
Είναι ο Κέϋνς, κεϋνσιανός;
Aπό το ζοφερό φως της υφιστάμενης οικονομικής πραγματικότητας, ξεκίνησε και αναπτύσσεται διαρκώς ένας (εγχώριος αλλά και διεθνής) δημόσιος διάλογος για τη εφαρμοστηκότητα και την λειτουργικότητα των κεϋνσιανών εργαλείων και των επεκτατικών οικονομικών μέτρων της περιόδου 1933 – 1936 τα οποία έδωσαν λύσεις στην οικονομική δυσπραγία που ξέσπασε το 1929. Ιδιαίτερα δε στη χώρα μας, η συντριπτική πλειοψηφία, αναλυτών, ερευνητών και εν γένει δημοσιολόγων (συνεπικουρούμενοι από τους διεθνείς “ηγέτες” του νέο – κεϋνσιανισμού – Peter Bofinger, Paul Krugman κλπ) φθάνει στο σημείο να εκλιπαρεί τις οικονομικές αρχές για την αποδοχή αυτών των πολιτικών.
Δεν θα κρίνω εάν έχουν δίκιο ή άδικο. Θα προτείνω όμως τα παρακάτω σημεία, ως παραμέτρους που πρέπει να συμψηφιστούν στην εξαγωγή των συμπερασμάτων :
- Η θεωρία του Keynes προτείνει ίαση ενός μοντέλου που ισορροπεί σε λάθος σημείο δημιουργώντας μεγάλη ανεργία και πτώση της ενεργού ζήτησης. Ως βασικό προαπαιτούμενο αυτής της λύσης τίθεται η υπόθεση ότι ο “ασθενής” λειτουργούσε πριν την κρίση, υπό πλήρες καθεστώς οικονομικής ελευθερίας. Συνεπώς η δημοσιονομική και νομισματική επέκταση, θα δημιουργήσουν ελλείμματα, τα οποία αφενός άμεσα μπορούν να χρηματοδοτηθούν, και αφετέρου μεσοπρόθεσμα θα πρέπει να αντιμετωπισθούν .
- Στην Ελλάδα, την περίοδο 2000 – 2009, σημειώθηκε μια τεράστια δημοσιονομική επέκταση, είτε αναπόφευκτη (χρηματοδότηση αναγκαίων έργων υποδομής και Ολυμπιακών Αγώνων) είτε επιπόλαιη και ψηφοθηρική (ίδρυση δεκάδων νέων δημοσίων οργανισμών, αύξηση δανεισμού για την κάλυψη καταναλωτικών αναγκών κλπ). Συνεπώς το “λίπος” έχει καταναλωθεί. Η νέα επέκταση πρέπει να χρηματοδοτηθεί με νέο δανεισμό. Η στιγμή που θα υιοθετηθεί αυτή η λύση, ταυτίζεται με την είσοδο της Ελληνικής Οικονομίας σε έναν ατέρμονο και φαύλο κύκλο νέων ελλειμμάτων.
- Η αποδοχή από σοβαρή μερίδα αναλυτών, του διαρθρωτικού χαρακτήρα που έχει το Ελληνικό Ζήτημα, αποδεικνύει πως τα κεϋνσιανά εργαλεία δεν του ταιριάζουν, καθώς εάν δώσουν λύση, αυτή θα είναι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη και εν τέλει θα εξαντληθεί, καταλείποντας κόστος μεγαλύτερο του όποιου οφέλους. Όταν γίνεται αναφορά σε “αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου” , υπονοείται η ανάγκη για δομικές αλλαγές που ξεκινούν από θεσμικά ζητήματα (πχ πολιτική και οικονομική σταθερότητα,) και ακουμπούν έως νοοτροπίες και στερεότυπα που συνυπήρξαν αρμονικά με το κοινωνικό σώμα από συστάσεως Ελληνικού Κράτους, κατ΄ ελάχιστον (διαφθορά, πελατειακό σύστημα, οικογενειοκρατία) .
- Το υφιστάμενο (και εκπνέον) παραγωγικό μοντέλο, δεν βασίστηκε στο συγκριτικό παραγωγικό πλεονέκτημα έναντι των υπολοίπων οικονομιών, αλλά στην κατανάλωση και στην εκμετάλλευση κεφαλαίου (κυρίως ακίνητα ενώ λίγο πριν εισόδημα δημιουργούσαν τα Ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και τα Έντοκα Γραμμάτια. Θυμηθείτε τους “ραντιέριδες” εισοδηματίες των δεκαετιών του ’80 και του ’90). Σημαντικός “πυλώνας” επίσης στάθηκε η τεράστιας ισχύος και δραστηριοποίησης Παραοικονομία. Αυτά τα στοιχεία δεν συναντούται στα πονήματα του Keynes. Αντιθέτως το laissez-faire κυριαρχεί στην πλέον αγνή μορφή του.
- Ο Keynes ήταν υπέρμαχος των πλεονασμάτων, θεωρώντας τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς ως αναγκαία συνθήκη για την τυχόν χρηματοδότηση μελλοντικών ελλειμμάτων. Σε καμία περίπτωση δεν αναφέρθηκε σε κοινωνικό (και άρα διευρυμένο, και άρα ελλειμματικό) κράτος. Συνεπώς η επίκληση του εξ αριστερών και λαϊκοδεξιών , ταυτίζεται με την άγνοια της θεωρίας του.
Η σύσταση για την ανάγνωση του κλασσικού κεϋνσιανού πονήματος “Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος “, θεωρείται τυπικά αναγκαία – ουσιαστικά όμως απαιτεί τεράστια αποθέματα ειδίκευσης στην ανάγνωση οικονομικών διατριβών, τα οποία μάλιστα είναι εμπλουτισμένα με άφθονη άλγεβρα. Παρά ταύτα , η επίκληση της “Κεϋνσιανής Ρύθμισης” πρέπει να τυγχάνει προσεκτικής αποδοχής από το κοινό : Ο Keynes τοποθετείται στο χώρο της κλασσικής οικονομικής θεωρίας. Άρα η οπτική του είναι φιλελεύθερη και αποκρούει τον κρατισμό. Όμως, ζώντας τις τρομακτικές και εντονότατες κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις της περιόδου από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου έως το Οικονομικό Κραχ και την εδραίωση των ολοκληρωτισμών κατά μήκος και πλάτος της Γηραιάς Ηπείρου, διέγνωσε με ευφυή και αποτελεσματικό τρόπο κάτι που οι προπάτορές του (λόγω συνθηκών) αντιμετώπιζαν κάτω από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα : το ρόλο της απασχόλησης και τις συνέπειες της μη – απασχόλησης ( = ανεργίας). Η παράμετρος που για το Smith και τo Ricardo είχε έναν σοβαρό αλλά δεδομένο ρόλο (ο Malthus είχε προγνώσει την απειλή αλλά αδρά και με μια έλλειψη σαφήνειας) στα γραπτά του Keynes απλώς επικαιροποιήθηκε.
Επιπλέον δε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως οι αριστερότερες επιρροές του μεγάλου βρετανού θεωρητικού βασίζονται στη διδασκαλία του Bertrand Russell, ενός από τους λαμπρότερους φιλοσόφους του αιώνα που πέρασε, πνευματικό τέκνο του οποίου απετέλεσε αυτό που απλοποιημένα μπορεί κανείς να περιγράψει με τον όρο “Βρετανικός Σοσιαλισμός”. Βασική προμετωπίδα αυτού του ρεύματος ήταν η απόρριψη κάθε κρατικής παρέμβασης. Αντιθέτως υπόβαθρο για την ανάπτυξή του απετέλεσε η έννοια της “κοινότητας” με βάση το άθροισμα των επί μέρους ατομικών πρωτοβουλιών.
Αλλά ακόμη και επιφανείς Κεϋνσιανοί όπως ο Paul Krugman, ο Paul Samuelson ή ο James Tobin ομιλούν και γράφουν για παροχές και εν πάσει περιπτώσει αναδιανεμητικές μεταβιβάσεις στο εσωτερικό μιας οικονομίας – ωστόσο στο επίκεντρο της ανάλυσής τους βρίσκεται η προάσπιση της Ελεύθερης Αγοράς και η συγκράτηση του κρατικού παρεμβατισμού. Το “φάρμακο” (κρατική και δημοσιονομική επέκταση) δεν έχει νόημα να καταστρέψει τον ασθενή, αλλά ήπια να επαναφέρει την υγεία του.
Συνεπώς ο Keynes εξακολουθεί να είναι φιλελεύθερος. Αλλιώς σκεφθείτε πως θα περίσσευε η παρουσία του Karl Marx και των οπαδών του.