Άρειος Πάγος 895/2019 Σύμβαση ενεχύρου μετοχών – Ευθύνη ενεχυρούχου δανειστή – Εκποίηση ενεχυρασμένων μετοχών στο Χρηματιστήριο – Αναίρεση για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου – Περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης

ΑΠ  895/2019

Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1209, 1210, 1211 εδ. β’, 1218 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 35 – 47 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, όταν το ενέχυρο συνιστάται προς ανώνυμη εταιρία, περιεχόμενο και σκοπός του ενεχύρου είναι η προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης από την αξία του ενεχυριασμένου πράγματος. Και τούτο γιατί το ενέχυρο είναι δικαίωμα αξίας, η οποία θα πάρει τη μορφή του πλειστηριάσματος όταν το πράγμα εκποιηθεί αναγκαστικά με πρωτοβουλία του δανειστή. Ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και επί ανωνύμων τίτλων, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 1244 ΑΚ εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ενεχύρου κινητών, δηλαδή ως προς τη σύσταση του δικαιώματος του ενεχύρου, την ενεχυρική σχέση, την εκποίηση και την απόσβεση του ενεχύρου εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΑΚ περί ενεχύρου κινητών πραγμάτων, εκτός αν από ειδική διάταξη προκύπτει αντίθετη ρύθμιση. Εξάλλου, από τα άρθρα 297, 298, 330, 1224 εδ. α’ , 1235 αρ. 1, 1243 αρ. 1 και 1256 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής, αν δε από πταίσμα του προκαλέσει την εν λόγω απόσβεση ή αποδυνάμωση και εντεύθεν ζημία στον ενεχυραστή, αυτός δικαιούται αποζημίωση με βάση την ευθύνη από τη σύμβαση ενεχύρου. Εξάλλου, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (Ολ. ΑΠ 967/1973). Περαιτέρω, από τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας

Αριθμός 895/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο και Κωνσταντίνα Μαυρικοπούλου – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 28 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… A.E.”, πρώην με την επωνυμία “… A.E.” και τον διακριτικό τίτλο “…”, που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της …………… Του αναιρεσιβλήτου: Π. Α. του Π., κατοίκου …. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του …………..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-10-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2536/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 4609/2015 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-10-2017 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Κατά το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 4/2005). Με τον ίδιο λόγο αναιρέσεως ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βασίμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (Ολ ΑΠ 27/1998 και ΑΠ 28/1998). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1209, 1210, 1211 εδ. β’, 1218 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικώς προς τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 35 – 47 του ν.δ. 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, όταν το ενέχυρο συνιστάται προς ανώνυμη εταιρία, περιεχόμενο και σκοπός του ενεχύρου είναι η προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης από την αξία του ενεχυριασμένου πράγματος. Και τούτο γιατί το ενέχυρο είναι δικαίωμα αξίας, η οποία θα πάρει τη μορφή του πλειστηριάσματος όταν το πράγμα εκποιηθεί αναγκαστικά με πρωτοβουλία του δανειστή. Ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και επί ανωνύμων τίτλων, οπότε σύμφωνα με το άρθρο 1244 ΑΚ εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ενεχύρου κινητών, δηλαδή ως προς τη σύσταση του δικαιώματος του ενεχύρου, την ενεχυρική σχέση, την εκποίηση και την απόσβεση του ενεχύρου εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις του ΑΚ περί ενεχύρου κινητών πραγμάτων, εκτός αν από ειδική διάταξη προκύπτει αντίθετη ρύθμιση. Εξάλλου, από τα άρθρα 297, 298, 330, 1224 εδ. α’ , 1235 αρ. 1, 1243 αρ. 1 και 1256 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να διαφυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί το ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση αυτής, αν δε από πταίσμα του προκαλέσει την εν λόγω απόσβεση ή αποδυνάμωση και εντεύθεν ζημία στον ενεχυραστή, αυτός δικαιούται αποζημίωση με βάση την ευθύνη από τη σύμβαση ενεχύρου. Εξάλλου, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννιέται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθεαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον (Ολ. ΑΠ. 967/1973). Περαιτέρω, από τη διάταξη του τελευταίου αυτού άρθρου προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα και δ) πρόσφορος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και του αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως είτε από την απαγόρευση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ. Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητας του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 96/2018, ΑΠ 1653/2010, ΑΠ 1500/2002). Υπάρχει δε η αιτιώδης αυτή συνάφεια, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (αρθρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (άρθρ. 298 ΑΚ) ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα, επέφερε δε πράγματι τούτο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, στην οποία ορίζεται ότι “όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει” προκύπτει ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη αυτού. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία (Ολ. ΑΠ 10/1991, ΑΠ 212/2018, ΑΠ 419/2018). Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του εάν τα ανελέγκτως και κυριαρχικώς διαπιστωθέντα από αυτό πραγματικά περιστατικά, γενικά και αφηρημένα λαμβανόμενα, επιτρέπουν το συμπέρασμα, ότι η πράξη ή παράλειψη εκείνη μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικά ως πρόσφορη αιτία του παραχθέντος αποτελέσματος, αφού σχηματίζεται με τη χρησιμοποίηση των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των διαπιστωθέντων πραγματικών περιστατικών στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. Αντιθέτως, η περαιτέρω κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, περί του ότι στη συγκεκριμένη (ένδικη) περίπτωση η πράξη ή παράλειψη εκείνη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1298/2017). Από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της ένδικης αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος εκθέτει σ’ αυτήν ότι με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “… Ανώνυμη Εταιρεία” σύναψε στις 25-7-2000, σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό αορίστου διαρκείας, με βάση την οποία η εναγομένη-αναιρεσείουσα του χορήγησε πίστωση με ανοιχτό λογαριασμό ύψους 10.000.000 δρχ. (ισότιμου με 29.347,02 ευρώ) καθώς και σύμβαση παροχής ενεχύρου επί αξιογράφων εις ασφάλεια πιστοδοτήσεως, με βάση την οποία παραχώρησε στην εναγομένη το δικαίωμα ενεχύρου επί των μετοχών που αναφέρονται στην αγωγή συνολικού ποσού 19.479.000 δρχ. (ισότιμου με 57.165,07 ευρώ), προς εξασφάλιση της απαιτήσεως της από τον ως άνω αλληλόχρεο λογαριασμό. Ότι στις 22-10-2003 η εναγομένη τον ενημέρωσε ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός έκλεισε στις 2-10-2003 και του γνωστοποίησε ότι το ύψος του χρεωστικού υπολοίπου του ανερχόταν στο ποσό των 43.953,26 ευρώ, για το μέγεθος του οποίου ο ενάγων δεν είχε καμία προγενέστερη ενημέρωση ή όχληση από την εναγομένη. Ότι εκδόθηκε σε βάρος του η με αριθμό 1750/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία επιτασσόταν αυτός (ενάγων) να καταβάλλει στην εναγομένη το ως άνω ποσό των 43.953,26 ευρώ με τους τόκους και τα δικαστικά έξοδα, και στη συνέχεια, στο πλαίσιο της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, αυτή (εναγομένη) ενέγραψε προσημείωση σε διαμέρισμα του ευρισκόμενο στην …. Ότι κατά την ημερομηνία κλεισίματος του αλληλόχρεου λογαριασμού (2-10-2003) η αξία των ενεχυρασθεισών μετοχών ανερχόταν στο ποσό των 13.141 ευρώ, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μην μπορεί να καλύψει από τη ρευστοποίηση τους ούτε μικρό τμήμα του ως άνω χρεωστικού υπολοίπου ενώ σε περίπτωση που η εναγομένη είχε κλείσει τον αλληλόχρεο λογαριασμό στις 25-1-2002, ήτοι μετά 18μήνο από τη σύναψη του, το χρεωστικό του υπόλοιπο θα ανερχόταν στο ποσό των 36.106,69 ευρώ και η αξία των ενεχυρασθεισών μετοχών στο ποσό των 23.570 ευρώ και συνεπώς μετά τη ρευστοποίηση τους, θα όφειλε στην εναγομένη το ποσό των (36.106.69 – 23.570) 12.536.69 ευρώ και, κατ’ επέκταση, λόγω του μικρού ύψους της οφειλής του θα είχε αποφευχθεί η αναγκαστική εκτέλεση επί του προαναφερθέντος περιουσιακού στοιχείου του. Ότι η εναγομένη, παρέλειψε να προβεί σε ειδοποίηση ή ενημέρωση του ενάγοντος σχετικά με την αξία των ενεχυρασθεισών μετοχών και να προβεί στο κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού στις 25-1-2002 με ταυτόχρονη ρευστοποίηση των μετοχών αυτών υπαιτίως και κατά παράβαση της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος καθώς και των χρηστών ηθών. Ότι η ζημία που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας των ως άνω παραλείψεων της εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των (43.952,26 – 12.536,69) 31.415,59 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από μετατροπή του αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό ζητούσε ο ενάγων να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλλει το προαναφερθέν ποσό των 31.415,57 ευρώ, νομιμοτόκως από 25-1-2002, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προαναφερθείσα εις βάρος του παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή δεν είναι νόμιμη. Ειδικότερα, δεν συνιστά παράνομη πράξη ούτε άλλωστε συμπεριφορά αντίθετη στην καλή πίστη, στα συναλλακτικά ήθη, στον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματός της καθώς και στα χρηστά ήθη εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας το γεγονός ότι αυτή, ως ενεχυρούχος δανείστρια, δεν εκποίησε στις 25 Ιανουαρίου 2002 τις μετοχές των εταιρειών …, … και …, που τις είχε ενεχυράσει ο αναιρεσίβλητος, ως κύριος των μετοχών τούτων, παρά την υποχρέωσή της να κλείσει τον αλληλόχρεο λογαριασμό λόγω παρόδου 18μηνου από την κατάρτιση της μεταξύ τους συμβάσεως, άλλως στα πλαίσια του Κώδικα Δεοντολογίας σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών ενεργώντας έτσι αντίθετα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και συνακόλουθα δεν θεμελιώνεται ευθύνη αυτής προς αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη ο ίδιος, συνιστάμενη στη σημαντική μείωση της αξίας των μετοχών του στις 2 Οκτωβρίου 2003 και στη μη απομείωση του χρέους του προς την αναιρείουσα – εναγομένη κατά το ισόποσο του προϊόντος εκποιήσεως των μετοχών, αν είχε εκπληρώσει τις συμβατικές και τις κατά νόμο υποχρεώσεις της. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει υποχρέωση να φυλάσσει την ενοχική απαίτηση του ενεχυραστή κατά του τρίτου, στην οποία έχει συσταθεί ενέχυρο, έτσι ώστε να μην επέλθει μερική ή ολική απόσβεση ή αποδυνάμωση της απαιτήσεως, και μόνο εφόσον απειλείται ουσιώδης μείωση της αξίας του ενεχύρου (πράγματος ή απαιτήσεως) παρέχεται το δικαίωμα και δεν δημιουργείται υποχρέωση στον εκάστοτε ενεχυρούχο δανειστή να ζητήσει από το δικαστήριο να του παρασχεθεί η άδεια να πωλήσει το ενέχυρο με πλειστηριασμό, εκτός αν ο ενεχυραστής οφειλέτης συμπληρώσει την ασφάλεια μέσα στην εύλογη προθεσμία που του τάσσεται. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης – αναιρεσείουσας να καταβάλλει ως αποζημίωση στον ενάγοντα – αναιρεσίβλητο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914-919 ΑΚ το ποσό των 18.274,57 ευρώ με το νόμιμο τόκο καθώς και το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης δεδομένου ότι η συμπεριφορά της που συνιστά υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία. Ειδικότερα το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχτηκε ότι η επιλογή της αναιρεσείουσας να ικανοποιηθεί από τη βασική σχέση, και όχι από την εκποίηση των μετοχών του δυνάμει της συμβάσεως ενεχύρου συνιστά παράνομη πράξη και αξίωσε απ’ αυτήν να έχει προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως σε συγκεκριμένη ημερομηνία και σε αυθημερόν εκποίηση των ενεχυρασμένων μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών …., εσφαλμένα ερμήνευσε τις διατάξεις 281, 288, 361, 297, 298, 330, 914, 919, 1224 εδ. α’, 1235 αρ. 1, 1243 αρ. 1, 1256 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 35 επ., 41-47 και 64-67 του ν.δ. “Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” της 17.7/13.8.1923 και άρθρ. 1 επ. 2843/2000. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Εφετείο την από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια για εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων περί ενεχύρου και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά το άρθρο 580 § 3 Κ.Πολ.Δικ “αν ο ʼρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 (για υπέρβαση δικαιοδοσίας και για παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές”. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και με την διάταξη της § 4 του ίδιου άρθρου, η οποία ορίζει ότι “οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν” συνάγεται, ότι οσάκις μετά την αναίρεση της απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για “περαιτέρω εκδίκαση” της υποθέσεως αλλά υπολείπεται μόνο η διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, με βάση το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την έκταση της αναιρέσεως αυτής, η παραπομπή, κατά την παραπάνω διάταξη, σε ισόβαθμο δικαστήριο ουσίας δεν αποτελεί υποχρεωτικό στάδιο δίκης, αλλά μπορεί η τελειωτική επί της υποθέσεως απόφαση να εκδοθεί και από τον ʼρειο Πάγο (Ολ ΑΠ 42/2005, ΑΠ 25/2001, ΑΠ 352/2018). Έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον ο ʼρειος Πάγος κρίνει δεσμευτικά για το δικαστήριο της παραπομπής ότι η αγωγή του αναιρεσίβλητου είναι μη νόμιμη, δεν υπάρχει στάδιο “περαιτέρω εκδικάσεως” της υποθέσεως. Γι’ αυτό παρέλκει η παραπομπή και για λόγους οικονομίας της δίκης επιβάλλεται να γίνει δεκτή η από 4-7-2013 έφεση της αναιρεσείουσας να εξαφανισθεί η υπ’ αριθμ. 2536/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών και να απορριφθεί η από 18-10-2007 αγωγή του αναιρεσιβλήτου. Τέλος τα δικαστικά έξοδα για όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων (ΚΠολΔ 179, 183), λόγω του ότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην αναιρεσείουσα άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4609/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται την από 4-7-2013 έφεση της αναιρεσείουσας.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 2536/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Απορρίπτει την από 18-10-2007 αγωγή.

Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση αναιρέσεως. Και

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα τόσο για την αναιρετική όσο και την κατ’ έφεση δίκη.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2019.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΑΠ 906/2019 Ανώνυμες εταιρίες – Ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων – Αναίρεση για έλλειψη νόμιμης βάσης

Η κατά την έννοια των άρθρων 35, 36, 39 και 44 ν. δ/τος 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη της πιστώτριας εταιρείας κατά τρίτου προς εξασφάλιση προγενέστερης απαιτήσεως αυτής λόγω δανείου, απλού ή υπό ανοικτό λογαριασμό, συνεπάγεται την εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια (άρθρα 455 επ. ΑΚ), η οποία δικαιούται να την εισπράξει ως εκδοχέας, το δε μετά την εξόφληση τυχόν υπόλοιπο οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015) από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (βλ. ΟλΑΠ 38/1988). Με τις διατάξεις αυτές, εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό ή προγενέστερων απαιτήσεών τους εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής, και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ. Επομένως, με τη σύσταση ενός τέτοιου ενεχύρου, σε συνδυασμό με την εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασμένης απαιτήσεως προς τον ενεχυρούχο δανειστή ο τελευταίος καθίσταται ειδικός διάδοχος του οφειλέτη (ΑΠ 1447/2018).


 

Αριθμός 906/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2′ Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Κυριάκο Οικονόμου – Εισηγητή και Αναστασία Περιστεράκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Απριλίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”, που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τις πληρεξούσιες δικηγόρους της: 1) Ζ. Ε. και 2) Λ. Β.. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “…”, που εδρεύει στο ….. και εκπροσωπείται νόμιμα. Παραστάθηκε με τους νομίμους εκπροσώπους της Α. Χ. και Ι. Χ., οι οποίοι διόρισαν πληρεξούσιο δικηγόρο τον Ανδρέα Μακρή.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις δύο από 9-10-2012 ανακοπές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4225/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 1215/2018 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31-5-2018 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιες της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

Συμφώνως προς την παρ. 4 του άρθρου 562 ΚΠολΔ – όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 – ο ‘Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως λόγο αναιρέσεως από εκείνους που αναφέρονται στους αριθ. 1,4, 14, 16,17 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. “. Η αυτεπάγγελτη εξέταση λόγων αναιρέσεως προϋποθέτει, αφ’ ενός ότι δεν προσκρούει σε δικονομικά απαράδεκτα της αναιρετικής διαδικασίας και αφ’ ετέρου ότι υπάρχουν στην προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστωμένες παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των αναφερομένων στην ιδία παράγραφο λόγων αναιρέσεως (ΑΠ 287/2008). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Αντιστοίχως ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της εφαρμοσθείσας διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφ’ όσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικώς τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων( ΑΠ 1625/2018). Περαιτέρω, η κατά την έννοια των άρθρων 35, 36, 39 και 44 ν. δ/τος 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, ενεχύραση απαιτήσεως του οφειλέτη της πιστώτριας εταιρείας κατά τρίτου προς εξασφάλιση προγενέστερης απαιτήσεως αυτής λόγω δανείου, απλού ή υπό ανοικτό λογαριασμό, συνεπάγεται την εκ του νόμου εκχώρηση της απαιτήσεως από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια (άρθρα 455 επ. ΑΚ), η οποία δικαιούται να την εισπράξει ως εκδοχέας, το δε μετά την εξόφληση τυχόν υπόλοιπο οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1168/2015) από την επίδοση δε αντιγράφου της συμβάσεως ενεχυράσεως στον τρίτον η τράπεζα θεωρείται όχι οιονεί νομέας, αλλά νομέας αυτής της απαιτήσεως, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον (βλ. ΟλΑΠ 38/1988). Με τις διατάξεις αυτές, εισήχθη ως προς την ενεχύραση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό ή προγενέστερων απαιτήσεών τους εξαιρετικό δίκαιο και ως εκ τούτου οι γενικές διατάξεις των άρθρων 1247-1256 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο συμπληρωματικώς για θέματα μη ρυθμιζόμενα από τις ειδικές διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος. Με την πρώτη από αυτές καθιερώνεται είδος καταπιστευτικής, και δη εξασφαλιστικής εκχωρήσεως, με αποτέλεσμα η μεν ενεχυρούχος δανείστρια να γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της ενεχυρασμένης απαιτήσεως, ο δε ενεχυραστής να έχει δικαίωμα, αν αποσβεσθεί το χρέος, να απαιτήσει την επανεκχώρηση της απαιτήσεως σ’ αυτόν, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 1232 ΑΚ. Επομένως, με τη σύσταση ενός τέτοιου ενεχύρου, σε συνδυασμό με την εκ του νόμου εκχώρηση της ενεχυρασμένης απαιτήσεως προς τον ενεχυρούχο δανειστή ο τελευταίος καθίσταται ειδικός διάδοχος του οφειλέτη (ΑΠ 1447/2018).



Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης εφετειακής αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι, εκτιμώντας αυτή το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτώς επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υποθέσεως και κατά το ενδιαφέρον τον προκείμενο λόγο τμήμα της, τα ακόλουθα: ”…Η ανακόπτουσα, εταιρεία υπό την επωνυμία “…”, επέσπευσε κατά του οφειλέτη της Μ. Δ. του Α. αναγκαστική εκτέλεση των διαταγών πληρωμής 519/2012 και 328/ΠΙΤ/345/2012 των Δικαστών των Μονομελών Πρωτοδικείων Χανιών και Ρεθύμνου, αντιστοίχως, δι’ επιδόσεως των από 20-7-20-12 και 19.7.2012 επιταγών προς εκούσια συμμόρφωση που είναι γραμμένες κάτω από επικυρωμένα αντίγραφα των πρώτων εκτελεστών απογράφων των διαταγών αυτών, με τις οποίες τον επέταξε να της καταβάλει τα επιδικασθέντα υπέρ αυτής και εις βάρος εκείνου χρηματικά ποσά των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ, αντιστοίχως, ακολούθως δε με τα από 3.9.2012 κατασχετήρια έγγραφα, που επέδωσε στον καθού η εκτέλεση και στην καθής η ανακοπή την 6.9.2012, κατάσχεσε αναγκαστικά εις χείρας της καθής οι ανακοπές ως τρίτης, για τα ανωτέρω επιταχθέντα χρηματικά ποσά των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ, αντιστοίχως, τις απαιτήσεις του καθού η εκτέλεση που απορρέουν από χρηματικές καταθέσεις του που τηρούσε σε αυτήν. Η καθής οι ανακοπές, με τις υπ’ αριθμούς 38146/11.9.2012 κοα 38147/11.9.2012 δηλώσεις της που κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, δήλωσε μεν ότι ο καθού η εκτέλεση είχε ανοίξει και τηρούσε στα καταστήματα της …. και …. κοινούς λογαριασμούς ταμιευτηρίου με υπόλοιπα 16.121,32 ευρώ, 24,10 ευρώ, 9,32 ευρώ, 7,06 λιρών Αγγλίας και 751,81 δολαρίων ΗΠΑ, παρέλειψε ωστόσο να δηλώσει και την υπ’ αριθμόν ….430 προθεσμιακή κατάθεση ποσού 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ που αυτός είχε ανοίξει και τηρούσε στο επί της Πλατείας 1866 κατάστημά της στα Χανιά. Την έναντι της καθής οι ανακοπές πιο πάνω απαίτησή του ο καθού η εκτέλεση την είχε ενεχυράσει υπέρ αυτής με την από 30.9.2009 σύμβαση ενεχύρασης προθεσμιακής κατάθεσης, την οποίαν και της επέδωσε την 12.1.2010 με δικαστικό επιμελητή, προς εξασφάλιση των έναντι αυτού απαιτήσεών της από την υπ’ αριθμόν 262/16.4.1996 σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των μεταγενέστερων αυξητικών αυτής, με τις οποίες του είχε χορηγήσει πίστωση μέχρι του ποσού των 2.200.000 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 και 39 του ν. δ. 17.7/13.8.1923. Στην ενεχύραση υπήχθη και ο συνδεδεμένος με την προθεσμιακή κατάθεση υπ’ αριθμόν … – 109 λογαριασμός ταμιευτηρίου σε συνάλλαγμα, που ο καθού η εκτέλεση τηρούσε στην καθής οι ανακοπές, στον οποίο, κατά τους όρους της ενεχυρικής σύμβασης, θα πιστωνόταν το ποσό της προθεσμιακής κατάσχεσης κατά την ημέρα της λήξης της. Την ύπαρξη της προθεσμιακής αυτής κατάσχεσης γνωστοποίησε στην ανακόπτουσα ο ίδιος ο καθού η εκτέλεση, για να την πείσει ότι ήταν φερέγγυος με απώτερο σκοπό τη συνέχιση της συνεργασίας τους στον τομέα του τουρισμού, πλην όμως η καθής οι ανακοπές δεν την συμπεριέλαβε στις πιο πάνω υπ’ αριθμούς 38146/11.9.2012 και 38147/11.9.2012 δηλώσεις της που κατέθεσε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Την παράλειψή της αυτή η καθής οι ανακοπές επιχειρεί να την δικαιολογήσει ισχυριζόμενη ότι για την απαίτηση αυτή δεν είχε υποχρέωση δηλώσεως, γιατί με την ενεχυρίασή της αυτή είχε, δι’ αναγκαστικής εκχωρήσεως, αποκοπεί από την περιουσία του καθού η εκτέλεση και πλέον ανήκε στην ίδια και όχι σε εκείνον ώστε να δύναται να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης εις χείρας της ως τρίτης. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός είναι, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία I σκέψη, μη νόμιμος, διότι η υπέρ αυτής ενεχυρίαση της από τον καθού η εκτέλεση δεν στερεί την από άλλους δανειστές του, όπω-ς εν προκειμένω είναι η ανακόπτουσα, κατάσχεσή της, αφού ο καθού η εκτέλεση παραμένει δικαιούχος αυτής.

 
Συνεπώς οι δηλώσεις που υπέβαλε ήταν ανακριβείς, η ανακρίβεια δε αυτή και η ύπαρξη της αποκρυβείσης προθεσμιακής κατάθεσης κρίνονται, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία II σκέψη, κατά τον χρόνο κατά τον οποίον αυτή, αν την είχε δηλώσει, είχε υποχρέωση να την καταβάλει στην ανακόπτουσα, ο οποίος, σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι η 15.9.2012, αφού τα κατασχετήρια επιδόθηκαν στον καθού η εκτέλεση την 6.9.2012, και συνεπώς η από το άρθρο 988 παρ. 1 του ΚΠολΔ οκταήμερη προθεσμία για την έναρξη της καταβολής είχε την 14.9.2012 παρέλθει. Πλην όμως την 21.11.2012, μετά πάροδον διμήνου, έλαβαν χώρα τα ακόλουθα περιστατικά, όπως αυτά προκύπτουν από την εκατέρωθεν επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 15.3.2012 βεβαίωση του καταστήματος της Πλατείας 1866 της καθής οι ανακοπές στα …. και του συνημμένου σε αυτήν αντιγράφου κίνησης του προαναφερόμενου υπ’ αριθμόν … – 109 ατομικού λογαριασμού του καθού η εκτέλεση κατά το διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012: α) Την 1.8.2012 υπήρχε κατατεθειμένο σε αυτόν το ποσό των 751,81 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο η καθής οι ανακοπές συμπεριέλαβε στις πιο πάνω δηλώσεις της, β) την 21.11.2012 πιστώθηκε στον πιο πάνω λογαριασμό το ποσό των 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ λόγω λήξεως της ενεχυρασμένης υπ’ αριθμόν …430 προθεσμιακής κατάθεσης καθώς και το ποσό των 4.752,70 δολαρίων των δεδουλευμένων συμβατικών τόκων αυτής, στη συνέχεια ήχθησαν εις χρέωση του καθού η εκτέλεση τα ποσά των δολαρίων ΗΠΑ 547,40, 420,53 και 127,62 για την αφαίρεση του προεξοφλητικού τόκου, του παρακρατούμενου φόρου επί των τόκων και των εξόδων διαχειρίσεως του λογαριασμού, αντιστοίχως, και το τελικό ποσό των 426.870,75 δολαρίων ΗΠΑ ήχθη εις χρέωση του καθού η εκτέλεση με συνέπεια ο λογαριασμός να μηδενιστεί. Οι ενέργειες αυτές εμφαίνουν ότι, με συμφωνία του καθ ού η εκτέλεση και της καθής οι ανακοπές, λύθηκε πρόωρα η σύμβαση προθεσμιακής κατάθεσης και ο καθού η εκτέλεση ανέλαβε το ποσό της. Με την εκ μέρους της καθής οι ανακοπές εξόφληση του καθού η εκτέλεση, όμως, αποσβήστηκε η εκ της επίδικης προθεσμιακή: κατάθεσης απαίτησή του και συνακόλουθα και το ενέχυρο που αυτός είχε υπέρ εκείνης συστήσει, σύμφωνα και με την προηγούμενη υπό στοιχεία II σκέψη, με συνέπεια η απαίτηση να καταστεί έκτοτε (21.11.2012) ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Η δια καταβολής όμως απόσβεση της επίδικης απαίτησης, ενώ παρήγαγε τις έννομες συνέπειές της για τον καθού η εκτέλεση (δανειστή) και την καθής οι ανακοπές (οφειλέτρια), ουδόλως επέδρασε στις έννομες σχέσεις της ανακόπτουσας με την επίδικη απαίτηση για δύο λόγους: πρώτον, γιατί η ανακρίβεια των δηλώσεων της καθής οι ανακοπές και η ύπαρξη της επίδικης απαίτησης κρίνονται σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα την 15.9.2012, όπως εκτέθηκε παραπάνω, με συνέπεια η μεταγενέστερη δια καταβολής απόσβεσή της να στερείται έννομης επιρροής και δεύτερον γιατί η καταβολή αυτή, γενομένη μετά την αναγκαστική εκχώρηση της επίδικης απαίτησης στην ανακόπτουσα, ουδέν έναντι αυτής έννομο αποτέλεσμα παράγει. Από τα παραπάνω έπεται ότι η ανακόπτουσα έχει δικαίωμα, εκτός από την αναγνώριση της υπάρξεως της επίδικης απαίτησης που η καθής οι ανακοπές παρέλειψε να δηλώσει, να ζητήσει και την καταβολή των πιο πάνω χρηματικών ποσών των 92.317,85 ευρώ και των 50.965,92 ευρώ για τα οποία επέβαλε την κατάσχεση, αφού με την απόσβεση του ενεχύρου της καθής οι ανακοπές πάνω στην αποκρυβείσα απαίτηση, η τελευταία κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, το ποσό δε αυτής, ανερχόμενο σε 422.461,79 δολάρια ΗΠΑ, υπερκαλύπτει τα προαναφερόμενα ποσά της κατάσχεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς μεν με την εκκαλούμενη απόφασή του αναγνώρισε την ύπαρξη της αποκρυβείσας από την καθής η ανακοπή επίδικης προθεσμιακής κατάθεσης, κεφάλαιο το οποίο οι διάδικοι δεν έχουν δι’ εφέσεως προσβάλει, εσφαλμένα, όμως, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο το καταψηφιστικό αίτημα των υπό κρίση ανακοπών, όπως βασίμως η ανακόπτουσα με τον μοναδικό λόγο της υπό κρίση έφεσής της υποστηρίζει…”. Ακολούθως, το Εφετείο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφασή του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσία την από 7.11.2014 έφεση της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς τη διάταξή της, με την οποία απέρριψε το καταψηφιστικό αίτημα των υπό κρίση ανακοπών, ακολούθως δε δέχθηκε τις ανακοπές, και υποχρέωσε την καθ’ ης-αναιρεσείουσα να καταβάλει στην ανακόπτουσα-αναιρεσίβλητη το συνολικό ποσό των 143.083,77 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεώς τους.

Έτσι που έκρινε το ως άνω δικαστήριο διέλαβε, αναφορικώς προς την οφειλομένη αποζημίωση εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας λόγω παραλείψεως δηλώσεως χρηματικού ποσού, το οποίο κατά τον χρόνο της κατασχέσεως ευρίσκετο στον τραπεζικό λογαριασμό τού οφειλέτη του επισπεύδοντος την κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης, ασαφείς και ανεπαρκείς, προσέτι δε αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των κανόνων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 986 ΚΠολΔ και εκείνων των του ν. δ/τος 17-7/13-8-1923, που προαναφέρθηκαν. Ειδικότερα: Υπό τις ως άνω παραδοχές ουδόλως εξηγείται γιατί, ενώ το ποσόν των 422.461,79 δολαρίων ΗΠΑ πιστώθηκε στον επίδικο λογαριασμό την 21-11-2012, η ανακρίβεια των δηλώσεων της καθ’ ης οι ανακοπές και η ύπαρξη της επίδικης απαιτήσεως κρίνονται σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένως την 15-9-2012( ημέρα παρελεύσεως της προθεσμίας προς υποβολή Δηλώσεως). Περαιτέρω, η προσβαλλομένη υποπίπτει σε αντίφαση, διότι ενώ δέχεται ότι, το τελικό ποσό των 426.870,75 δολαρίων ΗΠΑ ήχθη εις χρέωση του καθ’ ου η εκτέλεση, ακολούθως δέχεται ότι ο ειρημένος ανέλαβε το ποσό από τη σύμβαση προθεσμιακής καταθέσεως, εντεύθεν συνάγει ότι η εν λόγω απαίτηση της ενάγουσας αναιρεσίβλητης κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Στις παραδοχές της προσβαλλομένης συγχέονται περιστατικά, η ύπαρξη των οποίων ναι μεν δημιουργεί ανακρίβεια των Δηλώσεων της Τράπεζας, εν τούτοις συνδέονται με διαφορετικές έννομες συνέπειες. Συγκεκριμένως, άλλο τυγχάνει το θέμα της παραλείψεως δηλώσεως περί υπάρξεως ενεχυρασμένης απαιτήσεως, η οποία ενδεχομένως να θεμελιώσει αξίωση σε περίπτωση υπάρξεως ζημίας, συνδεομένης αιτιωδώς με την παράλειψη, και άλλο το επίδικο ζήτημα περί παραλείψεως δηλώσεως χρηματικού ποσού, το οποίο κατά τον χρόνο της κατασχέσεως ευρίσκετο στον τραπεζικό λογαριασμό τού οφειλέτη του επισπεύδοντος την κατάσχεση εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης. Η προσβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι λόγω παραλείψεως εκ μέρους της εναγομένης Τράπεζας να δηλώσει την ύπαρξη ενεχυρασμένης απαιτήσεως υποχρεούται αυτή να καταβάλει τα αξιούμενα από την ενάγουσα χρηματικά ποσά, παρά το ανελέγκτως γενόμενο δεκτό γεγονός ότι το ποσόν της ενεχυρασμένης απαιτήσεως των 422.461,79 ευρώ δεν ήταν κατατεθειμένο στον επίδικο ατομικό λογαριασμό του οφειλέτη κατά τον χρόνο επιβολής των κατασχέσεως εις χείρας της Τράπεζας ως τρίτης (6-9-2012) – οπότε θα θεμελιωνόταν η επίδικη αξίωση της ενάγουσας – αλλά σε χρόνο μεταγενέστερο, και δη την 21-11-2012, όταν το ποσό τούτο πιστώθηκε στον συγκεκριμένο τραπεζικό λογαριασμό. Οι ως άνω πλημμέλειες ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και δη στην θεμελίωση της ευθύνης της εναγομένης, λόγω της αποδιδομένης σ’ αυτήν παραλείψεως να περιλάβει στη Δήλωση της ως τρίτης την ύπαρξη ενεχυρασμένης απαιτήσεως του οφειλέτη της ενάγουσας.

Συνεπώς, η πληττομένη απόφαση υπέπεσε στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά τον βάσιμο περί τούτου λόγο αναιρέσεως, εξεταζόμενο αυτεπαγγέλτως υπό του παρόντος Δικαστηρίου, εφ’ όσον με το αναιρετήριο διώκεται η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στη μείζονα πρόταση. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, οι οποίοι καλύπτονται από την αναιρετική εμβέλεια του κριθέντος ως βασίμου, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλο Δικαστή, εκτός από εκείνον που την είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως (άρθρ. 495 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο αίτημα αυτής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
 
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθ. 1215/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο Δικαστή είναι εφικτή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να επιστραφεί στην αναιρεσείουσα το παράβολο, που αυτή κατέθεσε για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, που ορίζει σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.

ΠΗΓΗ: <TAXHEAVEN>

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 4809/2018 Απόρριψη έκπτωσης τόκων δανείου οι οποίοι καταχωρήθηκαν στο έτος που αφορούν εκπρόθεσμα

Καλλιθέα, 27/11/2018
Αριθμός απόφασης: 4809

 

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε)».
γ. Της παρ.3 του άρθρου 47 του ν.4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69)
δ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2017) Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή) καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής

2. Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β’ / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών «Παροχή εξουσιοδότησης υπογραφής».

4. Τη με ημερομηνία κατάθεσης 10/08/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……. ενδικοφανή………..προσφυγή του… , κατοίκου ……με ΑΦΜ …… , κατά της υπ’αριθμ πρωτ………/17-07-2018 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ επί της 18/05/2017 τροποποιητικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 και τα προσκομιζόμενα με αυτή σχετικά έγγραφα..

5. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ.

6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α5 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 10/08/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου ……….ενδικοφανούς προσφυγής του …….., με ΑΦΜ………. , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά τη μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Σύντομο Ιστορικό

Ο προσφεύγων με την από 18/05/2017 τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 ζητούσε την μείωση των επιχειρηματικών κερδών του, και αλλαγή του ποσού που δήλωσε στον κωδικό 461 του εντύπου Ε1 καθώς όπως ισχυρίζεται διαπίστωσε τον Ιούλιο 2016 ότι δεν είχε καταχωρήσει τους τόκους από επιχειρηματικό δάνειο της ατομικής του επιχείρησης στα τηρούμενα απλογραφικά και αθεώρητα από 01/01/2014 βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών.

Το εν λόγω επιχειρηματικό δάνειο συνολικού ποσού 300.000,00 ευρώ λήφθηκε νομίμως και προς το συμφέρον της επιχείρησης του από την …….., με αριθμ.σύμβασης………. και ημερομηνία 26-04-2013, με σκοπό την αγορά εξοπλισμού και εγκατάσταση αυτού προς λειτουργία φωτοβολταϊκού σταθμού.

Στις 12/09/2017 εκδόθηκε από το τμήμα ελέγχου της Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ η με αριθ…../12-09-2017 εντολή μερικού επιτόπιου ελέγχου, βάσει της οποίας συντάχθηκε η από 15/11/2017 έκθεση, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας, ο έλεγχος δεν δύναται να προσδιορίσει αν οι τόκοι του δανείου ύψους 35.009,09€ καταχωρήθηκαν εμπρόθεσμα στα τηρούμενα βιβλία εσόδων εξόδων της επιχείρησης και ως εκ τούτου ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ απέρριψε την ως άνω τροποποιητική δήλωση.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να ακυρωθεί η αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΤΡΙΚΑΛΩΝ καθώς όπως ισχυρίζεται:
Σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν.4172/2013 περί ΚΦΕ και της ΠΟΛ.1113/2.6.2015 συνάγεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες, εν προκειμένω οι τόκοι δανείου πληρούν αθροιστικά όλα τα κριτήρια για την έκπτωση τους από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης του.
Επειδή, για πράξεις που εκδίδονται από 01.01.2014, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ν.4174/2013 όπως ισχύει: «ο υπόχρεος, εφόσον αμφισβητεί οποιαδήποτε πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του από τη Φορολογική Διοίκηση ή σε περίπτωση σιωπηρής άρνησης, οφείλει να υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή με αίτημα επανεξέτασης της πράξης στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας από την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης της Φορολογικής Διοίκησης …».

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν.4172/2013 με θέμα εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες ορίζεται ότι:
Κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, με την επιφύλαξη των διατάξεων «του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε.» οι οποίες:
α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της,
β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της «αγοραίας» , στη βάση «των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση».
γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.

Επειδή, με την ΠΟΛ.1113/2.6.2015 διευκρινίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, οι οποίες πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, αναφορικά με τις δαπάνες που κατά ρητή διατύπωση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

2. Ειδικότερα, εκπίπτουν οι δαπάνες που:

α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της.
Συγκεκριμένα, στις δαπάνες της περίπτωσης αυτής εμπίπτει κάθε δαπάνη, που κρίνεται απαραίτητη από τον επιχειρηματία ή τη διοίκηση της επιχείρησης, ανεξάρτητα εάν αυτή πραγματοποιείται δυνάμει νόμιμης ή συμβατικής υποχρέωσης, για την επίτευξη του επιχειρηματικού σκοπού, την ανάπτυξη των εργασιών, τη βελτίωση της θέσης της στην αγορά, εφόσον αυτή ενεργείται στα πλαίσια της οικονομικής αποστολής της ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της και μπορεί να συμβάλλει στη δημιουργία εισοδήματος ή άλλως αποβλέπει στη διεύρυνση των εργασιών της και στην αύξηση του εισοδήματός της (ΣτΕ 2033/2012) ή στην υλοποίηση δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Δεν επιτρέπεται, δε, στη φορολογική αρχή να ελέγχει τη σκοπιμότητα και το προσήκον μέτρο των δαπανών αυτών (ΣτΕ 2963/2013, ΣτΕ 1729/2013, ΣτΕ 1604/2011, κ.ά.), εκτός αν τούτο ορίζεται ρητά και ειδικά στο νόμο (π.χ. ενδοομιλικές συναλλαγές).
Επισημαίνεται ότι ως προς τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ισχύουν όσα ειδικότερα αναφέρονται κατωτέρω στην παρούσα.

β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή, η αξία της οποίας δεν κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας, στη βάση των στοιχείων που διαθέτει η Φορολογική Διοίκηση.
Ως προς την έννοια της πραγματικής συναλλαγής, διευκρινίζεται ότι οι δαπάνες δεν πρέπει να είναι εικονικές ή μερικώς εικονικές ή ανύπαρκτες, όπως ενδεικτικά είναι η δαπάνη που δεν έχει πραγματοποιηθεί άλλα έχει καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία ή αφορά σε συναλλαγές που δεν είναι πραγματικές ως προς το είδος ή το πρόσωπο ή την αξία αυτών.
Ως προς το ζήτημα της εικονικότητας ως προς το πρόσωπο του εκδότη φορολογικού στοιχείου, επισημαίνεται η προσφάτως εκδοθείσα ΠΟΛ.1071/31.3.2015 εγκύκλιος, με την οποία κοινοποιήθηκε η αριθ. 170/2014 γνωμοδότηση ΝΣΚ, σύμφωνα με την οποία ο καλόπιστος λήπτης φορολογικού στοιχείου εικονικού ως προς το πρόσωπο του εκδότη δύναται να εκπέσει τη σχετική δαπάνη από τα ακαθάριστα έσοδά του.
Επίσης, σημειώνεται ότι η ζημία που προκύπτει από την αποτίμηση τίτλων, χρεογράφων, υποχρεώσεων, κ.λπ. δεν είναι δαπάνη που αντιστοιχεί σε πραγματική συναλλαγή, αλλά η όποια δαπάνη θα προκύψει κατά τη μεταβίβαση των υπόψη τίτλων, κ.λπ. ή εξόφληση της σχετικής υποχρέωσης.
Το αν η αξία της συναλλαγής είναι ανώτερη ή κατώτερη της αγοραίας (αρχή των ίσων αποστάσεων) είναι θέμα πραγματικό. Διευκρινίζεται ότι αυτή εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση των ενδοομιλικών συναλλαγών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 50 του Κ.Φ.Ε.

γ) εγγράφονται στα λογιστικά αρχεία (βιβλία) της επιχείρησης την περίοδο που πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.

Επομένως, οι δαπάνες θα πρέπει να έχουν καταχωρηθεί στα τηρούμενα βιβλία του φορολογικού έτους που αυτές έχουν πραγματοποιηθεί με βάση τα κατάλληλα δικαιολογητικά.

Διευκρινίζεται ότι η έννοια των δικαιολογητικών είναι ευρύτερη των φορολογικών στοιχείων και περιλαμβάνει κάθε πρόσφορο δικαιολογητικό, όπως ενδεικτικά, στοιχεία που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (Ε.Λ.Π.), δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, απολογιστικά στοιχεία (π.χ. αποσβέσεις), δήλωση στην περίπτωση ιδιοχρησιμοποίησης, κ.λπ. Ειδικά στην περίπτωση απώλειας των πρωτότυπων φορολογικών στοιχείων, θα λαμβάνονται υπόψη και επικυρωμένα φωτοαντίγραφα των στοιχείων αυτών από τον εκδότη τους.

Σημειώνεται ότι εφόσον πρόκειται για επιχείρηση η οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4308/2014 δεν έχει υποχρέωση τήρησης βιβλίων, οι δαπάνες του εν λόγω άρθρου εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές αναφερόμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, πλην αυτής της εγγραφής στα τηρούμενα βιβλία (π.χ. αγρότες που δεν τηρούν βιβλία, απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων σύμφωνα με την ΠΟΛ.1007/9.1.2015 Απόφαση ΓΓΔΕ).

3. Κατόπιν όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω συνάγεται ότι οι επιχειρηματικές δαπάνες εκπίπτουν, εφόσον πληρούν αθροιστικά τα κριτήρια του άρθρου 22 και δεν ανήκουν στον περιοριστικό κατάλογο του άρθρου 23 ή της παραγράφου 4 του άρθρου 48.

Αναφορικά με το χρόνο έκπτωσής τους, αυτές εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του φορολογικού έτους το οποίο αφορούν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 (π.χ. χρόνος έκπτωσης ασφαλιστικών εισφορών, κ.λπ.).

Οι δαπάνες των οποίων τα δικαιολογητικά εκδίδονται ή λαμβάνονται έως την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού και αφορούν την κλειόμενη χρήση επίσης εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα του έτους που αφορούν.

Επειδή, όπως ομολογείται και αποδεικνύεται από την κρινόμενη με αριθμ.πρωτ…../10-08-2018 ενδικοφανή προσφυγή που κατατέθηκε στην υπηρεσία μας, ο προσφεύγων παραδέχεται ότι οι τόκοι καταχωρήθηκαν στα βιβλία σε χρόνο μεταγενέστερο του πραγματικού, ήτοι μετά την 15/07/2016 ημερομηνία που παρέλαβε την βεβαίωση της τράπεζας , καθώς αναγράφεται επακριβώς ότι:

« Το γεγονός αυτό προέκυψε από την διαπίστωση (Ιούλιος 2016) ότι δεν είχαν καταχωρηθεί οι τόκοι από επιχειρηματικό δάνειο της ατομικής επιχείρησης μου (παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από φωτοβολταϊκό σταθμό ισχύος 100KW) στα τηρούμενα απλογραφικά και αθεώρητα από 1/1/2014 βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών. Το επιχειρηματικό δάνειο συνολικού ποσού 300.000,00 ευρώ λήφθηκε νομίμως και προς το συμφέρον της επιχείρησης μου από την… , με αριθ.σύμβασης………. και ημερομηνία 26-04-2013, με σκοπό την αγορά εξοπλισμού και εγκατάσταση του προς λειτουργία φωτοβολταϊκού σταθμού.

Με την χορήγηση κατόπιν αιτήματος από την……..της με……….ημερομηνία 15/07/2016 βεβαίωσης χρεωθέντων και καταβληθέντων τόκων δανείου, που αφορούν χρονικό διάστημα από: 01/01/2014 έως: 31/12/2014, καταχωρήθηκαν οι τόκοι δανείου ύψους 35.009,09 ευρώ με ημερομηνία εγγραφής στα βιβλία την 31/12/2014 (καταχώρηση των τόκων στο φορολογικό έτος που έχουν πραγματοποιηθεί με κατάλληλα δικαιολογητικά), τροποποιούνται ανάλογα τα έντυπα Ε3 και Ε1 και στη συνέχεια υποβάλλεται η τροποποιητική δήλωση στην Δ. Ο. Υ. Τρικάλων.»

Επειδή, από την υπ’αριθμ. 57 βεβαίωση της τράπεζας……..με τίτλο « ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΧΡΕΩΘΕΝΤΩΝ ΤΟΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ» που προσκομίστηκε από τον προσφεύγοντα αποδεικνύεται ότι οι τόκοι καταχωρήθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο του πραγματικού, καθώς αναγράφεται πάνω στην βεβαίωση η ένδειξη «ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ 31/12/2014», ενώ η ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης είναι η 15/07/2016.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 10/08/2018 και με αριθμό πρωτοκόλλου………..ενδικοφανούς προσφυγής του………, με ΑΦΜ…………..,

Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΣτΕ 1774/2018 – Δεν οφείλεται ΦΣΚ σε αύξηση κεφαλαίου με διαφορά υπέρ το άρτιο

Μια πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ έρχεται να προστεθεί στις αποφάσεις εκείνες που αφορούν στο ζήτημα της επιβολής ή μη φόρου συγκέντρωσης κεφαλαίου στο ποσό της διαφοράς από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο. Το ζήτημα αυτό απασχολούσε τη φορολογική Διοίκηση και τους φορολογούμενους εδώ και πάρα πολλά χρόνια και διαχρονικά υπήρξε διαφορετική αντιμετώπιση με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις.

Ι. Σύντομη ιστορική αναδρομή

Με την  ΠΟΛ.1230/10.10.1994, είχε διευκρινιστεί αρχικά ότι, «σε περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο, η υπέρ το άρτιο διαφορά είναι εισφορά που αυξάνει μεν το ενεργητικό της εταιρείας, αλλά ο εισφέρων δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου κ.λπ. από την εισφορά αυτή και επομένως το ποσό της διαφοράς αυτής, δεν υπάγεται κατά το χρόνο της καταβολής της σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων».
Ακολούθησε το Ν.Σ.Κ. το οποίο με τη γνωμοδότηση υπ΄ αριθμ. 113/2009 η οποία αφορούσε σε υπόθεση εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) έκρινε ότι,  « […] η συγκεκριμένη καταβολή (υπέρ το άρτιο) αυξάνει το ενεργητικό της επιχείρησης και, όπως προεξετέθη, γίνεται, όχι για να αυξηθεί το μετοχικό κεφάλαιο και να συμμετάσχει σε αυτό ο καταβάλλων, αλλά για να αποκτήσει δικαίωμα ή δικαιώματα εξ εκείνων που έχουν οι μέτοχοι, όπως η συμμετοχή και κέρδη. Συντρέχουν επομένως όλοι οι όροι που απαιτεί η περ.γ’ και, συνεπώς, οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου, ασχέτως μάλιστα της κεφαλαιοποίησής της στο μέλλον».
Με αυτό το σκεπτικό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «στη περίπτωση έκδοσης εταιρικών μεριδίων υπέρ το άρτιο, στον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου υπάγεται, τόσο η μέχρι το άρτιο τιμή διάθεσης του μεριδίου, όσον και η υπέρ το άρτιον διαφορά».
Η γνωμοδότηση αυτή του Ν.Σ.Κ. έγινε δεκτή από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και κοινοποιήθηκε με την ΠΟΛ.1044/3.2.2014. Με την απόφαση αυτή, όπως είναι λογικό δεν θεσπίστηκαν νέες διατάξεις, αλλά δόθηκε διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 18 § 1 του ν. 1676/1986 από αυτήν που είχε δοθεί με την ΠΟΛ.1230/10.10.1994.
Η αλλαγή αυτή της ερμηνευτικής θέσης της Διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν αρκετές υποθέσεις φορολογουμένων στην Δ.Ε.Δ., όμως υπήρχαν και περιπτώσεις που οι φορολογούμενοι κατέβαλαν το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, ωστόσο δεν κατέβαλαν πρόστιμο (για υποθέσεις που αφορούσαν περιόδους πριν την έκδοση της εγκυκλίου του 2014) λόγω κυρίως της νέας διάταξης του άρθρου 12 του ν. 4474/2017 η οποία ορίζει ότι στην περίπτωση που ο φορολογούμενος ακολούθησε τις εγκυκλίους της φορολογικής διοίκησης αναφορικά με τη φορολογική του υποχρέωση, δεν του επιβάλλεται πρόστιμο ανακριβούς δήλωσης ή μη υποβολής δήλωσης.
Δείτε και σχετικό άρθρο στον κόμβο της Τατιάνας Ψαριανού: Φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου σε ποσά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο
ΙΙ. Η δύο αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 
Με την νέα απόφαση που δημοσιεύει σήμερα ο κόμβος, το Συμβούλιο της Επικρατείας ξεκαθαρίζει ότι, το νομικό ζήτημα αυτό  έχει ήδη κριθεί με παλαιότερη απόφασή του (βλ. ΣτΕ 3015/2009) η οποία αφορούσε σε  κεφαλαιοποίηση του ποσού της διαφοράς υπέρ το άρτιο, και όχι σε αύξηση, ωστόσο στο σκεπτικό υπ’ αριθμ. 3 είχε διατυπωθεί ξεκάθαρη γνώμη και επί του θέματος αυτού. 
[3. Επειδή κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης διαφοράς που προέρχεται από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό αυτό, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα αύξηση του κεφαλαίου κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 περ. α΄ και γ΄ του ν. 1676/1986Η διαφορά αυτή δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τον χρόνο της καταβολής της, γιατί κατά το χρόνο εκείνο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ανωτέρω διατάξεων, αφού ο εισφέρων δεν αποκτά δικαιώματα ίδιας φύσης με εκείνα που έχουν οι εταίροι, όπως δικαιώματα ψήφου κλπ. ].
Τα βασικά σκεπτικά της νεότερης απόφασης του Σ.τ.Ε. 
4. Επειδή, με την απόφαση ΣτΕ 3015/2009 της επταμελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν τα ακόλουθα (σκέψεις 2 και 3):
“2….
3. Επειδή κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης διαφοράς που προέρχεται από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό αυτό, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα αύξηση του κεφαλαίου κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 18 παρ. 1 περ. α’ και γ’ του ν. 1676/1986. Η διαφορά αυτή δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τον χρόνο της καταβολής της, γιατί κατά το χρόνο εκείνο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των ανωτέρω διατάξεων, αφού ο εισφέρων δεν αποκτά δικαιώματα ίδιας φύσης με εκείνα που έχουν οι εταίροι, όπως δικαιώματα ψήφου κλπ. Κατά την κεφαλαιοποίηση, όμως, της διαφοράς αυτής συντρέχουν πλέον οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Εξάλλου, το γεγονός ότι το Γενικό Λογιστικό Σχέδιο «κατατάσσει» τη διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο στην κατηγορία των αποθεματικών δεν αρκεί για την εξαίρεση από το φόρο της αύξησης κεφαλαίου που γίνεται με την κεφαλαιοποίηση αυτή βάσει του άρθρου 22 παρ. 2 του ν. 1676/1986, δεδομένου ότι παρά την «κατάταξη» αυτή, η διαφορά υπέρ το άρτιο έχει διαφορετική φύση και προέλευση από τα κοινά αποθεματικά, ενώ, εξάλλου, οι φορολογικές διατάξεις που θεσπίζουν απαλλαγές είναι στενά ερμηνευτέες. […]”.

5. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά και κρίθηκαν τα ακόλουθα (σκέψεις 3, 4 και 5):
“3. Επειδή κατά την έννοια των [διατάξεων των άρθρων 17, 18 παρ. 1,19 παρ. 1 και 21 του ν. 1676/1986, των άρθρων 14 παρ. 3 και 30 παρ. 1 του ν. 2190/1920 και του άρθρου 1 παρ. 2.2.402 του π.δ. 1123/1980], σε περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο, η υπέρ το άρτιο διαφορά είναι εισφορά που αυξάνει μεν το ενεργητικό της εταιρείας, ο εισφέρων, όμως, από την εισφορά αυτή, δεν αποκτά δικαιώματα ίδιας φύσης με εκείνα που έχουν οι εταίροι, όπως δικαιώματα ψήφου κλπ και επομένως το ποσό της διαφοράς αυτής δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά τον χρόνο της καταβολής της, αφού κατά το χρόνο αυτό δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18 παρ. 1 περ. α’ και γ’ του ν. 1676/1986. Όμως, εφόσον γίνει κεφαλαιοποίηση της ως άνω διαφοράς οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό αυτό, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα αύξηση του κεφαλαίου κατά τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις (ΣτΕ 3015/2009).
4. Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, …
5. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις και σκέψεις που προεκτέθηκαν, στην περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο, η καταβολή της διαφοράς μεταξύ της τιμής διάθεσης της μετοχής και της ονομαστικής αξίας αυτής, αποτελούσα εισφορά που αυξάνει το ενεργητικό της εταιρείας, δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά την περ. γ’ της παρ.1 του άρθρου 18 του ν.1676/1986, αφού, κατά το χρόνο της καταβολής, ο εισφέρων, από την εισφορά αυτή (νια την οποία δεν του χορηγούνται μετοχές), δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου κλπ, δηλαδή δεν αποκτά οποιοδήποτε πρόσθετο δικαίωμα (πέραν αυτών που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία της εισφοράς του) σε σχέση με άλλους μετόχους που δεν έχουν εισφέρει κεφάλαια υπέρ το άρτιο, όπως βάσιμα υποστηρίζει και η προσφεύγουσα. Συνεπώς, μη νόμιμα η φορολογική αρχή, ερμηνεύοντας διαφορετικά την ως άνω διάταξη, θεώρησε ότι για την υπαγωγή στον ένδικο φόρο της επίμαχης διαφοράς, αρκεί η, εκ της καταβολής, προσδοκία απόκτησης των προαναφερόμενων δικαιωμάτων (σε περίπτωση μελλοντικής κεφαλαιοποίησης της διαφοράς) και όχι ο πραγματικός χρόνος απόκτησης αυτών (κατά την κεφαλαιοποίηση αυτής, οπότε χορηγούνται μετοχές στις οποίες είναι ενσωματωμένα τα εν λόγω δικαιώματα) και με το σκεπτικό αυτό υπήγαγε σε φόρο τη διαφορά του ποσού που προέκυψε στην ένδικη περίπτωση από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, ύψους 42.867.276,55 ευρώ.”.

6. Επειδή, με το μοναδικό λόγο αναίρεσης προβάλλεται ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 17, 18 (παρ. 1), 19 (παρ. 1, 2 και 4) του ν. 1676/1986, 12, 13 (παρ. 1, 2, 5 και 7), 14 (παρ. 1, 2 και 3) και 44Α (παρ. 1) του κ.ν. 2190/1920, 1 (παρ. 2) του Π.Δ. 1123/1980 και 106 (παρ. 6) του ΚΦΕ (ν. 2238/1994), το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι, σε περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο (ήτοι, σε τιμή μεγαλύτερη από την ονομαστική αξία τους), διαφορά υπέρ το άρτιο συνιστά εισφορά η οποία αυξάνει μεν το ενεργητικό της εταιρείας, αλλά δεν υπόκειται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, παρά μόνον εφόσον γίνει κεφαλαιοποίηση της εν λόγω διαφοράς, οπότε οι εισφέροντες αποκτούν δικαιώματα ίδιας φύσης με εκείνα που έχουν οι εταίροι. Προς θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου, διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του ως άνω νομικού ζητήματος. Ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός (ανεξαρτήτως του ότι αναφέρεται και σε νομοθετικές διατάξεις οι οποίες ούτε μνημονεύονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε το αναιρεσείον Δημόσιο προβάλλει ότι είχε επικαλεσθεί ενώπιον του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το ανωτέρω νομικό ζήτημα έχει ήδη κριθεί (κατά τρόπο αντίθετο προς το περιεχόμενο του παραπάνω λόγου αναίρεσης) με την προεκτεθείσα σκέψη 3 της απόφασης ΣτΕ 3015/2009 του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία, μάλιστα, παραπέμπει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

 

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4512_2018 (Πολυνομοσχέδιο) Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις”

Αρχείο 

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4484_2017 Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016881

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4465_2017 τροποποιήσεις σε διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), διατάξεις για την έκτακτη εισφορά στις αλλοδαπές αεροπορικές εταιρείες, για διάφορα ζητήματα Α.Α.Δ.Ε

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Σχέδιο νόμου Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων

Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης υπό τον τίτλο «ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

Άρθρο 1
Σκοπός – ορισμοί

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών προς οποιονδήποτε πιστωτή, οι οποίες είτε προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, είτε αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία, εφόσον η ρύθμιση των εν λόγω οφειλών κρίνεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του οφειλέτη.

2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου:
α. Ως «μεγάλες επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) ή έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) υψηλότερες από δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €).
β. Ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) και έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) έως δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €) .
γ. Ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαμβάνεται και ο εγγυητής. Δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του συνοφειλέτη οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δυνάμει ασφαλιστικής σύμβασης με τον οφειλέτη έχουν αναλάβει να καλύψουν την παντός είδους ευθύνη του έναντι τρίτων.
δ. Ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, κάθε
εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, κάθε εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, καθώς και κάθε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
ε. ως «πιστωτές» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν πάσης φύσεως χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη.
στ. «απαρτία συμμετεχόντων πιστωτών» υπάρχει όταν συμμετέχουν στη διαδικασία πιστωτές (συμμετέχοντες πιστωτές) που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του (50%) πενήντα τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό απαρτίας απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη και απαιτήσεις πιστωτών που δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και στο εδάφιο ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
ζ. Ως «πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών» νοείται η πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται με βάση ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό της πλειοψηφίας συμμετεχόντων πιστωτών απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
η. Ως «ποσοστό συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο» νοείται το ποσοστό των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών που εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο ειδικό προνόμιο. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό του ποσοστού συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
θ. Ως «σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών» νοείται η πολυμερής δικαιοπραξία που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και των συμβαλλομένων πιστωτών στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, έχει ως αντικείμενο την αναδιάρθρωση του συνόλου ή μέρους των οφειλών του οφειλέτη και αποσκοπεί στην συνέχιση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη.
ι. Ως «πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη» νοούνται:
(i) Όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, οι σύζυγοι, οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
(ii) Όταν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν το νομικό πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δεύτερου βαθμού των ως άνω φυσικών προσώπων. Επίσης τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 Ν. 4308/2014 (Α’ 251).
ια. Ως «συμμετέχων πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που παρίσταται ή εκπροσωπείται ή συμμετέχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με σκοπό την κατάρτιση σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιβ. Ως «συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιγ. Ως «μη συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που δεν συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, ανεξαρτήτως εάν συμμετείχε στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
ιδ. Ως «εμπειρογνώμονας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει κατ’ επάγγελμα υπηρεσίες χρηματοοικονομικών συμβουλών σχετικά με την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων.
ιε. Ως «εκτιμητής ακινήτων» νοείται ο πιστοποιημένος εκτιμητής ακινήτων που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Γ του ν. 4152/2013 (Α’ 107).
ιστ. Ως «οφειλές προς το Δημόσιο» νοούνται οι απαιτήσεις του Δημοσίου που είναι ήδη βεβαιωμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170) και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιζ. Ως «οφειλές υπέρ τρίτων» νοούνται οι κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 ήδη βεβαιωμένες οφειλές υπέρ τρίτων πιστωτών, οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιη. Ως «οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης» νοούνται οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που είναι ήδη βεβαιωμένες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) και του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.

Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής

1. Κάθε φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα και κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (Α’ 167) και έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα, δύναται να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, εφόσον:
(α) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 είχε προς χρηματοδοτικό φορέα οφειλή από δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς του λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α’) ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπροθέσμων απαιτήσεων εις βάρος του,
(β) οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές του ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και
(γ) πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 3.

2. Δεν δύνανται να υποβάλλουν αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών οι ακόλουθοι:
(α) τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα,
(β) οι πάροχοι επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών που λειτουργούν στην Ελλάδα,
(γ) οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ), καθώς και οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ) καθώς και οι διαχειριστές αυτών και
(δ) οι ασφαλιστικές εταιρίες.

3. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν δύναται να καταθέσει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών εφόσον:
(α) έχει υποβάλει αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για υπαγωγή στις διατάξεις των άρθρων 62 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246) ή, εφόσον έχει πτωχευτική ικανότητα, στις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Α’ 153), εκτός εάν έχει υπάρξει έγκυρη παραίτησή του από τις εν λόγω διαδικασίες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή
(β) έχει εκδοθεί οριστική απόφαση υπαγωγής του οφειλέτη σε μία από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη περίπτωση (α) διαδικασίες ή έχει συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η αίτηση υπαγωγής του στις παραπάνω διαδικασίες και εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης ή
(γ) έχει διακόψει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, βρίσκεται σε διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης, εκτός εάν αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο η αναβίωση του νομικού προσώπου, πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή
(δ) έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση το ίδιο το φυσικό πρόσωπο ή στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι, ή οι διαχειριστές, ή οι εταίροι ή και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών για φοροδιαφυγή (εξαιρουμένης της μη απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων), απάτη κατά του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ή για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της υπεξαίρεσης, της απάτης, της εκβίασης, της πλαστογραφίας, της δωροδοκίας, της δωροληψίας, της λαθρεμπορίας, της καταδολίευσης δανειστών ή της χρεοκοπίας.
Η καταδίκη των πρόεδρων, ή των διευθύνοντων σύμβουλων, ή των διαχειριστών, ή των εταίρων ή και κάθε πρόσωπου εντεταλμένου είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διαχείριση των νομικών προσώπων για τα αδικήματα της παραπάνω περίπτωσης θα πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη τους που να σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου που αιτείται την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου.

4. Στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου δεν υπάγονται οφειλές του οφειλέτη που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016.

5. Δεν υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου, σε περίπτωση που οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν ποσοστό 85% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου το Ελληνικό Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης λογίζονται ως δύο πιστωτές.

6. Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη και (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στο κριτήριο του στοιχείου (α) υπερβαίνουν αθροιστικά το κριτήριο του στοιχείου (β), δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών οι πιστωτές με τις μικρότερες απαιτήσεις έως τη συμπλήρωση του ποσοστού του 15% ή του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ. Οι λοιποί πιστωτές, ακόμα και εάν οι απαιτήσεις τους δεν υπερβαίνουν τα κριτήρια του στοιχείου (α), συμμετέχουν κανονικά στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου.

7. Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου απαιτήσεις από ανακτήσεις κρατικών ενισχύσεων λόγω παραβίασης των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.)

Άρθρο 3
Κριτήρια επιλεξιμότητας

1. Ο οφειλέτης που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) κρίνεται επιλέξιμος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών του παρόντος νόμου, εφόσον έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4.

2. Ο οφειλέτης που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) κρίνεται επιλέξιμος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών του παρόντος νόμου, εφόσον πληροί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4:
(α) έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων, ή (β) έχει θετική καθαρή θέση (equity).

Άρθρο 4
Υποβολή αίτησης

1. Κάθε οφειλέτης εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2 και 3 του παρόντος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στην διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών έως την 31η Δεκεμβρίου 2018. Αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη όσο εκκρεμεί η πρώτη ή μετά τη σύνταξη πρακτικού περαίωσης της διαδικασίας από το συντονιστή κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παρ. 16 ή πρακτικού αποτυχίας για οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στον παρόντα νόμο λόγους.

2. Η αίτηση για την υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών υποβάλλεται από τον οφειλέτη ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Υπόδειγμα της αίτησης επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α του παρόντος νόμου. Τα δεδομένα του οφειλέτη θα τηρούνται στη βάση δεδομένων της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για τρία (3) χρόνια από τη λήξη της εκτέλεσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ή από την ακύρωσή της ή από την τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της. Σε περίπτωση που η αίτηση του οφειλέτη δεν καταλήξει σε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών τα δεδομένα του διαγράφονται από το ηλεκτρονικό αρχείο της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. τρία (3) έτη μετά την υποβολή τους.

3. Στην περίπτωση ύπαρξης συνοφειλετών συνυποβάλλεται αίτηση υποχρεωτικά και από αυτούς και συνοδεύεται τουλάχιστον από τα δικαιολογητικά της παραγράφου 2 στοιχεία (α) και (β) και της παραγράφου 8 στοιχεία (α), (δ), (ε), (στ), (η) και (θ) του άρθρου 5.
Σε περίπτωση μη συνυποβολής της αίτησης από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου δεν εκκινείται, εκτός εάν ο πιστωτής ή η πλειοψηφία των πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες που δεν συνυπέβαλαν αίτηση συναινέσουν στην έναρξή της.
Δεν επιτρέπεται η μη συνυποβολή από συνοφειλέτες που είναι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή που από άλλη αιτία ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη, ακόμα και εάν παρέχεται η συναίνεση του προηγούμενου εδαφίου.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν ο πιστωτής ή η πλειοψηφία των πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες δεν συναινούν στην έναρξη της διαδικασίας, η πλειοψηφία των υπόλοιπων πιστωτών δύναται να αποφασίσει την έναρξή της. Στην περίπτωση αυτή οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν συναίνεσαν δεν ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Στην περίπτωση των συνοφειλετών που υποβάλλουν από κοινού με τον οφειλέτη αίτηση δεν ισχύουν οι περιορισμοί του άρθρου 2 παρ. 1, 3 και 5 και του άρθρου 3.
Δεν απαιτείται συνυποβολή της αίτησης στην περίπτωση που ο συνοφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος φορέας του δημόσιου τομέα έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία προχωράει ως εάν ο συγκεκριμένος συνοφειλέτης είχε συνυποβάλει την αίτηση και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.

4. Αίτηση δύνανται να υποβάλουν από κοινού περισσότεροι από ένας οφειλέτες, εφόσον είναι νομικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής ενοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 4308/2014 (Α’ 251).

5. Το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή οι χρηματοδοτικοί φορείς δύνανται ως πιστωτές να εκκινήσουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών κοινοποιώντας στον οφειλέτη με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εμπιστευτικότητας, έγγραφη δήλωση, με την οποία τον καλούν να υπαχθεί στη διαδικασία του παρόντος νόμου υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση. Η πρόσκληση του προηγούμενου εδαφίου κοινοποιείται με επιμέλεια του πιστωτή και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση για εκκίνηση της διαδικασίας εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εξώδικης έγγραφης γνωστοποίησης έχει ως συνέπεια να μην δικαιούται να εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής μεταγενέστερα, χωρίς να προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές ενώ αν υποβάλει αίτηση εμπρόθεσμα, ο προσκαλέσας πιστωτής λογίζεται ως συμμετέχων.

6. Μέχρι τη λειτουργία της ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας της παραγράφου 2, οι αιτήσεις για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών υποβάλλονται σε έντυπη και ψηφιακή μορφή στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων. Τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά υποβάλλονται αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή.

7. Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων.

8. Η υποβολή της αίτησης αναστέλλει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (195/1/29.7.2016 απόφαση της επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, Β’ 2376) που έχει θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, η Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας δεν αρχίζει εκ νέου, αλλά συνεχίζεται από το στάδιο στο οποίο είχε σταματήσει.

Άρθρο 5
Περιεχόμενο αίτησης

1. Στην αίτηση του ο οφειλέτης αποτυπώνει υποχρεωτικά τα εξής:
(α) πλήρη στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, διεύθυνση, ΑΦΜ, ΚΑΔ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών του κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του,
(β) κατάλογο όλων των πιστωτών του με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση, ΑΦΜ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση ) και των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή,
(γ) την πρόταση του για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών του, η οποία περιέχει κατ’ ελάχιστον το ποσό που δύναται να καταβάλει σε μηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωμή των οφειλών του, βασίζεται στα εκτιμώμενα έσοδα και έξοδα του οφειλέτη κατά τις επόμενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις και είναι σύμφωνη με τους υποχρεωτικούς κανόνες των άρθρων 9 και 15.
(δ) τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητάς του, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 3.

2. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από:
(α) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους, προκειμένου να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του.
(β) πλήρη περιγραφή των βαρών (είδος βάρους, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο) που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων που περιγράφονται στο στοιχείο (α) της παρούσας.
(γ) πλήρη στοιχεία κάθε συνοφειλέτη (επωνυμία, πλήρη διεύθυνση, ΑΦΜ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση).

3. Με την αίτηση, επίσης, συνυποβάλλονται υποχρεωτικά:
(α) δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν την υποβολή της αίτησης και για κάθε καταβολή μερίσματος από τον οφειλέτη προς τους μετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης που έγινε εντός των τελευταίων είκοσι τεσσάρων (24) μηνών πριν την υποβολή της αίτησης,
(β) στοιχεία κάθε νομικού προσώπου συνδεδεμένου με τον οφειλέτη με ημερομηνία σύστασης μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2011, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες σε πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη μετά την 1η Ιανουαρίου 2011 και εφεξής.
(γ) κατάλογος των προσώπων που αμείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα με αυτόν καθώς και ανάλυση των αμοιβών αυτών κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την υποβολή της αίτησης.

4. Πέραν των ανωτέρω αναφερομένων υποχρεωτικών στοιχείων, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει την αίτηση του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, την οποία θεωρεί σημαντική για την επιτυχία της διαδικασίας.

5. Η αξία των ακινήτων τα οποία δηλώνονται στην αίτηση θα καθορίζεται με βάση έκθεση εκτιμητή ακινήτων, την οποία συνυποβάλλει ο οφειλέτης με την αίτησή του. Εάν ο οφειλέτης δεν προσκομίσει έκθεση από εκτιμητή, ως αξία των ακινήτων στην αίτηση δηλώνεται η αξία που λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ν. 4223/2013, Α’ 287).

6. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση στο συντονιστή και τους συμμετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων του που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Η άδεια του προηγούμενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) και του φορολογικού απορρήτου.

7. Η αίτηση υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α’ 75) του οφειλέτη για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου της αίτησης και των υποβληθέντων εγγράφων. Ο οφειλέτης ενημερώνεται κατά την υποβολή της αίτησης για τις συνέπειες της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 6 ν. 1599/1986.

8. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) Δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων (E.1) ή δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (Ν) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(β) Κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε.3) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(γ) Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(δ) Δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε.9), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της.
(ε) Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος του τελευταίου έτους.
(στ) Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του τελευταίου έτους.
(ζ) Τελευταία περιοδική δήλωση ΦΠΑ (Φ2), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της.
(η) Καταστάσεις βεβαιωμένων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίες να έχουν εκδοθεί εντός τριών μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
(θ) Χρηματοοικονομικές καταστάσεις του άρθρου 16 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) των τελευταίων πέντε περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δημοσιευμένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση.
(ι) Προσωρινό ισοζύγιο τελευταίου μηνός τεταρτοβαθμίων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του.
(ια) Αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές Εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.
(ιβ) Πιστοποιητικό περί μη πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
(ιγ) Πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης αίτησης πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
(ιδ) Πιστοποιητικό περί μη λύσης της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο.
(ιε) Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές Εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.

9. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορούν να καθορίζονται και νέα δικαιολογητικά ως υποχρεωτικώς συνυποβαλλόμενα με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του παρόντος νόμου έγγραφα ή και να τροποποιούνται τα δικαιολογητικά της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 6
Διορισμός συντονιστή-Δικαίωμα αποποίησης

1. Εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει συντονιστή της διαδικασίας από το μητρώο συντονιστών που τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στο οποίο εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α’ 211) μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσιεύει ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5. Η έδρα του συντονιστή πρέπει να βρίσκεται εντός της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης. Εάν δεν υπάρχει εγγεγραμμένος συντονιστής στο μητρώο με έδρα εντός της Περιφερειακής Ενότητας, στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης, διορίζεται συντονιστής που εδρεύει εντός της διοικητικής περιφέρειας της έδρας του οφειλέτη.

2. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός ως συντονιστή του ιδίου προσώπου σε περισσότερες από μία αιτήσεις, εάν προηγουμένως δεν έχει εξαντληθεί η δυνατότητα διορισμού των λοιπών εγγεγραμμένων στο μητρώο της προηγούμενης παραγράφου με έδρα την Περιφερειακή Ενότητα ή τη διοικητική περιφέρεια, στην περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

3. Ο συντονιστής ειδοποιείται από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για το διορισμό του και εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών υποχρεούται να αποποιηθεί εάν συντρέχουν στο πρόσωπό του περιστάσεις που δύνανται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του. Τέτοιες περιστάσεις είναι ιδίως:
(α) κάθε προσωπική ή επαγγελματική σχέση με τον οφειλέτη ή συμμετέχοντα πιστωτή, (β) οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, άμεσο ή έμμεσο, από την έκβαση της διαδικασίας.
Στην περίπτωση που ο συντονιστής αποποιηθεί τον διορισμό του κατά τα παραπάνω η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει αμέσως νέο συντονιστή.

4. Ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στη Διαύγεια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών. Στο μητρώο εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α’ 211) μετά από αίτησή τους που υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης κατά τα ανωτέρω. Η αίτηση συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α’ 75), με την οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ιδιότητά του ως διαπιστευμένου διαμεσολαβητή του ν. 3898/2010 (Α’ 211).

5. Στο μητρώο συντονιστών εγγράφονται:
α) Εκατόν είκοσι (120) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Αττικής.
β) Πενήντα (50) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
γ) Είκοσι (20) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας.
δ) Είκοσι (20) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
ε) Είκοσι (20)διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Κρήτης.
στ) Είκοσι (20)διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου.
ζ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
η) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
θ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ηπείρου.
ι) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων.
ια Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας.
ιβ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.
ιγ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Σε περίπτωση που οι αιτήσεις εγγραφής στο Μητρώο υπερβούν σε αριθμό τις υπό κάλυψη θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια, διενεργείται κλήρωση μεταξύ των ενδιαφερόμενων. Μεταξύ των μη κληρωθέντων διενεργείται νέα κλήρωση για να καθορισθεί η σειρά των επιλαχόντων. Οι επιλαχόντες εγγράφονται στο μητρώο αμέσως μετά τη διαγραφή από το μητρώο μέλους με έδρα στην ίδια Περιφέρεια.
Σε περίπτωση που δεν καλυφθούν οι θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους απευθύνει εντός δέκα (10) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων πρόσκληση προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους με έδρα την Περιφέρεια αυτή με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή στο μητρώο εγγράφονται δικηγόροι με πενταετή τουλάχιστον εμπειρία μετά τη λήψη της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Εάν οι αιτήσεις εγγραφής υπερβούν σε αριθμό τις υπό κάλυψη θέσεις, ακολουθείται διαδικασία κλήρωσης κατά τα παραπάνω οριζόμενα.

6. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ανάγκη συμπλήρωσης του αριθμού των συντονιστών σε συγκεκριμένη Περιφέρεια, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με απόφασή του μπορεί να εγγράψει στο μητρώο συντονιστών νέα μέλη από την κατάσταση επιλαχόντων ανά Περιφέρεια. Εάν ο αριθμός των επιλαχόντων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της συγκεκριμένης Περιφέρειας, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δημοσιεύει κοινή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών διαπιστευμένων διαμεσολαβητών και δικηγόρων ακολουθώντας κατά τα λοιπά την διαδικασία των παραγράφων 4 και 5.

7. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. επιβλέπει το έργο των συντονιστών, μεριμνά για την κατάρτισή τους και την περιοδική πιστοποίηση της απόδοσής τους. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους διαγράφονται από το Μητρώο οι συντονιστές που δεν φέρουν σε πέρας το έργο τους εμπροθέσμως ή εκπληρώνουν πλημμελώς τα καθήκοντα τους. Για την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των συντονιστών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και των συνεπειών που επιφέρει η μη συμμόρφωσή τους σε αυτές εκδίδεται Οδηγός Δεοντολογίας Συντονιστών από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

Άρθρο 7
Έλεγχος πληρότητας αίτησης και κοινοποίησή της στους πιστωτές

1. Εφόσον ο συντονιστής δεν αποποιηθεί το διορισμό του εντός της προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 3, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. του κοινοποιεί σε ηλεκτρονική μορφή αντίγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων. Ο συντονιστής ελέγχει την πληρότητα της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων και σε περίπτωση που ο φάκελος της αίτησης δεν είναι πλήρης καλεί τον οφειλέτη να καταθέσει εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών τα έγγραφα που λείπουν. Εάν ο φάκελος δεν συμπληρωθεί εμπρόθεσμα η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στον αιτούντα. Μετά τη διαπίστωση της πληρότητας της αίτησης ή τη συμπλήρωση του φακέλου ο συντονιστής εκδίδει υπογεγραμμένη βεβαίωση με την οποία πιστοποιεί την πληρότητα της αίτησης και την αποστέλλει αυθημερόν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ως άνω βεβαίωση πιστοποιείται ηλεκτρονικά από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και κοινοποιείται αυθημερόν στον οφειλέτη και στο συντονιστή.

2. Εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη λήψη της αίτησης με πλήρη φάκελο ή της συμπλήρωσης αυτής, σε περίπτωση που υπάρχουν ελλείψεις κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1, ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους πιστωτές που περιέχονται στην κατάσταση που έχει καταθέσει ο οφειλέτης ηλεκτρονικά ή, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εμπιστευτικότητας, αντίγραφο της αίτησης. Με την εξαίρεση των πιστωτών της παραγράφου 6 του άρθρου 2, στους πιστωτές κοινοποιείται επίσης πρόσκληση συμμετοχής στη διαδικασία και υπόδειγμα έντυπης δήλωσης εμπιστευτικότητας.

3. Το εύλογο χρονικό διάστημα της προηγούμενης παραγράφου για την πρώτη περίοδο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου προσδιορίζεται σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες. Για λόγους διαχείρισης του φόρτου εργασίας των συντονιστών και των εκπροσώπων των πιστωτών του δημόσιου τομέα και των χρηματοδοτικών φορέων, με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δύναται να τροποποιείται το παραπάνω χρονικό διάστημα. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

4. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι χρηματοδοτικοί φορείς και οι πιστωτές του δημόσιου τομέα κοινοποιούν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην οποία θα γίνονται από τους συντονιστές όλες οι κοινοποιήσεις σχετικά με τις αιτήσεις για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

Άρθρο 8
Διαδικασία διαπραγμάτευσης – Υποχρεώσεις εχεμύθειας και ειλικρίνειας

1. Εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πρόσκλησης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 7, οι πιστωτές αποστέλλουν στο συντονιστή σε ηλεκτρονική διεύθυνση που τους έχει κοινοποιήσει δήλωση για την πρόθεσή τους να συμμετέχουν στη διαδικασία. Οι πιστωτές που προτίθενται να συμμετάσχουν αποστέλλουν ηλεκτρονικά, νομίμως υπογεγραμμένη τη δήλωση εμπιστευτικότητας. Οι πιστωτές που είναι νομικά πρόσωπα δηλώνουν στο συντονιστή το φυσικό πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να τους εκπροσωπήσει στη διαδικασία και υποβάλλουν τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα.

2. Κατά τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ο συντονιστής ελέγχει εάν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας συμμετεχόντων πιστωτών. Σε περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης απαρτίας, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., στον αιτούντα και στους πιστωτές.

3. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη απαρτίας, ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά και στην περίπτωση οφειλέτη που υπάγεται στην κατηγορία της μικρής επιχείρησης τάσσει προθεσμία πέντε (5) ημερών για την υποβολή πρότασης διορισμού εμπειρογνώμονα κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 11. Ταυτόχρονα ενημερώνει τον οφειλέτη για την έναρξη της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

4. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου ο συντονιστής τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Στην περίπτωση υποβολής αιτήματος διορισμού εμπειρογνώμονα κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 11 ή σε περίπτωση υποχρεωτικού ορισμού εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 11, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου τάσσεται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής εμπειρογνώμονα.

5. Η αντιπρόταση που συντάσσει πιστωτής πρέπει κατ’ ελάχιστον να περιέχει:
(α) την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών που έχουν υποβάλει την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί με την αξία ρευστοποίησης που έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες,
(β) το ποσό που προτείνεται να καταβάλλει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των οφειλών του, καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλλουν οι συνοφειλέτες για την αποπληρωμή των οφειλών για τις οποίες ευθύνονται, σε περίπτωση από κοινού υποβολής της αίτησης με τον οφειλέτη, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί με τα ποσά που προτάθηκαν από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες και
(γ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε πιστωτή με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του άρθρου 15, βάσει συνημμένου πίνακα κατάταξης.
Το ως άνω ελάχιστο περιεχόμενο, καθώς και αιτιολόγηση της βιωσιμότητας της δραστηριότητάς του, πρέπει να περιλαμβάνεται και στην πρόταση του οφειλέτη στην περίπτωση ύπαρξης οφειλών προς το Δημόσιο, εξαιρουμένων των περιπτώσεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 και της παρ. 7 του άρθρου 15.

6. Οι αντιπροτάσεις των πιστωτών κοινοποιούνται στους λοιπούς συμμετέχοντες πιστωτές και τον οφειλέτη, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να προτείνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών. Εντός δέκα (10) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου ο οφειλέτης δηλώνει εάν αποδέχεται μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης εγκρίνει μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις, αυτές τίθενται ταυτόχρονα σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές. Σε περίπτωση που οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία υπερβαίνουν τις δύο (2), χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, οι δύο (2) αντιπροτάσεις που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων τίθενται εκ νέου σε ψηφοφορία. Σε περίπτωση που οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν εξαρχής ή εκ νέου σε ψηφοφορία είναι δύο (2), χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, η αντιπρόταση που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στην ψηφοφορία του προηγούμενου εδαφίου τίθεται εκ νέου σε ψηφοφορία για να διαπιστωθεί εάν συγκεντρώνει την πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών της παραγράφου 8. Σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκε καμία αντιπρόταση από τους πιστωτές ή που καμία αντιπρόταση από αυτές που υποβλήθηκαν ή το σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα δεν εγκρίθηκαν από τον οφειλέτη, τίθεται σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές η αρχική πρόταση του οφειλέτη.

7. Σε περίπτωση υποχρεωτικού διορισμού εμπειρογνώμονα, για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 11 παρ. 3.

8. Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία τριών πέμπτων (3/5) των συμμετεχόντων πιστωτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ποσοστό δύο πέμπτων (2/5) των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο. Εφόσον εγκριθεί η πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών υπογράφεται με επιμέλεια του συντονιστή μεταξύ των συναινούντων πιστωτών η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης με μηχανικό μέσο ή ηλεκτρονικό τρόπο είναι επαρκής. Ο συντονιστής αποστέλλει αντίγραφο της υπογεγραμμένης σύμβασης αναδιάρθρωσης σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές και στον οφειλέτη.

9. Εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία μετά το πέρας των ψηφοφοριών της παραγράφου 6, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας, το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στον αιτούντα και στους πιστωτές.

10. Συμμετέχοντες πιστωτές που καταψηφίζουν εγκρινόμενη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δύνανται να υποβάλλουν εγγράφως στον συντονιστή ενστάσεις κατά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης. Ο συντονιστής φυλάσσει τα αντίγραφα των ενστάσεων και χορηγεί αντίγραφα σε οιονδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον.

11. Κάθε συμμετέχων πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη, εφόσον αυτά σχετίζονται με την διαπραγμάτευση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Ο οφειλέτης δύναται να αρνηθεί την παροχή πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από πιστωτή που εκπροσωπεί ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη μικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και εκτιμάται ότι κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων δια της παροχής των πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων θα αποκαλυφθούν επιχειρηματικά απόρρητα του οφειλέτη με συνέπεια την ουσιώδη βλάβη του. Σε περίπτωση διαφωνίας λαμβάνεται απόφαση από τους συμμετέχοντες πιστωτές με πλειοψηφία 60% των συμμετεχόντων πιστωτών. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί εκ νέου την παροχή πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας.

12. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου διενεργείται με ανταλλαγή ηλεκτρονικής ή άλλου τύπου αλληλογραφίας ή τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία μεταξύ του συντονιστή, του οφειλέτη και των πιστωτών, χωρίς να απαιτείται ο ορισμός συνάντησης με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Με αίτημα που υποβάλλεται από συμμετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία μπορεί να ζητηθεί από το συντονιστή ορισμός συνάντησης σε τόπο και χρόνο που περιλαμβάνεται στο αίτημα. Σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση δεν ολοκληρωθεί σε μία συνάντηση, ο συντονιστής δύναται να ορίσει επαναληπτικές συναντήσεις.

13. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου και της παρ. 3 του άρθρου 11 επιμηκύνονται και σε περίπτωση που έχει οριστεί συνάντηση κατά τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο αυτή αναβάλλεται όταν:
(α) υποβάλει σχετικό αίτημα πιστωτής, ο οποίος αιτείται συμπληρωματικά έγγραφα σύμφωνα με την παράγραφο 11 του παρόντος και συναινεί στο αίτημά του τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) των συμμετεχόντων πιστωτών, ή
(β) η πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών συναινεί σε αίτημα επιμήκυνσης προθεσμίας ή αναβολής της συνάντησης οιουδήποτε συμμετέχοντος, ή
(γ) υποβάλει σχετικό αίτημα το Δημόσιο, στις περιπτώσεις που δεν έχουν υποβληθεί προτάσεις από πιστωτικά ιδρύματα ή δεν έχει διοριστεί εμπειρογνώμονας κατά το άρθρο 11.
Τα αιτήματα για την παράταση προθεσμιών περιλαμβάνουν υποχρεωτικά και το χρόνο της παράτασης, ο οποίος συνολικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο της αρχικής προθεσμίας, ακόμα και όταν υποβάλλονται περισσότερα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, αιτήματα για παράταση της ίδιας προθεσμίας. Σε περίπτωση αναβολής συνάντησης, ο συντονιστής ορίζει νέα συνάντηση υποχρεωτικά εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Ο συντονιστής ενημερώνει τον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές για την παράταση προθεσμίας και την αναβολή συνάντησης με την αποστολή σχετικής ειδοποίησης.

14. Σε περίπτωση οφειλέτη που υπάγεται στην κατηγορία της μεγάλης επιχείρησης και με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη διαπίστωση απαρτίας κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3, ο συντονιστής που διορίστηκε με τη διαδικασία του άρθρου 6 μπορεί να αντικατασταθεί από συντονιστή της επιλογής των πιστωτών. Με την ίδια απόφαση οι πιστωτές μπορούν να ορίζουν και άλλο πρόσωπο, μη εγγεγραμμένο στο Μητρώο Συντονιστών για να συνεπικουρεί το νέο συντονιστή στα καθήκοντά του.

15. Η εκπροσώπηση του οφειλέτη ή κάθε συμμετέχοντος πιστωτή από δικηγόρο είναι προαιρετική.

16. Μετά το πέρας της διαδικασίας ο συντονιστής καταρτίζει πρακτικό περαίωσής της στο οποίο αναφέρει υποχρεωτικά:
(α) Την ύπαρξη απαρτίας των συμμετεχόντων πιστωτών.
(β) Τυχόν πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συμμετέχοντες πιστωτές.
(γ) Τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη στα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία.
(δ) Τα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία.
(ε) Τα ποσοστά πλειοψηφίας για την λήψη απόφασης από τους συμμετέχοντες πιστωτές σχετικά με την έγκριση συμβάσεως αναδιάρθρωσης οφειλών.
(στ) Διαβεβαίωση του συντονιστή ότι κατά την διαδικασία διαπραγμάτευσης τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
(ζ) Τυχόν ενστάσεις συμμετεχόντων πιστωτών που καταψήφισαν.
Το πρακτικό υπογράφεται από το συντονιστή και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές και φυλάσσεται από το συντονιστή. Κάθε μέρος που μετείχε στην διαδικασία, καθώς και οποιοσδήποτε μη συμμετέχων πιστωτής ή συνοφειλέτης δικαιούται να λάβει από το συντονιστή αντίγραφο του πρακτικού περαίωσης της διαπραγμάτευσης.

17. Ο οφειλέτης, οι συμμετέχοντες πιστωτές και ο συντονιστής φέρουν υποχρέωση εχεμύθειας ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων. Ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές φέρουν υποχρέωση ειλικρίνειας και συμμετέχουν στη διαδικασία με καλή πίστη. Η δημοσίευση ή κάθε άλλη κοινοποίηση σε τρίτους εμπιστευτικών πληροφοριών ή πληροφοριών σχετικά με τις διαπραγματεύσεις χωρίς την προηγούμενη γραπτή συναίνεση του συνόλου των συμμετεχόντων στη διαπραγμάτευση απαγορεύεται. Η παραβίαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας από τους συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση συνεπάγεται, πέραν των όσων προβλέπονται στις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α’ 50), και την υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ. Οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις ρύθμισης οφειλών που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρόντος νόμου δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ρύθμισης ή διεκδίκησης της οφειλής.

Άρθρο 9
Υποχρεωτικοί κανόνες σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών

1. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης, με την επιφύλαξη του άρθρου 15, δύνανται να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Τα δικαιώματα των προνομιούχων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησης τους, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.

2. Η ελεύθερη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις (υποχρεωτικοί κανόνες):
(α) Οι ρυθμίσεις της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε μη συμβαλλόμενο πιστωτή σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ του περιουσιακών στοιχείων τρίτων, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
(β) Οι προνομιούχοι πιστωτές, δια των ρυθμίσεων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, λαμβάνουν κατά προτεραιότητα ποσά και άλλα τυχόν ανταλλάγματα ισάξια με τα ποσά που προβλέπεται ότι θα ελάμβαναν κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ τους περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
(γ) Ποσά και άλλα ανταλλάγματα που απομένουν προς διανομή μετά την κατά προτεραιότητα διανομή ποσών και άλλων ανταλλαγμάτων σύμφωνα με τις περιπτ. α’ και β’, διανέμονται σε όλους τους πιστωτές συμμέτρως κατά το μέρος των απαιτήσεών τους που απομένει ανεξόφλητο μετά την εφαρμογή των περιπτ. α’ και β’.
«(δ) Με την επιφύλαξη του υποχρεωτικού κανόνα του στοιχείου (α), για τον υπολογισμό των ποσών και των τυχόν άλλων ανταλλαγμάτων διανομής μεταξύ των πιστωτών, οι κάτωθι απαιτήσεις των πιστωτών δεν συνυπολογίζονται:
αα) το σύνολο των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα,
ββ) μέρος των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από πρόστιμα και από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, το οποίο προσδιορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Τα αναφερόμενα στα ως άνω εδάφια ποσά συνυπολογίζονται στη διανομή μόνο στην περίπτωση και κατά την έκταση που το επιτρέπει η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αποπληρώνονται, εν όλω ή εν μέρει, μόνο εφόσον έχουν αποπληρωθεί πλήρως οι λοιπές απαιτήσεις των πιστωτών.
Σε αντίθετη περίπτωση τα ως άνω ποσά διαγράφονται μετά την ολοσχερή εξόφληση όλων των οφειλών με βάση τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.

3. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να συμφωνηθεί με την πλειοψηφία του άρθρου 8 παρ. 8 των συμμετεχόντων πιστωτών ότι οι απαιτήσεις οι οποίες: (α) γεννώνται ταυτόχρονα με ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και
(β) προέρχονται από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη και
(γ) αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη
ικανοποιούνται προνομιακά σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών, προνομιούχων ή μη.
Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν διαφορετικά, το προνόμιο αυτό δεν ισχύει για απαιτήσεις που προέρχονται από χρηματοδοτήσεις ή παροχή αγαθών, υπηρεσιών ή οιασδήποτε φύσεως του οφειλέτη ή προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.

4. Με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δύναται να ρυθμίζεται το δικαίωμα πιστωτή να εγγράψει υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ειδικό προνόμιο σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμιζόμενων με τη σύμβαση απαιτήσεων. Με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο, μετά τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και για όσο χρονικό διάστημα αυτή εξυπηρετείται από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες, απαγορεύεται η εγγραφή νέου βάρους σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμισμένων με τη σύμβαση απαιτήσεων.

5. Κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, μη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 4, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθμιζόμενη με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση.

6. Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών από την κατάρτισή της. Ο οφειλέτης καταβάλλει ποσά και άλλα ανταλλάγματα σε μη συμβαλλόμενους πιστωτές σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

7. Οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιουδήποτε άλλου φορέα του δημόσιου τομέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους, ακολουθούν τις απαιτήσεις υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν, όπως οι απαιτήσεις αυτές ρυθμίζονται με τη συμφωνία. Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία αναδιάρθρωσης από τον οφειλέτη, οι φορείς του προηγούμενου εδαφίου ευθύνονται μόνο για την καταβολή του αντίστοιχου εγγυημένου ποσοστού του ανεξόφλητου κεφαλαίου.

8. Μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, τυχόν ανταπαίτηση του οφειλέτη έναντι των πιστωτών του συμψηφίζεται σε όλη την έκταση της αρχικής οφειλής, καλύπτοντας κατά σειρά προτεραιότητας οφειλές εκτός της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και δόσεις της σύμβασης αυτής, εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ως άνω ανταπαίτησης ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης.

Άρθρο 10
Αμοιβή του συντονιστή

1. Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν μεγαλύτερη αμοιβή, η αμοιβή του συντονιστή ορίζεται:
(α) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων,
(β) στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων.

2. Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν διαφορετικά, τα ποσά της προηγούμενης παραγράφου βαρύνουν το μέρος που προκάλεσε την υποβολή αίτησης για έναρξη της διαδικασίας και προκαταβάλλεται στο συντονιστή πριν τον έλεγχο της πληρότητας της αίτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1.

Άρθρο 11
Διορισμός εμπειρογνώμονα

1. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη μπορεί να ανατεθεί σε εμπειρογνώμονα εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από συμμετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία (προαιρετικός διορισμός εμπειρογνώμονα).
Στον εμπειρογνώμονα μπορεί να ανατεθεί με τους ίδιους όρους και η εκπόνηση σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών. Η επιλογή και ο διορισμός του εμπειρογνώμονα γίνεται με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η αμοιβή του εμπειρογνώμονα συμφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τους συμμετέχοντες πιστωτές που υπέβαλαν το σχετικό αίτημα διορισμού. Σε περίπτωση κατάρτισης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών με βάση σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που εκπονήθηκε από τον εμπειρογνώμονα, η αμοιβή του τελευταίου βαρύνει τον οφειλέτη.

2. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας και του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του οφειλέτη που αποτελεί μεγάλη επιχείρηση ανατίθεται υποχρεωτικά σε εμπειρογνώμονα (υποχρεωτικός διορισμός εμπειρογνώμονα). Η επιλογή και ο διορισμός του εμπειρογνώμονα γίνεται με κοινή απόφαση του οφειλέτη και της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η αμοιβή του εμπειρογνώμονα συμφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τον οφειλέτη.

3. Σε κάθε περίπτωση ο εμπειρογνώμονας υποβάλλει στο συντονιστή την έκθεση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη και, εφόσον του έχει ανατεθεί, σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών εντός τριάντα (30) εργασίμων ημερών από τον διορισμό του και την παραλαβή όλων των απαιτούμενων εγγράφων και στοιχείων. Ο συντονιστής κοινοποιεί την έκθεση και το σχέδιο στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές και σε περίπτωση οφειλέτη που αποτελεί μεγάλη επιχείρηση ορίζει προθεσμία δύο (2) μηνών από την τελευταία κοινοποίηση για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που έχει εκπονηθεί από εμπειρογνώμονα εγκρίνεται από τον οφειλέτη πριν τεθεί σε ψηφοφορία για έγκριση από τους συμμετέχοντες πιστωτές. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διαδικασίες και οι προθεσμίες του άρθρου 8.

4. Η ανάθεση σε εμπειρογνώμονα της αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη του παρόντος άρθρου μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον έχει εκπονηθεί από οποιονδήποτε πιστωτή αξιολόγηση βιωσιμότητας του οφειλέτη εντός των τελευταίων δώδεκα (12) μηνών πριν την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών και συμφωνεί στη χρησιμοποίησή της για τους σκοπούς της διαδικασίας του παρόντος νόμου η απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών.

Άρθρο 12
Επικύρωση από το δικαστήριο

1. Ο οφειλέτης ή συμμετέχων πιστωτής δύναται να υποβάλλει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, αίτηση επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι παρεμβάσεις, πρόσθετες ή κύριες, ασκούνται αποκλειστικά με κατάθεση προτάσεων κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο χωρίς τήρηση προδικασίας.

2. Με την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συνυποβάλλονται στην Γραμματεία του Δικαστηρίου υποχρεωτικά τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) αντίγραφο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
(β) πρακτικό περαίωσης της διαδικασίας,
(γ) αποδεικτικά της κλήτευσης των πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2,
(δ) αντίγραφο της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών μαζί με όλα τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 4, καθώς και τυχόν πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συμμετέχοντες πιστωτές,
(ε) την έκθεση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη, εάν έχει εκπονηθεί,
(στ) τις ενστάσεις των συμμετεχόντων πιστωτών που έχουν τυχόν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 10.
Οποιοσδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον δύναται να λάβει αντίγραφα της αίτησης επικύρωσης και των συνοδευτικών εγγράφων από την Γραμματεία του Δικαστηρίου.

3. Από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και μέχρι την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Κατά την ως άνω διάρκεια απαγορεύεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εκτός αν τέτοιο μέτρο προβλέπεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης επικύρωσης εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής ή διοικητικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη στα όργανα εκτέλεσης της αίτησης επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

4. Η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συζήτησης.

5. Εφόσον ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 (Α’ 297), η αίτηση επικύρωσης υποβάλλεται προς καταχώριση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του ΓΕ.Μ.Η. με επιμέλεια και δαπάνες του αιτούντος, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κατάθεση στο δικαστήριο, επί ποινή απαραδέκτου. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δημοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων.

6. Το αρμόδιο δικαστήριο εξετάζει όλες τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εγγράφως κατά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, καθώς και κάθε άλλη ένσταση που προβάλλεται κατά τα ανωτέρω και απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης μόνο εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Εφόσον παραβιάσθηκαν οι υποχρεωτικοί κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 15.
(β) Εφόσον παραβιάσθηκαν άλλοι κανόνες της διαδικασίας και η παράβαση προκάλεσε βλάβη σε συμμετέχοντα ή μη πιστωτή.
(γ) Εφόσον δεν κλητεύθηκαν στην διαδικασία διαπραγμάτευσης πιστωτές που είναι δικαιούχοι ποσοστού επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, ικανού να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

7. Σε κάθε άλλη περίπτωση το δικαστήριο επικυρώνει την σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά τις κοινές διατάξεις.

8. Η απόφαση επικύρωσης καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων του οφειλέτη που ρυθμίζονται στην σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και δεσμεύει τον οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών, ανεξαρτήτως συμμετοχής τους στην διαπραγμάτευση ή την σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η απόφαση επικύρωσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Εφόσον ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 (Α’ 297), η απόφαση επικύρωσης υποβάλλεται προς καταχώριση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του ΓΕ.Μ.Η. με επιμέλεια και δαπάνες του αιτούντος. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δημοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

9. Από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 και έως την ολοσχερή εξόφληση των οφειλών που ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης ή την ακύρωσή της κατά το άρθρο 14, αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθμιζόμενων οφειλών.

Άρθρο 13
Αναστολή εκτελέσεως

1. Από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και για χρονικό διάστημα εβδομήντα (70) ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται από πιστωτές μετά την κοινοποίηση σε αυτούς αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής από το συντονιστή κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 7 είναι άκυρες. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη της πιστοποιημένης από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στα όργανα εκτέλεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να έπεται χρονικά της αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7.

2. Η αυτοδίκαιη αναστολή της προηγούμενης παραγράφου αίρεται αυτοδικαίως σε κάθε περίπτωση όταν:
(α) η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή
(β) ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών.

3. Ο οφειλέτης δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του, παράταση της αναστολής της παραγράφου 1 για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αναγκαία προϋπόθεση της παράτασης αναστολής εκτέλεσης αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η συναίνεση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται είτε εγγράφως, είτε προφορικά με δήλωση των πιστωτών στο ακροατήριο.

4. Κάθε πιστωτής δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, την πρόωρη παύση της αναστολής της παραγράφου 1, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολή εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρμόδιο δικαστήριο αίρει την αναστολή εκτέλεσης υποχρεωτικά.

5. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου επάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της επιβάρυνσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη ή και άλλων περιουσιακών του στοιχείων, η διάθεση των οποίων δεν εντάσσεται στη συνήθη επιχειρηματική του δραστηριότητα.

6. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου δεν θίγει τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

Άρθρο 14
Συνέπειες μη τήρησης της συμφωνίας – ανατροπή ή ακύρωση

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 6, η μη καταβολή από τον οφειλέτη προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει σε αυτόν τον πιστωτή το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, στις περιπτώσεις που η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί με τη διαδικασία του άρθρου 12. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας.

2. Με την ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύμβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.

3. Μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της συμφωνίας, κάθε πιστωτής δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, να επιτραπεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με την κατάσταση που υπήρχε πριν τη σύναψη της υπό ακύρωση συμφωνίας, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρμόδιο δικαστήριο επιτρέπει υποχρεωτικά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

4. Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση όρων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

5. Σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών τεκμαίρεται μαχητά η παύση πληρωμών του οφειλέτη.

6. Η μη καταβολή δόσεων ή η μερική καταβολή δόσεων από τον οφειλέτη προς τη Φορολογική Διοίκηση ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης , όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις ή η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και την προβλεπόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), εντός τριών (3) μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τις οφειλές του είτε προς το Δημόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση είτε προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ημερομηνία επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης, ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύμβασης, εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανατροπή της σύμβασης αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν αμελλητί την επέλευση της ως άνω έννομης συνέπειας σε όλους τους πιστωτές. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία και οι ειδικότερες λεπτομέρειες για τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.

Άρθρο 15
Συμμετοχή του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης

1. Για την ένταξη οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης στο μηχανισμό ρύθμισης του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται επιπλέον οι ειδικότεροι υποχρεωτικοί κανόνες του παρόντος άρθρου.

2. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται να προβούν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, σε αναδιάρθρωση οφειλών προς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής μέρους αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου.

3. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής προς το Δημόσιο που αφορά περιοριστικά τα κατωτέρω είδη οφειλών:
α) φόρο προστιθέμενης αξίας,
β) παρακρατούμενους φόρους,
γ) ποσά από καταπτώσεις εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί σε δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

4. Δεν είναι έγκυρος όρος σύμβασης αναδιάρθρωσης, ο οποίος προβλέπει:
α) Την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο σε περισσότερες από 120 δόσεις. Κατ’ εξαίρεση, για οφειλές προς το Δημόσιο οι οποίες υπερβαίνουν τα 2.000.000 ευρώ, η αποπληρωμή των οφειλών μπορεί να γίνεται σε περισσότερες δόσεις, εφόσον συναινεί το Δημόσιο και υπό την προϋπόθεση ότι η μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής (ι) δικαιολογείται από την συνολική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, (ιι) έχει ως αποτέλεσμα την αποπληρωμή συνολικά μεγαλύτερου μέρους της οφειλής προς το Δημόσιο, και (ιιι) δεν ξεπερνά τη διάρκεια αποπληρωμής οφειλών προς άλλους πιστωτές με μεγαλύτερη απαίτηση από αυτή του Δημοσίου.
β) Την τμηματική αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ανά χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν το μήνα,
γ) Την καταβολή μηνιαίας δόσης μικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
δ) Την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και
ε) Την ικανοποίηση απαιτήσεών του με άλλα ανταλλάγματα αντί χρηματικού ποσού.

5. Τυχόν υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο δυνάμει των νόμων 4152/2013 (Α’ 107), 4174/2013 (Α’ 170), 4305/2014 (Α’ 237) και 4321/2015 (Α’ 32), εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών ως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της συμφωνίας. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η τροποποίηση των ως άνω ρυθμίσεων στις περιπτώσεις και στον βαθμό που η εφαρμογή τους καθιστά αδύνατη, βάσει της συνολικής δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, την αναδιάρθρωση των οφειλών προς τους λοιπούς πιστωτές χωρίς αυτοί να περιέρχονται σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ του περιουσιακών στοιχείων τρίτων, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, η τροποποίηση των υφισταμένων ρυθμίσεων πραγματοποιείται με αύξηση του αριθμού των δόσεων κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο και έως το μέγιστο όριο του πρώτου εδαφίου της περ. α της προηγούμενης παραγράφου.

6. Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων καταβολής του ποσού που προσδιορίζεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9, οι οποίοι εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με κριτήριο α) τη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, β) τη μέγιστη διάρκεια της ρύθμισης και γ) τον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 στοιχεία (α) και (β) του άρθρου 9.

7. Στις περιπτώσεις οφειλετών με συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο μέχρι 20.000 ευρώ, στο οποίο δεν προσμετρώνται τυχόν οφειλές της παραγράφου 5, εφαρμόζονται οι εξής ειδικότεροι κανόνες:
α) για βασικές οφειλές έως του ποσού των 3.000 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 36 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού,
β) για βασικές οφειλές άνω του ποσού των 3.001 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 120 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.
Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, το Δημόσιο δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των συμμετεχόντων πιστωτών, εφόσον στο τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης έχουν τηρηθεί οι κανόνες της παρούσας παραγράφου και των λοιπών υποχρεωτικών κανόνων, στο βαθμό που συμβιβάζονται με τους ως άνω ειδικότερους κανόνες.

8. Σε περίπτωση που στη σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεώτερη, με κριτήριο το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, εφάπαξ ή σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της μη ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 14.

9. Επί των οφειλών προς το Δημόσιο που ρυθμίζονται δυνάμει της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Σε περίπτωση ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης, καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του υπολοίπου της οφειλής που παραμένει ανεξόφλητο, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των διατάξεων του άρθρου 57 του Κ.Φ.Δ. και του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε.

10. Στις περιπτώσεις που η τυχόν υποβληθείσα πρόταση του Δημοσίου δεν τίθεται σε ψηφοφορία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 8, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ της συμφερότερης για εκείνο πρότασης, εφόσον διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου. Στις περιπτώσεις που μία μόνο πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ αυτής, μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων.

11. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Η ρύθμιση οφειλών στα πλαίσια του παρόντος νόμου θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπόψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.

12. Από την ημερομηνία υπογραφής από το Δημόσιο της εγκριθείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Δημόσιο της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης καθώς και για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.

13. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου:
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν κατά τις διατάξεις του ν. 4174/2013 ή του ν.δ. 356/1974, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, από το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 53 του Κ.Φ.Δ. και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.

14. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για οφειλές υπέρ τρίτων οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση.

15. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών δύναται να καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των ως άνω παραγράφων.

16. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκπροσωπούνται στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ).
Οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 10 εφαρμόζονται αναλογικά και για τις οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το χρόνο που η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 17, καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του Ν.4152/2013, (άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.2 περ.11), ή του ν.δ. 356/1974, και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.

17. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούμενων εισφορών εργαζομένων προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

18. Η διαγραφή βασικής οφειλής προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν επηρεάζει τα ασφαλιστικά δικαιώματα τρίτων.

19. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από την απόφαση επικύρωσης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις των φορέων. Η ρύθμιση οφειλών με δικαστικά επικυρωμένη σύμβαση αναδιάρθρωσης θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.

20. Από την κοινοποίηση στο ΚΕΑΟ της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης. Τα αποδιδόμενα ποσά από κατασχέσεις εις χείρας τρίτων πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 (Α’136) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.

21. Με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 16 έως 20.

22. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από αίτηση οφειλετών τους που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου με βάση τα οριζόμενα στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 5 του άρθρου 2, δύνανται να προτείνουν σε αυτούς λύσεις ρύθμισης οφειλών ανάλογες με αυτές που αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος και σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες.

Άρθρο 16
Ηλεκτρονική πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών

1. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών που περιγράφεται στον παρόντα νόμο διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων που θα αναπτυχθεί στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. με τη συνεργασία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. ΥΠ.ΟΙΚ.). Η ηλεκτρονική πλατφόρμα θα έχει κυρίως τις παρακάτω λειτουργίες και εφαρμογές:
(α) ταυτοποίηση των συμμετεχόντων στη διαδικασία μέσω των μοναδικών κωδικών για χρήση των εφαρμογών του συστήματος TAXISnet του Υπουργείου Οικονομικών,
(β) υποβολή αίτησης υπαγωγής και συνοδευτικών εγγράφων σε ψηφιακή ή ηλεκτρονική μορφή,
(γ) αυτοματοποιημένο σύστημα ανάθεσης υπόθεσης σε συντονιστή,
(δ) σύστημα επικοινωνίας μεταξύ συντονιστών και Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.,
(ε) πρόσβαση συντονιστή, οφειλέτη και συμμετεχόντων πιστωτών στο περιεχόμενο της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη και στα συνοδευτικά έγγραφα,
(στ) σύστημα επικοινωνίας και ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ συντονιστή, οφειλέτη και συμμετεχόντων πιστωτών,
(ζ) έκδοση πιστοποιημένων εγγράφων,
(η) υπολογιστικές εφαρμογές.

2. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών καθορίζονται οι διαδικασίες, οι προϋποθέσεις και οι τεχνικές λεπτομέρειες οι οποίες αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών.

3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μπορεί να θεσπισθεί, για πρόσωπα, των οποίων οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές δεν ξεπερνούν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών τους, κατά την οποία η πρόταση ρύθμισης, καθώς και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, θα παράγονται με αυτοματοποιημένο τρόπο από την ηλεκτρονική πλατφόρμα.

Άρθρο 17
Λοιπές διατάξεις

Όταν περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή εταιρίες διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή Ε.Α.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 κατέχουν ή διαχειρίζονται ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι του ίδιου οφειλέτη, ως προς τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών του υποχρεώσεων αυτά δύνανται να συνεργάζονται, προκειμένου να επεξεργαστούν και να υποβάλλουν στον οφειλέτη κοινή πρόταση, με σκοπό την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Προς το σκοπό τούτο, τα ως άνω πρόσωπα δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσες πληροφορίες απαιτούνται, προκειμένου να αξιολογήσουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και να διαμορφώσουν τους όρους της κοινής πρότασης, την οποία θα υποβάλλουν, στο πλαίσιο του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου.

Άρθρο 18
Έναρξη ισχύος

1. Οι διατάξεις των άρθρων: α) 5 παρ. 9, β) 6 παρ. 4 έως 7, γ) 7 παρ. 3 εδ. β’ και γ’ και 4, δ) 9 παρ. 2 περ. δ’ υποπερ. ββ’, ε) 14 παρ. 6 εδ. γ’, στ) 15 παρ. 15, 21 και 22, ζ) 16 και η) 17, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος τίθενται σε ισχύ τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος για το 2016

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4430_2016 Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία

Αρχείο:

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner