Άρειος Πάγος 722/2019 Σύμβαση εργασίας καταρτισθείσα μεταξύ δημοτικής επιχειρήσεως και εργαζομένου κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π. είναι άκυρη, οπότε η άρνηση της δημοτικής επιχειρήσεως να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, δεν καθιστά αυτήν υπερήμερη
Απόφαση 722 / 2019
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 167 και 168 ΑΚ, κατά τις οποίες αντιστοίχως “Η δήλωση της βούλησης έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί” και “Η δήλωση της βούλησης δεν έχει καμιά ενέργεια, αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα περιήλθε σ’ εκείνον στον οποίο απευθύνεται ανάκλησή της”, συνάγεται ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργεια αυτής, αφ’ ότου περιέλθει στο πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται, ανάκληση δε της καταγγελίας είναι δυνατή μόνον εάν η σχετική δήλωση περιέλθει στον λήπτη, προ της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με αυτή, ενώ, εάν περιέλθει μετά, δεν ανατρέπει αναδρομικώς την καταγγελία, έστω και εάν συναινεί ο λήπτης αυτής, αλλά δύναται να οδηγήσει σε σύναψη νέας συμβάσεως.
Επί αγωγής του εργαζομένου διωκούσης την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι έχει καταγγείλει την σύμβαση εργασίας συνιστά ένσταση, ο δε ισχυρισμός ότι ο εργοδότης ανακάλεσε την καταγγελία και η σχετική δήλωση περιήλθε στον εργαζόμενο προ της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με αυτή συνιστά αντένσταση του εργαζομένου.
Αφ’ ετέρου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος αντιστοίχως, “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” και “Οργανικές θέσεις ειδικού Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται”, ενώ με το από 6ης Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Φ.Ε.Κ. 84Α’/17-4-2001) προσετέθησαν στο εν λόγω άρθρο 103 του Συντάγματος οι παράγραφοι 7 και 8, οι οποίες αντιστοίχως έχουν ως εξής: “Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής” και “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”.
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 14 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 2190/1994, ως η παρ. 1 του άρθρου 14 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 Ν. 3812/2009, αντιστοίχως, “Η πλήρωση ιδρυόμενων ή υφιστάμενων θέσεων, ο αριθμός, οι κατηγορίες και οι κλάδοι ή ειδικότητες των προσλαμβανομένων αποφασίζονται, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και κανονισμούς, από τα αρμόδια όργανα της Κυβερνήσεως, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και από τις διοικήσεις των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου, σε όσες περιπτώσεις δεν προσαπαιτείται εγκριτική απόφαση Υπουργών ή του Πρωθυπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου. Η πλήρωση των θέσεων που αποφασίζεται κατά την παρούσα παράγραφο υπάγεται στην αρμοδιότητα του Α.Σ.Ε.Π., με επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 14 του παρόντος” και “Στις διατάξεις των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’, όπως ισχύουν, υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’) και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’). Στον κατά τα πιο πάνω δημόσιο τομέα και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και μόνο υπάγονται επίσης: … γ. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως επιχειρήσεις τους”. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι σύμβαση εργασίας καταρτισθείσα μεταξύ δημοτικής επιχειρήσεως και εργαζομένου κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π. είναι άκυρη, οπότε η άρνηση της δημοτικής επιχειρήσεως να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, δεν καθιστά αυτήν υπερήμερη.
Αριθμός 722/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα και Λουκά Μόρφη –
Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 9 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία
και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις
μεταξύ:
Α) Της αναιρεσείουσας: δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία “…”
που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της ………., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Π. Μ. του Σ., κατοίκου …, 2)Θ. Α. του Α., κατοίκου …,
3)Α. Α. του Χ., κατοίκου …, 4)Α. Τ. του Σ., κατοίκου …, και 5)Κ. Λ. του Β.,
κατοίκου …. Οι 1ος, 3η, 4ος και 5ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο
δικηγόρο τους ………………., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του
Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις. Ο 2ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια
δικηγόρο του ……………., που κατέθεσε προτάσεις, και B)Του αναιρεσείοντος: Π. Μ. του Σ., κατοίκου …, ο οποίος
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του …………….., με δήλωση του
άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: δημοτικής επιχείρησης με την επωνυμία “…” (…)
που εδρεύει στον … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………, που κατάθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/1/2013 αγωγή των Π. Μ., Θ. Α., Α. Α., Α.
Τ. και Κ. Λ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι
αποφάσεις: 5727/2013 μη οριστική, 5060/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και
351/2017 του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητούν η αναιρεσείουσα δημοτική επιχείρηση με την από 1/9/2017 αίτησή της και ο
Π. Μ. με την από 4/10/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που
εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της δημοτικής επιχείρησης ζήτησε την παραδοχή της από 1/9/2017
αίτησης και την απόρριψη της από 4/10/2017 αίτησης, η πληρεξούσια του Θ. Α. την
απόρριψη της από 1/9/2017 αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους
στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ πρέπει
να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση των υπό κρίση από 1ης Σεπτεμβρίου 2017 και
4ης Οκτωβρίου 2017 αιτήσεων αναιρέσεως του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου –
δημοτικής επιχειρήσεως υπό την επωνυμία “…” και του Π. Μ. του Σ.
αντιστοίχως, με τις οποίες προσβάλλεται η υπ’ αριθμόν 351/2017 απόφαση του
Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, καθ’ όσον λόγω της μεταξύ τους συναφείας διευκολύνεται
η διεξαγωγή της δίκης. Επειδή, οι ήδη αναιρεσίβλητοι της πρώτης των ως άνω
αιτήσεων αναιρέσεως Π. Μ. του Σ., Θ. Α. του Α., Α. Α. του Χ., Α. Τ. του Σ. και
Κ. Λ. του Β. άσκησαν κατά της δημοτικής επιχειρήσεως “…” την από
7ης Ιανουαρίου 2013 αγωγή, με την οποία, επικαλούμενοι ότι συνεδέοντο με την
εναγομένη με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, τις οποίες η
εναγομένη κατήγγειλε ακύρως λόγω μη καταβολής αποζημιώσεως απολύσεως, εζήτησαν
την αναγνώριση της ακυρότητος των εν λόγω καταγγελιών και την επιδίκαση υπέρ
εκάστου μισθών υπερημερίας και επικουρικώς αποζημιώσεως απολύσεως, διαφοράς
δεδουλευμένων αποδοχών και επικουρικώς αποζημιώσεως εξ αδικαιολογήτου
πλουτισμού, και επιδομάτων εορτών και αδείας, εξεδόθη δε η υπ’ αριθμόν
5060/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν
μέρει δεκτή η αγωγή. Κατά της εν λόγω αποφάσεως η εναγομένη “…” και
οι ως άνω ενάγοντες άσκησαν τις από 13ης Ιανουαρίου 2015 και 16ης Ιανουαρίου
2015 εφέσεις αντιστοίχως, μετά συνεκδίκαση των οποίων εξεδόθη αντιμωλία των
διαδίκων η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, με την οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν η
έφεση των εναγόντων, έγινε εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση της εναγομένης
και μετ’ εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή, εν
συνεχεία δε η “…” και ο Π. Μ. άσκησαν τις υπό κρίση αιτήσεις
αναιρέσεως. Οι εν λόγω αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως συμφώνως
προς τις διατάξεις των άρθρων 552, 553, 556, 558, 564 και 566 ΚΠολΔ και πρέπει
κατά την διάταξη του άρθρου 577 παρ. 3 ιδίου Κώδικος να εξετασθούν περαιτέρω ως
προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους. Επειδή, κατά την διάταξη του
άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, αναίρεση συγχωρείται, εάν το δικαστήριο κατά παράβαση
του νόμου εδέχθη ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει
δεδικασμένο επί τη βάσει αποφάσεως, η οποία έχει εξαφανισθεί συνεπεία ενδίκου
μέσου ή έχει αναγνωρισθεί ως ανύπαρκτη. Αφ’ ετέρου, από τις διατάξεις των
άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324 και 331 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι οριστικές αποφάσεις
των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες δεν δύνανται να προσβληθούν δι’ ανακοπής
ερημοδικίας και εφέσεως, αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των ιδίων προσώπων, το
οποίο εκτείνεται και επί των παρεμπιπτόντως κριθέντων ζητημάτων, εφ’ όσον τα εν
λόγω ζητήματα αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κριθέντος κυρίου ζητήματος και
το δικαστήριο είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα να αποφασίσει επ’ αυτών, ενώ μόνη η
άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως δεν αναστέλλει την ισχύ του δεδικασμένου της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Παρεμπίπτον ζήτημα επί αποφάσεως, με την οποία
επιδικάζονται επί μέρους αξιώσεις εργαζομένου, αποτελεί η βασική έννομη σχέση,
από την οποία εκπορεύονται οι εν λόγω αξιώσεις, το δεδικασμένο δε εκτείνεται
και επ’ αυτής, εφ’ όσον συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις και δεν υφίσταται
μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος. Η εν λόγω βασική έννομη σχέση αποτελεί
στοιχείο του πραγματικού του δικαιώματος, το οποίο ασκείται με την νέα αγωγή,
οπότε το δεδικασμένο ανάγεται στην ουσιαστική βασιμότητα του αντικειμένου της
νέας δίκης και το δικαστήριο, το οποίο εκδικάζει την νέα αγωγή, είναι
υποχρεωμένο να δεχθεί ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει η προδικαστική έννομη σχέση,
όπως ακριβώς καλύπτεται από το δεδικασμένο, ενώ πάσα αμφισβήτηση αυτής ή
επίκληση αντιθέτων ισχυρισμών είναι απαράδεκτη.
Εν προκειμένω, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ επισκόπηση της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι από
την υπ’ αριθμόν 75/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς,
εκδοθείσα επί αγωγής του Π. Μ. κατά της δημοτικής επιχειρήσεως “…”,
με την οποία έχουν επιδικασθεί υπέρ αυτού δεδουλευμένες αποδοχές ως αποζημίωση
εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, προέκυπτε δεδικασμένο ως προς το ότι ο Π. Μ. είχε
απασχοληθεί υπό άκυρη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από 1ης
Νοεμβρίου 1996 μέχρι 6ης Δεκεμβρίου 2012, οπότε και απελύθη, βάσει δε της εν
λόγω παραδοχής, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι η απόλυση του Π. Μ. δεν έπασχε
ακυρότητα και επιδίκασε υπέρ αυτού αποζημίωση απολύσεως, επίδομα εορτών Χριστουγέννων
και αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω διαφοράς
δεδουλευμένων αποδοχών. Με την αίτηση αναιρέσεως του Π. Μ. προσάπτεται με τον
μόνο λόγο αυτής η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο διέλαβε στην
αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ανεπαρκή αιτιολογία ως προς το ζήτημα της τηρήσεως
των όρων του Κανονισμού της επιχειρήσεως αναφορικώς με την πρόσληψη του
αναιρεσείοντος, το οποίο ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κρίση περί της εγκυρότητος
ή μη της συμβάσεως εργασίας αυτού, ενώ με την αίτηση αναιρέσεως της δημοτικής
επιχειρήσεως “…” προσάπτονται οι αιτιάσεις: με τον πρώτο λόγο, καθ’
ο μέρος αφορά τον Π. Μ., ότι το Μονομελές Εφετείο διέλαβε στην
αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ανεπαρκή αιτιολογία, διότι απεφάνθη ότι ο εν λόγω
αναιρεσίβλητος είχε απασχοληθεί υπό σχέση εξηρτημένης εργασίας, χωρίς να δεχθεί
συγκεκριμένα περιστατικά εξαρτήσεως αυτού από την εργοδότιδα επιχείρηση, με τον
τρίτο λόγο, ότι το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο ότι ο Π. Μ. είχε απασχοληθεί υπό
σχέση εξηρτημένης εργασίας, ενώ είχε προσληφθεί υπό σύμβαση έργου, παρεβίασε
τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 4 εδ. α’ και β’ Ν. 2190/1994 και 6 παρ. 1 και
6 Ν. 2527/1997, και με τον τέταρτο λόγο, ότι το Μονομελές Εφετείο εσφαλμένως
εδέχθη την ύπαρξη δεδικασμένου από την υπ’ αριθμόν 75/2016 απόφαση του
Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, αφού έχει ασκηθεί κατ’ αυτής αίτηση αναιρέσεως
και εκκρεμεί η έκδοση αποφάσεως. ‘Όμως, οι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι. Ο
τέταρτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως
“…” ως αβάσιμος, αφού η ύπαρξη δεδικασμένου δεν αναιρείται από μόνη
την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως, από την οποία προκύπτει το
δεδικασμένο, οι λοιποί δε λόγοι, ο μόνος της αιτήσεως αναιρέσεως του Π. Μ. και
οι πρώτος και τρίτος της αιτήσεως αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως
“…”, ως απαράδεκτοι, αφού συμφώνως προς τα ανωτέρω η ύπαρξη
δεδικασμένου ως προς το παρεμπίπτον ζήτημα του είδους και του κύρους της
συμβάσεως, υπό την οποία απησχολήθη ο Π. Μ. στην “…”, το οποίο
αποτελεί παρεμπίπτον ζήτημα και της υπό κρίση διαφοράς, δεσμεύει την κρίση του
δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την παραδοχή ότι ο Π. Μ. απησχολήθη υπό άκυρη
σύμβαση εξηρτημένης εργασίας. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648 παρ. 1
και 681 ΑΚ και 6 Ν. 765/1943, ο οποίος έχει κυρωθεί με την ΠΥΣ 324/1946 και
διατηρηθεί εν ισχύι συμφώνως προς την διάταξη του άρθρου 38 ΕισΝΑΚ, κατά τις
οποίες αντιστοίχως, “Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση
να παρέχει για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και
αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό”, “Με τη σύμβαση έργου ο
εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη
συμφωνημένη αμοιβή” και “Δια του όρου “μισθωτός” νοούνται
τα φυσικά πρόσωπα άτινα παρέχουσι εις έτερον φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον οιασδήποτε
φύσεως εξηρτημένην εργασίαν έναντι αμοιβής. Ως αμοιβή θεωρείται πάσα παροχή
χορηγουμένη εις τον μισθωτόν (αμοιβή εις χρήμα ή εις είδος, φιλοδωρήματα κλπ)
ανεξαρτήτως του τρόπου καθορισμού ταύτης (αμοιβή καθοριζομένη βάσει του
αποτελέσματος της εργασίας ανεξαρτήτως χρόνου εργασίας – αμοιβή κατ’
αποκοπήν)”, συνάγεται ότι σύμβαση εξηρτημένης εργασίας υφίσταται, όταν οι
συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και ο
εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, ο
οποίος δικαιούται να δίδει δεσμευτικές εντολές και οδηγίες προς τον εργαζόμενο
και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο
παροχής της εργασίας, ενώ, εάν ελλείπει το στοιχείο της εξαρτήσεως, υφίσταται
σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αντιδιαστέλλονται δε οι εν λόγω συμβάσεις από
την σύμβαση μισθώσεως έργου, με την οποία οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην
επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, ο δε εργολάβος δεν δεσμεύεται
από οδηγίες και εντολές του εργοδότη, υποχρεούμενος μόνον να εκτελέσει το έργο
συμφώνως προς τους όρους της συμβάσεως. Οι ειδικοί κανόνες του εργατικού
δικαίου, όπως οι περί αποζημιώσεως απολύσεως, χορηγήσεως αδείας, επιδομάτων
εορτών κλπ, ως έχοντες θεσπισθεί εν όψει της ανάγκης μείζονος προστασίας, την
οποία έχουν κατά τεκμήριο οι παρέχοντες εξηρτημένη εργασία, έχουν εφαρμογή
μόνον επί συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας ή άλλων συμβάσεων υποκρυπτουσών σχέση
εξηρτημένης εργασίας, και όχι και επί συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή
μισθώσεως έργου. Ο χαρακτηρισμός δε της συμβάσεως ως εξηρτημένης εργασίας ή
ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή μισθώσεως έργου εναπόκειται στο δικαστήριο, το οποίο
μετ’ αξιολόγηση των αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών προσδίδει τον ορθό
νομικό χαρακτηρισμό, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό, τον οποίον
έδωσαν οι συμβαλλόμενοι στην σύμβαση, ή τον οποίον προβλέπει ο κανονισμός του
εργοδότη έστω και εάν αυτός έχει ισχύν νόμου (ΟλΑΠ 7/2011, 8/2011), τούτο δε
ισχύει και επί των εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και του ευρυτέρου δημοσίου
τομέως (ΟλΑΠ 18/2006). Εξ άλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ,
αναίρεση συγχωρείται εάν η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και ιδίως εάν
στερείται παντελώς αιτιολογιών ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες επί
ζητήματος ασκούντος ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τούτο συμβαίνει όταν
στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται παντελώς
πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία, τα
οποία απαιτούνται προς εφαρμογή της εφαρμοσθείσης διατάξεως του ουσιαστικού
δικαίου, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους.
Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει
ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη αναφορικώς προς τους αναιρεσιβλήτους Θ. Α., Α.
Α., Α. Τ. και Κ. Λ. τα εξής: “Κατά τα άρθρα 1 παρ. 3 του Ν. 2527/1997 και
10 παρ.5 του Ν.3051/2002, οι επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α., όπως η εναγομένη,
υπάγονται στο σύστημα προσλήψεων του Ν.2190/1994 καθόσον αφορά την πρόσληψη του
διοικητικού και μη προσωπικού τους όλων των κατηγοριών, με εξαίρεση μόνο του
ειδικού επιστημονικού προσωπικού και των διευθυνόντων υπαλλήλων τους. Oι ενάγοντες προσλήφθηκαν από την εναγόμενη,…ο
δεύτερος” (Θ. Α.ς) “στις 1-6-2008, δυνάμει της υπ’ αριθμ.
1298/7.5.2008 απόφασης του Α’ Τμήματος του ΑΣΕΠ, η τρίτη” (Α. Α.)
“στις 1-3-1999, δυνάμει του υπό ιδία ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού
“συνεργασίας”, εξάμηνης διάρκειας, ο τέταρτος” (Α. Τ.)
“στις 15-7-2000, δυνάμει του υπό ιδία ημερομηνία ιδιωτικού συμφωνητικού
“σύμβασης έργου”, οκτάμηνης διάρκειας και ο πέμπτος” (Κ. Λ.)
“στις 1-4-1994 με “σύμβαση αορίστου χρόνου”, προκειμένου να
προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ειδικότητα των τεχνικών ήχου – ηχοληπτών.
Σε εκτέλεση των άνω συμβάσεων παρείχαν την εργασία τους κατά τα ακόλουθα
χρονικά διαστήματα,…β) ο δεύτερος από τις 1.6.2008 έως τις 5.12.2012, γ) η
τρίτη από τις 1.3.1999 έως τις 6.12.2012, δ) ο τέταρτος από τις 15.7.2000 έως
τις 5.12.2012 και ε) ο πέμπτος από τις 1.4.1994 έως τις 28.12.1997 και από τις
1.4.2002 έως τις 5.12.2012. Όμως, μετά από καταγγελία ενώπιον του ΑΣΕΠ…οι
συμβάσεις των εναγόντων, όπως και άλλων υπαλλήλων, κρίθηκαν παράνομες και…η
εναγόμενη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους, των μεν πρώτου και τρίτης
στις 6.12.2012, των δε λοιπών στις 5.12.2012, επιδίδοντας σ’ αυτούς εξώδικη δήλωση
– καταγγελία χωρίς ωστόσο να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
Εξάλλου, μέχρι τότε όφειλε σε αυτούς υπόλοιπα δεδουλευμένων αποδοχών και
επιδομάτων εορτών και αδείας του έτους 2012…Ήδη με την αγωγή τους, όπως ήδη
αναφέρθηκε, ισχυρίζονται ότι συνδέονται με την εναγομένη με έγκυρη σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και γι αυτό ακύρως κατήγγειλε τις
συμβάσεις τους, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης…Η τρίτη και ο
τέταρτος των εναγόντων, παρείχαν την εργασία τους συνεχώς και αδιαλείπτως από
τον χρόνο πρόσληψής τους…μέχρι και τον χρόνο απόλυσής τους…καλύπτοντας
πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, η οποία χρειάζονταν σε σταθερή βάση τις
υπηρεσίες τους ως ηχοληπτών για την ομαλή λειτουργία του ραδιοφωνικού σταθμού
της, χωρίς οι διαδοχικές σιωπηρές ανανεώσεις των συμβάσεων εργασίας τους να
δικαιολογούνται από λόγους αντικειμενικούς. Επομένως, το σύνολο των διαδοχικών,
διαρκώς ανανεούμενων σιωπηρώς, συμβάσεων εργασίας τους με την εναγομένη,
συνιστά μια ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθείσα,
για μεν την τρίτη στις 1.3.1999, για δε τον τέταρτο στις 15.7.2000 και ούσες
ενεργές πριν από την ισχύ των παρ. 7 και 8 του αρθρ. 103 του Συντάγματος
(18.4.2001), καθώς και την ισχύ του ΠΔ 164/2004 και ειδικότερα κατά την
ημερομηνία που έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία
1999/70/ΕΚ (10.7.2002) καταλαμβάνονται από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3
του Ν. 2112/1920, ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των
παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην
προκειμένη περίπτωση εφαρμογή και ανεξαρτήτως της τήρησης των διατυπώσεων που
απαιτούνται με ποινή ακυρότητας από τους ν. 2190/1994 και 2527/1997 σύμφωνα με
τα άνω αναφερόμενα στη νομική σκέψη. Ο δεύτερος ενάγων προσλήφθηκε από την
εναγομένη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δυνάμει της
υπ’ αριθμ. 1298/07.05.2008 απόφασης του ΑΣΕΠ…Επομένως, εφόσον οι δεύτερος,
τρίτη και τέταρτος ενάγοντες συνδέονταν με την εναγομένη με έγκυρες συμβάσεις
αορίστου χρόνου, η τελευταία ακύρως προέβη σε καταγγελία δίχως να τους
καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση αρνούμενη δε να αποδεχθεί τις προσηκόντως
προσφερόμενες υπηρεσίες τους περιήλθε σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη και
τους οφείλει μισθούς υπερημερίας. Επιπλέον, οφείλει σ’ αυτούς τις δεδουλευμένες
αποδοχές και τα επιδόματα εορτών και αδείας των κατωτέρω χρονικών διαστημάτων,
σύμφωνα με την κύρια βάση της αγωγής τους, στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου…Επίσης, αναφορικά με τους δεύτερο και
τέταρτο, δεν ασκεί εν προκειμένω, έννομη επιρροή η γενόμενη στις 10.9.2010
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας τους, διότι αυτή ανακλήθηκε στις 1.10.2010
και επομένως, εφόσον η ανάκληση αυτής έγινε με την συναίνεσή τους συνεπάγεται
τη συνέχιση της καταγγελθείσας σύμβασης, αφού με την ανάκληση αίρεται
αναδρομικά η δήλωση της καταγγελίας και θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση
λύσης της εργασιακής σχέσης …. Όσον αφορά τον πέμπτο δεν αποδείχθηκε ότι
παρείχε την εργασία του συνεχώς και αδιαλείπτως από τον χρόνο πρόσληψής του
στις 1.4.1994, μέχρι και τον χρόνο απόλυσής του, καθόσον από το προσκομιζόμενο
αποδεικτικό υλικό, δεν αποδείχθηκε παροχή της εργασίας του κατά το μεσοδιάστημα
από 28.12.1997 έως 1.4.2002, ώστε οι συμβάσεις του να μην μπορούν να
χαρακτηριστούν ως μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού
από τον χρόνο λήξης της τελευταίας σύμβασης στις 28.12.1997 μεσολάβησε μεγάλο
χρονικό διάστημα, μέχρι την κατάρτιση της επόμενης στις 1.4.2002, η οποία
(επομένη σύμβαση) έλαβε χώρα μετά την ισχύ των παρ.7 και 8 του άρθρ. 103 του
Συντάγματος (18.04.2001) που απαγορεύουν την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας
ορισμένου χρόνου ή έργου σε αορίστου χρόνου, ακόμα και σε περίπτωση που
καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου
τομέα και επομένως δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως συμβάσεις αορίστου χρόνου
κατά το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον για την
απασχόληση του πέμπτου δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τους Ν. 2527/1997 και
2190/1994 διαδικασία, η σύμβασή του με την εναγόμενη ήταν άκυρη και συνεπώς
συνδέονταν και αυτός με αυτήν με απλή εργασιακή σχέση ώστε η εναγομένη μη
αποδεχόμενη τις υπηρεσίες των άνω εναγόντων (πρώτου και πέμπτου) να μην
καθίσταται υπερήμερη και να μην υποχρεούται στην καταβολή αποδοχών υπερημερίας,
ούτε στη συνέχιση των σχέσεων εργασίας τους, αφού αυτές μη αναγνωριζόμενες από
τον νόμο δεν δύνανται να εξακολουθήσουν χωρίς την θέλησή της. Για το λόγο αυτό
πρέπει να απορριφθεί η σχετική κύρια βάση της αγωγής τους για καταβολή μισθών
υπερημερίας και δεδουλευμένων αποδοχών, στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όμως, δικαιούνται,
σύμφωνα με την επικουρική βάση της, αποζημίωση απόλυσης και τα οφειλόμενα σε
αυτούς επιδόματα εορτών και αδείας, των κατωτέρω αναφερόμενων χρονικών
διαστημάτων, τα οποία αυτοί δικαιούνται ευθέως εκ του νόμου…ενώ οι
δεδουλευμένες αποδοχές τους, για τα ίδια χρονικά διαστήματα, οφείλονται σε
αυτούς με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, ως συνιστώσες την
ωφέλεια την οποία απεκόμισε η εναγομένη και την οποία θα κατέβαλε, δυνάμει
έγκυρης σύμβασης, σε άλλους μισθωτούς του αυτού επαγγέλματος και των αυτών
επαγγελματικών προσόντων και ικανοτήτων για την αυτή εργασία, υπό τις
επικρατούσες στον τόπο παροχής της συνθήκες, κατά την οποία η εναγομένη έχει
αδικαιολόγητα πλουτίσει”. Με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως
αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως “…”, καθ’ ο μέρος αφορά τους
Θ. Α., Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ., προσάπτεται η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο
διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ανεπαρκή αιτιολογία, διότι απεφάνθη ότι
οι ανωτέρω απησχολήθησαν υπό σύμβαση εξηρτημένης εργασίας οι τρεις πρώτοι και
υπό σχέση εξηρτημένης εργασίας ο τέταρτος, χωρίς να δεχθεί συγκεκριμένα
περιστατικά εξαρτήσεως αυτών από την εργοδότιδα επιχείρηση. Ο εν λόγω λόγος, εκ
του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί ως
προς τον Θ. Α., ο οποίος προσελήφθη υπό σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου
χρόνου δυνάμει αποφάσεως του Α.Σ.Ε.Π., ενώ είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει
δεκτός ως προς τους Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ., αφού, ενώ εδέχθη κατά τα ανωτέρω το
Μονομελές Εφετείο ότι αυτοί είχαν προσληφθεί υπό σύμβαση έργου, εν συνεχεία
έκρινε ότι πράγματι απησχολήθησαν υπό σύμβαση εξηρτημένης εργασίας οι δύο
πρώτοι και υπό σχέση εξηρτημένης εργασίας ο τρίτος, χωρίς να παραθέσει
συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά καταδεικνύοντα την εν λόγω εξάρτηση, η εν
λόγω δε παράλειψη δημιουργεί έλλειμμα αιτιολογίας και ως προς την αναγνώριση
των συμβάσεων των δύο πρώτων και της σχέσεως του τρίτου ως εξηρτημένης εργασίας
και ως προς τα επιδικασθέντα υπέρ αυτών ποσά, αφού υποχρέωση καταβολής
αποζημιώσεως απολύσεως και επιδομάτων εορτών και αδείας υφίσταται κατά τα ανωτέρω
μόνον επί συμβάσεως ή σχέσεως εξηρτημένης εργασίας και όχι και εάν πρόκειται
σύμβαση ή σχέση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή σύμβαση έργου. Επειδή, από τις
διατάξεις των άρθρων 904 παρ. 1 εδ. α’ και 908 εδ. α’ ΑΚ, κατά τις οποίες
αντιστοίχως, “Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την
περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια” και
“Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που
τυχόν έλαβε απ’ αυτό”, συνάγεται αφ’ ενός ότι επί παροχής εργασίας υπό
άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιώτερος,
υποχρεούται στην απόδοση της ωφελείας, την οποία απεκόμισε από την εργασία του
μισθωτού, συνισταμένη στην αμοιβή, την οποία αναγκαίως θα κατέβαλλε σε άλλον
εργαζόμενο υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας με τις ικανότητες και τα προσόντα του
απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν παροχές προσιδιάζουσες
αποκλειστικώς στην προσωπική κατάσταση του μισθωτού, αφ’ ετέρου ότι ο εν λόγω
πλουτισμός απορρέει από μόνο το γεγονός της πραγματικής παροχής της εργασίας
υπό άκυρη σύμβαση και συνεπώς υφίσταται και αν ακόμη ο εργοδότης δεν θα είχε
προσλάβει αντί του απασχοληθέντος άλλον μισθωτό υπό έγκυρη σύμβαση. Τα αυτά
ισχύουν και εάν η παροχή της εργασίας γίνεται υπό άκυρη εξ οιουδήποτε λόγου
σύμβαση προς το Δημόσιο ή τους φορείς του ευρυτέρου δημοσίου τομέως. Εξ άλλου,
κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται εάν
έχει παραβιασθεί κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται,
εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντιθέτως,
εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως επίσης εάν
εφαρμοσθεί εσφαλμένως, η δε παραβίαση γίνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με
εσφαλμένη υπαγωγή.
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως της
δημοτικής επιχειρήσεως “…” προσάπτεται η αιτίαση ότι το Μονομελές
Εφετείο, δεχόμενο ότι οι Π. Μ. και Κ. Λ. εδικαιούντο αποζημιώσεως εξ
αδικαιολογήτου πλουτισμού λόγω διαφοράς δεδουλευμένων αποδοχών, ως συνιστώσης
την ωφέλεια, την οποία απεκόμισε η δημοτική επιχείρηση εκ του ότι θα κατέβαλλε
αυτήν σε άλλους μισθωτούς του αυτού επαγγέλματος και των αυτών επαγγελματικών
προσόντων και ικανοτήτων υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας, παρεβίασε τις διατάξεις
των άρθρων 21 παρ. 1, 2 Ν. 2190/1994 και 904 επ. ΑΚ, αφού η δημοτική επιχείρηση
δεν είχε την δυνατότητα να προσλάβει προσωπικό υπό έγκυρη σύμβαση εργασίας. Ο
εν λόγω λόγος, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει
να απορριφθεί, αφού, συμφώνως προς τα προαναφερθέντα, βάσει των κατά τα ανωτέρω
γενομένων δεκτών στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση περιστατικών, η δημοτική
επιχείρηση επλούτισε αδικαιολογήτως από μόνη την παροχή της εργασίας υπό άκυρη
σύμβαση των ανωτέρω μισθωτών, ενεχομένη σε απόδοση της εντεύθεν ωφελείας, αδιαφόρως
εάν θα είχε προσλάβει ή μη αντ’ αυτών άλλους μισθωτούς υπό έγκυρη σύμβαση.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 167 και 168 ΑΚ, κατά τις οποίες
αντιστοίχως “Η δήλωση της βούλησης έχει νομική ενέργεια μόνο αφότου
περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί” και “Η
δήλωση της βούλησης δεν έχει καμιά ενέργεια, αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα
περιήλθε σ’ εκείνον στον οποίο απευθύνεται ανάκλησή της”, συνάγεται ότι η
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική ενέργεια αυτής,
αφ’ ότου περιέλθει στο πρόσωπο, προς το οποίο απευθύνεται, ανάκληση δε της
καταγγελίας είναι δυνατή μόνον εάν η σχετική δήλωση περιέλθει στον λήπτη, προ
της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με αυτή, ενώ, εάν περιέλθει μετά,
δεν ανατρέπει αναδρομικώς την καταγγελία, έστω και εάν συναινεί ο λήπτης αυτής,
αλλά δύναται να οδηγήσει σε σύναψη νέας συμβάσεως. Επί αγωγής του εργαζομένου
διωκούσης την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, ο ισχυρισμός του εναγομένου
εργοδότη ότι έχει καταγγείλει την σύμβαση εργασίας συνιστά ένσταση, ο δε
ισχυρισμός ότι ο εργοδότης ανακάλεσε την καταγγελία και η σχετική δήλωση
περιήλθε στον εργαζόμενο προ της περιελεύσεως της καταγγελίας ή συγχρόνως με
αυτή συνιστά αντένσταση του εργαζομένου. Αφ’ ετέρου, κατά τις διατάξεις του άρθρου
103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος αντιστοίχως, “Κανένας δεν μπορεί να
διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις
μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και
επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο
με σχέση ιδιωτικού δικαίου” και “Οργανικές θέσεις ειδικού
Επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται
με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους
όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το
προσωπικό που προσλαμβάνεται”, ενώ με το από 6ης Απριλίου 2001 Ψήφισμα της
Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Φ.Ε.Κ. 84Α’/17-4-2001) προσετέθησαν στο εν λόγω άρθρο
103 του Συντάγματος οι παράγραφοι 7 και 8, οι οποίες αντιστοίχως έχουν ως εξής:
“Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως
αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται
είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά
κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος
μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες
εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού
για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές
εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής” και “Νόμος ορίζει τους
όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο
Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για
την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο
της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά
το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί
να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο
μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των
συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και
ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Περαιτέρω, κατά τις
διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 14 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 2190/1994, ως η παρ. 1
του άρθρου 14 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 Ν. 3812/2009, αντιστοίχως,
“Η πλήρωση ιδρυόμενων ή υφιστάμενων θέσεων, ο αριθμός, οι κατηγορίες και
οι κλάδοι ή ειδικότητες των προσλαμβανομένων αποφασίζονται, σύμφωνα με τις
κείμενες διατάξεις και κανονισμούς, από τα αρμόδια όργανα της Κυβερνήσεως, των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και από τις
διοικήσεις των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου της παρ. 1 του
άρθρου 14 του παρόντος νόμου, σε όσες περιπτώσεις δεν προσαπαιτείται εγκριτική
απόφαση Υπουργών ή του Πρωθυπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου. Η πλήρωση των
θέσεων που αποφασίζεται κατά την παρούσα παράγραφο υπάγεται στην αρμοδιότητα
του Α.Σ.Ε.Π., με επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 14 του
παρόντος” και “Στις διατάξεις των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’, όπως
ισχύουν, υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται
με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α’) και τις
μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 51
του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’). Στον κατά τα πιο πάνω δημόσιο τομέα και για την
εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και μόνο υπάγονται επίσης: … γ. Οι
Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού και οι πάσης φύσεως
επιχειρήσεις τους”. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι σύμβαση
εργασίας καταρτισθείσα μεταξύ δημοτικής επιχειρήσεως και εργαζομένου κατά
παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π. είναι άκυρη, οπότε η άρνηση της
δημοτικής επιχειρήσεως να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζομένου, δεν καθιστά
αυτήν υπερήμερη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της
αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι την 10η
Σεπτεμβρίου 2010 η δημοτική επιχείρηση κατήγγειλε τις συμβάσεις των Θ. Α. και
Α. Τ., εν συνεχεία όμως την 1η Οκτωβρίου 2010 προέβη με την συναίνεση των εν
λόγω εργαζομένων στην ανάκληση των καταγγελιών, η οποία συνεπάγεται την
συνέχιση των καταγγελθεισών συμβάσεων, καθ’ όσον με την ανάκληση αίρεται
αναδρομικώς η δήλωση της καταγγελίας και θεωρείται ότι ουδέποτε υπήρξε πρόθεση
λύσεως της εργασιακής σχέσεως, βάσει δε και των εν λόγω παραδοχών έκρινε
περαιτέρω άκυρη την καταγγελία των συμβάσεων των Θ. Α. και Α. Τ. και επιδίκασε
υπέρ αυτών μισθούς υπερημερίας, επιδόματα εορτών και αδείας και διαφορές
δεδουλευμένων αποδοχών. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε ευθέως
τις προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 167, 168 ΑΚ, 103 παρ. 2, 3, 7, 8 του
Συντάγματος και 1 παρ. 1 και 14 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 2190/1994, αφού συμφώνως προς
τα ανωτέρω η επιγενομένη ανάκληση των καταγγελιών δεν επέφερε την αναβίωση των
καταγγελθεισών συμβάσεων εργασίας, αλλά την σύναψη νέων συμβάσεων, οι οποίες
όμως, εφ’ όσον έγιναν κατά παρέκκλιση της διαδικασίας του Α.Σ.Ε.Π., πάσχουν
ακυρότητα και η μη αποδοχή των υπηρεσιών των ως άνω εργαζομένων από την
αναιρεσείουσα δεν κατέστησε αυτήν υπερήμερη.
Συνεπώς, οι πέμπτος και όγδοος λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως της
δημοτικής επιχειρήσεως “…”, εκ του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,
με τους οποίους προσάπτεται η αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο υπό τις
προαναφερόμενες παραδοχές, παρεβίασε τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου,
είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων
118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στο δικόγραφο της
αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή και ωρισμένο η
αποδιδομένη στο δικαστήριο της ουσίας νομική πλημμέλεια, ώστε να είναι δυνατόν
να διαπιστωθεί εάν η προβαλλομένη αιτίαση θεμελιώνει λόγον αναιρέσεως και ποίον
συγκεκριμένως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στην διάταξη του άρθρου 559
ΚΠολΔ λόγους.
Εν προκειμένω, με τον ένατο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως
αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως “…” προσάπτεται η αιτίαση ότι
το Μονομελές Εφετείο, δεχόμενο ότι η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των Θ.
Α., Α. Α. και Α. Τ. έγινε ακύρως, χωρίς όμως να λάβει στοιχειώδη πρόνοια και να
ακυρώσει προς προστασία της δημοτικής επιχειρήσεως και την σχετική έκθεση του
Α.Σ.Ε.Π., με την οποία είχε γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω μισθωτοί είχαν
προσληφθεί ακύρως, παρεβίασε τις αρχές της αναλογικότητος και της δικαίας
δίκης. Ο εν λόγω λόγος είναι απαράδεκτος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής
εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα
κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον
ώστε να μην είναι δυνατό να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί
δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε
συναναιρούνται και αυτά. Εάν η αίτηση αναιρέσεως γίνεται δεκτή και δια της
παραδοχής ενός λόγου εξαφανίζεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το μέρος,
κατά το οποίο προσβάλλεται, δεν εξετάζονται οι τυχόν περιλαμβανόμενοι άλλοι
λόγοι, εκτός εάν δικαιολογείται σχετικώς ειδικό έννομο συμφέρον. Εάν ο Άρειος
Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως
δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται
συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 – 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την
υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση
δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου
να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6
έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση
ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την
αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από
άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.
Εν προκειμένω, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως
“…” οι αφορώντες τον Π. Μ. έχουν κατά τα ανωτέρω απορριφθεί,
επομένως η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτόν, όπως επίσης
πρέπει να απορριφθεί και η αίτηση αναιρέσεως του ιδίου, της οποίας ο μόνος
λόγος απερρίφθη ως απαράδεκτος. Ως προς τους Θ. Α., Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. η
αίτηση αναιρέσεως της δημοτικής επιχειρήσεως “…”, εν όψει των κατά
τα ανωτέρω δεκτών γενομένων λόγων αυτής, πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί
καθ’ ολοκληρίαν η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς
περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η
σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση, ενώ
παρέλκει κατά τα προαναφερθέντα η εξέταση των έκτου και εβδόμου λόγων της εν
λόγω αιτήσεως αναιρέσεως, οι οποίοι αφορώντες την Α. Α. και τον Α. Τ.
αντιστοίχως περιέχουν αιτιάσεις ως προς επί μέρους διατάξεις, ως προς τις
οποίες η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έχει κατά τα ανωτέρω αναιρεθεί δυνάμει των
δεκτών γενομένων λόγων.
Eπειδή, συμφώνως προς τις διατάξεις των άρθρων 176, 180
παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να καταδικασθούν η δημοτική επιχείρηση
“…” ως αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του Π. Μ.
και ο Π. Μ. ως αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής
επιχειρήσεως “…” επίσης οι Θ. Α.ς, Α. Α., Α. Τ. και Κ. Λ. στην
πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως “…”, ως
ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διατάσσει την ένωση και συνεκδίκαση από 1ης Σεπτεμβρίου 2017 και 4ης Οκτωβρίου
2017 αιτήσεων αναιρέσεως κατά της υπ’ αριθμόν 351/2017 αποφάσεως του Μονομελούς
Εφετείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την από 1ης Σεπτεμβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως ως προς τον Π. Μ. του
Σ..
Απορρίπτει την από 4ης Οκτωβρίου 2017 αίτηση αναιρέσεως.
Αναιρεί την ως άνω απόφαση ως προς τους Θ. Α. του Α., Α. Α. του Χ., Α. Τ. του
Σ. και Κ. Λ. του Β..
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου,
συντιθεμένου από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση. Και
Καταδικάζει την δημοτική επιχείρηση “…” ως αναιρεσείουσα στην
πληρωμή των δικαστικών εξόδων του Π. Μ. του Σ. ποσού χιλίων οκτακοσίων (1800)
ευρώ και τον Π. Μ. του Σ. ως αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων
της δημοτικής επιχειρήσεως “…” ποσού χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ,
επίσης τους Θ. Α. του Α., Α. Α. του Χ., Α. Τ. του Σ. και Κ. Λ. του Β. στην
πληρωμή των δικαστικών εξόδων της δημοτικής επιχειρήσεως “…” ποσού
χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.-
ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN