Άρειος Πάγος 831/2019 Επιχειρησιακή συνήθεια – Αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών – Όροι ΣΣΕ
Απόφαση 831 / 2019
(Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Επειδή, από τη γενική αρχή της προστασίας των εργαζομένων, που διαπνέει το
εργατικό δίκαιο, συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ των τελευταίων δεν
εφαρμόζεται μόνο στη σχέση συλλογικής συμβάσεως εργασίας και ατομικής συμβάσεως
αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την
εργασιακή σχέση (νόμου, συλλογικής συμβάσεως, ατομικής συμβάσεως, κανονισμού).
Με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, που καθιέρωσε αρχικά το άρθρο 3
παρ. 1 του ν. 2329/1955 (που ίσχυσε μέχρι την 8-5-1990) και στη συνέχεια το άρθρο 7 παρ. 2 του ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 680 Α.Κ.
οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας
υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Ολ. ΑΠ
1/2007). Επίσης, οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή οι όροι των
ατομικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους
υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με
αμφιμερή ενέργεια (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990). Οι όροι εργασίας όμως που
ρυθμίζονται με ΣΣΕ-ΔΑ ή από το νόμο, μπορούν να τροποποιούνται με νεότερη ΣΣΕ
του αυτού είδους και πεδίου ισχύος ή νεότερο νόμο, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος
των εργαζομένων, διότι κατά τη διαδοχή δεν ισχύει η αρχή της προστασίας, αλλά η
αρχή της τάξεως, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση κατά την οποία με ατομική
σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ ή του
ευνοϊκότερου νόμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7 του ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων
της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, που βλάπτει υλικά ή ηθικά το μισθωτό,
του παρέχει το δικαίωμα, αν δεν αποδεχθεί τη μεταβολή να τη θεωρήσει ως άτυπη
καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει από τον εργοδότη τη νόμιμη αποζημίωση
για απροειδοποίητη καταγγελία της συμβάσεως ή να εμμείνει στους αρχικούς όρους
της συμβάσεως, αξιώνοντας την τήρησή τους. Ο εργοδότης όμως μπορεί να μεταβάλει
μονομερώς τους όρους της παροχής εργασίας, ακόμη και σε βάρος του μισθωτού,
όταν το δικαίωμα αυτό παρέχεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη
νόμου ή συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως ή τον τυχόν υπάρχοντα
κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση όμως που η μονομερής μεταβολή
δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ`
ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος
προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την
καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος.
Περαιτέρω, η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από
μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις
εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο της επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της
πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό
συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους
εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε,
χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών
αυτών από τους εργαζόμενους, παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί
το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής.
Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι
οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές στις
οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζόμενους χωρίς να έχει νομική δέσμευση.
Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι
Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας (γενικής
αρχής της ισότητας) αποτελεί η διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β` του
Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται το δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας
παρεχόμενη εργασία, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του
νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει δε τον κοινό
νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια
πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται
κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας
διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η
συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει
από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από
τη ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων,
για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, ο οποίος επιβάλλει την ειδική
μεταχείριση, η διάταξη αυτή, που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι
ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική.
Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή
προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση,
κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την
παροχή αυτή και σε εκείνους, που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Πρέπει, όμως, η εν
λόγω παροχή να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει χορηγηθεί με νόμιμο τρόπο.
Διαφορετικά δεν παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι ισότητα
στην παρανομία δεν νοείται. Ακόμη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει
από το άρθρο 288 Α.Κ. και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος
και 119 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., επιβάλλει ισότητα αμοιβής μεταξύ εργαζομένων,
που ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές
συνθήκες, συνακόλουθα δε παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον
εργοδότη του την παροχή, την οποία καταβάλλει οικειοθελώς (βάσει συμβατικής ρυθμίσεως)
σε άλλο εργαζόμενο, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες
υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή
πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δίκαιη και εύλογη. Για την
εφαρμογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχει οικειοθελή
χαρακτήρα αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόμιμα. Η παρά το νόμο
χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους μισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη
αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν, διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης
μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως
προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν μπορεί να αξιωθεί (ΑΠ 334/2013, ΑΠ
431/2011).
Περαιτέρω δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις
εργαζομένων και εργοδοτών και οι μεμονωμένοι εργοδότες έχουν δικαίωμα και
υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση της συλλογικής σύμβασης
εργασίας. Στα πλαίσια των διατάξεων αυτών, οι νόμιμοι εκπρόσωποι του … και της
…, μετά από διαπραγματεύσεις, υπέγραψαν την Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας [ΕΣΣΕ] έτους 1993, η οποία κατατέθηκε στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας
της Νομαρχίας Αθηνών στις 6-8-1993 και μετά από προηγούμενη έγκριση από το
Διοικητικό Συμβούλιο. Δυνάμει της ως άνω Συμβάσεως, συμφωνήθηκαν και έγιναν
αμοιβαία αποδεκτοί οι όροι του Νέου Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993 (αριθμ.
…49/27.7.1993), το οποίο εφαρμόσθηκε στο Τακτικό Προσωπικό του Δικτύου
[Μόνιμο και Δόκιμο] από 1η Ιουλίου 1993. Συνεπεία όλων αυτών των όρων,
προϋποθέσεων και διατάξεων του ενιαίου Μισθολογίου, όλο το προσωπικού του
Κλάδου Ελιγμών εντάχθηκε από 1-7-1993 στην μισθολογική κατηγορία της
Υποχρεωτικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης [ΥΕ]. Εξάλλου, με την καθιέρωση Νέου …
που κυρώθηκε με τον νόμο 2671/1998- ΦΕΚ 289/28.12.1998 και δυνάμει του άρθρου
68 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι “οι αποδοχές του Προσωπικού καθορίζονται με
βάση την ισχύουσα, κάθε φορά, Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, την
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις διατάξεις της Εργατικής
Νομοθεσίας [άρθρο 68 παρ. 1]. Με το άρθρο δε 18 αυτού ορίζεται ως ειδικό προσόν
πρόσληψης στον κλάδο προσωπικού Ελιγμών ο απολυτήριος τίτλος 9ετούς
υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτόν. Με την ΕΣΣΕ έτους 1999-
άρθρο ΙΙ-ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ παράγραφος 2 : “Στο τέλος του εδαφίου ιδ της παραγράφου
1 τον άρθρου 18 του ΓΕΚΑΠ προστέθηκε η εξής παράγραφος 2 “Στον Κλάδο
Προσωπικού Ελιγμών μπορούν να προσληφθούν και οι κατέχοντες απολυτήριο Λυκείου
γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής
καθοριζόμενης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων
ή Τεχνικού ή Επαγγελματικού Λυκείου ή Τεχνικού – Επαγγελματικού Λυκείου
αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζομένης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου
με την προκήρυξη των θέσεων ή εξαταξίου γυμνασίου”. Περαιτέρω, με το άρθρο
17 του ως άνω Ν. 2671/ 1998 ορίζεται ότι, “1. Από τη θέση σε ισχύ του
παρόντος νόμου καταργείται κάθε διάταξη νόμου, κανονισμού εργασίας (ΓΕΚΑΠ,
ΚΩΕΑΠ, ΚΔΑ) με ισχύ νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όροι επιχειρησιακών
συλλογικών συμφωνιών, αποφάσεις της Διοίκησης του Οργανισμού ή των εντεταλμένων
οργάνων του και πρακτική, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής δεσμευτικότητας, που
αντίκειται ρητά και ειδικά στις διατάξεις του”, ενώ με το άρθρο 21 του
ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12 -1998). Εν συνεχεία δυνάμει
της ΕΣΣΕ έτους 2005 όσοι από το Προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών κατείχαν
Απολυτήριο Λυκείου η Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάχθηκαν στην
μισθολογική κατηγορία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] από 1-8-2005.
Ειδικότερα, η από 19.9.2005 ΕΣΣΕ, στην παράγραφο Ι – άρθρο 9 αυτής ορίζει ότι
“Από 1.8.2005 Προσωπικό του Κλάδου Προσωπικού Ελιγμών το οποίο κατέχει
Απολυτήριο Λυκείου ή Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης, εντάσσεται στη
μισθολογική κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] τροποποιούμενης στο
σημείο αυτό της περιπτώσεως β της παραγράφου 4 του Νέου Μισθολογικού Συστήματος
έτους 1993”. Με την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας έτους 2011, το προσωπικό
του ΟΣΕ κατατάχθηκε από 1.6.2011 σε ανάλογη κατηγορία [ΥΕ, ΜΕ, ΠΕ4 ΚΑΙ ΠΕ5] με
βάση τα προσόντα του, εφόσον το πτυχίο που διέθετε περιλαμβανόταν στις
προϋποθέσεις για την απασχόληση στην θέση που κατείχε στις 31.12.2010. Ειδικότερα,
η από 23.03.2011 ΕΣΣΕ στο άρθρο 2 παράγραφοι 1-6 αυτής, ορίζει τα εξής:
“Εφόσον περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την απασχόληση του στη θέση
που κατέχει στις 31/12 κάθε ημερολογιακού έτους, το Πτυχίο κάθε Εργαζομένου
προσδιορίζει την Κατηγορία που κατατάσσεται την 1/1 του επόμενου ημερολογιακού
έτους, ως εξής: Κατηγορία ΥΕ: απολυτήριο Γυμνασίου η ισότιμο, Κατηγορία ΜΕ:
απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμο ,Κατηγορία ΠΕ 4: πτυχίο ΑΕΙ Ή ΤΕΙ ή ισότιμο
(4ετούς φοίτησης), Κατηγορία ΠΕ5: πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή ισότιμο (5 έτους
φοίτησης) .
Αριθμός 831/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου
Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου – Εισηγήτρια
και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 29 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία
και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.”,
που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την
πληρεξούσια δικηγόρο της …….., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του
Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Γ. του Μ., 2)Δ. Γ. του Ε., 3)Χ. Δ. του Σ., 4)Ι. Δ. του
Η., 5)Δ. Θ. του Π., 6)Β. Κ. του Γ., 7)Χ. Κ. του Ν., 8)Α. Κ. του Ι., 9)Σ. Κ. του
Ν., 10)Χ. Κ. του Δ., 11)Α. Κ. του Ε., 12)Κ. Λ. του Γ., 13)Γ. Μ. του Δ., 14)Ε.
Μ. του Α., 15)Ν. Ν. του Μ., 16)Δ. Ν. του Χ., 17) Α. Ν. του Ν., 18)Ν. Π. του Α.,
19)Γ. Π. του Ε., 20)Ν. Π. του Β., 21)Κ. Ρ. του Ε., 22)Κ. Σ. του Β., 23)Κ. Σ.
του Ι., 24)Ι. Τ. του Κ., 25)Β. Φ. του Δ., 26)Γ. Χ. του Π., 27)Β. Α. του Ε.,
28)Θ. Α. του Ι., 29)Δ. Δ. του Γ., 30)Γ. Κ. του Κ., 31)Π. Σ. του Ε. και 32)Δ. Τ.
του Θ., όλων πλην του 9ου κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την
πληρεξούσια δικηγόρο τους ………., η οποία δήλωσε ότι ο 9ος (Σ. Κ.) απεβίωσε
και κληρονομήθηκε από τους α) Φ. χήρα Σ. Κ., το γένος Α. Κ., β)Ν. Κ. του Σ. και
γ) Μ. Κ. του Σ., …, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και
εκπροσωπούνται από την ίδια, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/12/2014 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που
κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 119/2016 του ίδιου
Δικαστηρίου και 11289/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της
τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 11/1/2018 αίτησή
της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια των
αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου
τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την από 11-1-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 11289/2017 απόφαση του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (δικάζοντος ως Εφετείου), που εκδόθηκε αντιμωλία
των διαδίκων, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, κατά της
119/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση,
απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας, και επικυρώθηκε η ως άνω απόφαση του
Ειρηνοδικείου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή των εναγόντων και ήδη
αναιρεσιβλήτων και είχε υποχρεωθεί η αναιρεσείουσα να καταβάλει σε καθένα τους
τα ποσά που εκεί αναφέρονται, νομιμότοκα. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και
εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ.1 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το
παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).
2. Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, εκ των οποίων ο 9ος απεβίωσε και
νομίμως συνεχίζουν τη δίκη, με δήλωση που καταχωρίστηκε στα πρακτικά της
παρούσας, οι κληρονόμοι του α)Φ. χήρα Σ. Κ., β) Ν. Κ. και γ)Μ. Κ., με αγωγή
ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εξέθεταν ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη
και ήδη αναιρεσείουσα στις αναφερόμενες ημερομηνίες και με την αναφερόμενη
ειδικότητα, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου
και εντάχθηκαν στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών και στη μισθολογική κατηγορία
προσωπικού Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), στον οποίο εντάσσονταν μόνο οι
κατέχοντες απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης, αμειβόμενοι με τα
προβλεπόμενα από τον …… Ότι βάσει του νέου μισθολογικού συστήματος έτους
1993, στο οποίο υπήχθη από 1.7.1993 το τακτικό προσωπικό του ….., η κατοχή
ανώτερων τυπικών προσόντων από τα απαιτούμενα για την πρόσληψη στον κλάδο ΥΕ
δεν λαμβάνονταν υπόψη για την κατάταξη του στα μισθολογικά κλιμάκια, ωστόσο, με
την από 9.6.1999 ΣΣΕ διευρύνθηκαν τα τυπικά προσόντα για την πρόσληψη στον ως άνω
κλάδο, κι έτσι εντάχθηκαν σε αυτόν και εργαζόμενοι κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου
γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού λυκείου αναλόγου ειδικότητας, οι
οποίοι όμως βάσει της περ. β’ της παρ. 4 του νέου μισθολογικού συστήματος έτους
1993, εντάχθηκαν στην κατηγορία προσωπικού ΥΕ και όχι Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης (ΔΕ). Ότι με την από 19.5.2005 ΣΣΕ (όρος 9) τροποποιήθηκε η περ. β’
της παρ. 4 του … έτσι ώστε από 1.8.2005 όσοι από προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών
κατείχαν απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμων σχολών Μέσης Εκπαίδευσης εντάχθηκαν στην
μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Ότι έκτοτε, η εναγομένη, μη τηρώντας τη μισθολογική
διάκριση μεταξύ των κατόχων απολυτηρίου 9ετούς εκπαίδευσης και των κατόχων
απολυτηρίου Λυκείου, άρχισε σταδιακά, χωρίς κριτήρια και με αδιαφανείς
διαδικασίες των Οργάνων της, να εντάσσει στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ και
εργαζομένους της που δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου, επικύρωσε δε την παραπάνω
τακτική της με την παρ. 6 του άρθρου 2 της κανονιστικής διάταξης της από
23.3.2011 ΣΣΕ, σύμφωνα με την οποία οι κάτοχοι τίτλου σπουδών ΥΕ που έως
31.12.2010 είχαν ενταχθεί στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ, διατήρησαν την ευνοϊκή
κατ’ εξαίρεση υπέρ τους μεταχείριση. Ζήτησαν δε, να υποχρεωθεί η εναγομένη να
καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, που αποτελεί
την αναδρομική καταβολή σε αυτούς των επιδίκων ποσών που αντιστοιχούν στις
διαφορές επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των ετών 2008-2012
νομιμότοκα, κατά τις αναφερόμενες στην αγωγή διακρίσεις, κυρίως προς
αποκατάσταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της συνταγματικής αρχής της
ισότητας, εφόσον από το έτος 2005 και εντεύθεν υφίστανται αδικαιολόγητη
μισθολογική διάκριση σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους, που εντάχθηκαν στην
μισθολογική κατηγορία ΔΕ, ενώ και οι ίδιοι έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα. Επί
της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 119/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, η οποία
έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα να
καταβάλει σε καθένα ενάγοντα τα ποσά που εκεί αναφέρονται αναλυτικά νομιμότοκα.
Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση η εναγομένη και επ’αυτής εκδόθηκε η
προσβαλλομένη 11289/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών(που δίκασε
ως Εφετείο), η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση της (εναγομένης),
επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια άνω απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής του άσκησε
την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης η εναγομένη-αναιρεσείουσα.
3. Επειδή, από τη γενική αρχή της προστασίας των εργαζομένων, που διαπνέει το
εργατικό δίκαιο, συνάγεται ότι η αρχή της εύνοιας υπέρ των τελευταίων δεν
εφαρμόζεται μόνο στη σχέση συλλογικής συμβάσεως εργασίας και ατομικής συμβάσεως
αλλά και στη σχέση περισσότερων πηγών διαφορετικής βαθμίδας που ρυθμίζουν την
εργασιακή σχέση (νόμου, συλλογικής συμβάσεως, ατομικής συμβάσεως, κανονισμού).
Με βάση την αρχή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, που καθιέρωσε αρχικά το άρθρο 3
παρ. 1 του Ν. 2329/1955 (που ίσχυσε μέχρι την 8-5-1990} και στη συνέχεια το
άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 680 Α.Κ.
οι ευνοϊκότεροι για τους μισθωτούς όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας
υπερισχύουν των δυσμενέστερων όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (Ολ. ΑΠ
1/2007). Επίσης, οι όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή οι όροι των
ατομικών συμβάσεων εργασίας, που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους
υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με
αμφιμερή ενέργεια (άρθρο 7 παρ. 3 Ν. 1876/1990). Οι όροι
εργασίας όμως που ρυθμίζονται με ΣΣΕ-ΔΑ ή από το νόμο, μπορούν να
τροποποιούνται με νεότερη ΣΣΕ του αυτού είδους και πεδίου ισχύος ή νεότερο
νόμο, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, διότι κατά τη διαδοχή δεν
ισχύει η αρχή της προστασίας, αλλά η αρχή της τάξεως, με εξαίρεση μόνο την
περίπτωση κατά την οποία με ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους
κανονιστικούς όρους της ΣΣΕ ή του ευνοϊκότερου νόμου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 7
του Ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων
της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη, που βλάπτει υλικά ή ηθικά το μισθωτό,
του παρέχει το δικαίωμα, αν δεν αποδεχθεί τη μεταβολή να τη θεωρήσει ως άτυπη
καταγγελία της συμβάσεως και να αξιώσει από τον εργοδότη τη νόμιμη αποζημίωση
για απροειδοποίητη καταγγελία της συμβάσεως ή να εμμείνει στους αρχικούς όρους
της συμβάσεως, αξιώνοντας την τήρησή τους. Ο εργοδότης όμως μπορεί να μεταβάλει
μονομερώς τους όρους της παροχής εργασίας, ακόμη και σε βάρος του μισθωτού,
όταν το δικαίωμα αυτό παρέχεται από την ατομική σύμβαση εργασίας ή από διάταξη
νόμου ή συλλογικής συμβάσεως ή διαιτητικής αποφάσεως ή τον τυχόν υπάρχοντα
κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Σε περίπτωση όμως που η μονομερής μεταβολή
δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ`
ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος
προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την
καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Περαιτέρω, η επιχειρησιακή συνήθεια,
δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό
ορισμένων ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο
χώρο της επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά
μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης,
είτε ρητώς, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση
μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε, χωρίς θετική υπόσχεση,
χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους
εργαζόμενους, παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί το χαρακτήρα της
μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο
αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του
εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές στις οποίες αυτός προβαίνει προς
τους εργαζόμενους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 4
παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του
νόμου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας (γενικής αρχής της ισότητας) αποτελεί η
διάταξη του άρθρου 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος, με την οποία προβλέπεται το
δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίσης αξίας παρεχόμενη εργασία, καθιερώνει όχι μόνο
την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι
αυτών, δεσμεύει δε τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να
ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες
προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές
εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι
κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο
των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη
κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ` αδικαιολόγητη
δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος
λόγος, ο οποίος επιβάλλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή, που εισάγει
τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Τα ίδια
ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς
δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε στην περίπτωση, κατά την
οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτή
και σε εκείνους, που αδικαιολόγητα εξαιρούνται. Πρέπει, όμως, η εν λόγω παροχή
να είναι νόμιμη, δηλαδή να έχει χορηγηθεί με νόμιμο τρόπο. Διαφορετικά δεν
παραβιάζεται η συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι ισότητα στην παρανομία δεν
νοείται. Ακόμη, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που απορρέει από το άρθρο 288
Α.Κ. και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ.1 εδ. β` του Συντάγματος και 119 της
Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., επιβάλλει ισότητα αμοιβής μεταξύ εργαζομένων, που ανήκουν
στην αυτή κατηγορία και παρέχουν την ίδια εργασία υπό τις αυτές συνθήκες,
συνακόλουθα δε παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα να αξιώσει από τον εργοδότη
του την παροχή, την οποία καταβάλλει οικειοθελώς (βάσει συμβατικής ρυθμίσεως)
σε άλλο εργαζόμενο, ο οποίος ανήκει στην αυτή κατηγορία και παρέχει τις ίδιες
υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή
πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δίκαιη και εύλογη. Για την
εφαρμογή, πάντως, της ανωτέρω αρχής δεν αρκεί η παροχή να έχει οικειοθελή
χαρακτήρα αλλά θα πρέπει και η χορήγηση αυτής να έγινε νόμιμα. Η παρά το νόμο
χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους μισθωτούς δεν δικαιολογεί ανάλογη
αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν, διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης
μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως
προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν μπορεί να αξιωθεί (ΑΠ 334/2013, ΑΠ
431/2011).
4. Περαιτέρω δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν. 1876/1990, οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών και οι μεμονωμένοι
εργοδότες έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για την κατάρτιση
της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στα πλαίσια των διατάξεων αυτών, οι νόμιμοι
εκπρόσωποι του … και της …, μετά από διαπραγματεύσεις, υπέγραψαν την
Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας [ΕΣΣΕ] έτους 1993, η οποία κατατέθηκε
στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας της Νομαρχίας Αθηνών στις 6-8-1993 και μετά από
προηγούμενη έγκριση από το Διοικητικό Συμβούλιο. Δυνάμει της ως άνω Συμβάσεως,
συμφωνήθηκαν και έγιναν αμοιβαία αποδεκτοί οι όροι του Νέου Μισθολογικού
Συστήματος έτους 1993 (αριθμ. …49/27.7.1993), το οποίο εφαρμόσθηκε στο
Τακτικό Προσωπικό του Δικτύου [Μόνιμο και Δόκιμο] από 1η Ιουλίου 1993. Συνεπεία
όλων αυτών των όρων, προϋποθέσεων και διατάξεων του ενιαίου Μισθολογίου, όλο το
προσωπικού του Κλάδου Ελιγμών εντάχθηκε από 1-7-1993 στην μισθολογική κατηγορία
της Υποχρεωτικής Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης [ΥΕ]. Εξάλλου, με την καθιέρωση Νέου
… που κυρώθηκε με τον νόμο 2671/1998- ΦΕΚ 289/28.12.1998 και δυνάμει του
άρθρου 68 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι “οι αποδοχές του Προσωπικού
καθορίζονται με βάση την ισχύουσα, κάθε φορά, Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας, την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις διατάξεις της
Εργατικής Νομοθεσίας [άρθρο 68 παρ. 1]. Με το άρθρο δε 18 αυτού ορίζεται ως
ειδικό προσόν πρόσληψης στον κλάδο προσωπικού Ελιγμών ο απολυτήριος τίτλος
9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου προς αυτόν. Με την ΕΣΣΕ έτους
1999- άρθρο ΙΙ-ΘΕΣΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ παράγραφος 2 : “Στο τέλος του εδαφίου ιδ της
παραγράφου 1 τον άρθρου 18 του ΓΕΚΑΠ προστέθηκε η εξής παράγραφος 2 “Στον
Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών μπορούν να προσληφθούν και οι κατέχοντες απολυτήριο
Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή ενιαίου πολυκλαδικού Λυκείου αναλόγου
ειδικότητας, αυτής καθοριζόμενης με απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου με την
προκήρυξη των θέσεων ή Τεχνικού ή Επαγγελματικού Λυκείου ή Τεχνικού –
Επαγγελματικού Λυκείου αναλόγου ειδικότητας, αυτής καθοριζομένης με απόφαση του
Διευθύνοντος Συμβούλου με την προκήρυξη των θέσεων ή εξαταξίου γυμνασίου”.
Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ως άνω Ν. 2671/ 1998 ορίζεται ότι, “1. Από τη
θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου καταργείται κάθε διάταξη νόμου, κανονισμού
εργασίας (ΓΕΚΑΠ, ΚΩΕΑΠ, ΚΔΑ) με ισχύ νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας, όροι
επιχειρησιακών συλλογικών συμφωνιών, αποφάσεις της Διοίκησης του Οργανισμού ή
των εντεταλμένων οργάνων του και πρακτική, οποιουδήποτε χαρακτήρα ή νομικής
δεσμευτικότητας, που αντίκειται ρητά και ειδικά στις διατάξεις του”, ενώ
με το άρθρο 21 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από
τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12 -1998). Εν
συνεχεία δυνάμει της ΕΣΣΕ έτους 2005 όσοι από το Προσωπικό του Κλάδου Ελιγμών
κατείχαν Απολυτήριο Λυκείου η Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης,
εντάχθηκαν στην μισθολογική κατηγορία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ] από
1-8-2005. Ειδικότερα, η από 19.9.2005 ΕΣΣΕ, στην παράγραφο Ι – άρθρο 9 αυτής
ορίζει ότι “Από 1.8.2005 Προσωπικό του Κλάδου Προσωπικού Ελιγμών το οποίο
κατέχει Απολυτήριο Λυκείου ή Ισότιμων με αυτό Σχολών Μέσης Εκπαίδευσης,
εντάσσεται στη μισθολογική κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης [ΔΕ]
τροποποιούμενης στο σημείο αυτό της περιπτώσεως β της παραγράφου 4 του Νέου
Μισθολογικού Συστήματος έτους 1993”. Με την Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
έτους 2011, το προσωπικό του ΟΣΕ κατατάχθηκε από 1.6.2011 σε ανάλογη κατηγορία
[ΥΕ, ΜΕ, ΠΕ4 ΚΑΙ ΠΕ5] με βάση τα προσόντα του, εφόσον το πτυχίο που διέθετε
περιλαμβανόταν στις προϋποθέσεις για την απασχόληση στην θέση που κατείχε στις
31.12.2010. Ειδικότερα, η από 23.03.2011 ΕΣΣΕ στο άρθρο 2 παράγραφοι 1-6 αυτής,
ορίζει τα εξής: “Εφόσον περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την
απασχόληση του στη θέση που κατέχει στις 31/12 κάθε ημερολογιακού έτους, το
Πτυχίο κάθε Εργαζομένου προσδιορίζει την Κατηγορία που κατατάσσεται την 1/1 του
επόμενου ημερολογιακού έτους, ως εξής: Κατηγορία ΥΕ: απολυτήριο Γυμνασίου η
ισότιμο, Κατηγορία ΜΕ: απολυτήριο Λυκείου ή ισότιμο ,Κατηγορία ΠΕ 4: πτυχίο ΑΕΙ
Ή ΤΕΙ ή ισότιμο (4ετούς φοίτησης), Κατηγορία ΠΕ5: πτυχίο Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. ή
ισότιμο (5 έτους φοίτησης).
1. Για τις ανάγκες της παρούσας ως Πτυχίο νοείται κάθε τίτλος σπουδών σχολείου
(δημοτικού, Γυμνασίου ή Λυκείου) ή Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος ή
Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της ημεδαπής (ή κατά νόμο αναγνωρισμένος
ως ισότιμος αυτού), που ο Εργαζόμενος κατέχει και έχει καταθέσει μέχρι τις
31/12 κάθε προηγούμενου ημερολογιακού έτους στην αρμόδια για το Ανθρώπινο
δυναμικό Λειτουργική Μονάδα της Εταιρείας. Όπως και κάθε άλλη, προβλεπόμενη,
στην παρούσα κατάθεση εγγράφου, η κατάθεση αυτή αποδεικνύεται μόνο με έγγραφη
και ενυπόγραφη βεβαίωση κατάθεσης της παραπάνω Λειτουργικής Μονάδας,
αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου.
2. Για την κατάταξη σε Κατηγορία, λαμβάνεται υπόψη μόνον ένα Πτυχίο ανά
Εργαζόμενο, το εκάστοτε υψηλότερο κατατεθέν κατά την προηγούμενη παράγραφο. 3.
Πτυχίο, η κτήση του οποίου δεν περιλαμβάνεται στις προϋποθέσεις για την
κατάληψη της θέσης όπου ασχολείται ο Εργαζόμενος, δεν λαμβάνεται υπόψη στον
προσδιορισμό της Κατηγορίας του.
4. Η διάκριση της παρ. 1 μεταξύ πτυχίου 4ετούς και πτυχίου δετούς φοίτησης
αναφέρεται στην ελάχιστη επιτρεπτή χρονική διάρκεια κτήσης του πτυχίου.
5. Κατ’ εξαίρεση των συμφωνούμενων στο παρόν Άρθρο, εφόσον στις 31-12-2010
Εργαζόμενος στερούμενος Απολυτηρίου Λυκείου ή ισότιμου είχε παρά ταύτα ενταχθεί
στην Κατηγορία ΜΕ (Μέσης Εκπαίδευσης), παραμένει σ’ αυτήν”. Η από 3-8-1993
Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η από 9-6-1999 Επιχειρησιακή
Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, η από 19.09.2005 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση
Εργασίας και η από 23.03.2011 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, έχουν περιβληθεί όλων
των απαιτούμενων διατυπώσεων δημοσιότητας και έχουν αποκτήσει ισχύ νόμου. Ο
προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης
ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας
ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι
προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι
προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση
εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε
αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται
εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την
κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με
τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας
κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των
διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών
παραδοχών, ήτοι αποκλειστικά των πραγματικών περιστατικών που δέχεται το
δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 319/2017, ΑΠ 130/2016).
5. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αίτησης, η
αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του
άρθρου 560 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο, κρίνοντας την αγωγή (με το
περιεχόμενο που αναφέρθηκε στην με αριθμό 2 σκέψη) ως νόμιμη, παραβίασε τις
διατάξεις ουσιαστικού δικαίου με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή και δη το
άρθρο 10 παρ. 1 του ν.δ. 532/1972, το άρθρο 17 παρ. 2 περ. ι’ της ΚΥΑ
41342/4616 (ΦΕΚ 1168Β/27-12-1996), την ΕΣΣΕ 1993, το άρθρο 68 παρ. 1 του νέου
… την ΕΣΣΕ 2005, την ΕΣΣΕ 2011 και δη τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1-6 και
του άρθρου 4 παρ. 2 αυτής, την διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 1876/1990, τις διατάξεις
των άρθρων 14 παρ. 3 της ΕΣΣΕ 2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2
του ν. 3899/2010 και τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος. Από
την επισκόπηση της προσβαλλομένης προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που
δίκασε ως Εφετείο δέχθηκε τα εξής: ” Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι,
απασχολούνται στην εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία
“… Α.Ε.” με την αναφερόμενη στην αγωγή για τον καθένα ειδικότητα
και ανήκουν στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών, έχοντας ενταχθεί στη μισθολογική
κατηγορία ΥΕ ως κάτοχοι απολυτηρίου 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Με την υπ’
αριθ….49/27.7.1993 απόφαση του Γενικού Διευθυντή του …., καταρτίσθηκε το νέο
μισθολογικό σύστημα στο οποίο υπήχθη το τακτικό προσωπικό της εναγομένης και
ήδη εκκαλούσας από 1.7.1993, με το οποίο επιχειρήθηκε η οργάνωση μισθολογίου με
βάση τα τυπικά προσόντα του προσωπικού, δηλαδή υποχρεωτική πρωτοβάθμια
εκπαίδευση (ΥΕ), δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ΔΕ) κλπ, να ενταχθούν οι κλάδοι,
δηλαδή οι ειδικότητες, των εργαζομένων σε μισθολογικές κατηγορίες για να
εξαλειφθούν ανισότητες και ενδοκλαδικές αντιθέσεις εργαζομένων με όμοια τυπικά
προσόντα και διαφορετικές ειδικότητες. Ο σκοπός όμως αυτός δεν επιτεύχθηκε,
καθώς στην πράξη, με αποφάσεις της Διοίκησης του …, αναβαθμίσθηκαν μισθολογικά
εργαζόμενοι της μισθολογικής κατηγορίας ΥΕ σε κατηγορία ΔΕ, με αποτέλεσμα η
ένταξη διαφόρων ειδικοτήτων εργαζομένων, που ανήκαν μεν σε διαφορετικούς
κλάδους αλλά είχαν τα ίδια τυπικά προσόντα, να έχουν διαφορετική μισθολογική
μεταχείριση. Η κατάσταση αυτή δημιούργησε παράπονα σε μερίδα εργαζομένων, που
ανήκαν στην κατηγορία ΥΕ, όπως οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι. Το ζήτημα αυτό
μάλιστα είχε ευρέως συζητηθεί και στο σωματείο του Προσωπικού Ελιγμών … καθώς
και στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Σιδηροδρομικών, που το υποστήριξαν με
παραστάσεις στη Διοίκηση του …., η οποία πάντα υποσχόταν ότι το θέμα θα λυθεί.
Όλοι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι έχουν ενταχθεί στην μισθολογική κατηγορία
ΥΕ, σύμφωνα με το μισθολόγιο του 1993, διότι ανήκουν στον κλάδο Προσωπικού
Ελιγμών και έχουν απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ομοίως, έχουν
απολυτήριο 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης άλλες ειδικότητες εργαζομένων, οι
οποίοι ανήκουν στον κλάδο τεχνιτών μηχανοστασίων – εργοστασίων, ο οποίος
εντάσσεται στην κατηγορία ΔΕ και αμείβονται με το μισθολόγιο της κατηγορίας
αυτής ως εάν να ήταν κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου. Επίσης, αποδείχθηκε ότι όλοι
οι παραπάνω εργαζόμενοι, μετά την πρόσληψη τους στον …, εκπαιδεύονται κατάλληλα
για να εκτελέσουν τα καθήκοντα του κλάδου, δηλαδή της ειδικότητάς τους, χωρίς η
εκπαίδευση αυτή να αποτελεί προσόν μισθολογικής προαγωγής, ένταξης ή
αναβάθμισης. Η άνιση αυτή μεταχείριση των εργαζομένων στον … με τυπικό προσόν
την 9ετή υποχρεωτική εκπαίδευση, εξουδετέρωσε στην πράξη τη μισθολογική
κατηγορία ΥΕ και έκανε ενιαία τη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, η οποία πλέον
περιέχει εργαζομένους διαφόρων ειδικοτήτων, αυτών δηλαδή που το μισθολόγιο του
έτους 1993 υπήγαγε στις μισθολογικές κατηγορίες ΥΕ και ΔΕ. Ενδεικτικά στους
εργαζομένους αυτούς συμπεριλαμβάνονται και οι τεχνίτες Δ. Μ., Ι. Μ., Γ. Β., Γ.
Κ. και Α. Ρ., ο οποίος έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί, οι οποίοι έχουν τυπικό προσόν
9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης και παρά ταύτα αντί να ανήκουν στη μισθολογική
κατηγορία ΥΕ, όπως οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι, ήταν και είναι έως σήμερα
ενταγμένοι στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ, χωρίς να διαθέτουν το εκεί απαιτούμενο
τυπικό προσόν της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Όπως συνομολογεί και η εναγομένη
και ήδη εκκαλούσα, το Δ.Σ. της … είχε τη δυνατότητα να προβαίνει μονομερώς
και προς όφελος των εργαζομένων, δηλαδή χωρίς σύναψη ΕΣΣΕ στην τροποποίηση
διατάξεων του νέου μισθολογικού συστήματος του 1993. Στα πλαίσια δε αυτής της
δυνατότητας, προέκυψαν και οι δυσμενείς αυτές διακρίσεις με την αναβάθμιση κλάδων
εργαζομένων στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Η δυνατότητα αυτή καταργήθηκε με τη
νεότερη διάταξη του άρθρου 68 του νέου ΓΕΚΑΠ (ΦΕΚ 289Α/28.12.1998), σύμφωνα με
την τελευταία παράγραφο του οποίου, οι αποδοχές του προσωπικού καθορίζονταν με
βάση την ισχύουσα κάθε φορά Επιχειρησιακή ΣΣΕ, την Εθνική Γενική ΣΣΕ και τις
διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Και στον νέο ΓΕΚΑΠ, με το άρθρο 18 αυτού,
το τυπικό προσόν πρόσληψης στον Κλάδο Προσωπικού Ελιγμών εξακολούθησε να
υφίσταται, ως απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης
ισοτίμου προς αυτήν σχολής, δηλ. της ΥΕ. Στο εν λόγω τυπικό προσόν πρόσληψης
στον συγκεκριμένο κλάδο, προστέθηκε και το απολυτήριο Λυκείου γενικής
κατεύθυνσης ή εξαταξίου γυμνασίου κλπ, με την ΕΣΣΕ 1999. Με την ΕΣΣΕ 2005, προσωπικό
του Κλάδου Ελιγμών που κατείχε απολυτήριο Λυκείου ή ισοτίμων με αυτό σχολών
μέσης εκπαίδευσης από 1.8.2005 εντάχθηκε στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ,
τροποποιούμενης στο σημείο αυτό της περ. β’ της παρ. 4 του Νέου Μισθολογικού
Συστήματος έτους 1993. Στην από 23.3.2011 ΣΣΕ, στο άρθρο 2 είχε προβλεφθεί ότι
“κατ’ εξαίρεση των συμφωνηθέντων στο παρόν άρθρο, εφόσον στις 31.12.2010
εργαζόμενος στερούμενος απολυτηρίου λυκείου ή ισοτίμου είχε παρά ταύτα ενταχθεί
στην κατηγορία μέσης εκπαίδευσης (ΜΕ), παραμένει σε αυτήν”. Με βάση τα
ανωτέρω, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν έχει ήδη από το 1998
τη δυνατότητα να αναβαθμίζει κλάδους εργαζομένων σε ανώτερη μισθολογική κλίμακα
παρά μόνο ακολουθώντας τις σχετικές ΣΣΕ, και ότι πλέον με τις ΣΣΕ 2005 και 2011
ορίσθηκε ότι στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ έχουν ενταχθεί οι εργαζόμενοι του
προσωπικού του Κλάδου Ελιγμών που κατείχαν απολυτήριο λυκείου, ενώ όσοι εκ των
λοιπών εργαζομένων σε άλλους κλάδους αναβαθμίσθηκαν στο παρελθόν από ΥΕ σε ΔΕ
χωρίς να έχουν τα τυπικά προσόντα, παραμένουν στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ,
χωρίς όμως να υπάρχει πλέον δυνατότητα επέκτασης αυτής της αναβάθμισης και
στους λοιπούς εργαζομένους των ιδίων τυπικών προσόντων. Ο ισχυρισμός της
εναγομένης και ήδη εκκαλούσας ότι εφαρμόζει απλώς τις ισχύουσες ΣΣΕ χωρίς να
έχει διαφορετική δυνατότητα και συνεπώς ότι εκ του λόγου αυτού δεν υπάρχει
δυσμενής διάκριση, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθώς ήδη η δυσμενής
διάκριση από μέρους της έγινε με την αναβάθμιση μερικών μόνο κλάδων εργαζομένων
που είχαν τα ίδια τυπικά προσόντα με άλλους, η δε αποστέρηση το 1998 της
δυνατότητας λήψης τέτοιων αποφάσεων από το ΔΣ της …. δεν ανατρέπει το αρχικώς
δυσμενές της διακρίσεως. Ο δε ισχυρισμός της ότι δεν μπορεί να παραβλέψει τις
υποχρεωτικές γι’ αυτήν ΣΣΕ είναι απορριπτέος καθώς η πρόβλεψη της ΣΣΕ του 2011
ότι όποιος εργαζόμενος είχε ήδη ενταχθεί χωρίς τυπικά προσόντα στην ανώτερη
μισθολογική κατηγορία παραμένει σε αυτήν, δηλαδή χωρίς να επανέρχεται στην
κατηγορία ΥΕ από όπου είχε αναβαθμισθεί άνευ των τυπικών προσόντων στην
κατηγορία ΔΕ, αλλά και χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα απάλειψης των δυσμενών
διακρίσεων με την αναβάθμιση και των λοιπών εργαζομένων με τα ίδια τυπικά
προσόντα, είναι άκυρη ως αντίθετη στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και συνεπώς
μη εφαρμοστέα ως προς τους άλλους εργαζομένους ως αντισυνταγματική. Κατ’
ακολουθίαν απορριπτέος είναι ο λόγος εφέσεως που προβάλλει η εναγομένη και ήδη
εκκαλούσα, σύμφωνα με τον οποίο αδυνατεί να προβεί σε αναβάθμιση και των
εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων λόγω των κανονιστικών διατάξεων της ΣΣΕ 2011. Για
τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο οι
ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι δεν μπορούν να υπαχθούν στην κατηγορία ΔΕ επειδή
δεν κατείχαν απολυτήριο λυκείου όπως προέβλεπε η ΣΣΕ 2005, καθώς όπως προελέχθη
η αναβάθμισή τους στην κατηγορία ΔΕ πρέπει να γίνει ανεξαρτήτως του εάν
κατέχουν απολυτήριο λυκείου ή όχι, στα πλαίσια της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Τέλος απορριπτέος είναι και ο λόγος εφέσεως, κατά τον οποίο η απόφαση στερείται
πλήρους αιτιολογίας, καθώς όπως ήδη προαναφέρθηκε μη εφαρμοστέα ως
αντισυνταγματική είναι η ΣΣΕ 2011 ως προς την παραμονή στην κατηγορία ΔΕ όσων
έχουν ήδη αναβαθμισθεί σε αυτήν στο παρελθόν άνευ των τυπικών προσόντων, χωρίς
όμως παράλληλα τη δυνατότητα αναβάθμισης και των άλλων εργαζομένων με τα ίδια
τυπικά προσόντα στη μισθολογική κατηγορία ΔΕ. Η δε ανωτέρω άνιση μεταχείριση θα
απαλειφθεί μόνο με την εφαρμογή των ευνοϊκών ρυθμίσεων της ΣΣΕ 2011 και για
τους λοιπούς εργαζομένους, άρα και για τους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους.
Έτσι, καθένας από αυτούς δικαιούται να λάβει αναδρομικά για τα έτη 2008-2012 τα
αιτούμενα χρηματικά ποσά, όπως τα επί μέρους κονδύλια λεπτομερώς αναφέρονται
στους συνημμένους στην αγωγή πίνακες, τους οποίους δεν αμφισβητεί ειδικότερα η
εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, νομιμοτόκως από τότε που κατέστη κάθε επί μέρους
κονδύλιο απαιτητό μέχρι την εξόφληση, γενομένης δεκτής της αγωγής ως κατ’
ουσίαν βάσιμης”. Μετά τις παραδοχές του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο
απέρριψε την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και επικύρωσε την
πρωτοβάθμια απόφαση του Ειρηνοδικείου, με την οποία είχε υποχρεωθεί η εναγομένη
να καταβάλει σε καθένα ενάγοντα τα ποσά που εκεί αναλυτικά αναφέρονται, για
διαφορές επί του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των ετών 2008 έως 2012
προς αποκατάσταση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της συνταγματικής αρχής
της ισότητας.
6. Με την κρίση αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο,
παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, που
αναφέρονται στις με αριθμούς 3 και 4 μείζονες σκέψεις της παρούσας. Ειδικότερα,
σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 7 παρ. του ν. 1876/1990, οι
κανονιστικοί όροι των Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας έχουν άμεση
και αναγκαστική ισχύ, έχουν ουσιαστική ισχύ νόμου οι δε αποδοχές των
εργαζομένων της εναγομένης, η οποία αποτελεί δημόσια επιχείρηση που ανήκει εξ
ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 1 του νέου Γενικού
Κανονισμού Προσωπικού του ….(ΓΕΚΑΠ έτους1998), καθορίζονται με βάση τις
ισχύουσες ΕΣΣΕ και τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, επειδή δε για τους
εργαζομένους της στο κλάδο προσωπικού ελιγμών, όπως οι ενάγοντες, αρχικά
ορίστηκε ο απολυτήριος τίτλος 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης ή άλλης ισοτίμου
προς αυτήν κατά το άρθρο 18 του νέου ΓΕΚΑΠ, στη συνέχεια με την ΕΣΣΕ έτους 1999
προστέθηκε και το απολυτήριο Λυκείου γενικής κατεύθυνσης ή εξαταξίου Γυμνασίου,
δυνάμει δε της ΕΣΣΕ έτους 2005, όσοι από τον κλάδο των ελιγμών κατείχαν
απολυτήριο Λυκείου εντάχθηκαν από 1-8-2005 στη μισθολογική κατηγορία
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και με βάση τέλος την ΕΣΣΕ έτους 2011, το προσωπικό
του … κατατάχθηκε από 1-6-2011 σε ανάλογη κατηγορία με βάση τα προσόντα που
κατείχε στις 31-12-2010, αφού η τελευταία έχει περιβληθεί, όπως άλλωστε και οι
προηγούμενες (ΕΣΣΕ), όλων των απαιτουμένων διατυπώσεων δημοσιότητας και έχουν
ισχύ ουσιαστικού νόμου.
Συνεπώς, εφόσον η εναγομένη δεν ενέταξε τους ενάγοντες από 1-8-2005 στην
μισθολογική κατηγορία Μέσης Εκπαίδευσης, διότι δεν διέθεταν απολυτήριο Λυκείου,
(πράγμα που ισχυρίζονται στην αγωγή τους, ότι δηλαδή δεν κέκτηνται απολυτήρο
Λυκείου), στην συνέχεια δεν τους ενέταξε από 1-6-2011, στην κατηγορία υπαλλήλων
ΔΕ (δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) από ΥΠ (υποχρεωτικής εκπαίδευσης), διότι αυτοί
δεν ενέπιπταν στη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 της ΕΣΣΕ 2011 και εφόσον η
εναγομένη, δεν είχε πλέον σύμφωνα με το άρθρο 17 του ως άνω Ν. 2671/1998 από τη
θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, που άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α` 289/28-12-1998), την εξουσία να τους υπαγάγει σε
υπαλλήλους ΔΕ, καθόσον αυτοί ήσαν ΥΕ, δεν παραβίασε τις άνω διατάξεις (3ης και
4ης μείζονας σκέψης) και την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, τις
οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Αν η εναγομένη κατάτασσε τους ενάγοντες,
μετά την ισχύ του νέου της ΓΕΚΑΠ (έτος 1998) και την ισχύ των άνω ΕΣΣΕ, καίτοι
δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου, στην κατηγορία ΔΕ
(δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), εφόσον αυτοί είχαν απολυτήριο 9ετούς φοίτησης και
άρα ήσαν κατηγορίας ΥΕ, (υποχρεωτικής εκπαίδευσης), η παροχή αυτή της
εναγομένης προς τους ενάγοντες, δεν θα ήταν σύννομη και συνεπώς δεν μπορεί να
γίνει λόγος, στην προκειμένη περίπτωση, που η εναγομένη αρνήθηκε την εν λόγω
κατάταξη, για παραβίαση εκ μέρους της, της αρχής της ισότητας και της ίσης
μεταχείρισης, διότι η παρά το νόμο χορήγηση οικειοθελών παροχών σε ορισμένους
μισθωτούς, δεν δικαιολογεί ανάλογη αξίωση των μισθωτών, που δεν τις έλαβαν,
διότι η αξίωση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν μπορεί να θεμελιωθεί στην
εργοδοτική παρανομία, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ισότητα στην παρανομία δεν
μπορεί να αξιωθεί. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι βάσιμος. 7.
Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο
σύνολό της και παρέλκει η εξέταση του δευτέρου λόγου της αίτησης. Περαιτέρω και
σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ. α` ΚΠολΔ,( όπως έχει αντικατασταθεί με το
άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1
άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015), ο Άρειος Πάγος μπορεί να κρατήσει
την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη
διευκρίνιση. Στην προκείμενη περίπτωση, μετά την αναίρεση αναβιώνει η
εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης, εκεί
εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της,
διότι η αγωγή είχε γίνει εν μέρει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και η
εκκαλούσα επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά
την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη
νόμιμη, διότι οι ενάγοντες δεν είχαν τα απαιτούμενα προσόντα για την κατάταξή
τους στην μισθολογική κατηγορία ΔΕ/ΜΕ, όπως τα προσόντα αυτά καθορίστηκαν με
τις αναφερόμενες, στις με αριθμούς 3 και 4 μείζονες σκέψεις, επιχειρησιακές
συμβάσεις εργασίας που αποτελούν αναγκαστικό δίκαιο. Επομένως, δεν απαιτείται
περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να
κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του
λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Η
δικαστική δαπάνη ενώπιον του Αρείου Πάγου αλλά και του δεύτερου και πρώτου
βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων, λόγω των
ερμηνευτικών δυσχερειών που υπήρξαν ως προς την αληθινή έννοια των διατάξεων
που εφαρμόσθηκαν (ΚΠολΔ 179).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 11289/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κρατεί την υπόθεση.
Δικάζει την έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας.
Δέχεται αυτή. Εξαφανίζει την 119/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει την από 30-12-2014 (αριθμό κατάθεσης 2173/2014) αγωγή. Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα ενώπιον του Αρείου Πάγου αλλά
και του δεύτερου και πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου 2019.
ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN