευρέως συζητηθεί και στο σωματείο του Προσωπικού Ελιγμών … καθώς και στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών, που το υποστήριξαν με παραστάσεις στη Διοίκηση του …., η οποία πάντα υποσχόταν ότι το θέμα θα λυθεί. Όλοι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι έχουν ενταχθεί στην μισθολογική κατηγορία ΥΕ, σύμφωνα με το μισθολόγιο του 1993, διότι ανήκουν στον κλάδο Προσωπικού Ελιγμών και έχουν απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ομοίως, έχουν απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης άλλες ειδικότητες εργαζομένων, οι οποίοι ανήκουν στον κλάδο τεχνιτών μηχανοστασίων – εργοστασίων, ο οποίος εντάσσεται στην κατηγορία ΔΕ και αμείβονται με το μισθολόγιο της κατηγορίας αυτής ως εάν να ήταν κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι όλοι οι παραπάνω εργαζόμενοι, μετά την πρόσληψη τους στον …, εκπαιδεύονται κατάλληλα για να εκτελέσουν τα καθήκοντα του κλάδου, δηλαδή της ειδικότητάς τους, χωρίς η εκπαίδευση αυτή να αποτελεί προσόν μισθολογικής προαγωγής, ένταξης ή αναβάθμισης. Η άνιση αυτή μεταχείριση των εργαζομένων στον … με τυπικό προσόν την 9ετή υποχρεωτική εκπαίδευση, εξουδετέρωσε στην πράξη τη μισθολογική κατηγορία ΥΕ και έκανε ενιαία τη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, η οποία πλέον περιέχει εργαζομένους διαφόρων ειδικοτήτων, αυτών δηλαδή που το μισθολόγιο του έτους 1993 υπήγαγε στις μισθολογικές κατηγορίες ΥΕ και ΔΕ. Ενδεικτικά στους εργαζομένους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι τεχνίτες Δ. Μ., Ι. Μ., Γ. Β., Γ. Κ. και Α. Ρ., ο οποίος έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί, οι οποίοι έχουν τυπικό προσόν 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης και παρά ταύτα αντί να ανήκουν στη μισθολογική κατηγορία ΥΕ, όπως οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ήταν και είναι έως σήμερα ενταγμένοι στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, χωρίς να διαθέτουν το εκεί απαιτούμενο τυπικό προσόν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως συνομολογεί και η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, το Δ.Σ. της … είχε τη δυνατότητα να προβαίνει μονομερώς και προς όφελος των εργαζομένων, δηλαδή χωρίς σύναψη ΕΣΣΕ στην τροποποίηση διατάξεων του νέου μισθολογικού συστήματος του 1993. Στα πλαίσια δε αυτής της δυνατότητας, προέκυψαν και οι δυσμενείς αυτές διακρίσεις με την αναβάθμιση κλάδων εργαζομένων στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Η δυνατότητα αυτή καταργήθηκε με τη νεότερη διάταξη του άρθρου 68 του νέου ΓΕΚΑΠ (ΦΕΚ 289Α/28.12.1998), σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο του οποίου, οι αποδοχές του προσωπικού καθορίζονταν με βάση την ισχύουσα κάθε φορά Επιχειρησιακή ΣΣΕ, την Εθνική Γενική ΣΣΕ και τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Και στον νέο ΓΕΚΑΠ, με το άρθρο 18 αυτού, το τυπικό προσόν πρόσληψης στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών εξακολούθησε να υφίσταται, ως απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτήν σχολής, δηλ. της ΥΕ. Στο εν λόγω τυπικό προσόν πρόσληψης στον συγκεκριμένο κλάδο, προστέθηκε και το απολυτήριο Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή εξαταξίου γυμνασίου κλπ, με την ΕΣΣΕ 1999. Με την ΕΣΣΕ 2005, προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών που κατείχε απολυτήριο Λυκείου ή ισοτίμων με αυτό σχολών μέσης εκπαίδευσης από 1.8.2005 εντάχθηκε στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, τροποποιούμενης στο σημείο αυτό της περ. β’ της παρ. 4 του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993. Στην από 23.3.2011 ΣΣΕ, στο άρθρο 2 είχε προβλεφθεί ότι “κατ’ εξαίρεση των συμφωνηθέντων στο παρόν άρθρο, εφόσον στις 31.12.2010 εργαζόμενος στερούμενος απολυτηρίου λυκείου ή ισοτίμου είχε παρά ταύτα ενταχθεί στην κατηγορία μέσης εκπαίδευσης (ΜΕ), παραμένει σε αυτήν”. Με βάση τα ανωτέρω, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν έχει ήδη από το 1998 τη δυνατότητα να αναβαθμίζει κλάδους εργαζομένων σε ανώτερη μισθολογική κλίμακα παρά μόνο ακολουθώντας τις σχετικές ΣΣΕ, και ότι πλέον με τις ΣΣΕ 2005 και 2011 ορίσθηκε ότι στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ έχουν ενταχθεί οι εργαζόμενοι του προσωπικού του Κλάδου Ελιγμών που κατείχαν απολυτήριο λυκείου, ενώ όσοι εκ των λοιπών εργαζομένων σε άλλους κλάδους αναβαθμίσθηκαν στο παρελθόν από ΥΕ σε ΔΕ χωρίς να έχουν τα τυπικά προσόντα, παραμένουν στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ, χωρίς όμως να υπάρχει πλέον δυνατότητα επέκτασης αυτής της αναβάθμισης και στους λοιπούς εργαζομένους των ιδίων τυπικών προσόντων. Ο ισχυρισμός της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ότι εφαρμόζει απλώς τις ισχύουσες ΣΣΕ χωρίς να έχει διαφορετική δυνατότητα και συνεπώς ότι εκ του λόγου αυτού δεν υπάρχει δυσμενής διάκριση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς ήδη η δυσμενής διάκριση από μέρους της έγινε με την αναβάθμιση μερικών μόνο κλάδων εργαζομένων που είχαν τα ίδια τυπικά προσόντα με άλλους, η δε αποστέρηση το 1998 της δυνατότητας λήψης τέτοιων αποφάσεων από το ΔΣ της …. δεν ανατρέπει το αρχικώς δυσμενές της διακρίσεως. Ο δε ισχυρισμός της ότι δεν μπορεί να παραβλέψει τις υποχρεωτικές γι’ αυτήν ΣΣΕ είναι απορριπτέος καθώς η πρόβλεψη της ΣΣΕ του 2011 ότι όποιος εργαζόμενος είχε ήδη ενταχθεί χωρίς τυπικά προσόντα στην ανώτερη μισθολογική κατηγορία παραμένει σε αυτήν, δηλαδή χωρίς να επανέρχεται στην κατηγορία ΥΕ από όπου είχε αναβαθμισθεί άνευ των τυπικών προσόντων στην κατηγορία ΔΕ, αλλά και χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα απάλειψης των δυσμενών διακρίσεων με την αναβάθμιση και των λοιπών εργαζομένων με τα ίδια τυπικά προσόντα, είναι άκυρη ως αντίθετη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και συνεπώς μη εφαρμοστέα ως προς τους άλλους εργαζομένους ως αντισυνταγματική. Κατ’ ακολουθίαν απορριπτέος είναι ο λόγος εφέσεως που προβάλλει η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, σύμφωνα με τον οποίο αδυνατεί να προβεί σε αναβάθμιση και των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων λόγω των κανονιστικών διατάξεων της ΣΣΕ 2011. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία ΔΕ επειδή δεν κατείχαν απολυτήριο λυκείου όπως προέβλεπε η ΣΣΕ 2005, καθώς όπως προελέχθη η αναβάθμισή τους στην κατηγορία ΔΕ πρέπει να γίνει ανεξαρτήτως του εάν κατέχουν απολυτήριο λυκείου ή όχι, στα πλαίσια της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Τέλος απορριπτέος είναι και ο λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο η απόφαση στερείται πλήρους αιτιολογίας, καθώς όπως ήδη προαναφέρθηκε μη εφαρμοστέα ως αντισυνταγματική είναι η ΣΣΕ 2011 ως προς την παραμονή στην κατηγορία ΔΕ όσων έχουν ήδη αναβαθμισθεί σε αυτήν στο παρελθόν άνευ των τυπικών προσόντων, χωρίς όμως παράλληλα τη δυνατότητα αναβάθμισης και των άλλων εργαζομένων με τα ίδια τυπικά προσόντα στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Η δε ανωτέρω άνιση μεταχείριση θα απαλειφθεί μόνο με την εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων της ΣΣΕ 2011 και για τους λοιπούς εργαζομένους, άρα και για τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους. Έτσι, καθένας από αυτούς δικαιούται να λάβει αναδρομικά για τα έτη 2008-2012 τα αιτούμενα χρηματικά ποσά, όπως τα επί μέρους κονδύλια λεπτομερώς αναφέρονται στους συνημμένους στην αγωγή πίνακες, τους οποίους δεν αμφισβητεί ειδικότερα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, νομιμοτόκως από τότε που κατέστη κάθε επί μέρους κονδύλιο απαιτητό μέχρι την εξόφληση, γενομένης δεκτής της αγωγής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης”. Μετά τις παραδοχές του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο απέρριψε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση του Ειρηνοδικείου, με την οποία είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθένα ενάγοντα τα ποσά που εκεί αναλυτικά αναφέρονται, για διαφορές επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των ετών 2008 έως 2012 προς αποκατάσταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της συνταγματικής αρχής της ισότητας.

6. Με την κρίση αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, που αναφέρονται στις με αριθμούς 3 και 4 μείζονες σκέψεις της παρούσας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 7 παρ. του ν. 1876/1990, οι κανονιστικοί όροι των Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, έχουν ουσιαστική ισχύ νόμου οι δε αποδοχές των εργαζομένων της εναγομένης, η οποία αποτελεί δημόσια επιχείρηση που ανήκει εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 1 του νέου Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ….(ΓΕΚΑΠ έτους1998), καθορίζονται με βάση τις ισχύουσες ΕΣΣΕ και τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, επειδή δε για τους εργαζομένους της στο κλάδο προσωπικού ελιγμών, όπως οι ενάγοντες, αρχικά ορίστηκε ο απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτήν κατά το άρθρο 18 του νέου ΓΕΚΑΠ, στη συνέχεια με την ΕΣΣΕ έτους 1999 προστέθηκε και το απολυτήριο Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή εξαταξίου Γυμνασίου, δυνάμει δε της ΕΣΣΕ έτους 2005, όσοι από τον κλάδο των ελιγμών κατείχαν απολυτήριο Λυκείου εντάχθηκαν από 1-8-2005 στη μισθολογική κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και με βάση τέλος την ΕΣΣΕ έτους 2011, το προσωπικό του … κατατάχθηκε από 1-6-2011 σε ανάλογη κατηγορία με βάση τα προσόντα που κατείχε στις 31-12-2010, αφού η τελευταία έχει περιβληθεί, όπως άλλωστε και οι προηγούμενες (ΕΣΣΕ), όλων των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας και έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου.
Συνεπώς, εφόσον η εναγομένη δεν ενέταξε τους ενάγοντες από 1-8-2005 στην μισθολογική κατηγορία Μέσης Εκπαίδευσης, διότι δεν διέθεταν απολυτήριο Λυκείου, (πράγμα που ισχυρίζονται στην αγωγή τους, ότι δηλαδή δεν κέκτηνται απολυτήρο Λυκείου), στην συνέχεια δεν τους ενέταξε από 1-6-2011, στην κατηγορία υπαλλήλων ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) από ΥΠ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης), διότι αυτοί δεν ενέπιπταν στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 της ΕΣΣΕ 2011 και εφόσον η εναγομένη, δεν είχε πλέον σύμφωνα με το άρθρο 17 του ως άνω Ν. 2671/1998 από τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, που άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12-1998), την εξουσία να τους υπαγάγει σε υπαλλήλους ΔΕ, καθόσον αυτοί ήσαν ΥΕ, δεν παραβίασε τις άνω διατάξεις (3ης και 4ης μείζονας σκέψης) και την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Αν η εναγομένη κατάτασσε τους ενάγοντες, μετά την ισχύ του νέου της ΓΕΚΑΠ (έτος 1998) και την ισχύ των άνω ΕΣΣΕ, καίτοι δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου, στην κατηγορία ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), εφόσον αυτοί είχαν απολυτήριο 9ετούς φοίτησης και άρα ήσαν κατηγορίας ΥΕ, (υποχρεωτικής εκπαίδευσης), η παροχή αυτή της εναγομένης προς τους ενάγοντες, δεν θα ήταν σύννομη και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει λόγος, στην προκειμένη περίπτωση, που η εναγομένη αρνήθηκε την εν λόγω κατάταξη, για παραβίαση εκ μέρους της, της αρχής της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, διότι η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους μισθωτούς, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν, διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν μπορεί να αξιωθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι βάσιμος. 7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και παρέλκει η εξέταση του δευτέρου λόγου της αίτησης. Περαιτέρω και σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ. α` ΚΠολΔ,( όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015), ο Άρειος Πάγος μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης, εκεί εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει εν μέρει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η εκκαλούσα επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, διότι οι ενάγοντες δεν είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάταξή τους στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ/ΜΕ, όπως τα προσόντα αυτά καθορίστηκαν με τις αναφερόμενες, στις με αριθμούς 3 και 4 μείζονες σκέψεις, επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας που αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Η δικαστική δαπάνη ενώπιον του Αρείου Πάγου αλλά και του δεύτερου και πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω των ερμηνευτικών δυσχερειών που υπήρξαν ως προς την αληθινή έννοια των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την 11289/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας.

Δέχεται αυτή. Εξαφανίζει την 119/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει την από 30-12-2014 (αριθμό κατάθεσης 2173/2014) αγωγή. Και Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα ενώπιον του Αρείου Πάγου αλλά και του δεύτερου και πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2019.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Παροχή οδηγιών για τη χορήγηση αδειών απόσταξης μικρών αποσταγματοποιών.

Με τις υπ΄ αριθμ. 2454/235853/19 (Β΄3645) και 2453/235850/19 (Β΄3673) Αποφάσεις του Υπουργού και της Υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, επήλθαν αλλαγές αναφορικά με την υποβολή των δηλώσεων συγκομιδής οινοποιήσιμων ποικιλιών σταφυλιών και των δηλώσεων παραγωγής οίνου ενώ με την υπ΄ αριθμ. 2713/266793/18-10-2019 εγκύκλιο διαταγή, με την οποία συμπληρώθηκε η υπ΄ αριθμ. 2117/195639/31-07-2019 όμοια, δόθηκαν περαιτέρω οδηγίες ως προς τη συμπλήρωση της προαναφερόμενης δήλωσης συγκομιδής καθώς και ως προς τη χορήγηση της σχετικής βεβαίωσης από τις αρμόδιες Δ/νσεις Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής για την έκδοση των αδειών απόσταξης.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι το προαναφερόμενο κανονιστικό πλαίσιο εκδόθηκε εν μέσω της νέας για τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους) της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του Ν.2969/2001 «Αιθυλική αλκοόλη και αλκοολούχα προϊόντα» αποστακτικής περιόδου (2019-2020) καθώς και τα αναφερόμενα στο υπ΄ αριθμ. πρωτ. 1940/15-10-2019 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων του προαναφερόμενου Υπουργείου, σύμφωνα με το οποίο οι αμπελοκαλλιεργητές – κάτοχοι μη επιλέξιμων προς οινοποίηση σταφυλιών, λόγω της μειωμένης, εξ αιτίας των έντονων καιρικών φαινομένων (βροχοπτώσεις και πλημμύρες) σε πολλές περιοχές της χώρας, ποιότητας οινοποιήσιμων ποικιλιών αμπέλου, δύνανται, κατά την τρέχουσα αμπελοοινική περίοδο (2018-2019), να οδηγήσουν τη συγκεκριμένη ποσότητα σταφυλιών σε λοιπούς προορισμούς, σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

Προκειμένου για την ομαλή λειτουργία των μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων) εξαιρετικά και μόνο, για την τρέχουσα αποστακτική περίοδο, δύναται να χορηγηθεί άδεια απόσταξης στεμφύλων στους αμπελοκαλλιεργητές οινοποιήσιμων αλλά μη επιλέξιμων προς οινοποίηση σταφυλιών, τα οποία, σύμφωνα με τις σχετικές βεβαιώσεις των οικείων Διευθύνσεων Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) και την υποβαλλόμενη από αυτούς δήλωση συγκομιδής οδηγήθηκαν από τους εν λόγω σε λοιπούς κατά νόμο προορισμούς.

Ευνόητο είναι, ότι κατά τα λοιπά θα πρέπει να τηρηθούν οι σχετικές διατάξεις του Ν.2969/01 καθώς και οι εγκύκλιοι διαταγές που έχουν εκδοθεί για την εφαρμογή του νόμου αυτού.

Επί τη ευκαιρία, υπενθυμίζεται ότι η καταχώρηση και η έκδοση των αδειών απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών πραγματοποιείται μέσα από τη ΔΕΦΚ, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στην υπ΄ αριθμ. ΔΕΦΚ 5041345ΕΞ 2013/28-22-2013 ΕΔΥΟ και δεν παρέχεται η δυνατότητα ενσωμάτωσης των στοιχείων της άδειας απόσταξης επί του εντύπου της Δήλωσης Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών Φορολογιών (ΔΕΦΚ) που είχε δοθεί με την υπ΄ αριθμ. Φ.1434/794/28-09-2006 εγκύκλιο Διαταγή.

ΠΗΓΗ: E-FOROLOGIA

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner