Ρυθμιστής της αγοράς η τηλεργασία
Ενώ το δεύτερο κύμα της πανδημίας του νέου κορονοϊού είναι σε πλήρη εξέλιξη
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μισθωτή απασχόληση διεκδικεί πλέον η τηλεργασία, που αναδεικνύεται σε ρυθμιστή της αγοράς.
Καθώς το δεύτερο κύμα της πανδημίας του κορονοϊού είναι σε πλήρη εξέλιξη, η εξ αποστάσεως απασχόληση περνά στη φάση της υποχρεωτικής εφαρμογής, τόσο σε Περιφέρειες που είναι στο «κόκκινο» όσο και για εργαζόμενους σε όλη την επικράτεια που ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες.
Από σήμερα και τουλάχιστον μέχρι τις 4 Οκτωβρίου, το 40% των μισθωτών σε όλες τις επιχειρήσεις της Αττικής που μπορούν να εργαστούν από απόσταση, τηλεργάζεται υποχρεωτικά και υπό την απειλή προστίμου 3.000 ευρώ για τον επιχειρηματία.
Οι υποχρεώσεις και οι δυνατότητες εργοδοτών
Υποχρεωμένοι είναι επίσης οι εργοδότες σε όλη την Ελλάδα να ικανοποιούν το αίτημα του εργαζόμενου που ανήκει σε ευπαθή ομάδα υψηλού ή ενδιάμεσου κινδύνου να τηλεργάζεται, με στόχο να προστατευθεί από πιθανή μετάδοση του κορονοϊού. Η τηλεργασία δεν συνεπάγεται αλλαγή της σύμβασης εργασίας ή του μισθού.
Από την άλλη, η δυνατότητα του εργοδότη να επιβάλλει μονομερώς, με χρήση του διευθυντικού του δικαιώματος, τηλεργασία στους υπαλλήλους του έχει παραταθεί έως το τέλος του έτους, ενώ αναμένεται το νέο θεσμικό πλαίσιο για την τηλεργασία, που θα περιλαμβάνεται -όπως έχει εξαγγελθεί- στο μεγάλο εργασιακό νομοσχέδιο του Οκτωβρίου.
Ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας
Όπως επισημαίνουν πολλοί αναλυτές, η πανδημία ήδη μετασχηματίζει με ρυθμούς… σπριντ την ελληνική όσο και την παγκόσμια αγορά εργασίας, επιβάλλοντας νέους κανόνες. Ενδεικτικό είναι πως πριν από την επέλαση του κορονοϊού η Ελλάδα ήταν σχεδόν ουραγός στην τηλεργασία, καθώς καταλάμβανε τη 18η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ε.Ε. Οι τακτικά τηλεργαζόμενοι ανέρχονταν στο 5%, με μόλις το 1,7% των μισθωτών να δηλώνει τηλεργαζόμενος κατ’ οίκον και το 3,3% κινητή τηλεργασία. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) και του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound), οι τακτικά κατ’ οίκον τηλεργαζόμενοι στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχονταν πριν από την πανδημία σε 3,3% του συνόλου των μισθωτών και οι μετακινούμενοι τηλεργαζόμενοι σε 5%. Παράλληλα ένα 10% δήλωνε τότε πως τηλεργάζεται σε περιστασιακή βάση. Δηλαδή, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις, η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών της Ευρώπης συνέχιζε πριν από την πανδημία να εργάζεται με παραδοσιακό τρόπο.
Ωστόσο, υπήρχαν σημαντικές διακυμάνσεις στον βαθμό διείσδυσης της τηλεργασίας μεταξύ χωρών. Είναι ενδεικτικό ότι στη Δανία, που αποτελούσε μακράν του δεύτερου τη χώρα με τη μεγαλύτερη διείσδυση τηλεργασίας, ένας στους πέντε εργαζόμενους (19,7%) τηλεργαζόταν σε τακτική βάση ήδη πριν από την πανδημία, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ιταλία, που βρισκόταν στην τελευταία θέση της κατάταξης, ήταν μόλις 2%. Σε γενικές γραμμές η τηλεργασία ήταν πιο διαδεδομένη στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη και λιγότερο στην Κεντρική, Νότια και Ανατολική Ευρώπη.
Η μετάβαση στη νέα πραγματικότητα
Στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει ο κορονοϊός, η εξ αποστάσεως απασχόληση εξελίσσεται σε βασικό μοχλό της αγοράς εργασίας. Το ισχύον σήμερα πλαίσιο -μέχρι να νομοθετηθεί το νέο- οριοθετεί η Ευρωπαϊκή Συμφωνία Πλαίσιο για την Τηλεργασία (ΕΣΠΤ) που ενσωματώθηκε στην Εθνική Γενική Συλλογή Σύμβαση Εργασίας 2006 – 2007, όπως επίσης ο νόμος 3846/2010 «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις».
Η ΕΣΠΤ θεσπίζει τις γενικές αρχές του οικειοθελούς χαρακτήρα της τηλεργασίας και της διασφάλισης ίδιων δικαιωμάτων των τηλεργαζομένων με τους συγκρίσιμους εργαζομένους μέσα στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Ορίζει επίσης την ευθύνη του εργοδότη για την παροχή κατάλληλου εξοπλισμού και τεχνικής υποστήριξης, καθώς επίσης και την κάλυψη του κόστους παροχής, και ιδιαίτερα των τηλεπικοινωνιών, αφήνοντας όμως παράλληλα σημαντικά περιθώρια ευελιξίας σε εργοδότες και εργαζόμενους. Τέλος, ρυθμίζεται μια σειρά επιμέρους θεμάτων που αφορούν την προστασία δεδομένων, την προστασία ιδιωτικής ζωής, την υγιεινή και ασφάλεια, ακολουθώντας όμως μια μινιμαλιστική προσέγγιση. Δηλαδή δεν παρατίθενται αναλυτικά οι υποχρεώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων, αλλά παραπέμπονται στις υφιστάμενες ρυθμίσεις που απορρέουν από το κοινοτικό κεκτημένο. Η ΕΣΠΤ δεν οδήγησε στην ψήφιση νομικά δεσμευτικής Οδηγίας από το Συμβούλιο Υπουργών της Ε.Ε. Έδωσε όμως στα κράτη-μέλη τη δυνατότητα να την εφαρμόσουν είτε με την ψήφιση ειδικών νόμων, είτε με τη σύναψη συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είτε με μη δεσμευτικές κατευθυντήριες οδηγίες, άτυπες συμφωνίες κ.λπ. Συμπληρωματικά, ο νόμος 3846/2010 ρυθμίζει:
* Την υποχρέωση του εργοδότη να πληροφορεί γραπτώς τον εργαζόμενο 8 μέρες μετά την κατάρτιση της σύμβασης για όλα τα θέματα που αφορούν την εκτέλεση της εργασίας.
* Τη θέσπιση περιόδου προσαρμογής διάρκειας 3 μηνών κατά την οποία είναι δυνατή η μονομερής ανάκληση της μετατροπής κανονικής εργασίας σε τηλεργασία, είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργαζόμενο.
* Την ισχυροποίηση των προβλέψεων της ΕΣΠΤ σχετικά με την εργοδοτική υποχρέωση κάλυψης του κόστους παροχής της τηλεργασίας.
* Την υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώσει εντός 2 μηνών από την κατάρτιση της σύμβασης, τον εργαζόμενο για το πρόσωπο και τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού.
Το νέο θεσμικό πλαίσιο μέσω του νέου ν/σχ
Το εργασιακό νομοσχέδιο αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση το πρώτο 10ήμερο του Οκτωβρίου. Αφού κατατεθεί στη Βουλή και ψηφιστεί, η τηλεργασία -που προφανώς ήρθε για να μείνει- θα έχει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο να τη διέπει. Όπως έχει αποκαλύψει η «Ν», προωθούνται διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες η τηλεργασία θα μπορεί να παρέχεται κατά πλήρη, μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση, όπως επίσης αυτοτελώς ή ακόμη και σε συνδυασμό με απασχόληση στις εγκαταστάσεις του εργοδότη. Ο εργοδότης θα υποχρεούται να καλύπτει το κόστος του εξοπλισμού και τη συντήρησή του. Αν ο εξοπλισμός ανήκει στον εργαζόμενο, στη σύμβαση θα πρέπει να προσδιορίζεται ο τρόπος αποκατάστασης του κόστους χρήσης του για την τηλεργασία. Εγγράφως θα πρέπει να προσδιορίζεται επίσης το μηνιαίο πρόσθετο κόστος για τον εξοπλισμό. Ο εργοδότης θα υποχρεούται επίσης να τηρεί το ωράριο εργασίας, το οποίο θα πρέπει να προσδιορίζεται εγγράφως. Εγγράφως θα πρέπει να προσδιορίζεται και τυχόν συμφωνία με τον εργαζόμενο για τα χρονικά όρια της τηλε-ετοιμότητας και τις προθεσμίες ανταπόκρισης, ενώ θα απαγορεύεται ρητά η χρήση κάμερας για τον έλεγχο του εργαζομένου.
Υποχρεωτικά από σήμερα στο 40% των εργαζομένων
Από σήμερα μπαίνει σε πλήρη εφαρμογή το μέτρο της υποχρεωτικής τηλεργασίας για το 40% των μισθωτών των επιχειρήσεων της Αττικής, μόνο στις περιπτώσεις όπου η εργασία μπορεί να παρασχεθεί από τους εργαζόμενους εξ αποστάσεως. Το 40% υπολογίζεται επί του συνολικού αριθμού των πραγματικά απασχολουμένων στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης που μπορούν να απασχοληθούν με το σύστημα αυτό. Εξαιρούνται σχολεία, νοσοκομεία και δομές υγείας, φαρμακαποθήκες, σούπερ – μάρκετ, ταχυμεταφορές. Η διάταξη εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις εργαζομένων που ο χρόνος εργασίας τους είναι μοιρασμένος σε εργασία γραφείου και σε εξωτερικές εργασίες, και μόνο στον βαθμό που η εργασία γραφείου δύναται να παρασχεθεί εξ αποστάσεως. Η υποχρεωτική τηλεργασία ισχύει κατ’ αρχήν έως τις 4 Οκτωβρίου, ωστόσο μπορεί να παραταθεί ανάλογα και με την πορεία της υγειονομικής κρίσης.
Αντίθετα, το νέο πλαίσιο προστασίας για τις ευπαθείς ομάδες εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ισχύει αναδρομικά από την προηγούμενη Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου. Εργαζόμενοι που ανήκουν στις ομάδες υψηλού ή ενδιάμεσου κινδύνου αιτούνται με ένα τηλεφώνημα, email ή γραπτό μήνυμα κινητού τηλεφώνου να τεθούν σε σύστημα εξ αποστάσεως εργασίας. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να δεχτεί «εφόσον τα καθήκοντα του εργαζόμενου δύνανται να εκτελούνται εξ αποστάσεως». Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ο εργαζόμενος προσκομίζει ιατρικό πιστοποιητικό για την πάθησή του.
Το δεύτερο βήμα στο νέο προστατευτικό πλαίσιο των ευπαθών ομάδων είναι η δουλειά back office, εφόσον η τηλεργασία δεν είναι εφικτή για τη συγκεκριμένη θέση απασχόλησης. Όταν εξαντληθούν αυτές οι διαδικασίες και δεν υπάρχει λύση ακολουθεί ως ύστατη επιλογή η αναστολή της σύμβασης εργασίας, η οποία όμως αφορά μόνο τα άτομα υψηλού κινδύνου.
Πηγή: Ναυτεμπορική