ΔΕΔ 2664/2019 Επιστροφή ΦΠΑ ανέγερσης κτίσματος σε ακίνητο τρίτου, διάρκεια μίσθωσης, εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης, μη καταχώρηση μισθωμάτων επικαρπωτή μισθωτή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
δ. Της ΠΟΛ 1064/28.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2014) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής».

2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

1. Την από 22.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του ,του με ΑΦΜ, κατοίκου κατά α) της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικής περιόδου 1/7/2014-31/12/2014, β) της υπ.αρς υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικής περιόδου 1/1/2015-31/12/2015 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πύργου και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα

2. Τις ως ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις των οποίων ζητείται η επανεξέταση και η ακύρωση τους.

3. Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πύργου

4. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α4, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 22-4-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής, του … του …, με ΑΦΜ ,και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

• Με την υπ.αρ /2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/07/2014-31/12/2014, καταλογίστηκε σε βάρος του προσφεύγοντα Φ.Π.Α. ποσόν 1.842,26 ευρώ ( Χ.Υ.), πλέον πρόστιμο ανακρίβειας (άρθρου 58Α ΚΦΔ) ποσόν 552,68 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσόν φόρου για καταβολή ύψους 2.394,94 ευρώ.

• Με την υπ.αρ /2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015, καταλογίστηκε σε βάρος του προσφεύγοντα Φ.Π.Α. ποσόν 4.438,08 (Χ.Υ.) ευρώ, πλέον πρόστιμο ανακρίβειας (άρθρου 58Α ΚΦΔ) ποσόν 1.550,47 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσόν φόρου για καταβολή ύψους 5.988,55 ευρώ

Ο προσφεύγων υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πύργου, την με αρ. πρωτ /2016 αίτηση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου της φορολογικής περιόδου 01/01/2015 – 31/12/2015 ποσού 35.096,31 ευρώ, επειδή πραγματοποίησε δαπάνες για κατασκευή επενδυτικών αγαθών (Άρθρο 33 παρ.4 Ν.2859/2000).

Με την με αριθ /2018 εντολή, διενεργήθηκε έλεγχος για την φορολογική περίοδο από 01/07/2014 – 31/12/2015 και όπως αναφέρεται στην από 20-03-2019 έκθεση μερικού έλεγχου Φ.Π.Α. και τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 28 του ν.4174/2013. Με βάση το πόρισμα της έκθεσης, ο έλεγχος έκρινε ότι η ελεγχόμενη οντότητα δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης Φ.ΠΑ., συνεπώς και επιστροφής Φ.Π.Α. που αναλογεί στις δαπάνες ανέγερσης κτιρίων Ξενοδοχείων τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων τριών (3) αστέρων και προσθήκης κατ’ επέκταση – αλλαγή χρήσης υπάρχοντος βιομηχανικού κτιρίου που πραγματοποιήθηκε σε αγροτεμάχιο έκτασης 9.174,60 τμ που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δ.Δ του Δήμου , διότι κατά τον χρόνο γένεσης του δικαιώματος έκπτωσης (συνεπώς και επιστροφής) του ΦΠΑ δεν προέκυψε ότι o προσφεύγων κατείχε την κυριότητα ή την χρήση του ακινήτου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα ετών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 33 ν.2859/2000 και των ΠΟΛ. 1203/1990,1006/1992,1094/1992, γεγονός που καθιστά τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ των ελεγχόμενων φορολογικών περιόδων ανακριβείς. Οι δαπάνες που καταχωρήθηκαν στις υποβληθείσες δηλώσεις για τις οποίες ο προσφεύγων εξέπεσε τον αναλογούντα ΦΠΑ, προσδιορίστηκαν για την χρήση 2014 σε 107.279,00 ευρώ και για την χρήση 2015 σε 113.882,73 ευρώ. (σελ, 9 έκθεσης έλεγχου)

Ο έλεγχος εξέδωσε τις προσβαλλόμενες οριστικές πράξεις Φ.Π.Α. καταλόγισε τις διαφορές κυρίου φόρου και το πρόστιμο λόγω ανακρίβειας.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να επανεξεταστεί η υπόθεση του κατά το νόμο και την ουσία επί σκοπώ όπως ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να γίνει δεκτή η αίτηση του επιστροφής ΦΠΑ, προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

1) Ο ισχυρισμός της φορολογικής αρχής ότι η χρήση του επίμαχου ακινήτου για την ανέγερση του ξενοδοχείου είναι αστική-εμπορική και όχι γεωργική-αγροτική είναι αβάσιμος.

2) Κακώς και παρά το νόμο η φορολογική αρχή θεώρησε ότι όφειλε να έχει θεωρήσει το μισθωτήριο συμφωνητικό στη Δ.Ο.Υ.

3) Κακώς και παρά το νόμο ο έλεγχος θεώρησε ότι έγγραφο βεβαίας χρονολογίας για την απόδειξη της κατ’ ελάχιστο 9ετούς χρήσης του άρθρου 33 παρ.4 ΚΦΠΑ, είναι μόνον αυτό που θεωρείται στη Δ.Ο.Υ.

4) Κακώς και παρά το νόμο η προσβαλλόμενη έκθεση έλεγχου δεν αποδέχτηκε το συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης για το λόγο ότι δεν έχουν δηλωθεί τα μισθώματα στις δηλώσεις φορολογίας του ιδίου και των γονέων του.

5) Αβασίμως στο νόμο και την ουσία η προσβαλλόμενη έκθεση έλεγχου θεώρησε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 33 παρ.4 ΚΦΠΑ για την επιστροφή του Φ.Π.Α.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι: Άρθρο 30 Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου

«1. Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η Παράδοση αγαθών και η Παροχή υπηρεσιών που έγιναν σε αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν. Η έκπτωση αυτή παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο.

Ειδικά, για τα αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα έκπτωσης κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των αγαθών αυτών.

Στην περίπτωση που αγαθά επένδυσης χρησιμοποιούνται, τόσο για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων του υποκειμένου στο φόρο, όσο και για ιδιωτική χρήση του ίδιου ή του προσωπικού του, ή, γενικότερα για σκοπούς άλλους από της επιχείρησης, ο Φ.Π.Α. που βαρύνει τις δαπάνες που συνδέονται με τα επενδυτικά αυτά αγαθά εκπίπτει μόνο κατ’ αναλογία του ποσοστού της χρησιμοποίησης τους για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Οι μεταβολές στην αναλογία χρήσης των αγαθών επένδυσης που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33.»

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι: Άρθρο 33 Διακανονισμός εκπτώσεων

«1) 2). Ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους.

«Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα πέμπτο (1/5) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης……3) 4). Ως αγαθά επένδυσης, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, θεωρούνται: α) Τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτήν, αλλά έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων. Αν κατά τη διάρκεια του πενταετούς διακανονισμού λήξει η χρήση του ακινήτου, στο οποίο κατασκευάστηκαν τα ανωτέρω κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές, ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 3. Στην αξία των αγαθών επένδυσης δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης.»

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι:

Άρθρο 34 Επιστροφή του φόρου

“1. Με την επιφύλαξη των σχετικών με την Παραγραφή διατάξεων ο φόρος επιστρέφεται εφόσον:

α) καταβλήθηκε στο Δημόσιο εξαρχής αχρεώστητα ή

β) το αχρεώστητο προκύπτει από επιγενόμενο λόγο στις κάτωθι περιπτώσεις: «ί) προκύπτει ως πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο δεν μεταφέρεται σε επόμενη περίοδο για έκπτωση ή σε περίπτωση μεταφοράς του η έκπτωση δεν κατέστη δυνατή ή».

ii) αφορά πράξεις, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 30, καθώς και πράξεις για τις οποίες με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προβλέπεται αναστολή καταβολής του φόρου ή οφείλεται σε διαφορά συντελεστών εκροών- εισροών ή

iii) αφορά αγαθά επένδυσης, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33.”

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1006/14-01-1992

Διευκρινήσεις για το δικαίωμα έκπτωσης ή επιστροφής του ΦΠΑ που βαρύνει τα ακίνητα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από μία επιχείρηση σε ακίνητο που ανήκει κατά κυριότητα σε τρίτους αλλά έχει παραχωρηθεί σε αυτήν η χρήση του.

Με αφορμή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία μας, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, διευκρινίζονται τα εξής:

Όπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43Α) αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις της περίπτ. α’ της παραγ. 4 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986 περί ΦΠΑ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεωρούνται ως επενδυτικά αγαθά, εκτός των άλλων και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση, που ενεργεί φορολογητέες ή αφορολόγητες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών της, σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ’ αυτήν, πλην όμως έχει τη χρήση του ακινήτου αυτού με οποιαδήποτε έννομη σχέση (μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης, χρησικτησία κ.τ.λ.) για χρονικό διάστημα τουλάχιστο εννέα (9) χρόνων.

Η ρύθμιση αυτή έγινε για κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν από 1/1/87, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 1947/1991.

Η παραχώρηση της χρήσης και η χρονική διάρκεια αυτής (των εννέα χρόνων), θα αποδεικνύονται με ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο θα πρέπει να φέρει βεβαία χρονολογία, ή με συμβολαιογραφική πράξη ή με το καταστατικό εταιρίας, όταν παραχωρείται η χρήση ακινήτου από το μέλος στο νομικό πρόσωπο που συμμετέχει.

Οι παραπάνω πράξεις μπορεί να είναι μικρότερης διάρκειας (π.χ. 2 ή 3 ετών), οι οποίες όμως ανανεούμενες πριν από τη λήξη τους θα είναι συνολικής διάρκειας τουλάχιστον 9 χρόνων.

Ειδικότερα επισημαίνεται ότι, τα μεν ιδιωτικά μισθωτήρια συμβόλαια θα πρέπει να έχουν εμπρόθεσμα κατατεθεί για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του εκμισθωτή, κυρωμένο αντίγραφο του οποίου θα πρέπει να κατέχει ο μισθωτής, οι δε συμβολαιογραφικές ή άλλες πράξεις, με βάση τις οποίες θα αποδεικνύεται η έννομη σχέση της χρήσης από το χρήστη – μισθωτή, θα πρέπει να έχουν μεταγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 618 του Αστικού Κώδικα.

Σε περίπτωση δε παραχώρησης της χρήσης του ακινήτου σε υφιστάμενο ή συνιστώμενο νομικό πρόσωπο, η διάρκεια του νομικού αυτού προσώπου πρέπει να αναφέρεται ρητά στο συστατικό του έγγραφο και να είναι άνω των εννέα (9) ετών και όχι αόριστης διαρκείας.

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1094/1992

Δικαίωμα έκπτωσης ή επιστροφής ΦΠΑ που επιβάρυνε δαπάνη ανέγερσης κτισμάτων σε μισθωμένο ακίνητο, σε περίπτωση εκπρόθεσμης προσκόμισης για θεώρηση στον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ του οικείου ιδιωτικού συμφωνητικού.

Με αφορμή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπηρεσία μας, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, παρέχουμε τις παρακάτω διευκρινίσεις:

1 . Με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγρ. 4 του άρθρου 26 του ν. 1642/1986, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 1882/1990, ορίζεται η έννοια του επενδυτικού αγαθού, για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεωρούνται επενδυτικά αγαθά και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ’ αυτό, αλλά έχει τη χρήση αυτού, με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα (9) ετών.

2. Περαιτέρω, με την 1003880/175 /ΑΟΟ14/ΠΟΛ.1006/1992 εγκύκλιό μας δόθηκαν σχετικές οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων. Με την εγκύκλιο αυτή διευκρινίστηκε ότι η παραχώρηση της χρήσης και η χρονική διάρκεια αυτής θα αποδεικνύονται με ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο θα πρέπει να φέρει βεβαία χρονολογία ή με συμβολαιογραφική πράξη, η οποία, εφόσον η μίσθωση είναι πάνω από 9 χρόνια, πρέπει να έχει μεταγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 618 του Α.Κ. ή με το καταστατικό της εταιρίας που θα έχει δημοσιευθεί νόμιμα, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτει διάρκεια ορισμένου χρόνου (όχι αόριστος) τουλάχιστον εννέα ετών.

Με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι η διάρκεια των μισθώσεων μπορεί να είναι και μικρότερη εννέα ετών, ανανεούμενη όμως πριν από τη λήξη της είναι συνολικής διάρκειας, τουλάχιστο, εννέα ετών. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι μπορεί μεν η διάρκεια των μισθώσεων να είναι μικρότερη από τα εννέα έτη, πλην όμως, θα πρέπει κατά το χρόνο γένεσης του δικαιώματος έκπτωσης να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή που ορίζεται από το νόμο. Δηλαδή, αν μία αρχική μίσθωση συμφωνείται για χρονική διάρκεια 5 ετών, δεν παρέχεται στο μισθωτή δικαίωμα να ζητήσει επιστροφή του φόρου για τυχόν κατασκευές που πραγματοποίησε στο μισθωμένο ακίνητο κατά την πενταετία αυτή. Εάν, στη συνέχεια και πριν από τη λήξη της αρχικής μίσθωσης, αυτή παραταθεί για άλλα πέντε χρόνια, τότε θα δικαιούται επιστροφής του φόρου που επιβάρυνε τυχόν νέες κατασκευές που πραγματοποίησε κατά το χρόνο της νέας μίσθωσης, γιατί θα ληφθεί υπόψη αθροιστικά και η πρώτη πενταετία της αρχικής μίσθωσης.

3. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4045/1960 (ΦΕΚ 74 Α’), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παράγρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 1828/1990 ορίζεται ότι, ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων, ασχέτως ποσού μισθώματος, η γεωργικών ακινήτων εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση μέσα σε τριάντα (30) μέρες από τη σύνταξή τους, στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του. Τα έγγραφα αυτά δύναται και ο μισθωτής να τα προσκομίζει για θεώρηση στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο (2) αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σ’ αυτόν που τα προσκόμισε και με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου και νομοθετήματος ορίζεται ότι όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση η τα προσκομίζουν εκπρόθεσμα, καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 του ν.δ. 3323/1955.

4. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγρ. 16 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990 ορίζεται ότι τα συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών και τρίτων για οιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής τους, από την αρμόδια ΔΟΥ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

5. Ύστερα από τα παραπάνω, σε κάθε περίπτωση που γίνεται εκπρόθεσμη προσκόμιση στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ σύμβασης μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση, εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις των παραγράφων 1 και 3, του άρθρου 3 του ν. 4045/1960, όπως ισχύουν, οι οποίες, ως ειδικές κατισχύουν των γενικών διατάξεων της παραγρ. 16 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990.

6. Κατά συνέπεια, τα οικεία μισθωτήρια θα γίνονται δεκτά για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1642/86, ως προς το δικαίωμα έκπτωσης και επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας. Εξυπακούεται βέβαια ότι θα πρέπει να ερευνάται σε κάθε περίπτωση εάν τα καταβαλλόμενα μισθώματα έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία του μισθωτή και έχουν δηλωθεί από τον εκμισθωτή, κατά τις σχετικές διατάξεις, ενώ για την εκπρόθεσμη προσκόμιση της σύμβασης μίσθωσης για θεώρηση και κάθε άλλη παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, θα επιβάλλονται οι κυρώσεις που ορίζονται στο νόμο.

7. Κάθε διαταγή μας με αντίθετο περιεχόμενο παύει να ισχύει αφότου εκδόθηκε.

Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής στα οποία περιλαμβάνεται και η από 20-03-2019 έκθεση έλεγχου ΦΠΑ Ν.2859/2000 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Πύργου, προκύπτει ότι με το αριθμό /8-4-2003 πληρεξούσιο της συμβ/φου Πύργου ο κος του (πατέρας του προσφεύγοντα) παρείχε προς την σύζυγο του (μητέρα του προσφεύγοντα) να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται το σύνολο της γεωργικής του εκμετάλλευσης ( 15 αγροτεμάχια) και ειδικά το δικαίωμα να εκμισθώνει τα ακίνητα του και με το αριθμό /2003 συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτων της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου σε τόμο και αριθμό στις 9-5-2003. Η κα συζ εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα (υιός) το σύνολο της γεωργικής εκμετάλλευσης (15 αγροτεμάχια), με ετήσιο μίσθωμα 50 ευρώ, για χρονική διάρκεια τριάντα(30) ετών, με χρήση του μισθίου αγροτική εκμετάλλευση από τον μισθωτή.

Επειδή, με το από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εμφανισθέντων, στις 14-2-2014, από τον κον πρόεδρο του Τ.Κ Δήμου , ο κος του, (πατέρας του προσφεύγοντα) εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα ένα αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. του οποίου έχει την επικαρπία, για διάρκεια εννέα(9) ετών, ήτοι από 14-2-2014 έως 13-2-2023, με ετήσιο μίσθωμα 100,00 ευρώ, χρήση αγροτική, αστική εκμετάλλευση ή όποια άλλη κατά την απόλυτη κρίση του μισθωτή και χωρίς δικαίωμα υπομίσθωσης ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρησης της χρήσης του μισθίου. Το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου δεν έχει θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πύργου. Στην συνέχεια, όπως αναφέρεται (σελ. 8) της έκθεσης έλεγχου, για την εκμίσθωση του ανωτέρω ακινήτου, ήτοι ακίνητο έκτασης 44.076,79 τμ (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9174,60 τμ) με τα υφιστάμενα εντός αυτού κτίσματα, ο επικαρπωτής (πατέρας του προσφεύγοντα) υπέβαλε εκπρόθεσμα στις 30/11/2017 την με αρ /2017 δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής της ΑΑΔΕ, την οποία αποδέχτηκε ο προσφεύγων (μισθωτής), με είδος μίσθωσης επαγγελματική/εμπορική με την ίδια περίοδο ισχύος 14/2/2014 -13/02/2023. Επίσης, στην έκθεση έλεγχου αναφέρεται ότι, στις υποβληθείσες δηλώσεις Φ.Ε. 2015 & 2016 δεν δηλώνεται μίσθωμα από τον επικαρπωτή για το συγκεκριμένο ακίνητο, ούτε έχουν καταχωρηθεί μισθώματα στα λογιστικά βιβλία και τις δηλώσεις Φ.Ε. του μισθωτή.

Επιπλέον, ο προσφεύγων με το αριθμό /2005 συμβόλαιο γονικής παροχής ακινήτου (μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου στις 09-12-2005 στον τόμο αριθ ) απέκτησε από τον πάτερα του το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου.(τίτλος κτήσης για τον παρέχοντα γονέα η υπ.αρ /2005 πράξη αποδοχής κληρονομιάς).

Επειδή, με την αρ. πρωτ /04-07-2012 απόφαση του Ειδικού Γραμματέα κοινοτικών πόρων και υποδομών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, εγκρίθηκε για τον προσφεύγοντα το επενδυτικό σχέδιο, ίδρυση επτά (7) τουριστικών κατοικιών στο Δ.Δ. του Δήμου στο Μέτρο 313Β του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδος 2007-2013(ΠΑΑ) (προσκομίζεται στην υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή).

Επειδή, όπως αναφέρεται στην έκθεση έλεγχου (σελ. 3 & 9 ), ο προσφεύγων (ατομική επιχείρηση) κατά την ελεγχόμενη φορολογική περίοδο ( 01/07/2014-31/12/2015) διέθετε την υπό κατασκευή εγκατάσταση εσωτερικού και την έχει δηλώσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.(αρ.δηλ /2007) ,
 

Α/Α Είδος Εγκατ. Διεύθυνση Εγκατ. Περιγραφή Έναρξη Λήξη
1. Υπό Κατασκευή Εγκατάσταση ………………………
……………………….
………………………
Εργασίες διαμόρφωσης η ανέγερσης κτίσματος ή άλλου είδους κατασκευών (ως αγαθού επένδυσης του άρθρου 33 παρ.4 του κώδικα ΦΠΑ) για ίδια άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας με δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών της 07/12/2007 30/10/2017


Στην συνέχεια, ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων δήλωσε ως δραστηριότητα όπως παρακάτω:
 

Κωδικός Περιγραφή Έναρξη Λήξη
55101000 Υπηρεσίες παροχής δωματίων ή μονάδας καταλύματος για επισκέπτες, με καθημερινή καθαριότητα (εκτός της χρονομεριστικής μίσθωσης) 30/10/2017


Επειδή, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης στις 12-10-2018 διαπιστώθηκε η πραγματοποίηση των πράξεων (κατασκευές ακινήτων) για τις οποίες υποβλήθηκε το αίτημα επιστροφής ΦΠΑ (σελ.11 έκθεσης έλεγχου) και από τον έλεγχο δεν εγείρεται ζήτημα ότι οι προμηθευτές (εκδότες των φορολογικών στοιχείων δαπανών) δεν είχαν την δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα φορολογικά στοιχεία δαπανών τα οποία έλαβε ο προσφεύγων και καταχώρησε στα βιβλία του.

Επειδή, με το με αρ.πρωτ.ΔΕ/ /2019 έγγραφο του Υπουργείου Τουρισμού το επενδυτικό έργο (τουριστικό κατάλυμα ξενοδοχείο εποχιακής λειτουργίας τριών αστέρων) υπάγεται στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις(ΠΠΔ) που περιγράφονται στην υπ. αριθμ /2012(ΦΕΚ 3438/Β’) ΚΥΑ και χορηγήθηκε άδεια σε υποβολή γνωστοποίησης σύμφωνα με τη με αριθμό /2017 ΚΥΑ(ΦΕΚ 1750/Β’) «Απλούστευση της διαδικασίας
έναρξης λειτουργίας τουριστικών καταλυμάτων» (προσκομίζεται στην υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή).

Επειδή, με το με αριθμό /2003 συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτων της συμβολαιογράφου , ο προσφεύγων μίσθωσε το σύνολο των ακινήτων του πατέρα του, για χρονική διάρκεια τριάντα(30) ετών, ως εκ τούτου έχει την χρήση όλων των ακινήτων πέραν των εννέα(9) ετών, πληρείται η προϋπόθεση της κατ’ ελάχιστον εννεαετούς διαρκείας της μίσθωσης του ακινήτου, όπως προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 ΚΦ.Π.Α. και το γεγονός ότι η μίσθωση έγινε με χρηση αγροτική εκμετάλλευση, δεν συνιστά λόγο να μη γίνει δεκτή για λόγους ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.4 του Ν.2859/2000.

Επειδή, με το άρθρο 171 του ν.2717/1999
«2. Η χρονολογία των ιδιωτικών εγγράφων καθίσταται βέβαιη για τους τρίτους μόνον όταν αυτά θεωρηθούν από συμβολαιογράφο ή από άλλον αρμόδιο κατά το νόμο δημόσιο υπάλληλο..»

Επειδή, με το από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εμφανισθέντων στις 14-2-2014 από τον κον πρόεδρο του Τ.Κ Δήμου , ως εκ τούτου κατέστη βέβαιης χρονολογίας στις 14-02-2014, ο κος του , πατέρας του προσφεύγοντα εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα ένα αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9.174,60 τμ στην οποία ο προσφεύγων ανήγειρε τα κτίσματα) του οποίου έχει την επικαρπία, για διάρκεια εννέα (9) ετών, ήτοι από 14-2-2014 έως 13-2-2023, με ετήσιο μίσθωμα 100,00 ευρώ, χρήση αγροτική, αστική εκμετάλλευση ή όποια άλλη κατά την απόλυτη κρίση του μισθωτή και χωρίς δικαίωμα υπομίσθωσης ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρησης της χρήσης του μισθίου

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1013/07-01-2014

«1. Οι εκμισθωτές ακίνητης περιουσίας υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία των αρχικών ή τροποποιητικών μισθώσεων, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έναρξη της μίσθωσης ή την τροποποίησή της, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γραπτή ή προφορική συμφωνία.»

Επειδή, ο προσφεύγων υπέβαλε εκπρόθεσμα στις 30/11/2017 την με αρ /2017 δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής της ΑΑΔΕ, την οποία αποδέχτηκε ο προσφεύγων(μισθωτής), για το αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9.174,60 τμ στην οποία ο προσφεύγων ανήγειρε τα κτίσματα) με είδος μίσθωσης επαγγελματική/εμπορική με την ίδια περίοδο ισχύος 14/2/2014-13/02/2023 που αναφέρεται στο από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου.

Επειδή, το γεγονός ότι η εν λόγω μίσθωση δηλώθηκε εκπρόθεσμα στις 30-11-2017, ενώ το ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης εννεαετούς διάρκειας έχει συνταχτεί και έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής στις 14-2-2014, δεν συνιστά λόγο να μη γίνει δεκτή για σκοπούς Φ.Π.Α. σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.4 του ν.2859/2000.

Επειδή, η υποχρέωση της δήλωσης των μισθωμάτων στις δηλώσεις Φ. Ε. του επικαρπωτή και τις καταχωρήσεις αυτών στα λογιστικά βιβλία και στις δηλώσεις Φ.Ε. του μισθωτή, δεν αποτελούν προϋπόθεση για την έκπτωση και κατ’ επέκταση επιστροφή Φ. Π. Α., σύμφωνα με τις διατάξεις της
 παρ.4 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 Κ.Φ.Π.Α.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι:

«Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου».

Αποφασίζουμε

Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 22.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής, του του , με ΑΦΜ,

α) την ακύρωση, της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/07/2014-31/12/2014 συνολικού ποσού φόρου για καταβολή ύψους 2.394,94 ευρώ, της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015 συνολικού ποσού φόρου για καταβολή ύψους 5.988,55 ευρώ και

β) την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου της φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015 ποσού 35.096,31 ευρώ.

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Yποθέσεις C-4/18 και C-5/18 Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος – Δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Φορέας παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας – Ιδιωτικός φορέας ο οποίος παρέχει υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος – Δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Φορέας παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας – Ιδιωτικός φορέας ο οποίος παρέχει υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑4/18 και C‑5/18,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) με αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2017, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 3 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο των δικών

Michael Winterhoff, ενεργών ως εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding AG,

κατά

Finanzamt Ulm (C‑4/18),

και

Jochen Eisenbeis, ενεργών ως εκκαθαριστής της JUREX GmbH,

κατά

Bundeszentralamt für Steuern (C‑5/18),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Μ. Winterhoff, ενεργών ως εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding AG, και ο J. Eisenbeis, ενεργών ως εκκαθαριστής της JUREX GmbH, εκπροσωπούμενοι από τον C. Hahn, Steuerberater,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Mölls καθώς και από τις L. Lozano Palacios και L. Nicolae,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 13, και του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 52, σ. 3, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 225, σ. 49) (στο εξής: οδηγία 97/67), καθώς και του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, πρώτον, του Michael Winterhoff, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της DIREKTexpress Holding AG, και της Finanzamt Ulm (φορολογικής αρχής του Ulm, Γερμανία) (υπόθεση C‑4/18) και, δεύτερον, του Jochen Eisenbeis, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της JUREX GmbH, και της Bundeszentralamt für Steuern (κεντρικής ομοσπονδιακής φορολογικής αρχής, Γερμανία) (υπόθεση C‑5/18) σχετικά με την άρνηση των αρχών αυτών να απαλλάξουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) τις υπηρεσίες επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων τις οποίες οι εν λόγω εταιρίες παρείχαν για δικαστήρια και διοικητικές αρχές.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 97/67

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας 97/67, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, με τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

1α.      φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας: επιχείρηση η οποία παρέχει μία ή περισσότερες ταχυδρομικές υπηρεσίες·

[…]

4.      περισυλλογή: η δραστηριότητα που συνίσταται στην περισυλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων από φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών·

5.      διανομή: η διαδικασία που περιλαμβάνει τη διαλογή στο κέντρο διανομής και την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων στους παραλήπτες·

6.      ταχυδρομικό αντικείμενο: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία·

[…]

9.      συστημένη αποστολή: υπηρεσία που συνίσταται στην κατ’ αποκοπήν εγγύηση έναντι των κινδύνων απώλειας, κλοπής ή καταστροφής, και η οποία παρέχει στον αποστολέα, ενδεχομένως εφόσον το ζητήσει, απόδειξη της κατάθεσης του ταχυδρομικού αντικειμένου και/ή της παράδοσής του στον παραλήπτη·

[…]

13.      φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας που παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής εντός κράτους μέλους, και του οποίου η ταυτότητα έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4·

[…]

17.      χρήστης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχεται ταχυδρομική υπηρεσία, ως αποστολέα ή παραλήπτη·

[…]».

4        Το κεφάλαιο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Καθολική υπηρεσία», περιέχει τα άρθρα 3 έως 6. Το εν λόγω άρθρο 3 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

[…]

4.      Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

–        τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

–        τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

–        τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

[…]

7.      Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.»

5        Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας:

«1.      Κάθε κράτος μέλος εγγυάται ότι η παροχή της καθολικής υπηρεσίας είναι εξασφαλισμένη και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης. Η επιτροπή του άρθρου 21 ενημερώνεται για τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για να εξασφαλισθεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ως φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας ώστε να καλύπτεται το σύνολο της εθνικής επικράτειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διάφορες επιχειρήσεις για την παροχή διαφορετικών στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας και/ή την κάλυψη διαφορετικών τμημάτων της εθνικής επικράτειας. […]

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ταυτότητα του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που έχουν ορίσει. […]»

 Η οδηγία 2006/112

6        Το άρθρο 131 της οδηγίας 2006/112, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», του επιγραφόμενου «Απαλλαγές» τίτλου IX, προβλέπει τα εξής:

«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων […] διατάξεων [του δικαίου της Ένωσης] και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»

7        Το κεφάλαιο 2, με τίτλο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος», του ίδιου τίτλου IX περιλαμβάνει το άρθρο 132 της οδηγίας αυτής, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

α)      τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, με εξαίρεση τη μεταφορά προσώπων και τις τηλεπικοινωνίες,

[…]».

 Το γερμανικό δίκαιο

 Ο UStG

8        Μεταξύ των πράξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του Umsatzsteuergesetz (νόμου για τον φόρο κύκλου εργασιών, στο εξής: UStG), όπως έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑4/18, απαλλάσσονταν, δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 11b, του νόμου αυτού, «οι πράξεις της Deutsche Post AG που εξυπηρετούν άμεσα τις ταχυδρομικές υπηρεσίες».

9        Κατά τον UStG, όπως έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑5/18, δηλαδή όπως ίσχυε από 1ης Ιουλίου 2010, οι ακόλουθες πράξεις απαλλάσσονταν δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 11b, του νόμου αυτού:

«Καθολική υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της [οδηγίας 97/67]. Η απαλλαγή χορηγείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο επιχειρηματίας έχει δεσμευθεί, σύμφωνα με πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την [κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή], έναντι της αρχής αυτής να παρέχει σε όλα τα σημεία της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών που μνημονεύονται στην πρώτη περίοδο.»

 Ο νόμος για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες

10      Το άρθρο 11 του Postgesetz (νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, της 22ας Δεκεμβρίου 1997, BGBl. 1997 I, σ. 3294), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο, με τίτλο «Ορισμός και έκταση της καθολικής υπηρεσίας», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η καθολική υπηρεσία συνιστά στοιχειώδη προσφορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών του άρθρου 4, σημείο 1, οι οποίες παρέχονται σε όλα τα σημεία της επικράτειας με συγκεκριμένη ποιότητα και σε προσιτή τιμή. Η καθολική υπηρεσία περιορίζεται στις υποκείμενες σε άδεια ταχυδρομικές υπηρεσίες και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται, όσον αφορά το τεχνικό σκέλος της μεταφοράς, τουλάχιστον εν μέρει με υποκείμενες σε άδεια ταχυδρομικές υπηρεσίες. Περιλαμβάνει μόνο τις υπηρεσίες που εν γένει θεωρούνται απαραίτητες.

2.      Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να καθορίσει με κανονιστική πράξη, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του [Bundestag (Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, Γερμανία)] και του [Bundesrat (Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, Γερμανία)], σύμφωνα με την παράγραφο 1, το περιεχόμενο και την έκταση της καθολικής υπηρεσίας […]».

11      Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, με τίτλο «Υποχρέωση επίσημης κοινοποίησης», έχει ως εξής:

«Κάτοχος άδειας ο οποίος παρέχει υπηρεσίες διανομής αλληλογραφίας οφείλει να κοινοποιεί επισήμως τις πράξεις ανεξαρτήτως του βάρους τους, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τους νόμους που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής, ο κάτοχος άδειας διαθέτει εξουσίες δημόσιας αρχής (εντεταλμένος επιχειρηματίας).»

12      Κατά το άρθρο 34 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Αμοιβή για την επίσημη κοινοποίηση»:

«Ο επιφορτισμένος με την υποχρέωση κάτοχος άδειας δικαιούται αμοιβή. Η αμοιβή αυτή καλύπτει όλες τις υπηρεσίες που παρέχει ο κάτοχος άδειας, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης πιστοποίησης και της επιστροφής των εγγράφων πιστοποίησης στον παραγγέλλοντα. Η αμοιβή πρέπει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2. Υπόκειται στην άδεια της ρυθμιστικής αρχής. […]»

 Ο κανονισμός για την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία

13      Το άρθρο 1 του Post-Universaldienstleistungsverordnung (κανονισμού για την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία), της 15ης Δεκεμβρίου 1999 (BGBl. 1999 I, σ. 2418), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο, προβλέπει τα εξής:

«1.      Ως “καθολική υπηρεσία” νοούνται οι ακόλουθες ταχυδρομικές υπηρεσίες:

(1)      η μεταφορά αντικειμένων αλληλογραφίας κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 2 000 γραμμάρια και οι διαστάσεις τους δεν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που καθορίζονται στην παγκόσμια ταχυδρομική σύμβαση και στους σχετικούς εκτελεστικούς κανονισμούς,

(2)      η μεταφορά δεμάτων με συγκεκριμένο παραλήπτη, των οποίων το βάρος δεν υπερβαίνει τα 20 χιλιόγραμμα ανά δέμα και των οποίων οι διαστάσεις δεν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που καθορίζονται στην παγκόσμια ταχυδρομική σύμβαση και στους σχετικούς εκτελεστικούς κανονισμούς,

(3)      η μεταφορά εφημερίδων και περιοδικών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, στοιχείο c, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. […]

2.      Η μεταφορά αντικειμένων αλληλογραφίας περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες μορφές αποστολής:

(1)      συστημένη αποστολή (αποστολή αλληλογραφίας με κατ’ αποκοπήν εγγύηση έναντι των κινδύνων απώλειας, κλοπής ή καταστροφής και με παράδοση έναντι αποδεικτικού παραλαβής),

(2)      αποστολή με δηλωμένη αξία (αποστολή αλληλογραφίας της οποίας το περιεχόμενο είναι ασφαλισμένο για την αξία που δηλώνεται από τον αποστολέα, σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή καταστροφής),

(3)      αποστολή με αντικαταβολή (αποστολή αλληλογραφίας η οποία παραδίδεται στον παραλήπτη μόνο μετά την είσπραξη ορισμένου χρηματικού ποσού),

(4)      αποστολή με κατεπείγουσα επίδοση (αποστολή αλληλογραφίας της οποίας η διανομή πραγματοποιείται με ειδικό κομιστή το συντομότερο δυνατόν μετά την παραλαβή της από φορέα διανομής).»

 Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

14      Το άρθρο 176, παράγραφος 1, του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας), το οποίο αφορά την επίσημη κοινοποίηση, προβλέπει τα εξής:

«Όταν δίδεται παραγγελία κοινοποίησης στο ταχυδρομείο, σε δικαστικό υπάλληλο ή σε δικαστικό επιμελητή ή όταν ζητείται από άλλη αρχή να διενεργήσει την κοινοποίηση, το αρμόδιο γραφείο παραδίδει το προς κοινοποίηση έγγραφο σε κλειστό φάκελο, συνοδευόμενο από δεόντως προετοιμασμένο έντυπο έκθεσης κοινοποίησης. […]»

15      Κατά το άρθρο 182 του κώδικα αυτού, το οποίο επίσης αφορά την επίσημη κοινοποίηση:

«1.      Προς απόδειξη της κοινοποίησης […] συντάσσεται έκθεση επί του προβλεπόμενου για τον σκοπό αυτόν εντύπου. […]

3.      Η έκθεση κοινοποίησης επιστρέφεται αμελλητί στο αρμόδιο γραφείο, σε μορφή πρωτοτύπου ή ηλεκτρονικού εγγράφου.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C4/18

16      Ο Μ. Winterhoff είναι εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding, έναντι της οποίας κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση του Amtsgericht Ulm (ειρηνοδικείου Ulm, Γερμανία) της 6ης Ιουλίου 2011, απόφαση με την οποία διορίστηκε επίσης ο M. Winterhoff ως εκκαθαριστής. Η εν λόγω εταιρία είναι η επικεφαλής εταιρία ενός ομίλου που παρείχε ταχυδρομικές υπηρεσίες μέσω θυγατρικών εγκατεστημένων σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια. Κατά τα έτη 2008 και 2009, η δραστηριότητα του ομίλου συνίστατο κυρίως στην εκτέλεση παραγγελιών κοινοποίησης πράξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δημοσίου δικαίου, παραγγελιών οι οποίες αντιμετωπίζονταν ως πράξεις απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ.

17      Κατόπιν φορολογικού ελέγχου για την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2008 και Μαΐου 2009, η φορολογική αρχή του Ulm έκρινε ότι οι ως άνω πράξεις κοινοποίησης έπρεπε να υπαχθούν στον ΦΠΑ.

18      Η DIREKTexpress Holding υπέβαλε, αρχικά, διοικητική ένσταση κατά της απόφασης αυτής και, στη συνέχεια, δεδομένου ότι η εν λόγω διοικητική ένσταση απορρίφθηκε, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικού δικαστηρίου Βάδης-Βυρτεμβέργης, Γερμανία). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η φορολογική αρχή του Ulm, καθής ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, εξέδωσε ετήσιες πράξεις επιβολής ΦΠΑ για τα έτη 2008 και 2009.

19      Κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, επίσης, κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι της DIREKTexpress Holding και ο Μ. Winterhoff διορίστηκε εκκαθαριστής της. Ο τελευταίος συνέχισε, στο πλαίσιο αυτό, την εν εξελίξει διαδικασία.

20      Το Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικό δικαστήριο Βάδης-Βυρτεμβέργης) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε ενώπιόν του η DIREKTexpress Holding με την αιτιολογία ότι οι επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων δεν μπορούσαν να τύχουν της ζητηθείσας απαλλαγής. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό έκρινε, αφενός, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, σημείο 11b, του UStG, καθόσον μόνον οι πράξεις της Deutsche Post που εξυπηρετούν άμεσα τις ταχυδρομικές υπηρεσίες απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ, και, αφετέρου, ότι δεν ήταν δυνατή η απευθείας επίκληση του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, καθώς οι επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

21      Ο Μ. Winterhoff άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου, Γερμανία), αναίρεση («Revision») κατά της απόφασης αυτής.

22      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν ένας επιχειρηματίας ο οποίος διενεργεί κατά κύριο λόγο επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές μπορεί να θεωρηθεί φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται, ειδικότερα, αν είναι δυνατή η εξομοίωση των εν λόγω δραστηριοτήτων με τη συγκεκριμένη περίπτωση του ταχυδρομικού αντικειμένου ή του ταχυδρομικού δέματος, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, ή με τη συστημένη αποστολή, η οποία επίσης μνημονεύεται στη διάταξη αυτή.

23      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν μια εταιρία όπως η DIREKTexpress Holding μπορεί να θεωρηθεί ως εξασφαλίζουσα παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες επίσημης κοινοποίησης που παρείχε να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ δυνάμει της διάταξης αυτής. Το γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω κοινοποιήσεις συμβάλλουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν, συναφώς, το γενικό συμφέρον συνηγορεί υπέρ της άποψης αυτής. Αντιθέτως, δεδομένου ότι ένας ιδιώτης δεν δύναται να ζητήσει τη διενέργεια επίσημης κοινοποίησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια πράξη αφορά υπηρεσία διαθέσιμη σε «όλους τους χρήστες», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εμπίπτει ο επιχειρηματίας που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις εγγράφων βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου στην έννοια του “φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας” κατ’ άρθρον 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67 […] ο οποίος παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής, και απαλλάσσονται οι εν λόγω υπηρεσίες από τον φόρο βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2006/112];»

 Η υπόθεση C5/18

25      Ο J. Eisenbeis είναι εκκαθαριστής της JUREX, έναντι της οποίας κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2011, απόφαση με την οποία διορίστηκε επίσης ο J. Eisenbeis ως εκκαθαριστής. Η εν λόγω εταιρία εκτελούσε, μεταξύ άλλων, παραγγελίες επίσημης κοινοποίησης πράξεων στη γερμανική επικράτεια.

26      Το 2010, η JUREX ζήτησε από την κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή την έκδοση πιστοποιητικού περί απαλλαγής από τον ΦΠΑ όσον αφορά την εν λόγω υπηρεσία κοινοποίησης. Η εταιρία αυτή δεσμεύθηκε έναντι της ως άνω αρχής να παρέχει στο σύνολο της γερμανικής επικράτειας την εν λόγω υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων, κατ’ εφαρμογήν των δικονομικών κανόνων και των ισχυόντων νόμων, σύμφωνα με τις άδειες που είχαν χορηγηθεί προς τούτο από την Bundesnetzagentur (ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων, Γερμανία).

27      Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010, η κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή, για τον λόγο ότι η υπηρεσία την οποία αφορούσε δεν ενέπιπτε στο πεδίο της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

28      Κατόπιν προσφυγής που άσκησε ο J. Eisenbeis, το Finanzgericht Köln (φορολογικό δικαστήριο Κολωνίας, Γερμανία) επιβεβαίωσε την άρνηση απαλλαγής των επίμαχων υπηρεσιών από τον ΦΠΑ, για τον ίδιο λόγο με εκείνον τον οποίο εξέθεσε η κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή.

29      Ο J. Eisenbeis άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου), αναίρεση («Revision») κατά της απόφασης αυτής.

30      Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑4/18, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί η επίσημη κοινοποίηση εγγράφων που διενεργείται βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου [δικονομικών διατάξεων και διατάξεων των νόμων που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση –άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες] καθολική ταχυδρομική υπηρεσία κατ’ άρθρον 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 […];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Εμπίπτει ο επιχειρηματίας που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις εγγράφων βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου στην έννοια του “φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας” κατ’ άρθρον 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67[…] ο οποίος παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής, και απαλλάσσονται οι εν λόγω υπηρεσίες από τον φόρο βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2006/112];»

31      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2018, οι υποθέσεις C‑4/18 και C‑5/18 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

32      Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών αμφισβητούν το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.

33      Ειδικότερα, υποστηρίζουν, αφενός, ότι, καθόσον σκοπός των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων είναι να κριθεί αν η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει εφαρμογή σε πράξεις όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, τα ερωτήματα αυτά δεν είναι χρήσιμα για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που δοθεί η απάντηση ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας και ότι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών πρέπει να θεωρηθούν φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει κατ’ ανάγκην να απαλλαγούν δυνάμει της εν λόγω διάταξης.

34      Αφετέρου, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑5/18, υποστηρίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει, με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ότι η εκτέλεση παραγγελιών επίσημης κοινοποίησης πράξεων αποτελεί μέρος της καθολικής υπηρεσίας που απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

35      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει πράγματι επιληφθεί διαφορών στο πλαίσιο των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι δραστηριότητες επίσημης κοινοποίησης πράξεων τις οποίες ασκούσαν η DIREKTexpress Holding και η JUREX έπρεπε να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι καθοριστική για την επίλυση των εν λόγω διαφορών. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του.

38      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων των κύριων δικών το οποίο υπενθυμίζεται στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, αρκεί η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, στις αιτήσεις του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβληθέντα ερωτήματα. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες αυτοί δεν προέβαλαν στοιχεία ικανά να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της προηγούμενης σκέψης, κατά τις οποίες το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί εκκρεμών διαφορών των οποίων η επίλυση εξαρτάται από τις απαντήσεις που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβληθέντα ερωτήματα.

39      Επομένως, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές στο σύνολό τους.

 Επί της ουσίας

40      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112.

41      Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι, κατά το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.

42      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μολονότι, βάσει του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/112, οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 της οδηγίας αυτής εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή τους και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση, οι προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αφορούν τον ορισμό του περιεχομένου των προβλεπόμενων απαλλαγών (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑76/99, EU:C:2001:12, σκέψη 26, καθώς και της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 24).

43      Πράγματι, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται ο ενιαίος ορισμός τους σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 22, καθώς και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Les Jardins de Jouvence, C‑335/14, EU:C:2016:36, σκέψη 47).

44      Υπό το πρίσμα αυτό, η υπαγωγή μιας συγκεκριμένης πράξης στον ΦΠΑ ή η απαλλαγή της από αυτόν δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της εν λόγω πράξης κατά το εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 25, και της 14ης Ιουνίου 2007, Haderer, C‑445/05, EU:C:2007:344, σκέψη 25).

45      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό μιας απαλλαγής, όπως αυτές του άρθρου 132 της οδηγίας 2006/112, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι οι απαλλαγές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή ότι ο ΦΠΑ εισπράττεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο. Πάντως, η ερμηνεία των όρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους επιδιωκόμενους από τις εν λόγω απαλλαγές σκοπούς και να σέβεται τις επιταγές της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας η οποία είναι σύμφυτη με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Συνεπώς, ο ως άνω κανόνας περί στενής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών του εν λόγω άρθρου 132 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που θα καθιστούσε τις απαλλαγές αυτές άνευ αποτελέσματος (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Aviva, C‑605/15, EU:C:2017:718, σκέψη 30, και της 26ης Οκτωβρίου 2017, The English Bridge Union, C‑90/16, EU:C:2017:814, σκέψη 20).

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2, με τίτλο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος», του τίτλου IX της οδηγίας αυτής. Επομένως, οι προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο απαλλαγές αποσκοπούν στην προαγωγή ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, όπως είναι οι παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού.

47      Ειδικότερα, από τη φύση του εν λόγω σκοπού συνάγεται ότι η απαλλαγή δεν δύναται να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένες υπηρεσίες που μπορούν να διαχωριστούν από την υπηρεσία γενικού συμφέροντος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες που ανταποκρίνονται σε ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παροχές υπηρεσιών πραγματοποιούμενες από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες των οποίων οι όροι έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης διαπραγμάτευσης απαλλάσσονται βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Από την ίδια τους τη φύση, οι εν λόγω παροχές υπηρεσιών ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες των ενδιαφερόμενων χρηστών (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 47).

49      Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι ο γενικός σκοπός που εκτίθεται στη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης εξειδικεύεται, στον ταχυδρομικό τομέα, με τον ειδικότερο σκοπό της προσφοράς, με μειωμένο κόστος, ταχυδρομικών υπηρεσιών ανταποκρινόμενων στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, ένας τέτοιος σκοπός συμπίπτει, κατ’ ουσίαν, με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 97/67, ο οποίος συνίσταται στην προσφορά καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψεις 33 και 34).

50      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν φορείς, ανεξαρτήτως του αν είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί, οι οποίοι αναλαμβάνουν να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες ανταποκρινόμενες στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και συνεπώς, στην πράξη, να εξασφαλίζουν το σύνολο ή μέρος της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός κράτους μέλους, όπως η υπηρεσία αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 36, και της 21ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑114/14, EU:C:2015:249, σκέψη 28).

51      Όσον αφορά την εν λόγω έννοια της «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας», η έννοια αυτή οριοθετείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, κατά το οποίο μια τέτοια υπηρεσία αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες, η δε παράγραφος 4 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των υπηρεσιών που συνίστανται στη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων και των ταχυδρομικών δεμάτων των οποίων το βάρος δεν υπερβαίνει τα όρια που αναγράφονται στην εν λόγω διάταξη, καθώς και των υπηρεσιών των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία. Το άρθρο 2, σημεία 4 έως 6 και 9, της οδηγίας 97/67 παρέχει, μέσω διάφορων ορισμών, συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της ελάχιστης αυτής υπηρεσίας.

52      Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών υπηρεσίες συνίστανται στην επίσημη κοινοποίηση πράξεων στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών. Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους σε μια τέτοια κοινοποίηση κανόνες, η πράξη που πρέπει να κοινοποιηθεί αποτελεί αντικείμενο παραγγελίας κοινοποίησης η οποία δίδεται στο ταχυδρομείο ή σε αντίστοιχο φορέα παροχής υπηρεσιών. Η πράξη αυτή τοποθετείται μέσα σε κλειστό φάκελο, συνοδευόμενο από δεόντως προετοιμασμένο έντυπο έκθεσης κοινοποίησης, το οποίο, μόλις κοινοποιηθεί η πράξη, επιστρέφεται στην αρχή που έδωσε την εν λόγω παραγγελία. Από τις ως άνω αιτήσεις προκύπτει επίσης ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις δεν παρέχει κατ’ αποκοπήν ασφάλιση.

53      Από το ίδιο το γράμμα, πάντως, του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 και, ειδικότερα, από την περιεχόμενη σε αυτό λέξη «τουλάχιστον» συνάγεται ότι, μολονότι ένα κράτος μέλος οφείλει, κατ’ ελάχιστον, να εξασφαλίζει την παροχή των μνημονευόμενων στο ως άνω άρθρο υπηρεσιών, εντούτοις μπορούν και άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες, κατά περίπτωση, στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας την οποία εγγυάται το εν λόγω κράτος μέλος.

54      Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν υπηρεσίες όπως οι παρεχόμενες από την DIREKTexpress Holding και τη JUREX εμπίπτουν σε μια από τις συγκεκριμένες κατηγορίες ταχυδρομικών υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και του πλαισίου εντός του οποίου παρέχονται, οι υπηρεσίες αυτές μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ως εντασσόμενες στην καθολική υπηρεσία, όπως αυτή ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.

55      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι φορείς που εξασφαλίζουν την παροχή μέρους ή του συνόλου της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας υπόκεινται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς το οποίο συνεπάγεται συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η διαφορά μεταξύ των «δημόσιων ταχυδρομικών υπηρεσιών» και των λοιπών φορέων δεν αφορά τη φύση των πραγματοποιούμενων παροχών, αλλά το γεγονός ότι υπόκεινται σε ένα τέτοιο καθεστώς (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑114/14, EU:C:2015:249, σκέψη 33).

56      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο, η DIREKTexpress Holding και η JUREX υπέκειντο πράγματι σε κανόνες απορρέοντες όχι από μεμονωμένες διαπραγματεύσεις, αλλά από συγκεκριμένες υποχρεώσεις βάσει της γερμανικής νομοθεσίας.

57      Ειδικότερα, κατά τη νομοθεσία αυτή, ο κάτοχος άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας οφείλει να προβαίνει στην επίσημη κοινοποίηση πράξεων ανεξαρτήτως του βάρους τους, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τους νόμους που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση. Επιπλέον, η αμοιβή του κατόχου τέτοιας άδειας υπόκειται σε απαιτήσεις προβλεπόμενες από την εν λόγω νομοθεσία και πρέπει να εγκρίνεται από την αρμόδια εθνική αρχή. Εξάλλου, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η επίσημη κοινοποίηση δικαστικών αποφάσεων θέτει σε κίνηση τις προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων και προϋποθέτει την ανάθεση δημόσιων καθηκόντων, καθόσον, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, ο φορέας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας, όταν υποχρεούται να εκτελέσει παραγγελία επίσημης κοινοποίησης, διαθέτει εξουσίες δημόσιας αρχής προκειμένου να δύναται να τηρήσει τις υποχρεώσεις του.

58      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σκοπός των υπηρεσιών αυτών δεν είναι να ανταποκριθούν σε ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών ή ορισμένων άλλων μεμονωμένων χρηστών, αλλά να εξασφαλίσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, στο μέτρο που καθιστούν δυνατή την επίσημη κοινοποίηση εγγράφων στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών.

59      Περαιτέρω, ως προς την προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, κατά την οποία η καθολική υπηρεσία παρέχεται «για όλους τους χρήστες», όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, οι παραγγέλλοντες τις επίσημες κοινοποιήσεις τις οποίες αφορά η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών γερμανική νομοθεσία είναι κυρίως δικαστήρια και διοικητικές αρχές. Επομένως, οι κοινοποιήσεις αυτές δεν μπορούν να ζητηθούν από οποιονδήποτε ιδιώτη, αλλά βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στη διάθεση των δημόσιων οργανισμών.

60      Ωστόσο, το γεγονός αυτό ουδόλως εμποδίζει να θεωρηθεί ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση για την οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα, πρώτον, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι «χρήστες» ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 17, της οδηγίας 97/67, δεν είναι μόνο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία απολαύουν μιας τέτοιας υπηρεσίας ως αποστολείς, αλλά και οι παραλήπτες των υπηρεσιών αυτών.

61      Δεύτερον, μολονότι οι επίσημες κοινοποιήσεις διενεργούνται προς εκτέλεση παραγγελιών που έχουν δώσει δημόσιοι οργανισμοί, γεγονός παραμένει ότι η δραστηριότητα των τελευταίων δεν αποσκοπεί στην κάλυψη των δικών τους συγκεκριμένων αναγκών, αλλά στη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του δικαστικού ή διοικητικού συστήματος του οποίου αποτελούν μέρος. Συνεπώς, η δραστηριότητα αυτή ασκείται για λογαριασμό όλων εκείνων τους οποίους αφορά η δυνατότητα κοινοποίησης πράξης κατά την εκτιθέμενη στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης διαδικασία.

62      Τρίτον, όπως ορθώς τονίζει επίσης η Επιτροπή, η υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων συνιστά ένα μόνο στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας την οποία πρέπει να εξασφαλίζει ένα κράτος μέλος, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι, επιπλέον, ελεύθερα να ορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67, περισσότερους του ενός παρόχους για την εξασφάλιση διάφορων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας ή για την κάλυψη διάφορων τμημάτων της εθνικής επικράτειας.

63      Τέλος, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι υπηρεσίες επίσημης κοινοποίησης πράξεων, οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να παρέχονται από τον κάτοχο άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας, πρέπει, κατά τα φαινόμενα, να παρέχονται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που τις διέπει, σε προσιτές τιμές και σε όλα τα σημεία της γερμανικής επικράτειας, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, υπηρεσίες όπως οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών πρέπει να θεωρηθούν ως ανταποκρινόμενες στις βασικές ανάγκες του γερμανικού πληθυσμού, σύμφωνα με τον ειδικό σκοπό του ταχυδρομικού τομέα ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης.

65      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι επιχειρήσεις όπως η DIREKTexpress Holding και η JUREX, εκάστη των οποίων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο αλλά τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ήταν κάτοχος άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας και όφειλε, ως εκ τούτου, να παρέχει, σε όλα τα σημεία της γερμανικής επικράτειας, υπηρεσίες επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, εξασφαλίζουν την παροχή μέρους της «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας», κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 97/67. Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, επειδή οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν μέρος της εν λόγω καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να θεωρούνται «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, όταν παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες πρέπει, κατά συνέπεια, να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης.

66      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν κλονίζονται από το γεγονός ότι, βάσει της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής νομοθεσίας, οι σχετικές υπηρεσίες δεν θεωρούνται ως εντασσόμενες στην καθολική υπηρεσία. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας απόφασης, ο κατά το εθνικό δίκαιο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης πράξης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να υπαχθεί η πράξη αυτή στον ΦΠΑ, μολονότι απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

67      Το ίδιο ισχύει για το γεγονός ότι, όπως τόνισε η Φινλανδική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ταυτότητα της DIREKTexpress Holding και της JUREX, ως φορέων παροχής μέρους της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, δεν γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή, αντιθέτως προς την υποχρέωση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67.

68      Ειδικότερα, η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης κοινοποίησης, εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να συνεπάγεται τη δυνατότητα των κρατών μελών να εμποδίζουν, κατά το δοκούν, την εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, ακόμη και αν πρόκειται για υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Πράγματι, τυχόν αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας των κρατών μελών θα αντέβαινε, ενδεχομένως, όχι μόνο στην παρατιθέμενη στις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας απόφασης νομολογία, αλλά και στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, επιχειρηματιών που διενεργούν τις ίδιες πράξεις (επί του τελευταίου αυτού σημείου, βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 65 της παρούσας απόφασης δεν αναιρούνται ούτε από το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/67, κατά το οποίο η καθολική υπηρεσία περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.

70      Η διάταξη αυτή, μολονότι, βεβαίως, έχει ως αποτέλεσμα να εντάσσει τις διασυνοριακές ταχυδρομικές υπηρεσίες στην έννοια της «καθολικής υπηρεσίας», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67, δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν και μόνον, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την εξαίρεση εθνικών υπηρεσιών, όπως οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών, από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω έννοιας για τον λόγο ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών από τον οικείο πάροχο δεν περιλαμβάνει διασυνοριακές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ορίζει περισσότερους του ενός παρόχους για την εξασφάλιση διάφορων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας ή για την κάλυψη διάφορων γεωγραφικών εκτάσεων συνεπάγεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει σε έναν ορισμένο επιχειρηματία μόνο την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων, η οποία θα καλύπτει μόνο την επικράτεια του οικείου κράτους μέλους.

71      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

26 Ιουνίου 2019 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 2543 Αριθμ. Α.1229 Παράταση μείωσης συντελεστών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου της πράξης νομοθετικού Περιεχομένου της 31ης Δεκεμβρίου 2018 (Α΄ 221), όπως κυρώθηκε με τον Ν. 4592/2019 (Α΄ 20).

2. Τις διατάξεις του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94).

3. Τις διατάξεις του Ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α΄ 143).

4. Τις διατάξεις του Ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Α΄ 170).

5. Τις διατάξεις του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (Α΄ 248).

6. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98).

7. Τις διατάξεις του π.δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 116).

8. Τις διατάξεις του π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αν. Υπουργών και Υφυπουργών» (Α΄ 210).

9. Την απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών ΥΠΟΙΚ 0010218ΕΞ2016 «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Υφυπουργό Οικονομικών Αικατερίνη Παπανάτσιου» (ΦΕΚ 3696/Β΄/2016).

10. Την εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών των αυξημένων προσφυγικών ροών στα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.

11. Το γεγονός ότι ο μέσος αριθμός των φιλοξενούμενων στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των προαναφερόμενων νησιών κατά το χρονικό διάστημα 1.6.2018 έως 31.5.2019 υπερβαίνει τη δυναμικότητα φιλοξενίας ανά νησί, όπως αυτή προσδιορίζεται από την πράξη σύστασης κάθε Κέντρου.

12. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση προκαλείται απώλεια εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζουμε:

1. Παρατείνουμε για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, ήτοι από 1.7.2019 έως και 31.12.2019, τη μείωση κατά τριάντα τοις εκατό (30%) των συντελεστών του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο και για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προβλέπονται στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 21 του Ν. 2859/2000 .

2. Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Πηγή: Taxheaven ©

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Αθήνα, 16 Ιουλίου 2019 ΘΕΜΑ: Οδηγίες σχετικά με την εκκαθάριση των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων καθώς και την επιστροφή φόρου εισοδήματος σε νομικά πρόσωπα / νομικές οντότητες και πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α., σε περίπτωση μη προσκόμισης δικαιολογητικών.

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:

1. Στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, στις περιπτώσεις που κριθεί απαραίτητος ο έλεγχος των δικαιολογητικών των αρχικών ή τροποποιητικών δηλώσεων που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, προκειμένου αυτές να εκκαθαριστούν και να εκδοθεί η πράξη προσδιορισμού φόρου, οι φορολογούμενοι ειδοποιούνται μέσω μηνύματος να προσκομίσουν δικαιολογητικά στη Δ.Ο.Υ. εντός 5 εργάσιμων ημερών, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ΚΦΔ . Μετά το πέρας της ανωτέρω προθεσμίας, οι δηλώσεις εκκαθαρίζονται από τις Δ.Ο.Υ., διαγράφοντας ή διορθώνοντας, όπου απαιτείται, ποσά τα οποία συνεπάγονται φορολογική απαλλαγή, έκπτωση ή ελάφρυνση του δηλούμενου εισοδήματος ή μείωση του φόρου και τα οποία δεν καλύπτονται από ηλεκτρονικά αρχεία ούτε προσκομίζονται για αυτά τα κατάλληλα δικαιολογητικά σε φυσική μορφή και στη συνέχεια εκδίδονται οι Πράξεις Διοικητικού/Διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 32 και το άρθρο 34 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ).

2. Όταν από την εκκαθάριση της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας προκύπτει πιστωτικό υπόλοιπο προς επιστροφή και απαιτείται διενέργεια ελέγχου πριν την επιστροφή του φόρου, η μη ανταπόκριση, εντός της τεθείσας προθεσμίας, στην πρόσκληση του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ. για προσκόμιση των σχετικών δικαιολογητικών για την διενέργεια των απαιτούμενων ελεγκτικών επαληθεύσεων, συνεπάγεται, πέραν της επιβολής του προβλεπόμενου από τις σχετικές διατάξεις προστίμου, την έκδοση πράξης διορθωτικού προσδιορισμού για την βεβαίωση της διαφοράς του φόρου εισοδήματος, κατά το μέρος που αυτή προκύπτει λόγω της μη προσκόμισης των κατά περίπτωση δικαιολογητικών, ύστερα και από τη διαδικασία που ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Κ.Φ.Δ.

3. Στις περιπτώσεις επιστροφής Φ.Π.Α. κατόπιν ελέγχου και μη ανταπόκρισης στην πρόσκληση του άρθρου 14 του Κ.Φ.Δ., πέραν της επιβολής του προβλεπόμενου από τις σχετικές διατάξεις προστίμου, δεν αναγνωρίζεται από τον έλεγχο το δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών κατά το μέρος που οι συναλλαγές δεν αποδεικνύονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 του Ν.2859/2000 (Κώδικας Φ.Π.Α.) ή/και καταλογίζεται το μέρος του φόρου εκροών που αναλογεί σε απαλλασσόμενες εκροές που δεν αποδεικνύονται και ο έλεγχος ολοκληρώνεται με την έκδοση των οικείων πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ύστερα και από τη διαδικασία που ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Κ.Φ.Δ. Σε περίπτωση που στην ελεγχόμενη περίοδο δηλώνεται μέρος του πιστωτικού υπολοίπου προς έκπτωση, η διαφορά φόρου που προκύπτει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο αρχικά περιορίζει το προς επιστροφή ποσό.

4. Στο πλαίσιο διενέργειας των ως άνω μερικών ελέγχων για την επιστροφή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων / πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α. διατυπώνεται στην οικεία έκθεση ελέγχου, ρητή επιφύλαξη για το δικαίωμα της Φορολογικής Διοίκησης να επανέλθει σε επόμενο χρόνο με την έκδοση νέας εντολής ελέγχου, για να διενεργήσει άλλον μερικό ή πλήρη έλεγχο.

Πηγή: Taxheaven ©

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Αθήνα, 26 Ιουλίου 2019 ΘΕΜΑ: Τιμές συναλλάγματος για τον καθορισμό της δασμολογητέας αξίας των εμπορευμάτων.

ΣΧΕΤ.: α. `Αρθρο 53, παρ.1 στ. α του καν. (ΕΕ) αριθ. 952/2013 του Ευρ.Κοιν. & του Συμβουλίου β. `Αρθρο 146, του καν. (ΕΕ) αριθ. 2015/2447 της Επιτροπής

Σε συνέχεια των ανωτέρω σχετικών, σας διαβιβάζουμε, συνημμένα, πίνακα με τις “Τιμές αναφοράς συναλλάγματος εξωτερικού έναντι Ευρώ” της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με τις βεβαιωθείσες τιμές της 24ης Ιουλίου 2019, προτελευταίας Τετάρτης μηνός Ιουλίου, που θα πρέπει να εφαρμόζονται για τον καθορισμό της δασμολογητέας και της φορολογητέας αξίας για την επιβολή του τέλους ταξινόμησης και του Φ.Π.Α. τον Αύγουστο 2019.

Επομένως ο πίνακας των τιμών συναλλάγματος σύμφωνα με τις τελευταίες βεβαιωθείσες τιμές της ΕΚΤ για το μήνα Αύγουστο 2019, είναι ο επισυναπτόμενος.

Οι Προϊστάμενοι των Τελωνειακών Περιφερειών παρακαλούνται για την άμεση ενημέρωση των Τελωνείων δικαιοδοσίας τους.

Πηγή: e-forologia.gr

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Αθήνα, 2.8.2019 Θέμα: Εφαρμογή διατάξεων ΦΠΑ στο Περιβαλλοντικό Τέλος που επιβάλλεται κατά την τιμολόγηση υπηρεσιών ύδατος.

Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην Υπηρεσία μας αναφορικά με το συντελεστή ΦΠΑ στον οποίο θα υπόκειται το «περιβαλλοντικό τέλος» που επιβάλλεται κατά την τιμολόγηση υπηρεσιών ύδατος και με σκοπό την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, από τους παρόχους υπηρεσιών ύδατος, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις:

1. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 και της περίπτωσης 33 του Κεφαλαίου Α΄ «Αγαθά», του Παραρτήματος ΙΙΙ του Κώδικα ΦΠΑ, η παράδοση νερού υπάγεται στο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ 13%.

2. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1, του άρθρου 19 του Κώδικα Φ.Π.Α. , ως φορολογητέα αξία λαμβάνεται η αντιπαροχή που έλαβε ή πρόκειται να λάβει ο προμηθευτής των αγαθών ή αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες από τον αγοραστή, το λήπτη ή τρίτο πρόσωπο, προσαυξημένη με οποιαδήποτε παροχή που συνδέεται άμεσα με αυτή. Με την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου στην φορολογητέα αξία περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κάθε είδους φόροι, τα δικαιώματα, οι εισφορές, τα τέλη υπέρ του δημοσίου ή τρίτων και τα τέλη χαρτοσήμου, με εξαίρεση τον ΦΠΑ.

3. Σύμφωνα με την αριθ. οικ. 135275/19.5.2017 (ΦΕΚ 1751, τ. Β΄, 22.05.2017) απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων με θέμα « Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του», οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος για τον προσδιορισμό των τιμολογίων προς τελικούς χρήστες λαμβάνουν υπόψη, πέραν του χρηματοοικονομικού κόστους και το περιβαλλοντικό κόστος καθώς και το κόστος πόρου. Στα τιμολόγιά τους αναγράφεται υποχρεωτικά με διακριτό, ευκρινή και εύληπτο τρόπο το «περιβαλλοντικό τέλος». Ως «περιβαλλοντικό τέλος» ορίζεται η οικονομική συνεισφορά του τελικού χρήστη ανά κυβικό μέτρο καταναλωθέντος ύδατος που αναλογεί στο περιβαλλοντικό κόστος και στο κόστος πόρου. Οι πάροχοι υπηρεσιών ύδατος προβαίνουν στην είσπραξη του «περιβαλλοντικού τέλους» από τους τελικούς χρήστες. Το ποσό των εισπραχθέντων «περιβαλλοντικών τελών» αποδίδεται από τους παρόχους υπέρ του Πράσινου Ταμείου σε Ειδικό Λογαριασμό που συστήνεται για την υλοποίηση ειδικά προβλεπόμενων μέτρων.

4. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η τιμή του καταναλωθέντος ύδατος διαμορφώνεται και από το ποσό του «περιβαλλοντικού τέλους», δηλαδή το «περιβαλλοντικό τέλος» συνδέεται άμεσα με την παράδοση του νερού και επομένως προσαυξάνει τη φορολογητέα αξία των τιμολογίων παροχής ύδατος, αποτελεί δηλαδή μέρος της αντιπαροχής που λαμβάνεται από τους τελικούς χρήστες για την παράδοση νερού και συνεπώς υπάγεται σε ΦΠΑ με τον ίδιο συντελεστή, ήτοι 13%.

Πηγή: e-forologia.gr

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

11 Σεπτεμβρίου 2019 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 3433 Αριθμ. Α.1332 Τροποποίηση της Α. 1218/3-6-2019 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. «Όροι και προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων του φυσικού αερίου των περιπτώσεων ιζ΄ και ιη΄, της παραγράφου 1, του άρθρου 73, του N . 2960/2001, κατά την παράδοση αυτού προς κατανάλωση».

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των άρθρων 55 , 68 , 73 , 74 και 109 του Ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (ΦΕΚ 265 Α΄), όπως ισχύει.

2. Την εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 9, του άρθρου 73 του Ν. 2960/2001 , όπως ισχύει, για την έκδοση της παρούσας απόφασης.

3. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94) «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» και ειδικότερα του άρθρου 7 , της παρ. 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού .

4. Τις διατάξεις του Ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως ισχύει.

5. Τις διατάξεις του Ν. 4308/2014 «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα, συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 251 Α΄), όπως ισχύει.

6. Τις διατάξεις του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα ΦΠΑ» (ΦΕΚ 248 Α΄), όπως ισχύει.

7. Τις διατάξεις της αριθμ. Φ.254/167/22-03-2001 ΑΥΟ (ΦΕΚ 356 Β΄) με τίτλο «Καθιέρωση εντύπου με την ονομασία Δήλωση Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και λοιπών φορολογιών».

8. Τις διατάξεις της Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ2017/10-03-2017 (ΦΕΚ 968 Β΄ και 1238 Β΄) απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.

9. Την Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28-1-2013 (ΦΕΚ 130 Β΄ και 372 Β΄) απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στο Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε τροποποιήθηκε, και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α, της παρ. 3 του άρθρου 41, του Ν. 4389/2016 .

10. Την αριθμ. 1/20.01.2016 (ΦΕΚ 18 τ.ΥΟΔΔ) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016 και την 39/3/30-11-2017 (ΦΕΚ 689 τ.ΥΟΔΔ) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

11. Τις διατάξεις της Α. 1217/06-06-2019 κοινής υπουργικής απόφασης «Καθορισμός των στοιχείων που διαβιβάζονται στις αρμόδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.), καθώς και η συχνότητα και ο τρόπος διαβίβασης τους, στο πλαίσιο επιβολής Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) στο φυσικό αέριο».

12. Την ανάγκη τροποποίησης της Α. 1218/3-6-2019 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 2264/Β΄/11-6-2019), προκειμένου για την συμπερίληψη όλων των Διαχειριστών Συστημάτων φυσικού αερίου που πραγματοποιούν μετρήσεις ποσοτήτων του εν λόγω προϊόντος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων.

13. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, αποφασίζουμε:

Η Α. 1218/3-6-2019 απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. «Όροι και προϋποθέσεις που διέπουν τη διαδικασία βεβαίωσης και είσπραξης του Ε.Φ.Κ., του Φ.Π.Α. και των λοιπών επιβαρύνσεων του φυσικού αερίου των περιπτώσεων ιζ΄ και ιη΄, της παραγράφου 1, του άρθρου 73, του Ν. 2960/2001 , κατά την παράδοση αυτού προς κατανάλωση» τροποποιείται ως έξης:

`Αρθρο 1

1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«5. Όταν υπόχρεος υποβολής της ως άνω Δ.Ε.Φ.Κ. είναι ο Προμηθευτής φυσικού αερίου όπως ορίζεται στο άρθρο 55, του Ν. 2960/2001 , ο Ε.Φ.Κ. υπολογίζεται βάσει των αναγραφόμενων, επί των εκδιδόμενων παραστατικών πωλήσεων, ποσοτήτων φυσικού αερίου.

Σε περίπτωση που υπόχρεος υποβολής της ως άνω Δ.Ε.Φ.Κ. είναι ο Τελικός Πελάτης φυσικού αερίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 55, του Ν. 2960/2001, ο Ε.Φ.Κ. υπολογίζεται βάσει της ποσότητας φυσικού αερίου που κατανάλωσε και προμηθεύτηκε αποκλειστικά για δική του χρήση σε σημείο διαφορετικό από το Σημείο Κατανάλωσης και η οποία προκύπτει από τη μέτρηση στο Σημείο Εξόδου/Παράδοσης που πραγματοποιούν οι Διαχειριστές Συστημάτων Φυσικού Αερίου ή Δικτύων Διανομής Φυσικού Αερίου, μειούμενη κατά την ποσότητα που προμηθεύτηκε από Προμηθευτή φυσικού αερίου σε Σημείο Κατανάλωσης.».

2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«7. Με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βεβαιώνεται και εισπράττεται κατά την ίδια χρονική στιγμή ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) καθώς και το ειδικό τέλος 5%ο, όπως προβλέπεται από τον Ν. 2093/1992 και τον Ν. 2960/2001.

Όταν υπόχρεος υποβολής της ως άνω Δ.Ε.Φ.Κ. είναι ο Τελικός Πελάτης φυσικού αερίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 55, του Ν. 2960/2001, για τη διαμόρφωση της τιμολογιακής αξίας επί της οποίας υπολογίζεται το ειδικό τέλος 5% λαμβάνονται υπόψη η καταναλωθείσα ποσότητα φυσικού αερίου, η οποία προκύπτει από τη μέτρηση στο Σημείο Εξόδου/Παράδοσης που πραγματοποιούν οι Διαχειριστές Συστημάτων Φυσικού Αερίου ή Δικτύων Διανομής Φυσικού Αερίου, μειούμενη κατά την ποσότητα που προμηθεύτηκε από Προμηθευτή φυσικού αερίου σε Σημείο Κατανάλωσης καθώς και η αναγραφόμενη μοναδιαία τιμή χρέωσης φυσικού αερίου στο παραστατικό πώλησης.

Στην περίπτωση που Τελικός Πελάτης φυσικού αερίου προμηθεύεται φυσικό αέριο, από περισσότερους του ενός προμηθευτές, κάθε παραστατικό πώλησης φυσικού αερίου που αυτοί εκδίδουν, συμμετέχει στη διαμόρφωση της τιμολογιακής αξίας επί της οποίας υπολογίζεται το ειδικό τέλος 5%, κατ΄ αναλογία της αναφοράς Τελικής Κατανομής Ποσοτήτων που εκδίδουν οι Διαχειριστές Συστημάτων Φυσικού Αερίου ή Δικτύων Διανομής Φυσικού Αερίου.

Ο Φ.Π.Α. υπολογίζεται με τους οικείους κατά περίπτωση φορολογικούς συντελεστές, επί του ποσού του Ε.Φ.Κ.».

Πηγή: Taxheaven ©

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

9 Σεπτεμβρίου 2019 ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 3414 Αριθμ. Α.1333 Τροποποίηση της ΠΟΛ.1184/2018 απόφασης Διοικητή Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α. του άρθρου 25 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα ΦΠΑ» (Α΄ 248/07.11.2000), όπως ισχύουν,

β. του Κεφαλαίου Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.05.2016) και ειδικότερα του άρθρου 7 , της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού ,

γ. των άρθρων 1 , 2 , 3 , 4 , 5 , 7 , 8 , 9 , 10 , 13 , 14 , 16 , 17 , 19 , 20 , 21 , 22 , 24 , 27 , 28 , 30 , 32 , 35 , 36 , 38 και 60 του Ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα ΦΠΑ» (Α΄ 248/07.11.2000), όπως ισχύουν,

δ. του Ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄ 265/22.11.2001), όπως ισχύουν,

ε. των άρθρων 154-155, 157 και 160 της οδηγίας αριθμ. 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το κοινό σύστημα του φόρου προστιθεμένης αξίας (L 347/11.12.2006), όπως ισχύουν,

στ. του καν. (ΕΕ) αριθμ. 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (L 269/10.10.2013),

ζ. του κατ΄ εξουσιοδότηση καν. (ΕΕ) αριθμ. 2015/2446 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του καν. (ΕΕ) αριθμ. 952/2013 όσον αφορά λεπτομερείς κανόνες σχετικούς με ορισμένες διατάξεις του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (L 343/29.12.2015),

η. του εκτελεστικού καν. (ΕΕ) αριθμ. 2015/2447 της Επιτροπής για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής ορισμένων διατάξεων του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα (L 343/29.12.2015),

θ. του κατ΄ εξουσιοδότηση καν. (ΕΕ) αριθμ. 341/2016 της Επιτροπής για τη συμπλήρωση του καν. (ΕΕ) αριθμ. 952/2013 όσον αφορά μεταβατικούς κανόνες για ορι­σμένες διατάξεις του Ενωσιακού Τελωνειακού Κώδικα για τις περιπτώσεις που τα σχετικά ηλεκτρονικά συστήματα δεν έχουν τεθεί ακόμα σε λειτουργία (L 69/15.03.2016),

ι. της ΠΟΛ. 1184/2018 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε (4512/Β/15.10.2018) «Διαδικασία απαλλαγής φόρου προστιθεμένης αξίας κατά: α. τη θέση εμπορευμάτων σε ελεύθερη κυκλοφορία με ταυτόχρονη υπαγωγή σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης και β. την υπαγωγή εγχώριων εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης»,

ια. της αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ/10.03.2017 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε)» (Β΄968/22.03.2017),

2. την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ/28.01.2013 (Β΄ 130 και Β΄ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.05.2016),

3. την αριθμ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ 18/20.01.2016) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94/27.05.2016) και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ 689/20.12.2017) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων»,

4. την ανάγκη τροποποίησης της ΠΟΛ. 1184/2018 απόφασης με σκοπό την μετάθεση του χρόνου εφαρμογής της διαδικασίας υπαγωγής εγχώριων εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης με απαλλαγή από το φόρο προστιθεμένης αξίας ώστε να υλοποιηθούν οι απαιτούμενες μηχανογραφικές προσαρμογές,

5. το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), αποφασίζουμε:

`Αρθρο 1
Τροποποίηση διατάξεων άρθρου 29 της ΠΟΛ.1184/2018 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε

Η παράγραφος 1 του άρθρου 29 της ΠΟΛ.1184/2018 απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε (ΦΕΚ 4512/Β/15.10.2018) αντικαθίσταται ως ακολούθως: «1. Η διαδικασία για την υπαγωγή εγχώριων εμπορευμάτων σε καθεστώς τελωνειακής αποθήκευσης της παρούσας εφαρμόζεται από 31 Ιανουαρίου 2020 κατόπιν ολοκλήρωσης της μηχανογράφησης των διαδικασιών εισόδου και εξόδου των αγαθών προς και από την αποθήκη τελωνειακής αποθήκευσης.»

Πηγή: Taxheaven ©

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

26/09/2019 Ε.2173/2019 Εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού καθεστώτος αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis)

Θέμα: Εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού καθεστώτος αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis)

Αναφορικά με τη μη συμπερίληψη των ποσών που χορηγούνται ως ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) στο όριο των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις που προβλέπεται στο άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

1. Στο ειδικό καθεστώς αγροτών του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ εντάσσονται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, οι αγρότες οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών αξίας κατώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις συνολικής αξίας κατώτερης των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

2. Με τις διευκρινίσεις που δόθηκαν με την εγκύκλιο ΠΟΛ.1201/2016 επισημάνθηκε ότι στον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις, από 01.01.2017 και εφεξής, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό επιδοτήσεων ή ενισχύσεων κάθε μορφής, (όπως πράσινη ενίσχυση, βασική ενίσχυση, ενίσχυση για γεωργούς νεαρής ηλικίας, συνδεδεμένες ενισχύσεις, εξισωτική, κ.λ.π.) που πράγματι καταβλήθηκε στον αγρότη εντός του προηγούμενου φορολογικού έτους, έστω και αν στο ποσό αυτό περιέχονται και ποσά επιδοτήσεων ή ενισχύσεων που αφορούν άλλα (παλαιότερα) φορολογικά έτη.

Εντούτοις, επισημάνθηκε ότι δεν λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του ορίου των 5.000 ευρώ οι κάθε είδους ενισχύσεις από το κράτος για την πραγματοποίηση επενδύσεων, καθώς και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται από τον ΕΛΓΑ.

3. Με την υπ’ αριθ. 28/24016/06-02-2019 (ΦΕΚ Β΄ 315) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων θεσπίστηκε καθεστώς για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων ήσσονος σημασίας (de minimis) σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 1408/2013 της Επιτροπής (ΕΕ L 352, 24.12.2013) σε δικαιούχους οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής γεωργικών προϊόντων και ειδικότερα στον τομέα της πρωτογενούς παραγωγής επιτραπέζιων ροδάκινων, νεκταρινιών και βιομηχανικών ροδάκινων στις Περιφερειακές Ενότητες Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Κοζάνης, Τρικάλων, Λάρισας, Μαγνησίας, Καβάλας και Φλώρινας. Οι δικαιούχοι είναι γεωργοί οι οποίοι επλήγησαν από τις έντονες βροχοπτώσεις κατά τη χρονική περίοδο από 27 έως 28 Ιουνίου 2018 και διέθεταν ποικιλίες σε ωρίμανση κατά την ίδια χρονική περίοδο. Οι ως άνω δικαιούχοι έχουν υποβάλει δήλωση εκμετάλλευσης – ενιαία αίτηση ενίσχυσης για το έτος 2018, διατηρούν τουλάχιστον 0.1 εκτάρια (ha) ροδάκινων επιτραπέζιων ή/και βιομηχανικών ή/και νεκταρινιών και το ύψος του κατ’ αποκοπή ποσού ενίσχυσης ήσσονος σημασίας καθορίζεται κλιμακωτά ανά εκτάριο ζημιωθέντων γεωργικών προϊόντων κατά είδος καλλιέργειας.

4. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (de minimis) που χορηγούνται σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 28/24016/06-02-2019 (ΦΕΚ Β΄ 315) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, σε δικαιούχους παραγωγούς γεωργικών προϊόντων που επλήγησαν από έντονα καιρικά φαινόμενα, στο πλαίσιο της ανάγκης στήριξης των παραγωγών αυτών σε περιόδους ειδικών δυσχερειών, έχουν αποζημιωτικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου τα εν λόγω ποσά δεν λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό του ορίου των 5.000 ευρώ από επιδοτήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ, κατ’ ανάλογη αντιμετώπιση με αυτή των αποζημιώσεων του ΕΛΓΑ βάσει της εγκυκλίου ΠΟΛ.1201/2016.

Η ίδια αντιμετώπιση ισχύει και για ποσά ενισχύσεων ήσσονος σημασίας (de minimis) που χορηγούνται σε αντίστοιχες με την ανωτέρω περιπτώσεις (αποζημιωτικού χαρακτήρα).

5. Στην περίπτωση που η είσπραξη των ανωτέρω ενισχύσεων ήσσονος σημασίας από δικαιούχους παραγωγούς, οι οποίοι είτε ήταν και παραμένουν αγρότες του ειδικού καθεστώτος, είτε ήταν ενταγμένοι στο κανονικό καθεστώς έως 31.12.2018 και από 01.01.2019 μετατάχθηκαν στο ειδικό καθεστώς αγροτών, δεν ελήφθη υπόψη στο όριο των 5.000 ευρώ, δεν προκύπτει οποιαδήποτε υποχρέωση περί επανεξέτασης του καθεστώτος ΦΠΑ στο οποίο ήδη εντάσσονται οι εν λόγω δικαιούχοι κατά το τρέχον φορολογικό έτος.

Στην περίπτωση που οι ενισχύσεις ήσσονος σημασίας που εισπράχθηκαν έως και 31.12.2018 από αγρότες του ειδικού καθεστώτος και λόγω συνυπολογισμού τους στο όριο των 5.000 ευρώ και υπέρβασης αυτού οι δικαιούχοι αγρότες εντάχθηκαν από 01.01.2019 στο κανονικό καθεστώς, καθώς και στην περίπτωση δικαιούχων του κανονικού καθεστώτος οι οποίοι παρέμειναν στο καθεστώς αυτό για τον ίδιο λόγο, δεδομένου ότι από τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 41 δεν προβλέπεται η δυνατότητα μετάταξης από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών εντός του φορολογικού έτους παρά μόνο από την έναρξη αυτού, οι εν λόγω αγρότες παραμένουν υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς με δυνατότητα εξέτασης από την έναρξη του επόμενου φορολογικού έτους (ήτοι από 01.01.2020) του καθεστώτος ΦΠΑ στο οποίο θα εντάσσονται.

Πηγή: Taxheaven ©

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

[ 07-10-2019 ] Υπόθεση C-42/18 Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Απαλλαγές – Άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3 – Πράξεις που αφορούν τις πληρωμές – Υπηρεσίες παρεχόμενες από εταιρία σε τράπεζα, αφορώσες την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ) – Έκτη οδηγία 77/388/ΕΟΚ – Απαλλαγές – Άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3 – Πράξεις που αφορούν τις πληρωμές – Υπηρεσίες παρεχόμενες από εταιρία σε τράπεζα, αφορώσες την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών»

Στην υπόθεση C‑42/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Finanzamt Trier

κατά

Cardpoint GmbH, διαδόχου της Moneybox Deutschland GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský, C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Cardpoint GmbH, εκπροσωπούμενη από τον M. Robisch, Steuerberater, και την J. Habla, Rechtsanwältin,

– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους T. Henze και R. Kanitz και στη συνέχεια από τον R. Kanitz,

–  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Jokubauskaitė και τον B.‑R. Killmann,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Μαΐου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας 77/388/EΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση (ΕΕ ειδ. έκδ. 09/001, σ. 49, στο εξής: έκτη οδηγία).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Finanzamt Trier (φορολογικής αρχής της Trier, Γερμανία) και της Cardpoint GmbH, διαδόχου της Moneybox Deutschland GmbH, σχετικά με την άρνηση της αρχής αυτής να χορηγήσει στην Cardpoint απαλλαγή από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) για τις υπηρεσίες που παρείχε σε τράπεζα, οι οποίες αφορούσαν την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η έκτη οδηγία

3 Το άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, της έκτης οδηγίας έχει ως εξής:

«Με την επιφύλαξη άλλων κοινοτικών διατάξεων, τα Κράτη μέλη απαλλάσσουν, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζουν, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και απλή εφαρμογή των προβλεπομένων κατωτέρω απαλλαγών και να αποτρέπεται ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση:

[…]

δ) τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

3. τις εργασίες, περιλαμβανομένων και των διαπραγματεύσεων, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές και εμβάσματα, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, εξαιρέσει της εισπράξεως απαιτήσεων·

[…]».

Η οδηγία ΦΠΑ

4 Από την 1η Ιανουαρίου 2007, η έκτη οδηγία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).

5 Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας ΦΠΑ προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον ΦΠΑ τις ακόλουθες πράξεις:

[…]

δ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων».

Το γερμανικό δίκαιο

6 Κατά το άρθρο 4, σημείο 8, στοιχείο δʹ, του Umsatzsteuergesetz (νόμου περί του φόρου κύκλου εργασιών), απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ:

«οι πράξεις και η διαπραγμάτευση των πράξεων οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων και την είσπραξη αξιογράφων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

7 Η Cardpoint παρείχε στον πελάτη της, μια τράπεζα, υπηρεσίες σχετικές με την εκμετάλλευση μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Στην εταιρία αυτή είχε ανατεθεί να θέτει και να διατηρεί σε λειτουργία τα μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Προς τον σκοπό αυτόν, εγκαθιστούσε εξοπλισμό πληροφορικής στα εν λόγω μηχανήματα καθώς και ορισμένα λογισμικά τα οποία ήταν αναγκαία για την καλή λειτουργία τους. Επιπλέον, ήταν επιφορτισμένη με τη μεταφορά χαρτονομισμάτων, τα οποία διετίθεντο από την τράπεζα, και με τον εφοδιασμό των εν λόγω μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών. Τέλος, παρείχε συμβουλές σχετικά με τη λειτουργία των μηχανημάτων αυτών.

8 Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι πράξεις αναλήψεως μετρητών διεξάγονταν ως εξής. Μόλις ένας δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού εισήγε την κάρτα του αναλήψεως σε μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, τα δεδομένα της κάρτας αυτής διαβάζονταν μέσω ειδικού λογισμικού. Η Cardpoint ήλεγχε τα δεδομένα αυτά και ζητούσε από την Bank-Verlag GmbH την έγκριση για την πραγματοποίηση της ζητηθείσας αναλήψεως. Η Bank-Verlag GmbH απηύθυνε το σχετικό αίτημα στο διατραπεζικό δίκτυο, το οποίο, με τη σειρά του, το διαβίβαζε στην τράπεζα που εξέδωσε τη συγκεκριμένη κάρτα αναλήψεως. Η τράπεζα αυτή ήλεγχε την ύπαρξη επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου και απέστελλε, μέσω της ίδιας «αλυσίδας» διαβιβάσεως, την έγκριση ή την απόρριψη της ζητηθείσας αναλήψεως. Σε περίπτωση εγκρίσεως, η Cardpoint εκτελούσε την ανάληψη αυτή από το μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών και την καταχώριζε. Διαβίβαζε την καταχώριση αυτή, ως εντολή λογιστικής εγγραφής, στον πελάτη της, ήτοι στην τράπεζα που εκμεταλλευόταν το οικείο μηχάνημα αυτόματης διανομής μετρητών. Η τράπεζα αυτή εισήγε τις καταχωρίσεις χωρίς τροποποίηση στο σύστημα της Deutsche Bundesbank (Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, στο εξής: BBK). Η Cardpoint κατήρτιζε επίσης έναν μη δυνάμενο να τροποποιηθεί ημερήσιο κατάλογο ο οποίος περιλάμβανε όλες τις συναλλαγές της ημέρας και ο οποίος υποβαλλόταν επίσης στην ΒΒΚ. Διά των καταχωρίσεων αυτών τεκμηριωνόταν η αξίωση της τράπεζας που εκμεταλλευόταν το συγκεκριμένο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως έναντι της τράπεζας του δικαιούχου του λογαριασμού ο οποίος είχε προβεί στην ανάληψη χρημάτων καθώς και τα σχετικά έξοδα συναλλαγής.

9 Στις 7 Φεβρουαρίου 2007, η Cardpoint υπέβαλε τροποποιητική δήλωση ΦΠΑ για το έτος 2005 και ζήτησε να τροποποιηθεί η υπάρχουσα πράξη επιβολής φόρου, προβάλλοντας ότι οι υπηρεσίες της σχετικά με τη λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών απαλλάσσονταν του ΦΠΑ.

10 Κατόπιν της απορρίψεως της αιτήσεως αυτής από τη φορολογική αρχή της Trier, το Finanzgericht Rheinland-Pfalz (φορολογικό δικαστήριο Ρηνανίας‑Παλατινάτου, Γερμανία) έκανε δεκτή την προσφυγή της Cardpoint, με το αιτιολογικό ότι οι παροχές υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρίας αυτής έπρεπε να θεωρηθούν ως «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, και, ως εκ τούτου, απαλλάσσονταν του ΦΠΑ.

11 Η φορολογική αρχή της Trier υπέβαλε αίτηση αναιρέσεως (Revision) ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το δικαστήριο αυτό ανέστειλε την εκδίκαση της υποθέσεως μέχρι την έκδοση της αποφάσεως της 26ης Μαΐου 2016, Bookit (C‑607/14, στο εξής: απόφαση Bookit, EU:C:2016:355).

12 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες», σύμφωνα με την απόφαση Bookit, οι οποίες δεν εμπίπτουν στις «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, πρόκειται για υπηρεσίες υποστήριξης ανάλογες με εκείνες που αποτελούσαν το αντικείμενο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες της Cardpoint περιορίζονται στην τεχνική εκτέλεση των οδηγιών που παρέχει η τράπεζα.

13 Η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση παρουσιάζει, κατά το αιτούν δικαστήριο, και άλλες ομοιότητες με εκείνη επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Ειδικότερα, η Cardpoint λαμβάνει τα δεδομένα που αφορούν την κάρτα αναλήψεως του δικαιούχου του συγκεκριμένου λογαριασμού και τα διαβιβάζει στην εκδότρια της κάρτας αυτής τράπεζα. Η Cardpoint πραγματοποιεί τη ζητηθείσα ανάληψη μόνον αφού λάβει την έγκριση της οικείας τράπεζας. Η εταιρία αυτή δεν είναι επομένως υπεύθυνη για τον έλεγχο και την έγκριση των επιμέρους εντολών.

14 Μολονότι, αντιθέτως προς την περίπτωση που αποτέλεσε το αντικείμενο της αποφάσεως Bookit, η υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά πράξεις αγοράς και πωλήσεως εισιτηρίων κινηματογράφου, αλλά παροχές υπηρεσιών που αφορούν την καταβολή μετρητών από μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, εντούτοις η διαφορά αυτή δεν δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση ως προς την επιβολή ΦΠΑ, δεδομένου ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η παρεχόμενη υπηρεσία συνίσταται, κατ’ ουσίαν, στην ανταλλαγή πληροφοριών και σε παροχή τεχνικής και διοικητικής υποστήριξης.

15 Πάντως, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, αντιθέτως προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, δεν υφίσταται αυτοτελής σύμβαση πωλήσεως εκτός από την πράξη πληρωμής. Εκτιμά, ωστόσο, ότι από την απόφαση Bookit δεν προκύπτει ότι οι υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με την πράξη που αφορούν.

16 Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, η αντιπαροχή για την παροχή της υπηρεσίας προσδιορίζεται ευχερώς, ενώ η απαλλαγή των χρηματοπιστωτικών πράξεων αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δυσκολιών κατά τον προσδιορισμό της βάσεως επιβολής φόρου καθώς και του ποσού του εκπεστέου ΦΠΑ.

17 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαλλάσσονται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας σύμφωνα με το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της [έκτης οδηγίας] οι τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών για την εκταμίευση μετρητών με μηχανήματα αυτόματων συναλλαγών, όταν παρόμοιες τεχνικής και διοικητικής φύσεως υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται για τις πληρωμές με κάρτα κατά την αγορά εισιτηρίων κινηματογράφου δεν απαλλάσσονται βάσει της εν λόγω διατάξεως σύμφωνα με την [απόφαση Bookit];»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

18 Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι αποτελεί που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του ΦΠΑ πράξη κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

19 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι οι απαλλαγές που προηγουμένως προβλέπονταν στο άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, το οποίο εν προκειμένω έχει εφαρμογή ratione temporis, επαναλαμβάνονται με την ίδια διατύπωση στο άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας ΦΠΑ. Επομένως, η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την τελευταία διάταξη αυτή είναι κρίσιμη για την ερμηνεία των αντίστοιχων διατάξεων της έκτης οδηγίας.

20 Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 24 των προτάσεών του, η ανάληψη από μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών αποτελεί «υπηρεσία πληρωμής», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επιπλέον, όσον αφορά τις «πράξεις που αφορούν πληρωμές», κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εφαρμόζονται και ως προς τις πράξεις αυτές οι εκτιμήσεις σχετικά με τις πράξεις που αφορούν τη μεταφορά πιστώσεων, τις οποίες αφορά η οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 1997, SDC, C‑2/95, EU:C:1997:278, σκέψη 50).

21 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, από πάγια νομολογία συνάγεται ότι οι επίμαχες υπηρεσίες, προκειμένου να χαρακτηρισθούν ως «πράξη που αφορά πληρωμές» κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, πρέπει να συγκροτούν διακριτό σύνολο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, το οποίο εκπληρώνει τις ειδικές και ουσιώδεις λειτουργίες της πληρωμής και το οποίο, κατά συνέπεια, έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών. Συναφώς, πρέπει να διακρίνεται η απαλλασσόμενη υπηρεσία, υπό την έννοια της έκτης οδηγίας, από τη διενέργεια απλής υλικής πράξεως ή την παροχή τεχνικής υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

22 Ως εκ τούτου, οι λειτουργικές πτυχές είναι καθοριστικής σημασίας προκειμένου να κριθεί εάν μια πράξη αφορά πληρωμές, κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Το κριτήριο που καθιστά δυνατή τη διάκριση μεταξύ πράξεως η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών, η οποία εμπίπτει στην επίμαχη απαλλαγή, και πράξεως η οποία δεν έχει τέτοια αποτελέσματα και, άρα, δεν εμπίπτει στην απαλλαγή αυτή έγκειται στο εάν η εξεταζόμενη πράξη μεταφέρει, κατά τρόπο πραγματικό ή δυνητικό, την κυριότητα των επίμαχων χρηματικών ποσών, ή εάν, κατ’ αποτέλεσμα, εκπληρώνει τις ειδικές και ουσιώδεις λειτουργίες μιας τέτοιας μεταφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 41, καθώς και της 25ης Ιουλίου 2018, DPAS, C‑5/17, EU:C:2018:592, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23 Μολονότι το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος παρέχων υπηρεσίες χρεώνει και/ή πιστώνει άμεσα ο ίδιος έναν λογαριασμό, ή ακόμη παρεμβαίνει μέσω εγγραφών στους λογαριασμούς του δικαιούχου, καθιστά, καταρχήν, δυνατόν να θεωρηθεί ότι πληρούται αυτή η προϋπόθεση και να κριθεί ότι η επίμαχη υπηρεσία απαλλάσσεται του ΦΠΑ, εντούτοις απλώς και μόνον το γεγονός ότι η υπηρεσία αυτή δεν περιλαμβάνει άμεσα τέτοιου είδους ενέργειες δεν μπορεί εκ προοιμίου να αποκλείσει την υπαγωγή της στην απαλλαγή, δεδομένου ότι η ερμηνεία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως δεν προεξοφλεί τον τρόπο πραγματοποιήσεως των πληρωμών (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Bookit, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24 Η απάντηση στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

25 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Cardpoint δεν χρέωνε η ίδια τους συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς αλλά προέβαινε στην υλική παράδοση των χρηματικών ποσών που εισπράττονταν μέσω των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως μετρητών των οποίων τη διατήρηση σε λειτουργία εξασφάλιζε. Επιπλέον, δεν ενέκρινε η ίδια τις συναλλαγές. Συγκεκριμένα, η Cardpoint δεν είχε εξουσία λήψεως αποφάσεων όσον αφορά τις συγκεκριμένες συναλλαγές, αλλά διαβίβαζε δεδομένα, μέσω αλυσίδας ενδιαμέσων, στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως και, βάσει των οδηγιών της τράπεζας αυτής, προέβαινε στη διανομή του ζητηθέντος ποσού μετρητών. Στη συνέχεια, καταχώριζε την επίμαχη ανάληψη μετρητών την οποία διαβίβαζε ως λογιστική εντολή στον πελάτη της, ήτοι την τράπεζα που εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως.

26 Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες μπορούσαν να πραγματοποιήσουν μεταφορά χρηματικών ποσών ούτε ότι προκαλούσαν νομικές και οικονομικές μεταβολές, οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό μιας «πράξεως που αφορά πληρωμές» κατά την έννοια του άρθρου 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας. Βεβαίως, αντιθέτως προς την περίπτωση που αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Bookit, οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες δεν περιορίζονταν σε ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ της εκδότριας τράπεζας και της τράπεζας που εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, αλλά αφορούσαν επίσης τη φυσική διανομή μετρητών. Ωστόσο, η παράδοση χαρτονομισμάτων κατά την ανάληψη μετρητών από μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως δεν συνιστά μεταβίβαση κυριότητας από την Cardpoint στον χρήστη του μηχανήματος αυτού. Η εκδότρια τράπεζα της κάρτας αναλήψεως είναι αυτή που χορηγούσε την έγκριση για την ανάληψη μετρητών, που χρέωνε το αντίστοιχο ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό του χρήστη του εν λόγω μηχανήματος και που μεταβίβαζε άμεσα την κυριότητα των χαρτονομισμάτων στον εν λόγω χρήστη.

27 Περαιτέρω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 40 των προτάσεών του, μόνον η τράπεζα η οποία εκμεταλλευόταν το επίμαχο μηχάνημα αυτόματης αναλήψεως εισήγε τις καταχωρίσεις στο σύστημα της BBK. Όσον αφορά το μη δυνάμενο να τροποποιηθεί ημερήσιο αρχείο δεδομένων, το οποίο περιλάμβανε όλες τις συναλλαγές της συγκεκριμένης ημέρας, καταρτιζόταν από την Cardpoint και διαβιβαζόταν στην ΒΚΚ, σκοπός του ήταν να ενημερώσει την ΒΚΚ σχετικά με τις εγκριθείσες συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ως αποτέλεσμα την εκπλήρωση των ειδικών και ουσιωδών λειτουργιών της πληρωμής.

28 Η ερμηνεία κατά την οποία δεν προκύπτει ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες μπορούν να πραγματοποιήσουν μεταφορά χρηματικών ποσών που να προκαλεί τις νομικές και οικονομικές μεταβολές οι οποίες αποτελούν χαρακτηριστικό μιας πράξεως που αφορά πληρωμές δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι παρεχόμενες από την Cardpoint υπηρεσίες, κυρίως όσον αφορά την καταχώριση και τη διαβίβαση δεδομένων καθώς και την παράδοση μετρητών, είναι απαραίτητες για τη διενέργεια μιας απαλλασσόμενης πράξεως που αφορά πληρωμές. Συναφώς, κατά πάγια νομολογία προκύπτει ότι, δεδομένης της στενής ερμηνείας των απαλλαγών από τον ΦΠΑ, από το γεγονός αυτό και μόνον δεν αντλείται το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω υπηρεσίες απαλλάσσονται του ΦΠΑ όταν δεν πληρούνται τα λοιπά κριτήρια που παρατίθενται στις σκέψεις 21 και 22 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, DPAS, C‑5/17, EU:C:2018:592, σκέψη 43).

29 Μια τέτοια ερμηνεία της έννοιας «πράξεις που αφορούν πληρωμές», που προβλέπεται στο άρθρο 13, Β, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας, ενισχύεται εξάλλου από τον σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αντιμετώπιση των ενδεχόμενων δυσκολιών κατά τον καθορισμό της αντιπαροχής για την παρεχόμενη υπηρεσία και επομένως της φορολογητέας βάσεως (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Bookit, C‑607/14, EU:C:2016:355, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η εισπραττόμενη από την Cardpoint αντιπαροχή για την παροχή των υπηρεσιών της μπορεί να καθορισθεί χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.

30 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί πράξη που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του ΦΠΑ κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

Επί των δικαστικών εξόδων

31 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 13, B, στοιχείο δʹ, σημείο 3, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι δεν αποτελεί πράξη που αφορά πληρωμές, απαλλασσόμενη του φόρου προστιθεμένης αξίας κατά τη διάταξη αυτή, η παροχή υπηρεσιών σε τράπεζα που εκμεταλλεύεται μηχανήματα αυτόματης αναλήψεως μετρητών, οι οποίες συνίστανται στη θέση και διατήρηση σε λειτουργία των μηχανημάτων αυτόματης αναλήψεως, στον εφοδιασμό των μηχανημάτων αυτών, στην εγκατάσταση στα μηχανήματα αυτά εξοπλισμού πληροφορικής και λογισμικών για την ανάγνωση των δεδομένων των καρτών αναλήψεως, στη διαβίβαση στην τράπεζα που εξέδωσε τη χρησιμοποιούμενη κάρτα αναλήψεως αιτήματος για έγκριση της αναλήψεως μετρητών, στη διανομή του ζητούμενου ποσού μετρητών και στην καταχώριση των πράξεων αναλήψεως.

Πηγή: e-forologia.gr

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner