ΣτΕ 175/2019 Συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ΝΔ 4600/1966

Με την υπ’ αριθμό 175/2019 απόφασή του, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την οικεία Αίτηση Αναίρεσης του αρμοδίου Προϊσταμένου ΔΟΥ.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πάγια νομολογία των Διοικητικών Δικαστηρίων, εφόσον ζητηθεί και επέλθει διοικητική επίλυση της διαφοράς, η οποία προέκυψε από την έκδοση πράξης προσδιορισμού ΦΠΑ, η σχετική δίκη καταργείται από το Δικαστήριο, χωρίς να ελέγχεται περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το κύρος της διοικητικής πράξης με την οποία έλαβε χώρα η διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η πράξη δε αυτή, λόγω της οποίας επέρχεται η κατάργηση της δίκης, ισχύει εφεξής για τη συγκεκριμένη υπόθεση, αντί της σχετικής δικαστικής απόφασης.

Εν προκειμένω, το Συμβούλιο της Επικρατείας κατέληξε στην κρίση ότι το ζήτημα της ύπαρξης αντικειμένου διαφοράς, προηγείται της εξέτασης παντός άλλου ζητήματος που αφορά τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού, σε σχέση με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος/μέσου.

Επομένως, όπως κρίθηκε, νομίμως το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο, αφού διαπίστωσε την έλλειψη φορολογικής διαφοράς – ακριβώς εξαιτίας επίτευξης συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων – κατήργησε την ενώπιόν του δίκη, δίχως να εξετάσει το εμπρόθεσμο και εν γένει παραδεκτό, της ασκηθείσας ενώπιόν του, Έφεσης.

Περαιτέρω, όπως υπογραμμίστηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα, δηλονότι, άλλωστε, δεν διευκρινίζεται ποιά βλάβη υφίσταται το Ελληνικό Δημόσιο από την κατάργηση της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου δίκης, συνεπεία του συμβιβασμού, στον οποίο το ίδιο προέβη με τον φορολογούμενο.

Αριθμός 175/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Μ. Σκανδάλη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 12 Δεκεμβρίου 2016 αίτηση:

του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΙΖ΄ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Δέσποινα Γάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατά του …. του …, κατοίκου … (οδός ….), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο ……………………. (Α.Μ. … Δ.Σ. …………), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. ΠΚΔ 66/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Β. Μόσχου.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο


1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της ΠΚΔ 66/2016 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε κατηργημένη η δίκη επί εφέσεως που είχε ασκήσει ο αναιρεσίβλητος κατά της 5280/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατόπιν εν μέρει αποδοχής προσφυγής του, είχε μεταρρυθμιστεί η …/23-9-2004 πράξη προσδιορισμού φ.π.α. διαχειριστικής περιόδου 1-1 έως 31-12-1995 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΙΖ΄ Αθηνών και είχαν προσδιοριστεί οι φορολογητέες εκροές της επιχείρησής του σε 200.000.000 δραχμές.

2. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (A’ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016 – έναρξη ισχύος του άρθρου 15 από τη δημοσίευση του νόμου 4446/2016 στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]» (η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016). Επιπλέον, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ […]». Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή αίτηση αναιρέσεως, απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων και των δύο παραγράφων (βλ. ΣτΕ 1873/2012 7μ. κ.ά.). Ειδικότερα, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκε με την προπαρατεθείσα διάταξη του ν. 3900/2010, μόνον όταν προβάλλεται από το διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχεται σε αντίθεση προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (βλ. ΣτΕ 4163/2012 7μ., 2177/2011 7μ., 3719/2015 κ.ά.), ως τέτοια δε νομολογία νοείται η διαμορφωθείσα επί αυτού τούτου του κρίσιμου νομικού ζητήματος (βλ. ΣτΕ 4163/2012 7μ., 507/2014 κ.ά.).

3. Επειδή, όπως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν διοικητικό εφετείο “έλαβε υπόψη του την με ημερομηνία 22-3-2011 δήλωση του εκκαλούντος [ήδη αναιρεσιβλήτου] με την οποία επιθυμεί τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΙΖ΄ Αθηνών, σύμφωνα με την αρ. Πρωτ. …./30-3-2011 πράξη αποδοχής, με την οποία αποδέχεται την παραπάνω δήλωση του εκκαλούντος και τη διαγραφή των καταλογισθέντων λόγω έλλειψης των εννοιολογικών στοιχείων παραγωγής (βλ. το υπογραφέν στις 22-3-2011 πρακτικό διοικητικής επίλυσης της διαφοράς) και προτείνει την κατάργηση της δίκης”. Ενόψει αυτών, το δικάσαν διοικητικό εφετείο κήρυξε τη δίκη κατηργημένη, λόγω συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966.

4. Επειδή, με το εισαγωγικό δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως προβάλλεται ότι κατά παράβαση του άρθρου 94 παρ. 2 του ν. 2717/1999 το δικάσαν διοικητικό εφετείο κήρυξε τη δίκη κατηργημένη λόγω συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 παραλείποντας την προηγούμενη έρευνα περί του εμπροθέσμου και εν γένει παραδεκτού της ασκηθείσης εφέσεως, η οποία, κατά τα υποστηριζόμενα από το Δημόσιο με την κρινόμενη αίτηση, ήταν εκπρόθεσμη. Προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινομένης αιτήσεως, το ύψος του ποσού του αντικειμένου της οποίας ανέρχεται, σύμφωνα με το …/13-11-2018 έγγραφο της Δ.Ο.Υ. ΙΖ΄ Αθηνών, σε 358.098,31 ευρώ, προβάλλεται ότι με αυτήν τίθεται το νομικό ζήτημα “εάν η έρευνα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της εμπρόθεσμης και εν γένει παραδεκτής άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης προηγείται της κρίσης για τη συνδρομή των προϋποθέσεων κατάργησης της δίκης”, για το οποίο δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Λαμβανομένου υπόψη ότι επί του ζητήματος αυτού δεν υφίσταται, πράγματι, νομολογία του Δικαστηρίου, ο προς θεμελίωση του παραδεκτού ισχυρισμός προβάλλεται βασίμως, ο δε προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι, περαιτέρω, εξεταστέος ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.

5. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 2753/1999 (Α΄ 249), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 11 του ν. 2954/2001 (Α΄ 255), ορίζεται ότι: «Δικαστικός συμβιβασμός κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α΄) … μπορεί να ενεργείται ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου και σε κάθε στάση της δίκης». Εξάλλου, στο άρθρο 1 του ν.δ. 4600/1966, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 6 του ν. 1882/1990 (Α΄ 43), ορίζεται ότι «Δικαστικός συμβιβασμός κατά το παρόν νομοθετικό διάταγμα είναι δυνατός σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται και όπως προβλέπεται διοικητική επίλυσις της διαφοράς. 2. Εν διεξαγομένη επ΄ ακροατηρίου συζητήσει ενώπιον οιουδήποτε φορολογικού δικαστηρίου και κατά πάσαν στάσιν της Δίκης, παρισταμένων αμφοτέρων των μερών, πας διάδικος δύναται να προτείνη την κατάργησιν της φορολογικής δίκης, επί τη καταθέσει δηλώσεως εις τον γραμματέα του Δικαστηρίου πέντε πλήρεις ημέρας προ της συζητήσεως. Η δήλωσις υπογραφομένη και υπό του αποδειχθέντος την πρότασιν και θεωρουμένη υπό του διευθύνοντος την συζήτησιν καταχωρίζεται ολόκληρος εις τα πρακτικά άτινα έχουν τ΄ αποτελέσματα αμετακλήτου αποφάσεως. 3. … 8. …». Τέλος, στο μεν άρθρο 52 του ν. 2859/2000 (Α΄ 248) προβλέπεται η δυνατότητα διοικητικής επίλυσης της διαφοράς στις περιπτώσεις εκδόσεως πράξεως επιβολής Φ.Π.Α. και των σχετικών προστίμων, στο δε άρθρο 53 παρ. 1 περ. γ αυτού ορίζεται ότι, μεταξύ άλλων, το πρακτικό δικαστικού συμβιβασμού αποτελεί τίτλο βεβαίωσης του φόρου. Περαιτέρω, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο συζητήσεως της εφέσεως ενώπιον του διοικητικού εφετείου, στο άρθρο 142 αυτού ορίζεται ότι: “1. Η δίκη καταργείται αν, πριν το πέρας της τελευταίας συζήτησης: α) εκλείψει το αντικείμενό της, ή β) … δ) … 2. Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου … Ως προς την απόφαση αυτή, μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 189 και της παρ. 3 του άρθρου 193”, στο άρθρο 189 ότι “1. … 6. Οι αποφάσεις που αφορούν τη διεξαγωγή της συζήτησης, αν στον Κώδικα δεν ορίζεται διαφορετικά, λαμβάνονται στην έδρα, διατυπώνονται δε συνοπτικά στο πρακτικό και δημοσιεύονται σε δημόσια συνεδρίαση” και στο άρθρο 193 αυτού ότι “1. … 3. Στο πρακτικό της συζήτησης καταχωρούνται επίσης, οι κατά την παρ. 6 του άρθρου 189 αποφάσεις που αφορούν τη διεξαγωγή της συζήτησης. 4. … 8. …”. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, εφόσον ζητηθεί και επέλθει κατ’ εφαρμογήν τους διοικητική επίλυση διαφοράς, που προέκυψε από την έκδοση πράξης προσδιορισμού ΦΠΑ, η σχετική δίκη καταργείται από το δικαστήριο, χωρίς να ελέγχεται περαιτέρω, στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, το κύρος της διοικητικής πράξεως, με την οποία εχώρησε η διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η πράξη δε, αυτή, λόγω της οποίας επέρχεται η κατάργηση της δίκης, ισχύει εφεξής για τη συγκεκριμένη υπόθεση αντί της σχετικής δικαστικής αποφάσεως (ΣτΕ 281/2014, 3936/2004, πρβλ. 107-111/2016, 1199-1200/2015, 2297/2014 κ.ά.).

6. Επειδή, εν προκειμένω, όπως ανελέγκτως δέχεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και δεν αμφισβητείται από το Δημόσιο με την κρινόμενη αίτηση, με την προσκομισθείσα ενώπιον του δικάσαντος διοικητικού εφετείου κατ’ άρθρο 1 του ν.δ. 4600/1966 από 22-3-2011 δήλωση του ήδη αναιρεσιβλήτου, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΙΖ΄ Αθηνών, σύμφωνα με την αρ. Πρωτ. …/30-3-2011 πράξη αποδοχής, επετεύχθη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων, με συνέπεια, κατά το χρόνο εκδίκασης της ασκηθείσης από τον αναιρεσίβλητο εφέσεως (22-9-2016) κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, να μην υφίσταται φορολογική διαφορά προς επίλυση, από το διοικητικό εφετείο. Το ζήτημα δε αυτό, της υπάρξεως αντικειμένου διαφοράς, ως συναρτώμενο με την εξουσία του εκάστοτε δικάζοντος δικαστηρίου να τάμει μια διαφορά, προηγείται της εξετάσεως παντός άλλου ζητήματος αφορώντος τη συνδρομή των προϋποθέσεων του παραδεκτού σε σχέση με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος-μέσου. Ως εκ τούτου, νομίμως το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αφού, εν προκειμένω, διαπίστωσε την έλλειψη φορολογικής διαφοράς, κατήργησε την ενώπιόν του ανοιγείσα δίκη. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το εισαγωγικό δικόγραφο σε συνδυασμό με το από 18.1.2019 υπόμνημα του αναιρεσείοντος Δημοσίου -με τα οποία, άλλωστε, δεν διευκρινίζεται ποιά βλάβη υφίσταται το Δημόσιο από την κατάργηση της ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου δίκης συνεπεία του συμβιβασμού, στον οποίο το ίδιο προέβη με τον αναιρεσίβλητο- είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέα ως αβάσιμα, καθώς και η κρινόμενη αίτηση.

Δ ι ά  τ α ύ τ α

Απορρίπτει την αίτηση.

Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner