ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ – ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Το άρθρο 124 του ν. 4714/2020 «Φορολογικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας της ελληνικής οικονομίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2017/1852, (ΕΕ) 2018/822, (ΕΕ) 2020/876, (ΕΕ) 2016/1164, (ΕΕ) 2018/1910 και (ΕΕ) 2019/475, συνεισφορά Δημοσίου για την αποπληρωμή δανείων πληγέντων δανειοληπτών λόγω των δυσμενών συνεπειών της νόσου COVID-19 και άλλες διατάξεις» (Α΄ 148), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο πρώτο της από 10.8.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) «Επείγουσες ρυθμίσεις αντιμετώπισης εκτάκτων αναγκών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, προστασίας από τη διασπορά του κορωνοϊού COVID-19, στήριξης της αγοράς εργασίας και διευκόλυνσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας» (Α΄ 157),
2. το άρθρο 37 του ν. 4690/2020 «Κύρωση: α) της από 13-4-2020 Π.Ν.Π. «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (A΄ 84) και β) της από 1-5-2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 104),
3. το άρθρο δωδέκατο της από 1-5-2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104),
4. το άρθρο ενδέκατο της από 20-3-2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄ 83),
5. το άρθρο δέκατο τρίτο της από 14-3-2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης της ανάγκης περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19» (Α΄ 64), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76),
6. τον ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133),
7. τον ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/ 85/ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143), όπως ισχύει,
8. το άρθρο 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄ 98), όπως ισχύει και διατηρήθηκε σε ισχύ με την παρ. 22 του άρθρου 119 του ν. 4622/2019 (Α΄ 133),
9. την παρ. 2 του άρθρου 12 και την παρ. 3 του άρθρου 9 του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (Α΄ 145), όπως ισχύει,
10. το π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄ 168), όπως ισχύει,
11. το π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181), όπως ισχύει,
12. το π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄ 119),
13. το π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121),
14. το π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α΄ 123),
15. το π.δ. 62/2020 «Διορισμός αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 155),
16. την υπό στοιχεία Υ44/6-8-2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β΄ 3299),
17. την υπό στοιχεία 40331/Δ1.13521/13-9-2019 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επανακαθορισμός όρων ηλεκτρονικής υποβολής εντύπων αρμοδιότητας ΣΕΠΕ και ΟΑΕΔ» (Β΄ 3520), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
18. την υπό στοιχεία οικ. 12997/231/23-3-2020 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Μηχανισμός εφαρμογής των μέτρων στήριξης των εργαζομένων με εξαρτημένη εργασία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19» (Β΄ 993), όπως ισχύει,
19. την υπό στοιχεία οικ. 23102/477/12-6-2020 «Μέτρα οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των επιχειρήσεων εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά» (Β΄ 2268), όπως τροποποιήθηκε με την υπό στοιχεία οικ.27039/617/3.7.2020 (Β΄ 2783), όμοιά της,
20. την υπό στοιχεία Δ1α/ΓΠ.οικ. 47419/25.7.2020 κοινή υπουργική απόφαση, με θέμα: «Παράταση ισχύος της υπ’ αρ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 44074/11.7.2020 κοινής απόφασης των Υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Εσωτερικών “Επιβολή του μέτρου της προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας επιμέρους ιδιωτικών επιχειρήσεων και άλλων χώρων συνάθροισης κοινού, στο σύνολο της Επικράτειας, για το χρονικό διάστημα από 13-7-2020 έως και 26-7-2020, προς περιορισμό της διασποράς του κορωνοϊού COVID-19”(Β΄ 2797) έως και την 31-8-2020» (Β΄ 3098),
21. την υπό στοιχεία οικ. 32414/1797/7-8-2020 εισήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων,
22. την επιτακτική ανάγκη στήριξης εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά από τις δυσμενείς συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και ανήκουν στους κλάδους του τουρισμού, των αεροπορικών, ακτοπλοϊκών μεταφορών και χερσαίων μεταφορών επιβατών, του επισιτισμού, του πολιτισμού και του αθλητισμού, καθώς και κάθε άλλου κλάδου που πλήττεται σημαντικά,
23. το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας προκαλείται δαπάνη μέχρι ύψους τριακοσίων ενενήντα εκατομμυρίων ευρώ (390.000.000,00 €), η οποία βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό οικονομικού έτους 2020, Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ΕΦ 1033-5010000000, ΑΛΕ 2310989899,
αποφασίζουμε:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020
Α1. Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, των οποίων συνεχίζεται η αναστολή λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής και για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020
Άρθρο 1
1. Η αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, των οποίων είχε παραταθεί η αναστολή λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής κατά τον μήνα Ιούλιο και η εντολή αυτή συνεχίζεται και κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, παρατείνεται μέχρι την ημερομηνία της άρσης της αναστολής λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής.
2. Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες της παρ. 1 του παρόντος, που λήγουν μετά την απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων εργοδοτών, τίθενται σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.
3. Οι επιχειρήσεις εργοδότες της παρ. 1 του παρόντος υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες.
Α2. Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά, για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020
Άρθρο 1
1. Επιχειρήσεις εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά και ανήκουν στους κλάδους του τουρισμού, εποχικής ή μη λειτουργίας, των αεροπορικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών και χερσαίων μεταφορών επιβατών, του επισιτισμού, του πολιτισμού και του αθλητισμού καθώς και κάθε άλλου κλάδου που πλήττεται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ, όπως αυτοί ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της παρούσας, δύνανται: α. να θέτουν σε αναστολή ή να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή, κατ’ εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ή και β. να θέτουν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εργασίας εργαζομένων τους. Τα ανωτέρω δύναται να εφαρμοστούν για μέρος ή το σύνολο των εργαζομένων τους, που έχουν προσληφθεί έως και την 10η Αυγούστου 2020, ημερομηνία δημοσίευσης της από 10/8/2020 Π.Ν.Π. (Α΄ 157), για τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020, κατ’ ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημέρες ανά μήνα και πάντως όχι πέραν της 30ής.09.2020.
2. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις εργοδότες μπορούν να εφαρμόζουν το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για κάθε μήνα σταδιακά και για διαφορετικό αριθμό εργαζομένων, μέχρι και του ποσοστού 100% αυτών, ανά υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης στο Πληροφοριακό Σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
3. Οι συμβάσεις εργασίας εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες του παρόντος, οι οποίες είχαν τεθεί σε αναστολή πριν την 10η Αυγούστου 2020, ημερομηνία δημοσίευσης της από 10/8/2020 Π.Ν.Π. (Α΄ 157), και έχει ανακληθεί οριστικά η αναστολή τους, δύνανται να τίθενται εκ νέου σε αναστολή και πάντως όχι πέραν της 30ής.09.2020.
1. Οι επιχειρήσεις εργοδότες του άρθρου 1 του παρόντος υποκεφαλαίου, για όσο χρονικό διάστημα κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30ή.09.2020, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας. Σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες.
2. Οι επιχειρήσεις εργοδότες της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, που κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, υποχρεούνται, μετά από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περιπτώσεις εποχικών επιχειρήσεων. Στην έννοια του ιδίου αριθμού θέσεων εργασίας δεν συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρούντες οικειοθελώς από την εργασία τους, οι αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης, καθώς και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση εργασίας τους λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των 30 ημερών.
3. Η αναστολή συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων σε επιχειρήσεις εργοδότες της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος υποκεφαλαίου δύναται να παραταθεί κατ’ανώτατο όριο έως 30 ημέρες ανά μήνα και όχι πέραν της 30ής.09.2020. Επίσης, δύναται να τεθούν για πρώτη φορά ή εκ νέου σε αναστολή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής ή της παράτασης της αναστολής, οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται όταν συντρέχει αντικειμενική αδυναμία εκπλήρωσής της, όπως σε περιπτώσεις εποχικών επιχειρήσεων.
4. Οι επιχειρήσεις εργοδότες που επαναλειτουργούν μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής ή που πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ και έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, δύνανται να προβαίνουν σε ανάκληση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών. Μπορούν επίσης να θέτουν εκ νέου σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας εργαζομένων τους ανεξάρτητα από το αν έχει ανακληθεί οριστικά η αναστολή τους. Σε κάθε περίπτωση τα ανωτέρω ισχύουν έως και την 30ή.09.2020.
5. Οι επιχειρήσεις εργοδότες του άρθρου 1 του παρόντος υποκεφαλαίου δύνανται να: α. προβαίνουν σε προσωρινή ανάκληση αναστολής συμβάσεων εργασίας εργαζομένων τους για κάλυψη έκτακτων, πρόσκαιρων, κατεπειγουσών και ανελαστικών αναγκών, στο πλαίσιο αντιμετώπισης του κορωνοϊού COVID-19, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο δωδέκατο της από 1-5-2020 Π.Ν.Π. (Α΄ 90), β. κάνουν χρήση του Μηχανισμού «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» των διατάξεων του άρθρου 31 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104) για μέρος ή για το σύνολο των εργαζομένων τους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας δεν τελούν σε αναστολή ή για εργαζόμενους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας είχαν τεθεί σε αναστολή.
Α3. Αποζημίωση ειδικού σκοπού – Διαδικασία λήψης αποζημίωσης ειδικού σκοπού
Άρθρο 1 Αποζημίωση ειδικού σκοπού
1. Οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις εργοδότες των υποκεφαλαίων Α1 και Α2 του παρόντος κεφαλαίου, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή, είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού του δέκατου τρίτου άρθρου της από 14-3-2020 Π.Ν.Π. (Α΄ 64), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α΄ 76), κατ’αναλογία των ημερών διάρκειας της αναστολής των συμβάσεων εργασίας με βάση υπολογισμού το ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων (534) ευρώ που αντιστοιχεί στις τριάντα (30) ημέρες.
2. Η αποζημίωση ειδικού σκοπού είναι ακατάσχετη, αφορολόγητη και δεν συμψηφίζεται με οποιαδήποτε οφειλή. Άρθρο 2 Διαδικασία λήψης αποζημίωσης ειδικού σκοπού
1. Οι επιχειρήσεις εργοδότες των υποκεφαλαίων Α1 και Α2 του παρόντος κεφαλαίου προβαίνουν είτε σε αρχική δήλωση των εργαζομένων τους, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή για πρώτη φορά είτε σε εκ νέου δήλωση των εργαζομένων των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τίθενται εκ νέου σε αναστολή, είτε βεβαιώνουν ότι παρατείνεται η αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους, για τον μήνα Αύγουστο ή και για τον μήνα Σεπτέμβριο, καθώς και τα στοιχεία που αφορούν τη μίσθωση ακινήτων επαγγελματικής στέγης. Επίσης, οι ανωτέρω επιχειρήσεις εργοδότες δηλώνουν τους εργαζόμενους των οποίων η αναστολή συμβάσεων εργασίας τους ανακαλείται.
2. Για την περίπτωση των εργαζομένων των οποίων παρατείνεται η αναστολή των συμβάσεων εργασίας τους δεν απαιτείται επανυποβολή υπεύθυνης δήλωσης από τους εργαζόμενους, εκτός κι αν επιθυμούν τροποποίηση στοιχείων του τραπεζικού τους λογαριασμού (ΙΒΑΝ) ή στοιχείων της μίσθωσης κύριας κατοικίας τους. Για την περίπτωση των εργαζομένων που τίθενται για πρώτη φορά ή εκ νέου οι συμβάσεις εργασίας τους σε αναστολή, αυτοί προβαίνουν σε υποβολή υπεύθυνης δήλωσης στο Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ.
3. Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις εργοδότες υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν την ανωτέρω υπεύθυνη δήλωσή τους, εγγράφως ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, στους εργαζομένους τους, δηλώνοντάς τους και τον αριθμό πρωτοκόλλου καταχώρισης της πράξης τους στο Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ».
4. Οι σχετικές Υπεύθυνες Δηλώσεις των επιχειρήσεων εργοδοτών και των εργαζομένων του παρόντος υποκεφαλαίου υποβάλλονται για κάθε μήνα συγκεντρωτικά στις αρχές κάθε επόμενου μήνα. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
1. Για τη διαδικασία καταβολής της αποζημίωσης ειδικού σκοπού όπως αυτή ορίζεται στο υποκεφάλαιο Α3 της παρούσας, ορίζεται ως αρμόδιος φορέας το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Η παραπάνω καταβολή γίνεται εφάπαξ με πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου εργαζομένου, ο οποίος υποδεικνύεται στην υποβαλλόμενη αίτησή του. Από το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ εξάγεται σε ηλεκτρονική μορφή αναλυτική κατάσταση δικαιούχων εργαζομένων, η οποία περιλαμβάνει τα πλήρη στοιχεία τους, τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού σε μορφή ΙΒΑΝ, το πιστωτικό Ίδρυμα, στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός και το ποσό της καταβολής.
2. Η ηλεκτρονική μορφή της κατάστασης αυτής είναι επεξεργάσιμη από την εταιρεία «Διατραπεζικά συστήματα Α.Ε.» (ΔΙΑΣ Α.Ε.) προς την οποία διαβιβάζεται. Επίσης, διαβιβάζεται στη ΔΙΑΣ Α.Ε. στη Διεύθυνση Ένταξης στην Εργασία και στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων συγκεντρωτική κατάσταση δικαιούχων εργαζόμενων σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, που περιλαμβάνει και τον αριθμό των δικαιούχων εργαζομένων, το συνολικό ποσό της καταβολής ολογράφως και αριθμητικώς, ανά τράπεζα ή πιστωτικό ίδρυμα. Οι ανωτέρω καταστάσεις εγκρίνονται από τον αρμόδιο διατάκτη του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, έπειτα από εισήγηση της Διεύθυνσης Ένταξης στην Εργασία.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων εγκρίνεται η μεταφορά της πίστωσης του συνολικού ποσού αυτής μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Οικονομικής Διαχείρισης.
4. Η ανωτέρω έντυπη συγκεντρωτική κατάσταση αποστέλλεται στη Διεύθυνση Λογαριασμών και Ταμειακού Προγραμματισμού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.), η οποία εκδίδει, βάσει αυτής, ειδική εντολή προς την Τράπεζα της Ελλάδος για χρέωση του λογαριασμού του Ελληνικού Δημοσίου Νο200 «Ελληνικό Δημόσιο Συγκέντρωση Εισπράξεων Πληρωμών», και την πίστωση με τη μεσολάβηση της ΔΙΑΣ ΑΕ και των οικείων τραπεζών ή πιστωτικών ιδρυμάτων, των τραπεζικών λογαριασμών των δικαιούχων εργαζομένων. Η ανωτέρω εντολή κοινοποιείται στη Διεύθυνση Προϋπολογισμού και Δημοσιονομικών Αναφορών και στη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και στη ΔΙΑΣ Α.Ε.
5. Τα ποσά που απέτυχαν να πληρωθούν επιστρέφουν στο λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου με ΙΒΑΝ: GR7101000230000000000200211 με αιτιολογία κίνησης τον ειδικό κωδικό πληρωμής της ΔΙΑΣ ΑΕ και λογιστικοποιούνται στα έσοδα του προϋπολογισμού. Για τις αποτυχούσες πληρωμές η ΔΙΑΣ Α.Ε. ενημερώνει το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων και το Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ προκειμένου να συμπεριληφθούν στην επόμενη πληρωμή.
6. Για την πληρωμή αποζημίωσης ειδικού σκοπού, η ειδική εντολή πληρωμής της παρ. 4 επέχει θέση απόφασης ανάληψης υποχρέωσης.
7. Η εμφάνιση των σχετικών πληρωμών στη δημόσια ληψοδοσία, πραγματοποιείται με την έκδοση συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων από τη Διεύθυνση Οικονομικής Διαχείρισης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
8. Η Διεύθυνση Λογαριασμών και Ταμειακού Προγραμματισμού, οι συμβαλλόμενες τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα δεν θεωρούνται δημόσιοι υπόλογοι και ευθύνονται μόνο για τυχόν λάθη από δική τους υπαιτιότητα.
Άρθρο 2 Αχρεωστήτως καταβληθέντα αναδρομικότητα και συμψηφισμός πληρωμών
1. Με την επιφύλαξη τυχόν προστίμων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις στα φυσικά πρόσωπα που δηλώνουν ψευδή στοιχεία στην αίτησή τους, επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία σε περίπτωση υποβολής ψευδούς δηλώσεως.
2. Τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά καταλογίζονται σε βάρος του ανοικείως λαβόντος, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ή του νομίμως εξουσιοδοτημένου από αυτόν οργάνου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΚΑΔ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΟΝΤΑΙ ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΑΥΓΟΥΣΤΟ (τουρισμός, μεταφορές, πολιτισμός, αθλητισμός και εστίαση)
ΔΙΚΑΙΟYΝΤΑΙ:
– Δικαίωμα να θέσουν σε προσωρινή αναστολή εργασίας το 100% των εργαζομένων τους
01.49.19.02
Εκτροφή γουνοφόρων ζώων (αλεπούς, μινκ, μυοκάστορα, τσιντσιλά και άλλων)
01.49.3
Παραγωγή ακατέργαστων γουνοδερμάτων και διάφορων ακατέργαστων προβιών και δερμάτων
33.16
Επισκευή και συντήρηση αεροσκαφών και διαστημόπλοιων
47.78.89.04
Λιανικό εμπόριο διάφορων τουριστικών και λοιπών παρόμοιων ειδών λαϊκής τέχνης
49.31
Αστικές και προαστιακές χερσαίες μεταφορές επιβατών
49.39
Άλλες χερσαίες μεταφορές επιβατών π.δ.κ.α.
50.10
Θαλάσσιες και ακτοπλοϊκές μεταφορές επιβατών
50.30
Εσωτερικές πλωτές μεταφορές επιβατών
51.10
Αεροπορικές μεταφορές επιβατών
51.21
Αεροπορικές μεταφορές εμπορευμάτων
52.21.29.02
Υπηρεσίες οδηγού λεωφορείου (μη εκμεταλλευτή)
52.21.29.03
Υπηρεσίες πώλησης εισιτηρίων αστικών χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων από τρίτους, λιανικά
52.21.29.04
Υπηρεσίες πώλησης εισιτηρίων αστικών χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων από τρίτους, χονδρικά
52.21.29.05
Υπηρεσίες πώλησης εισιτηρίων υπεραστικών χερσαίων συγκοινωνιακών μέσων από τρίτους
52.22
Δραστηριότητες συναφείς με τις πλωτές μεταφορές
52.23
Δραστηριότητες συναφείς με τις αεροπορικές μεταφορές
55.10
Ξενοδοχεία και παρόμοια καταλύματα
55.20
Καταλύματα διακοπών και άλλα καταλύματα σύντομης διαμονής
55.30
Χώροι κατασκήνωσης, εγκαταστάσεις για οχήματα αναψυχής και ρυμουλκούμενα οχήματα
55.90.13
Υπηρεσίες κλιναμαξών (βαγκόν-λι) και υπηρεσίες ύπνου σε Άλλα μεταφορικά μέσα
55.90.19
Άλλες υπηρεσίες καταλύματος π.δ.κ.α.
56.10
Δραστηριότητες υπηρεσιών εστιατορίων και κινητών μονάδων εστίασης, με εξαίρεση τις δραστηριότητες που αφορούν διανομή προϊόντων (delivery) και παροχή προϊόντων σε πακέτο από το κατάστημα (take away) στις οποίες δεν επιτρέπεται η χρήση τραπεζοκαθισμάτων και το σερβίρισμα σε αυτά
56.21
Δραστηριότητες υπηρεσιών τροφοδοσίας για εκδηλώσεις
56.29
Άλλες υπηρεσίες εστίασης, με εξαίρεση τις Υπηρεσίες γευμάτων που παρέχονται από στρατιωτικές τραπεζαρίες (56.29.20.01), Υπηρεσίες που παρέχονται από καντίνες εργοστάσιων ή γραφείων (56.29.20.03), Υπηρεσίες που παρέχονται από σχολικές καντίνες (κυλικεία) (56.29.20.04), Υπηρεσίες που παρέχονται από φοιτητικά εστιατόρια (56.29.20.05)
56.30
Δραστηριότητες παροχής ποτών, με εξαίρεση τις δραστηριότητες που αφορούν διανομή προϊόντων (delivery) και παροχή προϊόντων σε πακέτο από το κατάστημα (take away) στις οποίες δεν επιτρέπεται η χρήση τραπεζοκαθισμάτων και το σερβίρισμα σε αυτά
59.11
Δραστηριότητες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων
59.12
Δραστηριότητες συνοδευτικές της παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων
59.13
Δραστηριότητες διανομής κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων
59.14
Δραστηριότητες προβολής κινηματογραφικών ταινιών
77.11
Ενοικίαση και εκμίσθωση αυτοκινήτων και ελαφρών μηχανοκίνητων οχημάτων
77.21
Ενοικίαση και εκμίσθωση ειδών αναψυχής και αθλητικών ειδών
77.29
Ενοικίαση και εκμίσθωση άλλων ειδών προσωπικής ή οικιακής χρήσης
77.34
Ενοικίαση και εκμίσθωση εξοπλισμού πλωτών μεταφορών
77.35
Ενοικίαση και εκμίσθωση εξοπλισμού αεροπορικών μεταφορών
77.39.13
Υπηρεσίες ενοικίασης και χρηματοδοτικής μίσθωσης μοτοσικλετών και τροχόσπιτων
77.39.19.03
Υπηρεσίες ενοικίασης εξοπλισμού εκθέσεων
79.11
Δραστηριότητες ταξιδιωτικών πρακτορείων
79.12
Δραστηριότητες γραφείων οργανωμένων ταξιδιών
79.90
Άλλες δραστηριότητες υπηρεσιών κρατήσεων και συναφείς δραστηριότητες
82.30
Οργάνωση συνεδρίων και εμπορικών εκθέσεων
85.51
Αθλητική και ψυχαγωγική εκπαίδευση
85.52
Πολιτιστική εκπαίδευση
88.10
Δραστηριότητες κοινωνικής μέριμνας χωρίς παροχή καταλύματος για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία, με εξαίρεση τις Υπηρεσίες κοινωνικής μέριμνας χωρίς παροχή καταλύματος για ηλικιωμένους και άτομα με αναπηρία (ΚΑΔ 88.10.10), καθώς και τις Υπηρεσίες επίσκεψης και παροχής υποστήριξης σε ηλικιωμένους (ΚΑΔ 88.10.11).
90.01
Τέχνες του θεάματος
90.02
Υποστηρικτικές δραστηριότητες για τις τέχνες του θεάματος
90.03
Καλλιτεχνική δημιουργία
90.04
Εκμετάλλευση αιθουσών θεαμάτων και συναφείς δραστηριότητες
91.02
Δραστηριότητες μουσείων
91.03
Λειτουργία ιστορικών χώρων και κτιρίων και παρόμοιων πόλων έλξης επισκεπτών
92.00.11
Υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών τραπεζιού
93.11
Εκμετάλλευση αθλητικών εγκαταστάσεων
93.12
Δραστηριότητες αθλητικών ομίλων
93.13
Εγκαταστάσεις γυμναστικής
93.19
Άλλες αθλητικές δραστηριότητες
93.21
Δραστηριότητες πάρκων αναψυχής και άλλων θεματικών πάρκων
93.29
Άλλες δραστηριότητες διασκέδασης και ψυχαγωγίας
94.99.16.01
Υπηρεσίες πολιτιστικών συλλόγων και σωματείων
96.04
Δραστηριότητες σχετικές με τη φυσική ευεξία, εκτός από υπηρεσίες διαιτολογίας (96.04.10.01) και Υπηρεσίες διαιτολογικών μονάδων (πολυδύναμων μονάδων συνδυασμού άσκησης, αισθητικής και δίαιτας) (96.04.10.02)
96.09.19.16
Υπηρεσίες στολισμού εκκλησιών, αιθουσών κλπ (για γάμους, βαπτίσεις, κηδείες και Άλλες εκδηλώσεις)
Καταστήματα και επιχειρήσεις κάθε είδους που λειτουργούν εντός ξενοδοχειακών μονάδων, ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και των αερολιμένων της επικράτειας, όπως και τα καταστήματα αφορολογήτων ειδών ανά την επικράτεια.
70.22
Δραστηριότητες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών και άλλων συμβουλών διαχείρισης για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην παροχή επιχειρηματικών συμβουλών και άλλων συμβουλών διαχείρισης αποκλειστικά προς και για ξενοδοχειακά καταλύματα
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 1 Σεπτεμβρίου 2020
Οι Υπουργοί
Αναπληρωτής Οικονομικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ
Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ
Προσδιορισμός της διαδικασίας κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης του Μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» και των μέτρων οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ -ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ -ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
2. Τις διατάξεις της υπ΄ αρ. 23102/477/2020 κοινής υπουργικής απόφασης «Μέτρα οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων – Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των επιχειρήσεων – εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά» (Β΄ 2268).
3. Τις διατάξεις της υπ΄ αρ. 23103/478/2020 κοινής υπουργικής απόφασης «Καθορισμός του πλαισίου εφαρμογής του Μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» (Β΄ 2274).
4. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143) και ιδίως τις διατάξεις της περ.ιβ του άρθρου 20.
5. Τις διατάξεις του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄ 133), όπως ισχύει.
6. Τις διατάξεις του ν. 4651/2019 «Κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2020» (Α΄ 209).
7. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄ 98).
8. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (Α΄ 145).
9. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄ 168), όπως ισχύει.
10. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄ 181), όπως ισχύει.
11. Τις διατάξεις του π.δ. 147/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης» (Α΄ 192), όπως ισχύει.
12. Τις διατάξεις του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους – Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄ 119).
13. Το π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 121) και το π.δ. 62/2020 «Διορισμός Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 155).
14. Τις διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών / Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α΄ 123).
15. Την υπό στοιχεία Υ44/2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β΄ 3299).
16. Την υπό στοιχεία 27147/4835/13.5.2020 ΓΔ2 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
17. Το γεγονός ότι με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη στον Κρατικό Προϋπολογισμό πέραν αυτής που προκλήθηκε και προβλέφθηκε στην υπό στοιχεία οικ. 23103/478/2020 (Β΄ 2274), αποφασίζουμε:
Τον προσδιορισμό της διαδικασίας κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης του Μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης «ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ» και των μέτρων οικονομικής ενίσχυσης των εποχικά εργαζομένων, ως ακολούθως:
`Αρθρο 1 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης του Μηχανισμού ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 3γ και 4 του άρθρου 31 του ν. 4690/2020 (Α΄ 104)
1. Για τις επιχειρήσεις – εργοδότες που εντάσσονται στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. γ΄ της παρ. 3 του άρθρου 31 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104) «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (Α΄ 84) και β) της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις», εφαρμόζονται τα εξής:
2. Για το χρονικό διάστημα από 15.6.2020 έως 30.6.2020, ένταξης μισθωτών στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, οι εργοδότες υποχρεούνται να καταβάλλουν ποσοστό 40% των εργοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο χρόνο ένταξης των εργαζομένων στον ανωτέρω Μηχανισμό και δεν απασχολούνται και το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών του εργαζομένου, υπολογιζομένων επί του αρχικού ονομαστικού μισθού των εργαζομένων. Το ποσοστό 60% των εργοδοτικών εισφορών που υπολείπεται, καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
3. Οι εργοδότες καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου, με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, τις ονομαστικές αποδοχές των μισθωτών που εντάσσονται στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και για το χρονικό διάστημα ένταξης καθενός σε αυτόν. Επίσης καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται για το χρονικό διάστημα από 15.6.2020 έως 30.6.2020 το ποσό της μείωσης (επιδότησης) της εργοδοτικής εισφοράς, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 60% των εργοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο χρόνο κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι που εντάσσονται στον ανωτέρω Μηχανισμό δεν απασχολούνται. Οι λεπτομέρειες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
4. Για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 15.10.2020, το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στο χρόνο κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι που εντάσσονται στον ανωτέρω Μηχανισμό δεν απασχολούνται, καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 15.10.2020 το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των ασφαλιστικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εισφορών που αντιστοιχούν στο χρόνο κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι που εντάσσονται στον ανωτέρω Μηχανισμό δεν απασχολούνται. Οι λεπτομέρειες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
5. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ. 2, 3 και 4 του παρόντος.
6. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ. και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
`Αρθρο 2 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης του Μηχανισμού ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 31 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104)
1. Για τις επιχειρήσεις – εργοδότες που εντάσσονται στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 31 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104) «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (Α΄ 84) και β) της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις», εφαρμόζονται τα εξής:
2. Οι επιχειρήσεις – εργοδότες υποχρεούνται να καταβάλλουν τις ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στον πραγματοποιηθέντα μειωμένο χρόνο εργασίας των εργαζομένων, υπολογιζόμενες επί των ονομαστικών τους αποδοχών. Οι ασφαλιστικές εισφορές (εργαζομένου και εργοδότη) που αντιστοιχούν στον υπολειπόμενο συμβατικό χρόνο εργασίας των εργαζομένων που εντάσσονται στο Μηχανισμό και για το χρονικό διάστημα ένταξης καθενός σε αυτόν, υπολογιζόμενων επί του αρχικού ονομαστικού μισθού τους, καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
3. Οι ανωτέρω εργοδότες καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου, με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, τις ονομαστικές αποδοχές των μισθωτών που αντιστοιχούν στον συμβατικό χρόνο εργασίας κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι δεν εργάστηκαν, εντασσόμενοι στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ. Επίσης καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των ανωτέρω ασφαλιστικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εισφορών. Οι λεπτομέρειες του κωδικού ειδικού τύπου αποδοχών και οδηγίες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
4. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ. 2 και 3 του παρόντος.
5. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ. και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό, για την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 31 παρ. 5 του Ν. 4690/2020 και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που ορίζονται εκεί.
`Αρθρο 3 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης μέτρων οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων με δικαίωμα υποχρεωτικής επαναπρόσληψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 4690/2020(Α΄ 104)
1. Για τις επιχειρήσεις – εργοδότες που εμπίπτουν στις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 32 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104) «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (Α΄ 84) και β) της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις», εφαρμόζονται τα εξής:
2. α. Για όσες επιχειρήσεις επαναλειτουργήσουν και για το χρονικό διάστημα αναστολής των συμβάσεων εργασίας, οι ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου, υπολογιζόμενες επί του ποσού της αποζημίωσης ειδικού σκοπού ύψους πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ (534) για κάθε μήνα αναστολής της σύμβασης εργασίας, καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
β. Οι εργοδότες καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου και για τους εργαζόμενους που οι συμβάσεις τους τελούν σε αναστολή, σε κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, τις αποδοχές που αντιστοιχούν στην αποζημίωση ειδικού σκοπού ύψους πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ (534) για κάθε μήνα αναστολής των συμβάσεων εργασίας. Επίσης, καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των ασφαλιστικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται στο 100% των εισφορών. Οι λεπτομέρειες του κωδικού ειδικού τύπου αποδοχών και οδηγίες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
γ. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2.α. και 2.β. του παρόντος.
3. α. Για όσες επιχειρήσεις δεν επαναλειτουργήσουν για όλη την περίοδο ή μέρος αυτής από 1.6.2020 έως 30.9.2020, οι συμβάσεις των εργαζομένων με δικαίωμα υποχρεωτικής επαναπρόσληψης θεωρείται ότι τίθενται σε αναστολή και οι εργαζόμενοι είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού. Μετά την 1.10.2020 οι παραπάνω δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, θεωρείται ότι έχουν απολυθεί αυτοδικαίως, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια καταγγελίας της σύμβασης και το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αποστέλλει σχετικό αρχείο στον Ο.Α.Ε.Δ. για τους δικαιούχους του εποχικού επιδόματος ανεργίας.
β. Για κάθε μία μισθολογική περίοδο από 1.6.2020 έως 30.9.2020, παράγεται αυτοτελής Α.Π.Δ. με βάση τα πληροφοριακά συστήματα και τα αρχεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, του e – ΕΦΚΑ, του Ο.Α.Ε.Δ. και λοιπών συναρμόδιων φορέων, και χωρίς υποχρέωση καμιάς περαιτέρω σχετικής ενέργειας εκ μέρους των επιχειρήσεων – εργοδοτών για τα διαστήματα που αυτοί δεν επαναλειτουργούν.
γ. Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων αναλαμβάνει την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών (ασφαλισμένου και εργοδότη) υπολογιζόμενου επί του ποσού της αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 534,00 ευρώ για 25 ημερομίσθια ασφάλισης και με το ίδιο πακέτο κάλυψης που είχαν ασφαλιστεί στην μισθολογική περίοδο του έτους 2019. Σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι, που δικαιούνται αποζημίωση ειδικού σκοπού κατά την παρούσα παράγραφο, εργαστούν, καταβάλλεται αναλογία της αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 534,00 ευρώ με αντίστοιχη ασφαλιστική κάλυψη.
δ. Ως τελική ημερομηνία παραγωγής των οικείων Α.Π.Δ. και καταβολής των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών ορίζεται η 31.12.2020.
4. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ. και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
`Αρθρο 4 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο υλοποίησης μέτρων οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων χωρίς δικαίωμα υποχρεωτικής επαναπρόσληψης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104)
1. Για τις επιχειρήσεις – εργοδότες που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 4690/2020 (Α΄ 104) «Κύρωση: α) της από 13.4.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (Α΄ 84) και β) της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α΄ 90) και άλλες διατάξεις», εφαρμόζονται τα εξής:
2. Οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές των εποχικά εργαζομένων του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου, οι οποίοι εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 4690/2020 και έχουν προσληφθεί ή θα προσληφθούν έως τις 30.9.2020 με μερική απασχόληση, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 του Ν. 4690/2020 , καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό για το διάστημα από 1.6.2020 έως 30.9.2020.
3. Οι εργοδότες καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου, τις αποδοχές των εργαζομένων που εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 4690/2020 και έχουν προσληφθεί ή θα προσληφθούν έως τις 30.9.2020 με μερική απασχόληση, σε κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών. Επίσης καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των εργοδοτικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% αυτών. Οι λεπτομέρειες του κωδικού ειδικού τύπου αποδοχών και οδηγίες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
4. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ. 2 και 3 του παρόντος.
5. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ. και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
`Αρθρο 5 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
32085/1771/7.8.2020 Προσδιορισμός της διαδικασίας κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα και στους κλάδους των αεροπορικών μεταφορών, βάσει ΚΑΔ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 123 του ν. 4714/2020 (Α΄148)
Αριθμ. οικ. 32085/1771/2020
(ΦΕΚ Β’ 3371/12-08-2020)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 123 του ν. 4714/2020 «Φορολογικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση της αναπτυξιακής διαδικασίας της ελληνικής οικονομίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών (ΕΕ) 2017/1852, (ΕΕ) 2018/822, (ΕΕ) 2020/876, (ΕΕ)2016/1164, (ΕΕ) 2018/1910 και (ΕΕ) 2019/475, συνεισφορά Δημοσίου για την αποπληρωμή δανείων πληγέντων δανειοληπτών λόγω των δυσμενών συνεπειών της νόσου COVID-19 και άλλες διατάξεις» (Α΄148).
2. Τις διατάξεις της υπ’ αρ. οικ. 23102/477/12.6.2020 κοινής υπουργικής απόφασης «Μέτρα οικονομικής ενίσχυσης εποχικά εργαζομένων-Αναστολή συμβάσεων εργασίας εργαζομένων των επιχειρήσεων-εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα που πλήττονται σημαντικά» (Β΄2268).
3. Τις διατάξεις της υπ’ αρ. οικ.23103/478/13.6.2020 κοινής υπουργικής απόφασης «Καθορισμός του πλαισίου εφαρμογής του Μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» (Β΄2274).
4. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ)-δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄143) και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 20, περ. ιβ.
5. Τις διατάξεις του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄133), όπως ισχύει.
6. Τις διατάξεις του ν. 4651/2019 «Κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2020» (Α΄209).
7. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄98).
8. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (Α΄145).
9. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄168), όπως ισχύει.
10. Τις διατάξεις του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α΄181), όπως ισχύει.
11. Τις διατάξεις του π.δ. 81/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους-Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄119).
12. Το π.δ. 83/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄121) και το π.δ. 62/2020 «Διορισμός Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄155).
13. Τις διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ. 84/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α΄123).
14. Την υπό στοιχεία Υ44/05.08.2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β΄3299).
15. Την υπ΄ αρ. οικ. 31959/1766/5-8-2020 ΓΔ2 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
16. Το γεγονός ότι με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό, πέραν της αρχικώς προκληθείσας από τις διατάξεις του άρθρου 123 του ν. 4714/2020,
αποφασίζουμε:
Τον προσδιορισμό της διαδικασίας κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών για επιχειρήσεις-εργοδότες που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 123 του ν. 4714/2020 (Α΄148), ως ακολούθως:
Άρθρο 1 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα βάσει ΚΑΔ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 123 του ν. 4714/2020 (Α΄148)
1. Για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα βάσει ΚΑΔ, που αναφέρεται στο συνημμένο Πίνακα 1, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας, υποκείμενες σε ΦΠΑ που έλαβαν άνω του 50% των ακαθάριστων εσόδων τους, κατά το 3ο τρίμηνο του έτους 2019, οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 30.09.2020.
2. Για τις επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ. 1 του παρόντος, που εντάσσονται στο μηχανισμό ενίσχυσης της απασχόλησης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», το σύνολο των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 15.10.2020.
3. Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), αποστέλλει στον e-ΕΦΚΑ τα στοιχεία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τριτογενή τομέα βάσει ΚΑΔ, υποκείμενες σε ΦΠΑ, οι οποίες έλαβαν άνω του 50% των ακαθάριστων εσόδων τους, κατά το 3ο τρίμηνο του έτους 2019.
4. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ.1 του παρόντος άρθρου, καταχωρίζουν στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου για το χρονικό διάστημα από 01.07.2020 έως 30.09.2020 το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των εργοδοτικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εργοδοτικών εισφορών.
5. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ.2 του παρόντος άρθρου, καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου, με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, τις ονομαστικές αποδοχές των μισθωτών που εντάσσονται στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και για το χρονικό διάστημα ένταξης καθενός σε αυτόν. Επίσης καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται για το χρονικό διάστημα από 1.07.2020 έως 15.10.2020: i. το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των εργοδοτικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εργοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο συνολικό χρόνο της μισθολογικής περιόδου (χρόνο απασχόλησης στην επιχείρηση και χρόνο ένταξης στο μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ), ii. το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένου, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εισφορών που αντιστοιχούν στο χρόνο κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι εντάσσονται στο μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και δεν απασχολούνται. Οι λεπτομέρειες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
6. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ.4 και 5 του παρόντος.
7. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ. και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Άρθρο 2 Κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των αεροπορικών μεταφορών βάσει ΚΑΔ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 123 του ν. 4714/2020 (Α΄148)
1. Για τις επιχειρήσεις-εργοδότες που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των αεροπορικών μεταφορών βάσει ΚΑΔ, που αναφέρεται στο συνημμένο Πίνακα 2, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας, οι εργοδοτικές ασφαλιστικές εισφορές καταβάλλονται από τον κρατικό προϋπολογισμό για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 30.09.2020.
2. Για τις επιχειρήσεις εργοδότες της παρ. 1 του παρόντος που εντάσσονται στο μηχανισμό ενίσχυσης της απασχόλησης «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», το σύνολο των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών καταβάλλεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό για το χρονικό διάστημα από 1.7.2020 έως 31.12.2020.
3. Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), αποστέλλει στον e-ΕΦΚΑ τα στοιχεία των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους κλάδους των αεροπορικών μεταφορών βάσει ΚΑΔ.
4. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ.1 του παρόντος άρθρου, καταχωρίζουν στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου για το χρονικό διάστημα από 1.07.2020 έως 30.09.2020 το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των εργοδοτικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εργοδοτικών εισφορών.
5. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες της παρ.2 του παρόντος άρθρου, καταχωρίζουν στην Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου, με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, τις ονομαστικές αποδοχές των μισθωτών που εντάσσονται στο μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και για το χρονικό διάστημα ένταξης καθενός σε αυτόν. Επίσης καταχωρίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη και εργαζομένου) που αντιστοιχούν στις αποδοχές του προηγούμενου εδαφίου, σύμφωνα με τα ισχύοντα πακέτα κάλυψης. Στα σχετικά πεδία της Α.Π.Δ. της οικείας μισθολογικής περιόδου καταχωρίζεται για το χρονικό διάστημα από 1.07.2020 έως 31.12.2020: i. το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των εργοδοτικών εισφορών, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εργοδοτικών εισφορών που αντιστοιχούν στο συνολικό χρόνο της μισθολογικής περιόδου (χρόνο απασχόλησης στην επιχείρηση και χρόνο ένταξης στο μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ), ii. το ποσό της μείωσης (επιδότησης) των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένου, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό 100% των εισφορών που αντιστοιχούν στο χρόνο κατά τον οποίον οι εργαζόμενοι εντάσσονται στο μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και δεν απασχολούνται. Οι λεπτομέρειες συμπλήρωσης των σχετικών πεδίων των Α.Π.Δ. θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
6. Κατά την έκδοση της ταυτότητας πληρωμής των εισφορών της οικείας μισθολογικής περιόδου, υπολογίζεται το ύψος των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνεται ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ.4 και 5 του παρόντος.
7. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της επεξεργασίας των Α.Π.Δ και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
Άρθρο 3 Υποχρεώσεις επιχειρήσεων-εργοδοτών
Οι επιχειρήσεις-εργοδότες των άρθρων 1 και 2 της παρούσας απόφασης που κάνουν χρήση των μέτρων επιδότησης ασφαλιστικών εισφορών, υποχρεούνται για την περίοδο από 1.7.2020 μέχρι 30.09.2020 και μέχρι 15.10.2020 ή 31.12.2020 εφόσον εντάσσονται στο μηχανισμό «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ», να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό προσωπικού που είχαν την 30η Ιουνίου 2020 και σε περίπτωση καταγγελίας συμβάσεων εργασίας, αυτή είναι άκυρη.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΩΔΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΡΘΡΟΥ 1
Παρατίθεται πίνακας με τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) του τριτογενούς τομέα για τους οποίους θα ισχύσει η κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό στη περίπτωση που κατά το 3ο τρίμηνο του έτους 2019 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος) έλαβαν άνω του 50% του ετήσιου τζίρου τους.
Σε περίπτωση διψήφιου ΚΑΔ συμπεριλαμβάνονται όλες οι υποκατηγορίες τετραψήφιων, πενταψήφιων, εξαψήφιων και οκταψήφιων. Σε περίπτωση τετραψήφιου ΚΑΔ συμπεριλαμβάνονται όλες οι υποκατηγορίες πενταψήφιων, εξαψήφιων και οκταψήφιων.
ΚΑΔ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
46
Χονδρικό εμπόριο, εκτός από το εμπόριο μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, με εξαίρεση το Χονδρικό εμπόριο καπνού (ΚΑΔ 46.35), Χονδρικό εμπόριο φαρμακευτικών προϊόντων (ΚΑΔ 46.46) και Χονδρικό εμπόριο στερεών, υγρών και αέριων καυσίμων και συναφών προϊόντων (ΚΑΔ 46.71)
47
Λιανικό εμπόριο, εκτός από το εμπόριο μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών
49
Χερσαίες μεταφορές και μεταφορές μέσω αγωγών, με εξαίρεση τις Μεταφορές μέσω αγωγών (ΚΑΔ 49.50)
50
Πλωτές μεταφορές
51
Αεροπορικές μεταφορές
52
Αποθήκευση και υποστηρικτικές προς τη μεταφορά δραστηριότητες
53
Ταχυδρομικές και ταχυμεταφορικές δραστηριότητες, με εξαίρεση τις Ταχυδρομικές δραστηριότητες με υποχρέωση παροχής καθολικής υπηρεσίας (ΚΑΔ 53.10) και τις Υπηρεσίες κατ οίκον παράδοσης τροφίμων (delivery) (ΚΑΔ 53.20.12)
55
Καταλύματα
56
Δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, με εξαίρεση τις Υπηρεσίες γευμάτων που παρέχονται από στρατιωτικές τραπεζαρίες (ΚΑΔ 56.29.20.01)
58
Εκδοτικές δραστηριότητες
59
Παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών, βίντεο και τηλεοπτικών προγραμμάτων, ηχογραφήσεις και μουσικές εκδόσεις
60
Δραστηριότητες προγραμματισμού και ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών
Αρχιτεκτονικές δραστηριότητες και δραστηριότητες μηχανικών· τεχνικές δοκιμές και αναλύσεις
73
Διαφήμιση και έρευνα αγοράς
74
Άλλες επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες
75
Κτηνιατρικές δραστηριότητες
77
Δραστηριότητες ενοικίασης και εκμίσθωσης
78
Δραστηριότητες απασχόλησης
79
Δραστηριότητες ταξιδιωτικών πρακτορείων, γραφείων οργανωμένων ταξιδιών και υπηρεσιών κρατήσεων και συναφείς δραστηριότητες
80
Δραστηριότητες παροχής προστασίας και έρευνας
81
Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών σε κτίρια και εξωτερικούς χώρους
82
Διοικητικές δραστηριότητες γραφείου, γραμματειακή υποστήριξη και άλλες δραστηριότητες παροχής υποστήριξης προς τις επιχειρήσεις
90
Δημιουργικές δραστηριότητες, τέχνες και διασκέδαση
91
Δραστηριότητες βιβλιοθηκών, αρχειοφυλακείων, μουσείων και λοιπές πολιτιστικές δραστηριότητες
92
Τυχερά παιχνίδια και στοιχήματα, με εξαίρεση τις Υπηρεσίες τυχερών παιχνιδιών σε απευθείας (on- line) σύνδεση (ΚΑΔ 92.00.14) και τις Υπηρεσίες στοιχημάτων σε απευθείας (on-line) σύνδεση (ΚΑΔ 92.00.21)
93
Αθλητικές δραστηριότητες και δραστηριότητες διασκέδασης και ψυχαγωγίας
94
Δραστηριότητες οργανώσεων, με εξαίρεση τις Δραστηριότητες συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΚΑΔ 94.20) και τις Δραστηριότητες πολιτικών οργανώσεων (ΚΑΔ 94.92)
95
Επισκευή ηλεκτρονικών υπολογιστών και ειδών ατομικής ή οικιακής χρήσης
96
Άλλες δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΩΔΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΡΘΡΟΥ 2
Παρατίθεται πίνακας με τους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας (ΚΑΔ) του κλάδων των αεροπορικών μεταφορών για τους οποίους θα ισχύσει η κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Σε περίπτωση τετραψήφιου ΚΑΔ συμπεριλαμβάνονται όλες οι υποκατηγορίες πενταψήφιων, εξαψήφιων και οκταψήφιων.
ΚΑΔ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
33.16
Επισκευή και συντήρηση αεροσκαφών και διαστημόπλοιων
51.10
Αεροπορικές μεταφορές επιβατών
51.21
Αεροπορικές μεταφορές εμπορευμάτων
52.23
Δραστηριότητες συναφείς με τις αεροπορικές μεταφορές
Άρθρο 4 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
22964/1285/6.8.2020 Προσδιορισμός της διαδικασίας για την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών λόγω αναστολής συμβάσεων εργασίας
Αριθμ. οικ. 22964/1285/2020
(ΦΕΚ Β’ 3371/12-08-2020)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ-ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της από 1.5.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα (Α΄90)» και κυρίως τα άρθρα δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο, όπως κυρώθηκαν με το άρθρο 2, μέρος Γ΄ του ν. 4690/2020 (Α΄104).
2. Τις διατάξεις της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα αντιμετώπισης της ανάγκης περιορισμού της διασποράς του COVID-19 (Α 64)» και κυρίως το άρθρο δέκατο τρίτο, όπως κυρώθηκαν με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α΄76).
3. Τις διατάξεις της από 20.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» και κυρίως το άρθρο ενδέκατο, όπως κυρώθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α΄83).
4. Τις διατάξεις της υπ’αρ. 12998/232/23-3-2020 (Β΄1078) κοινής υπουργικής απόφασης «Μέτρα στήριξης εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, που έχουν Αριθμό Μητρώου Εργοδότη (ΑΜΕ) στον e-ΕΦΚΑ, των οποίων ή έχει ανασταλεί η επιχειρηματική τους δραστηριότητα, βάσει ΚΑΔ, με εντολή δημόσιας αρχής ή πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ κύριας δραστηριότητας ή δευτερεύουσας βάσει των ακαθάριστων εσόδων έτους 2018, όπως ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων του κορωνοϊού COVID-19», όπως ισχύουν.
5. Τι διατάξεις της υπ’ αρ. οικ.17788/346/8.5.2020 (Β΄1779) κοινής υπουργικής απόφασης «Περαιτέρω μέτρα στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων-εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και τη σταδιακή επαναλειτουργία της αγοράς εργασίας», όπως ισχύουν.
6. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/5/ΕΕ)-δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄143).
7. Τις διατάξεις του ν. 4622/2019 «Επιτελικό Κράτος: Οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης» (Α΄133), όπως ισχύει.
8. Τις διατάξεις του ν. 4651/2019 «Κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2020» (Α΄209).
9. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α΄9).
10. Τις διατάξεις του π.δ. 80/2016 «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους διατάκτες» (Α΄145).
11. Το π.δ. 142/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (Α’ 11), όπως ισχύει.
12. Τις διατάξεις του π.δ. 134/2017 «Οργανισμός Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» (Α΄16), όπως ισχύει.
13. Τις διατάξεις του π.δ. 1/2019 «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους-Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων» (Α΄119).
14. Το π.δ. 3/2019 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄121) και το π.δ. 62/2020 «Διορισμός Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄155).
15. Τις διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ. 4/2019 «Σύσταση και κατάργηση Γενικών Γραμματειών και Ειδικών Γραμματειών/Ενιαίων Διοικητικών Τομέων Υπουργείων» (Α΄123).
16. Την υπ’ αρ. Υ44/2020 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών, Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β΄3299).
17. Την υπ’αρ οικ. 26919/1461/03.07.2020 ΓΔ2 εισήγηση του Αναπληρωτή Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας και κοινωνικών Υποθέσεων.
18. Το γεγονός ότι με την εφαρμογή της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη ή απώλεια εσόδων σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμό και του προϋπολογισμού φορέων Γ.Κ.
αποφασίζουμε:
Την διαδικασία προσδιορισμού για την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών λόγω παράτασης της αναστολής συμβάσεων εργασίας έως 31 Μαΐου, ως ακολούθως:
Άρθρο 1 Προσδιορισμός της διαδικασίας για την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών λόγω αναστολής συμβάσεων εργασίας σύμφωνα με τις διατάξεις της υπ΄ αρ. 17788/346 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄1779).
1. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό για τους εργαζόμενους με αναστολή συμβάσεων εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 3 του υποκεφαλαίου Α.1. και του άρθρου 1, παρ. 4 του υποκεφαλαίου Α.2 της υπ΄ αρ. οικ.17788/346/8.5.2020 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 1779) όπως ισχύει, προσδιορίζονται μέσω των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) που υποβάλλονται για την αντίστοιχη μισθολογική περίοδο.
2. Για κάθε μηνιαία μισθολογική περίοδο υποβάλλεται Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.) με κωδικό τύπου: 01 Κανονική, όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις. Για τους μισθωτούς που αμείβονται με μισθό ή ημερομίσθιο, με σχέση εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου ή Ορισμένου Χρόνου, με πλήρη ή μειωμένη ή εκ περιτροπής απασχόληση, για το χρονικό διάστημα απασχόλησης καταχωρίζονται στην Α.Π.Δ. τα στοιχεία της πραγματικής τους απασχόλησης. Σε περίπτωση που δεν υφίσταται πραγματική απασχόληση συμπληρώνεται μόνο ο κωδικός της παρ. 3 της παρούσας.
3. Για το χρονικό διάστημα αναστολής των συμβάσεων εργασίας των ως άνω μισθωτών, καταχωρίζονται στην Α.Π.Δ. της ίδιας μισθολογικής περιόδου, τα στοιχεία του μισθού ή του ημερομισθίου, με πλήρη ή μειωμένη ή εκ περιτροπής απασχόληση με βάση τις συμβάσεις εργασίας Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου ή Ορισμένου Χρόνου, όπως αυτά θα καταχωρίζονταν εάν δεν είχαν τεθεί σε αναστολή οι συμβάσεις εργασίας. Οι αποδοχές της περίπτωσης αυτής καταχωρίζονται στην Α.Π.Δ. με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, οι λεπτομέρειες για τον οποίο θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
4. Στις περιπτώσεις που επιχειρήσεις-εργοδότες καταβάλλουν αποδοχές οικειοθελώς ή εξ ελευθεριότητας, σε εργαζομένους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τελούν σε αναστολή και είναι δικαιούχοι αποζημίωσης ειδικού σκοπού, τα ποσά των αποδοχών αυτών που καταβάλλονται από τις υπόχρεες επιχειρήσεις-εργοδότες, καταχωρίζονται στην Α.Π.Δ. με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, οι λεπτομέρειες για τον οποίο θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ.
5. Στις περιπτώσεις που επιχειρήσεις-εργοδότες απασχολούν εκτάκτως, λόγω προσωρινής ανάκλησης των αναστολών συμβάσεων εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του υποκεφαλαίου Α3 της υπ΄ αρ. οικ.17788/346/8.5.2020 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 1779), εργαζομένους των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τους τελούν σε αναστολή και οι οποίοι συνέχισαν να είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού, τα ποσά των αποδοχών που καταβάλλονται από τις υπόχρεες επιχειρήσεις-εργοδότες για το διάστημα διακοπής της αναστολής και έκτακτης παροχής εργασίας, καταχωρίζονται στην Α.Π.Δ με κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών, οι λεπτομέρειες για τον οποίο θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του e-ΕΦΚΑ. Στις ανωτέρω περιπτώσεις περιλαμβάνεται και η απασχόληση με τηλεργασία.
6. Το σύνολο των ασφαλιστικών εισφορών που αντιστοιχούν στις αποδοχές που καταχωρίζονται με τον κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών της παρ. 3 του άρθρου 1 της παρούσας, μειωμένων κατά το ύψος των εισφορών που αντιστοιχούν στις αποδοχές που καταχωρίζονται με τον κωδικό ειδικού τύπου αποδοχών της παρ 4 και 5 του άρθρου 1 της παρούσας, καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό.
7. Ο e-ΕΦΚΑ συγκεντρώνει μέσω της διαδικασίας που προβλέπεται στις παραγράφους 3, 4 και 5 του παρόντος και αποστέλλει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων τα μηνιαία στοιχεία των απαιτητών ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό.
8. Τα δεδομένα που καταχωρούνται στις Α.Π.Δ. διασταυρώνονται με το πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ» του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθώς και με συγκριτικά στοιχεία απασχόλησης προηγούμενων μηνών καθώς και ιστορικά στοιχεία λειτουργίας της επιχείρησης προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ορθότητα των στοιχείων απασχόλησης και εισφορών που δηλώνονται για τα οποία βαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός και όπου απαιτείται, εκδίδονται και επιδίδονται ηλεκτρονικά οι προβλεπόμενες πράξεις επιβολής εισφορών και βεβαιώσεις οφειλής.
Άρθρο 2 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παράταση μέχρι 31/08/2020 της προθεσμίας ηλεκτρονικής υποβολής των Α.Π.Δ. Ιουνίου 2020 και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών της ίδιας μισθολογικής περιόδου
Παράταση μέχρι 31/08/2020 της προθεσμίας ηλεκτρονικής υποβολής των Α.Π.Δ. Ιουνίου 2020 και καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών της ίδιας μισθολογικής περιόδου για : α) εργαζόμενους ενταχθέντες τον μήνα Ιούνιο 2020 στο Μηχανισμό ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ, β) εποχικά εργαζόμενους με δικαίωμα επαναπρόσληψης, για τους οποίους ανεστάλησαν οι συμβάσεις εργασίας τους τον Ιούνιο 2020 και γ) εποχικά εργαζόμενους χωρίς δικαίωμα επαναπρόσληψης, οι οποίοι επαναπροσλήφθησαν με μερική απασχόληση τον Ιούνιο 2020 από εργοδότες του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου.
Με την υπ. αρ. 273/Συν.23/30.07.2020 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του e-ΕΦΚΑ παρατείνεται μέχρι 31/08/2020 η προθεσμία ηλεκτρονικής υποβολής ΑΠΔ μισθολογικής περιόδου Ιουνίου 2020 και καταβολής ασφαλιστικών εισφορών της ίδιας μισθολογικής περιόδου, αποκλειστικά για τις κάτωθι κατηγορίες εργαζομένων:
α) Εργαζόμενους ενταχθέντες τον μήνα Ιούνιο 2020 στο Μηχανισμό ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ ( άρθρο 31 ν. 4690/2020 ).
β) Εποχικά εργαζόμενους με δικαίωμα επαναπρόσληψης, για τους οποίους ανεστάλησαν οι συμβάσεις εργασίας τους τον Ιούνιο 2020 ( άρθρο 32 ν. 4690/2020).
γ) Εποχικά εργαζόμενους χωρίς δικαίωμα επαναπρόσληψης, οι οποίοι επαναπροσλήφθησαν τον Ιούνιο 2020 με μερική απασχόληση από εργοδότες του τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου ( άρθρο 33 ν. 4690/2020 ).
Οδηγίες για την ασφαλιστική τακτοποίηση των ανωτέρω θα παρασχεθούν με νεώτερο εγγραφό μας, μετά την έκδοση των κατ΄ εξουσιοδότηση από τις ως άνω διατάξεις Υπουργικών Αποφάσεων, που θα εξιδικεύσουν, μεταξύ άλλων, θέματα απεικόνισης της ασφάλισης τους στις ΑΠΔ.
Επισημαίνεται οτι, η εν λόγω παράταση δεν αφορά εργαζόμενους λοιπών κατηγοριών, πέραν των προαναφερομένων, για τους οποίους οι εργοδότες τους πρέπει να υποβάλουν τις ΑΠΔ μισθολογικής περιόδου Ιουνίου 2020 και να καταβάλουν τις αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (μέχρι 31/07/2020).
Ακριβές αντίγραφο
Η Προϊσταμένη του αυτοτελούς Τμήματος Διοικητικής Μέριμνας
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ Δ/ΝΣΗΣ ΕΙΣΦΟΡΩΝ e-Ε.Φ.Κ.Α.
ΝΣΚ 205/2019 Καθορισμός του περιεχομένου των εννοιών του μονογονέα, του πολύτεκνου και του τρίτεκνου γονέα, οι οποίοι δικαιούνται αυξημένο αριθμό ημερών αδείας σε περίπτωση ασθένειας ανηλίκου τέκνου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ’ αριθμόν 205/2019
ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Ε’ Τμήματος
Συνεδρίαση της 30ης Οκτωβρίου 2019
Σύνθεση: Πρόεδρος: Μεταξία Ανδροβιτσανέα, Αντιπρόεδρος του Ν.Σ.Κ. Μέλη: Κωνσταντίνος Γεωργάκης, Αφροδίτη Κουτούκη, Δήμητρα Κεφάλα, Ελένη Σβολοπούλου, Δημήτριος Μακαρονίδης, Αθηνά Αλεφάντη και Ιωάννης Χατζηνέκουρας, Νομικοί Σύμβουλοι. Εισηγητής: Θεόδωρος Στριλάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ. Αριθμός Ερωτήματος: Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/748/10545/28-5- 2019 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας. Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται: α) εάν, ο υπάλληλος που υπηρετεί στο Δημόσιο και είναι διαζευγμένος γονέας που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, καθώς και ο υπάλληλος, γονέας ανηλίκου τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, ο οποίος ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, περιλαμβάνονται στην έννοια του μονογονέα, που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007 και β) εάν για τον καθορισμό των εννοιών του τριτέκνου και του πολυτέκνου γονέα, που αναφέρονται στην ίδια παράγραφο, θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε φορά υπ’ όψιν ο συνολικός αριθμός των τέκνων, ή ο αριθμός των ανηλίκων τέκνων και μόνο.
Επί του ως άνω ερωτήματος, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωμοδότησε ομόφωνα ως ακολούθως:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
1. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/748/10545/28-5-2019 έγγραφο της, η Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, κατόπιν υποβολής σχετικών ερωτημάτων από διάφορα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας – Θράκης, υπέβαλε το ακόλουθο ερώτημα προς το Γραφείο Νομικού Συμβούλου: α) Εάν, ο υπάλληλος που υπηρετεί στο Δημόσιο και είναι διαζευγμένος γονέας που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, καθώς και ο υπάλληλος, γονέας ανηλίκου τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, ο οποίος ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, περιλαμβάνονται στην έννοια του μονογονέα, που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις ασκούν την γονική μέριμνα του ανηλίκου από κοινού μετά του άλλου γονέα. Το άρθρο 53 του ν. 3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας ) έχει τίτλο «Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις » και η συγκεκριμένη παράγραφος 8 του άρθρου αυτού ορίζει, ότι οι υπάλληλοι με ανήλικα τέκνα δικαιούνται άδεια μετ’ αποδοχών σε περίπτωση ασθενείας των τέκνων τους, διάρκειας 4 εργασίμων ημερών για κάθε ημερολογιακό έτος, διάρκεια η οποία αυξάνεται, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, σε 7 εργάσιμες ημέρες για τους τρίτεκνους υπαλλήλους, σε 10 εργάσιμες ημέρες για τους πολύτεκνους υπαλλήλους και σε 8 εργάσιμες ημέρες για τους υπαλλήλους που είναι μονογονείς. β) Ερωτάται επίσης, εάν για τον καθορισμό των εννοιών του τρίτεκνου και του πολύτεκνου γονέα, που αναφέρονται στην ίδια ως άνω παράγραφο, θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε φορά υπ’ όψιν ο συνολικός αριθμός των τέκνων ανεξαρτήτως ηλικίας, ή μόνο ο αριθμός των τέκνων που είναι ανήλικα κατά τον χρόνο που ζητείται η χορήγηση αδείας.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
2. Οι κρίσιμες εν προκειμένω διατάξεις του Συντάγματος ορίζουν τα ακόλουθα: «Άρθρο 21 1. Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. ………………………………. 3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων……» .
3. Εξάλλου, οι εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του Αστικού Κώδικα ορίζουν τα εξής: «Άρθρο 1441 1. Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν τον γάμο τους. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας. 2. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος πρέπει να ρυθμίζεται η επιμέλειά τους, η επικοινωνία με αυτά και η διατροφή τους, με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που υπογράφεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 και ισχύει για δύο (2) έτη τουλάχιστον. 3.α) Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο…………………………. 4. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνον οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης. Όταν η βεβαίωση αφορά στην επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανήλικων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζεται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία. 5. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου. Άρθρο 1484 Αποτελέσματα Σε περίπτωση αναγνώρισης, εκούσιας ή δικαστικής, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, το τέκνο έχει ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους. Άρθρο 1510 Γονική μέριμνα Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Σε περίπτωση όπου η Γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης σε Αφάνεια ή έκπτωσης του ενός γονέα, η γονική μέριμνα ανήκει αποκλειστικά στον άλλο. Αν ο ένας από τους γονείς αδυνατεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα για πραγματικούς λόγους ή γιατί είναι ανίκανος ή περιορισμένα ικανός για δικαιοπραξία, την ασκεί μόνος ο άλλος γονέας. Η επιμέλεια όμως του προσώπου του τέκνου ασκείται και από τον ανήλικο γονέα. Άρθρο 1513 Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Η άσκηση της γονικής μέριμνας μπορεί να ανατεθεί στον έναν από τους γονείς ή, αν αυτοί συμφωνούν ορίζοντας συγχρόνως τον τόπο διαμονής του τέκνου, στους δύο από κοινού. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, ιδίως να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων ή να την αναθέσει σε τρίτον. Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν ο γονείς του τέκνου σχετικά με την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του…………………….. Άρθρο 1514 Διακοπή της συμβίωσης Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις όπου υπάρχει Διακοπή της συμβίωσης των συζύγων. Άρθρο 1515 Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους. Η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του. ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισης του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513 ή αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα, το δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση να αναθέσει και σε αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους της, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης, στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας, αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει τη μητέρα στην άσκηση της, εκτός αν υπάρχει συμφωνία των γονέων κατά το άρθρο 1513. Το δικαστήριο μπορεί, αν το επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου, να αποφασίσει διαφορετικά με αίτηση του πατέρα, εφόσον έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους ή υπάρχει συμφωνία των γονέων. Άρθρο 1518 Επιμέλεια του προσώπου Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του………………….. Άρθρο 1537 Έκπτωση των γονέων Ο γονέας εκπίπτει από τη γονική μέριμνα αν καταδικάστηκε τελεσίδικα σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός για αδίκημα που διέπραξε με δόλο και που αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του τέκνου. Το δικαστήριο μπορεί, σ’ αυτή την περίπτωση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να αφαιρέσει από το γονέα τη γονική μέριμνα και ως προς τα λοιπά τέκνα του, ύστερα από αίτηση του άλλου γονέα, των πλησιέστερων συγγενών ή του εισαγγελέα. Άρθρο 1538 Παύση της γονικής μέριμνας Η γονική μέριμνα παύει στο σύνολο της, ως προς τον ένα γονέα, αν αυτός εκπέσει σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο ή πεθάνει ή κηρυχθεί σε Αφάνεια, και ως προς τους δύο γονείς, αν το τέκνο ενηλικιωθεί ή πεθάνει ή κηρυχθεί σε Αφάνεια.».
4. Οι ερμηνευτέες διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 3528/2007 «Κώδικας Δημοσίων Πολ. Διοικ. Υπαλλήλων & Υπαλλήλων ΝΠΔΔ » ορίζουν τα ακόλουθα: «Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις 1. Η προβλεπόμενη, από την παράγραφο 2 του άρθρου 51 του παρόντος, άδεια χορηγείται στον φυσικό, θετό και ανάδοχο γονέα υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών ή έως οκτώ (8) ετών εφόσον η υιοθεσία δεν έχει ολοκληρωθεί μέχρι την ηλικία των έξι (6) ετών. Διάστημα τριών (3) μηνών της άδειας αυτής χορηγείται με πλήρεις αποδοχές στην περίπτωση γέννησης τρίτου (3ου) παιδιού και άνω. 2. Ο χρόνος εργασίας του γονέα υπαλλήλου μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχει τέκνα Γνωμοδότηση 205/2019 ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Ο γονέας υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. Για το γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία 67% και άνω, το κατά μία ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου ή η άδεια του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνονται κατά έξι (6) μήνες ή ένα (1) μήνα αντίστοιχα. Στην περίπτωση γέννησης 4ου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται για δύο (2) ακόμα έτη. Σε περίπτωση γέννησης διδύμων, τριδύμων κλπ. τέκνων χορηγείται επιπλέον άδεια ανατροφής χρονικής διάρκειας έξι (6) μηνών με αποδοχές για κάθε τέκνο πέραν του ενός. 3. Αν και οι δύο γονείς είναι υπάλληλοι, με κοινή τους δήλωση που κατατίθεται στις υπηρεσίες τους καθορίζεται ποιος από τους δύο θα κάνει χρήση των διευκολύνσεων του παρόντος άρθρου, εκτός αν με τη δήλωση αυτή καθορίσουν χρονικά διαστήματα που ο καθένας θα κάνει χρήση, αλλά πάντοτε διαδοχικώς και μέσα στα χρονικά όρια της προηγούμενης παραγράφου. Αν η σύζυγος του υπαλλήλου ή ο σύζυγος της υπαλλήλου εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, εφόσον δικαιούται όμοιων ολικώς ή μερικώς διευκολύνσεων, ο σύζυγος ή η σύζυγος υπάλληλος δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2 κατά το μέρος που η σύζυγος αυτού ή ο σύζυγος αυτής δεν κάνει χρήση των δικών της ή των δικών του δικαιωμάτων ή κατά το μέρος που αυτά υπολείπονται των διευκολύνσεων της παραγράφου 2. 4. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 του παρόντος, ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 του άρθρου αυτού για το ίδιο διάστημα. 5. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 του παρόντος άρθρου δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια. 6. Οι υπηρεσίες υποχρεούνται να διευκολύνουν τους υπαλλήλους που έχουν τέκνα τα οποία παρακολουθούν μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για να επισκέπτονται το σχολείο των παιδιών τους, με σκοπό την παρακολούθηση της σχολικής τους επίδοσης. 7. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και καθορίζεται το ανώτατο όριο ημερών απουσίας. 8. Υπάλληλοι που έχουν ανήλικα τέκνα δικαιούνται άδεια με αποδοχές έως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση ασθένειας των τέκνων τους. Για τους υπαλλήλους που είναι τρίτεκνοι η ως άνω άδεια ανέρχεται σε επτά (7) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και για τους υπαλλήλους που είναι πολύτεκνοι σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Για τους υπαλλήλους που είναι μονογονείς, η ως άνω άδεια ανέρχεται σε οκτώ (8) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος » .
Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του ν. 3528/2007, στις οποίες παραπέμπει η παράγραφος 1 του άρθρου 53 του ίδιου νόμου, που παρατίθεται ανωτέρω, ορίζει τα εξής: «Άδειες χωρίς αποδοχές 2. Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας χωρίς αποδοχές συνολικής διάρκειας έως «πέντε (5) ετών», ύστερα από αίτηση τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους……» .
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ:
Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου που αφορούν το εν λόγω ερώτημα, συνάγονται τα ακόλουθα :
5. Η νομική έννοια «οικογένεια» δεν προσδιορίζεται νομοθετικά παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις . Ομοίως , ο νομοθέτης δεν έχει καθορίσει ενιαίο περιεχόμενο για την έννοια της μονογονεϊκής οικογένειας, η οποία διαφοροποιείται από διάταξη σε διάταξη, ανάλογα με τη φύση της εκάστοτε ρυθμιστέας σχέσης . Κατά τα γενόμενα δεκτά από την επιστήμη του οικογενειακού δικαίου, μια συνήθη διάκριση της οικογένειας αποτελεί ο διαχωρισμός σε άρτια ή ολοκληρωμένη και σε μη άρτια ή ατελή οικογένεια. Η άρτια ή ολοκληρωμένη οικογένεια αποτελείται από τον άνδρα, τη γυναίκα και το παιδί ή τα παιδιά τους, ενώ μη άρτια ή ατελής είναι η οικογένεια όπου λείπει κάποιος από τους παραπάνω. Με την έννοια αυτή μη άρτια είναι η οικογένεια όπου δεν υπάρχουν καθόλου παιδιά, καθώς και η μονογονεϊκή οικογένεια (one parent family), όπου είτε υπήρξε από την αρχή ένας μόνο γονέας, όπως λ.χ. μια άγαμη μοναχική μητέρα με το παιδί της, είτε ο ένας από τους γονείς έπαψε να ζει με την οικογένεια αργότερα λόγω διαζυγίου ή θανάτου (βλ. αναλυτικά Απ. Γεωργιάδη Οικογενειακό Δίκαιο εκδ. 2017 σελ. 8-9 και Ε. Κουνουγέρη Μανωλεδάκη Οικογενειακό Δίκαιο έκδοση 2018 σελ. 19-23).
Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι έννοιες της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας ευρίσκονται στο επίκεντρο των ρυθμιζόμενων από το νόμο σχέσεων γονέων και τέκνων, Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 § 1 εδ. 1 ΑΚ η γονική μέριμνα αποτελεί και δικαίωμα και καθήκον των γονέων. Το δικαίωμα της γονικής μέριμνας είναι υποχρεωτικό και προσωποπαγές. Έτσι δεν είναι δυνατή ούτε η παραίτηση από το δικαίωμα τούτο ούτε η υποκατάσταση του φορέα της γονικής μέριμνας με μεταβίβασή της σε άλλον (βλ. αναλυτικά Ε. Κουνουγέρη Μανωλεδάκη ο.π. τόμος 2 σελ. 273-274 και 285-293 ) .
Η σπουδαιότερη από τις τρεις λειτουργίες της γονικής μέριμνας (ή το σπουδαιότερο από τα επιμέρους δικαιώματα και καθήκοντά της) είναι αναμφίβολα η επιμέλεια του προσώπου του παιδιού, που στοχεύει στην ανάπτυξή του ως προσωπικότητας στον ιδεωδέστερο δυνατό βαθμό προς όφελος και του ίδιου αλλά και της κοινωνίας της οποίας θα αποτελέσει μέλος.
Κατά το άρθρο 1518 ΑΚ η επιμέλεια περιλαμβάνει την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση, την εκπαίδευση και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του παιδιού. Στην έννοια της επιμέλειας περιλαμβάνεται κάθε. φροντίδα ή μέτρο σχετικό με την πνευματική, την ψυχική, αλλά και τη σωματική, ασφαλώς, ανάπτυξη του ανηλίκου· εδώ υπάγονται, επομένως, και η μέριμνα για την τροφή, το ντύσιμο και την υγεία του παιδιού.
Το πιο κρίσιμο ζήτημα για το οποίο είναι υπεύθυνος ο γονέας που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια , είναι προφανώς η φροντίδα για την υγεία του παιδιού. Πρόκειται για τη σωματική και ψυχική υγεία του, την οποία έχει υποχρέωση να φροντίζει ο υπεύθυνος για την ιατρική παρακολούθηση του παιδιού γονέας, ο οποίος συγκατοικεί με το τέκνο και έχει επίσης την ευθύνη να χορηγεί τη συναίνεσή του για τη διενέργεια των ιατρικών πράξεων που το αφορούν (βλ. αναλυτικά για την ευθύνη του γονέα που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του τέκνου, να φροντίζει και την υγεία αυτού σε Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΜΑΚ – Οικογενειακό Δίκαιο, υπό άρθρο 1518 ΑΚ , παράγραφος 30).
Η επιμέλεια, ως επιμέρους περιεχόμενο της γονικής μέριμνας, ασκείται και από τους δύο γονείς από κοινού, εκτός αν υπάρχει περίπτωση επιτρεπτής ή αναγκαστικής άσκησής της από τον ένα μόνο γονέα (βλ. ΑΚ 1510 §§ 2 και 3, 1513, 1514, 1515, 1516, 1532). Ο κανόνας της από κοινού άσκησης της επιμέλειας είναι φυσικά αναγκαστικού δικαίου. Τούτο σημαίνει ότι δεν είναι έγκυρη η συμφωνία των γονέων να αναλάβει λ.χ. ο ένας μόνο από αυτούς την επιμέλεια του παιδιού και ο άλλος να παραιτηθεί από αυτήν ολοκληρωτικά, με την εξαίρεση βεβαίως των διατάξεων του άρθρου 1441 ΑΚ, περί ρυθμίσεως της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων με συμφωνία των συζύγων, κατά την σύναψη συμφωνίας για την λύση του γάμου (βλ. Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη ο.π. σελ. 323-327 , Απ. Γεωργιάδη ο.π. σελ. 563-565 και 580-583 , Π. Φίλιου Οικογενειακό Δίκαιο εκδ. 2011 σελ. 335-340 ) . Το τέκνο το οποίο γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, αλλά στη συνέχεια αναγνωρίστηκε εκούσια ή δικαστικά, αποκτά ως προς όλα τα ζητήματα θέση τέκνου γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και στους συγγενείς τους ( βλ. Π. Φίλιο ο.π. σελ. 209-210) . Στην περίπτωση της εκούσιας ή της δικαστικής αναγνώρισης του τέκνου, η γονική μέριμνα και η επιμέλεια αυτού ασκούνται από τους γονείς σύμφωνα με τους όρους και τις διακρίσεις που τίθενται αναλυτικά από τις διατάξεις του άρθρου ΑΚ 1515 (βλ. αναλυτικά για τις διακρίσεις ανάμεσα στις περιπτώσεις της εκούσιας και της δικαστικής αναγνώρισης με αγωγή του πατέρα ή των γονέων του, από τη μια πλευρά, και στις περιπτώσεις της δικαστικής αναγνώρισης όπου ο πατέρας έχει εμφανιστεί στη δίκη ως εναγόμενος και έχει αντιδικήσει με τη μητέρα ή με το παιδί, από την άλλη σε Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη ο.π. σελ. 286-293 ) .
6. Όπως έχει κριθεί (βλ. ΔιοικΕφθεσ757/2008 από «ΝΟΜΟΣ»), με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 53 του Δημοσιοϋπαλληλικού Κώδικα υλοποιήθηκαν (εκτός των άλλων ) και τα γενόμενα δεκτά με την υπ’ αρ. 3216/2003 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία ετέθη νομολογιακός κανόνας που έγινε δεκτός από τον νομοθέτη, κατά τον οποίο οι διατάξεις νόμων περί παροχής διευκολύνσεων σε εργαζόμενους γονείς ερμηνεύονται τόσο ενόψει του ανωτέρω άρθρου 21 του Συντάγματος που θέτει την μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του Κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, όσο και της αρχής του κοινοτικού δικαίου περί σιιμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Εξάλλου, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 31 του ν. 4440/2016, με τις διατάξεις του οποίου θεσπίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα αυξημένης άδειας για τους μονογονείς, το δικαίωμα αυτό χορηγήθηκε στον γονέα, ο οποίος κατοικεί με το ανήλικο τέκνο και έχει την αποκλειστική ευθύνη για την παρακολούθηση και την φροντίδα της υγείας του, ώστε αυτός να μπορεί να ανταποκριθεί άμεσα και αποτελεσματικά στις απαιτήσεις του λειτουργήματος του (βλ. Π. Φίλιο ο.π. σελ. 235-240). Ορθότερο επομένως είναι να γίνει δεκτό, ότι το ως άνω ευεργέτημα των οκτώ εργασίμων ημερών το χρόνο χορηγείται στον μονογονέα, ο οποίος κατοικεί μαζί με το ανήλικο τέκνο του και του έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση αποκλειστικά η επιμέλεια του ανηλίκου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ασκεί την γονική μέριμνα μαζί με τον άλλο γονέα. Τούτο πρέπει να γίνει δεκτό ( εκτός των άλλων) και διότι η αποτελεσματική φροντίδα της υγείας του ανηλίκου τέκνου , απαιτούν καθημερινή, συνεχή και άμεση ( προσωπική ) επαφή με το ανήλικο, έτσι ώστε όλα τα προβλήματα να διαπιστώνονται και να αντιμετωπίζονται εγκαίρως , ώστε να μην προκύψει οποιοσδήποτε κίνδυνος για την υγεία του ανηλίκου λόγω καθυστερημένης διάγνωσης και λήψης των αναγκαίων μέτρων, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ο άλλος γονέας μπορεί να κατοικεί και σε διαφορετική πόλη. Και είναι μεν αληθές, ότι και ο γονέας από τον οποίο έχει αφαιρεθεί το δικαίωμα της επιμέλειας του ανηλίκου, αλλά όχι και η γονική μέριμνα, έχει δικαίωμα συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων για σημαντικά θέματα της ζωής του παιδιού (ονοματοδοσία, επιλογή Θρησκεύματος, συναίνεση στις ιατρικές επεμβάσεις, βλ. αναλυτικά για τη διάκριση γονικής μέριμνας και επιμέλειας ΑΠ 1321/1992 και 215/1998 από «ΝΟΜΟΣ»), στερείται όμως (κατά κανόνα) της δυνατότητας άμεσης και καθημερινής επίβλεψης και παρακολούθησης της υγείας του ανηλίκου, εφόσον δεν συγκατοικεί μαζί του, σε αντίθεση με τον ασκούντα την επιμέλεια γονέα, ο οποίος ορθό είναι να έχει δικαίωμα λήψεως διπλάσιου αριθμού εργασίμων ημερών αδείας για την περίπτωση ασθένειας του τέκνου (οκτώ αντί για τέσσερις).
Ισχυρό επιχείρημα υπέρ της αποδοχής της πιο πάνω ερμηνευτικής εκδοχής παρέχεται και από την ανάλογη ρύθμιση της παραγράφου 5 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 του ίδιου άρθρου (πρόκειται για άδεια χορηγούμενη υποχρεωτικά και χωρίς γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου διάρκειας έως πέντε ετών για την ανατροφή παιδιού ηλικίας έως έξι ετών) καθώς επίσης και τις διευκολύνσεις της παρ. 2 του άρθρου αυτού ( πρόκειται για το δικαίωμα μειωμένου ωραρίου που έχει ο γονέας – υπάλληλος με αναπηρία ή με τέκνα ηλικίας έως δύο ή τεσσάρων ετών, ανάλογα με τις εκεί προβλεπόμενες διακρίσεις) δικαιούται ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου, χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στην άσκηση της γονικής μέριμνας.
Προφανώς δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για να θεωρηθεί ότι ο νομοθέτης παρέχει τις διευκολύνσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007 στον υπάλληλο γονέα που ασκεί την επιμέλεια του τέκνου, ενώ αντίθετα για την παροχή των διευκολύνσεων της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου απαιτεί την αποκλειστική άσκηση της γονικής μέριμνας.
Ορθό επίσης είναι να γίνει δεκτό, ότι αναγκαία προϋπόθεση για την χορήγηση της αυξημένης άδειας, είναι να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος δικαστική απόφαση με την οποία του έχει ανατεθεί αποκλειστικά η άσκηση της επιμέλειας του ανηλίκου. Τούτο διότι, λόγω του αναγκαστικού και προσωποπαγούς χαρακτήρα των καθηκόντων του γονέα, δεν είναι νόμιμο με απόφαση των γονέων του ανηλίκου να αφαιρεθεί πλήρως η άσκηση της επιμέλειας από τον ένα γονέα και να ανατεθεί αποκλειστικά στον άλλο. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της παρεχόμενης στους γονείς δυνατότητας να καθορίσουν με μεταξύ τους συμφωνία και χωρίς την παρέμβαση του Δικαστηρίου μία μερική κατανομή των καθηκόντων στο πλαίσιο πάντοτε της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας ( βλ. αναλυτικά ως προς το ζήτημα αυτό Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη ο.π. σελ. 312-323 , ομοίως και Απ. Γεωργιάδης ο.π. σελ. 563-564, όπου γίνεται δεκτό, ότι οποιαδήποτε συμφωνία των γονέων για αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου στον ένα από τους δύο, για να αναπτύξει έννομα αποτελέσματα, πρέπει προηγουμένως να επικυρωθεί από το Δικαστήριο, επίσης βλ. σχετικά και τις διαφορετικές απόψεις που περιλαμβάνονται στην ΓνΝΣΚ110/2015, με την οποία πάντως ερμηνεύτηκαν οι διατάξεις του άρθρου 1441 ΑΚ πριν την τελευταία τροποποίηση του άρθρου αυτού από το άρθρο 22 παρ. 2 του ν. 4509/2017) . Κατ’ εξαίρεση και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 1441 Λ Κ , όπως αυτές ισχύουν σήμερα, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας νομίμως ανατίθεται στον σύζυγο – υπάλληλο, σε περίπτωση έγγραφης συμφωνίας των συζύγων για τη λύση του γάμου, με τους όρους και τις προϋποθέσεις των ως άνω διατάξεων και επομένως, στην περίπτωση αυτή και μόνο, αρκεί για την χορήγηση της άδειας να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία ο υπάλληλος αντίγραφο της πιο πάνω συμφωνίας, χωρίς να απαιτείται η προσκόμιση δικαστικής απόφασης για την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας του τέκνου .
7. Τα ανωτέρω ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και στην περίπτωση που ο μονογονέας έχει αποκλειστικό δικαίωμα άσκησης της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου, που έχει γεννηθεί και παραμένει εκτός γάμου, ενώ ασκεί την γονική μέριμνα από κοινού με τον άλλο γονέα. Εφόσον στο έγγραφο της ερωτώσας υπηρεσίας, στο δεύτερο σκέλος του πρώτου ερωτήματος, αναφέρεται ως δεδομένο ότι η γονική μέριμνα ασκείται και από τους δύο γονείς, τούτο σημαίνει ότι έχει λάβει χώρα δικαστική ή εξώδικη αναγνώριση του ανηλίκου τέκνου, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναλυτικά ορίζονται στο άρθρο ΑΚ 1515 . Επομένως και στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ο μονογονέας που υποβάλλει το αίτημα για την χορήγηση αδείας οκτώ εργασίμων ημερών, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία δικαστική απόφαση για την αποκλειστική ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου τέκνου σε αυτόν.
8. Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα της υπηρεσίας, που αφορά στον αριθμό των ανηλίκων τέκνων για τους τρίτεκνους και τους πολύτεκνους γονείς – υπαλλήλους, που δικαιούνται το ευεργέτημα των επί πλέον ημερών αδείας, λεκτέα τα ακόλουθα:
Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου 31 του ν. 4440/2016, με το οποίο προστέθηκε για πρώτη φορά παράγραφος 8 στο άρθρο 53 του Κώδικα Δημοσίων Υπαλλήλων (στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 76 του ν. 4590/2019 και με αυτό το περιεχόμενο ισχύει σήμερα), αναφέρονται τα ακόλουθα : « Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 31 λαμβάνεται μέριμνα για τη διευκόλυνση των υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ., των ΟΤΑ και των Ν.Π.Δ.Δ. αυτών να ανταποκριθούν στην ανάγκη φροντίδας των ανήλικων τέκνων τους στην περίπτωση που αυτά ασθενούν με τη θεσμοθέτηση δικαιώματος άδειας με αποδοχές τεσσάρων ημερών το έτος. Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται για τους μονογονείς με αύξηση των ημερών σε έξι το έτος.».
Από τα ανωτέρω, αλλά και την σαφή και κατηγορηματική διατύπωση των δύο πρώτων εδαφίων της παραγράφου 8 του άρθρου 53, όπως αυτή ισχύει, σύμφωνα με την οποία η ρύθμιση αφορά αποκλειστικά και μόνο στους γονείς – υπαλλήλους με ανήλικα τέκνα τα οποία ασθένησαν, λαμβανομένου υπ’ όψιν και ότι, κατά την αναφορά που γίνεται αμέσως παρακάτω στην ιδιότητα του τρίτεκνου και του πολύτεκνου, διευκρινίζεται ότι πρόκειται για την ίδια ως άνω άδεια του πρώτου εδαφίου , σαφώς προκύπτει, ότι ο νομοθέτης δεν απέβλεψε γενικά και αόριστα στον συνολικό αριθμό των τέκνων του γονέα – υπαλλήλου που ζητάει την άδεια, αλλά ειδικά και συγκεκριμένα στον αριθμό των ανηλίκων τέκνων τα οποία ο γονέας – υπάλληλος έχει την ευθύνη να φροντίζει κατά τον χρόνο που κάποιο από τα ανήλικα τέκνα του ασθενεί και ζητείται η χορήγηση της σχετικής αδείας (ομοίως έκρινε και η πλειοψηφία στην ΓνΝΣΚ 408/2014, στην ανάλογη περίπτωση της χορήγησης της αδείας που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 51 και της παρ. 1 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1510 ΑΚ, οι γονείς έχουν υποχρέωση φροντίδας του τέκνου και επιμέλειας των υποθέσεών του στο πλαίσιο της γονικής μέριμνας, μόνο για όσο χρόνο το τέκνο είναι ανήλικο και επομένως, και για την παροχή των συγκεκριμένων διευκολύνσεων που παρέχει η παράγραφος 8 του άρθρου 53 προς τους υπαλλήλους – γονείς, ορθό είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν μόνο ο αριθμός των ανηλίκων τέκνων κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως για την παροχή της αδείας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
9. Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί του τεθέντος ερωτήματος είναι ότι:
Α) Ο υπάλληλος που υπηρετεί στο Δημόσιο και είναι διαζευγμένος γονέας που ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, καθώς και ο υπάλληλος, γονέας ανηλίκου τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, ο οποίος ασκεί αποκλειστικά την επιμέλεια του τέκνου μετά του οποίου κατοικεί, περιλαμβάνονται στην έννοια του μονογονέα, που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 53 του ν. 3528/2007, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ασκούν την γονική μέριμνα του ανηλίκου από κοινού μετά του άλλου γονέα.
Β) Για τον καθορισμό των εννοιών του τρίτεκνου και του πολύτεκνου γονέα – υπαλλήλου, που αναφέρονται στην ίδια ως άνω παράγραφο, θα πρέπει να λαμβάνεται κάθε φορά υπ’ όψιν μόνο ο αριθμός των τέκνων που είναι ανήλικα κατά τον χρόνο που ζητείται η χορήγηση αδείας και όχι ο συνολικός αριθμός των τέκνων ανεξαρτήτως ηλικίας.
Π.Κ. 14/17-10-2019 Συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις καλλυντικών με την ειδικότητα του/της συμβούλου ομορφιάς/αισθητικού (Πράξη κατάθεσης Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας Π.Κ…………………..)
Στην Αθήνα, σήμερα την 9 Οκτωβρίου 2019 οι υπογράφοντες:
1. Το Σωματείο Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Καλλυντικών
νόμιμα εκπροσωπούμενο από τις κυρίες Μιχάλη Ευσταθία – Πρόεδρο, Φερμελή
Βασιλίνα – Γενικό Γραμματέα
2. Πανελλήνιος Σύνδεσμος Βιομηχάνων & Αντιπροσώπων
Καλλυντικών και Αρωμάτων (ΠΣΒΑΚ),νόμιμα εκπροσωπούμενος από τον Θεόδωρο
Γιαρμενίτη, Πρόεδρο,
συμφώνησαν την κατάρτιση της παρούσας συλλογικής σύμβασης
εργασίας, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως εξής:
`Αρθρο 1
ΠΕΔΙΟ ΙΣΧΥΟΣ
Στις διατάξεις της παρούσας σύμβασης υπάγονται οι
εργαζόμενοι και των δύο φύλων που απασχολούνται με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
στις επιχειρήσεις καλλυντικών όλης της χώρας με την ιδιότητα του/της συμβούλου
ομορφιάς/αισθητικού. Στο πλαίσιο της παρούσας ως σύμβουλος ομορφιάς/αισθητικός
στο χώρο των καλλυντικών ορίζεται ο/η εργαζόμενος/-η που παρέχει τις εξής
εργασίες:
α) στο Λιανεμπόριο:
Παρέχει συμβουλές για την επιλογή καλλυντικών προϊόντων.
Εφαρμόζει καλλυντικά προϊόντα καθώς και αισθητικό μακιγιάζ. Προωθεί την πώληση
καλλυντικών.
Φροντίζει για τη διαθεσιμότητα των καλλυντικών προϊόντων.
β) στην Επιχείρηση:
Απασχολείται ως σύμβουλος στο τμήμα έρευνας και ανάπτυξης
καλλυντικών προϊόντων.
Απασχολείται ως εκπαιδευτής/εκπαιδεύτρια σε πρόγραμμα δια
Βίου κατάρτισης.
`Αρθρο 2
ΒΑΣΙΚΟΙ ΜΙΣΘΟΙ
Από την έναρξη ισχύος αυτής της Σ.Σ.Ε. οι Βασικοί μισθοί
των συμβούλων ομορφιάς/αισθητικών καθορίζονται ως εξής:
ΕΤΗ ΠΡΟΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
ΒΑΣΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ Από 1/10/2019
0-2
735,04
2-4
757,96
4-6
780,93
6-8
811,96
8-10
835,16
10-12
858,33
12-14
881,54
14-16
904,73
16-18
927,93
18-20
951,13
20-21
974,32
21-22
997,51
22-23
1020,71
23-24
1038,11
24-25
1055,50
25-26
1072,93
26-27
1090,30
27-28
1107,72
28-29
1125,07
29-30
1142,50
30-31
1159,87
31-32
1177,28
32-33
1194,71
33-34
1212,09
34-35
1229,51
`Αρθρο 3
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ
Στους υπαγόμενους στη σύμβαση αυτή μισθωτούς χορηγούνται
τα παρακάτω επιδόματα που υπολογίζονται στους κάθε φορά ισχύοντες Βασικούς
μισθούς τους, όπως αυτοί διαμορφώνονται με Βάση τα έτη υπηρεσίας και
προϋπηρεσίας:
1. Δεκαετούς υπηρεσίας
Στους υπαγόμενους στη ρύθμιση αυτή μισθωτούς που
συμπληρώνουν δεκαετή υπηρεσία στον κλάδο, χορηγείται επίδομα δεκαετίας σε
ποσοστό 2,5% .
Προϋπηρεσία
Ως προϋπηρεσία για την εφαρμογή της παρούσας σύμβασης
λογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας ως αισθητικού που διανύεται στον ίδιο ή άλλον
εργοδότη για εργασία αισθητικού πάσης φύσεως στα ινστιτούτα αισθητικής/ομορφιάς
και στις εταιρείες καλλυντικών και αντίθετα. Η προϋπηρεσία αποδεικνύεται με
πιστοποιητικά εργασίας των εργοδοτών στους οποίους ο/η μισθωτός-ή εργάστηκε ή,
αν αυτό δεν είναι δυνατόν, από το ασφαλιστικό Βιβλιάριο του ΙΚΑ.
2. Γάμου
Χορηγείται επίδομα γάμου στους εγγάμους μισθωτούς και των
δύο φύλων σε ποσοστό 10%. Το ίδιο επίδομα χορηγείται στους/στις χήρους-ες,
διαζευγμένους-ες καθώς και στους άγαμους γονείς, εφόσον έχουν την επιμέλεια του
παιδιού
3. Τέκνων
α) Χορηγείται επίδομα τέκνων σε ποσοστό 1% για το πρώτο,
2% για το δεύτερο κατά σειρά γέννησης τέκνο του δικαιούχου μισθωτού, ηλικίας
μέχρι 18 συμπληρωμένων, εφόσον παραμένει άγαμο και δεν εργάζεται.
β) Χορηγείται επίδομα τέκνων σε ποσοστό 5% για το τρίτο
κατά σειρά γέννησης τέκνο του δικαιούχου μισθωτού, ηλικίας μέχρι 18 ετών
συμπληρωμένων, εφόσον παραμένει άγαμο και δεν εργάζεται.
γ) Εάν το επιδοτούμενο τέκνο συνεχίζει τις σπουδές του σε
οποιαδήποτε σχολή ή σχολείο, το επίδομα αυτό εξακολουθεί να καταβάλλεται για
όσα έτη απαιτούνται για την ολοκλήρωση των σπουδών του και πάντως μέχρι τη
συμπλήρωση του 25ου έτους της ηλικίας του.
δ) Χορηγείται επίδομα εκ ποσοστού 5% για ανάπηρα
πνευματικά ή σωματικά τέκνα. Η αναπηρία κρίνεται με προηγούμενη απόφαση
αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής. Η επιδότηση αυτή παρατείνεται και μετά την
ενηλικίωση των τέκνων, εφόσον η αναπηρία καθιστά τα τέκνα ανίκανα για εργασία.
Εάν το επίδομα αυτό δικαιούται ο μισθωτός και για το πρώτο και για το δεύτερο
και τρίτο τέκνο, αυτό συμψηφίζεται με το προβλεπόμενο πιο πάνω επίδομα τέκνου
(πρώτου, δεύτερου ή τρίτου).
4. Βρεφονηπιακού σταθμού
Στους υπαγόμενους στην παρούσα εργαζόμενους χορηγείται
επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, ποσού 200 ευρώ ετησίως για κάθε παιδί. Το
επίδομα αυτό χορηγείται σε όλους τους εργαζόμενους μέχρι δύο (2) παιδιά,
ηλικίας έως τεσσάρων (4) ετών με την προϋπόθεση ότι πηγαίνουν σε βρεφονηπιακό
σταθμό, προσκομίζοντας το σχετικό παραστατικό.
5. Πτυχίου
Στους υπαγόμενους στην παρούσα εργαζόμενους που είναι
κάτοχοι πτυχίου ΤΕΙ/ΚΑΤΕΕ αντίστοιχης κατεύθυνσης, χορηγείται επίδομα πτυχίου
σε ποσοστό 11% και σε ποσοστό 9% για τους αποφοίτους αντίστοιχης κατεύθυνσης
μέσων κρατικών σχολών (παλαιού τύπου κρατικό πτυχίο, ΙΕΚ) καθώς και σε ποσοστό
3% για τους αποφοίτους αντίστοιχης κατεύθυνσης Κέντρων/Ελευθέρων Σπουδών ή
κολεγίων εξωτερικού.
6. Εκτός έδρας
Η εκτός έδρας αποζημίωση των υπαγομένων στην παρούσα
εργαζομένων ορίζεται ίση με το 1/25° των συνολικών νομίμων αποδοχών τους
σύμφωνα με την αριθμ. 21091/1946 ΚΥΑ.
Ειδικά δε ορίζεται ότι τα έξοδα μεταφοράς από και προς
τον τόπο της εκτός έδρας εργασίας, ως και τα έξοδα διαμονής και σίτισης των
εργαζομένων εκτός έδρας, καλύπτονται από τον εργοδότη με την προσκόμιση των
απαραιτήτων δικαιολογητικών (παραστατικών). Είναι αυτονόητο ότι ο χρόνος
μετακίνησης (ημέρα ταξιδιού) από και προς την έδρα της επιχείρησης θεωρείται ως
χρόνος εργασίας.
7. Στους εργαζόμενους που υπάγονται στην παρούσα
καταβάλλονται και τα εξής:
• Επίδομα (δώρο) Χριστουγέννων ανερχόμενο σε ένα μηνιαίο
μισθό.
• Ημέρα καταβολής ορίζεται η 21η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
Ολόκληρο το επίδομα Χριστουγέννων δικαιούνται οι μισθωτοί των οποίων η
εργασιακή σχέση διήρκεσε, χωρίς διακοπή, από 1η Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου. Εάν
η εργασιακή σχέση του μισθωτού δεν διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό
διάστημα, αυτός δικαιούται δύο εικοστά πέμπτα (2/25) του μηνιαίου μισθού για
κάθε δεκαεννέα (19) ημέρες διάρκειας της εργασιακής σχέσης.
• Επίδομα (δώρο) Πάσχα ανερχόμενο σε μισό μηνιαίο μισθό.
Ημέρα καταβολής ορίζεται η Μεγάλη Τετάρτη κάθε έτους. Ολόκληρο το επίδομα Πάσχα
δικαιούνται οι μισθωτοί των οποίων η εργασιακή σχέση διήρκεσε, χωρίς διακοπή,
από 1η Ιανουαρίου μέχρι τις 30 Απριλίου. Εάν η εργασιακή σχέση του μισθωτού δεν
διήρκεσε ολόκληρο το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αυτός δικαιούται ένα δέκατο
πέμπτο (1/15) του μισού μηνιαίου μισθού για κάθε οκτώ (8) ημέρες διάρκειας της
εργασιακής σχέσης.
Τα επιδόματα Χριστουγέννων και Πάσχα υπολογίζονται Βάσει
των πράγματι καταβαλλόμενων μισθών κατά τη 10η Δεκεμβρίου κάθε έτους για το
επίδομα Χριστουγέννων και την 15η ημέρα πριν το Πάσχα για το επίδομα Πάσχα.
• Επίδομα άδειας ίσο με τις αποδοχές ενός δεκαπενθημέρου,
υπολογιζόμενο βάσει των καταβαλλόμενων αποδοχών και προκαταβαλλόμενο στο
μισθωτό, μαζί με τις αποδοχές αδείας, κατά την έναρξη (την ημέρα λήψεως) της
άδειας.
`Αρθρο 4
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ κ.λ.π. ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. `Αδεια γάμου και γέννησης τέκνου
Εργαζόμενοι και εργαζόμενες που υπάγονται στην παρούσα
Σ.Σ.Ε., που συνάπτουν γάμο, δικαιούνται αδείας γάμου επτά (7) εργασίμων ημερών
με αποδοχές. Η άδεια αυτή δεν συμψηφίζεται με την ετήσια κανονική άδεια που
προβλέπεται από τον ΑΝ 539/45. Σε περίπτωση γέννησης τέκνου ο πατέρας
δικαιούται δύο (2) ημέρες άδεια με αποδοχές για κάθε τέκνο.
2. `Αδεια τοκετού και λοχείας
Η συνολική άδεια τοκετού και λοχείας ορίζεται σε δέκα
επτά (17) εβδομάδες. Οκτώ (8) εβδομάδες χορηγούνται υποχρεωτικά πριν από την
πιθανή ημερομηνία τοκετού και οι υπόλοιπες εννέα (9) μετά τον τοκετό. Σε
περίπτωση που ο τοκετός θα πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που
είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της αδείας θα χορηγείται υποχρεωτικά μετά
τον τοκετό, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται χρόνος συνολικής αδείας δέκα επτά (17)
εβδομάδων.
3. `Αδεια θηλασμού και φροντίδας παιδιών
Οι μητέρες εργαζόμενες δικαιούνται για το θηλασμό και τις
αυξημένες φροντίδες που απαιτούνται για την ανατροφή του παιδιού επί χρονικό
διάστημα τριάντα (30) μηνών από τη λήξη της άδειας τοκετού, είτε να διακόπτουν
την εργασία τους για μια (1) ώρα κάθε μέρα, είτε να προσέρχονται αργότερα, είτε
να αποχωρούν νωρίτερα κατά μία (1) ώρα κάθε μέρα από την εργασία τους.
Εναλλακτικά, με συμφωνία των μερών, το ημερήσιο ωράριο
των μητέρων μπορεί να ορίζεται μειωμένο κατά δύο (2) ώρες ημερησίως για τους
πρώτους δώδεκα (12) μήνες και σε μία (1) ώρα ημερησίως για έξη (ό)επιπλέον
μήνες.
Την άδεια απουσίας για λόγους φροντίδας παιδιού δικαιούται
και ο πατέρας εφόσον δεν κάνει χρήση αυτής η εργαζόμενη μητέρα. Στις
περιπτώσεις αυτές θα πρέπει ο άνδρας να προσκομίσει στην επιχείρηση που
απασχολείται βεβαίωση από τον εργοδότη της συζύγου του ότι η ίδια δεν λαμβάνει
την άδεια θηλασμού και φροντίδας του παιδιού.
Το δικαίωμα καθυστερημένης προσέλευσης ή πρόωρης
αποχώρησης της μητέρας και εναλλακτικά του πατέρα για τη φροντίδα του παιδιού
έχουν και οι θετοί γονείς παιδιού ηλικίας ως έξι (6) ετών, υπό τους ίδιους ως
άνω όρους των φυσικών γονέων και χρονική αφετηρία την υιοθεσία.
Την άδεια φροντίδας παιδιού δικαιούνται και οι άγαμοι
γονείς. Η άδεια φροντίδας του παιδιού, θεωρείται και αμείβεται ως χρόνος
εργασίας και δεν πρέπει να προκαλεί δυσμενέστερες συνθήκες στην απασχόληση και
στις εργασιακές σχέσεις. Μειωμένο ωράριο για τη φροντίδα του παιδιού θεωρείται
και αμείβεται ως χρόνος εργασίας.
4. `Αδεια για ασθένεια εξαρτωμένων μελών
Για τη φροντίδα εξαρτωμένων μελών οι εργαζόμενοι-ες
δικαιούνται, μετά από αίτησή τους, άδεια εργασίας μέχρι ένα (1) μήνα ετησίως,
με πλήρεις αποδοχές για ασθένεια του/της συζύγου και συγγενών μέχρι πρώτου
βαθμού αίματος ή εξ αγχιστείας. Πιστοποιητικά της ασθένειας θα πρέπει να
επιδεικνύονται από τον εργαζόμενο που θα τη δικαιούται εφόσον για
υποκειμενικούς λόγους φέρει το Βάρος της περίθαλψης του ασθενούς μέλους της
οικογένειας.
5. Προστασία μονογονεϊκών οικογενειών
Στους/στις εργαζόμενους /-ες που έχουν χηρέψει και στον
άγαμο/η γονέα, καθώς και στον διαζευγμένο/η γονέα, που έχουν την επιμέλεια του
παιδιού, χορηγείται άδεια με αποδοχές έξι (6) εργασίμων ημερών το χρόνο, πέραν
αυτής που δικαιούνται από άλλες διατάξεις. Γονέας με τρία (3) ή περισσότερα
παιδιά, δικαιούται άδεια οκτώ (8) εργασίμων ημερών. Η άδεια αυτή χορηγείται
λόγω αυξημένων αναγκών φροντίδας των παιδιών ηλικίας μέχρι (18) ετών
συμπληρωμένων, χορηγείται εφάπαξ ή τμηματικά μετά από συνεννόηση με τον
εργοδότη, σύμφωνα με τις ανάγκες του γονέα και δεν πρέπει να συμπίπτει χρονικά
με την αρχή ή το τέλος της ετήσιας κανονικής άδειας.
6. Ετήσια άδεια
Η χρονική περίοδος χορήγησης κανονικής άδειας,
καθορίζεται μετά από αίτηση του εργαζόμενου, με την επιφύλαξη του άρθρου
1 του Ν.3302/2004 . Η άδεια χορηγείται εφάπαξ. Σε διαφορετική περίπτωση, η
διεύθυνση της εκάστοτε επιχείρησης οφείλει να τεκμηριώσει τους λόγους για την
τμηματική χορήγηση της. Πάντως σε κάθε περίπτωση η ετήσια άδεια για το 3° και
για τα επόμενα έτη εργασίας δεν μπορεί να δοθεί τμηματικά περισσότερο από δύο
φορές μέσα στο χρόνο, όπου το μισό τουλάχιστον μέρος της χορηγείται το χρονικό
διάστημα μεταξύ 30 Ιουνίου και 31 Αυγούστου.
7. Ωράριο Εργασίας
Ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας των υπαγομένων στην
παρούσα Σ.Σ.Ε. εργαζομένων ανέρχεται σε 38 ώρες, με ημερήσια συνεχή απασχόληση.
Για τα σεμινάρια που οργανώνουν οι επιχειρήσεις θα καταβληθεί
προσπάθεια για να διεξάγονται εντός του ωραρίου εργασίας. Σε περίπτωση που ο
εργαζόμενος /-η συμμετέχει σε σεμινάρια εκτός του συμβατικού ωραρίου,
δικαιούται άδεια αποχής από την εργασία του ίσης με το χρόνο παρακολούθησης των
σεμιναρίων. Ειδικότερα, για τους /τις εργαζόμενους-ες σε τμήμα πωλήσεων, εφόσον
η ημέρα αργίας συμπίπτει με ημέρα προγραμματισμένου ρεπό, τότε το ρεπό
μετατίθεται σε άλλη ημέρα της ίδιας εβδομάδας.
Το προγραμματισμένο ρεπό ορίζεται Δευτέρα, Τετάρτη και
Σάββατο.
Σε περίπτωση που το σεμινάριο συμπίπτει με ρεπό, ο
εργαζόμενος/η κάνει χρήση του δικαιώματος ανάπαυσής του την επόμενη ημέρα.
8. Διάλειμμα Εργασίας
Χορηγείται σε όλους τους εργαζόμενους τριάντα (30) λεπτών
ημερήσιο διάλειμμα στο πλαίσιο του ωραρίου εργασίας τους.
Για τους συμβούλους ομορφιάς που απασχολούνται στα σημεία
πωλήσεων καταστημάτων λιανικής πώλησης καλλυντικών, ο ακριβής προσδιορισμός του
τρόπου χορήγησης του διαλείμματος καθορίζεται από τις ανάγκες του συγκεκριμένου
σημείου πώλησης και πάντως σε συνεννόηση με τον εργοδότη ή το νόμιμο εκπρόσωπο
του.
9. Γονική άδεια
`Αδεια έως 4 ημέρες το χρόνο με αποδοχές για τους γονείς
που έχουν παιδιά έως 18 ετών και παρακολουθούν μαθήματα στοιχειώδους ή μέσης
εκπαίδευσης. Την παραπάνω άδεια δικαιούνται και οι γονείς με παιδιά στο
νηπιαγωγείο.
10. Αργίες
Ως ημέρες αργίας των υπαγομένων στην παρούσα ΣΣΕ
ορίζονται οι εξής:
Η 1η του έτους, η 6η Ιανουαρίου (των Θεοφανείων), η
Καθαρά Δευτέρα, η 25η Μαρτίου, η Δευτέρα του Πάσχα, η 1η Μάιου, η 15 Αυγούστου,
η 28η Οκτωβρίου, η ημέρα των Χριστουγέννων, η δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων.
11. Αρχή ευνοϊκότερης ρύθμισης
Αποδοχές στο σύνολο τους ανώτερες από αυτές που καθορίζει
η παρούσα ή ευνοϊκότεροι όροι εργασίας που προβλέπονται από Νόμους, Υπουργικές
Αποφάσεις, συλλογικές ρυθμίσεις ,εσωτερικούς κανονισμούς, ατομικές συμβάσεις
εργασίας δε θίγονται από την παρούσα και εξακολουθούν να ισχύουν.
ΑΡΘΡΟ 5
Ισχύς Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
Η ισχύς της παρούσας συλλογικής σύμβασης εργασίας είναι μονοετής και αρχίζει από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως την 30 Σεπτεμβρίου 2020.
Άρθρα Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταλογίζονται από το ΙΚΑ βάσει του ν. 2556/1997 για αποχωρήσαντες μισθωτούς, των οποίων η οικειοθελής αποχώρησής τους δεν είχε δηλωθεί στον ΟΑΕΔ , δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα – ΣΟΛ ΑΕ
ΕΡΩΤΗΜΑ
Με απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε το 2017 επιδικάστηκαν σε Α.Ε. κύριες ασφαλιστικές εισφορές περιόδου 01.01.1999 έως 31.12.2000 πλέον προσθέτων τελών. Ο καταλογισμός έγινε από τον έλεγχο του Ι.Κ.Α. και αφορούσε κύριες ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων οι οποίοι είχαν παύσει να εργάζονται στην επιχείρηση αλλά από υπαιτιότητα της εταιρείας δεν είχε αναγγελθεί η αποχώρηση τους στον ΟΑΕΔ ως όφειλε σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2556/1997.
Οι επιδικασθείσες ασφαλιστικές εισφορές πλέον των προσθέτων τελών πληρώθηκαν στο Ι.Κ.Α. εντός του φορολογικού έτους 2018.
Εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του 2018 οι παραπάνω καταβληθείσες κύριες ασφαλιστικές εισφορές;
ΓΝΩΜΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Η Γνώμη της Φορολογικής Επιτροπής σχετικά με τα παραπάνω ερωτήματα σας είναι η εξής:
Στην εγκ. 38/1.4.98/αρ.πρωτ. Ε40/48/ΙΚΑ, με την οποία κοινοποιούνται διατάξεις του Ν. 2556/1997 «Μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής – Διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ» (και μεταξύ άλλων του άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. στ), αναφέρονται:
4. ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΟΝ Ο.Α.Ε.Δ. ΤΗΣ ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΟΥΣ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗΣ (άρθρ. 2 παρ. 1 περίπτωση στ΄ Ν. 2556/1997)
Με τις κοινοποιούμενες διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. στ του Ν. 2556/1997, καθιερώνεται υποχρέωση του εργοδότη για την αναγγελία στον Ο.Α.Ε.Δ., της οικειοθελούς αποχώρησης του μισθωτού εντός 8 ημερών, προκειμένου να είναι δυνατή η εξακρίβωση της ημερομηνίας της καθ΄ οιονδήποτε λόγο αποχώρησής του από την εργασία του και ρυθμίζεται το χρονικό σημείο διακοπής της ασφάλισης σε περίπτωση μη αναγγελίας της αποχώρησης του μισθωτού.
4.1 Σκοπός θέσπισης της κoινoπoιoύμεvης διάταξης
Στις νομοθετημένες υποχρεώσεις των εργοδοτών, έναντι του Ι.Κ.Α. και του Ο.Α.Ε.Δ., δεν περιλαμβανόταν υποχρέωσή τους να γνωστοποιούν την ημερομηνία της oικειοθελoύς αποχώρησης του εργαζομένου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η ημερομηνία διακοπής της εργασιακής σχέσης και κατ΄ επέκταση η ημερομηνία διακοπής της ασφάλισης.
Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη, που καθιερώνεται με τις κοινοποιούμενες διατάξεις σε συνδυασμό με την υποχρέωση τήρησης του ΕΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ, κρίθηκε απαραίτητο να θεσμοθετηθεί, ώστε να είναι δυνατή η εξακρίβωση του χρόνου ασφάλισης των εργαζομένων και παράλληλα να διασφαλίσουν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι εργοδότες τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
4.2 Έναρξη ισχύος της κοινοποιούμενης διάταξης
Οι κοινοποιούμενες διατάξεις, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 περ. στ΄ άρθρο 2 του ν. 2556/1997, έχουν εφαρμογή μετά την 1/4/1998.
4.3 Υποχρεώσεις εργοδοτών. Συνέπειες για τους εργοδότες που δεν τις τηρούv. Ενέργειες Υπηρεσιών Εσόδων
Από το περιεχόμενο των κοινοποιούμενων διατάξεων, προκύπτει με σαφήνεια, ότι οι εργοδότες πρέπει ν΄ αναγγείλουν την αποχώρηση του μισθωτού στον Ο.Α.Ε.Δ. σε προθεσμία οκτώ (8) ημερών ανεξάρτητα από την αιτία αποχώρησής τους, (οικειοθελής αποχώρηση, κ.λ.π). Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν τηρήσει την υποχρέωσή του αυτή, η ημερομηνία απoχώρησης του εργαζομένου μπορεί να αποδειχθεί μόνο από επίσημα έγγραφα στοιχεία του ίδιου ή του εργαζομένου.
Επειδή, από τις κοινοποιούμενες διατάξεις, δεν ορίζονται ρητά τα επίσημα έγγραφα στοιχεία, από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί η ημερομηνία αποχώρησης του εργαζομένου, οι εργοδότες θα πρέπει να αναγγέλλουν την καθοιοδήποτε λόγο αποχώρηση του εργαζομένου εντός της προθεσμίας των οκτώ (8) ημερών στον Ο.Α.Ε.Δ. και να μην στηρίζονται στην εκ των υστέρων απόδειξη της ημερομηνίας αυτής από άλλα στοιχεία. Ακόμη, πρέπει να τηρούν αντίγραφο της σχετικής δήλωσης προκειμένου να δικαιολογούν την διακοπή της ασφάλισης, όταν διενεργείται έλεγχος στην επιχείρηση τους από τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α..
Εάν οι εργοδότες δεν δηλώσουν στον Ο.Α.Ε.Δ. την αποχώρηση του μισθωτού και η ημερομηνία αυτής δεν αποδεικνύεται από επίσημα έγγραφα στοιχεία, οι μισθωτοί ασφαλίζονται, για όλη την χρονική περίοδο, από την ημερομηνία της πρόσληψης μέχρι την προηγούμενη της ημέρας του ελέγχου, κατά τον οποίο διαπιστώνεται η αποχώρηση, αφαιρούμενης της οκταήμερης προθεσμίας. Εξυπακούεται, ότι, κατά την ασφάλιση των προαναφερόμενων μισθωτών, επιβάλλονται στον εργοδότη όλες οι προβλεπόμενες κυρώσεις (Π.Ε.Ε., Π.Ε.Π.Ε.Ε., κ.λ.π).
Από τη διατύπωση της διάταξης, προκύπτει, ότι τα στοιχεία, τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη σαν αποδεικτικά της ημερομηνίας αποχώρησης του μισθωτού, πρέπει να είναι έγγραφα, να έχουν εκδοθεί ή θεωρηθεί από Δημόσια Αρχή ή να έχουν κατατεθεί σε αυτή. Συμπεραίνεται, λοιπόν ότι, η Υπεύθυνη Δήλωση του εργοδότη ή του εργαζόμενου δεν μπορεί να θεωρηθεί επίσημο στοιχείο. Ενδεικτικά αναφέρουμε παρακάτω μερικά στοιχεία που μπορούν να θεωρηθούν επίσημα και να ληφθoύν υπόψη σαν αποδεικτικά της ημερομηνίας αποχώρησης του εργαζόμενου και της διακοπής της ασφάλισης.
α) Το ατομικό βιβλιάριο στρατευσίμου ή άλλο στρατολογικό έγγραφο, από το οποίο αποδεικνύεται, αποχώρηση του ασφαλισμένου λόγω στράτευσης.
β) Γνωμάτευση γιατρού του Ι.Κ.Α. ή υγειονομικής επιτροπής του Ι.Κ.Α. ή Νοσοκομείου, περί ανικανότητας εργασίας για το χρονικό διάστημα μετά την λήξη της υποχρέωσης του εργοδότη ν΄ ασφαλίσει τον ασθενή απασχολούμενο κι εφόσον αυτός δεν επέστρεψε στην εργασία του.
Οι αρμόδιοι. υπάλληλοι των υπηρεσιών εσόδων, κατά τη διενέργεια του ουσιαστικού ελέγχου, πρέπει να διαπιστώνουν και την ημερομηνία διακοπής της απασχόλησης, ελέγχοντας την ημερομηνία της σχετικής δήλωσης που έχει υποβάλλει ο εργοδότης στον Ο.Α.Ε.Δ.. Αντίγραφο της δήλωσης πρέπει να επισυνάπτεται στις μισθολογικές καταστάσεις και να αρχειοθετείται μαζί μ΄ αυτές στο φάκελο του εργοδότη στο Υποκατάστημα.
Από τις κoινoπoιoύμεvες διατάξεις, προβλέπεται ακόμη ότι, εάν ο εργοδότης δεν αναγγείλει την καθ΄ οιονδήποτε λόγο αποχώρηση του εργαζόμενου στον Ο.Α.Ε.Δ., η ημερομηνία της απoχώρησης μπορεί ν΄ αποδεικνύεται από άλλο έγγραφο επίσημο στοιχείο του εργοδότη ή του μισθωτού.
Κατά τη διενέργεια, λοιπόν, ουσιαστικού ελέγχου σε επιχείρηση κι εφόσον διαπιστωθεί, ότι ο εργοδότης δεν τηρεί στοιχεία αποδεικτικά της ημερομηνίας αποχώρησης του μισθωτού, θα καταλογίζονται εισφορές για την ασφάλισή του μέχρι την προηγούμενη του ελέγχου αφαιρούμενης της οκταήμερης προθεσμίας.
Στο άρθρο 31 παρ. 17 του ν. 2238/1994 (φορολογικού νόμου, που ήταν σε ισχύ κατά τη διενέργεια της παράβασης) αναφέρονται:
«…………………………………………17. Οι ποινικές ρήτρες, τα πρόστιμα , οι πρόσθετοι φόροι, οι προσαυξήσεις και οι χρηματικές ποινές που επιβάλλονται για οποιονδήποτε λόγο σε βάρος επιχείρησης δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της. …………………………………………………………».
Στο άρθρο 23 περ ε’ του ν. 4172/2013 (φορολογικού νόμου, που είναι σε ισχύ κατά τον χρόνο πληρωμή της ποινής) ορίζονται:
«Οι ακόλουθες δαπάνες δεν εκπίπτουν: ………………………………………………………….. ε) πρόστιμα και ποινές, περιλαμβανομένων των προσαυξήσεων, …………………………………………………………»
«Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε., οι οποίες:
α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,
β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση,
γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.».
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι:
– η εταιρεία επιβαρύνθηκε με την ανωτέρω δαπάνη, επειδή δεν τήρησε τη νομοθετικά θεσμοθετημένη υποχρέωσή της να δηλώσει στον ΟΑΕΔ, την οικειοθελή αποχώρηση των μισθωτών της από την εργασία τους. Οι συνέπειες, που από το N. 2556/1997 επιβάλλονται, δεν εκπίπτουν κατά την πληρωμή τους ούτε με τον ισχύοντα σήμερα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013) ούτε και από τον προϊσχύοντα φορολογικό Ν. 2238/1994.
– οι επιδικασθείσες ασφαλιστικές εισφορές δεν αντιστοιχούν σε πραγματική απασχόληση των εργαζομένων, άρα δεν έγιναν προς το συμφέρον της εταιρείας και συνεπώς δεν αναγνωρίζονται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας.
Άρειος Πάγος 445/2019 Σύμβαση είναι και η εκπόνηση μελέτης ή επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου από μηχανικό – Πότε είναι καταβλητέα η αμοιβή του μηχανικού – Άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου
Αριθμός 445/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη
Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα –
Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 11
Δεκεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να
δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσείοντων: 1)Του Νομικού Προσώπου
Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ
ΕΛΛΑΔΟΣ” που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρό
αυτού, 2)Σ. Ν., κατοίκου … και 3)Σ. Π., κατοίκου …. Το πρώτο εκπροσωπήθηκε
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ………….., που δεν κατέθεσε προτάσεις, η
δεύτερη παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………… και ο
τρίτος εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του
…………….., που κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: “…”
που εδρεύει στα … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους
πληρεξούσιους δικηγόρους της …………… και ……………., που κατέθεσε
προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/12/2009
αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο
Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 94/2017 του
Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι
αναιρεσείοντες με την από 16/11/2017 αίτησή τους και τους από 8/8/2018
προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το
πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι
των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι
πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του
αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 495 του
ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 ισχύοντος από 2.4.2012 κατά το άρθρο 113
αυτού, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, και η οποία
αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 μετά την αναδιατύπωση του εν λόγω
άρθρου, ισχύοντος από 1.1.2016 [κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του
τελευταίου αυτού νόμου], προβλέπεται η καταβολή παραβόλου από εκείνον που ασκεί
το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης (και επί
περισσοτέρων ομοδίκων ενός παραβόλου), το οποίο ανέρχεται στο ποσό των
τριακοσίων (300) ευρώ για την περίπτωση της αναίρεσης, που επισυνάπτεται στην
έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, με κύρωση, σε περίπτωση μη καταβολής αυτού,
την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου από το Δικαστήριο. Σύμφωνα όμως
με το τελευταίο εδάφιο της διάταξης αυτής, η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για τις
διαφορές, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 614 παρ. 5 του ιδίου Κώδικα (διαφορές για
αμοιβές, μεταξύ άλλων, μηχανικών – προηγουμένως άρθ. 677 επ. του ΚΠολΔ). Στην
προκειμένη περίπτωση κατά την κατάθεση της ένδικης από 16.11.2017 και με αριθ.
κατάθεσης 35/16.11.2017 αίτησης αναίρεσης κατά της υπ’ αριθ. 94/2017 απόφασης
του (Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου, με αντικείμενο διαφορά αφορώσα την καταβολή
αμοιβής μηχανικού, οι αναιρεσείοντες προέβησαν στην επισύναψη του υπ’ αριθ.
174564849958 0115 0053 ηλεκτρονικού παραβόλου, ύψους τετρακοσίων πενήντα (450)
ευρώ για την άσκηση της αναίρεσης. Η ως άνω διαφορά όμως, ως διαφορά για την
καταβολή αμοιβής σε μηχανικό, απαλλάσσεται της καταβολής παραβόλου για το
παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης και κατά συνέπεια το καταβληθέν παράβολο πρέπει
να αποδοθεί στους αναιρεσείοντες, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης επί της
ως άνω αίτησης αναίρεσης (ΑΕΔ 3, 4/2014).
Με την από 16.11.2017 και με αριθ. κατάθεσης
35/16.11.2017 αίτηση αναίρεσης και τους από 8.8.2018 και με αριθ. κατάθ.
64/8.8.2018 δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετους λόγους αναίρεσης,
προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των
διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας υπ’ αριθ. 94/14.6.2017 απόφαση του
(Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου. Με την προσβαλλομένη απόφαση έγιναν τυπικά δεκτές
και απορρίφθηκαν κατ’ ουσία οι συνεκδικασθείσες: α) από 8.7.2011 και με αριθ.
κατάθ. 23/11.7.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ.
με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, ως κατά νόμο
υποκατάστατου για την καταβολή της οφειλομένης σε μηχανικούς αμοιβής, β) από
7.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 24/11.7.2011 έφεση των προσθέτως κατά την ενώπιον
του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δίκη παρεμβάντων μηχανικών υπέρ του άνω ενάγοντος
Ν.Π.Δ.Δ. και ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων και γ) με ίδιο
δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι έφεσης των ως άνω εκκαλούντων – προσθέτως
παρεμβάντων κατά της με αριθ. 1/13.1.2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Νάξου. Με την εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που επικυρώθηκε
κατά τ’ ανωτέρω με την προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου
μετά από αντικατάσταση των αιτιολογιών, είχαν απορριφθεί ως κατ’ ουσία
αβάσιμες: α) η από 11.12.2009 και με αριθ. κατάθ. 803/15.12.2009 αγωγή του
ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ
ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, κατά της πρώτης των εκεί εναγομένων και ήδη
αναιρεσίβλητης …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον
…………………………, με την οποία ζητείτο η επιδίκαση στο ως άνω
Ν.Π.Δ.Δ., ως υποκατάστατο των μηχανικών Σ. Ν. και Σ. Π., των χρηματικών ποσών
των 343.986,43 και 349.945,10 ευρώ αντίστοιχα, ως οφειλομένη σε αυτούς αμοιβή
από σύμβαση έργου. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως παθητικώς ανομιμοποίητη η
αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά του δευτέρου των εναγομένων, νομίμου
εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης …, μη διαδίκου στις επόμενες της
πρωτοβαθμίου δίκες και β) η ασκηθείσα κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του
πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο καταχωρηθείσα στα πρακτικά
συνεδρίασης δίκης, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ. των ως άνω
μηχανικών Σ. Ν. και Σ. Π., ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων. Η αίτηση
αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση
επιδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση επί
αντιγράφου αυτής της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ο. Δ., η δε
αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη
απόφαση δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2017 (άρθ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.
1, 566 παρ.1, 144 του ΚΠολΔ). Επίσης οι πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης των δευτέρου
και τρίτης των αναιρεσειόντων ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση του οικείου
δικογράφου στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 8 Αυγούστου 2018 (αρ. κατ.
64/8.8.2018) και επίδοση αυτού στις 7 Σεπτεμβρίου 2018 στην αναιρεσίβλητη, όπως
προκύπτει από την μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένη με αριθμό ….40/7.9.2018 έκθεση
επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Α. Δ., ήτοι
περισσότερες από τριάντα ημέρες πριν την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11ης
Δεκεμβρίου 2018 (άρθ. 569 παρ.2 του ΚΠολΔ), οπότε συζητήθηκε η υπόθεση. Είναι
συνεπώς παραδεκτοί (άρθ. 577 παρ.1 του ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθούν
περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των διαλαμβανομένων στα άνω
δικόγραφα λόγων αναίρεσης (άρθ. 577 παρ. 3 του ΚπολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 681 του ΑΚ με την
οποία ορίζεται ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει
το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, προκύπτει ότι και η
σύμβαση με την οποία ανατίθεται σε μηχανικό η εκπόνηση μελέτης ή / και η
επίβλεψη συγκεκριμένου οικοδομικού έργου, φέρει το χαρακτήρα μίσθωσης έργου. Με
τη σύμβαση αυτή ο μηχανικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο
εκπονώντας την αναληφθείσα μελέτη ή / και επιβλέποντας την κατασκευή του έργου,
δικαιούται δε, παραδίδοντας τούτο (άρθ. 694 ΑΚ), να λάβει τη συμφωνηθείσα
αμοιβή. Σύμφωνα δε με τα όσα ίσχυαν κατά το κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργηση
των υποχρεωτικών ελαχίστων ορίων αμοιβής των μηχανικών με τοάρθρο 7του Ν.3919/2011, η αμοιβή
αυτή δεν επιτρεπόταν να είναι κατώτερη από τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής
που καθορίζονται από τις διατάξεις του Π. Δ/τος 696/1974 “Περί αμοιβών
μηχανικών διά σύνταξιν μελετών, επίβλεψιν, παραλαβήν κλπ” (ΦΕΚ Α 301),
όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το Π.Δ/μα 515/1989 (ΦΕΚ Α 219), που
εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 59 του Ν. Δ/τος της
17.7/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων κλπ” και του άρθρου μόνου του Ν.
Δ/τος 2726/1953, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 46 περ. δ` του Ν.
3316/2005 (ΦΕΚ Α 42) (ΑΠ 82/2016, ΑΠ 77/2011, ΑΠ 648/2010). Την ως άνω αμοιβή
δύναται να αξιώσει είτε το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ως υποκαθιστάμενο
στα δικαιώματα του μηχανικού κατά τις διατάξεις του Β. Δ /τος 30/31.5.1956,
είτε ο ίδιος ο μηχανικός (ΑΕΔ 26/1993).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 104 παρ. 2 εδ. 1 του εν λόγω Π.Δ/τος “Δια τα
ιδιωτικά έργα η πλήρης αμοιβή της μελέτης δέον να κατατίθεται, κατά τας
κειμένας διατάξεις, προ της υποβολής της συνταχθείσης μελέτης προς έγκρισιν ή
έκδοσιν της τυχόν απαιτουμένης αδείας”. Με την διάταξη αυτή, για την
πληρωμή της αμοιβής του μηχανικού, εισάγεται παρέκκλιση από την από το άρθρο
694 ΑΚ καθιερωμένη αρχή, κατά την οποία η αμοιβή του εργολάβου καταβάλλεται
συγχρόνως με την παράδοση του έργου, και ορίζεται ότι η καταβολή της αμοιβής
του μηχανικού για την εκπόνηση μελέτης προς έκδοση αδείας ανεγέρσεως οικοδομής
γίνεται μόλις ολοκληρωθεί η μελέτη και πριν αυτή υποβληθεί στην αρμόδια
Πολεοδομική Υπηρεσία προς έκδοση της άδειας. Δεν καταβάλλεται μάλιστα αυτή
(αμοιβή) στα χέρια του μηχανικού, αλλά κατατίθεται στο Τεχνικό Επιμελητήριο
Ελλάδος για λογαριασμό του, μετά την κατάθεση δε αυτής ο μηχανικός υποβάλλει το
φάκελο, μαζί με την απόδειξη προκατάθεσης της αμοιβής του, στην Πολεοδομική
Υπηρεσία. Εάν δεν προσκομίσει την απόδειξη αυτή ο φάκελος θεωρείται ελλιπής και
δεν επιτρέπεται να εκδοθεί άδεια.
Συνεπώς, η αμοιβή του μηχανικού είναι καταβλητέα μόλις αυτός ολοκληρώσει τη
μελέτη, η ολοκλήρωση δε της παράδοσης αυτής (του έργου) γίνεται με την υποβολή
της μελέτης στην αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία για την έκδοση της άδειας (ΑΠ
686/2007, ΑΠ 551/2007, ΑΠ 225/2003).
Αυτονόητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης αυτής είναι η εκπόνηση της
μελέτης από τον μηχανικό στον οποίο είχε ανατεθεί από τον εργοδότη το έργο
αυτό. Εξάλλου στη μεταξύ του εργολάβου – μηχανικού και του εργοδότη σύμβαση
έργου εφαρμόζονται και οι λοιπές διατάξεις των άρθρων 681 επόμ. του ΑΚ, μεταξύ
των οποίων και η διάταξη του άρθρου 686 του ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι:
“Αν ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου, ή αν, χωρίς
υπαιτιότητα του εργοδότη, επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολό της ή εν μέρει με
τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του
έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το
χρόνο της παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου,
διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της”.
Όπως προκύπτει από την άνω ρύθμιση του άρθρου 686 εδ. α` του ΑΚ για την άσκηση
του δικαιώματος υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους του εργοδότη δεν
απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων της υπερημερίας του εργολάβου, ούτε η
ύπαρξη υπαιτιότητας του εργολάβου στην καθυστέρηση, η οποία μπορεί να οφείλεται
και σε αντικειμενικές δυσχέρειες, όπως σε ευθύνη τρίτου ή ακόμη και σε ανώτερη
βία. Επίσης δεν απαιτείται η τήρηση των διατάξεων των άρθρων 383 επ. του ΑΚ,
γιατί πρόκειται για υπαναχώρηση που παρέχεται ευθέως από το νόμο και σε αυτήν
εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 του ΑΚ (ΑΠ 77/2011,
ΑΠ 1035/2010).
Ειδικότερα επί οικοδομικού έργου, η χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη παράλειψη
έκδοσης από τον εργολάβο – μηχανικό της κατά νόμο απαιτουμένης οικοδομικής
αδείας για την ανέγερση της οικοδομής ή η παράλειψη αναθεώρησης αυτής, οσάκις
τούτο απαιτείται, με συνέπεια την καθυστέρηση στην έναρξη ή στην ολοκλήρωση των
εργασιών, παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση
έργου κατ’ εφαρμογή του εν λόγω άρθρου 686 εδ. α του ΑΚ (ΑΠ 77/2011).
Από δε τις συνδυασμένες διατάξεις των ως άνω άρθρων 686 εδ. α, 387 παρ. 2, 389
και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις
διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον
εργολάβο ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μίσθωσης έργου, η σύμβαση αυτή
καταργείται από τη στιγμή της κατάρτισής της (extunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται
αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για
παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να
αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον
αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθ. 904 επ. του ΑΚ), για αιτία που έληξε (ΑΠ
997/2010, ΑΠ 1031/2004). Στην περίπτωση δε αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του
ληφθέντος αντικειμένου ο οφειλέτης αποδίδει το γι’ αυτό ληφθέν αντάλλαγμα. Επί
παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του
έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά
ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 77/2011). Η δήλωση του εργοδότη
ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση είναι απρόθεσμη και δεν υπόκειται σε παραγραφή,
για την εγκυρότητα δε αυτής είναι αδιάφορο αν κατά το χρόνο που αυτή έλαβε χώρα
έχει εκτελεσθεί ένα μεγάλο μέρος του ανατεθέντος έργου. Είναι τελείως
διαφορετικό ότι στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης έχει κατά τη διακριτική του
ευχέρεια το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από το τμήμα του έργου που δεν έχει
εκτελεσθεί κατά το χρόνο της υπαναχώρησης, οπότε ο εργοδότης οφείλει στον
εργολάβο μόνο την αντίστοιχη αμοιβή για το μέχρι τότε εκτελεσθέν έργο με βάση
τη σύμβαση (ΑΠ 1035/2010) και να μην υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση.
Το παρεχόμενο με το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ
δικαίωμα υπαναχώρησης μπορεί να ασκηθεί και μετά τον συμφωνημένο χρόνο
παράδοσης του έργου, αν δεν πληρώθηκαν μέχρι τη λήξη της προθεσμίας παράδοσης
αυτού οι από το άρθρο 686 εδ.α του ΑΚ υποχρεώσεις του εργολάβου για την έγκαιρη
έναρξη και για τη μη επιβράδυνση των εργασιών εκτέλεσης του έργου κατά τρόπο,
που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση αυτού, αφού
κατ’ εξοχή στην περίπτωση αυτή προκύπτει ότι είναι ανέφικτη η έγκαιρη
ολοκλήρωση και παράδοση του έργου (ΑΠ 652/2008, ΑΠ 1619/1996). Για τη θεμελίωση
του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 686 εδ. α του ΑΚ δικαιώματος
υπαναχώρησης του εργοδότη από την εργολαβική σύμβαση, απαιτείται α)
αντισυμβατική καθυστέρηση έναρξης της εκτέλεσης του έργου ή αντισυμβατική
επιβράδυνση εκτέλεσης του έργου, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη και β) αδυναμία
έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, εξαιτίας της καθυστέρησης έναρξης ή της
επιβράδυνσης της εκτέλεσης.
Περαιτέρω στην περίπτωση που η μη έγκαιρη έναρξη του έργου ή η επιβράδυνση των
εργασιών οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε τα δικαιώματα του εργοδότη
από την υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια, σύμφωνα με το εδάφιο β
της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 686 του ΑΚ και κατά συνέπεια κατ’ εφαρμογή των
διατάξεων των άρθρων 686 εδ. β, 343 παρ.2, 383, 385, 389 παρ.2 και 390 του ΑΚ ο
εργοδότης μπορεί και πάλι να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 1378/2010)
και μάλιστα χωρίς να τάξει στον υπερήμερο εργολάβο εύλογη προθεσμία για την
εκπλήρωση της παροχής, αν από την όλη στάση του τελευταίου προκύπτει ότι το
μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο εργοδότης δεν έχει πλέον συμφέρον στην
εκτέλεση της σύμβασης. Οι σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπαναχώρηση εκ μέρους
του δικαιούχου συνιστά μονομερή απευθυντέα δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα,
η δε δήλωση αυτής, ρητή ή και σιωπηρά, δεν υπόκειται σε τύπο, είναι απρόθεσμη
και μπορεί να γίνει και με την άσκηση αγωγής (ΑΠ 1759/2009).
Διάφορη της κατά τα ανωτέρω υπαναχώρησης συνιστά η κατά τη διάταξη του άρθρου
700 του ΑΚ καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης έργου, κατά την οποία ο εργοδότης
έχει δικαίωμα μέχρι την αποπεράτωση του έργου να καταγγείλει οποτεδήποτε και
για οποιοδήποτε λόγο τη σύμβαση, οπότε αυτή λύεται για το μέλλον (exnunc), αυτός δε οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Η
κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως του εργοδότη συνιστά
υπαναχώρηση κατά το άρθρο 686 του Α.Κ. ή καταγγελία κατά το άρθρο 700 του Α.Κ.
υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, με βάση τα κατ` ουσία γενόμενα δεκτά
ανελέγκτως πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 121/2014, ΑΠ 1376/2012).
Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ.
α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού
δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των
δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού
ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ
συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί,
ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η
δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή
όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την
αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των
περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με
τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του
δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και
των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του
ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε
περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο
αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το
δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.
19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως
αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε
ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η
οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος,
προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην
ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά
περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν
όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή
την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους
“αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές
αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε
αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για
ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση
του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται,
αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της
συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής
περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν
προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη
στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που
εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται
ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων,
εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και
πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος
πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου,
του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της
απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες.
Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και
γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό
διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι
αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και
σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του
δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν
παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως
εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης
του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα
ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19
του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως
και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων
(ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Επί πλέον από τη
διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το
δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του
περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού
δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή
τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το
περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις
προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού
πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από
το δικαστήριο του Αρείου Πάγου.
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των
προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την
αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Δυνάμει του από 9.8.1996
ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης έργου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εναγομένης
… [ήδη αναιρεσίβλητης], που εκπροσωπείται νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις
του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας, από τον Σεβασμιώτατο Φ. Π.,
καθολικό Επίσκοπο ………………… και των υποκαθισταμένων μελών του
ενάγοντος Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος [ήδη πρώτου των αναιρεσειόντων],
αρχιτέκτονος μηχανικού Σ. Ν. και πολιτικού μηχανικού Σ. Π. [ήδη δεύτερης και
τρίτου των αναιρεσειόντων αντίστοιχα], η εναγομένη ανέθεσε στους
υποκαθισταμένους μηχανικούς την εκπόνηση μελέτης και την επίβλεψη του έργου
σχετικά με α) την ανέγερση νέας ισόγειας οικοδομής, επιφανείας 399,48 τμ και β)
την αναστύλωση παλαιών κτισμάτων, ήτοι την ανακατασκευή παλαιών ερειπωμένων
μοναστηριών, τα οποία είχαν παραχωρηθεί στην …, ήτοι Κτίριο διαμονής ιερέων,
Πτέρυγα Μονής ………….., Κτίριο Εστιατορίου της Μονής ………………,
κτίριο επονομαζόμενο ….. και Κτίριο ….., τα οποία είχαν καταστραφεί από
τους σεισμούς του 1956, ώστε να λάβουν τη μορφή που είχαν στο παρελθόν,
αποτελουμένων εκ δύο ορόφων, συνολικής επιφάνειας 3.736,15 τμ. Το όλο έργο θα
κατασκευαζόταν επί δύο εφαπτόμενων ακινήτων ιδιοκτησίας της εναγομένης στα …,
προκειμένου να στεγαστεί στο νέο κτίριο οίκος ευγηρίας. Πράγματι σε εκτέλεση
της άνω σύμβασης, οι υποκαθιστάμενοι – προσθέτως παρεμβαίνοντες μηχανικοί
προέβησαν στη σύνταξη όλων των απαιτουμένων μελετών (αρχιτεκτονική,
θερμομόνωσης, φέροντος οργανισμού κλπ), τις οποίες υπέβαλαν στις 19.12.1996 στο
Πολεοδομικό Γραφείο Θήρας προς έκδοση των απαιτούμενων οικοδομικών αδειών και
επί των αιτήσεων αυτών εκδόθηκαν αντίστοιχα οι υπ’ αριθ. 50/1997 οικοδομική
άδεια (για την ανέγερση του νέου ισογείου κτίσματος) και υπ’ αριθ.51/1997 (για
την αναστύλωση του υπάρχοντος) οικοδομική άδεια. Περαιτέρω απεδείχθη ότι η
εναγομένη, δυνάμει προφορικής συμβάσεως έργου ανέθεσε την επίβλεψη και τον
συντονισμό του όλου έργου στον πολιτικό μηχανικό Ά. Δ., ενώ στη συνέχεια
δημοπράτησε το όλο έργο, την ανέγερση του οποίου ανέλαβε ο εργολάβος Π. Ο.
δυνάμει των από 5.11.1999, 15.11.2001 και 5.11.2002 ιδιωτικών συμφωνητικών, το
πρώτο εκ των οποίων αφορούσε την εκτέλεση του έργου των χονδροκατασκευών στα
κτίρια των Ιερέων και της πρώην Σχολής [ενν. Μονής] ……, το δεύτερο στην
εκτέλεση του έργου των χονδροκατασκευών στα κτίρια …., …. και …. και το
τρίτο την εκτέλεση του πρόσθετου έργου κατασκευής οροφής τραπεζαρίας,
ευρισκομένης στο Κτίριο του Μαγειρείου. Στα ανωτέρω ιδιωτικά συμφωνητικά, τα
οποία υπογράφηκαν για λογαριασμό της εναγομένης, από τον τοπικό ιερέα Ν. Κ.,
καθοριζόταν ο ακριβής χρόνος παραδόσεως του κάθε επί μέρους έργου, ενώ σε
περίπτωση υπερημερίας του εργολάβου, προβλεπόταν η εκ μέρους του καταβολή
χρηματικού ποσού ως ποινικής ρήτρας, καθώς και δυνατότητα της εναγομένης να τον
κηρύξει έκπτωτο. Έτσι με βάση το από 5.11.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό το κτίριο
των Ιερέων έπρεπε να παραδοθεί στις 25.1.2000, το κτίριο των …… στις
25.2.2000, με βάση το από 25.11.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό το κτίριο του ……
έπρεπε να παραδοθεί στις 25.1.2002, το κτίριο του …….. στις 25.2.2002, το
κτίριο του …. στις 25.1.2002 και τέλος, με το από 5.11.2002 ιδιωτικό
συμφωνητικό ο όροφος τραπεζαρίας έπρεπε να παραδοθεί στις 5.5.2003. Κατά τη
διάρκεια της διαδικασίας έκδοσης των άνω οικοδομικών αδειών η εντολή του
νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης Επισκόπου Φ. Π. προς τους δύο
υποκαθισταμένους μηχανικούς ήταν η ταχεία εκτέλεση του έργου στα πλαίσια της
νομιμότητας, λόγω της διαφύλαξης του κύρους της Καθολικής Εκκλησίας στο νησί της
…. Περί αυτής της εντολής είναι ενδεικτική η από 25.8.1997 επιστολή του άνω
Επισκόπου προς το τεχνικό γραφείο της Σ. Ν., στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει
” … η έκπληξή μου είναι μεγάλη, όταν μου παρουσιάσατε σχέδια εφαρμογής
που δεν ήταν εγκεκριμένα … κάθε αλλαγή στην εκτέλεση των εγκεκριμένων σχεδίων
μπορεί να θεωρηθεί παράβαση … από την πλευρά μας δεν θέλουμε να δίνουμε
αφορμές για το παραμικρό.” Στη συνέχεια, απεδείχθη ότι κατά τη διάρκεια
των εκσκαφών προέκυψαν διάφοροι μη προβλεπτοί παράγοντες και δη ανακαλύφθηκαν
υπόσκαφες στοές στο υπέδαφος της θεμελιώσεως των κτιρίων, υδαταποθήκες και
χαλαρότητα του εδάφους επί των οποίων είχαν θεμελιωθεί τα παλαιά κτίρια, με
αποτέλεσμα να απαιτούνται νέες μελέτες προς αντιμετώπιση των ευρημάτων και
αναθεώρηση των αρχικών οικοδομικών αδειών, προκειμένου να αναπροσαρμοστούν οι
νέες κατασκευές με τα δεδομένα αυτά. Κατόπιν αυτών η εναγομένη έδωσε εντολή
στους υποκαθιστάμενους μηχανικούς να προβούν σε αναθεώρηση των αδειών, με
εκπόνηση νέων μελετών, ώστε να συνεχιστεί και να περατωθεί νομίμως το όλο έργο.
Εξάλλου, απεδείχθη ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί κατέθεσαν στο Πολεοδομικό
Γραφείο … τις με αριθ. πρωτ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεις για την αναθεώρηση
των υπ’ αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών, χωρίς παράλληλα να επισυνάψουν
στις αιτήσεις αυτές τα σχετικά σχέδια και μελέτες που απαιτούνταν για την
έγκριση των αναθεωρήσεων, αφού αυτοί δεν είχαν εκπονήσει οριστικά σχέδια, αλλά
ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών προέβαιναν σε συνεχείς αλλαγές και μετατροπές
των σχεδίων και μελετών τους. Οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί σχετικά με το ζήτημα
της υποβολής των μελετών ισχυρίζονται ότι οι μελέτες και τα σχεδιαγράμματα
υποβλήθηκαν μαζί με τις αιτήσεις, πλην όμως οι αναθεωρήσεις των αδειών δεν
εγκρίθηκαν, λόγω της άρνησης της εναγομένης να καταβάλει στην Τράπεζα και στα
αρμόδια Ταμεία τις από το νόμο προβλεπόμενες αμοιβές τους και σε κάθε περίπτωση
είχαν παραδώσει στην εναγομένη τα νέα σχέδια και τις μελέτες τους, ενώ αντίθετα
η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε κατατέθηκαν στην Πολεοδομία …. οι μελέτες
με τα σχεδιαγράμματα, ούτε παραδόθηκαν σε αυτήν σχέδια και μελέτες, ότι το έργο
παρουσίασε σημαντικές καθυστερήσεις και η συνέχιση του έργου, λόγω μη έγκρισης
των αναθεωρήσεων αυτών, κατέστησε το έργο αυθαίρετο, σε αντίθεση με όσα είχαν
συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών τόσο ως προς το χρόνο ολοκλήρωσης του έργου
αλλά και ως προς τη νομιμότητά του. Ο ισχυρισμός των υποκαθισταμένων μηχανικών
περί υποβολής των μελετών στην Πολεοδομία και περί παράδοσής τους στην εναγομένη
είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον σχετικοί φάκελοι με μελέτες και
σχεδιαγράμματα δεν βρέθηκαν στην Πολεοδομία …., παρά τον μεταγενέστερο έλεγχο
που συνέβη και το Δικαστήριο κρίνει ότι οι φάκελοι δεν βρέθηκαν για το λόγο ότι
ουδέποτε είχαν υποβληθεί μαζί με τις αιτήσεις. Η κρίση του Δικαστηρίου περί των
ανωτέρω ενισχύεται: α) από την από 11.11.2004 επιστολή του γενικού επιβλέποντος
το έργο πολιτικού μηχανικού Α. Δ. προς την εναγομένη, στην οποία μεταξύ άλλων
αναφέρει εννέα μήνες μετά την υποτιθέμενη κατάθεση των φακέλων “… από
την αρχιτέκτονα Σ. Ν. ετοιμάζονται τα σχέδια για την αναθεώρηση ή την ενημέρωση
των φακέλων των αδειών κατά περίπτωση”, απ’ όπου με σαφήνεια προκύπτει ότι
σχέδια για αναθεώρηση των αδειών δεν είχαν υποβληθεί. Η ενημέρωση των φακέλων
αφορά διάφορα άλλα έγγραφα, αλλά όχι τις αρχικές μελέτες για αναθεώρηση των
αδειών. Μάλιστα ο Ά. Δ. στην ανωτέρω επιστολή του παραδέχεται ότι οι εργολάβοι
λόγω της απασχόλησής του[ς] και με άλλα έργα στο νησί δεν μπόρεσαν ν’
ανταποκριθούν στην έγκαιρη εκτέλεση του έργου, με αποτέλεσμα να υπάρξουν
σημαντικές καθυστερήσεις και επιβάρυνση του κόστους, η δε εκπόνηση νέων μελετών
δεν έγινε για να μην καθυστερήσει περαιτέρω το έργο και προτιμήθηκε το έργο να
προχωρήσει με παροχή τμηματικών οδηγιών στους εργολάβους, β) από την από
19.2.2006 επιστολή του ίδιου πολιτικού μηχανικού Α. Δ. προς τον Επίσκοπο Φ. Π.,
στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει “…Σας έχω ενημερώσει ότι μέχρι σήμερα
οι αναθεωρήσεις των μελετών δεν έχουν συντελεστεί και ότι οι μελέτες ανασυντάσσονταν
συνεχώς ανάλογα με τα ευρήματα που ανέκυπταν σε κάθε κτίριο και επέβαλλαν κάθε
φορά διαφορετικές αλλαγές στη λειτουργία, άρα και στο περιεχόμενο των
κτιρίων… “, απ’ όπου με σαφήνεια προκύπτει ότι δεν υπήρχαν μελέτες που
είχαν υποβληθεί τον Φεβρουάριο του 2004, γιατί αυτές άλλαζαν ανάλογα με τα
ευρήματα των εκσκαφών, γ) από την από 15.5.2013 εισηγητική έκθεση της
αρχιτέκτονος μηχανικού Φ. Π. – Π. ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, στην
οποία αναγράφονται οι πειθαρχικές παραβάσεις των υποκαθισταμένων μηχανικών και
πιο συγκεκριμένα η εκ των υστέρων εκπόνηση των σχεδιαγραμμάτων (το έτος 2006)
αντί του έτους 2004, σε συνδυασμό με την παραβίαση των πολεοδομικών διατάξεων,
λόγω συνέχισης οικοδομικών εργασιών χωρίς αναθεώρηση της άδειας. Σημειώνεται
ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο με την υπ’ αριθμ. 49/2013 απόφασή του αποφάσισε τη
θέση στο αρχείο της υπόθεσης, λόγω παραγραφής, δ) από το πόρισμα της
διενεργήσασας την ΕΔΕ στην Πολεοδομία Θήρας σχετικά με την απώλεια των φακέλων
αναθεώρησης Α. Συμεοπούλου, στο οποίο, αφού έγινε εξέταση των υπαλλήλων της
Πολεοδομίας σχετικά με την απώλεια φακέλων, διαπιστώνεται ότι η λειτουργία της
Υπηρεσίας αυτής ήταν εντελώς ανεπαρκής, αφού δεν γινόταν προέλεγχος των
εισερχομένων εγγράφων, δεν γινόταν έλεγχος των συνημμένων αν υπάρχουν ή όχι,
δεν χρεώνονταν από τον Προϊστάμενο οι φάκελοι ώστε να υπάρχει υπάλληλος
υπεύθυνος για κάθε φάκελο, ενώ οι φάκελοι διακινούνταν από τους ιδιώτες
μηχανικούς κατά βούληση. Μάλιστα από την αρμόδια υπάλληλο του πρωτοκόλλου
Συριανού και τον Προϊστάμενο …………., προέκυψε ότι ήταν δυνατή η υποβολή
μόνο αιτήσεων χωρίς φακέλους, ενώ όσες είχαν συνημμένα φακέλους διακινούνταν
από τους ιδιώτες μηχανικούς. Το συμπέρασμα της ΕΔΕ είναι ότι υπάρχουν τρεις
εκδοχές για τη μη ανεύρεση των φακέλων. Ή δεν κατατέθηκαν ποτέ σχέδια
αναθεώρησης παρά μόνο αιτήσεις, ή αυτά τα υπεξαίρεσε η Καθολική Εκκλησία μέσω
των συμβούλων της ή αυτά παράπεσαν και χάθηκαν, ε) από την πρώτη σελίδα της
έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Γ. Κ., όπου υπό τον τίτλο,
σύντομο ιστορικό του έργου, αναφέρει μεταξύ άλλων “…Σε συνάντηση που
πραγματοποιήθηκε στις 12.11.2009 στο ΤΕΕ, παρουσία των δικηγόρων του ΤΕΕ, των
μηχανικών και του πραγματογνώμονα, ο Σ. Π. και οι δικηγόροι του παρείχαν τη
διαβεβαίωση ότι έχουν τα σχέδια και τις μελέτες αναθεώρησης και δεσμεύτηκαν να
τις χορηγήσουν στην Καθολική Επισκοπή εντός προθεσμίας 3 – 4 ημερών. Ο Σ. Π.
μάλιστα προθυμοποιήθηκε να φωτοτυπήσει τις μελέτες και τα σχέδια και να τα
χορηγήσει στην Καθολική Επισκοπή, πλην όμως μετά πάροδο 15 ημερών δεν είχε
λάβει η Επισκοπή τα αντίγραφα και ο εκπρόσωπός της ζήτησε να καθορισθεί
ημερομηνία παραλαβής των αντιγράφων, τα οποία τελικά ουδέποτε
παραδόθηκαν”. Από την άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης σαφώς προκύπτει ότι οι
φάκελοι των αναθεωρήσεων δεν είχαν παραδοθεί ποτέ στην εναγομένη μέχρι το 2009,
όπου και αυτή αναζητούσε τις μελέτες, οι οποίες παρά την υπόσχεση του
υποκαθισταμένου μηχανικού δεν χορηγήθηκαν, στ) από την από 2.3.2006 επιστολή
του Επισκόπου Φ. Π. προς τον γενικό επιβλέποντα το έργο Α. Δ., στον οποίο ο
ανωτέρω νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης παραπονείται ότι “…από το
καλοκαίρι του 2003 ζητώ μία ολοκληρωμένη σειρά σχεδίων για να ζητήσω μία
επιχορήγηση είτε από κάποιο κρατικό φορέα, είτε από κάποιον Οργανισμό της
Καθολικής Εκκλησίας … πρέπει να τακτοποιηθούν όλα τα νομικά θέματα που
εκκρεμούν ώστε η οικοδομή να είναι νόμιμη σε όλα, πρέπει να πάρουμε αναθεώρηση
της άδειας … θέλω να μου παρουσιάσετε τις τεχνικές μελέτες, οι οποίες
υπάρχουν, σύμφωνα με όσα μου έγραψες, αλλά δεν τις είδα ποτέ”. Τα ανωτέρω
δεν αναιρούνται από το υπ’ αριθ. 3581/2008 έγγραφο της Πολεοδομίας …, στο οποίο
αναγράφεται ότι “Σε απάντηση του σχετικού, σας γνωρίζουμε ότι ύστερα από
έλεγχο στο πρωτόκολλο της Υπηρεσίας μας, έχουν κατατεθεί φάκελοι αναθεώρησης με
αριθ. πρωτ. 405 και 406/27.2.2004 …”, καθόσον η συντάξασα το έγγραφο
αυτό Μ. Κ. στην άνω ΕΔΕ κατέθεσε ότι το έγγραφο αυτό εξεδόθη χωρίς να γίνει
ιδιαίτερη έρευνα στο αρχείο της υπηρεσίας, απλά με την επίδειξη του βιβλίου του
πρωτοκόλλου, ούτε από το υπ’ αριθμ. 840/7.4.2009 έγγραφο της Πολεοδομίας, στο
οποίο αναγράφεται ότι “… κατατέθηκαν φάκελοι αναθεώρησης, που φαίνεται
να μην έχουν χρεωθεί για ενέργειες σε κάποιον υπάλληλο της
πολεοδομίας…”, αφού όπως εκτέθηκε ήταν δυνατή η κατάθεση μόνο αίτησης και
η διακίνηση των φακέλων γινόταν από τους ιδιώτες μηχανικούς κατά τρόπο
αντιδεοντολογικό, σύμφωνα με την ανωτέρω ΕΔΕ. Ομοίως δεν αναιρούνται από το υπ’
αριθμ. 3478/4.11.2010 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Θήρας, το οποίο
αναφέρεται ότι έχουν κατατεθεί αιτήσεις ανασύστασης φακέλων και δεν αφορά στους
φακέλους που δεν έχουν ανευρεθεί, ούτε από το υπ’ αριθμ 1489/2009 και
1451/2009/14.7.2009 έγγραφο του Πολεοδομικού Γραφείου Θήρας, στο οποίο
αναγράφεται ότι έχουν κατατεθεί στην Πολεοδομία αιτήσεις και αναγράφει επιπλέον
τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για την έκδοση οικοδομικής αδείας, αλλά ούτε και
από το υπ’ αριθμ. 35/2015 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αιγαίου, που απεφάνθη
να μην γίνει κατηγορία κατά των υποκαθισταμένων μηχανικών για απόπειρα απάτης
στο Δικαστήριο, αφού αυτό δεν έκρινε επί της ουσίας της υπόθεσης, αλλά μόνο επί
εσφαλμένης εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 386 ΠΚ σχετικά με ασάφειες του
προσβαλλομένου υπ’ αριθμ. 45/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Νάξου.
Επιπλέον η κατάθεση της συνεργάτιδος της Σ. Ν. Χ. Κ. στην υπ’ αριθμ, 2425/2010
ένορκη βεβαίωση της περί παράδοσης φακέλων των αναθεωρήσεων στον ιερέα Ν. Κ.
δεν κρίνεται πειστική, αφού έρχεται σε αντίθεση με όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά
στοιχεία και δόθηκε πολύ αργότερα (6 έτη μετά την υποτιθέμενη παράδοση των
φακέλων προς διευκόλυνση της συνεργάτιδός της μηχανικού. Επομένως με βάση όλα
τα ανωτέρω εκτεθέντα, σαφώς προκύπτει ότι οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί ουδέποτε
κατέθεσαν ολοκληρωμένες και πλήρεις μελέτες για την αναθεώρηση των άνω
οικοδομικών αδειών, ούτε βεβαίως είχαν παραδώσει τέτοιες μελέτες στον Επίσκοπο
Φ. Π., αλλά αντίθετα αυτοί εκτελούσαν το έργο με αργούς ρυθμούς, παρά τα
προβλήματα τεχνικής φύσεως που είχαν ανακύψει, και έδιναν εντολές στον εργολάβο
………….. για συνέχιση εργασιών με μελέτες και οδηγίες που διαρκώς
μεταβάλλονταν, όπως στην ανωτέρω επιστολή του ανέφερε ο Ά. Δ.. Περαιτέρω,
πλήρως απεδείχθη ότι το έργο καθυστέρησε χωρίς υπαιτιότητα της εναγομένης, και
παρά το γεγονός ότι μέχρι και το τέλος περίπου του έτους 2004 είχε καταβάλει
για την ολοκλήρωση του έργου ένα σημαντικό ποσό και επιθυμούσε την ολοκλήρωσή
του. Η καθυστέρηση αυτή φαίνεται και στην από 2.12.2002 επιστολή του Φ. Π. προς
τον Ά. Δ., όπου αναφέρει ότι “πέρασε ένας χρόνος από τότε που ανακαλύψατε
τη ρωγμή του εδάφους και έπρεπε να κάνετε μετατροπές. Ο δον Ν. με πληροφορεί
ότι οι εργασίες έχουν σταματήσει και περιμένουν σχέδιο …”. Εξάλλου
απεδείχθη ότι από τον Φεβρουάριο του 2004, οπότε υποβλήθηκαν οι ως άνω αιτήσεις
αναθεώρησης, μέχρι το τέλος του 2004, οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί συνέχισαν
τις εργασίες, χωρίς εμπεριστατωμένη μελέτη, αλλά με συνεχώς μεταρρυθμιζόμενα
σχέδια και χωρίς ν’ αναμένουν την αναθεώρηση των αδειών, ώστε η όλη οικοδομή να
είναι [ενν. μη] νόμιμη, παρά τη ρητή εντολή της εναγομένης περί τήρησης της
νομιμότητας εκ μέρους της. Περί τα τέλη του 2004 οι σχέσεις των δύο πλευρών
κλονίσθηκαν, λόγω του αργού ρυθμού των εργασιών, σε συνδυασμό με το αυξημένο
κόστος κατασκευής για το [ενν. έργο των] εκσκαφών, για το οποίο υπήρξαν
αντιρρήσεις της εναγομένης, αλλά και της μη αναθεώρησης των αδειών για να
προχωρήσει το έργο νόμιμα. Τα ανωτέρω τα δέχεται ακόμα και ο εξετασθείς στο
πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυς του ενάγοντος Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε μεταξύ
άλλων ότι “… Τον Οκτώβρη 2004 η εναγομένη σταμάτησε να τους πληρώνει…
Η Καθολική Επισκοπή ισχυριζόταν ότι οι τιμές των εκσκαφών ήταν μεγαλύτερες από
αυτές που η ίδια είχε βρει…”. Ο επίσκοπος Φ. Π., προκειμένου να
διαπιστώσει εάν οι παραπάνω υποψίες του ήταν βάσιμες και κυρίως εάν τηρήθηκε η
νομιμότητα σε σχέση με τα προβλεπόμενα στις υπ’ αριθ. 50 και 51/1997
οικοδομικές άδειες, απευθύνθηκε περί το Νοέμβριο του 2005 σε ομάδα
εμπειρογνωμόνων, τελούσα υπό τη καθοδήγηση του Ι. Σ., αρχιτέκτονα – μηχανικού
και μέλη τους μηχανικούς Σ. Π. – Φ. και Ε. Κ., η ομάδα δε αυτή, αφού μελέτησε
τους φακέλους των υπ’ αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών, έκανε αυτοψία
του χώρου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η “νέα ισόγειος οικοδομή”
διέφερε από την εγκεκριμένη με την υπ’ αριθ. 50/1977 οικοδομική άδεια ως προς
τη θέση του κτιρίου, τις διαστάσεις και το εμβαδόν, το σχήμα και τις πλάγιες
αποστάσεις, με αποτέλεσμα το κτίριο να καθίσταται εξ ολοκλήρου αυθαίρετο. Οι
ανωτέρω αυθαίρετες κατασκευές επιβεβαιώνονται από την υπ’ αριθ. πρωτ. 2255/2010
έκθεση αυτοψίας της Πολεοδομίας, όπου εμφαίνονται οι οικοδομικές δραστηριότητες
καθ’ υπέρβαση των οικοδομικών αδειών κατά παράβαση του άρθρου 22 ΓΟΚ και
επιβάλλεται στην εναγομένη πρόστιμο ανέγερσης 314.734,40 ευρώ, καθώς και ετήσιο
πρόστιμο διατήρησης 157.008,68 ευρώ. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και η
πραγματογνωμοσύνη του Γ. Κ., κατά την οποία παρατηρήθηκαν υπερβάσεις των
οικοδομικών αδειών για λόγους ασφαλούς έδρασης του ακινήτου. Ο ισχυρισμός των
υποκαθισταμένων μηχανικών – προσθέτως παρεμβαινόντων ότι η αναθεώρηση των
οικοδομικών αδειών δεν εκδόθηκε, λόγω της μη καταβολής της αμοιβής τους από την
εναγομένη είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον η αναθεώρηση των οικοδομικών
εργασιών δεν έγινε ποτέ λόγω μη υποβολής των μελετών και σε κάθε περίπτωση
αυτοί, ως μηχανικοί, όφειλαν να μην προβούν σε παράβαση του άρθρου 22 του ΓΟΚ,
δημιουργώντας αυθαίρετες κατασκευές, αλλά όφειλαν πρώτα να λάβουν την
αναθεώρηση των αδειών και κατόπιν να προχωρήσουν την κατασκευή του
οικοδομήματος, επί πλέον δε, είναι παράλογο να έχει ήδη ξοδευτεί ένα πολύ μεγάλο
ποσό για την μέχρι τότε εκτέλεση του έργου από την εναγομένη, η οποία
επιθυμούσε διακαώς την αποπεράτωσή του και την τήρηση της νομιμότητας και να
μην καταβάλλει το απαιτούμενο για την έκδοση των αναθεωρήσεων ποσό αμοιβής
τους. Μετά τη διαπίστωση εκ μέρους της εναγομένης των αυθαίρετων κατασκευών του
ακινήτου, παρά τη ρητή εντολή της για το αντίθετο, της καθυστέρησης των
εργασιών και του αυξημένου κόστους, για το οποίο ο επιβλέπων μηχανικός δεν
έδωσε λύση, η εναγομένη αποφάσισε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αποστέλλοντας
στους υποκαθιστάμενους μηχανικούς την από 16.2.2008 δήλωση υπαναχώρησης που
κοινοποιήθηκε σ’ αυτούς στις 14.3.2008 (βλ. υπ’ αριθμ. …70/14.3.2008 και
….798/3.3.2008 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο
Νάξου και Αθηνών αντίστοιχα Ι. Φ. και Ο. Δ.). Στις ανωτέρω δηλώσεις
υπαναχώρησης η εναγομένη εκθέτει ότι υπαναχωρεί των συμβάσεων, λόγω
καθυστέρησης του έργου (όφειλε να έχει αποπερατωθεί τον Φεβρουάριο του 2002),
για το οποίο δεν είχαν συνταχθεί τα κατάλληλα σχέδια, ούτε έχουν παραδοθεί σ’
αυτήν. Η άνω υπαναχώρηση της εναγομένης, η οποία δεν συνιστά την εκ του άρθρου
700 ΑΚ προβλεπομένη καταγγελία, έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική λύση της
σύμβασης και την υποχρέωση απόδοση[ς] των εκατέρωθεν παροχών, που τυχόν έχουν
εκτελεσθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο
ισχυρισμός των υποκαθισταμένων μηχανικών – προσθέτως παρεμβαινόντων περί
καταχρηστικότητας της άνω υπαναχώρησης, που καθ’ υποφοράν εκθέτουν στην αγωγή
τους, αλλά και με τις προτάσεις τους σε αντίκρουση της προβληθείσας από την
εναγομένη ένστασης υπαναχώρησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι πλήρως
απεδείχθη ότι οι εναγόμενοι [ενν. οι προσθέτως παρεμβαίνοντες] αθέτησαν τη
συμβατική τους υποχρέωση έγκαιρης αποπεράτωσης του έργου, έστω και αν αυτό δεν
οφείλεται σε αποκλειστικό πταίσμα τους, δεν συνέταξαν και ουδέποτε παρέδωσαν
στην εναγομένη ολοκληρωμένα τοπογραφικά και μελέτες αναθεώρησης των άνω
οικοδομικών αδειών, επί πλέον δε κατέστησαν την εναγομένη κύριο αυθαίρετου
κτίσματος με κίνδυνο επιβολής σ’ αυτήν σημαντικών προστίμων. Επομένως η
εναγομένη δεν έχει υποχρέωση από τη σύμβαση έργου προς καταβολή της αμοιβής των
άνω μηχανικών (που περιλαμβάνει εκτός από την αμοιβή για τις μελέτες, την
αμοιβή για την επίβλεψη και την επιμέτρηση του έργου) λόγω της υπαναχώρησής
της, αυτοί δε έχουν αξίωση για αμοιβή μόνο από το άρθρο 904 ΑΚ για την ωφέλεια
που αποκόμισε η εναγομένη για το τμήμα του έργου που εκτελέσθηκε υπό την
επίβλεψή τους μέχρι την υπαναχώρηση και μπορεί να χρησιμοποιηθεί νόμιμα. Ενόψει
όλων αυτών η υπό κρίση αγωγή, με την οποία οι υποκαθιστάμενοι μηχανικοί
επιδιώκουν την είσπραξη της αμοιβής τους με βάση τη σύμβαση έργου, που
κατήρτισαν με την εναγομένη είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Σημειώνεται ότι επί
όμοιας αγωγής του γενικού επιβλέποντος μηχανικού Ά. Δ. κατά της εναγομένης,
εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 105/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου (έχει ήδη
εκδοθεί εισήγηση του Εισηγητή Αρεοπαγίτη περί απόρριψης αιτήσεως αναιρέσεως
κατ’ αυτής, αλλά δεν προσκομίζεται απόφαση του Αρείου Πάγου), η οποία έκρινε
ότι δεν παραδόθηκαν μελέτες με τις αιτήσεις αναθεώρησης των οικοδομικών αδειών
και νομίμως υπαναχώρησε από τη σύμβαση η εναγομένη. Είναι βέβαια αληθές ότι οι
ως άνω υποκαθιστάμενοι μηχανικοί αθωώθηκαν κατά πλειοψηφία αμετάκλητα με την
υπ’ αριθ. 128/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αιγαίου για την
πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, που αφορούσε την κατάθεση φακέλων στην
Πολεοδομία, πλην όμως από την άνω αθωωτική γι’ αυτούς απόφαση δεν δημιουργείται
για την εναγομένη δεσμευτικό για το παρόν πολιτικό Δικαστήριο δεδικασμένο (ΑΠ
874/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή
του απέρριψε την αγωγή, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία
αντικαθίσταται με την παρούσα, δεν έσφαλλε κατ’ αποτέλεσμα και συνεπώς οι λόγοι
έφεσης του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος και των προσθέτως παρεμβαινόντων
μηχανικών και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης περί επιδίκασης αμοιβής για την
επίβλεψη και τις επιμετρήσεις, καθώς και περί επιδίκασης αμοιβής για τη μελέτη
των σχεδίων λόγω παράδοσής τους στην εναγομένη και υποβολής τους στην
Πολεοδομία, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι”. Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμες κατ’ ουσία α) την από 8.7.2011 και με αριθ.
κατάθ. 23/11.7.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη πρώτου αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ.
με την επωνυμία “ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ”, ως κατά νόμο
υποκατάστατου για την καταβολή της οφειλομένης σε μηχανικούς αμοιβής, β) την
από 7.7.2011 και με αριθ. κατάθ. 24/11.7.2011 έφεση των προσθέτως παρεμβάντων μηχανικών
υπέρ του άνω ενάγοντος Ν.Π.Δ.Δ. και ήδη δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων
και γ) τους με ίδιο δικόγραφο ασκηθέντες πρόσθετους λόγους έφεσης των ως άνω
εκκαλούντων – προσθέτως παρεμβάντων, τις οποίες συνεκδίκασε, κατά της οριστικής
απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως κατ’
αποτέλεσμα αποφανθείσα με (εν μέρει) διαφορετική αιτιολογία ως άνω οριστική
απόφαση, της οποίας αντικατέστησε κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ τις αιτιολογίες.
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρου 681, 686
εδ. α, 389 παρ.2 αναλόγως εφαρμοζομένη, 694 του ΑΚ και 104 παρ.2 του Π.Δ/τος
696/1974, τις οποίες αντιθέτως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και ορθώς δεν
εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 700 του ΑΚ που δεν ήταν εφαρμοστέα στην ένδικη
υπόθεση, παραλλήλως δε διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή
ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο,
σχετικά με την έλλειψη υποχρέωσης καταβολής αμοιβής εκ μέρους της
αναιρεσίβλητης … προς το πρώτο των αναιρεσειόντων Τεχνικό Επιμελητήριο
Ελλάδος, ως εκ του νόμου υποκατάστατο των δεύτερης και τρίτου αναιρεσειόντων
μηχανικών, με βάση την επικαλουμένη από αυτούς σύμβαση έργου, καθότι, κατά τις
αναιρετικά ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ως προς μεν την
ανάθεση της εκπόνησης της μελέτης αναθεώρησης των εκδοθεισών με αριθ. 50 και
51/1997 αδειών οι δεύτερος και τρίτη των αναιρεσειόντων ουδέποτε προέβησαν στην
εκπόνηση των οριστικών σχεδίων και μελετών αναθεώρησης των πιο πάνω αδειών,
ούτε παρέδωσαν αυτά ποτέ στην αναιρεσίβλητη ή συνυπέβαλλαν αυτά με τις με αριθ.
405 και 406/24.2.2002 αιτήσεις αναθεώρησης προς το Πολεοδομικό Γραφείο … και
κατά συνέπεια δεν δικαιούνται να λάβουν αμοιβή για το έργο αυτό, ως προς δε την
επίβλεψη και επιμέτρηση του κατασκευαζομένου οικοδομικού έργου η εργοδότρια …
νομίμως υπαναχώρησε της (όλης) σύμβασης έργου για τους εκτιθέμενους στην
προσβαλλόμενη απόφαση λόγους πριν την ολοκλήρωσή του και αφού είχε προ πολλού
παρέλθει ο συμβατικός χρόνος ολοκλήρωσης των οικοδομικών εργασιών. Ειδικότερα:
Α) με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ τέταρτο λόγο αναίρεσης του
κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την
πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 104 παρ.2 του
Π.Δ/τος 696/1974, καθότι, όπως προέκυψε από το αποδεικτικό υλικό, οι δεύτερος
και τρίτος εξ αυτών εκπόνησαν τις αναγκαίες μελέτες για την αναθεώρηση των
αρχικών οικοδομικών αδειών, παρέδωσαν αυτές στην αναιρεσίβλητη … που έλαβε
γνώση του περιεχομένου αυτών και υπέβαλαν αυτές στην Πολεοδομία …. με τις
αιτήσεις αναθεώρησης, η δε σχετική διαδικασία δεν ολοκληρώθηκε λόγω της άρνησης
της αναιρεσίβλητης να προβεί στην πληρωμή της αμοιβής τους που κατέστησε μη δυνατή
τη συμπλήρωση των οικείων φακέλων και ότι σε κάθε περίπτωση δικαιούνται αμοιβής
για την εκπόνηση των μελετών, καθότι εκπόνησαν αυτές. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’
απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας, που επί της ουσίας δέχθηκε τ’ αντίθετα (άρθ. 561 παρ.1
του ΚΠολΔ). Β) με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο λόγο
αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της ύπαρξης αντιφατικών αιτιολογιών μεταξύ
της παραδοχής της προσβαλλόμενης απόφασης ότι δεν συντάχθηκαν μελέτες για την
αναθεώρηση των αδειών και της παραδοχής ότι κατασκευάσθηκαν αυθαίρετα
οικοδομήματα, στα οποία όφειλαν να μην προβούν οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων,
παραβιάζοντας έτσι τον ΓΟΚ. Μεταξύ των εν λόγω παραδοχών δεν υφίσταται
αντίφαση, διότι ακριβώς οι διενεργούμενες οικοδομικές εργασίες, παρά την
παράλειψη έκδοσης της τυχόν απαιτουμένης αδείας αναθεώρησης, επάγονται εκ του
πράγματος την κατασκευή αυθαιρέτου οικοδομής, εφόσον η τελευταία οικοδομείται
κατά παρέκκλιση των όρων της αρχικά εκδοθείσας οικοδομικής άδεια ή μετά την
λήξη αυτής. Ούτε άλλωστε η προσβαλλομένη απόφαση όφειλε για την επάρκεια της
αιτιολογίας της να διαλάβει περαιτέρω παραδοχές περί της δυνατότητας ή μη
νομιμοποίησης των εν λόγω αυθαιρέτων κατασκευών εκ μέρους της αναιρεσίβλητης
και τελικά περί της νομιμοποίησης ή μη αυτών από την αναιρεσίβλητη, για την
ολοκλήρωση του ανατεθέντος από την τελευταία σε αυτούς έργου. Κατά συνέπεια ο περί
του αντιθέτου πέμπτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου είναι αβάσιμος και
απορριπτέος. Γ) Με τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ έκτο λόγο
αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι οι καθυστερήσεις
στην ολοκλήρωση των έργων οφείλονταν (και) σε άλλους παράγοντες, όπως στις
ενέργειες του επιβλέποντος αυτούς μηχανικού Ά. Δ. και όχι (μόνο) σε δική τους
αποκλειστική υπαιτιότητα, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 686 και 700 του
ΑΚ. Σε συνάρτηση και σε συνάφεια με τον λόγο αυτό, με τον τέταρτο από τους
αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετο λόγο αναίρεσης, οι
αναιρεσείοντες διαλαμβάνουν σε αυτόν ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης των
οικοδομικών εργασιών δεν οφειλόταν στη μη εκπόνηση των σχεδίων από τους δεύτερη
και τρίτο των αναιρεσειόντων για την αναθεώρηση των αδειών, αλλά σε
καθυστερήσεις στην ανακατασκευή των ερειπομένων μοναστηριών και την κατασκευή
του νέου κτηρίου από τον εργολάβο Π. Ο., ως και στις αναγκαίες τροποποιήσεις
των αρχικών σχεδίων που απαιτούσε ο γενικός επιβλέπων το έργο Ά. Δ., μηχανικός,
τον οποίο είχε ορίσει η αναιρεσίβλητη, με συνέπεια, με βάση την αρχή της
σχετικότητας των ενοχών, η αναιρεσίβλητη να μην έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει
κατά το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έργου,
εξαιτίας των καθυστερήσεων αυτών στην εκτέλεσή του. Συνακόλουθα το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με το να κρίνει νόμιμη την από 16.2.2018 υπαναχώρηση,
παραβίασε τη διάταξη αυτή, υποπίπτοντας στην από τον αριθμό 1 του άρθρου 559
του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Περαιτέρω ισχυρίζονται στον ίδιο πρόσθετο
αναιρετικό λόγο ότι με το ν’ αναφερθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στις ρυθμίσεις
περί αδικαιολόγητου πλουτισμού παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 904
του ΑΚ. Τέλος προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση με τον από τον αριθμό 19
του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ίδιο (τέταρτο) πρόσθετο αναιρετικό λόγο την περαιτέρω
πλημμέλεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση διαλαμβάνει ανεπαρκείς αιτιολογίες,
καθότι μέχρι την υπαναχώρηση (16.2.2008) δεν είχε επιληφθεί των αυθαιρεσιών η
πολεοδομία, την εμπλοκή της οποίας προκάλεσε η ίδια η αναιρεσίβλητη, και έτσι
το έργο δεν είχε κριθεί μέχρι τότε αυθαίρετο, ούτως ώστε να δικαιολογείται η
υπαναχώρηση, πέραν του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν καθορίζει το τμήμα του
κατασκευασθέντος έργου που είχε κριθεί αυθαίρετο. Οι λόγοι αυτοί δεν είναι
βάσιμοι. Και τούτο διότι αφενός μεν κατά το άρθρο 686 εδ. α του ΑΚ η
επιβράδυνση στην εκτέλεση του έργου και μάλιστα πέραν των χρονικών ορίων που
συμφωνήθηκαν για την περάτωσή του συνιστά αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί
την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης εκ μέρους του εργοδότη, ανεξαρτήτως του
εάν η επιβράδυνση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα τρίτων προσώπων (ακόμη και αποκλειστική)
ή σε λόγους ανωτέρας βίας, υπό τον όρο να μην ευθύνεται για την επιβράδυνση
αυτή ο εργοδότης [τοιαύτη ευθύνη για την καθυστέρηση εκ μέρους της
αναιρεσίβλητης δεν δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι συνέτρεξε], αφετέρου
δε κατά το εδάφιο β της ίδιας διάταξης σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του
εργολάβου μηχανικού επιβράδυνσης ο εργοδότης δικαιούται και πάλι να
υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ν’ απαιτείται να θέσει
προηγουμένως εύλογη προθεσμία για την ολοκλήρωση του έργου, εάν το μέτρο αυτό
θα ήταν όλως άσκοπο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μακροχρόνιας, ως εν
προκειμένω, διακοπής της συνέχισης των οικοδομικών εργασιών [τοιαύτη
συνυπαιτιότητα για την καθυστέρηση εκ μέρους της δεύτερης και τρίτου των
αναιρεσειόντων δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι συνέτρεξε]. Δεν
απαιτείτο δε για την εγκυρότητα της υπαναχώρησης να έχουν χαρακτηρισθεί κατά το
χρόνο αυτής με πράξη της αρμόδιας διοικητικής αρχής αυθαίρετες οι γενόμενες από
τον Π. Ο. κατασκευές, που έλαβαν χώρα υπό την επίβλεψη και επιμέτρηση των
δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων (για την οποία αξιώνεται από αυτούς
αμοιβή), αφού την ιδιότητα του αυθαιρέτου έφερε το οικοδομικό έργο από την
κατασκευή του και λόγω αυτής, συνεπεία της έλλειψης της κατά νόμο απαιτουμένης
άδειας αναθεώρησης, ούτε απαιτείτο για την πληρότητα της αιτιολογίας της
προσβαλλόμενης απόφασης η αναφορά του τμήματος του οικοδομικού έργου που είχε
κατασκευασθεί αυθαίρετα. Μάλιστα η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ανελέγκτως ότι
εξαιτίας (προφανώς) της μεταβολής της θέσης του νέου κτηρίου, αυτό ήταν
“εξ ολοκλήρου” αυθαίρετο. Ούτε επίσης το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκ
πλαγίου παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, την οποία άλλωστε δεν
εφάρμοσε, αλλά παρεμπιπτόντως και πλεοναστικώς διέλαβε αυτήν στο σκεπτικό του,
ως διάταξη στην οποία μπορεί να στηριχθούν τυχόν αξιώσεις των συμβαλλομένων
μετά την εξ υπαρχής (ex tunc) ανατροπή της συμβατικής σχέσης, λόγω
υπαναχώρησης από αυτήν κάποιου εκ των συμβληθέντων μερών. Εξ άλλου η
προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη με την από 16.2.2008 εξώδικη
δήλωσή της προς τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων υπαναχώρησε από την
μεταξύ τους σύμβαση έργου για τους εκτιθέμενους σε αυτήν λόγους (αυθαίρετες
κατασκευές, καθυστέρηση στην ολοκλήρωση του έργου και αύξηση του κόστους) και
δεν δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση κατά το άρθρο
700 του ΑΚ, την εφαρμογή του οποίου ρητώς απέκρουσε, διαλαμβάνοντας μάλιστα στο
σκεπτικό της ότι “Η ως άνω υπαναχώρηση της εναγομένης, η οποία δεν συνιστά
την εκ του άρθρου 700 του ΑΚ καταγγελία …”.Τέλος το δευτεροβάθμιο
δικαστήριο δεν ταύτισε και μάλιστα “απαραδέκτως” τις παραδοχές της
προσβαλλόμενης απόφασης με τα όσα έγιναν δεκτά με την με αριθ. 105/2013
τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου επί ανάλογης κατά περιεχόμενο αγωγής
του Ά. Δ. κατά της αναιρεσίβλητης, αλλά κατά την εκτίμηση του ενώπιον της
προσβαλλομένης απόφασης προσκομισθέντος αποδεικτικού υλικού συνεκτίμησε αυτήν,
ως όφειλε κατά τα άρθρα 340 και 346 του ΚΠολΔ, ως δικαστικό τεκμήριο και συνεπώς
ο έκτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου κατά το μέρος αυτό είναι
απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθότι αφορά την επί της ουσίας αναιρετικά
ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ). Κατά
τα λοιπά, οι ως άνω περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου
559 του ΚΠολΔ έκτος λόγος αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τέταρτος
πρόσθετος λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Δ) με τον από τον
αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδονται
στην προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων, οι περαιτέρω πλημμέλειες: α) ότι δεν
διαλαμβάνει με επάρκεια τους λόγους για τους οποίους κατέληξε σε αντίθετο
αποδεικτικό πόρισμα σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα της με αριθ. 128/2015
απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, που αθώωσε τους δεύτερη
και τρίτο των αναιρεσειόντων δεχόμενο ως κατ’ ουσίαν βάσιμους τους αντιθέτους
ισχυρισμούς αυτών, β) ότι δεν εξηγεί κατά ποίο τρόπο συνεχίζονταν οι
οικοδομικές εργασίες, χωρίς να έχουν κατατεθεί προηγουμένως σχέδια μελετών που
υποβλήθηκαν με τις αιτήσεις αναθεώρησης, γ) ότι δεν δικαιολογείται η αυξημένη
αξιοπιστία του γενικώς επιβλέποντος μηχανικού Ά. Δ., ο οποίος εκπροσωπούσε την
αναιρεσίβλητη, σε σχέση με το περιεχόμενο δημοσίων εγγράφων, δ) ότι η δεύτερη
και τρίτος των αναιρεσειόντων είχαν πλήρως ανταποκριθεί στα καθήκοντά τους,
τελώντας υπό την εποπτεία του Ά. Δ. και ε) ότι δεν εξηγούνται οι λόγοι για την
καθυστερημένη άσκηση της υπαναχώρησης από τη σύμβαση έργου εκ μέρους της
αναιρεσίβλητης (2008) σε σχέση με τον επικαλουμένο από την τελευταία λόγο της
μη εκπόνησης των αναγκαίων μελετών (2004). Επίσης με τον από τον αριθμό 19 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην
προσβαλλόμενη απόφαση η περαιτέρω πλημμέλεια της ύπαρξης αντιφατικής
αιτιολογίας καθότι ενώ δέχεται ότι γενικώς επιβλέπων του όλου έργου ήταν ο Ά.
Δ., υπό την επίβλεψη, οδηγίες και έγκριση αυτού συντάσσονταν από τους δεύτερη
και τρίτο των αναιρεσειόντων τα αναγκαία σχέδια, δεν αιτιολογεί πως ολοκληρώθηκαν
τα οικοδομικά έργα σε μεγάλο ποσοστό χωρίς να υπάρχουν σχέδια, αφού η
προσβαλλομένη απόφαση δεν δέχθηκε ότι αυτά έφεραν κατασκευαστικά ελαττώματα. Οι
επικαλούμενες ως άνω αιτιάσεις δεν αφορούν ως εκ του περιεχομένου τους
αντιφάσεις ή ανεπάρκειες των παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά
πραγματικά επιχειρήματα υπέρ των απόψεων των αναιρεσειόντων και συνεπώς δεν
ιδρύουν αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ.
Επισημαίνεται πάντως ότι αφενός μεν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει αναλυτικές
και σαφείς αιτιολογίες με βάση το προσκομισθέν αποδεικτικό υλικό, που
δικαιολογεί το αντίθετο σε σχέση με την με αριθ. 128/2015 ποινική απόφαση
αποδεικτικό της πόρισμα, αφετέρου δε ότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η άσκηση του
δικαιώματος υπαναχώρησης είναι απρόθεσμη και μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε πριν
την ολοκλήρωση του έργου, όπως συνέβη στην ένδικη υπόθεση με βάση τις παραδοχές
του Εφετείου. Ε) με τον από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πέμπτο
πρόσθετο λόγο αναίρεσης αποδίδονται κατά τα λοιπά στην προσβαλλόμενη απόφαση οι
περαιτέρω πλημμέλειες της ύπαρξης αντιφατικών αιτιολογιών: α) ότι, ενώ προέκυψε
από τις αποδείξεις ότι για κάθε τμηματική παράδοση συντάσσονταν από τον
εργολάβο Π. Ο. χωριστός λογαριασμός με βάση σχετικές επιμετρήσεις, δεν
αιτιολογείται για ποίο λόγο οι ίδιοι δεν πληρώθηκαν, αφού τα κτήρια
κατασκευάσθηκαν με βάση τα δικά τους σχέδια και β) ότι, ενώ προέκυψε από το
αποδεικτικό υλικό ότι οι γενόμενες υπερβάσεις στην κατασκευή των κτιρίων
οφείλονταν σε απρόβλεπτα προβλήματα (υπόσκαφα, γεωλογικά ρήγματα κλπ) που
καθιστούσαν αναγκαίες τις αλλαγές σχέση με τα προβλεπόμενα στις με αριθ. 50 και
51/1997 οικοδομικές άδειες, οι οποίες δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν και μάλιστα
οι σχετικές υπερβάσεις έγιναν για λόγους ασφαλούς θεμελίωσης των κτιρίων και
ότι η μη έκδοση των αναθεωρήσεων των ως άνω αρχικών αδειών οφειλόταν στην
άρνηση της αναιρεσίβλητης να προκαταβάλει την αμοιβή των δεύτερης και τρίτου
των αναιρεσίβλητων προς συμπλήρωση των φακέλων, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
αρνήθηκε να επιδικάσει την οφειλόμενη σε αυτούς αμοιβή, παρόλο που κατά νόμο
αμοιβή οφείλεται ακόμη και εάν το παραδοθέν έργο έχει ελαττώματα, για τα οποία
ο εργοδότης έχει τα εκ των άρθρων 688 – 690 του ΑΚ δικαιώματα. Ο λόγος αυτός,
κατά το μέρος που υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττει την
αναιρετικά ανέλεγκτη αντίθετη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με αναφορά
μάλιστα στις αποδείξεις είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του
ΚΠολΔ). Κατά το μέρος δε που ο λόγος αυτός αναφέρεται στην υποχρέωση του
εργοδότη να καταβάλει στον εργολάβο την οφειλομένη αμοιβή κατά την παράδοση του
έργου, έστω και αν αυτό έχει ελαττώματα, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος,
καθότι ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο
δέχθηκε ότι πριν την ολοκλήρωση του έργου η αναιρεσίβλητη υπαναχώρησε από την
σύμβαση με συνέπεια την εξ υπαρχής (ex tunc) ανατροπή της και επομένως δεν δέχθηκε
το όλο έργο της επίβλεψης και επιμέτρησης είχε ήδη εκτελεσθεί από την δεύτερη
και τρίτο των αναιρεσειόντων και παραδοθεί στην αναιρεσίβλητη (ΑΠ 1243/2005)
μέχρι το χρόνο αυτό, ούτε δέχθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των μερών η
τμηματική καταβολή της αμοιβής των δεύτερης και τρίτου των αναιρεσειόντων εκ
μέρους της αναιρεσίβλητης, με αποτέλεσμα οι επικαλούμενες διατάξεις να μην
ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής. Kατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11
περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη
αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις
διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το
δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών
ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να
λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και
προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή
ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική
απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και
εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του
μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με
βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ’ είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα,
καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν
στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016,
ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα (στα οποία
περιλαμβάνονται οι ένορκες βεβαιώσεις και τα έγγραφα), να καταλείπονται με βάση
το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το
συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες
αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού
(ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Ειδικότερα οι γνωμοδοτήσεις προσώπων
με ειδικές γνώσεις (άρθ. 390 του ΚΠολΔ), όπως είναι οι τεχνικές εκθέσεις
ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά
έγγραφο με ειδική ρύθμιση από το νόμο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το
δικαστήριο της ουσίας, και κατά συνέπεια δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά
από το εν λόγω δικαστήριο, ούτε ν’ αντιδιαστέλλεται από τα άλλα αποδεικτικά
έγγραφα και γενικότερα από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το
σχηματισμό της κρίσης αυτού (ΟλΑΠ 848/1981, ΑΠ 1114/2008, ΑΠ 996/2007), σε
αντίθεση προς τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκαν από το δικαστήριο
στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης (άρθ. 368 επ. του ΚΠολΔ), που συνιστούν
ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά (ΑΠ 145/2008, ΑΠ
1594/2007). Πολλώ δε μάλλον, εάν τυχόν έγινε ειδική μνεία της προσκομισθείσας
με επίκληση ιδιωτικής γνωμοδότησης στην προσβαλλόμενη απόφαση, από καμία
διάταξη δεν συνάγεται ότι απαιτείται επί πλέον να διευκρινίζεται σε αυτήν ότι
δεν πρόκειται περί δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ούτε άλλωστε η παράλειψη της
πιο πάνω διευκρίνισης ιδρύει αναιρετικό λόγο. Τέλος οι ένορκες βεβαιώσεις στον
ειρηνοδίκη ή στον συμβολαιογράφο αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό
μέσο σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα, και επομένως πρέπει να
μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη, η έλλειψη δε της μνείας
αυτών δεικνύει ότι αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 1105/2015, ΑΠ 767/2011, ΑΠ
1690/2010, ΑΠ 1901/2009, ΑΠ 2178/2009). Για την αναφορά της λήψης υπόψη
συγκεκριμένης ένορκης βεβαίωσης από το δικαστήριο της ουσίας αρκεί η αναγραφή
των στοιχείων αυτής στην προσβαλλόμενη απόφαση με μνεία του αριθμού αυτής, του
οργάνου ενώπιον του οποίου αυτή έγινε και της κλήτευσης του αντιδίκου του
προσκομίσαντος με επίκληση αυτήν διαδίκου, ενώ δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο
προσδιοριστικό αυτής η αναγραφή του ονοματεπωνύμου του μάρτυρος που έδωσε την
ένορκη βεβαίωση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο από τον αριθμό 11 περ.
γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου, οι
αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι δεν
προκύπτει αδιαστίκτως ότι αυτή έλαβε υπόψη της: α) την με αριθμό 128/2015
απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου (της οποίας μάλιστα
παραθέτουν στο αναιρετήριο το σκεπτικό της πλειοψηφίας), με την οποία αθωώθηκαν
οι προσθέτως παρεμβαίνοντες μηχανικοί και ήδη δεύτερη και τρίτος των
αναιρεσειόντων των αξιοποίνων πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρα που τους είχαν
αποδοθεί, καθότι κρίθηκε από το ποινικό δικαστήριο ότι αυτοί κατά την υποβολή
στην Πολεοδομία … των με αριθ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης των με
αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών είχαν συνυποβάλλει αρχιτεκτονικά και
στατικά σχέδια και ότι η μη αναθεώρηση των αδειών οφειλόταν στο ότι ο νόμιμος
εκπρόσωπος της εναγομένης Επίσκοπος Φ. Π., μολονότι γνώριζε περί των φακέλων
αναθεώρησης και παρόλο που είχε ενημερωθεί προφορικά από τους άνω μηχανικούς
[εκεί κατηγορουμένους] περί της ανάγκης καταβολής της αμοιβής και των σχετικών
φορολογικών υποχρεώσεων προκειμένου να προχωρήσει η διαδικασία αναθεώρησης, δεν
προέβη στις σχετικές ενέργειες, με συνέπεια να μην προχωρήσει η διαδικασία για
την έκδοση των αδειών αναθεώρησης, εξαιτίας του κλονισμού της εμπιστοσύνης του
λόγω της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση του έργου και υπέρβασης του κόστους
κατασκευής, ιδίως των εκσκαφών, με συνέπεια τη διακοπή των πληρωμών του
εργολάβου τον Οκτώβριο του 2004 και β) την με αριθμό 1166/2016 απόφαση του
Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναίρεσης κατά της πιο πάνω με
αριθ. 128/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, καθότι
κρίθηκε ότι αυτή είχε την απαιτουμένη από το νόμο πλήρη και εμπεριστατωμένη
αιτιολογία, έγγραφα τα οποία οι αναιρεσείοντες είχαν επικαλεσθεί και
προσκομίσει με τις προτάσεις τους κατά την ενώπιον του δευτεροβαθμίου
δικαστηρίου δίκη. Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο αναίρεσης του κυρίως δικογράφου
και υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας εκ του αριθμού 19 του άρθρου 559
του ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια ότι από τη ρητή αναφορά στα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα, και της
“έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Κ.”
δημιουργείται ασάφεια σχετικά με το εάν πρόκειται για έκθεση πραγματογνωμοσύνης
μετά από δικαστική απόφαση ή για ιδιωτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης, όπως
συμβαίνει εν προκειμένω. Τέλος με τον από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559
του ΚΠολΔ τρίτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, ενώ μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που
έλαβε υπόψη της αναγράφονται και οι υπ’ αριθ. ….25/15.11.2010 και
….26/15.11.2010 ένορκες βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Ό. Α. (των ιδίων), ως
και η υπ’ αριθ. ….76/16.9.2010 ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Σ. Κ. (της
αντιδίκου των), δεν αναφέρονται και τα ονοματεπώνυμα των μαρτύρων που έδωσαν
τις πιο πάνω ένορκες βεβαιώσεις, μη αρκούσης μόνο της αναφοράς του αριθμού
αυτών και του συντάξαντος αυτές συμβολαιογράφου, με συνέπεια να μην καθίσταται
αδιαστίκτως βέβαιο ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε αυτές υπόψη του και ιδίως
ότι έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρός των Ά. Δ.. Από τη βεβαίωση όμως
που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (σελ. 9η) ότι λήφθηκαν υπόψη (μεταξύ
άλλων αποδεικτικών στοιχείων) τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και
επικαλούνται, καθώς και οι υπ’ αριθμ. …25/15.11.2010 και …26/15.11.2010 ένορκες
βεβαιώσεις της συμβολαιογράφου Ό. Α., που λήφθηκαν υπόψη μετά από νομότυπη και
εμπρόθεσμη κλήτευση της άλλης πλευράς και η υπ’ αριθ. …76/16.9.2010 ένορκη
βεβαίωση της συμβολαιογράφου Σ. Κ. που λήφθηκε υπόψη μετά από νομότυπη και
εμπρόθεσμη κλήτευση της άλλης πλευράς (με αναφορά των σχετικών εκθέσεων
επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Νάξου Ι. Φ. – οι δύο
πρώτες και Αθηνών Ο. Δ. – η τελευταία) σε συνδυασμό αφενός μεν με τη ρητή μνεία
στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης της με αριθ. 128/2015 αθωωτικής κατά
πλειοψηφία απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου με αναφορά
μάλιστα στο ότι η (αντίθετη) κρίση του εν λόγω ποινικού Δικαστηρίου δεν
δεσμεύει το παρόν πολιτικό Δικαστήριο, ως μη δημιουργούσα δεδικασμένο, αλλά και
τον χαρακτηρισμό αυτής ως “αμετάκλητης”, αφετέρου δε με το πλήρες και
χωρίς αντιφάσεις και κενά ανωτέρω περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, δεν
καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του α)
τις ως άνω δικαστικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων και β) τις ως άνω ένορκες
βεβαιώσεις, τις οποίες συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να
καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Από καμία διάταξη δεν απαιτείτο, πλην
της μνείας του αριθμού των ενόρκων βεβαιώσεων, του οργάνου ενώπιον του οποίου
αυτές έγιναν και της κλήτευσης του αντιδίκου του προσκομίσαντος με επίκληση
αυτές διαδίκου, η περαιτέρω αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση του
ονοματεπωνύμου των μαρτύρων που έδωσαν αυτές. Τέλος δεν απαιτείτο η περαιτέρω
μνεία ότι η αναφερθείσα στα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα από την προσβαλλόμενη
απόφαση “έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Κ.”
ήταν ιδιωτική, καθότι το μεν η επικαλουμένη παράλειψη δεν ιδρύει λόγο από τον
αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, το δε η ειδική αναφορά αυτής από την
προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλεοναστική και θα μπορούσε να είχε παραληφθεί.
Από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους
ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει ότι
ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης, και όταν το δικαστήριο
προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή
αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει
ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε
στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη
που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 444/2009, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 961/2007, ΑΠ
648/1999). Αντίθετα δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός στην περίπτωση που το
δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρ. 340 ΚΠολΔ, ίδιας αποδεικτικής
δύναμης αποδεικτικά μέσα αποδίδει μικρότερη ή μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία
σε κάποιο ή κάποια από αυτά ή από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ότι έχουν,
αφού τότε η εκτίμηση αφορά την ουσία των πραγμάτων και είναι συνεπώς κατά το
άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1596/2014, ΑΠ 430/2016, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 893/2012, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 1531/2010, ΑΠ
109/2008). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν
συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο
που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως
προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το
έγγραφο η ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ’ ύλην και κατά
τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση και ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με
προσβολή του εγγράφου ως πλαστού, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 440 του ιδίου
Κώδικα τα έγγραφα που αναφέρονται στα άρθρα 438 και 439 αποτελούν πλήρη
απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ’ αυτά, την αλήθεια των οποίων
όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως
ανταπόδειξη. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 440 του ΚΠολΔ είναι
συμπληρωματική της πρώτης και ρυθμίζει τις περιπτώσεις εκείνες που βεβαιώνεται
στο δημόσιο έγγραφο ορισμένο γεγονός, την αλήθεια του οποίου όφειλε να
διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, οπότε ναι μεν υπάρχει και
πάλι πλήρης απόδειξη, πλην όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη, χωρίς ν’ απαιτείται να
προσβληθεί το δημόσιο έγγραφο για πλαστότητα, όπως αντιθέτως συμβαίνει επί
ενεργειών στις οποίες προέβη εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο ή περί
γεγονότων που έλαβαν χώρα ενώπιον του (ΑΠ 883/2013). Τοιαύτη επομένως περίπτωση
υπαγομένη στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 440 του ΚΠολΔ συνιστά και η βεβαίωση
της αρμοδίας υπαλλήλου της πολεοδομικής υπηρεσίας ότι κατατέθηκαν φάκελοι
αναθεώρησης οικοδομικής αδείας κατά την πρωτοκόλληση της αίτησης αναθεώρησης,
οσάκις κατά την κείμενη νομοθεσία ο αρμόδιος για τη λήψη της αίτησης
αναθεώρησης υπάλληλος όφειλε να προβεί στον έλεγχο της πληρότητας των φακέλων
ως προς την συνυποβολή των αναγκαίων αρχιτεκτονικών, στατικών και λοιπών
σχεδίων. Στην περίπτωση αυτή είναι επιτρεπτή η ανταπόδειξη, η οποία μπορεί να
λάβει χώρα με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, όπως μάρτυρες, ιδιωτικά έγγραφα,
αλλά και δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 361/2004, ΑΠ 455/1993). Η ανταπόδειξη δεν
συνιστά κύρια απόδειξη και κατά συνέπεια δεν απαιτείται ν’ αποδειχθεί το
αντίθετο του αποδεικνυομένου με το δημόσιο έγγραφο, αλλά αρκεί να κλονισθεί η
πεποίθηση του δικαστή για την αλήθεια του περιστατικού. Εξ άλλου από τις
διατάξεις των άρθρων 339, 432 επ. και 440 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η απόφαση που
εκδόθηκε επί ποινικής δίκης έχει, ως δημόσιο έγγραφο, πλήρη δεσμευτική
αποδεικτική δύναμη μόνο κατά το μέρος που προσκομίζεται προς απόδειξη
γεγονότων, όπως οι βεβαιώσεις πραγμάτων που έλαβαν χώρα κατά την ενώπιον του
ποινικού δικαστηρίου διεξαχθείσα διαδικασία και ως προς τις διατάξεις που
περιέχει (ΑΠ 1447/2017, ΑΠ 1276/2017, ΑΠ 1056/2014, ΑΠ 359/1993). Δεν είναι,
όμως δημόσιο έγγραφο, αποτελούν πλήρη απόδειξη ως προς τις αιτιολογίες της
ποινικής υπόθεσης επί της οποίας έκρινε, διότι, μεταξύ άλλων, τα βεβαιούμενα
υπ` αυτής περιστατικά δεν συνέβησαν κατά την παρά του δικαστικού λειτουργού
σύνταξή της, ως δημοσίου εγγράφου (ΑΠ 1669/2008, ΑΠ 358/2007, ΑΠ 432/1985).
Στην προκειμένη περίπτωση: Α) με τον πρώτο κατά το τελευταίο αυτού σκέλος λόγο
αναίρεσης του κυρίως δικογράφου και τον συναφή έκτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης,
κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου τους, αληθώς από τον αριθμό 12 του άρθρου 559
του ΚΠολΔ [και όχι από τον επικαλούμενο από τους αναιρεσείοντες αριθμό 20 του
άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο περί παραμόρφωσης εγγράφου που με βάση τα αμέσως
κατωτέρω εκτιθέμενα δεν ιδρύεται εν προκειμένω], οι αναιρεσείοντες προσάπτουν
στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι με το δεχθεί ότι δεν
δημιουργείται δεδικασμένο από την με αριθ. 128/2015 αθωωτική απόφαση του
Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου και στη συνέχεια να συναγάγει αντίθετο
αποδεικτικό πόρισμα με βάση το αναφερόμενο σε αυτήν αποδεικτικό υλικό σε σχέση
με τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά γεγονότα που η ποινική απόφαση δέχθηκε ότι
έλαβαν χώρα και που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της ανοιγείσας πολιτικής
δίκης, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη
διαδικαστικών εγγράφων, όπως είναι οι ποινικές αποφάσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι
αβάσιμοι, καθότι οι αιτιολογίες της ως άνω με αριθ. 128/2015 αθωωτικής για τους
δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων, ως κατηγορουμένων για την αξιόποινη πράξη
της ψευδορκίας μάρτυρα, ήδη αμετάκλητης ποινικής απόφασης του Τριμελούς
Εφετείου Πλημμελημάτων Αιγαίου, ως προς την ενώπιον αυτού αχθείσα ποινική
υπόθεση δεν αποτελούν πλήρη απόδειξη για την πολιτική δίκη ως προς τα
πραγματικά περιστατικά επί των οποίων αυτή έκρινε ότι έλαβαν χώρα, αλλά
συνεκτιμώνται ελευθέρως μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Σημειώνεται ότι η
προσβαλλόμενη απόφαση διέλαβε στο σκεπτικό της αναλυτικά αιτιολογία των λόγων
και στοιχείων που την οδήγησαν σε αντίθετο αποδεικτικό πόρισμα σε σχέση με την
κρίση της ως άνω ποινικής απόφασης. Β) με τον δεύτερο λόγο του κυρίως
δικογράφου και τον συναφή δεύτερο πρόσθετο λόγο από τον αριθμό 12 του άρθρου 559
του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου για την αποδεικτική δύναμη των
αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των προσκομισθέντων με επίκληση δημοσίων
εγγράφων, χωρίς αυτά να προσβληθούν ως πλαστά. Συγκεκριμένα, ενώ α) στο υπ’
αριθ. 3581/13.1.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας … βεβαιωνόταν η κατάθεση
φακέλων αναθεώρησης με αριθ. 405 και 406/27.2.2004, β) στο υπ’ αριθ.
840/7.4.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας … βεβαιωνόταν ότι διαπιστώθηκε η
κατάθεση φακέλων αναθεώρησης με αριθ. 405 και 406 της 27.2.2004, χωρίς όμως να
διαπιστώνεται η χρέωση αυτών σε υπάλληλο της Υπηρεσίας και χωρίς να καταστεί η
ανεύρεσή τους, γ) στο από 14.2.2009 έγγραφο της αυτής Υπηρεσίας, με το οποίο γνωστοποιήθηκε
στην αναιρεσίβλητη η πληρότητα των φακέλων κατά το χρόνο κατάθεσης, αφού
διαφορετικά αυτοί δεν θα είχαν γίνει δεκτοί από την εν λόγω Υπηρεσία και θα
επιστρέφονταν κατά τους όρους του Π.Δ. της 8.7.1993 και δ) στο αντίγραφο από το
βιβλίο πρωτοκόλλου, όπου είχε αναγραφεί στους αριθμούς 405 και 406 της
27.2.2004 ότι κατατέθηκαν φάκελοι αναθεώρησης, ήτοι ενώ βεβαιώνονταν τ’ ανωτέρω
σε δημόσια έγγραφα που είχαν συντάξει οι κατά τόπο και καθ’ ύλη αρμόδιοι
υπάλληλοι και που δεν είχαν προσβληθεί ως πλαστά και απ’ όπου, συνακόλουθα,
προέκυπτε η συνυποβολή των απαραίτητων μελετών και σχεδίων για την αναθεώρηση
των αρχικών οικοδομικών αδειών, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με την
προσβαλλόμενη απόφασή του ότι δεν είχαν συνυποβληθεί οι αναγκαίες μελέτες και
σχέδια από τους δεύτερη και τρίτο των αναιρεσειόντων μηχανικών κατά την
κατάθεση των με αριθ. 405 και 406/27.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης, έκρινε δηλαδή
αντιθέτως με το περιεχόμενο των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων, τα οποία αποτελούν
πλήρη απόδειξη ως προς τα εις αυτά βεβαιούμενα, μη επιτρεπομένης ανταπόδειξης,
ει μη μόνο με την προσβολή αυτών ως πλαστών. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι
ως αβάσιμοι. Και τούτο διότι, από το επικαλούμενο ως άνω περιεχόμενο των πιο
πάνω δημοσίων εγγράφων, δεν βεβαιώνεται αρμοδίως η πληρότητα των φακέλων
αναθεώρησης των με αριθ. 50 και 51/1997 οικοδομικών αδειών με τα απαιτούμενα
σχέδια και μελέτες, που όφειλαν να έχουν εκπονήσει και επισυνάψει οι δεύτερος
και τρίτος των αναιρεσειόντων στους οικείους φακέλους κατά το χρόνο υποβολής
των με αριθ. 405 και 406/24.2.2004 αιτήσεων αναθεώρησης, πέραν του ότι από την
επισκόπηση από τον Άρειο Πάγο των υπό στοιχείο (α) και (β) δημοσίων εγγράφων
(τα λοιπά δεν προσκομίζονται) προκύπτει ότι η επικαλούμενη βεβαίωση της
κατάθεσης φακέλων αναθεώρησης προκύπτει “ύστερα από έλεγχο του πρωτοκόλλου
της Υπηρεσίας”. Σε κάθε δε περίπτωση, επειδή πρόκειται για έλεγχο της
πληρότητας των φακέλων, στον οποίο όφειλε κατά την κείμενη νομοθεσία να προβεί
ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος και ο οποίος (έλεγχος) κατά τις αναιρετικά
ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν γινόταν, λόγω πλημμελούς
λειτουργίας της υπηρεσίας πολεοδομίας της νήσου …., αφού δεν γινόταν ούτε
προέλεγχος των αιτήσεων, ούτε έλεγχος των συνημμένων εάν υπήρχαν ή όχι, ούτε
χρέωση των φακέλων σε υπάλληλο της πολεοδομίας από τον Προϊστάμενο, οι δε
φάκελοι διακινούνταν κατά βούληση από τους ιδιώτες μηχανικούς, τα όσα ανωτέρω
βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ως μη γενόμενα από τον ίδιο τον αρμόδιο δημόσιο
υπάλληλο που υπογράφει αυτά ή ενώπιον του, είναι δεκτικά ανταπόδειξης, χωρίς ν’
απαιτείται η προσβολή των πιο πάνω εγγράφων ως πλαστών. Ο ίδιος δεύτερος
πρόσθετος λόγος κατά το σκέλος που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την
πλημμέλεια ότι προς αντίκρουση του περιεχομένου των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων
η προσβαλλομένη απόφαση έλαβε υπόψη της αποδεικτικά στοιχεία μικρότερης
αποδεικτικής ισχύος, όπως τις ιδιωτικές επιστολές του γενικώς επιβλέποντος
μηχανικού Ά. Δ. προς την αναιρεσίβλητη και με τον τρόπο αυτό ανεπιτρέπτως
απέκρουσε την πλήρη αποδεικτική δύναμη των πιο πάνω δημοσίων εγγράφων, είναι
αβάσιμος, καθότι η κατά το άρθρο 440 του ΚΠολΔ ανταπόδειξη μπορεί να γίνει με
κάθε αποδεικτικό μέσο. Επομένως οι ως άνω δεύτερος λόγος του κυρίως δικογράφου
και δεύτερος πρόσθετος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Γ) με τον
πρώτο και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρόσθετο
κατά τα λοιπά λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη
απόφαση τις πλημμέλειες: α) ότι χωρίς επαρκή αιτιολογία και με επίκληση
μεταγενεστέρων εγγράφων απέκρουσε τα όσα ανωτέρω βεβαιώνονται στο υπ’ αριθ.
3581/13.1.2009 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας …., β) ότι έδωσε μεγαλύτερα
αξιοπιστία σε έξι ιδιωτικά έγγραφα, ως αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν τη
σχέση μεταξύ του Ά. Δ. και της αναιρεσίβλητης προς αντίκρουση των πιο πάνω
δημοσίων εγγράφων και γ) ότι προς αντίκρουση των ισχυρισμών τους ότι είχαν
εκπονήσει και συνυποβάλλει τα’ αναγκαία σχέδια και μελέτες έλαβε υπόψη και
έγγραφα, όπως την ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) στην πολεοδομία … ή την σε
βάρος τους πειθαρχική διαδικασία από το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ) που
συντάχθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της υπαναχώρησης εκ μέρους της
αναιρεσίβλητης, που ως αποδεικτικά στοιχεία είναι ανεπαρκή προς αντίκρουση των αξιώσεών
τους. Ο λόγος αυτός κατά το πιο πάνω μέρος του πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη
κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αναφορικά με την εκτίμηση των
προσκομισθέντων ενώπιον του αποδεικτικών στοιχείων. Συνακόλουθα είναι
απαράδεκτος (άρθ. 561 παρ.1 του ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου απορριπτέος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό
της η αίτηση αναίρεσης και οι δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες πρόσθετοι λόγος
αναίρεσης. Τέλος πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην πληρωμή των δικαστικών
εξόδων της αναιρεσίβλητης … που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της
ήττας των (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος
παραβόλου ύψους τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στους αναιρεσείοντες.
Απορρίπτει την από 16.11.2017 και με αριθ.
κατάθ. 35/16.11.2017 αίτηση αναίρεσης και τους δι’ ιδίου δικογράφου ασκηθέντες
από 8.8.2018 και με αριθ. κατάθ. 64/8.8.2018 πρόσθετους λόγους αναίρεσης της
υπ’ αριθ. 94/14.6.2017 απόφασης του (Τριμελούς) Εφετείου Αιγαίου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή των
δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων
οκτακοσίων (1800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3
Απριλίου 2019
Εγκύκλιος ΕΦΚΑ 49/2019 Σύνταξη λόγω θανάτου από φυσικές καταστροφές (Ν. 4578/2018, άρθρο 22)
ΘΕΜΑ:«Σύνταξη λόγω θανάτου από φυσικές καταστροφές (Ν.4578/2018,
άρθρο 22).»
1. Σας ενημερώνουμε ότι στο ΦΕΚ 200Α΄/3.12.2018
δημοσιεύτηκαν οι διατάξεις του Ν.4578/2018 «Μείωση ασφαλιστικών
εισφορών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 22 του νόμου αυτού με τίτλο
«Σύνταξη λόγω θανάτου από φυσικές καταστροφές» παρατίθενται οι διατάξεις που
θεσπίστηκαν για τη συνταξιοδοτική προστασία των προσώπων τα οποία έλκουν
συνταξιοδοτικό δικαίωμα από ασφαλισμένο ή συνταξιούχο του ΕΦΚΑ που απεβίωσε
λόγω φυσικής καταστροφής, οι οποίες ισχύουν για θανάτους που επέρχονται μετά την
έναρξη ισχύος του Ν. 4387/2016, δηλαδή από 13.5.2016 και μετά.
Η εν λόγω συνταξιοδοτική παροχή χορηγείται αντί
της σύνταξης των διατάξεων του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016 και ισούται με ποσό ίσο
προς τη σύνταξη που θα δικαιούτο ασφαλισμένος ή που χορηγείτο σε συνταξιούχο,
κατά παρέκκλιση των εν λόγω διατάξεων. Εξακολουθούν όμως να ισχύουν τα
οριζόμενα στο άρθρο αυτό περί κατώτατου ποσού σύνταξης. Όταν στη σύνταξη
συμμετέχουν περισσότερα του ενός πρόσωπα, το ποσό που δικαιούνται επιμερίζεται
κατά ποσοστό 50% για τον εν ζωή σύζυγο και κατά ποσοστό 50% στα τέκνα κατ’
ισομοιρία. Οι οδηγίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την
εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων διατυπώνονται αναλυτικά στη συνημμένη εγκύκλιο
με α.π.: Φ80000/οικ.63843/1448/2019 (ΑΔΑ: 62ΕΤ465Θ1Ω-ΟΧΙ).
2. Η υπηρεσία μας επιφυλάσσεται να σας
ενημερώσει μεταγενέστερα σχετικά με ειδικά ζητήματα ερμηνείας των εν λόγω
διατάξεων. Εντωμεταξύ, προκειμένου να χορηγηθούν αμέσως στους δικαιούχους οι
συντάξεις αυτές, τόσο στην περίπτωση που έχει εκδοθεί απόφαση χορήγησης
σύνταξης λόγω θανάτου με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016, όπως ισχύουν, όσο και στην περίπτωση που δεν έχει
εκδοθεί, οι υπηρεσίες απονομής συντάξεων θα πρέπει να ακολουθήσουν αντιστοίχως
ειδική διαδικασία, για την οποία θα λάβουν τεχνικές οδηγίες από την Ομάδα Έργου
Συντάξεων ΕΦΚΑ, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας (help desk). Σε κάθε περίπτωση οι
υπηρεσίες συντάξεων θα πρέπει να παραλαμβάνουν τις σχετικές αιτήσεις για την
απονομή σύνταξης λόγω θανάτου από φυσική καταστροφή και, εάν είναι εφικτό, να
επιληφθούν οίκοθεν αυτών των υποθέσεων, προκειμένου να τροποποιηθεί η απόφαση
συνταξιοδότησης που έχει εκδοθεί με τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 4387/2016.
Όλοι οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την
έκδοση αποφάσεων συνταξιοδότησης λόγω θανάτου θα πρέπει ενυπογράφως να λάβουν
γνώση του περιεχομένου των εν λόγω διατάξεων και των οδηγιών του Υπουργείου
Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.