Αιτιολογική έκθεση – σχέδιο νόμου Αιτιολογική έκθεση – σχέδιο νόμου ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη – Παράβολα, Εθελοντική Αποκάλυψη Αδήλωτων Εισοδημάτων, Ηλεκτρονικές Συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (ν. 3588/2007, Α’ 153)
Α. ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Καθώς η χώρα μας αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση, η Πολιτεία λαμβάνει μέτρα για να ανακόψει ή τουλάχιστον να περιορίσει τις δραματικές συνέπειες της κρίσης χρέους που έχει άμεσες και οδυνηρές επιπτώσεις στους ανθρώπους, στην απασχόληση και στις επιχειρήσεις. Ήδη η οικονομική κρίση έχει οδηγήσει σε δραματική αύξηση του αριθμού των προβληματικών επιχειρήσεων. Η αναζήτηση ισχυρών θεσμικών αναχωμάτων καθίσταται επιβεβλημένη έτσι ώστε να υπάρξει δίκαιη εξισορρόπηση των συμφερόντων, προστασία των αδυνάτων και αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης.

Ο ρόλος του πτωχευτικού δικαίου είναι εν προκειμένω καθοριστικός για τη λειτουργία της οικονομίας. Ρυθμίζει την ορθή δικαιικά τάξη της εξόδου από την αγορά, αλλά και την οικονομική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων που ατύχησαν. Είναι επομένως ένας θεμελιώδης κλάδος δικαίου με κατευθυντήρια και ρυθμιστική αποστολή στη λειτουργία και στη δομή της αγοράς. Η αναθεώρησή του θα είναι τριπλά επωφελής, γι’ αυτό και οι προτεινόμενες ρυθμίσεις κινούνται πάνω στους εξής τρεις άξονες:
(α) Παροχή ουσιαστικής δυνατότητας επαναδραστηριοποίησης (fresh start) του έντιμου επιχειρηματία που ατύχησε παρόλες τις καλόπιστες προσπάθειές του.
(β) Ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και σύντμηση των προθεσμιών εκτύλιξης της πτωχευτικής διαδικασίας, έτσι ώστε, για μεν τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις, η πτώχευση να ολοκληρώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα, για δε τις βιώσιμες επιχειρήσεις, να τίθενται τάχιστα σε εφαρμογή οι μηχανισμοί διάσωσης, (γ) Ενίσχυση της εξυγιαντικής λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου για τις βιώσιμες επιχειρήσεις, έτσι ώστε αυτό να μην αποτελεί καταστροφέα αξιών, αλλά
ένα σύγχρονο εργαλείο αντιμετώπισης της εμπορικής αφερεγγυότητας, με έμφαση στην προληπτική του διάσταση και στην ανάγκη διάσωσης παραγωγικών πόρων (ανθρωπίνων και μη), παράλληλα προς τη λειτουργία του ως συλλογική ικανοποίηση των δανειστών στην προκύπτουσα «κοινωνία ζημίας», με όρους ισότητας (par conditio creditorum).

Οι ανωτέρω άξονες αναπτύσσονται ως ακολούθως:

(α) Χορήγηση δεύτερης ευκαιρίας – απαλλαγή Με την εισαγωγή του θεσμού της απαλλαγής, ο οποίος βρισκόταν σε αχρησία στο προγενέστερο δίκαιο, αποφορτίζεται και αποενοχοποιείται κοινωνικοηθικά η πτώχευση και καθίσταται δυνατή η παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε οφειλέτες – φυσικά πρόσωπα, τα οποία πτώχευσαν, χωρίς να τους βαρύνει κακόπιστη συμπεριφορά. Η δεύτερη ευκαιρία υλοποιείται με την πλήρη απαλλαγή του οφειλέτη που έχει κηρυχθεί συγγνωστός, μετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως με την περάτωσή της, από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία.
Η προτεινόμενη ρύθμιση βασίζεται σε πρότυπα σχετικών ρυθμίσεων άλλων κρατών μελών και εναρμονίζεται απολύτως με τις σχετικές αρχές της Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12.3.2014 για μια νέα προσέγγιση της επιχειρηματικής αποτυχίας και της αφερεγγυότητας (C 2014/1500, εφεξής «η Σύσταση»), η οποία αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στο θεσμό της απαλλαγής ως μέσον για την ουσιαστική παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε επιχειρηματίες που πτωχεύουν. Προϋποθέτοντας διαπίστωση μόνον καλής πίστης και έλλειψης δόλου από τον οφειλέτη, ο θεσμός της απαλλαγής αναμένεται να λειτουργήσει ευεργετικά προς την κατεύθυνση επαναδραστηριοποίησης πολλών επιχειρηματιών που επλήγησαν από τη δριμεία οικονομική κρίση, αναγκαζόμενοι να υποστούν την πτωχευτική διαδικασία παρόλες τις έντιμες προσπάθειες αποφυγής της και οι οποίοι αντιμετωπίζουν καταστάσεις ισοδύναμες με «συναλλακτικό θάνατο».
(β) Απλοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας – Σύντμηση προθεσμιών Η αποτελεσματικότερη εφαρμογή του πτωχευτικού δικαίου και η ταχύτερη περάτωσή των εργασιών της πτώχευσης κρίθηκε απολύτως αναγκαία, καθώς το ισχύον δίκαιο περιλαμβάνει ρυθμίσεις που η σχετική πρακτική έχει αποδείξει ότι επιβαρύνουν τη διαδικασία χρονικά, χωρίς να αντλείται κάποιο όφελος από την εφαρμογή τους. Κατ’ αποτέλεσμα, έτσι όπως εφαρμόζεται σήμερα η πτωχευτική διαδικασία, συχνό είναι το φαινόμενο οι εργασίες της πτώχευσης να ολοκληρώνονται σε χρόνο πέραν της δεκαετίας, με επιβλαβή αποτελέσματα για το σύνολο των εμπλεκομένων μερών, αλλά και την εθνική οικονομία γενικότερα.
Από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις αυτής της κατηγορίας αναφέρονται, ενδεικτικά:
Στο άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4, κατά το πρότυπο του ισχύοντος άρθρου 100 παρ. 2 που αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν, δηλαδή, η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη, απαιτείται η προσκόμιση
οικονομικών καταστάσεων και βεβαίωσης για τα χρέη προς το δημόσιο, προς υποβοήθηση του δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.
Σε αρμονία με τη γενική στόχευση του σχεδίου νόμου για σύντμηση των διαδικασιών, καταργείται το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 114). Και τούτο διότι η ανάμιξη του δικαστηρίου θα πρέπει να περιορίζεται στον απαραίτητο εκείνο βαθμό προκειμένου να διασφαλίζονται τα δικαιώματα όσων επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Η προστασία των προσώπων αυτών διασφαλίζεται με τους λόγους απόρριψης του σχεδίου, που ρυθμίζονται στο άρθρο 124.
Για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας:

– αντικαθίστανται οι αρμοδιότητες του πτωχευτικού δικαστηρίου με αρμοδιότητες του εισηγητή, όπως λ.χ. για την κατακύρωση της επιχείρησης στον πλειοδότη, τον ορισμό νέας τιμής πρώτης προσφοράς, την παροχή άδειας για εκποίηση ακινήτου όταν ήδη ξεκίνησε η εκτέλεση από τους ενέγγυους πιστωτές, την παροχή άδειας για εκποίηση ακινήτων του οφειλέτη, την επανάληψη του πλειστηριασμού.
– περιορίζονται οι περιπτώσεις προσφυγής στο πτωχευτικό δικαστήριο ή στον εισηγητή δικαστή.
Για λόγους περαιτέρω απλοποίησης της διαδικασίας των μικροπτωχεύσεων προστίθεται η δυνατότητα του πτωχευτικού δικαστηρίου να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του ΠτΚ, προκειμένου να υποδεικνύει άλλον (διαδικαστικά απλούστερο και χρονικά συντομότερο) τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας.
Τέλος προβλέπεται δραστική σύντμηση προθεσμιών διενέργειας διαδικαστικών πράξεων και άσκησης ενδίκων βοηθημάτων, η δυνατότητα εκ νέου σύγκλησης συνέλευσης των πιστωτών εφόσον εμφανισθεί αξιόχρεος επενδυτής για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου ή κλάδων, η διεύρυνση των περιπτώσεων καταλογισμού αστικής ευθύνης διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών, η κατάργηση του θεσμού της αποκατάστασης.
(γ) Ενίσχυση εξυγιαντικής λειτουργίας βιώσιμων επιχειρήσεων Ειδικά τόσο στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, η οποία συμπυκνώνεται πλέον σε ένα στάδιο, όσο και στην ενδοπτωχευτική διαδικασία αναδιοργάνωσης, οι αλλαγές που προτείνονται (ανάμεσά τους ο δραστικός περιορισμός της δικαστικής παρέμβασης κατά το προστάδιο των διαπραγματεύσεων και η ανάληψη πρωτοβουλίας εξυγίανσης της υπερχρεωμένης επιχείρησης από πιστωτές σε περίπτωση μη συνεργάσιμου οφειλέτη), αναμένεται να καταστήσουν αποτελεσματικότερη τη χρησιμοποίησή τους προς όφελος οφειλετών και δανειστών (συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων, προμηθευτών, δημοσίου και ασφαλιστικών ταμείων), να παράσχουν, με τρόπο ευχερώς υλοποιήσιμο, τη δυνατότητα διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας και να αποτρέψουν καταστρατηγήσεις από μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Έτσι, λοιπόν, η συναίνεση του οφειλέτη είναι ικανή αλλά όχι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης, ειδικώς δε λαμβάνεται πρόβλεψη για τους μη συνεργάσιμους μετόχους/εταίρους (άρθρα 101 και 120α ΣχΠτΚ).
Ειδικότερα παρέχεται το δικαίωμα σε πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις εκπροσωπούν τα απαιτούμενα ποσοστά, να υποβάλουν προς επικύρωση συμφωνία εξυγίανσης, αποκλειστικά και μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Το παραπάνω δικαίωμα είναι ουσιωδώς περιορισμένο, καθόσον δύναται να ασκηθεί μόνον στην περίπτωση κατά την οποία ο οφειλέτης βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών, πλην όμως δεν λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα, έστω και την ύστατη στιγμή, προκειμένου να αποφευχθεί η επικείμενη πτώχευση. Για το λόγο αυτό προβλέπεται και η υποχρεωτική συνυποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές. Η δε άσκηση του παραπάνω δικαιώματος προϋποθέτει σαφώς ότι η δυσχερής κατάσταση της επιχείρησης είναι έστω και οριακά αναστρέψιμη, καθώς και ότι το ποσοστό ικανοποίησης των πιστωτών, σε συνδυασμό με τα οφέλη από τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας μέσω της συμφωνίας εξυγίανσης, είναι ουσιωδώς μεγαλύτερο από αυτό που θα επιτυγχανόταν σε περίπτωση ικανοποίησης μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας. Αυτό που προέχει, άλλωστε, είναι η διάσωση της επιχείρησης και των αξιών που συνδέονται μ’ αυτήν και όχι ο φορέας της (μέτοχος/εταίρος), σε κάθε περίπτωση εντός των ορίων του σκοπού του άρθρου 1 του ΠτΚ.
Τέλος, στο πλαίσιο της άνω διαδικασίας, ο καταχρηστικώς αρνούμενος οφειλέτης, ο οποίος δεν παρέχει τα αιτούμενα από το δικαστήριο στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας και της επικαλούμενης παύσης η μη των πληρωμών του, τιμωρείται σύμφωνα με τις οικείες υφιστάμενες ποινικές διατάξεις. Επιπρόσθετα, η εν λόγω διάταξη λειτουργεί προς όφελος όχι μόνον των πιστωτών, αλλά και της ίδιας της εταιρίας, στην περίπτωση μη συνετής διοίκησης και αδράνειας από μέρους των οργάνων των κεφαλαιουχικών εταιριών, αδράνεια η οποία έχει ως συνέπεια τη βλάβη και των συμφερόντων των εταίρων. Οι τροποποιήσεις που προτείνονται βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνιση με τις αρχές που υιοθετεί η Σύσταση της Επιτροπής καθώς και με τις αποδεκτές διεθνείς πρακτικές στον τομέα της αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας.
Στην κατηγορία των τροποποιήσεων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της εξυγιαντικής λειτουργίας του πτωχευτικού δικαίου θα πρέπει να ενταχθεί και η δυνατότητα κήρυξης σε πτώχευση οφειλέτη που αντιμετωπίζει απλή πιθανότητα αφερεγγυότητας, όταν την πτώχευση ζητεί ο ίδιος και μόνον εφόσον συνυποβάλλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την αίτηση κήρυξης σε πτώχευση (άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΠτΚ).
Λοιπές επισημάνσεις:
(α) Η διαδικασία ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης κρίθηκε αναγκαίο να καταργηθεί για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η εν λόγω διαδικασία χρησιμοποιείτο παρελκυστικά και καταχρηστικά από πολλούς οφειλέτες, νομικά πρόσωπα και ατομικές επιχειρήσεις, προκειμένου να επιτύχουν την ασυλία έναντι των πιστωτών τους, μέσω των χορηγούμενων προληπτικών μέτρων και χωρίς πραγματική πρόθεση επίτευξης συμφωνίας εξυγίανσης. Η εν λόγω ασυλία επεκτεινόταν συχνά και στους εις ολόκληρον υπεύθυνους διοικούντες ή μετόχους-εγγυητές της εταιρίας. Συγκεκριμένα, μέσω των διαδοχικών αναβολών και ματαιώσεων συζήτησης της αίτησης ανοίγματος, με ταυτόχρονη διατήρηση των προληπτικών μέτρων, πολλοί οφειλέτες διατηρούσαν τους πιστωτές τους σε ομηρία και την ίδια την επιχείρηση σε στασιμότητα. Κατά το άνω χρονικό διάστημα, οι οφειλέτες αυτοί είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε καταδολιευτικές ενέργειες.

2. Σε αντίθεση με τη διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης (pre pack), η οποία μόνη διατηρείται, η διαδικασία ανοίγματος διαδικασίας εξυγίανσης ελάχιστες φορές κατέληγε σε εν τοις πράγμασι επίτευξη συμφωνίας, γεγονός που επιβεβαιώνει την καταστρατήγηση της καταργούμενης διαδικασίας.Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά στοιχεία των κατά τόπους Πρωτοδικείων. Για το λόγο αυτό, η διαδικασία ανοίγματος έχει περιπέσει σε ουσιαστική αχρησία και στις περισσότερες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για τη λήψη και μόνον των αναγκαίων προληπτικών μέτρων κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί ότι όταν οι οφειλέτες επιτύγχαναν τη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης, παραιτούντο από την αίτηση ανοίγματος και επικύρωναν την επιτευχθείσα συμφωνία μέσω της διαδικασίας άμεσης επικύρωσης. Η διατηρούμενη διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης είναι σαφώς ταχύτερη, καθόσον απαιτείται μία μόνον δικαστική απόφαση, αυτή της επικύρωσης.
Προκειμένου δε να διασφαλιστεί η προστασία της εταιρίας κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων, χωρίς τη δικονομική κατάχρηση της διαδικασίας ανοίγματος, παρέχεται -με την παρ. 6 του αρ. 106α- η δυνατότητα λήψεως προληπτικών μέτρων κατά το άνω χρονικό διάστημα και πριν από την υποβολή της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση, με την ταχεία διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Επιπλέον, για την αποφυγή καταστρατηγήσεων, τίθεται σύντομο χρονικό όριο ισχύος των προληπτικών μέτρων (4 μήνες), ούτως ώστε να επιταχυνθεί και να καταστεί αποτελεσματικότερη η διαδικασία των διαπραγματεύσεων της εταιρίας με τους πιστωτές της, ενώ για την αποφυγή παρελκυστικών τακτικών από τους οφειλέτες απαιτείται για τη χορήγηση των προληπτικών μέτρων -κατά το στάδιο πριν την επικύρωση- έγγραφη επιστολή συναίνεσης ποσοστού 20% των πιστωτών, ούτως ώστε να διαπιστώνεται η διαφαινόμενη συναίνεση των πιστωτών και οι προοπτικές επιτυχίας της διαδικασίας και να μη χορηγούνται τα προληπτικά μέτρα συλλήβδην σε οφειλέτες που δεν έχουν καμία πιθανότητα επίτευξης συμφωνίας.

Εξάλλου, η ανάμειξη του πτωχευτικού δικαστηρίου, με το διορισμό ειδικού εντολοδόχου (άρθρο 101) στη διαδικασία συλλογικής λήψης απόφασης του νομικού προσώπου – σε περίπτωση που η μη σύμπραξη των μετόχων ή εταίρων στη λήψη της προβλεπόμενης στη συμφωνία εξυγίανσης απόφασης πιθανολογείται ως καταχρηστική – δικαιολογείται τόσο με γνώμονα την εξυγίανση ορισμένης εταιρίας που είναι ήδη αφερέγγυα (δηλαδή στους μετόχους ή εταίρους δεν αντιστοιχούν πλέον θετικά κεφάλαια), όσο και με γνώμονα την αποφυγή των ευρύτερων και συστημικής φύσεως συνεπειών που αναμφίβολα πρόκειται να έχει επί ζημία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των πιστωτών αυτών. Και τούτο διότι η κατάρρευση σειράς επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν παρόμοιες συνθήκες αφερεγγυότητας, εξαιτίας της μη σύμπραξης των μετόχων ή εταίρων σε σχέδιο εξυγίανσης που πιθανολογείται ότι θα τις καταστήσει βιώσιμες, συνιστά σοβαρή απειλή για τη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας και ειδικότερα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατά τα λοιπά, ο κίνδυνος για τα περιουσιακά συμφέροντα των μετόχων ή εταίρων αμβλύνεται αποτελεσματικά από την πρόβλεψη επαρκούς αποζημιωτικής αξίωσης, στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης, αν εντέλει προκύψει ότι εσφαλμένα πιθανολογήθηκε αρνητική καθαρή θέση της εταιρίας σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη.
(β) Η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία είχε τύχει πενιχρής εφαρμογής και τελούσε σε συστηματική αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, προτείνεται να τεθεί εκτός της ρυθμιζόμενης ύλης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η συσχέτιση κι ενδεχομένως η αφομοίωσή της από την απολύτως συναφή διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014, ενδεχομένως με την προσθήκη του οφειλέτη μεταξύ των προσώπων που δικαιούνται να ζητούν την κίνησή της, καθώς και οι δύο αποβλέπουν στην αντιμετώπιση ειδικότερων αναγκών και υπόκεινται σε συχνές αλλαγές μη συνάδουσες με τη λειτουργικότητα ενός κωδικοποιημένου νομοθετήματος, όπως ο πτωχευτικός κώδικας.
(γ) Η κήρυξη της πτώχευσης, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, συνεπάγεται την παύση της δραστηριότητας και την αδράνεια της επιχείρησης του οφειλέτη, σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε να καθίσταται ανέφικτη η διάσωση και η αξιοποίηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Εντούτοις, στις ελάχιστες, ομολογουμένως, περιπτώσεις, στις οποίες δεν έχει επέλθει η απαξίωση της επιχείρησης και υφίσταται, έστω και ισχνή πιθανότητα παραγωγικής εκμετάλλευσής της, κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθεί η δυνατότητα εξυγίανσης εντός της πτωχευτικής διαδικασίας, ως ultimum refugium, προ της οριστικής επέλευσης των δυσμενών για την επιχειρηματική δραστηριότητα συνεπειών της πτώχευσης (απαξίωση παραγωγικών μέσων, φήμη εταιρίας, απώλεια πελατών και προσφυγή τους στον ανταγωνισμό). Προς τούτο, διατηρείται η διαδικασία αναδιοργάνωσης των αρ. 107 επόμενα, η οποία βελτιστοποιείται ούτως ώστε να καταστεί ταχύτερη και αποτελεσματικότερη.
(δ) Γενικότερα, οι προτεινόμενες αλλαγές στοχεύουν στην ισόρροπη προώθηση της έγκαιρης διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων και της ταχείας εκκαθάρισης μη βιώσιμων επιχειρήσεων, με ευεργετικά αποτελέσματα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας, την αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων για δανειστές και οφειλέτες, την έγκαιρη επιστροφή στην παραγωγική διαδικασία παραγωγικών πόρων, παγιδευμένων σε αδρανείς και προβληματικές επιχειρήσεις και την αποτροπή του κινδύνου μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες επιχειρήσεις (domino effect).
Οι νέες τροποποιήσεις που επέρχονται στον Πτωχευτικό Κώδικα συνιστούν τον επόμενο σταθμό στην εξελικτική πορεία εκσυγχρονισμού της πτωχευτικής νομοθεσίας – μια πορεία που είχε ως χρόνο αφετηρίας της το έτος 1930, ενδιάμεσο σταθμό ριζικής αναμόρφωσης του δικαίου της πτώχευσης, τον Πτωχευτικό Κώδικα του 2007 και (προσωρινή) κατάληξή της το τρέχον έτος. Με την προτεινόμενη αναμόρφωση επιδιώκεται η αρμονική συνύπαρξη των αποτελεσματικών ρυθμίσεων του Κώδικα με τις νέες, οι οποίες επιβάλλονται από τη σύγχρονη κοινωνικο¬οικονομική πραγματικότητα ή εισφέρονται από τις διεθνείς τάσεις και τη δικαστηριακή πρακτική.
Β. ΕΠΙ ΤΩΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Άρθρο 1
Άρθρο 3
Αντικειμενικές Προϋποθέσεις
Με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 3 εκτός από την παύση πληρωμών και την επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, προστίθεται η ύπαρξη απλής πιθανότητας αφερεγγυότητας ως τρίτο επώνυμο περιστατικό αφερεγγυότητας, όταν την πτώχευση ζητεί ο οφειλέτης και μόνον εφόσον συνυποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την υποβολή της αίτησης πτώχευσης. Η προσθήκη αυτή ανταποκρίνεται στο αίτημα της έγκαιρης κίνησης των διαδικασιών αφερεγγυότητας σύμφωνα και με την υπ’ αριθμ. 16 εκτίμηση του προοιμίου της Σύστασης της Επιτροπής της 12.03.2014. Επιπλέον με την εν λόγω προσθήκη στοιχίζεται η πτωχευτική διαδικασία της αναδιοργάνωσης με την προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης, στην παράγραφο 1 του άρθρου 99 της οποίας έχει προστεθεί (ν. 4336/2015, όπως ήδη ισχύει) η δικαστικώς διαπιστούμενη ύπαρξη απλής πιθανότητας αφερεγγυότητας ως δεύτερο περιστατικό αφερεγγυότητας μαζί με την περιέλευση του οφειλέτη σε παρούσα ή επαπειλούμενη γενική αδυναμία εκπλήρωσης. Με τη ρύθμιση της παραγράφου 4 αναβαθμίζεται ο λόγος απόρριψης της αίτησης πτωχεύσεως, λόγω του ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη του συνόλου των εξόδων της διαδικασίας (καταργηθείσα παράγραφος 2 του προϊσχύσαντος άρθρου 6 ΠτΚ), σε θετική πρόσθετη προϋπόθεση για την κήρυξη της πτώχευσης. Επί πλέον αυτού, το άλλο νέο στοιχείο είναι ότι, ενώ στην προϊσχύσασα διάταξη η περιουσιακή ανεπάρκεια, ως λόγος απόρριψης της αίτησης, θα έπρεπε να είχε αποδειχθεί («…εφόσον αποδεικνύεται ότι…»), υπό την ισχύουσα εκδοχή της η ανεπάρκεια της περιουσίας, ως θετική προϋπόθεση της κήρυξης της πτώχευσης, θα πρέπει βασίμως να πιθανολογείται. Η αναβάθμιση αυτή αφενός συμβαδίζει με την μέχρι σήμερα νομολογία που ήδη μεταχειριζόταν την περιουσιακή ανεπάρκεια από λόγο απόρριψης της αίτησης πτωχεύσεως ως προϋπόθεση για την μη κήρυξή της, αφετέρου δε συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων λόγω της μη κήρυξης διαδικασιών εξ αρχής προορισμένων να λιμνάζουν επί μακρόν ασκόπως. Για λόγους ενημέρωσης των συναλλασσόμενων και προειδοποίησης γενικώς της αγοράς διατηρείται βεβαίως η πρόβλεψη ότι το πτωχευτικό δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος του οφειλέτη στο ΓΕΜΗ και στα Μητρώα Πτωχεύσεων επί τριετία.
Άρθρο 4
Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο – Διαδικασία
Με την αναδιατύπωση του ορισμού του κέντρου των κυρίων συμφερόντων του οφειλέτη η έννοια στοιχίζεται προς εκείνη του ισχύοντος Κανονισμού 1346/2000, αλλά και του νέου Κανονισμού 2015/848 που προσεχώς θα τον αντικαταστήσει: αμφότεροι ορίζουν ότι το κέντρο των κυρίων συμφερόντων θα πρέπει να αντιστοιχεί στον τόπο όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι τόπος επαληθεύσιμος από τους τρίτους (ιδίως τους πιστωτές και εν γένειτους συναλλασσόμενους με τον οφειλέτη). Με την αναδιατύπωση του ορισμού του κέντρου των κυρίων συμφερόντων (δηλαδή με την προσθήκη του επιρρήματος «συνεπώς» που είχε παραλειφθεί από την προϊσχύσασα διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 4) η έννοια -την οποίαν επιθυμεί και το ενωσιακό δίκαιο της διασυνοριακής αφερεγγυότητας- είναι ότι ως τέτοιο κέντρο θεωρείται ο τόπος όπου ο οφειλέτης ασκεί, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, εμφανώς και σταθερώς τη διοίκηση των κυρίων συμφερόντων του.
Άρθρο 5
Αίτηση πτώχευσης
Στο άρθρο 5 προστίθεται νέα παράγραφος 4, κατά το πρότυπο του ισχύοντος άρθρου 100 παρ. 2 που αφορά τη διαδικασία εξυγίανσης. Όταν, δηλαδή, η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη, απαιτείται η προσκόμιση οικονομικών καταστάσεων και βεβαίωσης για τα χρέη προς το δημόσιο. Και τούτο προς υποβοήθηση του δικαστηρίου, το οποίο αξιολογεί την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη. Τέλος, διευκρινίζεται ότι – σύμφωνα με τις αρχές του ανακριτικού συστήματος – όταν η αίτηση υποβάλλεται από πιστωτή, το δικαστήριο δόναται να διατάξει τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη.

Άρθρο 7 Απόφαση
Παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών, διότι στην πράξη έχει αποδειχθεί ότι πρόκειται για μία άνευ χρησιμότητας διαδικασία, η τυπική διατήρηση της οποίας γίνεται αποκλειστικώς και μόνο για να τηρηθεί το γράμμα του νόμου επιβαρύνοντας χρονικά την πτώχευση. Εξ άλλου, εκ του λόγου ότι η επιτροπή πιστωτών, ως όργανο της διαδικασίας, καταργείται, εκλείπει και ο λόγος σύγκλησης της εν λόγω συνέλευσης που θα είχε ως αντικείμενο την εκλογή του (καταργηθέντος) οργάνου.
Άρθρο 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ (ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ)
Άρθρο 17
Επαναφέρεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 17, ως ασφαλέστερη για την χρονική αφετηρία της κήρυξης της πτώχευσης -και, συνεπώς, της πτωχευτικής απαλλοτρίωσης και των συνεπειών της-, η έναρξη της ημέρας δημοσίευσης της πτωχευτικής απόφασης στο ακροατήριο, κατά το πρότυπο του προϊσχύσαντος δικαίου (της πρώτης παραγράφου του άρθρου 2 αν 635/1937 : «Από της πρωίας της ημέρας της επ’ ακροατηρίω δημοσιεύσεως της αποφάσεως…»). Συναφώς, καταργείται η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 17 ως περιττή.
Άρθρο 18
Ανάθεση στον οφειλέτη
Με το άρθρο 18 παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να αναθέσει την διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας στον οφειλέτη, ανεξαρτήτως εάν η πτώχευση κηρύσσεται ύστερα από αίτηση του ίδιου του οφειλέτη ή πιστωτών του. Εναπόκειται στην κρίση του δικαστηρίου να κρίνει την σκοπιμότητα της ανάθεσης ή μη της διοίκησης στον οφειλέτη, πάντοτε με την σύμπραξη του συνδίκου, εάν η ανάθεση αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον των πιστωτών, καθώς και την επιβολή ή μη περιοριστικών όρων. Υπό την έννοια αυτή, η ανάθεση της διοίκησης εκλαμβάνεται ως όφελος της διαδικασίας και όχι ως επιβράβευση ή τιμωρία του οφειλέτη, αναλόγως εάν υπέβαλε ή μη την αίτηση πτώχευσής του -αντιστοίχως. Επί πλέον διευκρινίζεται ότι η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται στην παροχή προς τον οφειλέτη, στον οποίον έχει ανατεθεί η διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, γενικών αδειών διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων, η δε σύμπραξη του συνδίκου θα περιορίζεται εν προκειμένω στην άσκηση εποπτείας επ’ αυτών. Διευκρινίζεται ότι η ανάθεση της διοίκησης στον οφειλέτη παύει αυτοδικαίως με την εισέλευση της διαδικασίας στο στάδιο της ένωσης πιστωτών.

Άρθρο 19
Περιορισμός προς διατήρηση του ενεργητικού
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 19 αναδιατυπώνεται προκειμένου να είναι συνεπής προς το λεκτικό των άρθρων 107 και επόμενων για το σχέδιο αναδιοργάνωσης και της έγκρισής του. Από την δεύτερη παράγραφό απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή πιστωτών, διευκρινίζεται δε ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει υπό την συνδρομή των εξαιρετικών περιστάσεων την εκποίηση όχι μόνο του συνόλου της επιχείρησης, αλλά και κλάδων αυτής εφόσον εκδηλώνεται σχετικό ενδιαφέρον.
Άρθρο 21
Πτωχευτικος πιστωτής
Η υπό στοιχείο (δ) κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών μετονομάζεται από «πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης» -όρος που ενδεχομένως θα μπορούσε να παραπλανήσει ως προς την πραγματική θέση τους στην πτώχευση- σε «πιστωτές τελευταίας σειράς», όρος που ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι πρόκειται για παντελώς ανασφάλιστους πιστωτές, η ικανοποίηση των απαιτήσεων των οποίων μάλιστα έπεται και εκείνης των απαιτήσεων των ανέγγυων πιστωτών.

Άρθρο 34
Από την τρίτη παράγραφο του άρθρου 34 απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή πιστωτών.

Άρθρο 43
Το άρθρο 43 παρ. 2, στην τρέχουσα μορφή του, λαμβάνει υπόψη μόνο την περίπτωση που ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο. Δεδομένου, όμως, ότι και ο οφειλέτης – νομικό πρόσωπο μπορεί να προβαίνει σε συναλλαγές με συνδεδεμένα με αυτόν πρόσωπα, προστίθεται η πρόνοια ότι και σε αυτές τις περιπτώσεις συντρέχει τεκμήριο γνώσης για τον αντισυμβαλλόμενο.

Άρθρο 3
Τα όργανα της πτώχευσης
Καταργείται η επιτροπή των πιστωτών από όργανο της πτώχευσης, διότι η χρησιμότητα την οποία ο νομοθέτης φιλοδοξούσε να έχει, δεν επαληθεύθηκε στην πράξη, θεωρητικώς δε η επιφύλαξη ανέκαθεν ήταν ότι θα καθιστούσε περισσότερο δυσκίνητη την διαδικασία.
Άρθρο 55
Ανακοπή, έφεση και αναίρεση
Με την προσθήκη και των αναιρετικών λόγων εκ των αριθ. 4, 14, 16 και 17 εναρμονίζεται πλήρως η διάταξη με την ΚΠολΔ 562 παρ. 4 που προβλέπει ποιοι λόγοι αναίρεσης εξετάζονται αυτεπαγγέλτως. Είναι συστηματικά συνεπές αλλά και δικαιοπολιτικά σκόπιμο να υφίσταται δικαίωμα άσκησης αιτήσεως αναιρέσεως και για τους λόγους αυτούς.

Άρθρο 58 Ορισμός εισηγητή
Σκοπός της νέας ρύθμισης για τον ορισμό των εισηγητών στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης είναι η διεύρυνση της δυνατότητας για άσκηση των καθηκόντων των εν λόγω εισηγητών για περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους. Έτσι, θα μπορεί να αξιοποιηθεί η αποκτηθείσα εκ μέρους τους ουσιαστική γνώση του αντικειμένου και απαραίτητη εμπειρία για την αντιμετώπιση των τόσο σοβαρών και εξειδικευμένων θεμάτων που αντιμετωπίζουν.
Άρθρο 60
Διατάξεις του εισηγητή
1) Μετά τις πιο κάτω αναφερόμενες τροποποιήσεις, ώστε ο εισηγητής δικαστής με αιτιολογημένη διάταξή του (αντί του πτωχευτικού δικαστηρίου) να αποφαίνεται επί ορισμένων ζητημάτων, η παρ. 1 θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να περιλάβει και την περίπτωση αυτή.
2) Ως προς την προβλεπόμενη στην παρ. 2 προθεσμία των είκοσι (20) ημερών για την άσκηση προσφυγής κατά των διατάξεων του εισηγητή κλπ ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, γίνεται σύντμηση αυτής σε δέκα (10) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.
Ανακριτικά καθήκοντα του εισηγητή
Με την παρούσα ρύθμιση εξειδικεύονται οι δυνατότητες άσκησης των προβλεπομένων προανακριτικών καθηκόντων του εισηγητή στο πλαίσιο της επιδίωξης για διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του οφειλέτη .
Άρθρο 62
Επιβολή κυρώσεων κατά του οφειλέτη
Επέρχεται βελτίωση της διάταξης με την αντικατάσταση του όρου «υποτροπής» με φράση συμβατή με τις αρχές του πτωχευτικού και γενικότερα του εμπορικού δικαίου.
Άρθρο 63
Ποιος διορίζεται σύνδικος
Αντικαθίσταται η διάταξη σχετικά με το διορισμό του συνδίκου προκειμένου να εναρμονισθεί με το νέο θεσμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας που εισήχθη με την παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 66 ν. 4356/2015 (Α’181) και εν συνεχεία με την παρ. 1 του άρθρου 13 ν. 4378/2016 (Α’55) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 ν. 4423/2016 (Α’ 182). Μετά τη δημιουργία του πρώτου μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, το οποίο θα τηρεί η Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας που συστήθηκε με την ανωτέρω διάταξη, τα καθήκοντα που προβλέπει ο παρών Κώδικας για το σύνδικο θα ανατίθενται αποκλειστικά σε πρόσωπο το οποίο έχει καταχωρισθεί στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας και διαθέτει την άδεια του διαχειριστή αφερεγγυότητας, κατά τα ισχύοντα στην ανωτέρω διάταξη και στο προεδρικό διάταγμα που θα εκδοθεί σε εξουσιοδότηση της παραγράφου 11 αυτής.
Για το σκοπό αυτό το πτωχευτικό δικαστήριο θα επιλέγει από το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας πρόσωπο που κατά την κρίση του είναι κατάλληλο να αναλάβει καθήκοντα συνδίκου σε συγκεκριμένη πτωχευτική διαδικασία, αφού όμως λάβει υπόψη του, πέραν των οριζομένων στο άρθρο 63 παράγραφος 2 του παρόντος Κώδικα, τις ειδικότερες ρυθμίσεις που θεσπίζονται για το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας και το διαχειριστή. Διευκρινίζεται ότι εκτός των καθηκόντων που ανατίθενται στο σύνδικο με τον παρόντα Κώδικα, ο σύνδικος εμπίπτει κατά τα λοιπά, ως διαχειριστής αφερεγγυότητας, στη νομοθεσία που διέπει το διαχειριστή αφερεγγυότητας και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις και τους κανόνες συμπεριφοράς που αυτή προβλέπει.

Αντικατάσταση συνδίκου
Η διάταξη του άρθρου 64 για την αποποίηση του συνδίκου αντικαθίσταται με νέα η οποία ρυθμίζει τα περί αντικατάστασης του συνδίκου, ενσωματώνοντας σε μία διάταξη τόσο την περίπτωση της αποποίησης όσο και της αντικατάστασης του άρθρου 79, το οποίο καταργείται. Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η αντικατάσταση του συνδίκου μπορεί να προκληθεί τόσο με δική του πρωτοβουλία, εφόσον συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα κωλύματα της παραγράφου 2 του άρθρου 63 ή σπουδαίος λόγος για τον οποίο αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο, όσο και ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών του άρθρου 84, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου, ή ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, σε οποιοδήποτε στάδιο της πτωχευτικής διαδικασίας, εφόσον όμως υπάρχει σπουδαίος λόγος. Σε όλες τις περιπτώσεις η αντικατάσταση του συνδίκου γίνεται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο ελέγχει τη συνδρομή των προϋποθέσεων που προβλέπονται ανά περίπτωση. Με τη διάταξη του άρθρου 64, ως αντικαθίσταται κατά τα ανωτέρω, επιδιώκεται η εναρμόνιση με το νέο θεσμό του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των αυστηρότερων προϋποθέσεων που αυτό επιδιώκει να εισαγάγει για την ανάληψη και άσκηση των καθηκόντων, μεταξύ των άλλων, και του συνδίκου. Αντιπροσωπευτική προς την κατεύθυνση αυτή είναι η συνέπεια της περίπτωσης α’ του άρθρου 64 για την απαγόρευση ανάθεσης καθηκόντων συνδίκου για δύο έτη σε πρόσωπο το οποίο έχει αποποιηθεί αναιτίως, ήτοι χωρίς να συντρέχει στο πρόσωπό του κάποιο από τα κωλύματα της παραγράφου 2 του άρθρου 63 ή άλλος σπουδαίος λόγος, γεγονός το οποίο γνωστοποιείται στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας, η οποία τηρεί το μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, σύμφωνα με την παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 ν. 4423/2016.
Άρθρο 67
Εκποίηση ποαγμάτων που υπόκεινται σε Φθορά κ.λπ.
Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 67 διορθώνεται ως προς το ότι αρμόδιος για την σφράγιση είναι πλέον ο σύνδικος (άρθρο 11 ΠτΚ, άρθρο 22 παρ. 1 ν. 4055/2012), όχι ο ειρηνοδίκης, όπως προφανώς εκ παραδρομής αναφέρεται στην προϊσχύσασα διάταξη.
Άρθρο 70
Έκθεση του συνδίκου
Γίνεται σύντμηση της προθεσμίας των (10) ημερών σε (5) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας. Επιπλέον προβλέπεται
η δημοσίευση περίληψης της έκθεσης του συνδίκου στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) για λόγους έγκαιρης ενημέρωσης των πιστωτών.
Άρθρο 71
Διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειας του
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του (συνοπτική αιτιολογία) αντί του πτωχευτικού δικαστηρίου. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ, εκτός από την προβλεπόμενη εξαίρεση, κατ’ επιείκεια προς τον οφειλέτη.
Άρθρο 80
Ευθύνη του συνδίκου
Η διάταξη του άρθρου 80 για την ευθύνη του συνδίκου αντικαθίσταται με νέα η οποία ενισχύει, ενόψει του νέου θεσμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας, την ευθύνη του συνδίκου κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Διευκρινίζεται ότι ο σύνδικος εμπίπτει, ως διαχειριστής αφερεγγυότητας, στο πειθαρχικό δίκαιο που θεσπίζεται με τις νέες διατάξεις για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Άρθρο 81
Αντιαισθία του συνδίκου
Ενόφει της θέσπισης του θεσμού του διαχειριστή αφερεγγυότητας και της ανάθεσης σε πρόσωπο που διαθέτει την αντίστοιχη άδεια καθηκόντων συνδίκου κατά τον παρόντα Κώδικα, διευκρινίζεται στην παράγραφο 3 ότι για την αμοιβή του συνδίκου θα εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι περί αμοιβών διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Άρθρο82
Σύγκληση της συνέλευσης
Η τροποποίηση της δεύτερης παράγραφος του άρθρου 82 είναι συνέπεια της τροποποίησης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 7, δυνάμει της οποίας παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών, καθώς επίσης και εκ του
ότι η επιτροπή πιστωτών καταργείται. Στην δεύτερη παράγραφο δημιουργείται η υποχρέωση του κατά περίπτωση αρμοδίου για την σύγκληση οργάνου (του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή) να προβεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας εντός πέντε ημερών πριν από την ημέρα της σύγκλησης. Περαιτέρω, γίνεται σύντμηση της προθεσμίας των ( 10 ) ημερών σε ( 5 ) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.
Άρθρο 83
Ποιοι συιαιιετένουν – απαρτία – πλειοψηφία
Η τροποποίηση της πρώτης παραγράφου του άρθρου 83 αποτελεί συνέπεια της τροποποίησης της πρώτης παραγράφου του άρθρου 7, δυνάμει της οποίας παραλείπεται η ενώπιον του εισηγητή σύγκληση της συνέλευσης πιστωτών προκειμένου να συνταχθεί πίνακας εικαζομένων πιστωτών. Με τη δεύτερη παράγραφο εισάγεται το ποσοτικό κριτήριο των πιστωμάτων για τον υπολογισμό της απαρτίας, σε αντικατάσταση του “κατά κεφαλάς” κριτηρίου που ίσχυε πριν την ανωτέρω αντικατάσταση, προκειμένου να διασφαλισθεί αντιπροσωπευτικότερη συμμετοχή των πιστωτών στη συνέλευση. Αντίστοιχες τροποποιήσεις γίνονται στην παράγραφο 3 για την απαιτούμενη πλειοψηφία.
Άρθρο 84
Τρόπος εξακολούθησης εργασιών της πτώχευσης
Στην πρώτη και δεύτερη παράγραφο του άρθρου 84 οι προθεσμίες σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών και ειδοποίησης του οφειλέτη και του συνδίκου συντέμνονται σε δέκα ημέρες από το πέρας των επαληθεύσεων και σε τρεις ημέρες προηγούμενες της σύγκλησης, αντιστοίχως. Εξ άλλου στην πρώτη παράγραφο του άρθρου προς διευκόλυνση της λήψης των αποφάσεων της συνέλευσης των πιστωτών στο πλαίσιο του άρθρου 84 -ιδίως της απόφασης περί εκποιήσεως της επιχείρησης ως συνόλου ή και κλάδων αυτής-, αντί της προϊσχύσασας διπλής πλειοψηφίας του συνόλου των πιστωτών και των απαιτήσεων προβλέπεται μόνο η πλειοψηφία απαιτήσεων. Αποκλειστικά και μόνο πλειοψηφία των απαιτήσεων προεβλέπετο επίσης για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού λειτουργούσας επιχείρησης στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης του προϊσχύσαντος άρθρου 106ια ΠτΚ, το ίδιο δε ίσχυε και υπό το παλαιότερο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46α ν. 1892/1990.

Άρθρο 84
Τρόπος εξακολούθησης εργασιών της πτώχευσης
Προστίθεται η δυνατότητα εκ νέου, αλλά άπαξ, σύγκλησης από τον εισηγητή δικαστή της συνέλευσης των πιστωτών, ύστερα από σχετικό αίτημα του συνδίκου ή πιστωτών εκπροσωπούντων το 20% των απαιτήσεων, προκειμένου η συνέλευση να μπορεί να επανέρχεται στην αρχική απόφασή της περί χωριστής εκποιήσεως των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας και να την μετατρέπει σε απόφαση περί εκποιήσεως της επιχείρησης ως συνόλου ή επί μέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης (κλάδων), εφ’ όσον εκδηλώνεται μεταγενεστέρως και με αξιόπιστο τρόπο σχετικό ενδιαφέρον. Αυτονόητο είναι ότι η μεταστροφή αυτή θα είναι δυνατή εφ’ όσον δεν έχει εν των μεταξύ προχωρήσει η ρευστοποίηση σημαντικών στοιχείων της επιχείρησης ή του κλάδου της.
Άρθρο 5
Άρθρο 98
Αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών
Η αναθεώρηση των διατάξεων περί αστικής ευθύνης των διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών στις περιπτώσεις της παρέλκυσης της πτώχευσης (άρθρο 98 παράγραφος 1) καθώς και της υπαίτιας πρόκλησης της πτώχευσης (άρθρο 98 παράγραφος 2) κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου να καταστεί πιο αποτελεσματική η άσκηση των σχετικών αξιώσεων, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν τύχει εφαρμογής στην πράξη, παρά την κοινώς αποδεκτή αναγκαιότητα ύπαρξης ευθύνης των διοικούντων τα νομικά πρόσωπα, οι οποίοι, ασκώντας μη συνετή διοίκηση, με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις τους προξενούν ζημία στους καλόπιστους συναλλασσόμενους με τα νομικά πρόσωπα. Οι αλλαγές που επέρχονται στις εν λόγω διατάξεις με την παρούσα τροποποίηση σκοπούν στον ειδικότερο προσδιορισμό των ευθυνόμενων προσώπων, των δικαιούχων των αποζημιώσεων, καθώς και της ζημίας, της οποίας επιδιώκεται η αποκατάσταση, προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η άσκηση των σχετικών αξιώσεων.
Ειδικότερα: (α) στην πρώτη περίπτωση (παρέλκυση της πτώχευσης), προσδιορίζεται πλέον συγκεκριμένα η ζημία των εταιρικών πιστωτών, η οποία θα συνίσταται στο ποσό κατά το οποίο μειώθηκε το πτωχευτικό μέρισμα, σε σχέση με την προγενέστερη διατύπωση της διάταξης, σύμφωνα με την οποία η ζημία περιοριζόταν στη γενικώς αναφερόμενη διαφορά της περιουσιακής κατάστασης των πιστωτών κατά το χρονικό διάστημα που έπρεπε να υποβληθεί η αίτηση πτώχευσης μέχρι και την κήρυξη αυτής. Περαιτέρω, διευρύνεται ο κύκλος των ενεχόμενων προσώπων, στα οποία περιλαμβάνονται πλέον όχι μόνον όσα προέτρεψαν ευθέως τους διοικούντες στη μη υποβολή της αίτησης πτώχευσης, αλλά και όσα άσκησαν επιρροή προς την κατεύθυνση αυτή («ηθικοί αυτουργοί» της παρέλκυσης της πτώχευσης). Με την εν λόγω τροποποίηση εναρμονίζεται το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου 1 με αυτό της παραγράφου 2. (β) στη δεύτερη περίπτωση (υπαίτια πρόκληση της πτώχευσης) εξειδικεύεται η ευθύνη στο ποσό της ζημίας που προκλήθηκε στους εταιρικούς πιστωτές. Επισημαίνεται ότι η εν λόνω αξίωση θα ασκείται ευθέως από τους θίγόμενους πιστωτές και όχι από το σύνδικο της πτώχευσης, ούτως ώστε να ενισχύεται η δραστικότητα, αλλά και ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της διάταξης.
Τέλος, προσδιορίζεται συγκεκριμένος χρόνος παραγραφής της εν λόγω αξιώσεως, εντός τριετίας στην περίπτωση πρόκλησης βλάβης από βαριά αμέλεια και εντός δεκαετίας στην περίπτωση ζημίας εκ δόλου, αναλογικώς προς όσα ισχύουν σύμφωνα με το άρθρο 22α § 5 Κ.Ν. 2190/20.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΠΤΩΧΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ
I. Γενικά επί των προτεινόμενων τροποποιήσεων
Η σχεδόν πενταετής εφαρμογή της διαδικασίας εξυγίανσης, η οποία αντικατέστησε την εισαχθείσα, με τη θέση σε ισχύ (το 2007) του Πτωχευτικού Κώδικα, διαδικασία συνδιαλλαγής, ανέδειξε μεν τη χρησιμότητα της διαδικασίας ως μέσου πρόληψης της πτώχευσης, κατέδειξε όμως και μια σειρά μειονεκτήματά της, η θεραπεία των οποίων κρίνεται αναγκαία. Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις επιχειρείται θεραπεία αυτών των μειονεκτημάτων και, γενικότερα, ενίσχυση της εξυγιαντικής και προληπτικής της πτώχευσης λειτουργίας της διαδικασίας, έτσι ώστε αυτή να αποτελέσει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό εργαλείο αντιμετώπισης της εμπορικής αφερεγγυότητας για τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Με τις εισαγόμενες τροποποιήσεις, οι οποίες αποτελούν συνέχεια και διεύρυνση των τροποποιήσεων που επήλθαν με το ν. 4336/2015, όπως ισχύει, συγκροτείται ένα σύγχρονο πλαίσιο εξυγίανσης βιώσιμων επιχειρήσεων, το οποίο είναι απόλυτα εναρμονισμένο με τις αρχές της Σύστασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 12.3.2014 για μια νέα προσέγγιση για την επιχειρηματική αποτυχία και την αφερεγγυότητα (C 2014/1500, εφεξής «η Σύσταση»), καθώς και με τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές οι οποίες είναι αποτυπωμένες στις αντίστοιχες διαδικασίες των περισσότερων κρατών μελών.
Εντός του ανωτέρω πλαισίου, ως σημαντικότερες αλλαγές του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, επισημαίνονται οι ακόλουθες:
(α) Η απλούστευση της διαδικασίας εξυγίανσης με την κατάργηση του προσταδίου δικαστικού ανοίγματος, που, όπως κατέδειξε η εμπειρία εφαρμογής του, ήταν εξαιρετικά ευάλωτο σε καταστρατηγήσεις. Η τροποποίηση αυτή, όπως και η αντίστοιχη τροποποίηση στο σχέδιο αναδιοργάνωσης των άρθρων 108 επ., συνιστά προσαρμογή προς την αντίστοιχη αρχή της Σύστασης (αρ. 7), η οποία επιβάλει περιορισμό της ανάμειξης του δικαστηρίου στο βαθμό που είναι απαραίτητος και αναλογικός για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών και άλλων ενδιαφερομένων μερών. Η τροποποίηση αυτή συνδυάζεται με την νέα δυνατότητα χορήγησης προληπτικών μέτρων κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων μιας τέτοιας συμφωνίας, έτσι ώστε να μην υπονομεύονται οι προοπτικές ενός σχεδίου εξυγίανσης από τις ατομικές διώξεις μεμονωμένων πιστωτών.
(β) Επιχειρείται διεύρυνση της χρησιμοποίησης της διαδικασίας στις περιπτώσεις αδιαφορίας και αδράνειας των διοικούντων και διαχειριστών μιας επιχείρησης, σε βάρος των συμφερόντων των πιστωτών της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων, προμηθευτών, πελατών, του δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων. Η διεύρυνση αυτή υλοποιείται μέσω της παροχής δυνατότητας κίνησης της διαδικασίας από πιστωτές, και ισχύει μόνον στην περίπτωση που ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Ο εν λόγω περιορισμός του ως άνω δικαιώματος καθίσταται αναγκαίος προς αποφυγή καταχρηστικής συμπεριφοράς των πιστωτών και προσβολής από μέρους τους των περιουσιακών δικαιωμάτων των μετόχων.
(γ) Η διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης, η οποία είχε τύχει πενιχρής μέχρι σήμερα εφαρμογής και τελούσε σε συστηματική αναντιστοιχία με τις υπόλοιπες διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα, τίθεται εκτός της ρυθμιζόμενης ύλης, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η συσχέτιση κι ενδεχομένως η αφομοίωσή της από την απολύτως συναφή διαδικασία της ειδικής διαχείρισης του ν. 4307/2014, καθώς και οι δύο αποβλέπουν στην αντιμετώπιση ειδικότερων αναγκών και υπόκεινται σε συχνές αλλαγές μη συνάδουσες με τη λειτουργικότητα ενός κωδικοποιημένου νομοθετήματος, όπως ο πτωχευτικός κώδικας.
Γενικότερα, οι τροποποιήσεις στη διαδικασία εξυγίανσης στοχεύουν στην προώθηση της έγκαιρης διάσωσης βιώσιμων επιχειρήσεων, έτσι ώστε, συνδυαζόμενες με την εισαγωγή του θεσμού της απαλλαγής, να καταστήσουν στόχο υλοποιήσιμο την παροχή δεύτερης ευκαιρίας σε επιχειρήσεις, με ευεργετικά αποτελέσματα για τη διατήρηση θέσεων εργασίας και εν γένει την παραμονή συντελεστών παραγωγής στην οικονομική ζωή, με ταυτόχρονη συμβολή στην αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων για δανειστές και οφειλέτες.
Άρθρο 99
Διαδικασία εξυγίανσης
Το άρθρο 99 συνεχίζει να αποτελεί το εισαγωγικό άρθρο της διαδικασίας εξυγίανσης, στο οποίο περιγράφεται η φύση της διαδικασίας και προβλέπονται οι υποκειμενικές και αντικειμενικές προϋποθέσεις εφαρμογής του. Οι τροποποιήσεις στο προηγούμενο άρθρο 99 συνιστούν κυρίως προσαρμογή των ρυθμίσεων στη μορφή της διαδικασίας επικύρωσης ήδη συναφθείσης συμφωνίας μεταξύ πιστωτών και οφειλέτη. Όπως προαναφέρθηκε, η κατάργηση του προσταδίου ανοίγματος επιβάλλεται για να προσαρμοστεί η ελληνική διαδικασία στις επιταγές της Σύστασης για διαδικασία μη χρονοβόρα και για περιορισμό των δικαστικών
παρεμβάσεων. Επιπλέον όμως, έχει παρατηρηθεί εμπειρικά και επισημανθεί ότι η χρήση του προσταδίου του ανοίγματος της διαδικασίας σπανιότατα οδηγούσε σε ολοκλήρωση της διαδικασίας με επικύρωση συμφωνίας, αποτελώντας τις περισσότερες φορές μέσο είτε «ασυλίας» έναντι των ατομικών διώξεων των πιστωτών είτε καθυστέρησης υπαγωγής στην πτωχευτική διαδικασία. Τα
αποτελέσματα ήταν άκρως βλαπτικά για το σύνολο των πιστωτών μιας επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, που παρέμεναν όμηροι μιας ουσιαστικά πτωχευμένης επιχείρησης κατά της οποίας αδυνατούσαν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους (μισθούς, μισθώματα κτλ.), επειδή τύγχανε προληπτικής προστασίας κατά το προστάδιο αυτό, το οποίο σχεδόν ουδέποτε κατέληγε στο σκοπό για τον οποίο είχε αρχικά θεσπιστεί. Επιπλέον ακόμη και στις περιπτώσεις άμεσης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης (μέσω του άρθρου 106β), η αίτηση ανοίγματος υποβάλετο αποκλειστικά και μόνο για τη χορήγηση των προληπτικών μέτρων, δεδομένου ότι δεν υπήρχε δυνατότητα χορήγησής τους κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Επομένως με τις τροποποιήσεις του παρόντος αίρεται και η κατά τα ανωτέρω δικονομική κατάχρηση της αίτησης ανοίγματος. Από τις σχετικές αλλαγές, ιδιαίτερης επισήμανσης χρήζει η κατάργηση της σύγκλησης της συνέλευσης πιστωτών για τη σύναψη της συμφωνίας, καθώς, αφενός δεν συνάδει με τη νέα φύση της διαδικασίας και αφετέρου έτυχε πενιχρής εφαρμογής υπό το προηγούμενο καθεστώς.

Άρθρο 100
Απαιτούυενη πλειοψηφία πιστωτών
Το νέο άρθρο 100 για την απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών δεν αλλάζει, σε σχέση με την συναφή ρύθμιση του παλαιού άρθρου 106α, τα ποσοστά που απαιτούνται για να τύχει επικύρωσης από το δικαστήριο μια συμφωνία εξυγίανσης, καθώς αυτά παραμένουν στο 60% του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων.
Η τροποποίηση που εισάγεται με την παράγραφο 1 αφορά στην παρεχόμενη δυνατότητα επικύρωσης συμφωνίας που έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος βρίσκεται σε παύση πληρωμών. Η σχετική πρόβλεψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προσθήκη ως προϋπόθεσης επικύρωσης μιας τέτοιας συμφωνίας της εικαζόμενης συναίνεσης του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στη νέα διάταξη του στοιχ. ε της παραγράφου 2 του άρθρου 106 β.
Με τις παραγράφους 2 και 3 προβλέπεται ο τρόπος και η θεμελίωση υπολογισμού των προβλεπόμενων ποσοστών και για τις δύο κατηγορίες συμφωνιών (με και χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη), με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο.
Άρθρο 101
Σύμπραξη συνέλευσης υετόνων ή εταίρων – Σύμπραξη τρίτων
Η διάταξη του άρθρου 101 αποτελεί αναρίθμηση της προϋφιστάμενης διάταξης του αρ. 106 γ η οποία ενισχύεται με την προσθήκη νέας παραγράφου 2 και την αναρίθμηση των επόμενων παραγράφων. Με τη νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 επιδιώκεται η ταχύτερη υλοποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης σε περιπτώσεις στις οποίες η τυχόν μη σύμπραξη των μετόχων ή εταίρων στη λήψη της προβλεπόμενης στη συμφωνία εξυγίανσης απόφασης, μπορεί να πιθανολογηθεί από το δικαστήριο ως καταχρηστική ήδη κατά το στάδιο επικύρωσης της συμφωνίας, λόγω της παύσης πληρωμών στην οποία ήδη βρίσκεται ο οφειλέτης και της έλλειψης επαρκούς περιουσίας για την ικανοποίηση των μετόχων ή εταίρων σε περίπτωση πτώχευσης. Για το σχηματισμό της κρίσης του το δικαστήριο θα λάβει υπόψη του ιδίως την έκθεση του εμπειρογνώμονα στην οποία θα πρέπει να περιλαμβάνεται η γνώμη του σε σχέση με τη συνδρομή των ως άνω δύο προϋποθέσεων. Διευκρινίζεται ότι η εξουσία άσκησης των δικαιωμάτων φήφου που θα δίδει το δικαστήριο στον ειδικό εντολοδόχο με την απόφαση του άρθρου 106β στην ως άνω περίπτωση, θα αφορά ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου που είναι απαραίτητο για τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 και υπό τον όρο της μη άσκησής του από τους δικαιούχους μετόχους ή εταίρους στο χρόνο που ορίζεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Επομένως, το πτωχευτικό δικαστήριο, έχοντας στη διάθεση του τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία, κρίνει, με μια απόφαση, εκτός από την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, την τυχόν καταχρηστική άρνηση σύμπραξης (διαφωνίας ή αποχής) των μετόχων σχετικά με την εφαρμογή εξυγιαντικών μέτρων που απαιτούν απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή εταίρων (ενδεχομένως και με καταστατικές πλειοψηφίες) και ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχουν αποφασιστεί ήδη πριν την υποβολή της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση. Ούτως αποφεύγεται η αδικαιολόγητη καθυστέρηση υλοποίησης της συμφωνίας εξυγίανσης με ταυτόχρονη αποφυγή βλάβης των συμφερόντων των μετόχων εταίρων της εταιρίας, οι οποίοι, με βάση την εκδοχή αναγκαστικής εκποίησης που επιβεβαιώνεται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα, σε περίπτωση μη εφαρμογής της συμφωνίας εξυγίανσης, θα ικανοποιούντο σε ουσιωδώς μικρότερο βαθμό, ή ενδεχομένως και καθόλου σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης ή πτώχευσης.
Η παράγραφος 3 της διάταξης ρυθμίζει τις περιπτώσεις στις οποίες ο οφειλέτης δεν βρίσκεται σε παύση πληρωμών, επαναλαμβάνοντας τη ρύθμιση της
παραγράφου 2 του παλαιού άρθρου 106γ με κάποιες φραστικές προσαρμογές. Στην περίπτωση αυτή η καταχρηστικότητα ή μη της άρνησης των μη συναινουντων μετόχων θα κρίνεται από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, με την εξέταση ιδίως της πιθανότητας πτώχευσης του οφειλέτη και της έλλειψης ικανοποίησης των μετόχων ή εταίρων σε περίπτωση ρευστοποίησης της περιουσίας του οφειλέτη. Επιπλέον των προσαρμογών αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον ειδικό εντολοδόχο της παραγράφου 2 να συγκαλέσει ο ίδιος γενική συνέλευση, με σκοπό την ευχερέστερη χρήση της διάταξης σε περιπτώσεις μη συνεργάσιμων, προς τον σκοπό της εξυγίανσης, μετόχων ή εταίρων, και χωρίς να παρακάμπτεται η αρμοδιότητα της γενικής συνέλευσης. Η παράγραφος 4 επαναλαμβάνει τη ρύθμιση της παραγράφου 3 του παλαιού άρθρου 106γ.
Άρθρο 102
Συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων Φορέων
Το άρθρο αυτό αποτελεί επανάληψη του παλαιού άρθρου 106 δ για τη συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων με φραστική προσαρμογή ενόψει της κατάργησης της συνέλευσης των πιστωτών.
Άρθρο 103
Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης
Το άρθρο αυτό αποτελεί επανάληψη του παλαιού άρθρου 106 ε για το περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης, με ελάχιστες φραστικές προσαρμογές. Η διαγραφή της αναφοράς στο στοιχείο θ’ της παραγράφου 1 για τον ειδικό εντολοδόχο έγινε για λόγους αποφυγής επαναλήψεων, καθώς σχετική πρόβλεψη περιλαμβάνεται πλέον στην παράγραφο 5 του άρθρου 106 β. Το δικαίωμα καταγγελίας της παραγράφου 3 ενεργεί αποκλειστικά προς όφελος του καταγγέλλοντος πιστωτή σε αντιδιαστολή προς την ακύρωση της συμφωνίας κατά το άρθρο 106 ε.
Άρθρο 104
Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης
Το άρθρο αυτό έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, η οποία αποτελεί πλέον την εναρκτήρια πράξη της διαδικασίας.
Στην παράγραφο 1 αναφέρονται τα πρόσωπα που δικαιούνται να υποβάλουν την αίτηση τόσο στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, όσο και στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από πιστωτές. Για τη δεύτερη περίπτωση προβλέπεται ότι η αίτηση επικύρωσης μπορεί να υποβληθεί από οποιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους πιστωτές.
Στην παράγραφο 2 αναφέρονται το περιεχόμενο και τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η αίτηση.
Στην παράγραφο 3 αναφέρονται τα έγγραφα που πρέπει, επί ποινή απαραδέκτου, να συνοδεύουν την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης εμπειρογνώμονα, όπως προέβλεπε και η παράγραφος 3 του παλαιού άρθρου 100. Πλην των εγγράφων αυτών, ρητά προβλέπεται η δυνατότητα προσκόμισης και άλλων, αρμοδίως βεβαιωμένων ως προς την ακρίβειά τους, εγγράφων, τα οποία μπορούν να προσκομιστούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης, σύμφωνα με τους οικείους δικονομικούς κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Στην παράγραφο 4 αναφέρονται τα έγγραφα που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές. Επί ποινή απαραδέκτου της αίτησης, προβλέπεται υποχρέωση συνυποβολής αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης καθώς και έκθεσης εμπειρογνώμονα. Η εξέταση της αίτησης πτώχευσης είναι δυνατή μόνον μετά την απόρριψη της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Για την περίπτωση ελλείψεων στα λοιπά έγγραφα της παραγράφου 3, οι οποίες οφείλονται στην έλλειψη συνεργασίας του οφειλέτη, προβλέπεται η δυνατότητα του δικαστηρίου να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη χορήγηση από τον οφειλέτη στον ορισθέντα εμπειρογνώμονα όλων των απαιτούμενων στοιχείων, με παραπομπή στο άρθρο 232 Α του Ποινικού Κώδικα για την περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Στην παράγραφο 5 αναφέρεται το περιεχόμενο που πρέπει να έχει η έκθεση του εμπειρογνώμονα τόσο στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, όσο και στην περίπτωση συμφωνίας που συνάπτεται μόνον από πιστωτές, κατά το πρότυπο της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 100 παράγραφος 3.
Τέλος, στην παράγραφο 6, αναφέρονται ο τρόπος και τα προσόντα επιλογής του εμπειρογνώμονα κατά το πρότυπο της προηγούμενης ρύθμισης του άρθρου 100 παράγραφος 4.
Άρθρο 105
Δικάσιμος – Κλητεύσεις
Στο άρθρο αυτό συγκεντρώνονται όλες οι ρυθμίσεις για τον ορισμό δικασίμου και για τις κλητεύσεις. Για την περίπτωση που ο οφειλέτης δεν συμπεριλαμβάνεται στους αιτούντες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, η κλήτευση αυτού προβλέπεται επί ποινή απαραδέκτου. Προβλέπεται, επίσης, ότι με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, η αίτηση πρέπει να δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητων Απασχολουμένων (Ταμείο Νομικών) και στο Γ.Ε.ΜΗ., ενώ παραμένουν και οι ρυθμίσεις της παραγράφου 6 του παλαιού άρθρου 100 για την υποχρεωτική κλήτευση του δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον υπάρχουν αντίστοιχα χρέη, για την κλήτευση, με εντολή του αρμόδιου δικαστή, λοιπών πιστωτών του οφειλέτη και την παράσταση στη συζήτηση εκπροσώπου των εργαζομένων χωρίς τήρηση προδικασίας.
Άρθρο 106
Αυτοδίκαιη αναστολή
Το άρθρο αυτό προβλέπει, στα πρότυπα της προηγούμενης ρύθμισης της παραγράφου 2 του άρθρου 106 β, την αυτόματη αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και συλλογικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, για το διάστημα από την υποβολή της συμφωνίας προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το δικαστήριο, με ανώτατη διάρκεια τεσσάρων (4) μηνών (παράγραφος 1). Η παράγραφος 2 προβλέπει ότι η αναστολή αυτή επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη. Με την παράγραφο 3 εισάγεται η δυνατότητα λήψης των ίδιων ή άλλων προληπτικών μέτρων με δικαστική απόφαση κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106 α που ακολουθεί.
Άρθρο 106α Προληπτικά μέτρα
Στο άρθρο αυτό συγκεντρώνονται οι ρυθμίσεις για τα προληπτικά μέτρα που δύνανται να ληφθούν με δικαστική απόφαση, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, χωρίς να θίγεται η αυτόματη αναστολή διώξεων του άρθρου 106. Στο πλαίσιο αυτό, η παράγραφος 1 προβλέπει τη δυνατότητα λήψης οποιουδήποτε άλλου από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα, ενώ οι παράγραφοι 2 έως 5 και 7 επαναλαμβάνουν ρυθμίσεις του προηγούμενου άρθρου 103 κατάλληλα προσαρμοσμένες στην νέα απλοποιημένη μορφή της διαδικασίας εξυγίανσης.
Στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού εισάγεται η καινοτομία λήψης κάθε είδους προληπτικών μέτρων (τόσο του άρθρου 106 όσο και του άρθρου 106 α), με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, έτσι ώστε να μην κωλύεται η διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών και να μην ακυρώνονται οι προοπτικές ευόδωσης ενός σχεδίου εξυγίανσης από ατομικές διώξεις μεμονωμένων πιστωτών. Προς αποτροπή καταστρατηγήσεων, η σχετική αίτηση, πλην της πλήρωσης των προϋποθέσεων των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ, θα πρέπει να συνοδεύεται από έγγραφη δήλωση του 20% των πιστωτών και τα χορηγούμενα προληπτικά μέτρα ή η τυχόν προσωρινή διαταγή θα ισχύουν κατ’ ανώτατο όριο, τέσσερις (4) μήνες.

Άρθρο 1066
Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
Το άρθρο 106 β επαναλαμβάνει τη ρύθμιση του προηγούμενου άρθρου 106 ζ για την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης με τις ακόλουθες βασικές αλλαγές:
(α) Στις υφιστάμενες προϋποθέσεις επικύρωσης συμφωνίας προστίθεται (ως στοιχ. ε της παραγράφου 2) η προϋπόθεση συναίνεσης του οφειλέτη, ειδικά για την περίπτωση που ο ίδιος δεν αποτελεί συμβαλλόμενο στη συμφωνία μέρος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104. Για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου μη συνεργαζόμενων ή αδρανών οφειλετών, η συναίνεση του οφειλέτη τεκμαίρεται εάν ο ίδιος δεν έχει ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης. Ακόμη όμως κι εάν έχει ασκήσει τέτοια παρέμβαση, αυτή δεν εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας (με την εξαίρεση μεταβίβασης της επιχείρησης του οφειλέτη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106 δ), εάν προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη που θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία. Η τελευταία πρόβλεψη είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση περιπτώσεων κατάχρησης του δικαιώματος του οφειλέτη να εμποδίσει τη διαδικασία εξυγίανσης, σε βάρος των πιστωτών της εταιρίας, όταν ο ίδιος δεν αντλεί κανένα όφελος από τη στάση του αυτή.
(β) Περιλαμβάνεται στο άρθρο αυτό (ως παράγραφος 5) η δυνατότητα του δικαστηρίου να ορίσει ειδικό εντολοδόχο, στον οποίο θα ανατίθενται μεταξύ των άλλων και οι εξουσίες του άρθρου 101 παρ. 2 και 3.
(γ) Παρέχεται η σημαντικότατη δυνατότητα τροποποίησης συμφωνίας εξυγίανσης που επικυρώθηκε, με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλομένων μερών (παράγραφος 10). Η σχετική δυνατότητα προβλέπεται για μια φορά και υποβάλλεται σε αυστηρές προϋποθέσεις, έτσι ώστε αφενός να παρέχεται η δυνατότητα προσαρμογής της συμφωνίας σε νέες συνθήκες που δεν καθιστούν απαγορευτική την προοπτική εξυγίανσης και αφετέρου να αποτρέπονται καταστρατηγήσεις που θα οδηγούσαν σε παρέλκυση των διαδικασιών και σε δυσανάλογη βλάβη των εμπλεκομένων μερών.
Άρθρο 1066
Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη
Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει στα βασικά της σημεία την προηγούμενη ρύθμιση του άρθρου 106 θ για τη μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη, περιλαμβάνοντας ρητά στην παράγραφο 2 τη δυνατότητα μεταβίβασης σε οιονδήποτε τρίτο ή σε εταιρία που συνιστάται από πιστωτές του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 3 ή σε άλλη εταιρία, υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη, υπό τη μορφή εισφοράς εις είδος, με την τήρηση, στην τελευταία περίπτωση των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Απολύτως νέα είναι η παράγραφος 4 με την οποία εισάγεται δυνατότητα τροποποίησης της συμφωνίας εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της με τις εκεί προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις.
Άρθρο 106ε
Ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης μετά την επικύρωση
Με το άρθρο αυτό εισάγεται δυνατότητα ακύρωσης της συμφωνίας με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται σε περιπτώσεις αποκάλυψης δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο καθώς και σε περιπτώσεις που η μη εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία εξυγίανσης της επιχείρησής του (παράγραφος 1). Εισάγεται ρύθμιση για τις επιπτώσεις της ακύρωσης της συμφωνίας στις απαιτήσεις των πιστωτών, η οποία προβλέπει επαναφορά στη νομική θέση που είχαν κατά την επικύρωση της συμφωνίας (παράγραφος 2). Ως ειδική περίπτωση ματαίωσης υλοποίησης της συμφωνίας προβλέπεται η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ρυθμίζεται η τύχη των απαιτήσεων των πιστωτών και των εμπράγματων εξασφαλίσεων (παράγραφος 3), χωρίς να θίγονται τα δικαιώματα των πιστωτών κατά το κοινό δίκαιο (παράγραφος 4).
Άρθρο 106στ
Καθήκοντα και αμοιβές των οργάνων της διαδικασίας
Στο άρθρο αυτό ρυθμίζονται τα καθήκοντα και η αμοιβή του εμπειρογνώμονα. Η ρύθμιση επαναλαμβάνει τις σχετικές ρυθμίσεις του προηγούμενου άρθρου 106 ι. Οι ρυθμίσεις του τελευταίου για το μεσολαβητή και τον ειδικό εντολοδόχο δεν επαναλαμβάνονται, καθώς ο μεν μεσολαβητής δεν έχει θέση στη νέα μορφή της διαδικασίας, ενώ ο ειδικός εντολοδόχος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. που θα εκδοθεί για το διαχειριστή αφερεγγυότητας, όπου και περιλαμβάνονται οι σχετικές προβλέψεις.
Άρθρο 7
Το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου, που θεσπίζει το άρθρο 114 ΠτΚ, καταργείται. Δεδομένης της ανάγκης επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας, η δικαστική παρέμβαση κατά τον έλεγχο του σχεδίου αναδιοργάνωσης κρίνεται ως πληθωρική: υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του ΠτΚ προεβλέποντο α) η αυτεπάγγελτη δικαστική προεξέταση του σχεδίου πρίν από την διαδικασία αποδοχής του από τους πιστωτές, β)τυχόν πρόσθετη δικαστική προεξέτασή του σε περίπτωση ουσιωδών τροποποιητικών παρεμβάσεων του οφειλέτη και γ) η δικαστική επικύρωση του σχεδίου μετά την αποδοχή του από τους πιστωτές. Είναι προφανές ότι επρόκειτο για μία υπερπολυτελή διαδικασία που δεν ανταποκρίνεται στην υπόδειξη της από 12.3.2014 Σύστασης της Επιτροπής ΕΕ ότι η διαδικασία αναδιάρθρωσης θα πρέπει να έχει την ευελιξία εκείνη που θα επιτρέπει την λήψη περισσότερων μέτρων εξωδικαστικώς, η δε ανάμειξη του δικαστηρίου θα πρέπει να αρκείται στον απαραίτητο εκείνο βαθμό ανάμειξης προκειμένου να διασφαλίζονται τα δικαιώματα όσων επηρεάζονται από το σχέδιο αναδιάρθρωσης (σύσταση υπ’ αριθμόν 7). Για τους λόγους αυτούς καταργείται το στάδιο της δικαστικής προεξέτασης του σχεδίου.
Άρθρο 108
Πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 108, περιορίζεται το χρονικό περιθώριο υποβολής του σχεδίου αλλά και τροποποιούνται τα πρόσωπα που μπορούν να υποβάλουν σχέδιο. Έτσι, ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει σχέδιο είτε συγχρόνως με την αίτηση πτώχευσης είτε εντός τριών μηνών από την κήρυξή της, προθεσμία η οποία μπορεί να παραταθεί υπό προϋποθέσεις κατά ένα μήνα. Επίσης, καταργείται η δυνατότητα του συνδίκου να υποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης, εάν ο οφειλέτης αδρανεί. Εκτός της σημαντικής διαδικαστικής ελάφρυνσης και της εξ ίσου σημαντικής οικονομίας χρόνου που αυτό θα συνεπάγεται, η ιδέα είναι να παραμείνει η πρωτοβουλία μόνο στον οφειλέτη, ούτως ώστε η προσπάθεια αναδιοργάνωσης να μην χρονοτριβεί και η διαδικασία να εισέρχεται στο αμέσως επόμενο στάδιο της εκκαθάρισης. Αντί της καταργούμενης εμπλοκής του συνδίκου κατά τα ανωτέρω και κατ’ αντιστοιχία προς τα ισχύοντα στην προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης (άρθρο 100), παρέχεται -και εδώ- η δυνατότητα σε ορισμένη πλειοψηφία πιστωτών (σε πιστωτές που εκπροσωπούν το 60% του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο περιλαμβάνεται το 40% των εξασφαλισμένων) να υποβάλουν, συγχρόνως με την αίτηση πτώχευσης κατά του οφειλέτη τους, προσυμφωνημένο μεταξύ τους, χωρίς την σύμπραξη του τελευταίου, σχέδιο αναδιοργάνωσης. Αυτονόητο είναι ότι εν προκειμένω ο οφειλέτης ευρίσκεται σε κατάσταση παύσης των πληρωμών του και μόνον, διότι μόνο σε αυτή την περίπτωση οι πιστωτές έχουν το δικαίωμα να ζητούν με αίτησή τους την πτώχευση του οφειλέτη. Στην υπόθεση αυτή θα ισχύει το άρθρο 120 περί συναινέσεως, πραγματικής ή πλασματικής, του οφειλέτη και περί παραμερισμού του, εάν αυθαιρέτως αρνείται την συναίνεση. Επίσης θα εφαρμόζεται το άρθρο 120α, εάν οι μέτοχοι ή οι εταίροι του οφειλέτη νομικού προσώπου αρνούνται καταχρηστικώς να συμπράττουν στην λήψη απαραίτητης κατά το εταιρικό δίκαιο απόφασης για την εκπλήρωση όρων του σχεδίου αναδιοργάνωσης. Σε περίπτωση μη πλήρωσης των σχετικών ποσοστών πλειοψηφίας των αιτούντων πιστωτών, το δικαστήριο εξετάζει την συνυποβαλλόμενη από τους πιστωτές αίτηση πτώχευσης και την κηρύσσει, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της, αγνοεί δε το συνυποβληθέν σχέδιο αναδιοργάνωσης, εφόσον δεν πληρούνται τα απαιτούμενα ποσοστά για την υποβολή του.
Άρθρο 109
Ελάχιστο περιεχόμενο του σχεδίου
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 109, διευκρινίζεται ότι το σχέδιο μπορεί να προβλέπει και μεταβίβαση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Στην παρ. 4 ορίζεται ότι το σχέδιο συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού λογιστή.
Άρθρο 111
Κατηγοριοποίηση των απαιτήσεων
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 111, αντικαθίσταται ο ανεπιτυχής όρος «πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης» με τον όρο «πιστωτές τελευταίας σειράς» (όπως και στο άρθρο 21).
Άρθρο 115
Αποδοχή του σχεδίου
Δεδομένης της κατάργησης της δικαστικής προεξέτασης, το δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 115, με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, ορίζει και την προθεσμία για την αποδοχή ή μη του σχεδίου και την ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πιστωτών. Όταν το σχέδιο δεν υπεβλήθη μαζί με την αίτηση πτώχευσης, αλλά ύστερα από την κήρυξή της κατά το άρθρο 108 παράγραφος 2, τα ως άνω καθορίζονται με διάταξη του εισηγητή, για λόγους επιτάχυνσης της διαδικασίας.
Άρθρο 118
Τροποποιήσει του σχεδίου
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 118 καταργείται ο περιορισμός ότι οι τροποποιήσεις στο σχέδιο δεν μπορεί να αφορούν απαιτήσεις τις οποίες το σχέδιο δεν έθιγε. Και τούτο διότι το σχέδιο μπορεί να είχε παραλείψει πιστωτές οι οποίοι θα έπρεπε να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με άλλους πιστωτές. Οι πιστωτές που προστίθενται στο σχέδιο ασφαλώς έχουν εφεξής δικαίωμα ψήφου, αφού δεν είναι πλέον μη θίγόμενοι κατά το άρθρο 116 παρ. 3.
Άρθρο 120
Συναίνεση του οφειλέτη επί σχεδίου πιστωτών
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 120, ορίζεται ότι για την παράκαμψη της συναίνεσης του οφειλέτη αρκεί να διασφαλίζεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάστασή του χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο.
Άρθρο 120α
Σύαπραξη συνέλευσης μετόχων η εταίρων
Το άρθρο 120 αφορά την παράκαμψη της συναίνεσης του οφειλέτη. Όταν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, η συναίνεση αυτή εκδηλώνεται από το εκπροσωπευτικό όργανο. Έτσι, στην περίπτωση νομικών προσώπων, το άρθρο 120 αφήνει αρρύθμιστη την περίπτωση καταχρηστικής άρνησης σε εξυγιαντικά μέτρα από μέρους της συνέλευσης των εταίρων ή της γενικής συνέλευσης των μετόχων, όταν ασφαλώς αυτή απαιτείται κατά το εταιρικό δίκαιο. Σημειώνεται ότι τη ρύθμιση αυτή περιέχει ήδη το ισχύον δίκαιο στο άρθρο 106γ (σχετικά με τη συμφωνία εξυγίανσης). Για αυτούς τους λόγους, εισάγεται νέο άρθρο 120α το οποίο προβλέπει ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στη διαδικασία εξυγίανσης.
Άρθρο122
Δικαστική επικύρωση
Στο άρθρο 122 παρ. 3 απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.
Άρθρο 124
Λόγοι απόρριψης του σχεδίου
Στο άρθρο 124 περ. α) διευκρινίζεται ότι το δικαστήριο ελέγχει και την τήρηση της αρχής της ισότητας των πιστωτών, καθώς αυτή με το ισχΰον δίκαιο αποτελεί αντικείμενο αξιολόγησης από το δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαστικής προεξέτασης.

Άρθρο 128
Αποτελέσματα τικ ακύρωση
Με τις τροποποιήσεις του άρθρου 128, ορίζεται ότι εάν το επικυρωθέν σχέδιο αναδιοργάνωσης ακυρωθεί, η διαδικασία εισέρχεται απευθείας στο επόμενο στάδιο της ένωσης των πιστωτών (σε αρμονία με το άρθρο 132 παρ. 1). Επίσης, καταργείται η πρόβλεψη περί απαλλαγής όσων εγγυήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο υπέρ του οφειλέτη ως συνέπεια της ακύρωσης του σχεδίου.
Άρθρο 131
Εποπτεία εκπλήρωσης του σχεδίου
Στο άρθρο 131 παρ. 2 απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.
Άρθρο 8
Άρθρο135
Γενική διάταξη
ΣΤΟ άρθρο 135 παρ. 1 ορίζεται ότι η εκποίηση της επιχείρησης μπορεί να γίνει είτε ως σύνολο είτε κατά τα επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής.
Άρθρο 136
Εκτίμιση της αξίας του ενεργητικού
Στο άρθρο 136 στη θέση του εκτιμητή από τον κατάλογο εμπειρογνωμόνων τίθεται ο πιστοποιημένος εκτιμητής, ο οποίος περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών. Ορίζεται, επίσης, ότι για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία (σε αντιστοιχία με το άρ. 993 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Άρθρο 137
Διάταξη του εισηγητή
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ. Σημειώνεται ότι υφίσταται δυνατότητα άσκησης ανακοπής κατά της συγκεκριμένης πράξης της εκτελεστικής διαδικασίας (της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού) για την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη από καθένα που έχει έννομο συμφέρον κατά τη διάταξη του άρθρου 152 ΠτωχΚ. Για το σκοπό αυτό προστίθεται η δημοσίευση περίληψης της έκθεσης του εισηγητή στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητων Απασχολούμενων. Αντίστοιχες προσαρμογές γίνονται στο άρθρο 138 παρ. 1.
Άρθρο 138
Περιεχόμενο και δημοσίευση της διακήρυξης
Γίνεται τροποποίηση της διάταξης για τον εναρμονισμό της με το προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 138
Περιεχόμενο και δημοσίευση της διακήρυξης
Προστίθεται παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (σε αντιστοιχία με το άρ. 995 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Άρθρο 139
Κατάθεση και αποσφράγιση των προσφορών Απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.
Άρθρο 140 Η κατακύρωση
Απαλείφεται η αναφορά στην καταργούμενη επιτροπή πιστωτών.
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.

Άρθρο 141
Η σύμβαση μεταβίβασης επινείοησπε
Γίνεται τροποποίηση της διάταξης για τον εναρμονισμό της με το προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 144
Επανάληψη του δημοσίου πλειστηριασμού
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.
Εκποίηση ακινήτων
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ. Επιπλέον προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφέστερο η έννοια της προβλεπόμενης στην παράγραφο 1 καθυστέρησης στην εκτέλεση.

Άρθρο148
Διαδικασία διακήρυξης
1) Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ,
2) Γίνεται σύντμηση των προθεσμιών της παρ. 4 από (20) σε ( 10 ) και από (10) σε (5 ) ημέρες, για λόγους μείωσης του χρόνου της πτωχευτικής διαδικασίας.
3) Καθιερώνεται επιπλέον δημοσίευση στην ιστοσελίδα που προβλέπεται στην ΚΠολΔ 995 παρ. 4.
Άρθρο 148
Διαδικασία διακήρυξης
Προστίθεται παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού δημοσιεύεται και στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (σε αντιστοιχία με το άρ. 995 παρ. 4 ΚΠολΔ).

Άρθρο 150

Επανάληψη πλειστηριασμού
Για λόγους επίσπευσης της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται για το συγκεκριμένο ζήτημα να αποφαίνεται ο εισηγητής δικαστής της πτώχευσης με αιτιολογημένη διάταξή του. Επίσης, για τους ίδιους λόγους επίσπευσης
αποκλείεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου στο πλαίσιο της γενικής διάταξης του άρθρου 60 του ΠτΚ.
Άρθρο152
Ανακοπή κατά της εκτελεστικής διαδικασίας
Ενόψει του ότι οι πιο πάνω ανακοπές αναφέρονται σε διαδικαστικά ζητήματα, προβλέπεται κατάργηση της δυνατότητας άσκησης ανακοπής ερημοδικίας, έφεσης ή αναίρεσης κατά της σχετικής απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου, ώστε αυτή να μην υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι παραμένει σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά της απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου στην πλέον σοβαρή περίπτωση της άσκησης ανακοπής κατά του πίνακα διανομής κατ’ άρθρο 161 ΠτΚ. Ακόμη σημειώνεται ότι στις πιο πάνω περιπτώσεις των αποφάσεων επί ανακοπών κατά της εκτελεστικής διαδικασίας τα περισσότερα ζητήματα ανακύπτουν από σχετικές διατάξεις του εισηγητή (άρθρα 137, 140, 144, 147, 148 και 150 ΠτΚ). Είναι δε γνωστό ότι ο εισηγητής, ως δικαστικό όργανο που εκδίδει διατάξεις ή πράξεις ή αποφάσεις, αποτελεί για τα εν λόγω ζητήματα στην ουσία τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η δε προσφυγή κατ’ αυτών ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου λειτουργικά έχει το χαρακτήρα εφέσεως.

Άρθρο 154 Γενικά προνόμοια
Στην περ. α’, δεδομένου ότι πλέον διατηρείται μόνον η διαδικασία άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, η διάταξη αναδιατυπώνεται. Περαιτέρω, η εν λόγω διάταξη τροποποιείται αναλόγως, ούτως ώστε το προνόμιο που θεσπίζει να εκτείνεται και στις χρηματοδοτήσεις ή τις παροχές που χορηγούνται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης (ενδιάμεσες χρηματοδοτήσεις/παροχές), λαμβανομένου υπόψη ότι δεν υφίσταται πλέον το χρονικό σημείο της αίτησης για το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης. Σκοπός της επέκτασης του εν λόγω προνομίου είναι τόσο η διασφάλιση των συμφερόντων των πιστωτών που συνδράμουν ενεργά στη διατήρηση της επιχείρησης και της αξίας της κατά τον κρίσιμο χρόνο που μεσολαβεί από την έναρξη των διαπραγματεύσεων μέχρι την υπογραφή της συμφωνίας εξυγίανσης, όσο και παροχή κινήτρων στους πιστωτές που επεκτείνουν τον επιχειρηματικό τους κίνδυνο με σκοπό τη διάσωση της επιχείρησης των οφειλετών τους. Προς το σκοπό αποφυγής καταχρήσεων και ασφάλειας δικαίου, τίθεται ως απώτατο χρονικό διάστημα για την ύπαρξη του προνομίου ο εύλογος χρόνος των έξι (6) μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, ούτως ώστε να μην καταλαμβάνονται και χρηματοδοτήσεις που εκφεύγουν των σκοπών της εν λόγω διάταξης. Επιπλέον, απαιτείται η ρητή μνεία του προνομίου και των σκοπών των χρηματοδότησης ή των παροχών, είτε στη συμφωνία εξυγίανσης είτε στα συμβατικά έγγραφα στα οποία προβλέπονται οι ενδιάμεσες χρηματοδοτήσεις/παροχές. Η τελευταία πρόβλεψη τίθεται ούτως ώστε να καλύπτει τις χρηματοδοτήσεις/παροχές, οι οποίες δόθηκαν προς το σκοπό εξυγίανσης της εταιρίας, χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί η επικύρωση της σκοπούμενης συμφωνίας, η οποία πάντως κατατέθηκε στο δικαστήριο προς επικύρωση.

Άρθρο156 Συρροή προνομοίων
Με την τροποποίηση του άρθρου 156 επιτυγχάνεται πλήρης εναρμόνιση των διατάξεων ΚΠολΔ και ΠτωχΚ, όσον αφορά την κατάταξη των πιστωτών και τη διανομή του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης, καθόσον το άρθρο 156 θα περιλαμβάνει πλέον πλήρη και αυτοτελή ρύθμιση, όμοια με αυτή του αρ. 977 ΚΠολΔ (με την εξαίρεση της υπερ-προνομιακής αντιμετώπισης των απαιτήσεων της περ. α’ του άρ. 154). Τούτο αίρει και την υφιστάμενη αντίφαση που προκύπτει από τη διαφορετική ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των δύο διατάξεων που προβλέπεται στους Ν. 4335/2015 (πτωχεύσεις κηρυσσόμενες από 01.01.2016) και 4336/2015, όπως ισχύει (αιτήσεις υποβαλλόμενες από 19.08.2016), καθόσον δεν δύναται να εφαρμόζεται μεταγενέστερο δίκαιο για την κατάταξη των πιστωτών (αρ. 154 ΠτωχΚ από 19.08.2015) και προγενέστερο για τη διανομή του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης (αναλογικά άρ. 977 ΚΠολΔ από 01.01.2016). Η προτεινόμενη νέα διάταξη του αρ. 156 ΠτωχΚ θα εφαρμόζεται επί διαδικασιών στις οποίες η αίτηση πτώχευσης έχει κατατεθεί μετά την 19.08.2015. Ούτως επιτυγχάνεται η ενότητα του εφαρμοστέου δικαίου.

Άρθρο 161
Ανακοπή κατά του πίνακα διανομής
Στο άρθρο 161 παρ. 1 διευκρινίζεται ότι η ανακοπή κατά του πίνακα διανομής αφορά αποκλειστικά λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών (καθώς άλλοι λόγοι έχουν προβληθεί σε προγενέστερα στάδια, ιδίως μέσω των ανακοπών του άρθρου 152).
Για την επίσπευση του χρόνου διάρκειας της πτωχευτικής διαδικασίας προβλέπεται ρύθμιση για καθιέρωση προθεσμίας προς προσδιορισμό της συζήτησης της ανακοπής και έκδοσης απόφασης. Ανάλογη ρύθμιση έχει περιληφθεί στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο άρθρο 979 §2 ( ανακοπή κατά του πίνακα ), κατά την πρόσφατη τροποποίηση αυτού με το ν. 4335/2015.
Άρθρο 161
Ανακοπή κατά του πίνακα διανουής
Προστίθεται παράγραφος, με την οποία τίθενται χρονικά όρια για τον προσδιορισμό της συζήτησης της ανακοπής και την έκδοση της σχετικής απόφασης.
Άρθρο 9
Με το τροποποιημένο δεύτερο εδάφιο του άρθρου παρέχεται η δυνατότητα στο πτωχευτικό δικαστήριο να παρεκκλίνει από τις διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα και να αποφασίσει τον τρόπο και τους τύπους, σύμφωνα με τους οποίους θα διεξαχθεί η απλοποιημένη διαδικασία επί πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου. Πρότυπο για την προτεινόμενη διάταξη απετέλεσε η παράγραφος 2 του άρθρου 135 σχετικά με την απλοποιημένη διαδικασία εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών, η αξία της οποίας δεν υπερβαίνει κατά την αποτίμηση του δικαστηρίου το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ. Τα σημεία εκείνα, ως προς τα οποία το πτωχευτικό δικαστήριο θα έχει την δυνατότητα να παρεκκλίνει, θα μπορούν να αφορούν συντμήσεις προθεσμιών, απλοποιημένη διαδικασία αποδοχής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, εφ’ όσον προτείνεται, απλοποιημένη διαδικασία εκποιήσεων -επί πλέον των μέτρων απλούστευσης της διαδικασίας που ήδη προβλέπονται στο άρθρο 163, οι διατάξεις του οποίου διατηρούνται.
Άρθρο 10

Άρθρο 164 Γενικά
Συνέπεια της επιλογής να καταργηθεί, ως πεπαλαιωμένος, ο θεσμός της πτωχευτικής αποκατάστασης (του αντικατασταθέντος ενδεκάτου κεφαλαίου), οι τρόποι περάτωσης της πτώχευσης που απαριθμούνται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 164 συμπληρώνονται από την περίπτωση που υπό το προϊσχύσαν δίκαιο θα επέφερε την αποκατάσταση του οφειλέτη, φυσικού ή νομικού προσώπου, συγχρόνως δε και την άνευ ετέρου περάτωση της πτώχευσης -προστίθεται δηλαδή η περίπτωση της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης. Με την προσθήκη νέας, δεύτερης, παραγράφου στο ίδιο άρθρο 164, διευκρινίζεται ότι συνιστά λόγο αναβίωσης του νομικού προσώπου η περάτωση της πτώχευσης λόγω τελεσιδίκου επικυρώσεως του σχεδίου αναδιοργάνωσης, αλλά και λόγω εξοφλήσεως όλων των πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης γεννηθέντες τόκους (λόγος αναβίωσης που ήδη προεβλέπετο στο πλαίσιο της καταργηθείσας πτωχευτικής αποκατάστασης νομικού προσώπου). Η αναβίωση δεν επέρχεται άνευ ετέρου, αλλά υπόκειται στις προβλεπόμενες από το εταιρικό δίκαιο διαδικασίες, αναλόγως της εταιρικής μορφής (για παράδειγμα, προκειμένου περί ανώνυμης εταιρίας, η αναβίωση υπόκειται στα οριζόμενα της παραγράφου 4 του άρθρου 47“ κν 2190/1920).
Άρθρο 165
Η λογοδοσία του συνδίκου
Το συγγνωστό ή μη του οφειλέτη αυτονομείται από την διαδικασία λογοδοσίας του συνδίκου και δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο γνωμοδότησης των πιστωτών στο πλαίσιο της συνέλευσης του άρθρου 165. Και τούτο διότι χρονικώς δεν συμβαδίζει με το αναθεωρημένο καθεστώς απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου, της οποίας απαλλαγής το συγγνωστό εξακολουθεί να αποτελεί την προϋπόθεση.

Άρθρο 166
Παύση των εργασιών της πτώχευσης
Από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 166 απαλείφεται η αναφορά στην καταργηθείσα επιτροπή των πιστωτών. Η περιεχόμενη στην δεύτερη παράγραφο του άρθρου ρύθμιση περί των αποτελεσμάτων της παύσης των εργασιών της πτώχευσης αναπροσαρμόζεται στο νέο καθεστώς της απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου, η έννοια της οποίας δεν συμβιβάζεται με την δυνατότητα ανάκτησης από τους πιστωτές των ατομικών διώξεων κατά του (απαλλαγέντος) οφειλέτη.
Άρθρο 11
Καταργείται ο θεσμός της πτωχευτικής αποκατάστασης του οφειλέτη που περιείχετο στο ενδέκατο κεφάλαιο (καταργηθέντα άρθρα 168 έως 170) του ΠτΚ, το οποίο πλέον περιέχει την αυτοτελή ρύθμιση περί απαλλαγής των οφειλετών φυσικών προσώπων (νέα άρθρα 167, 168 και 169). Η αιτιολογία είναι ότι η νέα αντίληψη περί συντόμου απαλλαγής του οφειλέτη από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία, καθιστά περιττή την αποκατάσταση του οφειλέτη (φυσικού προσώπου), η οποία θα επήρχετο μετά την παρέλευση της δεκαετίας. Θα μπορούσε «η ολοσχερής εξόφληση όλων των πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους» να παραμείνει ως ο μοναδικός λόγος αποκατάστασης τόσο του φυσικού όσο και του νομικού προσώπου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση συνεπιφέρει την περάτωση της πτώχευσης -επί πλέον δε για τα νομικά πρόσωπα, την δυνατότητα αναβίωσής τους κατά την παράγραφο 3 του προϊσχύσαντος άρθρου 170. Κρίθηκε ωστόσο προτιμότερη η ολοσχερής κατάργηση του θεσμού της πτωχευτικής αποκατάστασης. Προκειμένου δε να διασώζονται τα αποτελέσματά της (δηλαδή η παύση των στερήσεων του άρθρου 15 ΠτΚ για τον αποκατασταθέντα οφειλέτη φυσικό πρόσωπο, η δυνατότητα αναβίωσης του αποκατασταθέντος οφειλέτη νομικού προσώπου, καθώς και περάτωση της πτώχευσης εάν ο αποκατασταθείς οφειλέτης, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, εξόφλησε όλους τους πτωχευτικούς πιστωτές κατά κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης), η μεν παύση των στερήσεων μετακινήθηκε στην οικεία θέση (στην νέα τέταρτη παράγραφο του άρθρου 167) ως αποτέλεσμα της κήρυξης του οφειλέτη φυσικού προσώπου ως συγγνωστού, η δε δυνατότητα αναβίωσης του νομικού προσώπου απετέλεσε περιεχόμενο της νέας δεύτερης παραγράφου του νέου άρθρου 164, τέλος δε η εξόφληση του συνόλου των πτωχευτικών πιστωτών συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των περιπτώσεων περάτωσης της πτώχευσης της πρώτης παραγράφου του ίδιου άρθρου 164 ΠτΚ.
Αρθρο 167
Κήρυξη του οφειλέτη συγννωστού
Το συγγνωστό του οφειλέτη φυσικού προσώπου παραμένει η αναγκαία, αλλά και η μόνη πλέον προϋπόθεση για την απαλλαγή του, αξιολογείται δε σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου 1 του προϊσχύσαντος άρθρου 167 ΠτΚ (καλή πίστη, μη δόλια πρόκληση της πτώχευσης), στα οποία προστίθενται και η διάρκεια της καλής πίστης του οφειλέτη, καθώς και η καλή συνεργασία του με τα όργανα της διαδικασίας -εννοείται μέχρι του χρόνου υποβολής της αίτησης περί απαλλαγής του. Κατά την διαμόρφωση της κρίσης του το πτωχευτικό δικαστήριο θα πρέπει να εκτιμά τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, να λαμβάνει υπ’ όψιν του έκθεση του εισηγητή περί των περιστάσεων της πτώχευσης, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, να ακούει δε και τον σύνδικο. Τυχόν ανάκληση της απόφασης, δια της οποίας κηρύσσεται ο οφειλέτης συγγνωστός, «αν επέρχεται μεταβολή πραγμάτων» που να την δικαιολογεί κατά το άρθρο 167 παράγραφος 1 in fine, συνεπιφέρει αυτοδικαίως την άρση της απαλλαγής του, μόνη και απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας (απαλλαγής) είναι, όπως αναφέρθηκε, η κήρυξή του ως συγγνωστού. Μεταξύ των συνεπειών της κήρυξης του οφειλέτη ως συγγνωστού (της παρ. 4) περιλαμβάνεται και η παύση των στερήσεων από δικαιώματα -στερήσεις που επέρχονται ως προσωπικής φύσεως συνέπειες της πτώχευσης ως προς τον οφειλέτη κατά το άρθρο 15 ΠτΚ. Η μετακίνηση της συνέπειας αυτής από το (προϊσχύσαν) άρθρο 170 ΠτΚ στην τέταρτη παράγραφο του ισχύοντος άρθρου 167 εξηγείται εκ του ότι ολόκληρο το ενδέκατο κεφάλαιο του ΠτΚ περί της πτωχευτικής αποκατάστασης του οφειλέτη (άρθρα 168 έως και 170“) καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις περί απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου. Ως εκ τούτου, η παύση των στερήσεων από δικαιώματα, οι οποίες επήρχοντο ως αποτέλεσμα της κήρυξης της πτώχευσης, από συνέπεια της (καταργηθείσας) αποκατάστασης του οφειλέτη φυσικού προσώπου μετακινήθηκε -προκειμένου να διατηρηθεί- ως συνέπεια της κήρυξής του ως συγγνωστού.
Άρθρο 168
Αίτηση περί απαλλαγής
Ανεξαρτήτως εάν η αίτηση της πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη (φυσικό πρόσωπο) ή πιστωτή του, ο οφειλέτης υποβάλλει αίτημα περί της απαλλαγής του μετά την παρέλευση δύο ετών από τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης -άλλως μέχρι την περάτωσή της, εάν αυτή επέρχεται νωρίτερα. Η περάτωση μπορεί να επέρχεται νωρίτερα της διετίας στο παράδειγμα της εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου υπό τις περιστάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 σε συνδυασμό προς το άρθρο 164 ΠτΚ ή όταν παύουν οι εργασίες της πτώχευσης λόγω ελλείψεως αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας (άρθρο 166 παρ. 1 ΠτΚ) ή στην υπόθεση που η εξόφληση όλων των πιστωτών κατά κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους γίνεται από τον οφειλέτη νωρίτερα της διετίας.
Άρθρο 169
Απόφαση περί απαλλαγής
Το πτωχευτικό δικαστήριο οφείλει να αποφασίζει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα ημερών, επί της υποβληθείσας κατά τα ανωτέρω αίτησης του οφειλέτη περί απαλλαγής και, εφ’ όσον τον κρίνει συγγνωστό, να τον απαλλάσσει πλήρως από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία, εφ’ όσον όμως δεν πρόκειται για οφειλές οι οποίες δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια. Το εύρος της απαλλαγής, κατά το περιεχόμενό της, θα ποικίλλει αναλόγως του τρόπου περάτωσης της πτώχευσης: Εάν η πτώχευση περατώνεται συνεπεία εκποιήσεως όλων των στοιχείων του ενεργητικού της κατά το άρθρο 164 -άρα με ένωση των πιστωτών ή με συνολική εκποίηση της επιχείρησης της παραγράφου 2 του άρθρου 19- ο συγγνωστός οφειλέτης απαλλάσσεται κατά το ποσό των απαιτήσεων των πιστωτών που παραμένει ανεξόφλητο με βάση τον πίνακα διανομής. Οσάκις η πτώχευση περατώνεται με παύση εργασιών λόγω ελλείψεως ενεργητικού, η πλήρης απαλλαγή του συγγνωστού οφειλέτη θα συνεπάγεται την αδυναμία των πιστωτών να αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατ’ αυτού -θα καθιστά δηλαδή κατ’ εξαίρεσιν ανεφάρμοστο το αποτέλεσμα που κατά τον κανόνα επιφέρει η παύση των εργασιών της πτώχευσης σύμφωνα με την δεύτερη παράγραφο του ισχύοντος άρθρου 166 ΠτΚ. Εάν η πτώχευση περατώνεται λόγω παρόδου δεκαετίας από την έναρξη της ένωσης ή δεκαπενταετίας από την κήρυξή της, η απαλλαγή του οφειλέτη θα είναι πλήρης, διότι το δικαστήριο θα έχει ήδη επιληφθεί της αιτήσεως περί απαλλαγής του οφειλέτη και θα τον έχει απαλλάξει, εφ’ όσον τον έχει κρίνει συγγνωστό. Τέλος, στην υπόθεση που η πτώχευση περατώνεται λόγω της πλήρους εξοφλήσεως όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης τόκους, ζήτημα απαλλαγής του συγγνωστού οφειλέτη ενδεχομένως θα τίθεται μόνο για το ποσό των τόκων που θα έχουν γεννηθεί κατά την διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και που μπορούν να αναζητώνται εκ των υστέρων, μετά την περάτωση της πτώχευσης, στο πλαίσιο της ανάκτησης των ατομικών διώξεων των πιστωτών.
Ιδιαίτερη είναι η ρύθμιση περί απαλλαγής του οφειλέτη, όταν η πτώχευση περατώνεται με την δικαστική επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης: η ευθύνη, την οποίαν ο οφειλέτης θα υπέχει ή δεν θα υπέχει μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, μπορεί να συνιστά αντικείμενο ρύθμισης στο σχέδιο (άρθρα 107 και 109 παρ. 1 υπό γ ΠτΚ). Αυτό σημαίνει ότι περιεχόμενο του σχεδίου είναι δυνατόν να αποτελεί είτε η συνέχιση της ευθύνης του οφειλέτη μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας είτε η απαλλαγή του -είτε πλήρως ή μερικώς, είτε σε συνδυασμό προς τις περιεχόμενες στο σχέδιο λύσεις ή αυτοτελώς, είτε αμέσως ή μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος εντός του οποίου ο οφειλέτης θα πρέπει να έχει επιδείξει συνέπεια ως προς την αποπληρωμή των οφειλών. Οι σχετικές προβλέψεις είναι αυτάρκεις και εξαντλούν το ζήτημα της απαλλαγής. Εάν το περιεχόμενο του σχεδίου δεν αναφέρεται στο ζήτημα αυτό, ο οφειλέτης απαλλάσσεται άνευ ετέρου. Και τούτο διότι η συμφωνηθείσα μεταξύ των πιστωτών και του οφειλέτη διαμόρφωση του ύψους των απαιτήσεων με βάση το σχέδιο ισοδυναμεί κατ’ ουσίαν με την απαλλαγή του οφειλέτη από το υπόλοιπο των απαιτήσεων που, με βάση τους συμφωνηθέντες όρους του σχεδίου, δεν θα ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία -εκτός εάν, όπως σημειώθηκε, το σχέδιο ορίζει διαφορετικά. Τυχόν ακύρωση του σχεδίου μετά την επικύρωσή του κατά το άρθρο 127 ΠτΚ συνεπάγεται ότι η απαλλαγή παύει αυτοδικαίως να ισχύει, διότι επίσης αυτοδικαίως επερχόμενη συνέπεια της ακύρωσης είναι η αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και η επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύψος, το είδος, την εξασφάλιση των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη .
Άρθρο 13
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τα άρθρα 63, 64, 80 και 81 παράγραφος 3 , η ισχύς των οποίων αρχίζει από την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182), ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
«ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Γενικά
Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου λαμβάνονται σημαντικά μέτρα για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και τον εξορθολογισμό των διαδικασιών τόσο στο Συμβούλιο της Επικράτειας όσο και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Παράλληλα, λαμβάνεται μέριμνα για την πληρέστερη και αποτελεσματικότερη προστασία των δικαιωμάτων των διαδίκων.
Οι σημαντικότερες καινοτομίες του νομοσχεδίου είναι οι εξής: Εισάγεται και στο Συμβούλιο της Επικράτειας το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας μετά από καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 16). Επιχειρείται η εναρμόνιση της παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή πράξη με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (άρθρο 17). Εισάγεται ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις, με σκοπό να επιταχυνθεί σημαντικά η έκδοση εκτελεστού τίτλου για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων (άρθρο 23).
Εισάγεται ο θεσμός του εισηγητή δικαστή στις διοικητικές διαφορές ουσίας (πλην των αγωγών), ο οποίος αναμένεται να βελτιώσει και να επιταχύνει την εκδίκαση των διαφορών, καθώς ο εισηγητής θα έχει τη δυνατότητα να ενεργεί πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης και να την προετοιμάζει καλύτερα (άρθρο 24). Εξάλλου, στα μέτρα εξορθολογισμού των διαδικασιών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ελαστικοποιούνται οι προϋποθέσεις για την άσκηση έφεσης και αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας (άρθρο 15). Εναρμονίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων στις φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές με βάση το ίδιο χρηματικό όριο που προβλέπεται και για τις λοιπές χρηματικές διαφορές (άρθρο 18). Επιταχύνεται και εξορθολογίζεται η διαδικασία σε συμβούλιο κατά το άρθρο 126Α (άρθρο 22).
Εξορθολογίζεται, με ισόρροπη μέριμνα για τη διασφάλιση των συμφερόντων τόσο του Δημοσίου όσο και των πολιτών, η διαδικασία αναστολής εκτέλεσης στις φορολογικές, τελωνειακές και χρηματικές διαφορές (άρθρο 27). Καθίσταται ευχερέστερη για τον πολίτη και ταχύτερη η χορήγηση του ευεργετήματος πενίας (άρθρο 28).
Τέλος, η μεταβατική ρύθμιση για την κατάργηση των εκκρεμών προ της 31.12.2014 ακυρωτικών υποθέσεων της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αναμένεται να αποφορτίσει τα δικαστήρια από σημαντικό αριθμό υποθέσεων οι οποίες θα απορρίπτονταν ως απαράδεκτες (άρθρο 30), ενώ η μεταβατική ρύθμιση για την ανάθεση των «παλαιών» (προ του 2013) υποθέσεων σε προέδρους πρωτοδικών αναμένεται να επιταχύνει σημαντικά την εκκαθάριση των εν λόγω υποθέσεων (άρθρο 31).
Επί των άρθρων
Άρθρο 14
Τροποποίηση γενικών δικονομικών κανόνων
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 4 του άρθρου 17 του Π.Δ. 18/1989, προκειμένου η υποχρέωση υπογραφής του δικογράφου από δικηγόρο να επεκταθεί και στην υπαλληλική προσφυγή. Η ρύθμιση, η οποία είναι εφαρμοστέα ενώπιον τόσο του Συμβουλίου της Επικράτειας όσο και των διοικητικών εφετείων, δικαιολογείται προεχόντως από την ανάγκη μείζονος προστασίας του προσφεύγοντος, ο οποίος συνήθως δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ειδικές γνώσεις, δοθέντος μάλιστα ότι η εκδίκαση της υπαλληλικής προσφυγής γίνεται κατά κύριο λόγο βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσκομισθεί (πρβλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 6.3.2003, G.L.&S.L. κατά Γαλλίας).
Παράλληλα, διευκολύνεται και το έργο των δικαστηρίων, με την εξέταση δικογράφων που περιέχουν σαφείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς.
Με την παράγραφο 2 καταργείται, ως συνέπεια της προηγούμενης ρύθμισης, η διάταξη του εδαφίου α’ της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του Π.Δ.18/1989, που προέβλεπε τη δυνατότητα υπογραφής του δικογράφου της προσφυγής από τον υπάλληλο.
Με την παράγραφο 3 προστίθεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Π.Δ.18/1989 εδάφιο, με το οποίο παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα, αν κρίνει ότι το δικόγραφο του διαδίκου που ηττήθηκε υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο ενόφει των ζητημάτων που τίθενται μέτρο, να του επιβάλει αυξημένη δικαστική δαπάνη. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται η αποτροπή της πρακτικής κατάθεσης σχοινοτενών δικογράφων, τα οποία επαυξάνουν τον φόρτο του δικαστή συχνά χωρίς λόγο και οδηγούν έτσι σε επιβράδυνση της απονομής της δικαιοσύνης, ιδίως στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί θα μπορούσαν να διατυπωθούν κατά τρόπο συνοπτικότερο χωρίς άσκοπες επαναλήψεις, σύμφωνα άλλωστε και με τα ισχύοντα στους κανονισμούς των διεθνών δικαστηρίων (Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου).
Αντικαθίσταται με την παράγραφο 4 η διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Π.Δ.18/1989 περί κοινοποιήσεως, σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από τον υπάλληλο, δεδομένου ότι η υποχρέωση κοινοποίησης στον προσφεύγοντα της πράξης περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου δημιουργούσε συχνά δικονομικά ζητήματα λόγω μη ανεύρεσής του, με συνέπεια την καθυστέρηση εκδίκασης της υπόθεσης.
Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Π.Δ. 18/1989, προκειμένου να προβλεφθεί ότι ως αφετηρία έναρξης της προθεσμίας της υπαλληλικής προσφυγής θεωρείται, πλην της κοινοποίησης, και η πλήρης γνώση από τον προσφεύγοντα της πειθαρχικής απόφασης. Σκοπός της ρύθμισης είναι να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που ανέκυψαν στην πράξη ως προς την εγκυρότητα της κοινοποίησης, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες από τα στοιχεία του φακέλου που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο προέκυπτε σαφώς και αναντιλέκτως η πλήρης γνώση της πειθαρχικής απόφασης από τον υπάλληλο (βλ. ΣτΕ 1538/2012).
Με τις παραγράφους 2 και 3 προστίθεται εδάφιο, αντιστοίχως, στις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 53 και της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύουν μετά το ν. 3900/2010, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η προϋπόθεση του παραδεκτού που τίθεται με τις εν λόγω διατάξεις καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία ελαστικοποιούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις, παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι, μέχρι στιγμής, δεν υφίσταται διαθέσιμη μια πλήρης και προσιτή βάση δεδομένων με το σύνολο της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας, των λοιπών ανωτάτων δικαστηρίων, καθώς και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν ο διάδικος να γνωρίζει με βεβαιότητα εάν υφίσταται νομολογία αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, όπως ισχύει, προκειμένου να προβλεφθεί, πρώτον, ότι το αίτημα διαδίκου για εισαγωγή υπόθεσης σε πρότυπη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας υπογράφεται επί ποινή απαράδεκτου από δικηγόρο και, δεύτερον, ότι το προβλεπόμενο για το εν λόγω αίτημα παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Η ρύθμιση περί υπογραφής από δικηγόρο κατέστη αναγκαία ενόψει του ότι έχει πολλαπλασιασθεί ο αριθμός των αιτήσεων για πρότυπη δίκη που υπογράφονται από ιδιώτες διαδίκους, οι οποίοι στερούνται συχνά των απαραιτήτων νομικών γνώσεων για να θέσουν με ακρίβεια και ενάργεια τα ζητήματα που τίθενται στα πλαίσια του θεσμού αυτού. Περαιτέρω, η προσθήκη περί κατάπτωσης του παράβολου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος αποσκοπεί στο να άρει τη σχετική αμφιβολία που υπήρχε, ενόψει της έλλειψης ρητής πρόβλεψης στη διάταξη.
Άρθρο 16
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Με την προτεινόμενη ρύθμιση θεσπίζεται για το Συμβούλιο της Επικράτειας και τα ακυρωτικά διοικητικά εφετεία το έκτακτο ένδικο μέσο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε απόφαση, η οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι παραβιάζει τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας ή δικαίωμα που κατοχυρώνεται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Όμοια ρύθμιση προβλέπεται ήδη στο άρθρο 105Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και παρίσταται αναγκαία για τον λόγο της ομοιόμορφης αντιμετώπισης των διοικητικών διαφορών ουσίας με τις ακυρωτικές, και της συμπερίληψης και των αναιρετικών υποθέσεων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17
Σχέση της διοικητικής με την πολιτική και την ποινική δίκη
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να επεκταθεί πέραν από τις καταδικαστικές και στις αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και στα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα που έχουν καταστεί αμετάκλητα (βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 13.7.2010, Σταυρόπουλος κατά Ελλάδας).
Άρθρο 18
Τροποποίηση του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συναφών διατάξεων
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να επανέλθει η καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου για φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, σε υποθέσεις το αντικείμενο των οποίων δεν υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ. Με τη ρύθμιση αυτή εξορθολογίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου με βάση ίδιο χρηματικό όριο που προβλέπεται και για τις λοιπές χρηματικές διαφορές. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι αντίστοιχες διαφορές με αντικείμενο πάνω από το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ενώ αυτές των οποίων το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ εξακολουθούν να εκδικάζονται από το διοικητικό εφετείο.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι η, κατά την προηγούμενη παράγραφο, μεταβολή της καθ’ ύλην αρμοδιότητας για τις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές ισχύει και για τις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος. Έτσι, για όσες υποθέσεις έχει ήδη ορισθεί δικάσιμος κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, θα εφαρμοστεί το νομοθετικό πλαίσιο της καθ’ ύλην αρμοδιότητας που ίσχυε κατά το χρόνο ορισμού δικασίμου, προκειμένου να μην ανατρέπεται η πορεία εκδίκασης προσδιορισμένων υποθέσεων, ενώ για όσες δεν θα έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την έναρξη ισχύος του νόμου θα τύχουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις. Μεταβατική ρύθμιση που να συναρτά την ισχύ νέας διάταξης με κριτήριο το αν κατά την έναρξη ισχύος της έχει ορισθεί δικάσιμος έχει δοκιμαστεί στην πράξη με επιτυχία σε ανάλογο ζήτημα καθ’ ύλην αρμοδιότητας με το άρθρο 47 του ν. 4055/2012.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί ρητά ότι στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών ανήκουν και οι διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται να αντιμετωπιστεί η διχογνωμία που επήλθε στη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων από το γεγονός ότι μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013) δεν υπήρξε αντίστοιχη εναρμόνιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ενόψει της ομοιότητας των ρυθμίσεων του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 με εκείνες του άρθρου 14 του ν. 2523/1997, καθώς επίσης και του άρθρου 153 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, παρίσταται αναγκαία η ενιαία δικονομική μεταχείριση των εν λόγω κατηγοριών υποθέσεων.
Με την παράγραφο 5 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν ισχύει στις περιπτώσεις των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών κατά την περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών υπήχθησαν, με το άρθρο 13 του ν. 3900/2010, μια σειρά από φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, των οποίων η φύση απαιτεί άμεση και ταχεία επίλυση. Με τη ρύθμιση αυτή πράγματι επιτεύχθηκε σύντομος χρόνος εκδίκασης των ανωτέρω υποθέσεων, που κατά μέσο όρο ανέρχεται σε τρεις (3) μήνες από την κατάθεση των σχετικών προσφυγών. Με το άρθρο 63 του ν. 4174/2013, όμως, οι εν λόγω διαφορές υπήχθησαν στην υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής προτού αχθούν προς δικαστική επίλυση, ρύθμιση η οποία επιμήκυνε το συνολικό χρόνο που απαιτείται για την επίλυσή τους. Προκειμένου να διατηρηθεί το όφελος που έχει επιτευχθεί από την ως άνω ταχεία δικαστική επίλυση των εν λόγω υποθέσεων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα ζητήματα που αναφύονται σε αυτές είναι κυρίως νομικά, εξυπηρετώντας παράλληλα και τον σκοπό αποσυμφόρησης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, κρίνεται σκόπιμη η απ’ ευθείας υπαγωγή τους σε δικαστική κρίση, χωρίς να διέρχονται το στάδιο της ενδικοφανούς προσφυγής που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 63 του ν. 4174/2013. Η ταχεία επίλυση των διαφορών αυτών (που προκύπτουν ενδεικτικά, από την άρνηση χορήγησης αποδεικτικού ή βεβαίωσης ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, από την προσωρινή παύση λειτουργίας καταστήματος, γραφείου, εργοστασίου, εργαστηρίου και γενικά επαγγελματικής εγκατάστασης επιτηδευματία, από την άρνηση θεώρησης φορολογικών βιβλίων και στοιχείων, λόγω μη εκπληρώσεως ληξιπρόθεσμων και απαιτητών οφειλών, από την αναστολή λειτουργίας επαγγελματικών εγκαταστάσεων επιτηδευματιών καθώς και την αφαίρεση πινακίδων και αδειών κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, από την απαγόρευση προς τις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες να παραλαμβάνουν δηλώσεις ή να χορηγούν βεβαιώσεις ή πιστοποιητικά που απαιτούνται κατά τις κείμενες διατάξεις και ζητούνται από τον παραβάτη για την κατάρτιση συμβολαιογραφικών πράξεων μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων, κ.ο.κ.), είναι επιβεβλημένη κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και αποβλέπει στην ενίσχυση και διασφάλιση των προϋποθέσεων άσκησης της οικονομικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας και την άμεση άρση της αβεβαιότητας ως προς τη συνέχιση ή μη της λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων για την εξαίρεση δικαστών
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το περί εξαιρέσεως δικαστών άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η προτεινόμενη ρύθμιση, η οποία εναρμονίζεται με την αντίστοιχη του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αποβλέπει στη θέση φραγμών στην καταχρηστική άσκηση αιτήσεων περί εξαιρέσεως δικαστών, οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό την παρέλκυση της διοικητικής δίκης.
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει τις κυρώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα (χρηματική ποινή έως 1.500 ευρώ), αν κρίνει ότι οι προβληθέντες λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι.
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 20 αυξάνεται στα 1.500 ευρώ (από 590 ευρώ) το όριο των χρηματικών διαφορών (συμπεριλαμβανομένων και των χρηματικών φορολογικών εν γένει διαφορών) στις οποίες οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι και οι εκπρόσωποί τους θα μπορούν να διενεργούν τις διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικούς πληρεξούσιους. Η ρύθμιση κρίνεται σκόπιμη μετά πάροδο δεκαέξι περίπου ετών από την έναρξη ισχύος του Κώδικα και δεδομένης της μεταβολής των εν γένει κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών.
Άρθρο 21
Τροποποίηση των άρθρων 126 και 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 του άρθρου καταργείται, για λόγους επιτάχυνσης και οικονομίας της δίκης, η επί ποινή απαραδέκτου προϋπόθεση επίδοσης επικυρωμένου αντιγράφου του δικογράφου της προσφυγής στην αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή που, παρά το νόμο, παρέλειψε την έκδοσή της μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών από τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, δεδομένου ότι η κοινοποίηση αυτού γίνεται υποχρεωτικά από τη γραμματεία του δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
Με την παράγραφο 2 εναρμονίζεται το άρθρο 128 με την προηγούμενη ρύθμιση και τα δικόγραφα όλων των υποθέσεων που κατατέθηκαν επιδίδονται, με επιμέλεια της γραμματείας, σε εκείνους έναντι των οποίων στρέφονται, εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ώστε να είναι εφικτή η προετοιμασία των σχετικών φακέλων. Η υποχρέωση αυτή δεν δυσχεραίνει τη φορολογική διοίκηση, η οποία έχει ήδη έτοιμο φυσικό και ηλεκτρονικό φάκελο ενόφει της προηγούμενης άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής.
Άρθρο 22
Τροποποίηση του άρθρου 126Ατου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 προστίθεται εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 126Α, προκειμένου να προβλεφθεί ότι δυνατότητα πρότασης για παραπομπή της υπόθεσης σε συμβούλιο, στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2, έχει και ο εισηγητής δικαστής. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία ενόφει της εισαγωγής, με το άρθρο 24 του παρόντος νομοσχεδίου, του θεσμού του εισηγητή δικαστή, προκειμένου να έχει και αυτός, λόγω της γνώσης της δικογραφίας, τη δυνατότητα να προτείνει παραπομπή της υπόθεσης σε συμβούλιο.
Με την παράγραφο 2 τροποποιείται η παράγραφος 5 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να καταργηθεί η υποχρέωση αποστολής φακέλου από τη Διοίκηση στις υποθέσεις σε συμβούλιο, πλην των περιπτώσεων όπου το δικαστήριο την κρίνει αναγκαία. Δεδομένου ότι η αποστολή του φακέλου από τη Διοίκηση στο δικαστήριο δημιουργεί μια χρονοβόρα διαδικασία στις υποθέσεις σε συμβούλιο, η οποία δεν είναι απαραίτητη όταν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή νόμω αβάσιμο, κρίνεται σκόπιμη η προτεινόμενη ρύθμιση, ώστε να μην απαιτείται να αναμένει χωρίς λόγο το δικαστήριο την αποστολή του φακέλου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 6 του άρθρου 126Α, προκειμένου να οριστεί η καταβολή αυξημένου παράβολου (στο τριπλάσιο του κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 277 παράβολου για την προσφυγή) για την εισαγωγή στο ακροατήριο υποθέσεων που έχουν εισαχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, μετά την έκδοση απόφασης με τη διαδικασία του άρθρου 126Α. Τούτο, καθόσον για την άσκηση αγωγής δεν προβλέπεται γενικώς η καταβολή παράβολου και, επομένως, δεν προκύπτει το πολλαπλάσιο ποσό που απαιτείται για την επαναφορά της υπόθεσης μετά την έκδοση απόφασης με τη διαδικασία του άρθρου 126Α. Η πρόβλεψη υποχρέωσης καταβολής παράβολου στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται επιβεβλημένη και για το ένδικο βοήθημα της αγωγής, προς αποτροπή της άσκοπης επαναφοράς υποθέσεων επί των οποίων έχει ήδη προηγηθεί δικαστική κρίση με διαδικασία σε συμβούλιο (κατά το άρθρο 126Α), επιλέγεται δε για την αγωγή το παράβολο που θα ισχύει κάθε φορά για το ένδικο βοήθημα της προσφυγής.
Με την παράγραφο 4 προστίθεται παράγραφος 10 στο άρθρο 126Α, προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεων που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως και με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Σκοπός της ρύθμισης είναι να αποφεύγεται η πιο χρονοβόρα διαδικασία εισαγωγής των υποθέσεων αυτών σε συμβούλιο.
Άρθρο 23
Εισαγωγή της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών
Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού εισάγεται ο θεσμός της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης των διοικητικών διαφορών ουσίας, ύστερα από την άσκηση αγωγής στα διοικητικά εφετεία. Ο νέος αυτός θεσμός, έχοντας ως πηγή έμπνευσης μεταξύ άλλων και το άρθρο 10 της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ «για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές», που μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη με την υποπαράγραφο Ζ.10 της παραγράφου Ζ’ του άρθρου πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107), αποβλέπει στην επιτάχυνση της διαδικασίας, προκειμένου να επιτευχθεί η επίλυση των ως άνω διαφορών σε σύντομο χρόνο.
Με την παράγραφο 2 προβλέπεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του νέου άρθρου 126Β καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις, δηλαδή ακόμη και εκείνες για τις οποίες έχει ορισθεί δικάσιμος κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου.
Άρθρο 24
Εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας
Με το άρθρο 24 εισάγεται σε διαφορές ουσίας ο θεσμός του εισηγητή δικαστή. Η εισαγωγή του θεσμού είναι αναγκαία για τη βελτίωση της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης και για την επιτάχυνση της δίκης, δεδομένου ότι η υπόθεση θα προετοιμάζεται καλύτερα, ο εισηγητής δικαστής κατά τη συζήτηση της υπόθεσης θα γνωρίζει τη διαφορά, αλλά και θα μπορεί να ενεργεί πριν από τη συζήτηση ώστε να προσκομίζεται εγκαίρως ο διοικητικός φάκελος και κάθε άλλο κρίσιμο στοιχείο.
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με την οποία τίθεται το πλαίσιο του ορισμού του εισηγητή δικαστή. Ο εισηγητής ορίζεται, τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης, από τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, ενώ παρέχεται η δυνατότητα αντικατάστασής του σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν θα ορίζεται στις αγωγές (επομένως, ούτε και στα ένδικα μέσα κατά αποφάσεων επί αγωγών), λόγω της φύσης του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος και ιδίως ενόψει του ότι ο ενάγων έχει την πρωτοβουλία για τη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού. Όταν σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά το άρθρο 124, εισηγητής θα ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα έστω από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται.
Με την παράγραφο 2 προστίθεται νέο άρθρο 128Α με τίτλο «Καθήκοντα εισηγητή», με το οποίο ορίζονται τα καθήκοντα του εισηγητή δικαστή. Η συνεργασία του εισηγητή δικαστή με τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος κρίνεται απαραίτητη, επειδή στις διαφορές ουσίας στα διοικητικά δικαστήρια δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής ανάλογης ρύθμισης με αυτή του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 20 του Π.Δ. 18/1989 περί ορισμού βοηθού εισηγητή. Η εν λόγω συνεργασία θα αφορά αποκλειστικά το στάδιο της συγκέντρωσης των στοιχείων της δικογραφίας και ως εκ τούτου κρίνεται απαραίτητη όχι μόνο για τις υποθέσεις τριμελούς σύνθεσης αλλά και για τις αντίστοιχες μονομελούς. Ο εισηγητής θα μπορεί να επικοινωνεί με τους διαδίκους και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα, ενώ οι αρχές στις οποίες θα απευθύνεται θα έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα στοιχεία και τις πληροφορίες που τους ζητούνται.
Ενόψει των ιδιαιτεροτήτων των διαφορών ουσίας, αλλά και για λόγους συναρτώμενους με το στόχο της επιτάχυνσης κρίνεται σκόπιμο να μην συντάσσεται σε κάθε περίπτωση από τον εισηγητή έκθεση. Υποχρέωση σύνταξης έκθεσης υπάρχει μόνο στην περίπτωση κατά την οποία, κατά την κρίση του εισηγητή, ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση περιορίζεται αποκλειστικά στην παράθεση των αυτεπαγγέλτως ερευνώμενων ζητημάτων. Με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να αναλώνεται ο εισηγητής με το ιστορικό της διαφοράς και με όλα τα ζητήματα που έχουν τεθεί από τους διαδίκους, καλύπτεται η απαίτηση να μην αιφνιδιάζεται ο διάδικος όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως και επηρεάζουν την υπόθεση, ενώ υπηρετείται ο στόχος της επιτάχυνσης, αφού αποφεύγεται η αναγκαία προς άρση των συνεπειών του εν λόγω αιφνιδιασμού αναβολή της υπόθεσης, δεδομένου ότι κατά τη νομολογία τόσο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όσο και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης συνεπάγεται, κατά γενικό κανόνα, το δικαίωμα των διαδίκων να λάβουν γνώση και να αναπτύξουν τις παρατηρήσεις τους επί νομικών ισχυρισμών που ο δικαστής λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη και στους οποίους προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του (βλ. ιδίως ΔΕΕ C-89/08), σε περίπτωση δε εξέτασης αυτεπαγγέλτως ερευνώμενου λόγου το δικαστήριο οφείλει να αναβάλει την υπόθεση (βλ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 7.6.2001, Kress κατά Γαλλίας). Σε περίπτωση κατά την οποία ανακύπτουν, κατά την κρίση του εισηγητή, ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, η εισήγηση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους να λαμβάνουν γνώση. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή.
Με την παράγραφο 3 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί η προθεσμία για τη διαβίβαση στο δικαστήριο του διοικητικού φακέλου σε τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο. Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να καταστούν ομοιόμορφες οι διατάξεις που ορίζουν την προθεσμία διαβίβασης του διοικητικού φακέλου στη δίκη ουσίας και στην ακυρωτική δίκη, καθόσον δεν υφίσταται δικαιολογητικός λόγος διαφοροποίησης, πολύ δε περισσότερο μετά την εισαγωγή και στη δίκη ουσίας του θεσμού του εισηγητή δικαστή.
Με την παράγραφο 4 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να οριστεί, πρώτον, ότι, σε περίπτωση που συντάσσεται έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωση από τον εισηγητή της έκθεσής του και, δεύτερον, ότι η δήλωση παράστασης από πληρεξούσιο του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Με την πρώτη ρύθμιση σκοπείται να τεθεί σαφώς το σημείο της συνεδρίασης κατά το οποίο θα αναγιγνώσκεται η έκθεση του εισηγητή, όταν θα υπάρχει σχετική υποχρέωση. Με τη δεύτερη ρύθμιση σκοπείται η αντιμετώπιση του φαινομένου, η Διοίκηση να υποβάλει στο δικαστήριο δήλωση παράστασης ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν έχει αποστείλει τον διοικητικό φάκελο με τα στοιχεία της υπόθεσης και την έκθεση των απόψεών της. Ενόψει της ανάγκης για επιτάχυνση, η εν λόγω ρύθμιση έχει τη μορφή πίεσης προς τη Διοίκηση, προκειμένου να διαβιβάσει, και μάλιστα εμπρόθεσμα, τον διοικητικό φάκελο.
Με την παράγραφο 5 προβλέπεται ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος. Με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται να εξασφαλιστεί η ομαλή εισαγωγή του νέου θεσμού στα διοικητικά δικαστήρια και να αποφευχθούν αναβολές υποθέσεων για τις οποίες δεν υπήρχε δυνατότητα ορισμού εισηγητή, διότι ο χρόνος συζήτησής τους βρίσκεται πολύ κοντά στον χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
Άρθρο 25
Τροποποίηση του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με τη ρύθμιση του άρθρου 25 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι η δίκη καταργείται πριν ορισθεί δικάσιμος και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει εκλείψειτο αντικείμενο της δίκης.
Άρθρο 26
Τροποποίηση του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 26 τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και προβλέπεται ότι το δικαιολογημένο ή μη της πέραν του
οκταμήνου καθυστέρησης στη δημοσίευση των αποφάσεων ερευνά, αντί του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης, ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η ρύθμιση αυτή, η οποία δεν ενέχει από μόνη της πειθαρχική χροιά, θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση της διαδικασίας ανασυζήτησης των υποθέσεων, σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης στη δημοσίευση των αποφάσεων. Τούτο, διότι ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορεί να εκτιμά άμεσα το δικαιολογημένο ή μη της καθυστέρησης, στο πλαίσιο της επεξεργασίας των στοιχείων που διαθέτει αυτοτελώς, σχετικά με την κίνηση των εργασιών των δικαστικών λειτουργών των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας (βλ. άρθρο 29 περ. δ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), ώστε η κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας απονομή της δικαιοσύνης να καθίσταται αποτελεσματική για τους διαδίκους. Εξυπακούεται, άλλωστε, ότι η θεσμική θέση του Γενικού Επιτρόπου διασφαλίζει την ορθολογική χρήση των ανωτέρω στοιχείων για τον σκοπό αυτό.
Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 202 και κατάργηση του άρθρου 209Α του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι στις χρηματικές διαφορές, περιλαμβανομένων των φορολογικών και τελωνειακών, το δικαστήριο μπορεί με την απόφαση αναστολής να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος. Με τη ρύθμιση αυτή αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που ανέκυφαν συνεπεία της διατύπωσης της διάταξης της παραγράφου 2, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010, καθόσον παρέμενε ασαφές ως προς τι διαφοροποιείται η εξουσία που παρέχεται στο δικαστήριο με την παράγραφο 1 (αναστολή της προσβαλλόμενης πράξης καθ’ εαυτή) από την αντίστοιχη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου. Η νέα ρύθμιση επιτρέπει καταρχήν τη χορήγηση αναστολής της πράξης καθεαυτή και επί των συγκεκριμένων κατηγοριών διαφορών, διασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό ότι το δικαστήριο δεν εμποδίζεται να ικανοποιήσει πλήρως το αίτημα προσωρινής δικαστικής προστασίας σε όσες περιπτώσεις η στάθμιση αγαθών επιτάσσει το πλήρες ανασταλτικό αποτέλεσμα της οικείας διοικητικής πράξης. Ο εξορθολογισμός που επέρχεται με τη νέα ρύθμιση παρίσταται αναγκαίος, δεδομένου ότι στην περίπτωση αντίστροφου αιτήματος από μέρους της Διοίκησης (άμεση εκτέλεση πράξης φορολογικής ή τελωνειακής αρχής η οποία αναστέλλεται μερικώς ή στο σύνολο της λόγω άσκησης προσφυγής) η εξουσία του δικαστηρίου είναι πλήρης (άρθρο 205Α). Προς άμβλυνση των συνεπειών που επιφέρει η αποδοχή της αίτησης αναστολής σε σχέση με την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης, παρέχεται στο δικαστήριο η δυνατότητα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτημα της Διοίκησης, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, όπως ιδίως ακίνητα του αιτοόντος, κινητά και απαιτήσεις αυτού εις χείρας τρίτων, κ.ά. Η εξαίρεση από το ανασταλτικό αποτέλεσμα διατάσσεται είτε κατόπιν σχετικού αιτήματος της Διοίκησης είτε και αυτεπαγγέλτως, όταν από τα στοιχεία της δικογραφίας (π.χ. δήλωση παγκοσμίου εισοδήματος) προκύπτουν περιουσιακά στοιχεία για τα οποία, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η λήψη των ανωτέρω μέτρων δεν συνεπάγεται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντος. Το δικαστήριο σε κάθε περίπτωση έχει την ευχέρεια, βάσει της αρχής της μέριμνας του δικαστηρίου για την πρόοδο της δίκης (άρθρο 33 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), να λαμβάνει όλα τα πρόσφορα μέτρα για τη διακρίβωση της αλήθειας και συνεπώς μπορεί να διατάξει τον αιτούντα να προσκομίσει τα στοιχεία εκείνα από τα οποία, κατά την κρίση του, θα προκύπτει αν συντρέχει λόγος εφαρμογής της ρύθμισης για την εν λόγω εξαίρεση.
Με την παράγραφο 2 προστίθεται παράγραφος 6 στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, με το οποίο ορίζεται ότι, σε περίπτωση χορήγησης αναστολής, η υπόθεση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα, εντός έτους από τη δημοσίευση της απόφασης αναστολής και, στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, εντός έξι μηνών. Με τη ρύθμιση αυτή λαμβάνεται μέριμνα, σε κάθε περίπτωση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος, μερικού ή ολικού, και ειδικά στις φορολογικές, τελωνειακές και τις διαφορές με χρηματικό αντικείμενο, ώστε να μην παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα η αβεβαιότητα ως προς την εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης.
Με την παράγραφο 3 καταργείται το άρθρο 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που είχε προστεθεί με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010. Με τη ρύθμιση αίρεται ο περιορισμός της δυνατότητας προβολής λόγων αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης ειδικά στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές και, για λόγους διεύρυνσης του δικαιώματος προσωρινής δικαστικής προστασίας του πολίτη, η περίπτωση του αιτήματος αναστολής εκτέλεσης δικαστικής απόφασης αντιμετωπίζεται ομοιόμορφα, από άποψη εξουσίας του δικαστηρίου, με την αντίστοιχη περίπτωση του αιτήματος αναστολής εκτέλεσης διοικητικής πράξης.
Άρθρο 28
Τροποποίηση του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 28 τροποποιούνται οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με τις νέες ρυθμίσεις εξυπηρετείται η βασική αρχή της ταχύτητας που διέπει εξ ορισμού τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για την παροχή του ευεργετήματος πενίας, καθώς οι αιτήσεις αυτές στο εξής θα εξετάζονται όχι μόνο από τους προέδρους των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης ή τους διευθύνοντες προέδρους των δικαστηρίων, αλλά και από τους αναπληρωτές τους ή από τους οριζόμενους από αυτούς προέδρους, ενώ παράλληλα διασφαλίζεται η ορθολογική χρήση της εν λόγω δυνατότητας από τους διαδίκους.
Άρθρο 29
Τροποποίηση του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με το άρθρο 29 τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, προκειμένου να προβλεφθεί ότι, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και εν γένει τελωνειακές διαφορές, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται, επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων με κοινή προσφυγή, το άθροισμα της διαφοράς του κύριου φόρου, δασμού, τέλους ή προστίμου. Όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικράτειας, η κατά τις διατάξεις του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας υποχρέωση καταβολής αναλογικού παράβολου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής, στις χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές, εν γένει, διαφορές, συνιστά θεμιτό περιορισμό του δικαιώματος ένδικης προστασίας, ενόψει του σκοπού της πρόβλεψής του (αποτροπή άσκησης απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων βοηθημάτων) και του παράλληλου καθορισμού ανωτάτου ορίου παράβολου δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ. Η νέα ρύθμιση αποβλέπει στη διατήρηση του ανωτάτου ορίου του παράβολου και επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων της ανωτέρω κατηγορίας διαφορών, με κοινή προσφυγή, εφόσον στην περίπτωση αυτή εξυπηρετείται η οικονομία της δίκης και προστατεύεται ο πυρήνας του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, υπό την τρέχουσα, μάλιστα, συγκυρία της οικονομικής κρίσης που διέρχεται η χώρα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
Άρθρο 30
Αρμοδιότητα για υποθέσεις προ του 2013
Με τη μεταβατική ρύθμιση του άρθρου 30 ορίζεται ότι εκκρεμή ένδικα βοηθήματα των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου. Η ρύθμιση αυτή υπαγορεύεται από την ανάγκη επιτάχυνσης της απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης από τα μονομελή διοικητικά πρωτοδικεία, όπου έχουν συσσωρευτεί 55.000 ένδικα βοηθήματα, επί σειρά ετών, αφού τα οικεία εισαγωγικά δικόγραφα έχουν κατατεθεί κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2002 έως 2012. Βάσει δε του προβλεπόμενου, στους οικείους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας, αριθμού εκδικαζόμενων, κατά μήνα, υποθέσεων, εκτιμάται ότι οι ανωτέρω εκκρεμείς υποθέσεις θα έχουν διεκπεραιωθεί σε διάστημα που κυμαίνεται (αναλόγως της συνολικής επιβάρυνσης κάθε δικαστηρίου και του αριθμού των προέδρων πρωτοδικών που υπηρετούν σε αυτό) από 10 έως 30 μήνες. Παράλληλα, οι πρωτόδικες θα εκδικάζουν, ως μονομελείς σχηματισμοί, τις υποθέσεις που τα εισαγωγικά τους δικόγραφα έχουν κατατεθεί από το έτος 2013 και εντεύθεν, αποφορτιζόμενοι, εν πολλοίς, από τις ανωτέρω «παλαιές» υποθέσεις.
Άρθρο 31
Μετατροπή θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών ΗΥ
Με την προτεινόμενη ρύθμιση μετατρέπονται θέσεις του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων δεδομένου ότι ήδη με τον ν. 4055/2012, ο οποίος αντικατέστησε την παράγραφο 3 του άρθρου 189 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ορίστηκε ότι ο δικαστής παραδίδει το πρωτότυπο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεπώς, δεν απαιτείται πλέον καθαρογραφή των σχεδίων αποφάσεων, γεγονός που αποτελούσε το κύριο αντικείμενο απασχόλησης των δακτυλογράφων. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι συντρέχει επιτακτική ανάγκη τόσο η Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας όσο και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια να στελεχωθούν με γραμματειακό προσωπικό εξειδικευμένο προκειμένου να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία και η πλήρης ανάπτυξη του νέου «Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Υποθέσεων Διοικητικών Δικαστηρίων», η διενέργεια των διαδικαστικών πράξεων που προβλέπονται από τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, καθώς και η ουσιαστική επικουρία του έργου του δικαστή, όπως ισχύει σήμερα στα περισσότερα ευρωπαϊκά δικαστικά συστήματα, κρίνεται σκόπιμο να επανακαθορισθεί ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων για τον τομέα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στην κατεύθυνση μετατροπής ενός αριθμού κενών οργανικών θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων, σε θέσεις άλλων κλάδων και ειδικοτήτων από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 18 του ν. 2812/2000 (Α’ 67). Ειδικότερα, οι υπηρετούντες σήμερα δικαστικοί λειτουργοί στη Γενική Επιτροπεία της Επικράτειας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ανέρχονται σε 929 έναντι 937 οργανικών θέσεων. Στις παραπάνω δικαστικές υπηρεσίες υφίστανται σήμερα: α) 659 οργανικές θέσεις Κλάδου Γραμματέων (κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ), εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 511 και παραμένουν κενές 147 οργανικές θέσεις, β) 124 οργανικές θέσεις κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (ήδη Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών), εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 10 και παραμένουν κενές 114 οργανικές θέσεις, γ) 207 οργανικές θέσεις Κλάδου Επιμελητών, εκ των οποίων καλυμμένες είναι οι 60 και παραμένουν κενές 147 οργανικές θέσεις και δ) 19 οργανικές θέσεις Κλάδου Πληροφορικής, οι οποίες παραμένουν όλες κενές. Από τις πιο πάνω κενές οργανικές θέσεις των συγκεκριμένων κλάδων, επίκειται η πλήρωση 115 θέσεων Κλάδου ΠΕ Γραμματέων (58 από τον διαγωνισμό του 1998, 57 και 3 ΑΜΕΑ από υπό εξέλιξη προκήρυξη) και 57 θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (από τον διαγωνισμό του 1998).

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
«ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ, ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ»
Γενικά
Το παρόν μέρος περιλαμβάνει ρυθμίσεις για τον εξορθολογισμό των δικαστικών τελών, δηλαδή την εύρεση του σημείου ισορροπίας ανάμεσα στους περισσότερους στόχους που συνδέονται με τη χρήση τους, όπως η αποφυγή της άσκησης καταχρηστικών ή όλως αβασίμων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων, η κάλυψη λειτουργικών δαπανών της δικαιοσύνης, χωρίς παράλληλα να παρεμποδίζεται ουσιωδώς το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας για τον πολίτη ως βασική συνταγματική αρχή (άρθρο 20 Συντ.), καθώς και ρυθμίσεις για την αύξηση της διαφάνειας στον σχετικό τομέα.
Η τρέχουσα δυσμενής οικονομική κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, συνεπάγεται ότι το ύψος των παραβολών και δικαστικών τελών που τίθενται ως προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου και για τη διενέργεια άλλων διαδικαστικών πράξεων επαρκεί για την ικανοποίηση του στόχου της αποτροπής των καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων/μέσων. Επομένως, με ορίζοντα άλλες πτυχές της αποτελεσματικής λειτουργίας της δικαιοσύνης, ο εξορθολογισμός των οικονομικών επιβαρύνσεων επικεντρώνεται στην ανακατανομή των επιβαλλόμενων δικαστικών παραβολών και τελών, ώστε να προσαρμόζεται ιδίως προς την κλιμάκωση των βαθμών από τους οποίους διέρχεται η δικαστική κρίση (πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εφετείο, ακυρωτικό δικαστήριο), προς το είδος και το αίτημα του ασκούμενου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, ιδίως με το αν με αυτό επιδιώκεται η καταψήφιση χρηματικής απαίτησης και αναλογικά προς το ύψος αυτής. Ιδιαίτερα, ελήφθη υπόψη ότι κατ’ εξαίρεση θα πρέπει να αυξηθεί η προστασία από δαπανήματα που επιβάλλονται έναντι ευάλωτων κατηγοριών των πολιτών, όπως οι εργαζόμενοι (υποθέσεις εργατικών διαφορών), ανεξάρτητα αν αυτά έχουν καταφηφιστικό χαρακτήρα.
Ειδικότερα, νομοθετείται η μείωση των παραβολών για την άσκηση έφεσης κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου και για άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ενώ αυξάνονται τα παράβολα για την άσκηση αίτησης αναίρεσης και αναψηλάφησης. Επιπλέον, προβλέπεται η κατάργηση της υποχρέωσης καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών, η οποία ως είχε τεθεί παράλληλα με αντίστοιχη επιβάρυνση επί των καταψηφιστικών αγωγών έθετε την προβληματική σχετικά με τη συνταγματικότητά της [βλ. και ΑΠ 675/2010, ΠΠρΑθ 4557/2014, ΠΠρΠατρ 104/2014, ΜΠρΧαν 3/2013]. Σε αυτήν την κατεύθυνση, αξιοποιήθηκε ιδιαιτέρως η ενδελεχής μελέτη του ζητήματος από την Επιτροπή Γερμανικών Αποζημιώσεων σε σχέση με την καταβολή δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης θυμάτων των Κατοχικών Δυνάμεων (1941-1945). Ομοίως, νομοθετείται και η μείωση του καταβλητέου επί εργατικών διαφορών δικαστικού ενσήμου, επί αγωγών δηλαδή με καταψηφιστικό αίτημα και για ποσό που προβλέπεται τέτοιο.
Τέλος, παράλληλα, λαμβάνεται πρόνοια για τη διαφύλαξη των εσόδων του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) από το οποίο χρηματοδοτείται ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη στρατηγικών στον τομέα της Δικαιοσύνης, με ειδικές ρυθμίσεις σε ξεχωριστό κεφάλαιο για τη διασφάλιση των πόρων του. Στο πλαίσιο αυτό νομοθετείται η επιλεκτική αύξηση της αξίας της εισφοράς υπέρ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (μεγαρόσημα), η επιβάρυνση των παραβολών στις διαδικασίες των ακυρωτικών δικαστηρίων και η επιβολή παράβολου για τη χορήγηση αναβολής ενώπιον τόσο των πολιτικών όσο και των διοικητικών δικαστηρίων. Με το τελευταίο μέτρο επιδιώκεται περαιτέρω η επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς την προσφυγή σε μια οριζόντια, γενική οικονομική επιβάρυνση επί των εισαγωγικών της δίκης ενδίκων βοηθημάτων. Το μέτρο αυτό έχει σε κάθε περίπτωση διπλή λειτουργία: αφενός εξισορροπητική ως προς τα έξοδα που δημιουργούνται από την εν λόγω διαδικαστική πράξη που οδηγεί στη διατήρηση των υποθέσεων σε εκκρεμότητα και στην επιβάρυνση της λειτουργίας των δικαστικών θεσμών, και αφετέρου προληπτική ως προς την υποβολή παρελκυστικών αιτημάτων αναβολής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ, ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ
Α. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές
Με την παράγραφο 1 επανέρχεται στην αρχική της διατύπωση η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), πριν τις διαδοχικές τροποποιήσεις της από το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51), ούτως ώστε να εξαιρείται πλέον το σύνολο των αναγνωριστικών αγωγών από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου. Η ρύθμιση αυτή έρχεται να αποκαταστήσει την έννοια της διαφοροποίησης μεταξύ καταψηφιστικών και αναγνωριστικών αγωγών καθώς η καταβολή δικαστικού ενσήμου συνδέεται με την εκτελεστότητα, και υπό την έννοια αυτή παρίσταται εύλογο να μην επιβαρύνεται με αυτό η αναγνωριστική αγωγή, στο μέτρο που δεν άγει σε εκτελεστό τίτλο.
Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι η ρύθμιση της παραγράφου 1 καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και όσες αγωγές μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του νόμου, ακόμα και αν αυτές είχαν αρχικά ασκηθεί ως καταψηφιστικές. Η ρύθμιση αυτή τίθεται για λόγους ίσης μεταχείρισης, καθώς η καταψηφιστική αγωγή που τρέπεται σε αναγνωριστική παράγει τις ίδιες έννομες συνέπειες σαν να είχε ασκηθεί ως αναγνωριστική εξαρχής.
Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών
διαφορών
Με την παράγραφο 1 προστίθεται δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο ορίζει ότι στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες προβλέπεται υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου, αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί του ύφους της αξίωσης, ανεξαρτήτως αν αυτή επιδιώκεται δικαστικώς με αγωγή ή άλλο δικόγραφο που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε ελληνικό δικαστήριο. Κατά συνέπεια, πέρα από την ήδη υφιστάμενη απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου για εργατικές υποθέσεις καθ’ ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου, αυτό μειώνεται στο μισό και για όλες τις υπόλοιπες καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών διαφορών. Η ρύθμιση παρίσταται αναγκαία καθώς, λόγω της οικονομικής κρίσης, πολύ συχνά πλέον οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται σε δικαστική διεκδίκηση των αξιώσεών τους, έχοντας ήδη περιέλθει σε δυσχερή οικονομική θέση, καθώς η διεκδίκηση αυτή αφορά τους ίδιους τους πόρους διαβίωσής τους.
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με την οποία εισάγεται υποχρέωση του διαδίκου να καταθέτει στο Δικαστήριο παράβολο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του, σε κάθε περίπτωση που αφορά το συγκεκριμένο λόγο αναβολής πλην της αποχής των δικηγόρων. Η ρύθμιση αυτή παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι μεγάλος όγκος των υποθέσεων που σήμερα εκκρεμούν ενώπιον της δικαιοσύνης προέρχεται από αναβολές υποθέσεων. Αυτό έχει ως συνέπεια τόσο τη δαπάνη πόρων του δικαστικού συστήματος όσο και την αύξηση της εκκρεμότητας και άρα των καθυστερήσεων στην απονομή δικαιοσύνης. Εκτιμάται ότι η εισαγωγή του εν λόγω παράβολου, το οποίο είναι κλιμακούμενο ανάλογα με τη βαθμίδα της δικαιοσύνης και ανέρχεται σε ποσό τέτοιο που δεν καθιστά απαγορευτική την πρόσβαση σε αυτή, θα λειτουργήσει καταρχάς αποτρεπτικά για την υποβολή αιτημάτων αναβολής, περιορίζοντάς τα στην πράξη στα υπαγορευόμενα από επιτακτικούς λόγους ανωτέρας βίας, ενώ σε κάθε περίπτωση θα αποκαταστήσει εν μέρει τους δαπανώμενους πόρους, προκειμένου για την ενίσχυση της λειτουργίας της.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 495 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με τα ποσά των παραβολών που κατατίθενται στο δικαστήριο για την άσκηση των ενδίκων μέσων της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης. Η εκτίμηση που διαπνέει την εισαγόμενη ρύθμιση είναι ότι, αν και η υποχρέωση καταβολής παράβολου για την άσκηση ενδίκου μέσου είναι καταρχήν ένα πρόσφορο μέτρο για την αποτροπή της άσκησης προδήλως αβάσιμων ένδικων βοηθημάτων, είναι ωστόσο δυσανάλογη η ομοιόμορφη επιβάρυνση της άσκησης όλων των ενδίκων μέσων κάθε κατηγορίας με παράβολο ενιαίας αξίας. Για το λόγο αυτό, κρίνεται σκοπιμότερο, σύμφωνα και με το πνεύμα της προηγούμενης παραγράφου η αξία του παράβολου να κλιμακώνεται, αναλόγως του ενδίκου μέσου και του δικαστηρίου στο οποίο αυτό υποβάλλεται.
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η οποία αφορά το παράβολο που προκαταβάλλεται κατά την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας. Με την εισαγόμενη ρύθμιση, το ποσό του παράβολου ερημοδικίας αναπροσαρμόζεται κατά τρόπο ώστε να κάθε φορά να ανταποκρίνεται στη βαθμίδα του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το ένδικο μέσο. Το παράβολο κατατίθεται επί ποινή απαραδέκτου του ενδίκου μέσου, ενώ επιστρέφεται στον ανακόπτοντα ακόμα και σε περίπτωση μερικής νίκης του. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αναπροσαρμογή του ύψους του ποσού του παράβολου.
Με την παράγραφο 4 προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, με τα οποία, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, κατόπιν αιτήματος διαδίκου, αυτός υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ).

Β. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Άρθρο Β6
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989
Με την παράγραφο 1 προστίθεται παράγραφος 5 στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989, με την οποία, κατ’ αναλογία της πρώτης παραγράφου του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, προκειμένου να χορηγηθεί αναβολή της συζήτησης των υποθέσεων που εκδικάζονται σύμφωνα με τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, απαιτείται η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που διέπονται από τη δικονομία του Π.Δ. 18/1989, ανάλογα με το είδος του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, τους βαθμούς δικαιοδοσίας που έχει διέλθει η ένδικη διαφορά, καθώς και τα δικαιώματα των διαδίκων που διακυβεύονται. Σκοπός της αναπροσαρμογής αυτής είναι η αποτελεσματική δικαστική προστασία σύμφωνα με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ αλλά και ο εξορθολογισμός του κόστους πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Άρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 αντικαθίσταται το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, και αναπροσαρμόζεται το πλαίσιο της χρηματικής ποινής που επιβάλλει το δικαστήριο, σε περίπτωση που ο ιδιώτης διάδικος, ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του, παραβιάσουν την υποχρέωση, που επιβάλλεται με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Με την παράγραφο 2 αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Με την προτεινόμενη ρύθμιση, σε περίπτωση άσκησης έφεσης σε χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, μειώνεται από πενήντα τοις εκατό (50%) σε είκοσι τοις εκατό (20%) το ποσοστό του οφειλόμενου, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού ή τέλους εν γένει, που πρέπει να καταβληθεί έως την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, επί ποινή απαραδέκτου της έφεσης. Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε αναγκαία για την εξισορρόπηση μεταξύ της διευκόλυνσης της πρόσβασης του διαδίκου στο δεύτερο βαθμό δικαστικής κρίσης, της αποτροπής άσκησης προδήλως αβάσιμων ενδίκων μέσων και του δημοσίου συμφέροντος για την ταχεία είσπραξη των οφειλόμενων χρηματικών ποσών, στο μέτρο που αυτά έχουν ήδη επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση.
Με την παράγραφο 3 προστίθεται εδάφιο γ’ στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ αναλογία της ρύθμισης της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νομοθετήματος, με το οποίο εισάγεται, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής με αίτημα του διαδίκου, η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..
Με την παράγραφο 4 αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και αναπροσαρμόζονται τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, πάντοτε αναλόγως του είδους του είδους αυτών και της βαθμίδας του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνονται.
Με την παράγραφο 5 αντικαθίστανται τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αναφορικά με το παράβολο της προσφυγής, της έφεσης και της αντέφεσης στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές. Το παράβολο αυτό, το οποίο ορίζεται κατ’ εξαίρεση σε ποσοστό επί του αντικειμένου της διαφοράς αντί παγίου ποσού, αναπροσαρμόζεται τόσο ως προς το ποσοστό όσο και ως προς το ανώτατο ποσό στο οποίο μπορεί να ανέρχεται. Σε κάθε δε περίπτωση, διατηρείται η υφιστάμενη ρύθμιση σύμφωνα με την οποία προκαταβάλλεται παράβολο μόνο μέχρι του ποσού των 3.000 ευρώ, τυχόν δε επιπλέον οφειλόμενο καταλογίζεται με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, εφόσον δηλαδή ηττήθηκε ο διάδικος.
Με την παράγραφο 6 προστίθεται παράγραφος 12 στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία, οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του ίδιου άρθρου, που ορίζουν τα της κατάπτωσης του παράβολου, δεν εφαρμόζονται στο παράβολο που κατατίθεται προκειμένου να χορηγηθεί από το δικαστήριο αναβολή με αίτημα διαδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 135 παρ. 3 εδάφιο γ’. Το παράβολο αυτό καταπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί. Η πρόβλεψη αυτή συνάδει με τον αυτοτελή χαρακτήρα της αναβλητικής απόφασης σε σχέση με την οριστική απόφαση με την οποία τέμνεται η διαφορά.
Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Με το άρθρο αυτό αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του νόμου 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο», που αφορά τα παράβολα που κατατίθενται ως προϋπόθεση του παραδεκτού στις δίκες ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με την προτεινόμενη διάταξη αναπροσαρμόζονται τα παράβολα προκειμένου να αποτραπεί η καταχρηστική άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Τέλος, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση προς τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αναπροσαρμογή των ποσών ή των ποσοστών των ως άνω παραβολών.
Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου Ανταγωνισμού)
Με το άρθρο αυτό τροποποιείται η παράγραφος 2 του άρθρου 45 ν. 3959/2011, και αναπροσαρμόζεται το ύφος του παράβολου που καταβάλλεται για τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που ασκούνται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Η αναπροσαρμογή αυτή λαμβάνει υπόψη αφενός την ανάγκη να τίθεται ένα αποτελεσματικό φίλτρο στην άσκηση καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων κατά των πράξεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού, και αφετέρου την ανάγκη για αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών.

Γ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβόλων και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης δικαστικών προσώπων. Κατά αυτόν τον τρόπο αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αιτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία. Εξάλλου, το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή.
Με την παράγραφο 2 το παράβολο της μήνυσης μειώνεται στο ποσό των εβδομήντα (70) ευρώ, ώστε να διευκολυνθεί, αφενός, η πρόσβαση των πολιτών στην ποινική δικαιοσύνη αλλά και να διατηρηθεί, αφετέρου, ένα φίλτρο στην υποβολή απερίσκεπτων και καταχρηστικών μηνύσεων.
Με την παράνραφο 3 ομοίως, το ποσό του παραβόλου, που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή έγκλησης για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, μειώνεται κατά το ήμισυ. Στα εγκλήματα για τα οποία δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου προστίθενται και τα ρατσιστικά εγκλήματα.
Με την παράγραφο 4 ομοίως, το ποσό του παραβόλου που κατατίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του εγκαλούντος μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Με την παράγραφο 5 το τέλος που καταβάλλεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού για την παράσταση πολιτικής αγωγής μειώνεται στο ποσό των σαράντα (40) ευρώ,
Με την παράγραφο 6 εισάγεται η υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου ποσού πενήντα (50) ευρώ, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης εξαίρεσης πραγματογνώμονα. Το παράβολο επιστρέφεται στον αιτούντα εφόσον η αίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή. Η προσθήκη της υποχρέωσης αυτής κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να αποτρέπονται οι απερίσκεπτες και καταχρηστικές αιτήσεις εξαίρεσης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αδύνατη η πρόσβαση του αϊτούντος στη συγκεκριμένη διαδικασία.
Με την παράγραφο 7 το παράβολο για την υποβολή προσφυγής εκ μέρους του κατηγορουμένου κατά της απευθείας κλήσης του στο ακροατήριο μειώνεται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας
Με την παράγραφο 1 αναπροσαρμόζεται το ύψος της χρηματικής ποινής που επιβάλλεται όταν απορριφθεί αίτηση εξαίρεσης κατά δικαστικών προσώπων και αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι προβαλλόμενοι λόγοι εξαίρεσης. Συγκεκριμένα, η επιβαλλόμενη χρηματική ποινή ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δώδεκα (12) και εκατόν είκοσι (120) ευρώ. Η αναπροσαρμογή αυτή κρίθηκε αναγκαία για την αποτελεσματικότητα της ρύθμισης, καθώς είναι η πρώτη μετά από τριακονταετή ισχύ του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (μεσολάβησε μόνο η μετατροπή των ποσών σε ευρώ).
Με την παράγραφο 2, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται όταν ανακαλυφθεί στο ακροατήριο παράβαση σχετική με τις επιδόσεις. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 3, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στον αμελή πραγματογνώμονα. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ τριάντα (30) και εκατόν πενήντα (150) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ δύο ευρώ και ενενήντα λεπτών (2,90) και πενήντα εννέα (59) ευρώ.
Με την παράγραφο 4, ομοίως, αναπροσαρμόζεται το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας κατά την ανάκριση. Συγκεκριμένα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ είκοσι (20) και εκατό (100) ευρώ, έναντι ποσού μεταξύ πενήντα εννέα λεπτών του ευρώ (0,59) και πέντε ευρώ και ενενήντα λεπτών (5,90).
Με την παράγραφο 5, ομοίως, αναπροσαρμόζονται τα πρόστιμα που επιβάλλονται στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα: α) Εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ σαράντα (40) ευρώ και ογδόντα πέντε (85) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ δεκαπέντε (15) ευρώ και πενήντα εννέα (59) ευρώ, β) εάν ο μάρτυρας ή πραγματογνώμονας κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ πενήντα (50) ευρώ και εκατόν ογδόντα (180) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ είκοσι εννέα (29) ευρώ και εκατόν είκοσι (120) ευρώ και γ) για κάθε άλλο δικαστήριο, το επιβαλλόμενο πρόστιμο ορίζεται πλέον σε ποσό μεταξύ ογδόντα πέντε (85) ευρώ και διακοσίων τριάντα (230) ευρώ, έναντι του έως τώρα ισχύοντος ποσού μεταξύ πενήντα εννέα (59) ευρώ και εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Δ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 1 αυξάνεται η προβλεπόμενη εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., από ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) επί του εκάστοτε καταβαλλόμενου ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου. Η αύξηση αυτή, αποσκοπεί στην εξασφάλιση επαρκών πόρων στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. για την πραγματοποίηση των καταστατικών σκοπών του. Με την ίδια παράγραφο, παρέχεται ειδικότερη εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και Οικονομικών να τροποποιούν με κοινή τους απόφαση το εισφερόμενο υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσοστό επί του δικαστικού ενσήμου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για την κατά τα ανωτέρω διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του.
Με την παράγραφο 2 αναπροσαρμόζονται στην πλειοψηφία τους οι αξίες των μεγαροσήμων που προβλέπονται για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Δικαστήριο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς,
Οι ανωτέρω αναπροσαρμογές κρίθηκαν αναγκαίες στα πλαίσια της ανάγκης διασφάλισης των πόρων του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Λήφθηκε σε κάθε περίπτωση μέριμνα, μέσω εξορθολογισμένων αυξήσεων των λοιπών μεγαροσήμων, για τη διατήρηση αμετάβλητης της αξίας τους στις παραστάσεις ενώπιον Ειρηνοδικείων και Πταισματοδικείων, δηλαδή για διαφορές χαμηλού οικονομικού αντικειμένου και ποινικά αδικήματα χαμηλής απαξίας, καθώς και για τη χορήγηση αντιγράφων και πιστοποιητικών, ώστε να είναι κατά το δυνατόν μικρότερη η επιβάρυνση της καθημερινότητας του πολίτη.
Με την παράγραφο 3 προβλέπεται ότι το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, λογίζεται ως εισφορά υπέρ του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑ
Άρθρο 43
Με την παράγραφο 1 προβλέπεται η υποχρέωση σύστασης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που αναλαμβάνει την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών, καθώς και η σύσταση μόνιμη Ομάδα Εργασίας με σκοπό τη λήψη περαιτέρω μέτρων που απαιτούνται για την απλοποίηση και ενοποίηση της νομοθεσίας που αφορά τις σχετικές δαπάνες. Με τις
ρυθμίσεις αυτές, επιτυγχάνεται, σε πρώτο χρόνο, η πλήρης διαφάνεια σε σχέση με τα δικαστικά τέλη και παράβολα, και σε δεύτερο χρόνο, ο διαρκής εξορθολογισμός της σχετικής νομοθεσίας.
Με τις παραγράφους 2 και 3 προβλέπεται η διαδικτυακή παρουσίαση του κόστους των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης, καθώς και η διαδικασία διαρκούς επικαιροποίησης του ανωτέρω πίνακα. Υποχρέωση αναδημοσίευσης του πίνακα αυτού, με τις εκάστοτε ενημερώσεις του, ανατίθεται και στους Δικηγορικούς Συλλόγους και τις Δικαστικές Αρχές της χώρας, που τηρούν ιστοχώρους. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, γίνεται ακόμα ένα βήμα στην κατεύθυνση της διαφάνειας ως προς τις ανωτέρω δαπάνες, αλλά και στη διευκόλυνση της καθημερινότητας τόσο των ασκούντων νομικά επαγγέλματα, όσο και του πολίτη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Με το άρθρο προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις του νόμου καταλαμβάνουν τα ένδικα βοηθήματα, ένδικα μέσα, αιτήσεις κ.α. δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεώντου.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Άρθρο 46
Κατάργηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “Ινστιτούτο Κρητικού
Δικαίου
Με το παρόν άρθρο υλοποιείται η μεταρρυθμιστική δράση 10 για το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, όπως αυτή οριστικοποιήθηκε από το Κυβερνητικό Συμβούλιο Μεταρρύθμισης κατά τη συνεδρίασή του την 14.2.2013. Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η κατάργηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου” (Ι.Κ.Δ.), το οποίο συστάθηκε με τον ν. 1999/1991 (Α’ 206) και η μεταφορά των δραστηριοτήτων και των αντικειμένων του στον Δικηγορικό Σύλλογο Χανιών. Με τις εν λόγω διατάξεις ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τις απαιτήσεις και υποχρεώσεις, την κινητή περιουσία, τα ταμειακά υπόλοιπα και τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών του καταργούμενου νομικού προσώπου, καθώς και τη μεταφορά του προσωπικού του στον Δικηγορικό Σύλλογο Χανιών.
Άρθρο 47
Τροποποιήσεις του νόμου για την παροχή νομικής βοήθειας
Η προτεινόμενη διάταξη καθίσταται απαραίτητη προκειμένου να υποβάλλονται τα δικαιολογητικά απευθείας στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., για την άμεση εκκαθάριση και την έκδοση των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής στους δικαιούχους.
Άρθρο 48
Τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων
Αναφορικά με τις παραγράφους 1 και 2, η προτεινόμενη προσθήκη στην υφιστάμενη διάταξη του άρθρου 20 του ν. 4194/2013, των γραμματέων των Επιτροπών και Ομάδων που ασχολούνται με τη διεξαγωγή του διαγωνισμού δικηγόρων, κρίνεται αναγκαία προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα αποζημίωσής τους, όπως ισχύει και για τα μέλη των εν λόγω Επιτροπών και Ομάδων. Άλλωστε η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη για την ομαλή διεξαγωγή του διαγωνισμού και προβλέπεται ρητώς στην 67514οικ/14-9-2015 «Τρόπος διενέργειας διαγωνισμού υποψήφιων δικηγόρων» (Β’ 2014) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σημειώνεται ότι η διεξαγωγή του διαγωνισμού πραγματοποιείται σαββατοκύριακα και σε ώρες εκτός ωραρίου εργασίας. Πρέπει να επισημανθεί ότι η δαπάνη που θα προκληθεί δεν βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς τα έξοδα του διαγωνισμού καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τα παράβολα που καταβάλλουν οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό.
Άρθρο 49
Τροποποιήσεις του Κώδικα Συμβολαιογράφων και κατάργηση της παρ. 6 του Άρθρου 10 του ν.δ. 3082/1954
Η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αποσαφηνιστεί πλήρως το καθεστώς μετάθεσης των συμβολαιογράφων. Ήδη από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2, 18 και 28 του Κώδικα Συμβολαιογράφων συνάγεται ότι η μετάθεση των συμβολαιογράφων εντός της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας δεν είναι δυνατή, παρά μόνο μεταβολή της έδρας του υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του άρθρου 2.
Η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 2 κρίνεται σκόπιμη δεδομένου ότι από την έναρξη ισχύος του ν.δ. 3082/1954 παρατείνεται συνεχώς η προθεσμία της παραγράφου 6 του άρθρου 10 αυτού, προκειμένου να ολοκληρωθεί η διαδικασία μηχανοργάνωσης του αρμόδιου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Εφ’ όσον αυτή ολοκληρωθεί μπορεί η εν λόγω διάταξη να τεθεί εκ νέου σε εφαρμογή.
Άρθρο 50
Τροποποιήσεις του ν. 4412/2016 (Α’ 147) για τις δημόσιες συμβάσεις
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 379 του ν. 4412/2016 κρίνονται αναγκαίες προκειμένου η έναρξη ισχύος των διατάξεων που ρυθμίζουν το νέο σύστημα προδικαστικής προστασίας στο πεδίο των δημοσίων συμβάσεων να συσχετισθεί με τον χρόνο συγκρότησης της Αρχής Εξέτασης Προδικαστικών Προσφυγών (άρθρα 345 επ.)
Άρθρο 51
Τροποποιήσεις του ν.δ. 1017/1971 (Α’ 209) για το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Με την προτεινόμενη διάταξη της παρ. 1 σκοπείται η επιχορήγηση του Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου με το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ από τον προϋπολογισμό του Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες λειτουργίας και στέγασης του Ινστιτούτου, δεδομένης της κατάργησης (από 1/7/2014 δυνάμει του ν. 4254/2014) της ενίσχυσης που ελάμβανε το Ινστιτούτο από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Η προτεινόμενη αντικατάσταση της παρ. 2 κρίνεται αναγκαία εν όψει των αλλαγών που επέφερε ο ν. 4270/2014 (Α’ 143) για τις αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας. Ειδικότερα, με την παρ. 2 του άρθρου 65 του ν. 4270/2014, ορίζεται ότι: «2. Τα καθήκοντα του διατάκτη είναι ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα του προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις όπου ο προϊστάμενος των οικονομικών υπηρεσιών ταυτίζεται με τον διατάκτη ή αυτός είναι αρμόδιος για οποιαδήποτε ενέργεια που τείνει στην ανάληψη υποχρέωσης σε βάρος πίστωσης της Γενικής Διεύθυνσης στην οποία προΐσταται, είναι υποχρεωμένος να εκχωρήσει την αρμοδιότητα δημοσιονομικής έγκρισης για δεσμεύσεις στο νόμιμο κατά τον Υπαλληλικό Κώδικα αντικαταστάτη του. Η παράβαση της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα». Περαιτέρω, με το άρθρο 69 Γ, όπως αντικαταστάθηκε δυνάμει του ν.
4393/2016 (A’ 106): «Μέχρι 1.1.2017 οι προϊστάμενοι οικονομικών υπηρεσιών των Υπουργείων, οι εξομοιούμενοι με αυτούς κατά την παρ. 3 του άρθρου 24 και οι προϊστάμενοι οικονομικών υπηρεσιών των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης καθίστανται αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις αρμοδιότητες που αφορούν στη δημοσιονομική διαχείριση του φορέα τους και ασκούνται κατά τη δημοσίευση του παρόντος από τις ΥΔΕ και το Ειδικό Λογιστήριο». Από τις ανωτέρω διατάξεις και τη με αριθ. 2/51290/0026/2-6-2016 διευκρινιστική εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών προκύπτει ότι οι Προϊστάμενοι Οικονομικών Υπηρεσιών φορέων γενικής Κυβέρνησης απαγορεύεται να προβαίνουν σε ενέργειες που αφορούν στη διαχείριση του προϋπολογισμού του φορέα τους (διαχειριστικές πράξεις) και στην ανάληψη υποχρεώσεων σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού αυτού και στον προσδιορισμό των απαιτήσεων σε βάρος του. Κατόπιν των ανωτέρω αλλαγών στις αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης, οι οποίες δημιουργούν ασυμβίβαστα και κωλύματα στις αρμοδιότητες του Διευθυντή του Ταμείου, όπως αυτές ασκούνται μέχρι σήμερα, κρίνεται αναγκαία η αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν.δ. 1017/1971.
Άρθρο 52
Συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε αρχαιρεσίες συλλογικών οργάνων
Στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών των οργάνων διοίκησης σωματείων, συνεταιρισμών, συνδικαλιστικών οργανώσεων, επιμελητηρίων και άλλων ενώσεων προσώπων, συμμετέχει δικαστικός αντιπρόσωπος, ως προεδρεύων της εκλογικής – εφορευτικής επιτροπής. Στις σχετικές διατάξεις νόμων στις οποίες ρυθμίζονται τα ζητήματα αρχαιρεσιών, προβλέπεται ότι αντιπρόσωπος της δικαστικής αρχής είναι αποκλειστικά δικαστικός λειτουργός. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 11 παρ. 3 έως 6 του ν. 1264/1982 περί αρχαιρεσιών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στο άρθρο 8 παρ. 1 του Π.Δ. 351/1983 για τα οικονομικά επιμελητήρια, και στο άρθρο 2 Π.Δ. 372/1992 για τα επαγγελματικά επιμελητήρια, προβλέπεται ότι δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται Πρωτόδικης ή Ειρηνοδίκης. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 1667/1986, στις αρχαιρεσίες των αστικών συνεταιρισμών παρίσταται δικαστικός λειτουργός και, μόνο σε περίπτωση έλλειψης επαρκούς αριθμού δικαστικών λειτουργών, είναι δυνατόν να διορίζεται δικηγόρος. Παρεμφερείς είναι οι διατυπώσεις των άρθρων 17 παρ. 1 του ν. 4384/2016 για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς και 21 παρ. 1 του ν. 4423/2016 για τους δασικούς συνεταιρισμούς.
Αντίθετα προς τα ισχύοντα για την ανάδειξη των μελών διοίκησης των ανωτέρω ενώσεων, στις εθνικές βουλευτικές εκλογές, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, καθώς και στις εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται όχι
μόνο δικαστικοί λειτουργοί αλλά και δικηγόροι (βλ. άρ. 68 παρ. 3 Π.Δ. 26/2012, άρ. 17 παρ. 1 ν. 3852/2010 και άρ. 5 παρ. 3 ν. 4255/2014 αντίστοιχα). Το δε κώλυμα διορισμού των δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων στην εκλογική περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου ήταν διορισμένοι, ήρθη με το άρθρο 35 παρ. 7 του ν. 3274/2004, καθώς έγινε δεκτό ότι οι δικηγόροι διαθέτουν το απαιτούμενο κόρος προς διασφάλιση της απρόσκοπτης διεξαγωγής της εκάστοτε εκλογικής διαδικασίας με όρους διαφάνειας και αμεροληψίας. Επιπλέον, η εμπειρία που διαθέτουν τα περισσότερα μέλη του δικηγορικού σώματος ως προς την άσκηση των σχετικών καθηκόντων και εξουσιών αποτελεί ισχυρό τεκμήριο επιτυχούς ανταπόκρισής τους σε αντίστοιχες διεξαγωγές, που μάλιστα είναι κατά κανόνα πιο περιορισμένου βεληνεκούς. Τέλος, η ιδιότητα καθαυτή των δικηγόρων ως άμισθων δημόσιων λειτουργών περιβάλλει εξίσου αποτελεσματικά τη διαδικασία ως προς τη διαφύλαξη του σχετικού δημοσίου συμφέροντος.
Επιπλέον, οι αρχαιρεσίες για την εκλογή των μελών διοίκησης των ανωτέρω ενώσεων δεν φέρουν στοιχεία τα οποία προσιδιάζουν σε άσκηση αρμοδιότητας δικαιοδοτικού οργάνου. Η διενέργεια των εκλογών των ανωτέρω ενώσεων από δικαστικούς λειτουργούς δεν συνιστά δικαιοδοτικό έργο κατά την έννοια των άρθρων 87 παρ. 1 και 89 παρ. 2 του Συντάγματος, καθώς με αυτή δεν διαγιγνώσκεται, αναγνωρίζεται ή διαπλάθεται κάποιο δικαίωμα ούτε και ρυθμίζεται κάποια έννομη σχέση. Επίσης, οι διαδικασίες αυτές δε φέρουν χαρακτηριστικά δίκης (λ.χ. δημοσιότητα, προφορικότητα, έκδοση αιτιολογημένης απόφασης) ώστε να καθίσταται αυτομάτως υποχρεωτική η εκεί συμμετοχή δικαστικού λειτουργού.
Περαιτέρω, κρίνεται απολύτως σκόπιμη και συνεπής προς τις τρέχουσες συνθήκες στον χώρο της δικαιοσύνης η επιδίωξη απεμπλοκής των δικαστικών λειτουργών από τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, η κοινώς διαπιστωθείσα βραδύτητα σε όλα τα στάδια απονομής της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με τον χαμηλό ρυθμό εκκαθάρισης υποθέσεων και έκδοσης αποφάσεων επιτάσσει την προσήλωση των δικαστικών λειτουργών στο κυρίως έργο τους και την αποφόρτισή τους από τα ανωτέρω σημαντικά πλην δευτερεύοντα καθήκοντα, τα οποία μπορούν να εκτελέσουν με επιτυχία οι δικηγόροι.
Με την προτεινόμενη ρύθμιση τροποποιούνται οι σχετικές διατάξεις που καθορίζουν τα προσόντα για τον διορισμό των αντιπροσώπων της δικαστικής αρχής στις αρχαιρεσίες των συνδικαλιστικών οργανώσεων, των επιμελητηρίων, των συνεταιρισμών, των σωματείων και των λοιπών ενώσεων προσώπων. Με τη νέα ρύθμιση ως αντιπρόσωποι της δικαστικής αρχής διορίζονται αποκλειστικά δικηγόροι, τα δε ζητήματα που αφορούν τον τρόπο επιλογής των δικηγόρων, την αμοιβή τους και κάθε άλλο ουσιώδες ζήτημα, θα εξειδικευθούν σε Υπουργική Απόφαση.
Με το άρθρο αυτό προστίθενται περιπτώσεις ε’ και στ’ στην παρ. 1 του άρ. 7 του ν. 4320/2015. Ειδικότερα, με την περίπτωση ε’ προστίθεται στις αρμοδιότητες της ΓΕΓΚΑΔ η ειδική αρμοδιότητα λήψης καταγγελιών επί υποθέσεων διαφθοράς, αλλά και επί υποθέσεων απάτης στα συγχρηματοδοτουμενα προγράμματα της στα συγχρηματοδοτούμενα, στα διακρατικά και λοιπά προγράμματα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην αρμοδιότητα λήψης καταγγελιών για υποθέσεις απάτης στα Διαρθρωτικά Ταμεία, στα πλαίσια του ειδικού ρόλου που έχει η Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς, ως η αρμόδια Υπηρεσία για τον Συντονισμό της Καταπολέμησης της Απάτης (AFCOS) και η συμμετοχή της ΓΕΓΚΑΔ στην Εθνική Στρατηγική Καταπολέμησης της Απάτης, όπως αυτή καταστρώνεται από τις διατάξεις του ν. 4314/2014 και των συναφών ευρωπαϊκών κανονισμών. Με την περίπτωση στ’ στην παρ. 1 του άρ. 7 του ν. 4320/2015 προστίθεται στις αρμοδιότητες της ΓΕΓΚΑΔ η ειδική αρμοδιότητα πρότασης, επεξεργασίας και σχεδιασμου δράσεων συγχρηματοδοτοΰ μενών, διακρατικών και λοιπών προγραμμάτων, στα οποία συμμετέχει η Γενική Γραμματεία ή οι εποπτευόμενοι από αυτήν φορείς.
Άρθρο 54
Με την παρ. 1 προστίθεται, στο ήδη υφιστάμενο γραφείο συντονισμού δράσης και επιχειρησιακού σχεδιασμού του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), η αρμοδιότητα συντονισμού ερευνών και ελέγχων για την καταπολέμηση οικονομικών παραβάσεων, εγκλημάτων καθώς και λοιπόν παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε.
Με την παρ. 2 προστίθενται γραφεία, τα οποία θα λειτουργούν εντός της ΓΕΓΚΑΔ, και πρόκειται να εξυπηρετήσουν τις αρμοδιότητες τις οποίες ασκεί η Γραμματεία. Ειδικότερα:
ΐ. Προτείνεται, προκειμένου για την λήψη καταγγελιών, ως αρμοδιότητα που ρητά κατονομάζεται στο προτεινόμενο άρθρο 53 του παρόντος σχεδίου νόμου, η ίδρυση γραφείου καταγγελιών αναφορικά με υποθέσεις διαφθοράς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, και με υποθέσεις παρατυπιών, υπονοιών απάτης και απάτης στα διαρθρωτικά ταμεία. Για την εξειδίκευση της διαχείρισης των λαμβανομένων καταγγελιών, δίνεται η εξουσιοδότηση στον Γενικό Γραμματέα, προκειμένου να εκδόσει εγκύκλιο για την εξειδίκευση της λειτουργίας του γραφείου καταγγελιών.
Είναι προφανές ότι ένα Γραφείο με αρμοδιότητα την λήψη και την διαχείριση καταγγελιών υποθέσεων διαφθοράς και απάτης θα πρέπει να λειτουργεί με εγγυήσεις αμεροληψίας, ανεξαρτησίας και με την δυνατότητα απόκρουσης αθέμιτων πιέσεων οποιοσδήποτε μορφής. Προς το σκοπό διασφάλισης αυτών των εγγυήσεων, αποσπάται στην ΓΕΓΚΑΔ, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, ένας εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό Αντεισαγγελέα Εφετών ή Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Ο εν λόγω Εισαγγελικός Λειτουργός ελέγχει την νομιμότητα λειτουργίας του γραφείου και εποπτεύει την διαδικασία καταχώρισης, επεξεργασίας, αξιολόγησης και διαβίβασης των καταγγελιών που αναφέρονται ανωτέρω στους αρμόδιους φορείς.
Η. Προτείνεται η καθιέρωση Γραφείο Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού καταπολέμησης της διαφθοράς. Το εν λόγω γραφείο είναι αναγκαίο για την υλοποίηση της αρμοδιότητας που έχει (και ήδη ασκεί) η Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς (σύμφωνα με το άρ. 10 του ν. 4320/2015 σε συνδ. με την υποπαρ. 5.3. της παρ. Γ’ του άρ. 3 του ν. 4336/2015), για την εκπόνηση προγραμμάτων συντονισμένης δράσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής. Υπενθυμίζεται ότι κατά το εδ. β’ του άρ. 10 του ν. 4320/2015, τα προγράμματα αυτά η ΓΕΓΚΑΔ τα απευθύνει στους κατά περίπτωση αρμόδιους διοικητικούς φορείς, οι οποίοι, κατά την εκτέλεσή τους, έχουν την υποχρέωση να συντονίζουν τις ενέργειές τους για την υλοποίηση της παραπάνω στρατηγικής.
iii. Τέλος, με την προτεινόμενη περίπτωση στ’ του τελευταίου εδαφίου του άρ. 9 του ν. 4320/2015 προτείνεται η λειτουργία Γραφείου Συντονισμού Πολιτικών Καταπολέμησης της Απάτης. Το εν λόγω Γραφείο έχει αρμοδιότητα να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, να υλοποιεί δράσεις και να συντονίζει τους εμπλεκόμενους εθνικούς φορείς και υπηρεσίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ελλάδας σε σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το Γραφείο συνεργάζεται και με ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς και οργανισμούς που είναι υπεύθυνοι για την καταπολέμηση της απάτης. Η λειτουργία αυτού του Γραφείου και η υλοποίηση των προβλεπόμενων στην προτεινόμενη διάταξη δράσεων και αρμοδιοτήτων είναι αναγκαίες για το Συντονισμό της Καταπολέμησης της Απάτης, για τον οποίο η ΓΕΓΚΑΔ έχει την αρμοδιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 7 του ν. 4320/2015 και τη σχετική Ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Άρθρο 55
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού διατυπώνονται με νομοτεχνικά ορθότερο τρόπο οι δυνατότητες του αρμοδίου Υπουργού καταπολέμησης της Διαφθοράς ως προς τον συντονιστικό του ρόλο.
Άρθρο 56
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ο ανώτατος αριθμός και το είδος του προσωπικού που στελεχώνουν την Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και την Γενική Γραμματεία του ΚΥ.Σ.Οι.Π.
Άρθρο 56Α
Με την προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι η αξίωση προς καταλογισμό υπολόγου χρηματικής διαχείρισης παραγράφεται μετά την πάροδο 10 ετών από τη δημιουργία του ελλείμματος και ότι τα δικαιολογητικά των ενταλμάτων πληρωμής και λοιπά διαχειριστικά στοιχεία που δεν έχουν ελεγχθεί, φυλάσσονται στο εξής για 10 έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους στο οποίο αφορούν.
Η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των διατάξεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερομένους. Ειδικότερα, η ως άνω θεμελιώδης αρχή απαιτεί την ύπαρξη ειδικής προθεσμίας παραγραφής και για την περίπτωση ενίσχυσης του κατασταλτικού ελέγχου, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει ειδική διάταξη περί τούτου. Η παραγραφή αυτή πρέπει επίσης, να έχει, συνολικά, εύλογη διάρκεια, δηλαδή να συνάδει προς την αρχή της αναλογικότητας, ώστε, αφενός, να επιτρέπει τον αποτελεσματικό έλεγχο και αφετέρου να μην αφήνει τους μεν υπολόγους έκθετους σε μακρά περίοδο ανασφάλειας δικαίου -που αποτελεί παράγοντα αποτρεπτικό για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων με δυσμενείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη, γενικότερα, και της εθνικής οικονομίας- και στον κίνδυνο να μην είναι πλέον σε θέση, μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από το γεγονός που γεννά τη υποχρέωση, να αμυνθούν προσηκόντως έναντι σχετικού ελέγχου, το δε Δημόσιο έκθετο στον κίνδυνο αδυναμίας ανάκτησης του δημοσίου χρήματος μέσω της καταλογιστικής διαδικασίας.
Εν όψει αυτών, ο ορισμός της παραγραφής σε 10 έτη και η συνακόλουθη αντίστοιχη σύντμηση του χρόνου φύλαξης των διαχειριστικών στοιχείων κρίνεται αναγκαία για λόγους ασφάλειας δικαίου, προκειμένου να εκκαθαρίζονται εντός ευλόγου χρόνου οι αξιώσεις του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού και των λοιπών νομικών προσώπων που υπάγονται στον κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να εκδίδονται οι οικείες υπολογιστικές πράξεις εις βάρος των υποχρέων (υπολόγων, συνευθυνομένων, αχρεωστήτως λαβόντων) για την αποκατάσταση των ελλειμμάτων που διαπιστώνονται. Επιπλέον, ο περιορισμός του χρόνου παραγραφής επιβάλλεται για την αναβάθμιση του κατασταλτικού ελέγχου, ο οποίος θα καταστεί αμεσότερος και, ως εκ τούτου, ουσιαστικότερος και πλέον αποτελεσματικός, με συνέπεια την περαιτέρω διαφύλαξη των συμφερόντων του Δημοσίου.

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΥΛΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΕΤΩΝ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του κεφαλαίου αυτού τίθεται σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικειοθελούς γνωστοποίησης, στο πρότυπο προηγούμενων νομοθετημάτων, όπως των νόμων 3610/2007 και 4002/2011, το οποίο μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, να συμβάλει στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και να δώσει τη δυνατότητα στους φορολογούμενους να συμπεριλάβουν τα πραγματικά εισοδήματά τους στη δήλωση Περιουσιολογίου, στην οποία και θα συγκεντρώνεται το σύνολο των πληροφοριών για κάθε φορολογούμενο. Σκοπό του προγράμματος δεν αποτελεί η θέσπιση ενός επιπλέον εισπρακτικού μέσου, ενώ το πρόγραμμα δεν δύναται να θεωρηθεί ως επιβράβευση ή ενθάρρυνση οποιοσδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς ή παροχή φορολογικής αμνηστίας. Προς τούτο τα οφέλη του φορολογουμένου έγκεινται στη δυνατότητα αποδοχής κάθε είδους φορολογικών δηλώσεων και στις σημαντικές μειώσεις των πρόσθετων φόρων, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις του προγράμματος, και δεν υιοθετείται η επιβολή ενός αυτοτελούς φορολογικού συντελεστή, κατά τα πρότυπα προηγούμενων προγραμμάτων επαναπατρισμού κεφαλαίων, τα οποία δημιουργούσαν συνθήκες φορολογικής αμνησίας και εν τέλει δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα οφέλη στην ελληνική οικονομία. Ειδικότερα:
Άρθρο 57
Ρύθμιση για την υποβολή δηλώσεων
Δεδομένης της εξαιρετικής δημοσιονομικής συγκυρίας και προκειμένου να διευκολυνθούν οι υπόχρεοι να εκπληρώσουν τις δηλωτικές τους υποχρεώσεις και να εισπραχθούν τα σχετικά δημόσια έσοδα δίνεται η δυνατότητα στους φορολογούμενους να υποβάλουν μέχρι τις 31.5.2017 μη υποβληθείσες ή ανακριβώς ή ελλιπώς υποβληθείσες δηλώσεις, ακόμη και πληροφοριακού χαρακτήρα, με μείωση, υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, από τις κατά νόμο επιβαρύνσεις μη υποβολής, ανακριβούς ή εκπρόθεσμης υποβολής δήλωσης ή καταβολής (πρόσθετους φόρους, τόκους και πρόστιμο). Από τη ρύθμιση καταλαμβάνονται δηλώσεις που αφορούν φόρο, τέλος ή εισφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), εφόσον η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης έχει λήξει μέχρι
τις 30.9.2016, ανεξάρτητα εάν έχει επέλθει παραγραφή της σχετικής υποχρέωσης, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 60 του παρόντος νόμου για τα πρόσωπα που δεν μπορούν να υπαχθούν στην εν λόγω ρύθμιση.
Εφόσον οι σχετικές δηλώσεις υποβληθούν μέχρι τις 31.3.2017, ο οφειλόμενος πρόσθετος φόρος κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2523/1997 ορίζεται στο 8% του κύριου φόρου που προκύπτει από την υποβληθείσα δήλωση. Εφόσον οι δηλώσεις υποβληθούν μετά τις 31.3.2017 και μέχρι τη λήξη του προγράμματος ο οφειλόμενος πρόσθετος φόρος ορίζεται στο 10% του κύριου φόρου που προκύπτει από την υποβληθείσα δήλωση.
Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισθείς πρόσθετος φόρος αναπροσαρμόζεται περαιτέρω βάσει των συντελεστών αναπροσαρμογής του πίνακα της παρ. 4, αναλόγως του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης.
Άρθρο 58
Λοιπές περιπτώσεις υπαγωγής στη ρύθμιση

1. Με τη προτεινόμενη διάταξη ορίζεται ότι στη ρύθμιση μπορούν να υπαχθούν και φορολογούμενοι για τους οποίους έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι τη λήξη του προγράμματος καθώς και φορολογούμενοι για τους οποίους κατά την κατάθεση του παρόντος νόμου έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, εφόσον δεν έχει κοινοποιηθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού. Ειδικότερα, ισχύουν τα ακόλουθα:

2. Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι το πέρας της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις σχετικές δηλώσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις του 57, οποτεδήποτε μέχρι την κοινοποίηση της εντολής ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013. Μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών εφαρμόζεται η επόμενη παράγραφος.

3. α. Στην περίπτωση που η εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013 κοινοποιείται μετά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή και έως το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57 για φορολογικά αντικείμενα που αποτελούν αντικείμενο της σχετικής εντολής. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών (ακόμη κι αν οι ενενήντα μέρες συμπληρώνονται μετά την 31.5.2017), από την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών στον φορολογούμενο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 57.

β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις και μετά την πάροδο των ενενήντα (90) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57 για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.

4. α. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί εντολή ελέγχου ή πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013 οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57, για φορολογικά αντικείμενα που αποτελούν αντικείμενο της εντολής. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την δημοσίευση του παρόντος και το ποσοστό του πρόσθετου φόρου ορίζεται σε δέκα τρία τοις εκατό (13%) του κυρίου φόρου, β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις και μετά την πάροδο των εξήντα (60) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57, για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.

5. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις δηλώσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 57 εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και μόνο για φορολογητέα ύλη που δεν έχει περιληφθεί ή παραβάσεις που δεν έχουν αποκατασταθεί με τις υποβληθείσες δηλώσεις. Οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή δεν έχουν κοινοποιηθεί, κοινοποιούνται μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω τριακονθήμερης προθεσμίας, αφού τροποποιηθούν, με πράξη του οργάνου
που τις εξέδωσε, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο τυχόν υποβληθείσας δήλωσης κατά τον παρόντα νόμο. Το ποσοστό πρόσθετου φόρου ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κυρίου φόρου.

6. Για τις υποβαλλόμενες του άρθρου 58 ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 57. Επιπλέον, οι συντελεστές των πρόσθετων φόρων του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζονται περαιτέρω αναλόγως της μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή από το έτος εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, βάσει του οικείου συντελεστή αναπροσαρμογής του πίνακα της παρ. 4 του άρθρου 57.

7. Δηλώσεις για φορολογητέα ύλη και αντικείμενα που δεν έχουν περιληφθεί σε εντολή ελέγχου, προσωρινό προσδιορισμό ή οριστικό προσδιορισμό φόρου ή πράξη επιβολής προστίμων υποβάλλονται οποτεδήποτε μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1 του άρθρου 57, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 57.
Άρθρο 59
Ευεργετήματα από την υπαγωγή στη ρύθμιση
Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ορίζεται ότι σε όσους υπαχθούν στη ρύθμιση του παρόντος νόμου δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων 58, 58Α και 59 του ν. 4174/2013, ούτε του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 ή του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 ή άλλων διατάξεων, ούτε άλλες φορολογικές, διοικητικές ή ποινικές, κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου του άρθρου 13 του ν. 2523/1997 και των κυρώσεων της υποπερ. α της περ. ιη’ του άρθρου 3 του ν. 3691/2008, για τη φορολογητέα ύλη που περιλαμβάνεται στις ως άνω υποβαλλόμενες δηλώσεις ή για τις παραβάσεις που αποκαθίστανται με τις δηλώσεις αυτές, εφόσον υποβληθούν δηλώσεις για όλες τις φορολογίες για τις οποίες υπάρχει σχετική υποχρέωση για τη συγκεκριμένη φορολογητέα ύλη. Εάν έχουν υποβληθεί διασφαλιστικά μέτρα του άρθρου 46 ΚΦΔ, αυτά αίρονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό και στις κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Εάν από τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου δεν προκύπτει διαφοροποίηση της φορολογικής οφειλής σε σχέση με τις υποβληθείσες δηλώσεις, τα διασφαλιστικά μέτρα αίρονται, εφόσον καταβληθεί η οφειλή σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 46 ΚΦΔ και στις οικείες κανονιστικές πράξεις.
Η υποβολή δηλώσεων κατά τα ως άνω δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής προς έλεγχο κατ’ άρθρο 26 ΚΦΔ.
Άρθρο 60
Εξαιρέσεις από την υπαγωγή στη ρύθμιση
Στο άρθρο αυτό ορίζονται πρόσωπα τα οποία εξαιρούνται από την υπαγωγή στη ρύθμιση του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 61 Λοιπά ζητήματα
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι οι καταβολές που διενεργούνται δυνάμει της υπαγωγής στην παρούσα ρύθμιση δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται με άλλες υποχρεώσεις του φορολογούμενου και οι σχετικές δηλώσεις δεν ανακαλούνται.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 ορίζεται η καταβολή του φόρου και των επ’ αυτού επιβαρύνσεων καθώς και οι επιπτώσεις σε περίπτωση μη καταβολής κατά τα οριζόμενα.
Με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ρυθμίζεται κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των άρθρων 57 έως 61 του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΥΨΗΣ ΕΣΟΔΩΝ
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ – ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ
Κεντρική δέσμευση της Κυβέρνησης και θεμέλιο της λαϊκής ετυμηγορίας της 20ης Σεπτεμβρίου 2015 είναι η ανάληψη πρωτοβουλιών που θα ανατάξουν την εθνική οικονομία, θα επαναφέρουν την ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο και θα συμβάλλουν στην αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών που αποστέρησαν δημόσια έσοδα, τα οποία θα μπορούσαν να είχαν διοχετευθεί προς την ανακούφιση των Ελλήνων πολιτών και ιδιαιτέρως των περισσότερο αδυνάμων.
Στο πιο πάνω πλαίσιο, στόχος του νομοσχεδίου είναι η δημιουργία μιας συγκροτημένης δέσμης υποχρεώσεων και δικαιωμάτων μεταξύ πολιτών και επιχειρήσεων, αναφορικά με τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών. Εισάγονται μέτρα διεύρυνσης της αποδοχής ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής από τις επιχειρήσεις, ώστε η χώρα να ωφεληθεί από τις ευρωπαϊκές τεχνολογικές και κανονιστικές εξελίξεις στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών και να ανακτήσει το χαμένο έδαφος των προηγούμενων ετών.
Η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία ανταποκρίνεται επιπλέον σε ένα διαρκές αίτημα της αγοράς και των θεσμικών φορέων της, εξορθολογίζοντας τις συνθήκες ανταγωνισμού που επικρατούν μεταξύ των παροχών υπηρεσιών πληρωμών που παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα (τράπεζες, ιδρύματα πληρωμών, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος), αίροντας στρεβλώσεις πολλών ετών.
Επιπρόσθετα, το νομοσχέδιο δημιουργεί ένα συνεκτικό μηχανισμό για τη συνεχή τροφοδότηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με τα στοιχεία των ηλεκτρονικών συναλλαγών των επιχειρήσεων, δια μέσου των παροχών υπηρεσιών πληρωμών του Ν. 3862/2010 (εγχώριων ή αλλοδαπών) που δραστηριοποιούνται νομίμως στη χώρα, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων. Το μέτρο θα επιτρέψει την αξιοποίηση δεδομένων συναλλαγών με οργανωμένο τρόπο από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δίνοντας για πρώτη φορά στο Ελληνικό Δημόσιο ένα σύγχρονο πλαίσιο για τον προσδιορισμό των εσόδων των επιχειρήσεων και τον εντοπισμό ενδεχόμενης φοροδιαφυγής.
Το νομοσχέδιο εισάγει επίσης μέτρα για την υποχρέωση ταυτοποίησης των μέσων πληρωμής για ηλεκτρονικές συναλλαγές από το πρώτο ευρώ. Τα ανώνυμα μέσα πληρωμής (ανώνυμες κάρτες, ανώνυμο ηλεκτρονικό χρήμα κλπ) αποτελούν διεθνώς ένα από τα βασικά μέσα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και κατ’ εξοχήν μέσο «ξεπλύματος μαύρου χρήματος» (money laundering). Το νομοσχέδιο είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, ιδιαιτέρως μετά την υιοθέτηση της σχετικής πρότασης COM(2016) 450 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 5 Ιουλίου 2016.
Της απαγόρευσης χρήσης ανωνύμων μέσων πληρωμής θα εξαιρούνται συγκεκριμένοι τομείς οι οποίοι θα προσδιορίζονται εκάστοτε από τον Υπουργό Οικονομικών. Η εν λόγω πρωτοβουλία, παράλληλα με τα οφέλη καταπολέμησης του «μαύρου χρήματος», θα αποτρέψει τη χρήση ανώνυμων μέσων πληρωμής που εκδίδουν άγνωστοι πάροχοι πληρωμών του εξωτερικού, διευκολύνοντας την απόκρυψη συναλλαγών των Ελλήνων πολιτών και των επιχειρήσεων εις βάρος των δημοσίων εσόδων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Συνεπώς η εν λόγω νομοθετική πρωτοβουλία στηρίζει έμπρακτα την ελληνική οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Β. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ – ΚΑΤ’ ΑΡΘΡΟ
ΤΜΗΜΑ Α’
Μέτρα για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών
Άρθρο 62 Ορισμοί
Αξιοποιούνται οι ορισμοί των νόμων 3862/2010 και 4021/2011, των Κανονισμών 2015/751 και 260/2012 καθώς και της Οδηγίας 2009/110/ΕΚ της Ε.Ε. ως πεδίο ορισμών του Σχεδίου Νόμου, ώστε να εξασφαλίζεται η συνεκτικότητα με το ισχύον εθνικό και ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο.
Άρθρο 63 Πεδίο εφαρμογής
Καθορίζεται το πεδίο εφαρμογής του νόμου, το οποίο καταλαμβάνει όχι μόνο τις κάρτες πληρωμής (πιστωτικές, χρεωστικές, προπληρωμένες) αλλά και το σύνολο των μέσων πληρωμής και των υποθεμάτων που βασίζονται στη χρήση καρτών (ηλεκτρονικά πορτοφόλια κλπ.).
Άρθρο 64
Εξαιρέσεις
Καθορίζονται εξαιρέσεις κατά την εφαρμογή του νόμου, με σκοπό την προστασία των επιχειρήσεων, των παροχών υπηρεσιών πληρωμών και των καταναλωτών από μονοπωλιακές πρακτικές σχημάτων καρτών. Πιο συγκριμένα:
α) εξαιρούνται οι επιχειρήσεις από την υποχρεωτική αποδοχή «εταιρικών» καρτών, καθώς αυτές αποτελούν ειδικά προϊόντα, με ειδικές εφαρμογές και με υψηλότερες χρεώσεις που δεν ρυθμίζονται από το ευρωπαϊκό και εθνικό κανονιστικό πλαίσιο. Η μη συμπερίληψη αυτής της ειδικής κατηγορίας στις υποχρεώσεις αποδοχής καρτών προστατεύει τις ελληνικές επιχειρήσεις από υψηλότερες, μη ρυθμιζόμενες, χρεώσεις επί των συναλλαγών.
β) αποτρέπεται πληθώρα τεχνικών προβλημάτων και κυρίως ο αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των παροχών υπηρεσιών πληρωμών, που θα προέκυπτε από την υποχρέωση αποδοχής στα γκισέ τους και τα ΑΤΜ μέσων πληρωμής με κάρτα, εν δυνάμει, ανταγωνιστικών παροχών.
γ) προστατεύονται οι ελληνικές επιχειρήσεις από μονοπωλιακές πρακτικές στην περίπτωση κατά την οποία ο εκδότης μιας κάρτας αποτελεί ταυτόχρονα και μοναδικό φορέα εκκαθάρισης συναλλαγών με τη συγκεκριμένη κάρτα (τριμερές σύστημα καρτών). Εξαιρώντας τα τριμερή συστήματα καρτών από τις υποχρεώσεις αποδοχής καρτών αποφεύγεται η ουσιαστική καθοδήγηση των επιχειρήσεων στο να επιλέξουν ως συνεργάτη τον ένα και μοναδικό εκδότη- εκκαθαριστή καρτών (“acquirer”).
δ) τα συστήματα πληρωμών, διαθέτουν ένα πλαίσιο απαγορεύσεων διάθεσης υπηρεσιών εκκαθάρισης καρτών σε συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, για λόγους προστασίας του κοινού, διαχείρισης ρίσκου, κανονιστικούς, κλπ. Επιχειρήσεις που υπόκεινται σε τέτοιες απαγορεύσεις λόγω των πολιτικών των συστημάτων καρτών εξαιρούνται από τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, εξαιτίας της αντικειμενικής αδυναμίας τους να αποδέχονται κάρτες.
Άρθρο 65
Υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα
Καταληκτικός στόχος του νομοσχεδίου είναι η καθιέρωση της υποχρεωτικής αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα, στο σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική επικράτεια. Στο πλαίσιο του άρθρου 66, δίνεται η δυνατότητα στον Υπουργό Οικονομικών να ορίζει τις κατηγορίες επιχειρήσεων που θα εμπίπτουν στην υποχρέωση αποδοχής καρτών, ώστε να γίνει σταδιακή, ομαλή μετάβαση στην καθιέρωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο το εύρος της οικονομίας.
Στόχος είναι η τροφοδότηση του Υπουργείου Οικονομικών και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με πλήρη και ολοκληρωμένα στοιχεία που αφορούν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές των επιχειρήσεων, δια μέσου στοιχείων συναλλαγών που διαβιβάζονται από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών. Η διαμεσολάβηση τρίτων επιχειρήσεων, που δεν αποτελούν αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, για την αποδοχή πληρωμών των πραγματικών δικαιούχων πληρωμής διαστρεβλώνει την πραγματική εικόνα των ηλεκτρονικών συναλλαγών και των εσόδων των δικαιούχων πληρωμής και δημιουργεί συνθήκες απόκρυψης φορολογητέας ύλης. Προς το σκοπό αυτό προβλέπεται η απαγόρευση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα και μετρητά καθώς και η απαγόρευση είσπραξης για λογαριασμό τρίτου εν γένει για κάθε πληρωμή, συμπεριλαμβανομένων των εξοφλήσεων λογαριασμών, από επιχειρήσεις που δεν αποτελούν αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, ώστε να διαβιβάζουν τη σχετική συναλλακτική δραστηριότητα στις αρμόδιες υπηρεσίες. Εξαιρούνται οι περιπτώσεις είσπραξης για λογαριασμό τρίτου που ρητώς προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων (π.χ. τουριστικοί και ασφαλιστικοί πράκτορες, πωλήσεις με αντικαταβολή κλπ.).
Άρθρο 66
Υποχρέωση ενημέρωσης καταναλωτή
Θεσπίζεται ένα σαφές πλαίσιο για την υποχρέωση ενημέρωσης και τα δικαιώματα μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων, αναφορικά με την αποδοχή καρτών και τη διενέργεια ηλεκτρονικών συναλλαγών με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα. Επιπρόσθετα, καθορίζεται το πλαίσιο προσφυγής των καταναλωτών στις αρμόδιες αρχές, στις περιπτώσεις παραβάσεων.
Άρθρο 67
Υποχρεώσεις παρόχων υπηρεσιών πληρώμων προς τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή σχετικά με τιμολογιακά δεδομένα
Εισάγεται η υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών να γνωστοποιούν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή στοιχεία που αφορούν την τιμολογιακή τους πολιτική για ορισμένα βασικά προϊόντα. Το ακριβές περιεχόμενο των παρεχόμενων στοιχείων πρόκειται να εξειδικευτεί με κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στο παρόν άρθρο. Σκοπός της ρύθμισης είναι να παρέχεται στον καταναλωτή η δυνατότητα σύγκρισης ορισμένων βασικών προϊόντων ως προς τις τιμές και τις προμήθειες (πχ εμβάσματα, αγορά pos κα) ώστε να επιλέγει το προϊόν που τον συμφέρει.
ΤΜΗΜΑ Β’
Φορολογικές και λοιπές ρυθμίσεις Άρθρο 68
Μειώσεις φόρου μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών
Με την προτεινόμενη ρύθμιση εισάγεται από 01.01.2017 ένα ισχυρό πλαίσιο κινήτρων προς τους πολίτες για τη διεύρυνση της χρήσης μέσων πληρωμής με κάρτα. Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής συμβάλλουν στη διατήρηση του προβλεπόμενου ποσού μείωσης του φόρου, βάσει συγκεκριμένης κλίμακας.
Παράλληλα, η προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπει ότι προϋπόθεση για τον συνυπολογισμό των ιατρικών δαπανών στον προσδιορισμό του ποσού μείωσης φόρου, βάσει των εκάστοτε διατάξεων, είναι η πραγματοποίηση αυτών με τη χρήση μέσου πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής.
Άρθρο 69
Διασφάλιση και έλεγχος συναλλαγών
Καθορίζεται το πλαίσιο για τη διαβίβαση, την επεξεργασία, τη διαχείριση και τη διάθεση των δεδομένων των συναλλαγών. Αρμόδια υπηρεσία ορίζεται η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων. Μειώνεται από 1.500 ευρώ σε 500 ευρώ το ύψος των συναλλαγών μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων πάνω από το οποίο οι συναλλαγές πραγματοποιούνται αποκλειστικά με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής (ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού κλπ.). Δεν επιτρέπεται εξόφληση με μετρητά για συναλλαγές μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων αξίας μεγαλύτερης των 500 ευρώ.
Άρθρο 70
Πρόγραμμα Δημοσίων Κληρώσεων (Λοταρία)
Καθορίζεται πρόγραμμα δημοσίων κληρώσεων (λοταρία) που θα βασίζεται στις συναλλαγές που έχουν πραγματοποιηθεί με τη χρήση μέσων πληρωμής, κάρτας ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής για την αγορά αγαθών ή την λήψη υπηρεσιών.
Το συνολικό διανεμόμενο χρηματικό ποσό κατά τις διενεργούμενες κληρώσεις επιβαρύνει τον Κρατικό Προϋπολογισμό και δεν υπερβαίνει το ποσό των 12 εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος.
Ο Υπουργός Οικονομικών ρυθμίζει οποιοδήποτε σχετικό θέμα για τη διενέργεια του προγράμματος δημοσίων κληρώσεων, ώστε να τεθεί σε εφαρμογή το εν λόγω επιπρόσθετο κίνητρο.
Άρθρο 71
Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών
στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και λοιπές διατάξεις
Καταρτίζεται ενός συνεκτικός μηχανισμός για την συνεχή τροφοδότηση της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων με τα στοιχεία των ηλεκτρονικών συναλλαγών των επιχειρήσεων, διαμέσου των παροχών υπηρεσιών πληρωμών, που δραστηριοποιούνται νομίμως στη χώρα, ώστε να καταστεί ευχερέστερη η διασταύρωση των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα πληρωμών, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών πληρωμών («card acquirers”) ανεξαρτήτως της χώρας προέλευσης, με ή χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, που παρέχουν υπηρεσίες εξυπηρετώντας Ελληνικές επιχειρήσεις, διασυνδέονται στο Σύστημα Μητρώων
Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών και τροφοδοτούν με στοιχεία τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων,
Οι ως άνω πάροχοι, που διαβιβάζουν στοιχεία στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, συμπεριλαμβάνονται σε δημόσιο μητρώο που είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά μέσω TAXISNET.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις υποχρεουνται να δηλώνουν μέσω του TAXISNET τους συνεργαζόμενους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών, διαμέσου των οποίων αποδέχονται ηλεκτρονικές πληρωμές. Οι επιχειρήσεις δηλώνουν πάροχο υπηρεσιών πληρωμών, μεταξύ αυτών που έχουν συμπεριληφθεί στο ως άνω δημόσιο μητρώο. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι οικείες Αρχές έχουν τη δυνατότητα διασταύρωσης των στοιχείων συναλλαγών των επιχειρήσεων δια μέσου των δεδομένων συναλλαγών που διαβιβάζουν οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών.
Η περίπτωση που επιχείρηση δεν δηλώνει συνεργαζόμενο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δηλοί ότι αυτή δεν αποδέχεται ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και, κατά συνέπεια, δεν διαβιβάζει στο Υπουργείο Οικονομικών τα δεδομένα των συναλλαγών. Η περίπτωση αυτή συνιστά υπόθεση υψηλής προτεραιότητας για τον περαιτέρω έλεγχο ενδεχόμενης απόκρυψης φορολογητέας ύλης.
Το μέτρο θα επιτρέψει την αξιοποίηση δεδομένων συναλλαγών με οργανωμένο τρόπο από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δίνοντας για πρώτη φορά στο Ελληνικό Δημόσιο ένα σύγχρονο οπλοστάσιο για τον προσδιορισμό των πραγματικών εσόδων των επιχειρήσεων και τον εντοπισμό της φοροδιαφυγής.
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου και με σκοπό την δραστική καταπολέμηση του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και της φοροαποφυγής, εισάγεται η υποχρέωση ταυτοποίησης των μέσων πληρωμής για ηλεκτρονικές συναλλαγές από το πρώτο ευρώ. Η χρήση μη ονομαστικοποιημένων και μη ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με δικαιούχους που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται. Από την απαγόρευση χρήσης ανωνύμων μέσων πληρωμής θα εξαιρούνται συγκεκριμένοι τομείς οι οποίοι θα προσδιορίζονται εκάστοτε, από τον Υπουργό Οικονομικών σε περιπτώσεις δραστηριοτήτων χαμηλού κινδύνου όπως ενδεικτικά στον τομέα της σίτισης κλπ.
Παράλληλα με τα οφέλη καταπολέμησης του «ξεπλύματος» χρήματος, οι προβλέψεις του Άρθρου 71 θα αποτρέψουν τη χρήση ανώνυμων μέσων πληρωμής εκδόσεως άγνωστων παροχών πληρωμών του εξωτερικού, που διευκολύνει την απόκρυψη συναλλαγών Ελλήνων πολιτών και επιχειρήσεων εις βάρος των δημοσίων εσόδων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Επιπρόσθετα, το άρθρο 71 ενισχύει το πλαίσιο καταγραφής και ταυτοποίησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών και απαγορεύει ρητά την αδήλωτη και ανεξέλεγκτη διανομή ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και την ανώνυμη είσπραξη έναντι τρίτου, με τρία ουσιαστικά μέτρα:
α) Απαγορεύεται η διανομή ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου τόσο με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής όσο και με μετρητά από μη ελεγμένους φορείς και οντότητες, που δεν έχουν εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις Αντιπροσώπευσης όπως αυτές ορίζονται αποκλειστικά για τα ιδρύματα πληρωμών και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, βάσει των Ν. 3862/2010 και Ν. 4021/2011. Η έννοια του αντιπροσώπου πιστωτικού ιδρύματος δεν υφίσταται στο ισχύον θεσμικό πλαίσιο.
β) Απαγορεύεται η αντιπροσώπευση ιδρυμάτων πληρωμών και ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους τομείς του στοιχηματισμού και των τυχερών παιγνίων καθώς και στον τομέα της διάθεσης και εμπορίας όπλων, καθώς αποτελούν τομείς υψηλού κινδύνου για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες , ξέπλυμα χρήματος και φοροδιαφυγή.
γ) Κατά την πραγματοποίηση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους στο πλαίσιο ηλεκτρονικής συναλλαγής, η επιχείρηση υποχρεούται στην πίστωση του πληρωτή με χρήση του ιδίου μέσου πληρωμής και διαμέσου του ίδιου παρόχου από τον οποίο έγινε η αρχική συναλλαγή. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζεται η «κλειστή ροή» χρήματος (closed-loop) στο πλαίσιο της συναλλαγής και σε κάθε περίπτωση από και προς το ίδιο ταυτοποιημένο μέσο πληρωμής, αποκλείοντας περιπτώσεις έμμεσης χρηματοδότησης τρίτων, ανώνυμων αποδεκτών με σκοπό το ξέπλυμα χρήματος.
δ) Επιχειρήσεις που υπέχουν τις υποχρεώσεις αυξημένης επιμέλειας των νόμων 3691/2008 και 3932/2011 και οφείλουν να συλλέγουν και να τηρούν στοιχεία των πελατών τους προς το σκοπό της καταπολέμησης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, υποχρεούνται να συλλέγουν με δέουσα επιμέλεια τα στοιχεία ταυτοποίησης και των πληρωτών ανά συναλλαγή υποχρεωτικά μέσω των παροχών υπηρεσιών πληρωμών του Ν. 3862/2010, με τους οποίους συνεργάζονται. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι εν λόγω επιχειρήσεις αξιοποιούν τα πλέον επίκαιροποιημένα στοιχεία ταυτοποίησης του πληρωτή και δη ανά συναλλαγή μέσω των παροχών. Παράλληλα, η προβλεπόμενη διαδικασία μειώνει σημαντικά το κόστος τήρησης πολλαπλών αρχείων ταυτοποίησης των ίδιων πληρωτών για τις δραστηριοποιούμενες στην Ελλάδα επιχειρήσεις, καθώς αξιοποιούνται ήδη υφιστάμενα στοιχεία ταυτοποίησης και ελέγχου ξεπλύματος χρήματος που, ούτως ή άλλως, υποχρεούνται να τηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών πλη ρωμών.
Άρθρο 72
Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες
Ρυθμίζονται θέματα συγκεκριμένων εκπιπτόμενων επιχειρηματικών δαπανών, υπό την προϋπόθεση πληρωμής τους με χρήση μέσου πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής.
Άρθρου 73
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4174/2013 (Α’ 170)
Προβλέπονται οι ποινές και τα πρόστιμα για τις επιχειρήσεις που δεν συμμορφώνονται προς τις υποχρεώσεις που προβλέπει το νομοσχέδιο ή υποβάλλουν ανακριβή στοιχεία.
Άρθρο 74
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4308/2014 (Α’ 251)
Αποσαφηνίζεται ο Ν. 4308/2014, ώστε να υλοποιηθεί η δυνατότητα ηλεκτρονικής τιμολόγησης στο πεδίο της λιανικής πώλησης και να μειωθεί σημαντικά το κόστος των επιχειρήσεων μέσω της υιοθέτησης πλήρως ηλεκτρονικών μεθόδων τιμολόγησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΕΛΕΓΧΟΣ, ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΜΗ ΔΑΠΑΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ
Στο πλαίσιο της βελτίωσης της διαδικασίας κατάρτισης και εκτέλεσης του προϋπολογισμού, της ενίσχυσης της υπευθυνότητας των οικονομικών υπηρεσιών των φορέων και της αποδοτικότερης διαχείρισης των ταμειακών διαθεσίμων της Γενικής Κυβέρνησης, έχει προωθηθεί η πλήρης ανάληψη της ευθύνης για την διενέργεια των δαπανών από τις ίδιες τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων. Αποδίδεται πλέον, μεγαλύτερη βαρύτητα στους κατασταλτικούς ελέγχους, αλλαγή που συμβαδίζει με τη διεθνή πρακτική στην ελεγκτική τα τελευταία έτη. Στόχος αποτελεί, αφενός μεν η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου, προκειμένου να μην δημιουργούνται καθυστερήσεις και προσκόμματα στην εξόφληση των δαπανών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, αφετέρου δε η ενίσχυση της διαφάνειας και της λογοδοσίας των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με τη διενέργεια των πληρωμών.
Με τις ρυθμίσεις του ν.4337/2015 (Α’ 129) «Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», τροποποιήθηκαν άρθρα του ν.4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α’ 143), που αφορούν στο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου των δαπανών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης. Η μεταρρύθμιση που εισάγεται με τις διατάξεις αυτές συνίσταται σε σημαντική αναδιοργάνωση του δημοσιονομικού συστήματος, η οποία κινείται σε δύο άξονες:

• Ανάληψη αποκλειστικών αρμοδιοτήτων και ευθύνης από τις Οικονομικές Υπηρεσίες των φορέων (Υπουργεία, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, Περιφέρειες, Δήμο Αθηναίων και λοιπών) μέσω της μεταφοράς σε αυτούς των αρμοδιοτήτων των Υ.Δ.Ε./Ειδικό Λογιστήριο από την 1η.1.2017.

• Ανάδειξη του εποπτικού και ελεγκτικού ρόλου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους στην οικονομική διαχείριση των Φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.
Ειδικότερα, με τις διατάξεις του άρθρου 10, παρ. 24 του ν. 4337/2015, προστέθηκε το άρθρο 69Γ στο ν. 4270/2014, σύμφωνα με το οποίο ορίζεται ότι, από την 1-1-2017, οι Προϊστάμενοι Οικονομικών Υπηρεσιών των Υπουργείων και λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, καθίστανται αποκλειστικά υπεύθυνοι για τις αρμοδιότητες που αφορούν στη δημοσιονομική διαχείριση του φορέα τους και οι οποίες μέχρι την 31-12-2016 ασκούνται από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ).

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό του υφιστάμενου δημοσιονομικού πλαισίου, καθόσον καθιστά την όλη διαδικασία ελέγχου και εκκαθάρισης των δαπανών και εξόφλησης των χρηματικών ενταλμάτων (Χ.Ε.) πλέον παραγωγική αφού αυτή ξεκινάει και περατώνεται εντός του ίδιου φορέα, αποτρέποντας καθυστερήσεις στην πληρωμή των δαπανών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης.

Περαιτέρω, η όλη διαδικασία εντάσσεται στα μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημόσια Διοίκηση στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουάριου 2011, που ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με τις διατάξεις της Παρ. Ζ του άρθρου Πρώτου του ν. 4152/2013 (Α’ 107) και θέτει νέες συντομότερες προθεσμίες για την πληρωμή των δικαιούχων, πιστωτών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, η μη τήρηση των οποίων επιφέρει σοβαρά δημοσιονομικά αποτελέσματα (καταβολή τόκων και λοιπών εξόδων υπερημερίας και δαπανών είσπραξης σημαντικού ύψους).

Για την εφαρμογή των σχετικών ρυθμίσεων απαιτείται η άμεση τροποποίηση, πέραν των άλλων, και των διατάξεων των πδ 151/1998 (ΑΊ16) και 155/2013 (Α’245), τα οποία καθορίζουν τις διαδικασίες ελέγχου, εκκαθάρισης και εντολής πληρωμής των δαπανών δημοσίου.

Ενόψει των ανωτέρω, προωθούνται οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες γίνονται οι απαραίτητες τροποποιήσεις και προσαρμογές στο υφιστάμενο κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο και συγκεκριμένα ως προς τους διαχειριστικούς κανόνες για τον έλεγχο, εκκαθάριση και πληρωμή των δημοσίων δαπανών. Ειδικότερα, ρυθμίζονται τα ακόλουθα ζητήματα:
• Άρθρα 76-77
το περιεχόμενο του ελέγχου (νομιμότητας και κανονικότητας) των δημοσίων δαπανών από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων και η διαδικασία της εκκαθάρισής τους. Ο δημοσιονομικός έλεγχος διενεργείται βάσει νόμιμων δικαιολογητικών, το οποία διαβιβάζονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του φορέα στην αρμόδια για τον έλεγχο υπηρεσία του.
• Άρθρο 78
η διαδικασία έκδοσης Χ.Ε. μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ), τα στοιχεία που αναγράφονται σε αυτά και τα αρμόδια για την έκδοσή τους όργανα.
• Άρθρο 79
η διαδικασία αποστολής των Χ.Ε. στην αρμόδια υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την άσκηση του κατασταλτικού ελέγχου.
• Άρθρα 80 και 81
ο τρόπος εξόφλησης και η διαδικασία ακύρωσης των Χ.Ε. μέσω ΟΠΣΔΠ.
• Άρθρο 82-83-84
η έκδοση και θεώρηση Επιτροπικών Ενταλμάτων μέσω ΟΠΣΔΠ, με τα οποία μεταβιβάζονται ή ανακαλούνται πιστώσεις από τους Κύριους στους Δευτερεύοντες διατάκτες, τα απαραίτητα αναγραφόμενα σε αυτά στοιχεία καθώς και της διαδικασίας έκδοσης Χ.Ε. από τους δευτερεύοντες διατάκτες.
• Άρθρο 85
ο καθορισμός των βιβλίων και ο τρόπος τήρησης τους από τις Οικονομικές Υπηρεσίες των φορέων.
• Άρθρο 86
ο ορισμός των οργάνων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο, την εκκαθάριση και την ενταλματοποίηση των δαπανών, την εξόφληση και τον συμψηφισμό των εκδοθέντων Χ.Ε., την τήρηση των αναγκαίων βιβλίων, καθώς και η ευθύνη αυτών.
• Άρθρα 87-88-89
ο προσδιορισμός του αντικειμένου του επιτόπου ελέγχου με πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και των οργάνων και της διαδικασίας άσκησης του. Ειδικότερα προσδιορίζεται ότι ο επιτόπου έλεγχος διενεργείται όταν, παρά τη νομιμότητα και κανονικότητα της δαπάνης ανακύπτουν σοβαρές αμφιβολίες για το ουσιαστικό μέρος της.
• Άρθρο 90
– π κατ’ εξαίρεση αποδοχή από την αρμόδια Υπηρεσία, επικυρωμένων αντιγράφων δικαιολογητικών που αφορούν δαπάνες των Αρχών της Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Τα πρωτότυπα δικαιολογητικά των δαπανών αυτών υποβάλλονται στις αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους διαπίστευσης, προκειμένου να επιστραφεί ο Φ.Π.Α., βάσει των ισχυουσών σε κάθε χώρα διατάξεων,
– ο τρόπος καταβολής αποδοχών του προσωπικού του εν λόγω Υπουργείου που υπηρετεί στην αλλοδαπή. Οι δαπάνες αποδοχών προσωπικού όλων των κλάδων του Υπ. Εξωτερικών που υπηρετούν στην αλλοδαπή, ελέγχονται και εκκαθαρίζονται από την αρμόδια εκκαθαρίζουσα υπηρεσία του φορέα
– ο τρόπος πληρωμής των απορρήτων δαπανών του Υπουργείου Εξωτερικών.
• Άρθρο 93
Οργανωτικά ζητήματα που ανακύπτουν από τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων δημοσιονομικής διαχείρισης, που ασκούν οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στους Προϊσταμένους των Γενικών Διευθύνσεων Εσωτερικής Λειτουργίας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων της Χώρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69Γ του ν.4270/2014 (Α’143).
Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου 93 τροποποιούνται οι Οργανισμοί των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων Αττικής, Κρήτης, Θεσσαλίας – Στερεός Ελλάδας, Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας και Μακεδονίας – Θράκης ώστε οι Διευθύνσεις Οικονομικού των ανωτέρω Αποκεντρωμένων Διοικήσεων να περιλαμβάνουν α) Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών, β) Οικονομικής Διαχείρισης και γ) Προμηθειών, Διαχείρισης Υλικού και Κρατικών Οχημάτων, τα οποία ασκούν τις περιγραφόμενες στην παράγραφο 1 αρμοδιότητες, με παράλληλη κατάργηση των υφιστάμενων Τμημάτων α) Προϋπολογισμού, β) Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού και γ) Κρατικών Οχημάτων.
Με την παράγραφο 2 καθορίζονται οι κλάδοι των Προϊσταμένων που πρόίστανται στα ανωτέρω Τμήματα.
Με την παράγραφο 3 τροποποιείται ο Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, η οποία έχει ιδιαίτερη οργανωτική δομή, λόγω της νησιωτικότητάς της.
Ειδικότερα, με τις περιπτώσεις (α) και (β) καταργείται το Τμήμα Διαφάνειας και Σχεδιασμού Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών για τον πολίτη της Διεύθυνσης Εσωτερικών και το Τμήμα Μητρώου και Γραμματειακής Υποστήριξης της Διεύθυνσης Κοινωφελών Περιουσιών και καθορίζονται οι οργανικές μονάδες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου που θα ασκούν εφεξής τις αρμοδιότητές τους.
Με την περίπτωση (γ) συστήνονται δύο επιπλέον Τμήματα στη Διεύθυνση Εσωτερικών και επανακαθορίζεται η δομή της ούτως ώστε αυτή να περιλαμβάνει α) Τμήμα Προσωπικού, β) Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών, γ) Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης, δ) Τμήμα Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού, ε) Τμήμα Σχεδιασμού και Υποστήριξης Πληροφοριακών Συστημάτων, στ) Τμήμα Γραμματείας και Πληροφόρησης Πολιτών.
Στις περίπτωση (δ) και (ε) περιγράφονται οι αρμοδιότητες των Τμημάτων Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών & Πληρωμών, Οικονομικής Διαχείρισης και Προμηθειών & Διαχείρισης Υλικού και στην περίπτωση (στ) γίνεται συναφής αναρίθμηση των λοιπών Τμημάτων της Διεύθυνσης Εσωτερικών.
Με την παράγραφο 4 καθορίζονται οι κλάδοι των Προϊσταμένων που πρόί’στανται στα Τμήματα της Διεύθυνσης Εσωτερικών.
• Στα άρϋρα 94-96, ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν στις απαραίτητες ενέργειες για το κλείσιμο του οικονομικού έτους 2016 και την έναρξη του οικονομικού έτους 2017, προκειμένου να επιτευχθεί η απρόσκοπτη και ομαλή μεταφορά των νέων αρμοδιοτήτων στις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 98
Παράταση προθεσμιών παραγραφής δικαιώματος Δημοσίου για έκδοση πράξης
Με τις προτεινόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού παρέχεται η δυνατότητα στη Φορολογική Διοίκηση να ολοκληρώσει αποτελεσματικά, σημαντικές υποθέσεις φορολογίας στα οικεία φορολογικά αντικείμενα (εισόδημα, ΦΠΑ, κεφάλαιο, τέλη, ακίνητη περιουσία κ.λπ.) και να εκδώσει κάθε είδους πράξεις επιβολής κυρίου και πρόσθετου φόρου καθώς και κάθε είδους αυτοτελή και μη πρόστιμα. Είναι αυτονόητο ότι η προτεινόμενη επιμήκυνση (όπως παγίως συμβαίνει κατά τα τελευταία έτη) καταλαμβάνει τόσο υποθέσεις οι οποίες το πρώτον παραγράφονται στις 31.12.2016, με βάση διατάξεις της οικείας φορολογικής νομοθεσίας (Εισόδημα, ΦΠΑ, ποινολόγιο, κεφάλαιο, τέλη κλπ, ), οι αντίστοιχες αξιώσεις (στο πλαίσιο αρχικού ελέγχου, επανελέγχου κλπ), όσο και υποθέσεις στις οποίες η ίδια παραγραφή συμπληρώνεται στις 31.12.2016, μετά από επιμηκύνσεις της, με διάφορες διατάξεις περί διαδοχικής παρατάσεως του σχετικού χρόνου. Στις υποθέσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται, κατά βάση:
– Περιπτώσεις που αφορούν ελεγκτικές διασταυρώσεις και έρευνες, με βάση δεδομένα τα οποία χορήγησαν υπηρεσίες άλλων χωρών στο πλαίσιο διεθνών συμβάσεων. Ο έλεγχος των υποθέσεων αυτών, πολλές από τις οποίες έχουν απασχολήσει σημαντικά την κοινή γνώμη, πρέπει να ολοκληρωθεί για προφανείς λόγους δημοσίου συμφέροντος (καταλογισμός και είσπραξη διαφυγόντων φορολογικών και δημοσίων εσόδων, εμπέδωση αισθήματος φορολογικής δικαιοσύνης, φορολογικής συμμόρφωσης κλπ).
– Σημαντικές υποθέσεις για τις οποίες έχουν ήδη ξεκινήσει οι ελεγκτικές ενέργειες, έχουν παρασχεθεί στοιχεία από τράπεζες και επίκειται η επεξεργασία τους να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι. Ειδικότερα:
Με την προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 1, γίνεται νομοτεχνική διόρθωση, προκειμένου να παρατείνονται οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου για έκδοση καταλογιστικών πράξεων για όλες τις υποθέσεις που μεταφέρονται από το Σ.Δ.Ο.Ε. στις Δ.Ο.Υ. και τις λοιπές υπηρεσίες της Γ.Γ.Δ.Ε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρατείνεται για τρία (3) έτη η παραγραφή τόσο των υποθέσεων που μεταφέρονται με τις διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 4410/2016 και των υποθέσεων που κατά προτεραιότητα μεταφέρονται με τις διατάξεις της περίπτωσης 1γ της υποπαραγράφου Δ7 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όσο των υποθέσεων που περιέρχονται με οποιοδήποτε τρόπο, εκτός των ανωτέρω διαδικασιών, από την Ε.Γ. ΣΔΟΕ στην Γ.Γ.Δ.Ε., λόγω εφαρμογής των διατάξεων της περ. Ια της υποπαραγράφου Δ7 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 2 ορίζεται ότι οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση πράξεων διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και κάθε άλλης πράξης επιβολής φόρων, τελών, προστίμων ή εισφορών, που λήγουν στις 31/12/2016 παρατείνονται κατά ένα (1) έτος από τη λήξη τους για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, ή θα εκδοθούν μέχρι τις 31/12/2016 εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή εντολές και αιτήματα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Η θέσπιση της παράτασης του χρόνου παραγραφής των προθεσμιών του δικαιώματος του δημοσίου για έκδοση καταλογιστικών πράξεων κατά ένα ή τρία έτη σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις κρίνεται απαραίτητη, εκτός των ανωτέρω αναφερομένων, και για τους κάτωθι λόγους:
– Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος νόμου θέσπιση του προγράμματος οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, επηρεάζει, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των οικείων άρθρων, τη δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης να εκδίδει και να κοινοποιεί πράξεις προσδιορισμού του φόρου, καθίσταται, συνεπώς επιτακτική η ανάγκη παράτασης των προθεσμιών παραγραφής, προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου. Παράλληλα, με την επιτάχυνση των φορολογικών ελέγχων και την πεποίθηση εντοπισμού που δημιουργεί η χρήση της μηχανογραφικής εφαρμογής επεξεργασίας καταθέσεων, αναμένεται ότι θα μειωθούν οι εκκρεμείς υποθέσεις έναντι των οικειοθελώς συμμορφούμενών φορολογούμενων χωρίς ελεγκτικό κόστος.
– Υφίσταται κίνδυνος παραγραφής υποθέσεων που αφορούν σε υψηλά ποσά αδήλωτων εισοδημάτων από πρόσωπα υψηλής φοροδοτικής ικανότητας, και μάλιστα σε περιόδους δημοσιονομικών προσαρμογών.
– Η Γ.Γ.Δ.Ε., παρά το περιορισμένο ελεγκτικό δυναμικό της, διαθέτει πλέον τον τρόπο να ελέγξει ταχύτερα και πιο αξιόπιστα μεγαλύτερο πλήθος υποθέσεων και να επεξεργαστεί ηλεκτρονικά το σύνολο των πληροφοριών, μέσω της χρήσης μαζικών αυτοματοποιημένων διαδικασιών, έτσι ώστε να περιοριστεί ο αριθμός των εκκρεμών ελέγχων σε εκείνους που αποφέρουν αποτέλεσμα.
Άρθρο 99
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
Σε συμπλήρωση των μεταβατικών διατάξεων περί προστίμων του ν. 4337/2015, με την προτεινόμενη ρύθμιση αντιμετωπίζεται το ζήτημα της επιβολής προστίμων για τις παραβάσεις που αφορούν τον Συνοπτικό Πίνακα Πληροφοριών υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του άρθρου 39Ατου ν. 2238/1994 (το οποίο εφαρμοζόταν για ενδοομιλικές συναλλαγές έως την 1.1.2012) καθώς και του άρθρου 4 παρ. 5 και 6 του ν. 2523/1997 (το οποίο εφαρμοζόταν για ενδοομιλικές συναλλαγές έως την 1.1.2014). Με την προτεινόμενη ρύθμιση οι διατάξεις των άρθρων 56 ή της παρ. 19 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013, κατά περίπτωση, θα εφαρμόζονται τόσο για τις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος υποθέσεις ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ή του ΣτΕ όσο και για πράξεις που θα εκδοθούν μετά τη δημοσίευση του παρόντος, ανεξάρτητα από τον χρόνο πραγματοποίησης των ενδοομιλικών συναλλαγών, εφόσον είναι ευνοϊκότερες για τον φορολογούμενο από τις αντίστοιχες προϊσχύσασες διατάξεις των άρθρων 39Α του ν. 2238/1994 και 4 παρ. 5 και 6 του ν. 2523/1997.
Άρθρο 100
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013)
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 13 του ν.4172/13, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ.1 άρθρου 44 Ν.4389/2016, (Α 94) και ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού της αξίας της παραχώρησης οχήματος από φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, με εξαίρεση τους φορείς γενικής κυβέρνησης, προς εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο, η οποία υπολογίζεται ως ποσοστό της Λιανικής Τιμής Προ Φόρων αυξανομένης όσο αυξάνεται αυτή και μειούμενης όσο αυξάνεται η παλαιότητα του οχήματος.
Η εξαίρεση των οχημάτων που παραχωρούνται με ΛΤΠφ έως 12.000 ευρώ, ωφελεί κυρίως τα χαμηλόβαθμα στελέχη επιχειρήσεων που τους έχουν παραχωρηθεί μικρής αξίας οχήματα. Είναι αυτονόητο ότι η διάταξη αυτή δεν καταλαμβάνει τα επαγγελματικά οχήματα.
Με αυτόν τον τρόπο υπολογισμού της αξίας της παραχώρησης η επιβάρυνση του εργαζόμενου θα ανταποκρίνεται περισσότερο στο πραγματικό όφελος που λαμβάνει από τη χρήση του οχήματος σε ετήσια βάση. Οι φορείς της γενικής κυβέρνησης δεν καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της παραγράφου αυτής σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 129/2534/20.1.2010 ΚΥΑ (θ’ 108).
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 επαναδιατυπώνεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 47 του ν.4172/2013 προκειμένου σε περίπτωση ζημιογόνων αποτελεσμάτων σε φορολογικό έτος κατά το οποίο λαμβάνει χώρα διανομή ή κεφαλαιοποίηση λογιστικών κερδών, για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος, αυτά να φορολογούνται κατ’ εφαρμογή των υπόψη διατάξεων, μη συναθροιζόμενα με τα λοιπά αποτελέσματα τους έτους από επιχειρηματική δραστηριότητα.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 γίνεται νομοτεχνική διόρθωση προκειμένου να υπάρχει ενιαία αντιμετώπιση με τις διατάξεις του άρθρου 54 παρ. 8 του ίδιου νόμου.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 σκοπείται η απαλλαγή των ληπτών πληρωμών, που διενεργούνται από την Ιερά Κοινότητα, τις Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και τα εξαρτήματα αυτών, από την υποχρέωση αυτοαπόδοσης του οφειλόμενου φόρου που είχε θεσπιστεί με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 22 του ν.4283/2014, καθώς και η απαλλαγή της Ιεράς Κοινότητας, των Ιερών Μονών του Αγίου Όρους και των εξαρτημάτων αυτών από την υποχρέωση παρακράτησης του φόρου αυτού και ο εν λόγω φόρος θα προσδιορίζεται και θα αποδίδεται με την υποβολή της ετήσιας φορολογικής δήλωσης του λήπτη της πληρωμής.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 παρατείνεται η αναστολή της εφαρμογής του φόρου υπεραξίας από τη μεταβίβαση ακίνητης περιουσίας με επαχθή αιτία, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, έως και την 31η Δεκεμβρίου 2018, για λόγους ενίσχυσης της αγοράς ακινήτων, σε μια κρίσιμη περίοδο για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και ενόψει της σκοπούμενης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών ακινήτων, Σημειώνεται ότι με το άρθρο 90 του ν. 4316/2014 είχε χορηγηθεί αναστολή του φόρου υπεραξίας έως την 31η Δεκεμβρίου 2016.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 επαναφέρονται σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970, προκειμένου να αντιμετωπισθεί για φορολογικούς σκοπούς ο υπολογισμός των τεχνικών αποθεμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, κατόπιν του σχετικού νομοθετικού κενού που προέκυφε μετά την κατάργηση του ν.δ. 400/1970 με τις διατάξεις του ν. 4364/2016.
Άρθρο 101
Με την προτεινόμενη ρύθμιση, παρατείνεται η υφιστάμενη όμοια ρύθμιση των ετών 2014 και 2015 και για το φορολογικό έτος 2016, σύμφωνα με την οποία για τα εισοδήματα που αποκτούν οι περιστασιακά ή ευκαιριακά απασχολούμενοι (άνεργοι, νοικοκυρές, φοιτητές, συμμετέχοντες σε προγράμματα εργασιακής εμπειρίας κ.λπ.) και εφόσον αυτοί δεν είναι επιτηδευματίες, δηλαδή δεν έχουν κάνει έναρξη εργασιών, έχει εφαρμογή, για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης, η ενιαία κλίμακα των μισθωτών/συνταξιούχων/επιχειρηματικής δραστηριότητας, υπολογιζόμενου του ποσού της μείωσης φόρου των 1.900 έως 2.100 ευρώ, εφόσον το πραγματικό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ. Όταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται με την προαναφερθείσα ενιαία κλίμακα μη εφαρμοζόμενων των μειώσεων του άρθρου 16 του ν. 4172/2013.
Άρθρο 102
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ
Με τις προτεινόμενες διατάξεις τροποποιείται το άρθρο 39β του Κώδικα ΦΠΑ για το ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής.

Ειδικότερα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου και επανακαθορίζεται το όριο του ετήσιου κύκλου εργασιών για το οποίο έχει εφαρμογή το ειδικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, στα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, μετά και την αποδοχή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του σχετικού αιτήματος διαβούλευσης.
Δίνεται έτσι η δυνατότητα και σε υποκειμένους με μεγαλύτερο κύκλο εργασιών, οι οποίες αντιμετωπίζουν ζητήματα ρευστότητας λόγω καθυστέρησης των πληρωμών που γίνονται προς αυτές, να υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς, ενώ ιδιαιτέρως μπορούν να ευνοηθούν από την ένταξή τους όσες εξ αυτών παρέχουν υπηρεσίες ή αγαθά προς το Δημόσιο. Επιπλέον ορίζεται ο τρόπος υπολογισμού του ορίου αυτού, στην περίπτωση επιχειρήσεων που δεν έχουν λειτουργήσει για ένα πλήρες φορολογικό έτος.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προστίθεται στο άρθρο 39β παράγραφος 2α, προκειμένου να οριστεί ο συντελεστής που εφαρμόζεται σε περίπτωση αλλαγής του συντελεστή από το χρόνο έκδοσης του φορολογικού στοιχείου μέχρι το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 γίνεται νομοτεχνική διόρθωση σφάλματος στην περίπτωση α) της παραγράφου 4 του άρθρου 39β.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 αντικαθίσταται η παράγραφος 5 του άρθρου 39β και δίνεται η δυνατότητα ανάκλησης της ένταξης με υποβολή αίτησης εξόδου έως την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της φορολογικής περιόδου για την οποία η ένταξη αυτή ισχύει, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα απεγκλωβισμού όσων εκ παραδρομής εντάσσονται σε αυτό.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 αντικαθίσταται η παράγραφος 6 του άρθρου 39β και δεν απαιτείται πλέον ο έλεγχος της υποβολής καταστάσεων πελατών – προμηθευτών κατά τα δύο προηγούμενα φορολογικά έτη, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτηση των ενδιαφερομένων για ένταξη στο καθεστώς, καθώς προέκυψαν προβλήματα απόρριψης αιτημάτων λόγω μη εκπλήρωσης της συγκεκριμένης υποχρέωσης χωρίς να έχει ο ενδιαφερόμενος τέτοια υποχρέωση. Εξάλλου, ο έλεγχος αυτός αφορά σε εκπλήρωση δηλωτικής υποχρέωσης και δεν έχει επίπτωση στα φορολογικά έσοδα. Επιπλέον, αναδιατυπώνεται η προϋπόθεση περί μη διάπραξης παραβάσεων φοροδιαφυγής, προκειμένου για την ένταξη στο ειδικό καθεστώς, έτσι ώστε το περιεχόμενό της να είναι σύμφωνο με τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Η ανάγκη αυτή προέκυψε μετά την κατάργηση της διάταξης του άρθρου 55.2.δ του ΚΦΔ με την περίπτωση 4.β του άρθρου 3 του ν. 4337/2015.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 αντικαθίσταται η παράγραφος 9 του άρθρου 39β και επανακαθορίζονται οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής εξόδου από το ειδικό καθεστώς. Επιπλέον, επαναδιατυπώνεται η διάταξη για το όριο κύκλου εργασιών, μετά την υπέρβαση του οποίου ο υποκείμενος εξέρχεται υποχρεωτικά από το καθεστώς, ώστε να ευθυγραμμίζεται με το νέο όριο της παραγράφου 1. Επιπλέον, ορίζεται ότι σε περίπτωση οικειοθελούς εξόδου από το καθεστώς, πρέπει να υποβληθεί δήλωση και οι κανόνες του κανονικού καθεστώτος εφαρμόζονται από τη φορολογική περίοδο που έπεται της δήλωσης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει παρέλθει ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στο ειδικό καθεστώς.
Τέλος, προστίθενται δύο νέα εδάφια με τα οποία ορίζονται οι υποχρεώσεις όσων εξέρχονται του καθεστώτος, υποχρεωτικά ή οικειοθελώς, ώστε να διασφαλίζεται η είσπραξη των εσόδων του Δημοσίου. Ειδικότερα προβλέπεται ότι οι υποκείμενοι οφείλουν με την δήλωση της τελευταίας πριν την έξοδό τους φορολογικής περιόδου να αποδώσουν το φόρο για όλα τα ανεξόφλητα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδώσει, με αντίστοιχη άσκηση δικαιώματος έκπτωσης των ανεξόφλητων στοιχείων που έχουν λάβει από μη ενταγμένους στο ειδικό καθεστώς προμηθευτές τους. Κατά τον ίδιο χρόνο ασκείται το δικαίωμα έκπτωσης των πελατών των ανωτέρω προσώπων για τα ανεξόφλητα φορολογικά στοιχεία που έχουν λάβει από τα πρόσωπα αυτά, μέχρι το τέλος της φορολογικής αυτής περιόδου.
Άρθρο 103
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3091/2002
Με την προτεινόμενη ρύθμιση ορίζεται ότι, για τα έτη 2010 έως και 2016, κάμπτεται η προϋπόθεση της κατοχής Αριθμού Φορολογικού Μητρώου στην Ελλάδα των φυσικών προσώπων που κατέχουν τις ονομαστικές μετοχές, μερίδια και μερίδες εταιρειών, με καταστατική έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής “Ενωσης ή του ΕΟΧ, εφόσον το κράτος δεν ανήκει σε μη συνεργάσιμο κράτος, οι οποίες επιθυμούν να απαλλαγούν από τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων με δήλωση των φυσικών προσώπων, επειδή δεν εμπίπτουν στις λοιπές εξαιρέσεις του φόρου. Για να ισχύσει όμως αυτό, θα πρέπει το φυσικό πρόσωπο που δεν έχει λάβει Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, να είναι, κατά τον χρόνο φορολογίας, φορολογικός κάτοικος κράτους μέλους της ευρωπαϊκής ένωσης ή ΕΟΧ, – το οποίο δεν ανήκει στα μη συνεργάσιμα κράτη όπως ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος – και να διαθέτει ΑΦΜ στο κράτος αυτό, η εταιρεία να έχει αποκτήσει το ακίνητο μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2009.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται εφόσον τα πρόσωπα αυτά απέκτησαν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα μετά το χρόνο φορολογίας και εντός μηνάς από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 104
Τροποποίηση διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
Με την προτεινόμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου αυτού τροποποιείται το άρθρο 39 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στις επιχειρήσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων να λειτουργήσουν με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τα Ελεύθερα Τελωνειακό Συγκροτήματα με βάση διαδικασία που καθορίζεται με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να τροποποιούνται και να επεκτείνονται αντίστοιχα και τα ήδη λειτουργούντα Ελεύθερα Τελωνειακό Συγκροτήματα. Η ανωτέρω ρύθμιση εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας για ενίσχυση του παραγωγικού ιστού της χώρας και παράλληλα αποσκοπεί στον εξορθολογισμό και την περαιτέρω απλοποίηση της ισχύουσας διαδικασίας τροποποίησης και επέκτασης των λειτουργούντων στη χώρα επιχειρήσεων με το καθεστώς των Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων, των Ελεύθερων Τελωνειακών Χώρων και των Χώρων Τελωνειακής Επίβλεψης.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου αυτού, συμπληρώνεται το άρθρο 109 του ν.2960/2001, έτσι ώστε, η βεβαίωση και είσπραξη του Ε.Φ.Κ. και του Φ.Π.Α. κατά τον εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα, στις περιπτώσεις στις οποίες δεν παρέχεται απαλλαγή είτε από Ε.Φ.Κ. είτε από Φ.Π.Α., να διενεργείται το αργότερο την εικοστή (20η) ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία παράδοσης αυτού στην αεροπορική εταιρία. Η θέσπιση της εν λόγω διάταξης κρίνεται απαραίτητη για την εφαρμογή απλοποιημένης διαδικασίας εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα, σε όλα τα αεροδρόμια της χώρας μας και αποσκοπεί στην καλύτερη παρακολούθηση της διαδικασίας εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα, στη διευκόλυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην ενιαία και ομοιόμορφη εφαρμογή των διατάξεων από τις τελωνειακός αρχές της χώρας και γενικότερα στη διασφάλιση όσον αφορά στον τομέα εφοδιασμού καυσίμων του Δημοσίου συμφέροντος.
Άρθρο 105
Τροποποίηση διάταξης του ν. 2960/2001 (Α’ 265)
Με το σχέδιο διάταξης προτείνεται η κατάργηση του δεύτερου εδαφίου του σημείου στ) της παραγράφου 7 του άρθρου 25 του Ν.2960/2001 (Α’265), το οποίο αφορά στην εξαίρεση των Ν.ΓΙ.Δ.Δ που εκμεταλλεύονται αποθήκες ή χώρους προσωρινής εναπόθεσης από την παροχή εγγύησης προς διασφάλιση των οφειλόμενων κάθε φορά προς το Δημόσιο δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων, για τα εμπορεύματα που αποθηκεύονται στους χώρους αυτούς.
Με την εν λόγω κατάργηση επιχειρείται η συμμόρφωση με τη σύσταση αρ.148 της εργαλειοθήκης III του Ο.Ο.Σ.Α, σχετικά με την διαγραφή της διάταξης που αφορά στην απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής εγγύησης, όταν οι εκμεταλλευόμενοι τις αποθήκες ή χώρους προσωρινής εναπόθεσης είναι Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ).
Άρθρο 106
Ρυθμίσεις ζητημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 ορίζεται ότι για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη λειτουργία, καθώς και την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων μετατρέπεται μία (1) κενή θέση του κλάδου Διοικητικού – Οικονομικού, κατηγορίας ΠΕ της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών σε θέση δικηγόρου με έμμισθη εντολή, η οποία πληρούται από δικηγόρο απασχολούμενο με πάγια αντιμισθία στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου τομέα. Η πλήρωση της θέσης αυτής γίνεται με τοποθέτηση του δικηγόρου με την ίδια σχέση εργασίας στην αντίστοιχη θέση για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, με Κοινή Απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων κατά παρέκκλιση των ισχυουσών γενικών και ειδικών διατάξεων, ενώ ρυθμίζεται το ζήτημα της επαναφοράς του στην αρχική θέση. Στην αρμοδιότητά του έγκειται η υποβοήθηση του γραφείου του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και η ενασχόληση εν γένει με τα ζητήματα των λειτουργικών αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, διατηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αρμοδιότητας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 επέρχονται ρυθμίσεις για τους Οικονομικούς Επιθεωρητές, προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, στο πλαίσιο του περιορισμού και της πάταξης των φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς. Ειδικότερα, με την προστιθέμενη νέα παράγραφο στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4110/2013, σκοπείται η άρση του κωλύματος ένεκα του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 126 του ν. 3528/2007, περιορισμού, κατά τον οποίο οι Οικονομικοί Επιθεωρητές πρέπει, κατά τη διενέργεια της ΕΔΕ, να κατέχουν, τουλάχιστον, ίδιο επίπεδο θέσης ευθύνης με τον ελεγχόμενο υπάλληλο. Δικαιολογητική βάση της διάταξης αυτής αποτελεί η άκρως δυσανάλογη σχέση μεταξύ των ελάχιστων Οικονομικών Επιθεωρητών που κατέχουν θέσεις ευθύνης και των υπαλλήλων, ως δυνητικά ελεγχομένων, που κατέχουν τέτοιες θέσεις ευθύνης σε όλες τις Οργανικές Μονάδες της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
Με την παράγραφο 3 τροποποιείται η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016 (Α1 94) προκειμένου ο Υπουργός Οικονομικών να έχει στη διάθεσή του όλες τις απαραίτητες πληροφορίες και τα αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο ΑΦΜ, τα οποία θα είναι φευδωνυμοποιημένα, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Η παροχή αποκλειστικά συγκεντρωτικών στοιχείων από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) προς τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών δεν επαρκεί ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αναλύσεις, ποσοτικοποιήσεις, προβλέψεις, συγκρίσεις, που σκοπό έχουν να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα για τη χάραξη της φορολογικής πολιτικής και για την αποτελεσματικότητα της ήδη εφαρμοζόμενης. Επίσης, δεν επαρκούν για την σε βάθος ανάλυση και παρακολούθηση της επίδοσης των εσόδων και την πρόβλεψη τυχόν αποκλίσεων αυτών σε σχέση με τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Ο Υπουργός Οικονομικών, μέσω των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, προκειμένου να ασκεί με επάρκεια τα καθήκοντά του, επιβάλλεται να ενημερώνεται άμεσα και αδιάκοπα μέσω αυτοματοποιημένου πληροφοριακού συστήματος όχι μόνο για τα συγκεντρωτικά αλλά και για τα αναλυτικά-ατομικά στοιχεία σε επίπεδο μικροδεδομένων των αποτελεσμάτων της εφαρμοζόμενης φορολογικής πολιτικής. Για την παροχή των στοιχείων αυτών υπεύθυνη είναι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής υποστήριξης (Γ.Γ.Π.Σ.) οφείλουν να διασφαλίζουν τη λειτουργία, τη συντήρηση, την αναβάθμιση, καθώς και την άμεση και διαρκή ενημέρωση της υπάρχουσας πλατφόρμας πληροφοριακών συστημάτων που υπάρχει στο Υπ. Οικονομικών για το σκοπό αυτό, καθώς και οποιοσδήποτε άλλης πλατφόρμας σε περίπτωση αντικατάστασης της ήδη υπάρχουσας.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 συμπληρώνεται η υποπερίπτωση ββ’ της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 4389/2016, προκειμένου να προβλεφθεί η δυνατότητα του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. να καθορίζει και να ανακαθορίζει και τις ιδιαίτερα σημαντικού ύψους οφειλές και τους οφειλέτες αυτών.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 επιβεβαιώνεται, για λόγους νομικής ασφάλειας, ότι οι ειδικές διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 4389/2016 για την κινητικότητα των υπαλλήλων της Αρχής δεν θίγονται από τις διατάξεις του ν. 4440/2016.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6 τροποποιείται η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης και απόλυτη εναρμόνιση στα θέματα αρμοδιότητας του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής με τις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 3528/2007, όπως εκάστοτε ισχύει.

Ως προς την προτεινόμενη παράγραφο 7, με το άρθρο 55 του ν. 2214/1994 (Α’ 75) συνεστήθη Ειδικό Γραφείο Νομικού Συμβούλου Φορολογίας (ΕΓΝΣΦ), προβλέφθηκε η οργανική του σύνθεση σε κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και καθορίσθηκαν οι αρμοδιότητες του. Με το άρθρο 36§2 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) το εν λόγω Γραφείο μετονομάσθηκε σε Ειδικό Νομικό Γραφείο Δημοσίων Εσόδων (ΕΝΓΔΕ), αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του ΝΣΚ, λειτουργεί στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) και διατήρησε τις καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητές του, στις οποίες προστέθηκαν και οι αρμοδιότητες που άπτονται των υποθέσεων που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις της ΑΑΔΕ ή αφορούν σε έννομες σχέσεις της και δεν εμπίπτουν στην κατά τόπο και καθ’ ύλην αρμοδιότητα άλλων οργανικών μονάδων του ΝΣΚ.

Με τις προτεινόμενες διατάξεις σκοπείται η εύρυθμη λειτουργία του Γραφείου και η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των δικαστικών και εξωδίκων υποθέσεων αρμοδιότητάς του. Ειδικότερα: (α) Οριοθετείται και εξειδικεύεται λεπτομερέστερα η αρμοδιότητα του Γραφείου (παρ. 3). (β) Καθιερώνεται και νομοθετικά ο, από της συστάσεως και λειτουργίας του Γραφείου ακολουθούμενος, λόγω του όγκου των υποθέσεων και της επιβαλλομένης ταχύτητας, τρόπος λήψεως αποφάσεως για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων επί φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων, στις οποίες προστίθενται και οι υποθέσεις εκτελέσεως (κοινής και διοικητικής) και ορίζεται το αρμόδιο προς τούτο όργανο (παρ. 4). (γ) Προβλέπεται η σύνταξη ετήσιας έκθεσης, η οποία υποβάλλεται στον Διοικητή της ΑΑΔΕ. Στην έκθεση γίνεται καταγραφή και αποτίμηση του έργου του Γραφείου του προηγούμενου έτους και εισήγηση για τις ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που εντοπίζονται, με ειδικότερη επισήμανση των αιτίων ακυρώσεως κανονιστικών ή ατομικών πράξεων (παρ. 5). (δ) Καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 55 του ν. 2214/1994, οι οποίες πλέον επικαλύπτονται από τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4389/2016, από τις προτεινόμενες και από τις διατάξεις του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν.3086/2002, Α’ 324) – (παρ. 6). Σημειωτέον ότι, η κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 55 του ν. 2214/1994 παρίσταται αναγκαία, δεδομένου ότι οι αρμοδιότητες του ΕΝΓΔΕ που άπτονται των υποθέσεων που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις της ΑΑΔΕ ή αφορούν σε έννομες σχέσεις της επικαλύπτουν και τις αρμοδιότητες του πρώην Ειδικού Γραφείου Νομικού Φορολογίας, η δε προβλεπομένη στο άρθρο 55 του ν. 2214/1994 οργανική σύνθεση του συσταθέντος με το νόμο αυτό Γραφείου είναι πλέον παρωχημένη, ενώ δεν προβλέπεται οργανική σύνθεση για καμία οργανική μονάδα του ΝΣΚ. (παρ. 6).
Με την παράγραφο 8 τροποποιείται το άρθρο 37 του ν. 4389/2016 προκειμένου να ισχύσει η τροποποίηση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016 και πραγματοποιείται για τους λόγους που αναφέρθηκαν εκτενώς στην προηγούμενη παράγραφο. Πιο συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα πρόσβασης στο ύπαρχον Σύστημα Διοικητικής Πληροφόρησης (Management Information System – MIS) όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών που λόγω αρμοδιότητας χρειάζεται να έχουν πρόσβαση στα συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία του εν λόγω πληροφοριακού συστήματος ή σε οποιοδήποτε πληροφοριακό σύστημα το αντικαταστήσει στο μέλλον. Για τους προαναφερθέντες λόγους η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης (Γ.Γ.Π.Σ.) είναι υπεύθυνη για την ομαλή λειτουργία, τη συντήρηση, την αναβάθμιση, καθώς και την έγκαιρη και διαρκή ενημέρωση του Συστήματος Διοικητικής Πληροφόρησης (MIS) ή οποιουδήποτε άλλου πληροφοριακού συστήματος το αντικαταστήσει στο μέλλον. Η πρόσβαση του Υπουργού Οικονομικών στα ανωτέρω αναφερόμενα στοιχεία και δεδομένα εναρμονίζεται με τις ακολουθούμενες πρακτικές στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με τις διατάξεις της παραγράφου 9 ρυθμίζονται ζητήματα της πάγιας προκαταβολής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, προς τον σκοπό της ομαλής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της.

Με την προτεινόμενη παράγραφο 10 ορίζεται ότι, για την εξοικονόμηση δαπανών αλλά και την αποφυγή κατασπατάλησης χαρτιού, η αξιοποίηση των αποθεμάτων έντυπου υλικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) από 1.1.2017 και μέχρι εξαντλήσεως των αποθεμάτων αυτών.
Άρθρο 107
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4410/2016
Η παρούσα τροποποίηση αποτελεί νομοτεχνική βελτίωση των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 6 του ν. 4410/16 (ΑΊ41).
1. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της επίτευξης της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης λειτουργίας του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου (Σ.Ε.Κ.) για την αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου σε προϊόντα που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ. και υπό το πρίσμα της διασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας της νέας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων από 1/1/2017, η οποία συστάθηκε με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α’94) και της πραγμάτωσης των σκοπών της, που συνδέονται με την αποτελεσματική άσκηση της δημόσιας διοίκησης στον τομέα των δημοσίων εσόδων, κρίνονται αναγκαίες συγκεκριμένες τροποποιήσεις του άρθρου 6 του ν. 4410/2016 (Α’ 141).

2. Για την επίσπευση της διαδικασίας ορισμού των μελών του Συντονιστικού Επιχειρησιακού Κέντρου και την αντιμετώπιση χρονοβόρων διαδικασιών και νομικών προβλημάτων που σχετίζονται με την απόσπαση των υπαλλήλων που θα συμμετέχουν σε αυτό, αντικαθίστανται οι παράγραφοι 3 και 6 του άρθρου 6, με τις οποίες:
α) προβλέπεται, ότι οι υπάλληλοι που θα συγκροτήσουν το Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο, καθώς και οι υπάλληλοι που θα το στελεχώσουν, εκτός των εκπροσώπων της Γενικής Γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, θα μετακινούνται ή θα αποσπώνται, κατά περίπτωση, με κοινή απόφαση του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού και του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), χωρίς προηγούμενη γνώμη των οικείων Υπηρεσιακών Συμβουλίων, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων.
β) Δεδομένου ότι η μετακίνηση ή η απόσπαση πρέπει να γίνεται σε συγκεκριμένη οργανική μονάδα που να διαθέτει κενές οργανικές θέσεις καθορίζεται ρητά ότι οι ανωτέρω θα μετακινούνται ή θα αποσπώνται στη Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ε.Φ.Κ. της Γ.Γ.Δ.Ε.
γ) Καθορίζεται συγκεκριμένο χρονικό διάστημα απόσπασης για δύο έτη. Επιπλέον, προβλέπεται η δυνατότητα πρόωρης λήξης της θητείας των μελών του ΣΕΚ.
δ) Ειδικότερα, οι υπάλληλοι που προέρχονται από την Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και υπηρετούν σε αυτήν με απόσπαση, αν και προερχόμενοι από άλλη Υπηρεσία θα λογίζονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου και κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, ως υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και θα ορίζονται με κοινή απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς και του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) για αποκλειστική απασχόληση στο Σ.Ε.Κ.
ε) Η υπηρεσία στο Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο θεωρείται για κάθε συνέπεια σχετική με την υπηρεσιακή σταδιοδρομία του αποσπώμενου προσωπικού, ως κανονική υπηρεσία στο Σώμα Ασφαλείας ή στην Υπηρεσία από την οποία προέρχεται.
Άρθρο 108
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2969/2001
Γενικά:
Με το προτεινόμενο άρθρο τροποποιούνται και συμπληρώνονται ορισμένες διατάξεις των άρθρων 7, 11 και 12 του ν.2969/01 «Αιθυλική Αλκοόλη και αλκοολούχα προϊόντα» (Α’ 281) που αφορούν στο παραγόμενο από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους) προϊόν απόσταξης. Οι προτεινόμενες αλλαγές αποσκοπούν στην αναθεώρηση της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας με την οποία ρυθμίζεται το καθεστώς λειτουργίας των μικρών αποσταγματοποιών (διήμερων), ιδίως σε ότι αφορά τη διάθεση του παραγόμενου από αυτούς προϊόντος απόσταξης, βάσει της σύστασης 17 της εργαλειοθήκης II του ΟΟΣΑ σχετικά με τα αλκοολούχα ποτά, για την υλοποίηση της οποίας η χώρα δεσμεύεται από τις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της περίπτωσης ΐν) της υποπαραγράφου 4.2 της παραγράφου Γ’ του άρθρου 3 του ν.4336/2015 (Α’94).
Ειδικότερα:
1. Κατ’ αρχήν με την παράγραφο 1 προτείνεται η αντικατάσταση της υποπαραγράφου 8 της παραγράφου Ε’ του άρθρου 7 του ν.2969/01 με την οποία προβλέπεται η διάθεση στην κατανάλωση του παραγόμενου από τους μικρούς αποσταγματοποιούς (διήμερους) προϊόντος απόσταξη για λόγους, κατά βάση, υλοποίησης της σύστασης 17 της εργαλειοθήκης II του ΟΟΣΑ. Με την διάταξη της παραγράφου 1 διατηρείται η δυνατότητα εμπορίας του προϊόντος αυτού από τα δικαιούχα παραγωγής πρόσωπα, με την υποχρέωση ωστόσο έκδοσης φορολογικών στοιχείων, κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις του ν.4308/14 (Ε.Λ.Π) και χωρίς να ισχύουν ειδικότερες εξαιρέσεις επ’ αυτού, στα πλαίσια της ενίσχυσης του υγιούς ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης στον τομέα των αλκοολούχων ποτών.
Περαιτέρω, με τις εν λόγω προτεινόμενες διατάξεις της παραγράφου 1 προβλέπεται εξαίρεση από τα καθοριζόμενα ως προς την υποχρέωση έκδοσης φορολογικών στοιχείων, μόνο για τις περιπτώσεις των δικαιούχων παραγωγής (φυσικών) προσώπων που παράγουν το εν λόγω προϊόν απόσταξης αποκλειστικά για κατανάλωση από τα ίδια, τα μέλη της οικογένειας τους ή τους προσκεκλημένους τους και μέχρι τα 120 κιλά, κατ’ ανώτατο όριο, ανά αποστακτική περίοδο και ανά πρόσωπο, απαγορευομένης της εμπορίας αυτού. Στις περιπτώσεις αυτές το προϊόν απόσταξης προβλέπεται να διακινείται από τα δικαιούχα απόσταξης πρόσωπα (αποκλειστικά για ιδία κατανάλωση) ή για λογαριασμό τους, συνοδευόμενο από αντίγραφο της αδείας απόσταξης και αποδεικτικό είσπραξης των φορολογικών επιβαρύνσεων για σκοπούς ελέγχου.
Τέλος, επιπλέον προβλέπεται ο τρόπος διάθεσης του προϊόντος αυτού, σύμφωνα με τις προβλέψεις των σχετικών διατάξεων της ισχύουσας ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας όσον αφορά τη μετανάστευση στα αλκοολούχα ποτά.
2. Με τις παραγράφους 2, 3 και 4 του προτεινόμενου άρθρου γίνονται οι αναγκαίες προσαρμογές της νομοθεσίας προκειμένου για την πρόβλεψη των σχετικών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων, συνεπεία των νέων υποχρεώσεων και απαγορεύσεων που εισάγονται με τις προτεινόμενες, στην προαναφερθείσα παράγραφο 1, ρυθμίσεις.
Συγκεκριμένα:
α) Με την παράγραφο 2, προστίθεται περίπτωση ζ) στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν.2969/01 και προβλέπεται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, διοικητικό πρόστιμο 500C για τους μικρούς αποσταγματοποιούς οι οποίοι διαθέτουν ή διακινούν το προϊόν τους χωρίς τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του προτεινόμενου άρθρου φορολογικά στοιχεία ή συνοδευτικά παραστατικά, κατά περίπτωση.
β) Με την παράγραφο 3, η περίπτωση ιβ) της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του ν.2969/01 αναριθμείται σε ιγ) και προστίθεται περίπτωση ιβ) με την οποία προβλέπεται, επιφυλασσομένων των περί λαθρεμπορίας διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, διοικητικό πρόστιμο 1.500C για τους μικρούς αποσταγματοποιούς που διαθέτουν στην κατανάλωση το προϊόν τους, κατά παράβαση των καθοριζομένων από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του προτεινόμενου άρθρου, βάσει των οποίων η παραγωγή του εν λόγω προϊόντος προορίζεται αποκλειστικά για ιδία κατανάλωση, απαγορευομένης της εμπορίας.
γ) Τέλος, με την παράγραφο 4, αντικαθίσταται η περίπτωση ι) του άρθρου 12 του ν.2969/01 για λόγους προσαρμογής της διάταξης με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την παράγραφο 1 του προτεινόμενου άρθρου.
3. Με την παράγραφο 5 του προτεινόμενου άρθρου, ορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του άρθρου αυτού, ήτοι από την 01.08.2017, χρόνο κατά τον οποίον εκκινεί η νέα αποστακτική περίοδος για το καθεστώς απόσταξης των μικρών αποσταγματοποιών (διημέρων).
Άρθρο 109
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 4223/2013
Με την προτεινόμενη διάταξη παρατείνονται αυτοδικαίως από τη λήξη τους μέχρι τις 31.12.2018, οι συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του ειδικού επιστημονικού προσωπικού του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) που λήγουν εντός του έτους 2016. Η εν λόγω διάταξη κρίνεται αναγκαία προκειμένου να συνεχισθεί η στοιχειώδης εύρυθμη λειτουργία του ΟΔΔΗΧ, με στόχο την άμεση υλοποίηση και εφαρμογή των αποφάσεων του EUROGROUP αναφορικά με τα βραχυχρόνια μέτρα για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, το σχεδιασμό και εφαρμογή των αντίστοιχων μεσοπρόθεσμων μέτρων, την προετοιμασία εξόδου του Ελληνικού
Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, υπό ασφυκτικά πιεστικές συνθήκες χρονοδιαγράμματος και έλλειψης προσωπικού.
Άρθρο 110
Ρυθμίσεις για την χορήγηση άδειας καζίνο στο πρώην Διεθνές Αεροδρόμιο του Ελληνικού
Το νομοθετικό πλαίσιο για τη λειτουργία των καζίνο στην Ελλάδα
αποτελείται κυρίως από τους Νόμους 2206/1994, 2224/1994 (ΦΕΚ A 112),
2919/2001 (ΦΕΚ A 128), 2941/2001 (ΦΕΚ A 201), 2954/2001 (ΦΕΚ A 255),
3065/2002 (ΦΕΚ A 251), 3105/2003 (ΦΕΚ A 29), 3139/2003 (ΦΕΚ A 100),
3190/2003 (ΦΕΚ A 249), 3220/2004 (ΦΕΚ A 15), 3229/2004 (ΦΕΚ A 38), 3270/2004 (ΦΕΚ A 187), 3525/2007 (ΦΕΚ A 16), 3691/2008 (ΦΕΚ A 166), 3756/2009 (A 53/2009), 4002/2011 (ΦΕΚ A 180), 4092/2012 (ΦΕΚ A 222), 4109/2013 (ΦΕΚ A 16), 4182/2013 (ΦΕΚ A 185), 4255/2014 (ΦΕΚ A 89), 4261/2014 (ΦΕΚ A 107) και 4403/2016 (ΦΕΚ A 125), καθώς και πλήθος Υπουργικών Αποφάσεων με κύρια και βασιμότερη την ΥΑ Τ/6736/2003 (ΦΕΚ Β 929/2003) όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, καθώς και ποικίλες αποφάσεις της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.).
Με το πιο πρόσφατο ανωτέρω πλαίσιο παραχωρήθηκε ευρύτατη αρμοδιότητα στην Ε.Ε.Ε.Π. για την χορήγηση των αδειών λειτουργίας καζίνο την εποπτεία των παιγνίων και την εν γένει λειτουργία των καζίνο. Με δεδομένο, ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν στη χορήγηση άδειας λειτουργίας καζίνο ως τμήμα μιας ευρείας και σπουδαίας επένδυσης για το Ελληνικό Δημόσιο, κρίνεται σκόπιμο οι αρμοδιότητες που προβλέπονται στο νόμο για την χορήγηση άδειας λειτουργίας καζίνο να ανατεθούν στον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου στην εν λόγω επένδυση.
Ειδικότερα:
Η προβλεπόμενη χορήγηση άδειας λειτουργίας καζίνο στο Ελληνικό, εντοπίζεται (με την έννοια της ζώνης στην οποία θα αναπτυχθεί) στο πρώην διεθνές αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Η χορήγηση της άδειας αυτής θα γίνει από τον Υπουργό Οικονομικών, κατόπιν διενέργειας διεθνούς διαγωνισμού.
Στη διακήρυξη του διαγωνισμού θα περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, οι όροι για την εκτέλεση των έργων, την έναρξη λειτουργίας και τα τμήματα του Καζίνο, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των όρων και τεχνικών προδιαγραφών του Σχεδίου Γενικής Διάταξης (παράγραφοι 1 και 2).
Με την παράγραφο 3 αντικαθίσταται η παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν.2206/1994 και ρυθμίζονται με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π., εντός των κατά νόμο αρμοδιοτήτων της, η ακριβής θέση κάθε καζίνο, μέσα στα όρια των ανωτέρω περιοχών, η έγκριση των κτιριακών εγκαταστάσεων, η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό με τη άδεια λειτουργίας των καζίνο θέμα, ενώ, σε περίπτωση μετεγκατάστασης, με την ίδια απόφαση δύνανται να τροποποιούνται και το ειδικό ετήσιο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 2 και τα αντισταθμιστικά οφέλη, που έχουν αναλάβει συμβατικά να παρέχουν τα καζίνο προ της μετεγκατάστασής τους, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν υπεραξία που δημιουργείται για την επιχείρηση καζίνο από την μετεγκατάσταση αυτή.
Επίσης, δεν επιτρέπεται η χορήγηση προσωρινών αδειών ούτε οποιαδήποτε λειτουργία της επιχείρησης κατά παρέκκλιση από τους όρους που ορίζονται στην άδεια.
Άρθρο 111
Διατάξεις για το Καζίνο Μον Παρνές Πάρνηθας
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου προστίθεται νέο εδάφιο στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2206/1994 (Α’ 62). Με τη σχετική διάταξη επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση η μεταφορά της επιχείρησης καζίνο του Μον Παρνές από την Πάρνηθα σε θέση εκτός των ορίων του Δήμου Αθηναίων μετά την παρέλευση δέκα οχτώ μηνών από την δημοσίευση του παρόντος.
Με την ρύθμιση αυτή, αποκαθίστανται οι κανόνες Ανταγωνισμού μετά την ίδρυση της επιχείρησης Καζίνο του Ελληνικού και προστατεύονται τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο μέσω της ΕΤΑΔ Α.Ε., κατέχει ποσοστό 49% του μετοχικού κεφαλαίου της επιχείρησης. Παράλληλα δημιουργούνται προϋποθέσεις μιας επιπλέον άμεσης επένδυσης στην Αττική.
2. Με την διάταξη της παραγράφου 2 επιλύονται τα ζητήματα της μετεγκατάστασης και εξουσιοδοτείται ειδικώς η ΕΕΕΠ, (αρμόδια και κατά τον ισχύοντα νόμο) να ορίσει την νέα θέση και τις κτιριακές εγκαταστάσεις στο πλαίσιο και κατ’ αναλογική εφαρμογή των ειδικών διατάξεων που ισχύουν σχετικά όπως και τα προηγούμενα της μετεγκατάστασης της επιχείρησης Καζίνο Θράκης (Β’ 253) και Καζίνο Θεσσαλονίκης (Β’ 23).
3. Με την διάταξη της παραγράφου 3 η Επιτροπή εξουσιοδοτείται ειδικά να τροποποιήσει με την ίδια απόφαση της την χορηγηθείσα με τον νόμο άδεια του Καζίνο της Πάρνηθας όπως επιβάλλεται από την μετεγκατάστασή της.
4. Με τη διάταξη της παραγράφου 4 ορίζεται η υποχρέωση διατήρησης του αριθμού θέσεων εργασίας, τηρουμένων των προ της μετεγκαταστάσεως συμβατικών δεσμεύσεων.
5. Στην παράγραφο 5 ορίζονται τα έχοντας υπόψη της απόφαση, της Ε.Ε.Ε.Π.
6. Με τη διάταξη της παραγράφου 6 ορίζεται ότι, από την έναρξη λειτουργίας της επιχείρησης στη νέα της θέση εφαρμόζεται η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3139/2003 και ότι η μεταβίβαση προς το Δημόσιο γίνεται αυτοδικαίως και άνευ οιουδήποτε ανταλλάγματος.
7. Με τη διάταξη της παραγράφου 7 ορίζεται ότι, χρηματικές υποχρεώσεις του κατόχου της άδειας λειτουργίας της περίπτ. α) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.2206/1994, που προβλέπονται στην περίπτ. β) της παρ. 3 και στην περίπτ. β) της παρ. 5 του άρθρου 3 καθώς και στην περίπτ. α) της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 3139/2003 (Α’ 100), εξακολουθούν να τον βαρύνουν, χωρίς άλλη αναπροσαρμογή, μέχρι την περαιτέρω αξιοποίηση των αναφερόμενων στις περίπτ. α) έως γ) της παρ. 1 του άρθρου 3 του ιδίου νόμου κτιριακών εγκαταστάσεων, και ότι ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας αναλαμβάνει και την υποχρέωση προστασίας και φύλαξης των ανωτέρω κτιριακών εγκαταστάσεων καθώς και τη συντήρηση και λειτουργία του λειτουργούντος τελεφερίκ και των αναγκαίων για τη λειτουργία αυτού κτιριακών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων.
Άρθρο 112
Τροποποίηση της παρ. 7 του άρθρου 33 του ν. 3697/2008
Με την παρ. 7 του Ν.3697/2008 ( Α’ 194), εξαιρέθηκαν οι Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005 (Α’314 ), από την προβλεπόμενη στο Ν.2322/1995 ενιαία διαδικασία παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τη λήψη δανείων και εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών με απόφασή του να καθορίσει τη σχετική διαδικασία και τις αναγκαίες προς το σκοπό αυτό λεπτομέρειες.
Η διάσπαση αυτή από την, κατά τον Ν.2322/1995 (ΑΊ43), ενιαία διοικητική διαδικασία, δημιούργησε σε βάθος χρόνου σημαντικά προβλήματα. Μεταξύ αυτών επισημαίνεται ότι στη σύνθεση της, προβλεπόμενης στις διατάξεις της υπ’ αριθ. 16736/ΕΓΔΕΚΟ/2579/30.3.2009 ( Β’ 588) απόφασης του υπουργού και του υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών περί καθορισμού της σχετικής διαδικασίας, επταμελούς Επιτροπής για την εξέταση των σχετικών αιτημάτων παροχής εγγύησης, τα δύο μέλη προέρχονται από Υπηρεσίες που καταργήθηκαν, με αποτέλεσμα την αδυναμία λειτουργίας της.
Προς διευθέτηση των θεμάτων, προωθείται η προτεινόμενη διάταξη νόμου με την οποία επιχειρείται η ένταξη των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών του Κεφαλαίου Α’ του Ν. 3429/2005 στην ενιαία, κατ’ το Ν.2322/1995, διαδικασία παροχής εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου. Σημειώνεται ότι με την προτεινόμενη διάταξη δεν προκαλείται επιπλέον επιβάρυνση σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Άρθρο 113
Ρυθμίσεις για την βραχυπρόθεσμη μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού
Με τις προτεινόμενες διατάξεις επιχειρείται η διαμόρφωση ενός κανονιστικού πλαισίου για την οικονομία του διαμοιρασμού ακινήτων, με σκοπό την ενσωμάτωση, την παρακολούθηση και τον έλεγχο των περιπτώσεων ευκαιριακής και βραχυπρόθεσμης εκμίσθωσης ακινήτων, είτε αυτή διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας είτε μέσω διαδικτύου, είτε μέσω οποιοδήποτε άλλου πρόσφορου μέσου. Επιπρόσθετα, επιχειρείται η αντιμετώπιση διαπιστωμένων φαινομένων παραοικονομίας, ώστε η Πολιτεία να ικανοποιήσει την συνταγματική αποστολή της, εξασφαλίζοντας τη συνεισφορά των φορολογούμενων στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα.
Ως οικονομία του διαμοιρασμού ορίζεται κάθε μοντέλο όπου τις δραστηριότητες διευκολύνουν κυρίως οι ψηφιακές πλατφόρμες. Οι πλατφόρμες δημιουργούν μια ανοικτή αγορά για την προσωρινή χρήση αγαθών ή υπηρεσιών που συχνά παρέχουν ιδιώτες. Στην οικονομία του διαμοιρασμού δραστηριοποιούνται τρεις κατηγορίες παραγόντων: i) πάροχοι υπηρεσιών, οι οποίοι χρησιμοποιούν από κοινού περιουσιακά στοιχεία, πόρους, χρόνο ή/και δεξιότητες και μπορεί να είναι ιδιώτες που παρέχουν υπηρεσίες ευκαιριακά («ομότιμοι χρήστες») ή πάροχοι υπηρεσιών που ενεργούν με την επαγγελματική τους ιδιότητα («επαγγελματίες πάροχοι υπηρεσιών»)• ϋ) χρήστες των υπηρεσιών- και iii) μεσάζοντες, οι οποίοι, μέσω διαδικτυακής πλατφόρμας, συνδέουν παρόχους και χρήστες και διευκολύνουν τις μεταξύ τους συναλλαγές. Ως ψηφιακές ή επιγραμμικές πλατφόρμες ορίζονται οι ηλεκτρονικές, διμερείς ή πολυμερείς αγορές όπου δύο ή περισσότερες ομάδες χρηστών επικοινωνούν μέσω διαδικτύου με την μεσολάβηση του διαχειριστή της πλατφόρμας προκειμένου να διευκολυνθεί μία συναλλαγή μεταξύ τους. Αυτά προσφέρονται, μεταξύ άλλων, από ιδιώτες, χωρίς να μεταβιβάζονται δικαιώματα ιδιοκτησίας.
Ως βραχυπρόθεσμη μίσθωση ορίζεται η μίσθωση εκάστου ακινήτου που δεν υπερβαίνει τις ενενήντα (90) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος. Για νησιά κάτω των δέκα χιλιάδων (10.000) κατοίκων ορίζεται η μίσθωση εκάστου ακινήτου που δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες ανά ημερολογιακό έτος, και στις οποίες υπέρβαση της διάρκειας τους (των 90 και 60 ημερών αντίστοιχα) επιτρέπεται εφόσον το συνολικό εισόδημα του εκμισθωτή ή υπεκμισθωτή, από το σύνολο των ακινήτων που διαθέτει προς εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος περί οικονομίας διαμοιρασμού, δεν ξεπερνά τις δώδεκα χιλιάδες ευρώ (€ 12.000) κατά το οικείο φορολογικό έτος.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η οικονομία του διαμοιρασμού αποτελεί μια καινοφανή οικονομική δραστηριότητα, στην οποία εμπλέκονται τρεις κατηγορίες δρώντων: οι ιδιώτες που περιστασιακά προσφέρουν αγαθά ή υπηρεσίες, οι χρήστες αυτών των αγαθών ή υπηρεσιών και κυρίως οι πλατφόρμες ως μεσολαβητές σε αυτό το είδος συναλλαγών.
Ήδη η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της Στρατηγικής για την Ψηφιακή Ενιαία Αγορά ( COM (2015) 192 final/6.5.2015), ολοκλήρωσε μια αξιολόγηση για το ρόλο που διαδραματίζουν οι πλατφόρμες στη λειτουργία της οικονομίας του διαμοιρασμού. Παρότι προς το παρόν δεν υφίστανται σχετικές ρυθμίσεις κοινοτικού δικαίου, οι βασικές κατευθύνσεις που έχουν δοθεί από το Συμβούλιο Ανταγωνιστικότητας, αφορούν την ενθάρρυνση της καινοτόμου και νεοφυούς επιχειρηματικότητας που συνδέεται με την οικονομία του διαμοιρασμού, την προαγωγή του υγιούς ανταγωνισμού και γενικότερα τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (σεβασμός των εύλογων δικαιωμάτων των συναλλασσόμενων, ορθή εφαρμογή του εργατικού δικαίου, προστασία του περιβάλλοντος).
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2, ορίζεται το πεδίο εφαρμογής, δηλαδή η έννοια και οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού μιας συναλλαγής εκμίσθωσης κατοικίας, η οποία εμπίπτει στην οικονομία του διαμοιρασμού, καθώς και η υποχρέωση εγγραφής σε ειδικό μητρώο της Γ.Γ.Δ.Ε.
Ειδικότερα με τις διατάξεις των περιπτώσεων β’ και ε’ της παραγράφου 2 καθορίζονται σαφή όρια ανάμεσα στην επιχειρηματική δραστηριότητα, και κυρίως αυτή που αναπτύσσεται μέσω της εκμετάλλευσης μικρής κλίμακας ξενοδοχειακών μονάδων και επιχειρήσεων ενοικιαζομένων δωματίων, και στην ευκαιριακή εκμετάλλευση από ιδιώτες επιπλέον ακινήτων που διαθέτουν και που λόγω οικονομικής κρίσης παραμένουν αδιάθετα με σκοπό την ενίσχυση του εισοδήματος τους, και ορίζεται ρητά πως στα πλαίσια της οικονομίας του διαμοιρασμού δεν επιτρέπεται η μίσθωση και η καταχώρηση στο Μητρώο Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων, περισσοτέρων των δύο ακινήτων της παρ. 1 του άρθρου.
Σχετικά με την νησιωτική χώρα ο τουρισμός συνιστά για τα περισσότερα νησιά το πιο σημαντικό τμήμα της τοπικής οικονομίας και τείνει να επικεντρώνεται σε ορισμένες περιόδους του έτους, η δε έλλειψη επισκεπτών εκτός τουριστικής περιόδου συνεπάγεται κινδύνους για την βιωσιμότητά τους. Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει δραματικά περιορίζοντας τη δυνατότητα χρηματοδότησης. Ο αντίκτυπος της κρίσης πλήττει την ανάπτυξη πολλών περιοχών που μειονεκτούν, όπως τα νησιά. Με τον καθορισμό των ανωτέρω ορίων:
1. αμβλύνεται ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η στρέβλωση κυρίως σε μικρούς νησιωτικούς προορισμούς, οι οποίοι διαθέτουν μικρής δυναμικής επιχειρήσεις δωματίων,
2. δεν καταστρατηγείται η έννοια του οικονομικού διαμοιρασμού,
3. αποφεύγεται η ανάσχεση ίδρυσης νέων επιχειρήσεων,
4. τίθεται τροχοπέδη στο συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό υποκατάστασης των νομίμων καταλυμάτων από παράνομα,
5. γίνεται διάκριση μεταξύ ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδος. Με την ηπειρωτική Ελλάδα συντάσσονται και τα νησιά άνω των 10.000 κατοίκων. Με την διάκριση αυτή υλοποιείται η συνταγματική υποχρέωση του νομοθέτη και της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 4 του Συντάγματος, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες των νησιωτικών περιοχών, όπως:
• μειονεκτήματα φυσικής και γεωγραφικής θέσης,
• νησιωτικός κατακερματισμός σε μικρής κυρίως έκτασης νησιά,
• νησιά με μικρό πληθυσμό – δημογραφικές προκλήσεις,
• νησιά με περιορισμένους φυσικούς πόρους σε ποικιλία και ποσότητα
• σύντομη οικονομική δραστηριότητα για τις λίγες επιχειρήσεις. Μικρή τουριστική περίοδος στα περισσότερα των νησιών (βασικό μέρος της τουριστικής αγοράς η εποχικότητα 30-50 ημερών)
• λίγες θέσεις εργασίας, ο αριθμός των οποίων περιορίζεται ακόμα περισσότερο.
Με τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4, ορίζεται το ύψος του προστίμου σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, καθώς και το πλαίσιο νόμιμης λειτουργίας των μισθώσεων που δεν πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 5, χαρακτηρίζεται το εισόδημα που αποκτάται στο πλαίσιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία, βάσει του άρθρου 39 του ν.4172/2013 (Α’ 167), καθώς και η φορολογική αντιμετώπιση αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 40 του ιδίου νόμου. Ειδικότερα, το εισόδημα που αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο από την εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ακίνητης περιουσίας, φορολογείται ως εισόδημα από ακίνητη περιουσία υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρέχονται άλλου είδους υπηρεσίες στο μισθωτή. Αντιθέτως, ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα χαρακτηρίζεται το εισόδημα από την εκμίσθωση ή υπεκμίσθωση ακίνητης περιουσίας που αποκτάται από φυσικά πρόσωπα ή ατομικές επιχειρήσεις, εφόσον παρέχουν συναφείς με τη χρήση του ακινήτου υπηρεσίες στο μισθωτή (π.χ. καθαριότητα, αλλαγή κλινοσκεπασμάτων και πετσετών, ασφάλεια, πρωινό ή διατροφή κ.λπ.).
Επισημαίνεται ότι, ατομικές επιχειρήσεις που έχουν ως αντικείμενο εργασιών την ενοικίαση και γενικότερα την εμπορική εκμετάλλευση ακίνητης
περιουσίας (π.χ. τουριστική εκμετάλλευση επιπλωμένων δωματίων- ακινήτων κ.λπ.), αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 6, ορίζεται η απαλλαγή της συγκεκριμένης μίσθωσης από την επιβολή ΦΠΑ.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 7, περιγράφεται η διενέργεια ελέγχων, για τη συμμόρφωση των εκμισθωτών και υπεκμισθωτών, από μικτά συνεργεία που αποτελούνται από υπαλλήλους των Υπουργείων Οικονομικών και Τουρισμού.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 8, θεσπίζεται πλαίσιο δυνητικής συνεργασίας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ηλεκτρονικών πλατφορμών οικονομίας διαμοιρασμού για την παροχή στοιχείων των εκμισθωτών ή υπεκμισθωτών, προκειμένου να διευκολυνθεί το ελεγκτικό έργο των φορολογικών αρχών και να αποφευχθούν φαινόμενα φοροδιαφυγής.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 9, παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Τουρισμού, ώστε με κοινές αποφάσεις τους να ορίζουν τους όρους συνεργασίας με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες οικονομίας διαμοιρασμού, τους όρους εφαρμογής των παραγράφων 2α, 3, 8 και 9 του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΑΛΛΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ
Άρθρο 114
Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης
Με το προτεινόμενο άρθρο καταργούνται διατάξεις που αναφέρονται σε τεχνολογικά παρωχημένες τεχνικές προδιαγραφές, ενώ οι προστατευτικές τους προβλέψεις εν γένει ικανοποιούνται και από τις μεταγενέστερες και γενικότερες διατάξεις του π.δ. 16/96 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/654/ΕΟΚ» (ΦΕΚ 10 Α’).
Άρθρο 115
Τροποποίηση του άρθρου 4 του ν. 1565/85 (Α’ 164)
Με το προτεινόμενο άρθρο τροποποιείται η περίπτ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1565/1985 (Α’ 164), όπως ισχύει. Ειδικότερα, ο χρόνος διάρκειας των βεβαιώσεων συνδρομής νομίμων προϋποθέσεων για τις επιχειρήσεις εμπορίας λιπασμάτων τύπου Β που εκδίδονται μετά τη δημοσίευση της παρούσας διάταξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξισώνεται με τον χρόνο διάρκειας των αντίστοιχων βεβαιώσεων τύπου Α και ορίζεται σε πέντε έτη, αντί της διάρκειας των τριών ετών που ισχύει σήμερα. Η παρούσα ρύθμιση προτείνεται για την υλοποίηση των συστάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της εργαλειοθήκης III του ΟΟΣΑ και για την ίση μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων διαφορετικών τύπων εμπορίας λιπασμάτων Α και Β.
Άρθρο 116
Τροποποίηση του ν.4177/2013 «Κανόνες ρύθμισης της αγοράς προϊόντων και της παροχής υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» (Α’ 173)
Με το παρόν άρθρο τροποποιούνται η παρ. 1 του άρθρου 15 και η παρ. 1 του άρθρου 16. Η προτεινόμενη τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 15, εισάγει την υποχρέωση καθορισμού των ενδιάμεσων εκπτωτικών περιόδων, διάρκειας τριάντα (30) ημερών, με απόφαση Αντιπεριφερειάρχη η οποία εκδίδεται εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Με αυτή την απόφαση, η οποία λαμβάνεται μετά από διαβούλευση με τις εμπορικές και επαγγελματικές οργανώσεις κάθε Περιφερειακής Ενότητας, θα ασκείται η δυνατότητα ελεύθερης κατανομής μέσα στο έτος αυτών των τριάντα (30) ημερών. Παράλληλα ορίζεται ότι σε αυτές τις τριάντα (30) ημέρες πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον δύο Κυριακές, κατά τις οποίες επιτρέπεται η προαιρετική λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων. Επιπλέον, θεσπίζονται δύο ενδιάμεσες εκπτωτικές περίοδοι, διάρκειας 15 ημερών έκαστη, οι οποίες θα ισχύουν μόνο σε εκείνες τις Περιφερειακές Ενότητες όπου δεν θα εκδοθεί η προαναφερθείσα απόφαση του Αντιπεριφερειάρχη.
Μέσω της διατήρησης της περιοδικότητας των εκπτώσεων διατηρείται η σημασία τους για εμπορικές επιχειρήσεις και καταναλωτές. Μια πλήρης απελευθέρωση του καθεστώτος των εκπτώσεων θα μπορούσε να δημιουργήσει αθέμιτο ανταγωνισμό στην αγορά, με τις τιμές κάτω του κόστους για πρόσκαιρη αύξηση πωλήσεων του ή εκτόπιση ανταγωνιστών από την αγορά. Όπως σημείωσε και το Κέντρο Οικονομικών Ερευνών και Προγραμματισμού σε σχετική μελέτη, «Αυτό βραχυχρόνια θα μπορούσε να αποβεί προς όφελος του καταναλωτή, λόγω μείωσης των τιμών, ωστόσο μακροχρόνια μπορεί να οδηγήσει στο κλείσιμο υγιείς επιχειρήσεις, άρα να βλάψει εμμέσως τον καταναλωτή μειώνοντας τις επιλογές του και αυξάνοντας την ανεργία».
Με αυτό τον τρόπο η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων των τοπικών αρχών και η δυνατότητα λήψης αποφάσεων οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τις τοπικές ανάγκες σε μεγαλύτερο βαθμό, συνδυάζονται με την ασφάλεια δικαίου και την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Με την τροποποίηση του άρθρου 16 επιτυγχάνεται η εναρμόνιση του ρυθμιστικού πεδίου της εν λόγω διάταξης με την τροποποίηση που επέρχεται στην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4177/2013.
Άρθρο 117
Με το άρθρο 117 ορίζεται η έναρξη ισχύος του παρόντος.
01 ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΡΘΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Ευκλείδης Τσακαλώτος
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Όλγα Γεροβασίλη ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ

Ευάγγελος Αποστόλου
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Αλέξανδρος Χαρίτσης
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γεώργιος Χουλιαράκης Αικατερίνη Παπανάτσιου
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

Δημήτρης Παπαγγελόπουλος
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ

Γεώργιος Βασιλειάδης

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ «Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις»
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ (ΝΟΜΟΣ 3588/2007, Α’ 153)
Άρθρο 1

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΠΡΩΤΟΥ («Κήρυξη της πτώχευσης»)
1. Στο άρθρο 3 προστίθενται παρ. 3 και 4 ως ακολούθως:

«3. Η πιθανότητα αφερεγγυότητας αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης και εφόσον συνυποβάλει πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης κατά τα άρθρα 107 και επόμενα συγχρόνως με την αίτηση της πτώχευσης.
4. Η πτώχευση κηρύσσεται εφ’ όσον με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου πιθανολογείται ότι η περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 8. Η καταχώριση διαγράφεται μετά την πάροδο τριετίας.»
2. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 4 ως εξής:
«2. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας.»
3. Προστίθεται νέα παρ. 4 στο άρθρο 5 ως εξής:
«4. Με την αίτηση ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για την διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες.»
4. Η υπάρχουσα παρ. 4 του άρθρου 5 αναριθμείται σε παρ. 5.
5. Καταργείται η παρ. 2 του άρθρου 6 και οι υπάρχουσες παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 6 αναριθμούνται σε 2 και 3, αντίστοιχα.
6. Αντικαθίσταται η παρ. 3 (μετά την αναρίθμηση) του άρθρου 6 ως εξής: «3. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της παραγράφου 2, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση κατ’ εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.»
7. Αντικαθίστανται οι παρ. 1-3 του άρθρου 7 ως εξής:
α. «1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσειτη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από τέσσερις (4) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης. Στην απόφαση αναφέρονται επίσης και τα στοιχεία του οφειλέτη, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 3.»
239L – β. «2. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο. Σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 και 3, ημέρα παύσης πληρωμών λογίζεται η ημέρα δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση.»
γ. «3. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, με μεταγενέστερη απόφασή του, μετά από αίτηση του συνδίκου, πιστωτή και οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον να μεταβάλει το χρόνο παύσης των πληρωμών. Η αίτηση μεταβολής του χρόνου παύσης των πληρωμών είναι απαράδεκτη μετά από την περάτωση της επαλήθευσης των πιστώσεων, κατά το άρθρο 93 και σε κάθε περίπτωση μετά πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 8 ως εξής:
«2. Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή μεταβάλλουν τον χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή την ακυρώνουν, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσσουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζεται στον παρόντα κώδικα, καταχωρούνται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δημοσιεύονται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ). Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.»
9. Αντικαθίσταται το άρθρο 12 ως εξής:
«Αντίκλητοι, κοινοποιήσεις
1. Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευση οφείλει με δήλωσή του προς τον γραμματέα των πτωχεύσεων να ορίσει ως αντίκλητό του πρόσωπο που κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Όπου προβλέπονται επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη, αυτές γίνονται μόνο προς τον αντίκλητο που έχει νομίμως
διορισθεί και πάντοτε εγγράφως. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, η ειδοποίηση των εν λόγω γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποίος βεβαιώνει τούτο ενυπογράφως πάνω στο φάκελο της πτώχευσης.
3. Οι κατά τα ανωτέρω επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη μπορούν να παραλείπονται, όταν, παρά τις προσπάθειες, διαπιστώνεται ότι είναι αδύνατες, ιδίως λόγω μη ύπαρξης αντικλήτου ή λόγω μη ύπαρξης νόμιμης εκπροσώπησης οφειλετών νομικών προσώπων.»
Άρθρο 2
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ («Συνέπειες της πτώχευσης»)
1. Προστίθεται τρίτο εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 17 ως εξής:
«Η πτώχευση θεωρείται ότι έχει κηρυχθεί από την έναρξη της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο.»
2. Καταργείται η παράγραφος 2 του άρθρου 17 και οι υπάρχουσες παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου αυτού αναριθμούνται σε 2 και 3 αντίστοιχα.
3. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 18 ως εξής:
α. «1. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, να του αναθέσει τη διοίκηση και ιδίως τη διαχείριση και διάθεση της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου, αν η ανάθεση αυτή είναι προς το συμφέρον των πιστωτών. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων. Η ως άνω ανάθεση παύει αυτοδικαίως όταν η διαδικασία εισέρχεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.»
β. «2. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρχεται στον σύνδικο.»
4. Αντικαθίσταται το άρθρο 19 ως εξής:
«Περιορισμός προς διατήρηση του ενεργητικού
43<-r-
1. Μέχρι την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένωση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση του συνδίκου.
2. Αν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και αφού ακουσθεί ο εισηγητής, μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας και των διακρίσεων του άρθρου 135.»
5. Αντικαθίσταται η περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 21 ως εξής:
«δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών (πιστωτές τελευταίας σειράς).»
6. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 34 ως εξής:
«3. Σε περίπτωση που η κατά το άρθρο 70 έκθεση του συνδίκου προβλέπει βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο σύνδικος και ο οφειλέτης μπορούν χωριστά ο καθένας ή από κοινού να ζητήσουν από τον εισηγητή τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την έγκριση ή απόρριψη από το πτωχευτικό δικαστήριο του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης.»
7. Εισάγεται τρίτο εδάφιο στην παρ. 2 του άρθρου 43 ως εξής:
«Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται για τα πρόσωπα που συνδέονται με τον οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 4308/2014.»
Άρθρο 3
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΡΙΤΟΥ («Όργανα της πτώχευσης»)
1. Τα άρθρα 52 και 55 αντικαθίστανται ως εξής:
α. «Άρθρο 52
Τα όργανα της πτώχευσης
Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος και η συνέλευση των πιστωτών.»
β. «Άρθρο 55
Ανακοπή, έφεση και αναίρεση
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινταισε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1, 4, 14, 16, 17 και 19 του ΚΠολΔ. Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένεια του.»
2. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 58 ως εξής:
«1. Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρωτόδικης που υπηρετεί στο πρωτοδικείο. Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, εισηγητές των πτωχεύσεων ορίζονται για δύο (2) δικαστικά έτη, με απόφαση της ολομέλειάς τους, έως τρεις από τους προέδρους πρωτοδικών που υπηρετούν σ’ αυτά, κατ’ αποκλειστική απασχόληση. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχει ιδίως η δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους ως εισηγητών. Στα λοιπά πρωτοδικεία, ο εισηγητής ορίζεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο αντικαθίσταται ο εισηγητής.»
3. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 59 ως εξής:
«2. Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του. Παρέχει στο σύνδικο την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών και ακινήτων της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα κώδικα.»
4. Αντικαθίστανται η παρ. 1 και 2 του άρθρου 60 ως εξής:
α. «1. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του αποφαίνεται επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον παρόντα κώδικα και παρέχει τις προβλεπόμενες άδειες. Επίσης, αποφασίζει, εντός τριών (3) ημερών, επί όλων των διενέξεων του συνδίκου με τους πιστωτές και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διαδικασία της πτώχευσης
και σε κάθε άλλη περίπτωση που έχει αρμοδιότητα κατά τον παρόντα κώδικα. Πριν από την έκδοση των ως άνω διατάξεων επιτρέπεται σε καθένα που έχει έννομο συμφέρον να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.»
β. «2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά των διατάξεων του εισηγητή της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά των αποφάσεων επί των διενέξεων του ίδιου με τον σύνδικο ή τον πιστωτή ή με άλλους εμπλεκόμενους στην πτώχευση. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, ασκείται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης και εκδικάζεται εντός οκτώ (8) ημερών, το δε πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται επ’ αυτής αμετακλήτως, εντός δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προσφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ).»
5. Προστίθεται τρίτο εδάφιο στο άρθρο 61 ως εξής:
«Ειδικότερα, ο εισηγητής μπορεί να αναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή σε άλλα ελεγκτικά όργανα της Διοίκησης τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, όπως έλεγχο και σύνταξη σχετικής έκθεσης ή λήψη αντιγράφων από τα φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, ο οποίος έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, με σκοπό τη διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του τελευταίου.»
6. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 62 ως εξής:
«1. Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή και εφόσον είχε νομίμως ειδοποιηθεί τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από την ημέρα εμφάνισης, ο εισηγητής επιβάλλει σ’ αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) που εισπράττεται
κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Μετά τη δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα, ειδοποίηση εμφάνισης του οφειλέτη, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ’ αυτού για απείθεια κατά τη διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.»
7. Αντικαθίστανται τα άρθρα 63,64 και 65 ως εξής:
α. «Άρθρο 63
Ποιος διορίζεται σύνδικος
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 7, ορίζει ως σύνδικο πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182). Η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
2. Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο το οποίο:
α) συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους ή ασκούν έλεγχο επ’ αυτών, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι σύζυγος αυτών,
β) συνδέεται με τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη με συμβατική σχέση,
γ) την πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης:
(αα) συμμετείχε στη διαχείριση ή εκπροσώπηση της επιχείρησης του οφειλέτη, ή
(ββ) είχε την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή της επιχείρησης του οφειλέτη ή
δ) την τριετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή ή είχε πληρωθεί απαίτησή του από τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο σύμβασης παροχής εξαρτημένων ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου.
3. Ο σύνδικος ελέγχει τη μη συνδρομή των κωλυμάτων της παραγράφου 2 ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνει με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κλπ.) για την υποβοήθηση του έργου του, σύμφωνα με το άρθρο 75.
4. Ο σύνδικος ειδοποιείται αμέσως για το διορισμό του με κάθε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικά, από τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Ο γραμματέας σημειώνει ενυπόγραφα την ειδοποίηση πάνω στο φάκελο της πτώχευσης. Εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση για το διορισμό του, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει εγγράφως προς τον εισηγητή δήλωση περί υπάρξεως κωλύματος.
5. Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στο διαχειριστή αφερεγγυότητας.»
β. «Άρθρο 64
Αντικατάσταση συνδίκου
Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά το σύνδικο στις εξής περιπτώσεις:
α) ύστερα από έγγραφη δήλωση του συνδίκου προς τον εισηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 4 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο η οποία επίσης υποβάλλεται στον εισηγητή. Ο εισηγητής απευθύνεται αμέσως προς το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο, με την απόφαση διορισμού νέου συνδίκου, αποφαίνεται συγχρόνως για το εάν η παραίτηση οφείλεται σε κώλυμα του άρθρου 63 παράγραφος 2 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Εάν δεν συντρέχει κάποια εκ των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, ο σύνδικος που παραιτήθηκε δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου σύνδικος για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως ισχύει, προκειμένου να καταχωρισθεί στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη.
β) ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών που συγκαλείται για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο
Άρθρο 70. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνο σε έφεση.
γ) ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του συνδίκου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνον σε έφεση.»
γ. «Άρθρο 65
Δημοσιεύσεις πρόσκλησης προς τους πιστωτές
Ο σύνδικος έχει υποχρέωση να επιμεληθεί για τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 8, περίληψης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, με πρόσκληση των πιστωτών να συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή στον οριζόμενο στην απόφαση τόπο και χρόνο, ενόψει της συνέλευσης του άρθρου 84. Αν ο σύνδικος βραδύνει, η δημοσίευση γίνεται με επιμέλεια του εισηγητή. Αν ματαιωθεί η συνέλευση, για οποιονδήποτε λόγο, η ημερομηνία σύγκλησης της επόμενης συνέλευσης ορίζεται με απλή πράξη του εισηγητή, η οποία δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 67 ως εξής:
«1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σ’ αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρησή τους είναι δαπανηρή. Τα πράγματα αυτά απογράφονται και εκτιμώνται αμέσως από τον σύνδικο, ο οποίος υπογράφει την έκθεση.»
9. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 70 ως εξής:
«2. Η έκθεση του συνδίκου γνωστοποιείται υποχρεωτικά, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν τη συνέλευση των πιστωτών στον εισηγητή, στον οφειλέτη, και σε εκπρόσωπο των εργαζομένων, προκειμένου να τοποθετηθούν επ’ αυτής. Περίληψη της έκθεσης δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ).»
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 71 ως εξής:
«Άρθρο 71
Διατροφή του οφειλέτη και της οικογένειας του
Ο εισηγητής μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξή του, μετά από πρόταση του συνδίκου, να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη για τη στοιχειώδη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους. Πριν από την έκδοση της εν λόγω διάταξης ο εισηγητής καλεί τον οφειλέτη για να εκθέσει τις απόψεις του ή και να καταθέσει σημείωμα με συνημμένα σχετικά έγγραφα. Κατά της διάταξης του εισηγητή που απορρίπτει εν όλω ή εν μέρειτην πρόταση του συνδίκου για καταβολή του πιο πάνω χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ενώ τέτοια προσφυγή δεν επιτρέπεται κατά της διάταξης του εισηγητή που δέχεται εν όλω τη σχετική πρόταση του συνδίκου.»
11. Αντικαθίστανται οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 74 ως εξής:
α. «2. Ο οφειλέτης προσκαλείται να λάβει γνώση της συμφωνίας της παραγράφου 1 και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός τριών (3) ημερών.»
β. «3. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, ο εισηγητής τον επικυρώνει ο ίδιος ή αρνείται την επικύρωσή του. Κατά της απόφασης του εισηγητή επιτρέπεται στο σύνδικο, στον αντισυμβαλλόμενο, στον οφειλέτη ή σε οποιονδήποτε πιστωτή, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.»
12. Αντικαθίσταται το άρθρο 75 ως εξής:
«Άρθρο 75
Πρόσληψη προσώπων με ειδικές γνώσεις
Ο σύνδικος, σε περίπτωση που για την προώθηση των εργασιών της πτώχευσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις τεχνικής, οικονομικής, λογιστικής ή άλλης φύσεως, τις οποίες δεν διαθέτει ο ίδιος, μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, να προσλάβει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κ.λπ.), τα
απαιτούμενα προς υποβοήθηση του έργου του τρίτα πρόσωπα ή τον οφειλέτη, των οποίων η αμοιβή θα καθοριστεί, κατ’ εύλογη κρίση, από τον εισηγητή με αιτιολογημένη διάταξη του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.»
13. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 77 ως εξής:
«2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται πάντοτε για το αίτημα αυτό του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός των τριών (3) επόμενων ημερών από την ειδοποίησή του.»
14. Καταργείται το άρθρο 79.
15. Αντικαθίσταται το άρθρο 80 ως εξής:
«Αρθρο 80 Ευθύνη του συνδίκου
1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια.
3. Αν από τη δράση του συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή το διέγνωσε αλλά αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από το σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή.
4. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.
5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη των καθηκόντων του.»
16. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 81 ως εξής:
«3. Για την αμοιβή του συνδίκου ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας.»
17. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 82 ως εξής:
«2. Συγκαλείται αρχικά με την απόφαση που κηρύσσειτην πτώχευση κατά το άρθρο 7. Η σύγκλησή της διατάσσεται επίσης από τον εισηγητή, όπου προβλέπεται ειδικά στον παρόντα κώδικα. Περίληψη της διάταξης του εισηγητή για τη σύγκληση της συνέλευσης, που περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο, καθώς και τα θέματα που θα συζητηθούν, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) ημέρες πριν την ημέρα της σύγκλησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή.»
18. Αντικαθίστανται οι παρ. 1,2 και 3 του άρθρου 83 ως εξής:
α. «1. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέχουν οι πιστωτές των οποίων έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά, κατά το άρθρο 94, οι απαιτήσεις τους.»
β. «2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα, απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από ύψος των απαιτήσεών τους, ευρεθούν παρόντες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα.»
γ. «3. Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των απαιτήσεων που εκπροσωπούνται σε αυτή.»
19. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 84 ως εξής:
α. «1. Μετά το πέρας των επαληθεύσεων, ο εισηγητής, εντός δέκα (10) ημερών, υποχρεούται να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών που αποφασίζει, αν πρέπει να συνεχιστεί από τον σύνδικο η άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της για ορισμένο χρονικό διάστημα, αν πρέπει να εκμισθωθεί σε τρίτον η επιχείρηση ως σύνολο ή αν πρέπει να εκποιηθεί η επιχείρηση ως σύνολο ή κατά επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής ή να γίνει ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της χωριστά. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων, ανεξαρτήτως πόσοι πιστωτές είναι παρόντες.»
β. «2. Ο οφειλέτης και ο σύνδικος ειδοποιούνται πριν τρεις (3) ημέρες, περί του θέματος αυτού που θα συζητηθεί στη συνέλευση των πιστωτών, και δικαιούνται να προβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους.»
20. Προστίθεται νέα παρ. 5 στο άρθρο 84:
«5. Αν ληφθεί απόφαση από την ανωτέρω πλειοψηφία για ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας χωριστά, είναι δυνατόν, με αίτημα του συνδίκου ή πιστωτών που εκπροσωπούν το 20% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, να ζητηθεί από το δικαστήριο η άδεια για εκ νέου σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών με αντικείμενο την τροποποίηση της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης κατά την παράγραφο 1. Η αίτηση δύναται να υποβληθεί άπαξ, συνοδεύεται δε επί ποινή απαραδέκτου από βεβαίωση πιστωτικού ιδρύματος ή ΕΠΕΥ, εγκατεστημένων στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος, για την ύπαρξη αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερομένου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου ή λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίφει την αίτηση, εφόσον κρίνει ότι η ρευστοποίηση των κατ’ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας έχει ήδη προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι πλέον συμφέρουσα η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου.»
Άρθρο 4
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΟΥ («ΕΞΕΛΕΓΞΗ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ»)
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 92 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το
πέρας της προθεσμίας αναγγελίας. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σ’ αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 95 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι αντιρρήσεις εισάγονται από κοινού στο σύνολό τους, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση των επαληθεύσεων, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με έκθεση του εισηγητή, εντός είκοσι (20) ημερών από την εισαγωγή των αντιρρήσεων. Στη συζήτηση κλητεύονται ο οφειλέτης και οι πιστωτές των οποίων αμφισβητήθηκαν οι απαιτήσεις, καθώς και αυτοί που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις, με επιμέλεια του συνδίκου. Στη διαδικασία μπορεί να παρέμβει όποιος έχει έννομο συμφέρον. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο έφεση.»
3. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 90 εισάγειαι δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Η ως άνω προθεσμία αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η ως 31η Αυγούστου.»
Άρθρο 5
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ
(«Ειδικές διατάξεις επί νομικών προσώπων»)
Το άρθρο 98 αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 98
Αστική ευθύνη διοικητών κεφαλαιουχικών εταιριών
1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος, τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών από την μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνον από τον σύνδικο.
2. Αν η παύση πληρωμών της ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για την ζημία που τους προκλήθηκε. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών. Οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή.
3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, καθώς και στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.»
Άρθρο 6
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΚΤΟΥ («Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης»)
1. Αντικαθίσταται το άρθρο 99 ως εξής:
«Άρθρο 99
Διαδικασία εξυγίανσης
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να
-2c{ G
αιτείται την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 100. Το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να υποβάλει την ως άνω αίτηση και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή.
2. Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με την επικύρωση της συμφωνίας που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπεται ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν με βάση το όγδοο κεφάλαιο του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.
3. Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με την αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να συνυποβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2. Παράλειψη συνυποβολής αίτησης πτώχευσης δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου, είναι όμως δυνατή η υποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές ή τον εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του παρόντος Κώδικα. Το άρθρο 98 εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών για την κήρυξη πτώχευσης, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου και σε αιτήσεις του οφειλέτη,

πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών οι οποίες κατατίθενται στο χρονικό διάστημα μετά από την υποβολή της αίτησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή και μετά από αίτημα του οφειλέτη ή πιστωτή, η αίτηση κήρυξης της πτώχευσης είτε συνεκδικάζεται είτε αναβάλλεται για συνεκδίκαση με την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.
5. Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών μετά την υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 και δύναται να ζητήσει την αναστολή της εξέτασης της αίτησης πτώχευσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως επικυρώσεως.
6. Αν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ’ κ.ν. 2190/1920, αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, ήτοι από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης του άρθρου 104 του παρόντος μέχρι να εκδοθεί απόφαση γι’ αυτή, η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας και η τυχόν προθεσμία που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 45 παράγραφος 2 του ν. 3190/1955, αναστέλλεται κατά την ως άνω διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας.
7. Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
8. Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές».
2. Αντικαθίσταται το άρθρο 100 ως εξής:
«Άρθρο 100
Απαιτούμενη πλειοψηφία πιστωτών
1. Προκειμένου να επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 106β, θα πρέπει να έχει συναφθεί από τον οφειλέτη και από πιστωτές του που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Η επικύρωση συμφωνίας, η οποία έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, που συγκεντρώνουν το ποσοστό του παραπάνω εδαφίου, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, είναι δυνατή εφόσον ο οφειλέτης βρίσκεται, κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, σε παύση πληρωμών. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 99.
2. Τα ποσοστά της παραγράφου 1 υπολογίζονται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο. Στην κατάσταση των πιστωτών πρέπει να συμπεριλαμβάνονται όλοι οι πιστωτές, ανεξαρτήτως γενικών ή ειδικών προνομίων, οι απαιτήσεις των οποίων υπήρχαν κατά την ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Πιστωτές θεωρούνται επίσης και όσοι έχουν απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου μέχρι τη συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων. Δεν λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παράγραφος 3.
3. Στην περίπτωση της συμφωνίας του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, οι απαιτήσεις των πιστωτών που περιλαμβάνονται στην κατάσταση της παραγράφου 2 θα πρέπει να προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή να έχουν αναγνωριστεί ή να έχουν πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην περίπτωση της συμφωνίας του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η κατάσταση των πιστωτών της παραγράφου 2 συντάσσεται με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν ή τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή τα βιβλία και στοιχεία των συμβαλλόμενων πιστωτών ή αποφάσεις
δικαστηρίων οτιοιουδήτχοτε βαθμού δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων».
3. Αντικαθίσταται το άρθρο 101 ως εξής:
«Άρθρο 101
Σύμπραξη συνέλευσης μετόχων ή εταίρων – Σύμπραξη τρίτων
1. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται yia την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας εξυγίανσης απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, η απόφαση αυτή δύναται είτε να λαμβάνεται μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης είτε να τίθεται στη συμφωνία εξυγίανσης ως αναβλητική αίρεση για τη θέση της σε ισχύ.
2. Όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β δύναται να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 106β, με την εξουσία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου εκείνων των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που δεν συμπράττουν στη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και υπό τον όρο της μη σύμπραξής τους, εφόσον, επιπλέον των οριζομένων στο άρθρο 106β, πιθανολογεί ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Σε αυτή την περίπτωση, στην έκθεση του εμπειρογνώμονα του άρθρου 104 εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με την συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση. Στο πλαίσιο της συνέλευσης που συγκαλείται για τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1, πρώτα δίδεται ο λόγος στους μετόχους ή εταίρους οι οποίοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν την προβλεπόμενη στη συμφωνία εξυγίανσης απόφαση ή να απέχουν από την σχετική ψηφοφορία. Εφόσον από την καταμέτρηση των ψήφων δεν συγκεντρώνεται η απαραίτητη απαρτία ή πλειοψηφία για την έγκριση της ως άνω απόφασης, τότε ο ειδικός εντολοδόχος ασκεί το δικαίωμα ψήφου στην έκταση που αυτό απαιτείται για την έγκρισή της. Οι μη συμπράττοντες
μέτοχοι ή εταίροι διατηρούν δικαίωμα αποζημίωσης έναντι της εταιρίας και των πιστωτών, σε περίπτωση που στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης αποδειχθεί ότι μετά την εκκαθάριση θα απέμενε σχετικό προϊόν.
3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ένας ή περισσότεροι μέτοχοι ή εταίροι Ε.Π.Ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχετική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την αντίστοιχη απόφαση, καθώς και όταν δεν παραστούν ή δεν υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευση με τα ίδια θέματα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι η άρνηση είναι καταχρηστική, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, που θα δύναται να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου αντί των μετόχων ή των εταίρων αυτών. Θεωρείται ότι αρνούνται καταχρηστικά οι μέτοχοι ή οι εταίροι ιδίως αν το δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης ο οφειλέτης αναμένεται να πτωχεύσει και ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση, καθ’ όλα τα στάδια αυτής.
4. Στην περίπτωση που για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας απαιτείται η σύμπραξη τρίτων προσώπων που δεν συμβάλλονται, αυτή είτε παρέχεται με σχετική δήλωση τούτων σε έγγραφο που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και συνοδεύει τη συμφωνία είτε τίθεται ως αναβλητική αίρεση στη συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ».
4. Αντικαθίσταται το άρθρο 102 ως εξής:
«Άρθρο 102
Συμμετοχή δημοσίου και δημοσίων φορέων
Το δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, δύνανται να συναινούν στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής ακόμη και όταν με τη συμφωνία το δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και οι φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως».
5. Αντικαθίσταται το άρθρο 103 ως εξής:
«Άρθρο 103
Περιεχόμενο της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως:
α. Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η μεταβολή αυτή δύναται ενδεικτικά να συνίσταται στη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των όρων υπό τους οποίους δύναται να ζητηθεί η πρόωρη αποπληρωμή τους, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη. Δεν θίγονται οι πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένες με συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 στο μέτρο που ικανοποιούνται από την ασφάλεια αυτή, εκτός αν συμφωνήσει διαφορετικά ο ασφαλειολήπτης.
β. Την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων. Πριν από την κεφαλαιοποίηση δύναται να λαμβάνει χώρα μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την απόσβεση ζημιών σε κάθε περίπτωση ή αν οι μετοχές του οφειλέτη είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, για το σχηματισμό αποθεματικού. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 4 παράγραφος 4α του κ.ν. 2190/1920 περί σχέσης της χρηματιστηριακής προς την ονομαστική αξία.
γ. Τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητά τους ως πιστωτών είτε σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων. Ενδεικτικά η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να προβλέπει ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν δύναται να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων προς αυτή πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης, να ρυθμίζει θέματα διοίκησης της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, να ρυθμίζει θέματα σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που θα προκόψουν από την κεφαλαιοποίηση, όπως ενδεικτικά δικαίωμα ή υποχρέωση των μετόχων μειοψηφίας σε περίπτωση πώλησης της πλειοψηφίας των μετοχών να πωλήσουν τις μετοχές τους με τους ίδιους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση της πλειοψηφίας.
δ. Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη.
ε. Την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
στ. Την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης.
ζ. Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106δ.
η. Την αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας.
θ. Το διορισμό προσώπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης.
ι. Την καταβολή συμπληρωματικών ποσών προς εξόφληση απαιτήσεων σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής θέσης του οφειλέτη. Η συμφωνία θα πρέπει να ορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις καταβολής των ποσών αυτών.
2. Οι εγγυήσεις, οι ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις με αντίστοιχο αποτέλεσμα υπέρ απαιτήσεων που κεφαλαιοποιούνται τρέπονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή ή ασφαλιστή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους κατά το χρόνο στον οποίο θα καθίστατο κατά τους όρους του ληξιπρόθεσμο το χρέος και για ποσό ίσο με το άθροισμα του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων που καλύπτονται από την εγγύηση. Το δικαίωμα προαίρεσης δύναται να ασκηθεί εντός δύο μηνών από το χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση που κεφαλαιοποιήθηκε και, αν είναι ήδη ληξιπρόθεσμη κατά την κεφαλαιοποίηση, εντός δύο μηνών από την τελευταία.
3. Η μη τήρηση της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας της.
4. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τελεί και υπό άλλες αιρέσεις αναβλητικές ή διαλυτικές, όπως ενδεικτικά την τροποποίηση ή καταγγελία εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων, οι όροι των οποίων είναι επαχθείς για την επιχείρηση του οφειλέτη. Σε περίπτωση αναβλητικής αίρεσης θα πρέπει να προβλέπεται ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να πληρωθεί η αίρεση, μη δυνάμενος να υπερβεί τους εννέα (9) μήνες από την επικύρωση, και να ρυθμίζονται προσωρινά οι υποχρεώσεις του οφειλέτη στο μέτρο που κρίνεται αναγκαίο για την αποφυγή της παύσης πληρωμών του οφειλέτη όσο εκκρεμεί η αίρεση.
5. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσης της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.
6. Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτή απαιτούν τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση το συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να αναπληρωθεί με δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου.
7. Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους κατ’ άρθρο 100».
6. Αντικαθίσταται το άρθρο 104 ως εξής:
«Άρθρο 104
Αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης
1. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, η αίτηση επικύρωσής της από το πτωχευτικό δικαστήριο υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συμβαλλόμενο πιστωτή. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, η αίτηση επικύρωσης υποβάλλεται από οιονδήποτε από τους συμβαλλόμενους πιστωτές.
2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφονται η επιχείρηση του οφειλέτη, η οικονομική του κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν οφειλών του προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα αίτια της οικονομικής του αδυναμίας και τα μέτρα που συμφωνήθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής του αδυναμίας. Ιδιαίτερα γίνεται περιγραφή του μεγέθους της επιχείρησης, του προσωπικού που απασχολεί, καθώς και της κατάστασης και των προοπτικών της αγοράς, στην οποία ο οφειλέτης δραστηριοποιείται.
3. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του η αίτηση επικύρωσης πρέπει να συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από τα ακόλουθα έγγραφα: α) Την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης, β) Τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες, γ) Βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας yia τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο, δ) Έκθεση εμπειρογνώμονα, η οποία συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του οφειλέτη. Τα έγγραφα του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να προσκομισθούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης.
4. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, συνυποβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου αίτηση για την κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης, καθώς και έκθεση εμπειρογνώμονα που συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Τα υπόλοιπα έγγραφα της παραγράφου 3 συνυποβάλλονται με την αίτηση, εφόσον έχουν παρασχεθεί από τον οφειλέτη στους πιστωτές ή τον ορισθέντα εμπειρογνώμονα. Σε περίπτωση ελλείψεων, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει να χορηγηθούν από τον οφειλέτη στον ορισθέντα εμπειρογνώμονα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της αίτησης εντός προθεσμίας ενός μηνός από την έκδοση της μη οριστικής του απόφασης. Με τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής ο αϊτών ή οι αιτούντες πιστωτές επαναφέρουν με κλήση τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, η οποία προσδιορίζεται εντός διμήνου από την υποβολή της. Η μη παροχή συνδρομής και των απαιτουμένων στοιχείων από τον οφειλέτη προς τον εμπειρογνώμονα συνιστά το έγκλημα της μη συμμόρφωσης σε διάταξη δικαστικής απόφασης ( άρθρο 232Α του Ποινικού Κώδικα), που διώκεται και τιμωρείται κατά τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα καθώς και του Κ.Ποιν.Δ. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
5. Στην έκθεση του εμπειρογνώμονα των παραγράφων 3 και 4 πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη, την κατάσταση της αγοράς και τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106β. Στην έκθεση του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνεται επίσης βεβαίωση του εμπειρογνώμονα για την ακρίβεια και εγκυρότητα της κατάστασης των πιστωτών που συνοδεύει τη συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 100 με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2α του άρθρου 106 β, δεν απαιτείται να εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τη συνδρομή της προϋπόθεσης του στοιχείου α’ της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.
6. Ο εμπειρογνώμονας επιλέγεται από τον οφειλέτη και τους συμβαλλόμενους πιστωτές του από κοινού στην περίπτωση της αίτησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και από τους συμβαλλόμενους πιστωτές στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Ο εμπειρογνώμονας είναι πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα σύμφωνα με το ν. 3601/2007 (Α’ 178) ή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α’ 174). Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως εμπειρογνώμονας δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανώτατης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ τάξεωςτου ν. 2515/1997 (Α’ 154)».
7. Αντικαθίσταται το άρθρο 105 ως εξής:
«Άρθρο 105 Δικάσιμος – Κλητεύσεις
1. Για τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της.
2. Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους αιτούντες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Η κλήτευση του οφειλέτη γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης, με επίδοση αντιγράφου της αίτησης στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου. Με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, η αίτηση δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών στο Δελτίο
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ-ΤΑΝ) και στο Γ.Ε.ΜΗ.
3. Στη συζήτηση δύναται να παραστεί και να ακουσθεί και εκπρόσωπος των εργαζομένων. Κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να παρέμβει προφορικά.
4. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων».
8. Αντικαθίσταται το άρθρο 106 ως εξής:
«Άρθρο 106 Αυτοδίκαιη αναστολή
1. Από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η ανωτέρω αναστολή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλεται η λήψη οποιοσδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής κατάσχεσης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, συναινετικής ή κατ’ αντιδικία, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης αξιώσεων και παραγραφής, υπό τις οποίες τελούν οι απαιτήσεις των πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθεσμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών των ενδίκων μέσων. Η ως άνω αυτόματη αναστολή διώξεων μπορεί να εφαρμοστεί
μόνον μία φορά ανά οφειλέτη. Στο Μητρώο Πτωχεύσεων του άρθρου 8 παράγραφος 3 σημειώνεται η έναρξη ισχύος της αυτόματης αναστολής διώξεων κατά την πρώτη υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 104.
2. Η αναστολή της προηγούμενης παραγράφου επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη.
3. Μετά την πάροδο της περιόδου των τεσσάρων (4) μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δύναται να διαταχθεί η αναστολή λήψης μέτρων, εκκρεμών ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη καθώς και η λήψη κάθε άλλου προληπτικού μέτρου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106α. Η παράγραφος 2 ισχύει και στην περίπτωση αυτή».
9. Αντικαθίσταται το άρθρο 106α ως εξής:
«Άρθρο 106α Προληπτικά μέτρα
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του, με απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά καταλαμβάνουν τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης και μπορούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης.
2. Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, τα παραπάνω προληπτικά μέτρα μπορεί να επεκτείνονται και υπέρ εγγυητών ή λοιπών συνοφειλετών του οφειλέτη.
3. Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 δεν μπορούν να θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 (Α’ 263) ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης και ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας. Επίσης δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την επικύρωση ή την απόρριψη της συμφωνίας εξυγίανσης
4. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη ή τον οφειλέτη στην περίπτωση που δεν έχει συμμετάσχει στη σύναψη της συμφωνίας κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 104. Η κλήτευση μπορεί να γίνεται με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 686 παράγραφος 4 ΚΠολΔ.
5. Στα προληπτικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων δύνανται να τίθενται εξαιρέσεις, αν συντρέχει σπουδαίος κοινωνικός λόγος, όπως, ενδεικτικά, προκειμένου να καταβληθούν σε πιστωτή ποσά που είναι αναγκαία για τη διατροφή τούτου ή της οικογένειας του ή για την ικανοποίηση απαιτήσεων διατροφής άλλων προσώπων. Απαιτήσεις εργαζομένων για μισθούς δεν καταλαμβάνονται από τα προληπτικά μέτρα, εκτός αν το δικαστήριο επεκτείνει αυτά και στις απαιτήσεις αυτές για σπουδαίο λόγο και για ορισμένο χρόνο ειδικά αναφερόμενους στην απόφαση.
6. Τα προληπτικά μέτρα του προηγούμενου άρθρου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαταχθούν και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, άπαξ, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, η οποία θα δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ), εφόσον προσκομίζεται από τον αιτούντα έγγραφη δήλωση πιστωτών που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 20% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη και συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. Κ.Πολ.Δ. Τα προληπτικά μέτρα που διατάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή τυχόν προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε ισχύουν έως την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης και σε κάθε περίπτωση κατ’ ανώτατο όριο έως τέσσερις ( 4 ) μήνες συνολικά από την έκδοση της απόφασης ή τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, οπότε παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, απαγορευομένης της παράτασης ισχύος τους.
7. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του δύναται οποτεδήποτε, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει κατά περίπτωση τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους προληπτικά μέτρα».
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 106β ως εξής:
«Άρθρο 106β
Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, εφόσον έχει υπογράφει από τον οφειλέτη και από την απαιτούμενη κατά την παρ. 1 του άρθρου 100 πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών, ή μόνον από πιστωτές του που συγκεντρώνουν την ανωτέρω πλειοψηφία.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης όταν, επιπλέον των προϋποθέσεων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, πληρούνται σωρευτικά και τα ακόλουθα:
α. Πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
β. Πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών δεν παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παρ. 2.
γ. Η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, και δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
δ. Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές, που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θίγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της επιχείρησης, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
ε. Συναινεί ο οφειλέτης, στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 104. Η συναίνεση του οφειλέτη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν, έως και τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, δεν ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της. Με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 106δ, η παρέμβαση του οφειλέτη κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας δεν εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν από την αίτηση και ιδίως από την έκθεση του εμπειρογνώμονα της παραγράφου 5 του άρθρου 104 προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία.
3. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης χωρίς να ελέγχει τη συνδρομή της προϋπόθεσης υπό στοιχείο α’ της προηγούμενης παραγράφου εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Η συμφωνία περιλαμβάνει ρητή δήλωση των συμβαλλόμενων πιστωτών ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου της παραγράφου 7 του άρθρου 103.
β. Η συμφωνία περιλαμβάνει: (αα) λεπτομερή καταγραφή της ταυτότητας των συμβαλλομένων και μη πιστωτών και των απαιτήσεών τους και (ββ) σαφή αναφορά των πιστωτών, συμβαλλομένων και μη, οι απαιτήσεις των οποίων αναμένεται να επηρεαστούν από την υλοποίηση της συμφωνίας και ο τρόπος επηρεασμού τους.
γ. Η συμφωνία μαζί με το επιχειρηματικό σχέδιο έχουν κοινοποιηθεί με νόμιμη επίδοση δικαστικού επιμελητή σε όλους τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές, οι
απαιτήσεις των οποίων επηρεάζονται από τη συμφωνία, και το ύψος της απαίτησής τους ανέρχεται σε ποσοστό 10% και άνω του συνολικού ύφους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, ενώ σε εκείνους που το ύψος της απαίτησής τους είναι μικρότερο του 10% του συνολικού ύφους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, αρκεί κοινοποίηση της συμφωνίας με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονική ή συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ή καταχώριση περίληψής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 105.
4. Αν με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης και, αν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη. Αν δεν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, αλλά το δικαστήριο διαπιστώσει την παύση των πληρωμών, η απόφαση απόρριψης της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου στον εισαγγελέα πρωτοδικών για να κρίνει κατά πόσο θα υποβάλει αίτηση πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1.
5. Το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης ή που διαπιστώνει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν πρέπει να επικυρωθεί, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκόμιση εγγράφων, την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα έγγραφα, οι διευκρινίσεις ή η τροποποίηση πρέπει να υποβληθούν εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο και δεν δύναται να υπερβαίνει το δεκαήμερο.
6. Με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης ή και με μεταγενέστερη απόφαση, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή του, δύναται να ορίσει πρόσωπο από το Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος, ως ειδικό εντολοδόχο, για τη διενέργεια ειδικών πράξεων, τις οποίες ορίζει το δικαστήριο, ιδίως για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη, τη διενέργεια ειδικών διαχειριστικών πράξεων, τη διενέργεια των πράξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 101 ή την επίβλεψη της εκτέλεσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η απόφαση ορίζει τις
πράξεις στις οποίες δύναται να προβαίνει ο ειδικός εντολοδόχος και τη διάρκεια της εντολής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της συμφωνίας εξυγίανσης.
7. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
8. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 105 εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
9. Στην περίπτωση της παραγράφου 7 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
10. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
11. Η επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τροποποιείται άπαξ με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλόμενων μερών, η οποία κατατίθεται προς επικύρωση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε εκ των συμβαλλόμενων πιστωτών. Το δικαστήριο επικυρώνει την τροποποιητική συμφωνία, εφόσον συντρέχουν περιοριστικά και σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η τροποποίηση αφορά το χρόνο και τον τρόπο αποπληρωμής των απαιτήσεων ή το είδος των εκατέρωθεν παροχών.
β) Οι μεταβολές που επέρχονται στην αρχική συμφωνία δεν επηρεάζουν τους όρους αποπληρωμής των μη συμβαλλόμενων πιστωτών και δεν επιβαρύνουν τη θέση τους, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης.
γ) Η τροποποιητική συμφωνία δεν θίγει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, συμβαλλόμενων και μη.
Στη σχετική δίκη δύναται να ασκηθεί μόνο κύρια παρέμβαση, χωρίς προδικασία, από οποιονδήποτε έχοντα έννομο συμφέρον, ο οποίος επικαλείται τη μη τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων και αποδεικνύει βλάβη στα συμφέροντά του, προερχόμενη από τη μη τήρησή τους. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου που απορρίπτει την αίτηση τροποποίησης επιτρέπεται μόνον έφεση κατά τις κοινές διατάξεις, αποκλεισμένου οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή βοηθήματος, συμπεριλαμβανομένης της τριτανακοπής».
11. Αντικαθίσταται το άρθρο 1066 ως εξής:
«Άρθρο 106δ
Μεταβίβαση της επιχείρησης του οφειλέτη
1. Όταν κατά τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. Ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 33. Ως προς τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 141 παράγραφος 3. Για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134.
2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης ή μέρους της, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί να γίνει είτε σε τρίτο είτε σε εταιρεία που συνιστάται από τους πιστωτές, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο είτε σε άλλη εταιρεία, υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη, υπό τη μορφή εισφοράς εις είδος, τηρουμένωντων προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920.
3. Είναι δυνατόν κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του
οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί σε αυτή. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 1 περίπτωση γ’.
4. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη των παραγράφων
10 επ. του άρθρου 106β, τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης μέρη έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της, εφόσον έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης επικύρωσης έχουν μεταβληθεί τα στοιχεία του μεταβιβαζόμενου ενεργητικού και προσκομίζεται με τις προτάσεις
συμπληρωματική έκθεση του ορισθέντος εμπειρογνώμονα επί των
τροποποιούμενων όρων.
5. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 178».
12. Αντικαθίσταται το άρθρο 106ε ως εξής:
«Άρθρο 106ε
Ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης μετά την επικύρωση
1. Η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν μετά από την επικύρωση αποκαλύφθηκε ότι η συμφωνία αποτέλεσε προϊόν δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο, ιδίως λόγω απόκρυφης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού του.
β) εάν η μη εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία εξυγίανσης της επιχείρησής του.
2. Η ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης επιφέρει αυτοδικαίως την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης και την επαναφορά τους στην πριν από την επικύρωση της συμφωνίας νομική θέση τους ως προς το ύφος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στη συμφωνία εξυγίανσης, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει κατά τη συμφωνία. Η απόφαση που
ακυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
3. Η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, επιφέρει τη ματαίωση υλοποίησης της συμφωνίας. Στην περίπτωση αυτή:
α) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως κατά τη συμφωνία, επανέρχονται, ως προς το ύψος και το χρόνο λήξης τους, όπως είχαν πριν την επικύρωση της συμφωνίας, μετά την αφαίρεση των τυχόν ληφθέντων,
β) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες, κατά τη συμφωνία είχαν εξαλειφθεί ή άλλως αρθεί, δεν αναβιώνουν, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία και τούτο έχει σημειωθεί στα οικεία δημόσια βιβλία,
γ) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν συσταθεί σύμφωνα με τη συμφωνία για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση απαιτήσεων, εξακολουθούν να ισχύουν μόνον κατά το ποσό και για το χρόνο που έχει συμφωνηθεί στη συμφωνία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτή.
4. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα δικαιώματα που έχει κάθε πιστωτής κατά το κοινό δίκαιο για τις περιπτώσεις μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που αναλαμβάνονται ή διαμορφώνονται με τη συμφωνία, καθώς και καθυστερημένης ή πλημμελούς εκπλήρωσης, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων καταγγελίας ή υπαναχώρησης».
13. Αντικαθίσταται το άρθρο 106στ ως εξής:
«Άρθρο 106στ
Καθήκοντα και αμοιβές των οργάνων της διαδικασίας
1. Οι εμπειρογνώμονες πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τον οφειλέτη κατά την έννοια των όρων του διατάγματος το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182). Δεν επιτρέπεται ο ορισμός δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε οικονομικές υπηρεσίες ως εμπειρογνωμόνων.
2. Ο εμπειρογνώμονας υποχρεούται να εκτελείτα καθήκοντα του με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο εμπειρογνώμονας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια.
3. Η αμοιβή των εμπειρογνωμόνων κατά το παρόν κεφάλαιο συμφωνείται με τον οφειλέτη και τους πιστωτές ή μόνον με τους πιστωτές στην περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 104.
4. Οι εμπειρογνώμονες έχουν υποχρέωση να μην γνωστοποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας.»
Άρθρο 7
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥ («Σχέδιο αναδιοργάνωσης»)
1. Αντικαθίσταται το άρθρο 108 ως εξής:
«Άρθρο 108
Πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης
1. Σχέδιο δικαιούται να υποβάλει στο πτωχευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης ή πιστωτές, σύμφωνα με τις ακόλουθες ρυθμίσεις.
2. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την αίτησή του, με την οποία ζητεί να κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, καθώς και το άρθρο 5 παράγραφος 2, ή μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον εισηγητή μια φορά και για σύντομο χρόνο, όχι πέραν του μηνός, εφόσον αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση δεν είναι επιζήμια για τους πιστωτές και ότι υπάρχουν βάσιμες ελπίδες αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές.
3. Πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλιζόμενων απαιτήσεων δύνανται να συνυποβάλουν με την αίτηση πτώχευσης κατά του οφειλέτη πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ο υπολογισμός των ως άνω ποσοστών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α’ ή Β1 Τάξεως του ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, βασίζεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της ως άνω πλειοψηφίας. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση με ποινή απαράδεκτου. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στο σχηματισμό των ως άνω ποσοστών σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Αν δεν συμπληρώνονται τα ως άνω ποσοστά, το πτωχευτικό δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη, η δε πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης θεωρείται ως μη υποβληθείσα.»
2. α) Αντικαθίσταται η περ. γ* της παρ. 1 του άρθρου 109 ως εξής:
«γ) διαμόρφωση, των δικαιωμάτων και γενικά της νομικής θέσης που έχει κάθε πιστωτής, ανάλογα με την κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών στην οποία ανήκει, ή άλλος που συμμετέχει στο σχέδιο χωρίς να είναι πιστωτής, όπως άφεση, μείωση ή καταβολή σε δόσεις των απαιτήσεων, παραίτηση ή περιορισμός εμπράγματης ασφάλειας ή προνομίου, μεταβίβαση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, καθώς και τη θέση του οφειλέτη κατά την εκπλήρωση του σχεδίου και τη συνέχιση ευθύνης του ή την πλήρη ή μερική απαλλαγή του.»
β) Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 109 ως εξής:
«4. Το σχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή, η αμοιβή του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 106στ παράγραφος 3.»
3. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 111 ως εξής: «1. Όταν συντρέχουν πιστωτές με απαιτήσεις διαφορετικής νομικής θέσης, ο καθορισμός των δικαιωμάτων εκείνων που συμμετέχουν στο σχέδιο γίνεται υποχρεωτικά ανά ομάδες, ως εξής:
α) πιστωτές με ενέγγυες απαιτήσεις, εφόσον τα δικαιώματα τους θίγονται με το σχέδιο
β) πιστωτές με απαιτήσεις που έχουν γενικό προνόμιο γ) πιστωτές με ανέγγυες απαιτήσεις και
δ) πιστωτές με απαιτήσεις τελευταίας σειράς, μόνον εάν το σχέδιο προβλέπει περί των τελευταίων.»
4. Καταργείται το άρθρο 114.
α. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 115 ως εξής:
«1. Το πτωχευτικό δικαστήριο καθορίζει με την απόφασή του αμέσως προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των δυο (2) μηνών, για την αποδοχή ή μη του σχεδίου από τους πιστωτές, καθώς και ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πιστωτών για συζήτηση και ψηφοφορία επί του σχεδίου. Η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 8. Εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 108, ο εισηγητής με διάταξή του καθορίζει την προθεσμία και την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου.»
β. Αντικαθίσταται η παρ. 3 του άρθρου 115 ως εξής:
«3. Η απόφαση του δικαστηρίου ή η διάταξη του εισηγητή που καθορίζει ημερομηνία σύγκλησης της ειδικής συνέλευσης δημοσιεύεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1.»
5. Αντικαθίσταται το άρθρο 118 ως εξής:
«Αρθρο 118
Τροποποιήσεις του σχεδίου
Εκείνος που υπέβαλε το σχέδιο δικαιούται να επιφέρει τροποποιήσεις σε επί μέρους προτάσεις του σχεδίου που προκύπτουν κατά τη συζήτησή του και τις θεωρεί αναγκαίες για την αποδοχή του.»
6. α. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 120 ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των ορισμών της παραγράφου 2 προϋπόθεση για την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου, όταν το σχέδιο έχει υποβληθεί από πιστωτές σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 108, είναι η προηγούμενη συναίνεση του οφειλέτη.»
β. Αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 120 ως εξής:
«3. Οι κατά την παράγραφο 2 αντιρρήσεις του οφειλέτη δεν εμποδίζουν την επικύρωση του σχεδίου από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν προβλέπεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο.»
7. Εισάγεται νέο άρθρο 120α ως εξής:
«Άρθρο 120α
Σύμπραξη συνέλευσης μετόχων ή εταίρων
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της πρότασης σχεδίου αναδιοργάνωσης η σύμπραξη της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 101 παράγραφοι 1, 2 και 3.»
8. Αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 122 ως εξής:
«3. Στη συζήτηση καλούνται, τουλάχιστον πριν τρεις (3) ημέρες, να εκφέρουν τις απόψεις τους, ο οφειλέτης και ο σύνδικος. Όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα παρέμβασης χωρίς τήρηση προδικασίας.»
9. Αντικαθίσταται η περ. α’ του άρθρου 124 ως εξής:
«α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα ως προς το περιεχόμενο του σχεδίου, την ίση μεταχείριση των πιστωτών που συμμετέχουν στην ίδια ομάδα ή υποομάδα, τη διαδικασία συζήτησης και ψηφοφορίας, τις αναγκαίες
πλειοψηφίες των πιστωτών και τη συναίνεση του οφειλέτη και εφόσον η σχετική παράβαση θα μπορούσε ουσιωδώς να είχε επηρεάσει την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές.»
10. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 128 ως εξής:
«1. Η ακύρωση του σχεδίου επιφέρει αυτοδικαίως:
α) τη λήξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της εποπτείας εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου
β) την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και την επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύφος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεων τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στο σχέδιο, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει σύμφωνα με το σχέδιο και
γ) την εισέλευση της διαδικασίας στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.»
11. Αντικαθίσταται η παράγραφος 2 του άρθρου 131 ως εξής:
«2. Ο σύνδικος πληροφορεί ανά έξι (6) μήνες με έκθεσή του τον εκπρόσωπο των πιστωτών που έχει προς τούτο οριστεί στο σχέδιο, για την πορεία του σχεδίου και τις προβλέψεις για την εκπλήρωσή του.»
Άρθρο 8
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΟΓΔΟΟΥ («Η εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη και η διανομή»)
1. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 135 ως εξής:
«1. Αν αποφασισθεί, μετά το πέρας των επαληθεύσεων από τη συνέλευση των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 84 ότι η επιχείρηση του οφειλέτη πρέπει να εκποιηθεί ως σύνολο επιχείρησης ή κατά τα επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής, η εκποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις.»
2. Αντικαθίσταται το άρθρο 136 ως εξής:
«Άρθρο 136
Εκτίμηση της αξίας του ενεργητικού
Αν η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών του άρθρου 84, περί εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου, επικυρωθεί από τον εισηγητή και δεν ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή ή η ασκηθείσα εμπροθέσμως προσφυγή απορριφθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 84, ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η πρόσληψη πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών που τηρείται στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ίδιου Υπουργείου. Ο τελευταίος προβαίνει στην εκτίμηση της αξίας της επιχείρησης ως συνόλου, εν όψει της δυνατότητας συνέχισης της επιχείρησης, καθώς και στην ταυτόχρονη εκτίμηση της αξίας και των κατ’ ιδίαν υλικών και άυλων στοιχείων του ενεργητικού της. Εφόσον στην περιουσία της επιχείρησης του οφειλέτη περιλαμβάνεται ακίνητο, για την εκτίμηση της αξίας αυτού λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία.»
3. Αντικαθίσταται το άρθρο 137 ως εξής:
«Άρθρο 137 Διάταξη του εισηγητή
1. Ο σύνδικος, με βάση την απογραφή του ενεργητικού του οφειλέτη (άρθρο 68 παρ. 2) και τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση που έχει συντάξει (άρθρο 76 παρ. 1 και 2) και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεση του, καθώς και την έκθεση του κατά το προηγούμενο άρθρο εκτιμητή, συντάσσει, εντός είκοσι (20) ημερών, λεπτομερή έκθεση προς τον εισηγητή, στην οποία αναφέρονται όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν το ενεργητικό και τα οποία περιέρχονται στον αγοραστή που αναδεικνύεται πλειοδότης, τους τυχόν προτεινόμενους όρους της πώλησης και γενικά κάθε χρήσιμη πληροφορία.
2. Με την έκθεση της προηγούμενης παραγράφου ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η εκποίηση με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό της
επιχείρησης ως συνόλου, αντί του συνολικού τιμήματος που εκτιμά αυτός και αντί των όρων που τυχόν αυτός θεωρεί ότι προσήκουν στην περίπτωση.
3. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών, καθορίζοντας την αξία της επιχείρησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να γίνει η εκποίηση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο.»
4. α. Αντικαθίσταται η παράγραφος 1 του άρθρου 138 ως εξής:
«1. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της κατά το προηγούμενο άρθρο διάταξης του εισηγητή, δημοσιεύει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει:
α) την επωνυμία, την έδρα, τη δραστηριότητα και συνοπτική περιγραφή της επιχείρησης του οφειλέτη, το ενεργητικό της οποίας πωλείται ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται λεπτομερής περιγραφή των επί μέρους στοιχείων, τα οποία αναγράφονται στην έκθεση του συνδίκου του προηγούμενου άρθρου, αντίγραφο της οποίας μπορεί να λάβει ατελώς κάθε ενδιαφερόμενος
β) πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να παραλάβει από τον σύνδικο αντίγραφο της κατά το άρθρο 137 έκθεσής του και να υποβάλει την προσφορά του, η οποία συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για ποσό και με όρους που προσδιορίζονται επίσης στη διακήρυξη
γ) την προθεσμία υποβολής των προσφορών, στον εισηγητή, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών από την τελευταία δημοσίευση της διακήρυξης στον τύπο, σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, καθώς και την ημέρα και ώρα αποσφράγισης των προσφορών από τον εισηγητή και
δ) το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου της έδρας της επιχείρησης του οφειλέτη, ενώπιον του οποίου, μετά από την έγκριση του εισηγητή, συνάπτεται η σύμβαση της μεταβίβασης της επιχείρησης.» β. Προστίθεται παράγραφος 3 στο άρθρο 138 ως εξής:
«3. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολου μένων.»
5. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 139 ως εξής:
«2. Κατά την καθορισθείσα στη διακήρυξη ημέρα και ώρα, ο εισηγητής αποσφραγίζει τις προσφορές, παρουσία του συνδίκου και εκείνων που υπέβαλαν τις προσφορές. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση περί της αποσφράγισης, στην οποία προσαρτώνται όλες οι προσφορές και την οποία υπογράφει ο ίδιος, ο γραμματέας, ο σύνδικος και οι λοιποί παρόντες. Αντίγραφο της έκθεσης και των προσφορών παραδίνεται στον σύνδικο αυθημερόν, καθώς και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.»
6. Αντικαθίσταται το άρθρο 140 ως εξής:
«Άρθρο 140
Κατακύρωση
1. Ο σύνδικος, εντός πέντε (5) ημερών από την αποσφράγιση των προσφορών, συντάσσει συνοπτική έκθεση αξιολόγησής τους και προτείνει την κατακύρωση ή μη της επιχείρησης στον πλειοδότη, δηλαδή σ’ αυτόν του οποίου την προσφορά κρίνει ως πλέον συμφέρουσα για τους πιστωτές. Η έκθεση υποβάλλεται στον εισηγητή, αντίγραφο δε αυτής χορηγείται αδαπάνως και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.
2. Ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, εγκρίνει ή απορρίπτει την κατακύρωση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης καλούνται ο σύνδικος, ο οφειλέτης και αυτοί
που μετείχαν στο δημόσιο πλειστηριασμό να καταθέσουν στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστούν και να προσκομίσουν σχετικά έγγραφα. Ο εισηγητής, αφού λάβει υπόψη τα παραπάνω, εφόσον κρίνει την προσφορά του πλειοδότη συμφέρουσα για τους πιστωτές, εγκρίνει τη σύναψη της σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης. Άλλως, ο δημόσιος πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 144.»
7. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 141 ως εξής:
«1. Μετά την κατά το προηγούμενο άρθρο έγκριση από τον εισηγητή, ο σύνδικος συνάπτει ενώπιον του συμβολαιογράφου ο οποίος ορίζεται στη διακήρυξη τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης, με βάση τους όρους της προσφοράς του και τους τυχόν άλλους ευνοϊκότερους όρους που υποδείχθηκαν στον πλειοδότη και αυτός τους αποδέχθηκε με δήλωσή του προς τον σύνδικο και τον εισηγητή.»
8. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 144 ως εξής:
«2. Ο σύνδικος, στην περίπτωση μη έγκρισης της κατακύρωσης από τον εισηγητή, επαναλαμβάνει εντός δεκαπέντε (15) ημερών τις δημοσιεύσεις του άρθρου 138, ορίζοντας νέες ημερομηνίες υποβολής προσφορών. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να ορίσει, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, νέα τιμή πρώτης προσφοράς. Ο νέος δημόσιος πλειστηριασμός διεξάγεται με τις ίδιες διατυπώσεις και έχει τα ίδια αποτελέσματα που ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις.»
9. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 147 ως εξής:
«2. Σε περίπτωση που άρχισε εκτέλεση από τους ενέγγυους πιστωτές κατά την προηγούμενη παράγραφο, αν και μετά την ένωση αυτή καθυστερεί κατά τρόπο αδικαιολόγητο που επιφέρει συγκεκριμένη βλάβη των πιστωτών, ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να δώσει την άδεια στον σύνδικο να εκποιήσει το ακίνητο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.»
10. Αντικαθίσταται το άρθρο 148 ως εξής:
«Άρθρο 148 Διαδικασία διακήρυξης
1. Η εκποίηση των ακινήτων του οφειλέτη γίνεται ύστερα από άδεια του εισηγητή που παρέχεται μετά από αίτηση του συνδίκου, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Στη διάταξη του εισηγητή ορίζεται η αξία του ακινήτου, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι της εκποίησης. Αν έχειπροηγηθεί η διαδικασία των άρθρων 135 επ., ως αξία του ακινήτου θεωρείται η εκτίμησή του σύμφωνα με το άρθρο 136.
2. Μετά από την έκδοση της διάταξης της παραγράφου 1 ο εισηγητής συντάσσει έκθεση στην οποία αναφέρεται το ακίνητο που εκποιείται, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι που τυχόν όρισε, ο τόπος και χρόνος του πλειστηριασμού, ο τόπος και χρόνος των επαναλήψεών του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή, εκδίδει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει σύντομη περιγραφή του ακινήτου, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους που όρισε ο εισηγητής, τον τόπο και χρόνο του πλειστηριασμού και τις επαναλήψεις του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
4. Αντίγραφο της διακήρυξης τοιχοκολλάται στο γραφείο του εισηγητή και κοινοποιείται στους ενυπόθηκους πιστωτές και στο Δημόσιο δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό. Περίληψη της διακήρυξης, που αναφέρει τα ανωτέρω στοιχεία, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό και τις τυχόν επαναλήψεις του. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει πρόσθετες δημοσιεύσεις σε πολιτικές ή οικονομικές αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε εφημερίδα του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο, τις οποίες ορίζει ο ίδιος. Στις δημοσιεύσεις αυτές πρέπει να αναφέρεται η ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού και οι τυχόν επαναλήψεις. Οι πρόσθετες δημοσιεύσεις λαμβάνουν χώρα, εφόσον διαταχθούν, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.
5. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολο υ μέ νων.»
11. Αντικαθίσταται το άρθρο 150 ως εξής:
«Άρθρο 150
Επανάληψη πλειστηριασμού
1. Εάν ο πλειστηριασμός επαναληφθεί τρεις (3) συνεχείς ανά εβδομάδα φορές, χωρίς να εμφανιστεί πλειοδότης, αναβάλλεται για μία ακόμη φορά από τον εισηγητή χωρίς άλλες διατυπώσεις, σε ημερομηνία απέχουσα τέσσερις (4) εβδομάδες από την τελευταία επανάληψη. Αν η διαδικασία αποβεί άκαρπη, κατόπιν αίτησης του συνδίκου, ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, υποχρεούται να μεταρρυθμίσει την κατά το άρθρο 148 διάταξή του και να ορίσει μικρότερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να θέσει όρους για τη διευκόλυνση της εκποίησης του ακινήτου περιλαμβανομένηςτης ελεύθερης εκποίησης. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης όποιος δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.
2. Ο εισηγητής αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης του συνδίκου και μεταρρυθμίζει τη διάταξη. Αμέσως μετά την έκδοση της διάταξης, ο εισηγητής συντάσσει νέα έκθεση, κατά το άρθρο 148 παρ. 2 και ο σύνδικος συντάσσει νέα διακήρυξη, την οποία προσαρμόζει στη διάταξη, τηρώντας τις διατυπώσεις της παρ. 3 του ίδιου άρθρου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για κάθε περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς.»
12. Αντικαθίστανται οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 152 ως εξής:
«3. Η άσκηση της ανακοπής και η προθεσμία αυτής δεν αναστέλλουν την περαιτέρω διαδικασία της εκκαθάρισης, εκτός αν διατάξει τούτο ο εισηγητής, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον και αφού ακουσθεί ο
QRZ
σύνδικος, που προσκαλείται να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως προ τριών (3) ημερών.
4. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και το δικαστήριο αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση ή αναίρεση. Το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που απαγγέλλει την ακύρωση, ορίζει ποιες από τις πράξεις πρέπει να επαναληφθοΰν.»
13. Αντικαθίσταται η περ. α’ του άρθρου 154 ως εξής:
«(α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιοσδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που δίδονται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο δύναται να απέχει έως έξι (6) μήνες, κατ’ ανώτατο όριο, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης. Το προνόμιο του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται ανεξάρτητα από την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, εφόσον οι σκοποί των χρηματοδοτήσεων ή των παροχών και η ύπαρξη του προνομίου προβλέπονται ρητά στη συμφωνία εξυγίανσης ή σε συμβάσεις που καταρτίζονται κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Το προνόμιο των προηγούμενων εδαφίων δεν αφορά σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη.»
14. Αντικαθίσταται το άρθρο 156 ως εξής:
«Άρθρο 156 Συρροή προνομίων
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. 1(γ), προτιμιόνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. Ια) και 1β), τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθ. Ια) και 1β). Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 154 και 155 αριθ. Ια) και 1β), κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 154 ή 155, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 155 αριθ. 1β), ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
3. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 (α), οι απαιτήσεις του άρθρου 155 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 155 και του άρθρου 154 κατηγορίες β-ζ κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 155 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το
ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 154 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154α, οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως.»
15. α. Αντικαθίσταται η παρ. 1 του άρθρου 161 ως εξής:
«1. Εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της τελευταίας χρονολογικά δημοσίευσης του άρθρου 153 παρ. 2, οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει κατά του πίνακα διανομής ανακοπή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και κατά των πιστωτών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.»
β. Αναριθμείται η υπάρχουσα παρ. 2 του άρθρου 161 σε 3 και προστίθεται παρ. 2 ως εξής:
«2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και η απόφαση επ’ αυτής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.»
Άρθρο 9
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΝΑΤΟΥ
(«Απλοποιημένη διαδικασία επί πτωχεύσεων μικρού αντικειμένου»)
Αντικαθίσταται το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 162 ως εξής:
«Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των λοιπών κεφαλαίων του παρόντος κώδικα, εκτός αν το πτωχευτικό δικαστήριο κατά την κρίση του αποφασίσει τον
τρόπο και τους τύπους, σύμφωνα με τους οποίους θα διεξαχθεί η πτωχευτική διαδικασία, ακόμη και κατά παρέκκλιση των διατάξεών του.»
Άρθρο 10
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΚΑΤΟΥ («Η περάτωση της πτώχευσης»)
1. Αντικαθίσταται το άρθρο 164 ως εξής:
«Γενικά Άρθρο 164
1. Η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παρ. 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της λόγω της έλλειψης ενεργητικού, λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παρ. 3 ή λόγω της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Η τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης και η περάτωση της πτώχευσης λόγω εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνιστούν λόγους αναβίωσης του νομικού προσώπου τηρουμένων των διατάξεων του εταιρικού δικαίου».
2. Αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 165 ως εξής:
«2. Ο εισηγητής συγκαλεί εντός μηνός τη συνέλευση των πιστωτών, ενώπιον των οποίων ο σύνδικος λογοδοτεί για τη διαχείρισή του. Στη συνέλευση αυτή καλείται και δικαιούται να παραστεί και ο οφειλέτης. Οι πιστωτές γνωμοδοτούν περί της διαχείρισης του συνδίκου. Συντάσσεται περί αυτού έκθεση από τον εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών. Αν η σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί, μετά από δεύτερη ατελέσφορη προσπάθεια, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον μόνου του εισηγητή».
3. Αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 166 ως εξής:
«1. Αν οι εργασίεςτης πτώχευσης δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο, μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτώχευσης.
2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, εκτός αν ο οφειλέτης έχει απαλλαγεί σύμφωνα με το άρθρο 169, παύει δε το λειτούργημα του συνδίκου και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1».
4. Καταργείται το άρθρο 167.
Άρθρο 11
Αντικατάσταση ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΝΔΕΚΑΤΟΥ («Η αποκατάσταση του οφειλέτη»)
Αντικαθίσταται το Κεφάλαιο ενδέκατο του Πτωχευτικού Κώδικα (άρθρα 168 έως 170α) εξ ολοκλήρου, ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Η ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ Άρθρο 167
Κήρυξη του οφειλέτη συγγνωστού
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει το σύνδικο, αποφαίνεται ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός, αν αυτός επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά την διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες
ενέργειες του. Δεν μπορούν να κηρυχθούν συγγνωστοί αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 171 και 172 του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για κάποια από αυτές τις πράξεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.
2. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που κηρύσσει την παύση των εργασιών της, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 166, με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
3. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που διατάσσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου υπό τις περιστάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος, το πτωχευτικό δικαστήριο ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή, ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
4. Αν ο οφειλέτης κηρυχθεί συγγνωστός, δεν προσωποκρατείται από τους πιστωτές της πτώχευσης, εκτός αν ειδικοί νόμοι ορίζουν διαφορετικά, παύουν δε οι στερήσεις δικαιωμάτων οι οποίες συνέπειες της πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος. Η διάταξη της απόφασης περί κηρύξεως του οφειλέτη συγγνωστού σημειώνεται στο Μητρώο Πτωχεύσεων, καθώς και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Αρθρο 168
Αίτηση περί απαλλαγής
Ο οφειλέτης υποβάλλει μετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως μέχρι την περάτωσή της, αν αυτή επέρχεται ενωρίτερα, αίτηση περί της απαλλαγής του.
Άρθρο 169
Απόφαση περί απαλλαγής
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει επί της υποβληθείσας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο αίτησης του οφειλέτη και, εφ’ όσον τον κρίνει συγγνωστό σύμφωνα με το άρθρο 167, τον απαλλάσσει πλήρως από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία. Η απόφαση επί της αίτησης εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.
2. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια.
3. Αν η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης απαλλάσσεται άνευ ετέρου, εκτός εάν το σχέδιο ορίζει διαφορετικά.
4. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου επιτρέπεται μόνο μία φορά, εκτός εάν πρόκειται για νεότερη απαλλαγή με βάση σχέδιο αναδιοργάνωσης».
Άρθρο 12
Τροποποιήσεις στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ («Ποινικές διατάξεις»)
Αντικαθίσταται η παρ. 4 του άρθρου 171 ως εξής:
4. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για τη κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου.»
Άρθρο 13
1. Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του Μέρους Πρώτου του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τα άρθρα 63, 64, 80 και την παρ. 3 του άρθρου 81 του Πτωχευτικού Κώδικα, η ισχύς των οποίων αρχίζει από την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαρ. Γ3 της παρ. Γ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α’ 182).
2. Μεταβατικές διατάξεις
α. Η παρ. 10 του άρθρου 106β και τα άρθρα 167, 168 και 169 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αυτά τίθενται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί εκκρεμών κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διαδικασιών.
β. Κατά τα λοιπά οι διατάξεις του παρόντος, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο προηγούμενο άρθρο, εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του. Ως έναρξη διαδικασιών νοείται ότι η κατάθεση αίτησης πτώχευσης ή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης.
γ. Η διάταξη του άρθρου 156 του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως αντικαθίσταται με το παρόν, εφαρμόζεται και επί αιτήσεων που έχουν κατατεθεί από 19 Αυγούστου 2016. δ. Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών.
ε. Μέχρι την ενεργοποίηση του Μητρώου διαχειριστών αφερεγγυότητας, που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο, θα εφαρμόζονται οι προϊσχύσασες των άρθρων 63, 64, 79, 80 και 81 διατάξεις του Πτωχευτικού Κώδικα. Μετά την ενεργοποίηση του ως άνω Μητρώου και την έναρξη ισχύος των νέων διατάξεων των άρθρων 63,64,80 και 81 παρ. 3 του Πτωχευτικού Κώδικα, αυτά θα εφαρμόζονται επί των διαδικασιών που θα αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος τους. Οι προϊσχύσασες αντίστοιχες διατάξεις θα εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών κατά τον ως άνω χρόνο.
6. Οι διατάξεις άλλων νόμων που παραπέμπουν σε άρθρα των καταργούμενων ή αντικαθιστώμενων διατάξεων του ν. 3588/2007, από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου θεωρούνται ότι παραπέμπουν σε αντίστοιχες διατάξεις του.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΜΕΤΡΑ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Άρθρο 14
Τροποποίηση γενικών δικονομικών κανόνων
1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα δικόγραφα της αίτησης ακυρώσεως, της προσφυγής και της αίτησης αναιρέσεως, που ασκούνται από ιδιώτη, υπογράφονται μόνο από δικηγόρο.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 17 καταργείται.
3. Στην τρίτη υποπαράγραφο της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά τις προσθήκες που έγιναν με το άρθρο 41 του ν. 4055/2012 (Α’ 51), προστίθενται μετά το προτελευταίο εδάφιο τα εξής:
«Η αυξημένη δικαστική δαπάνη του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται επίσης στον διάδικο που ηττήθηκε, εάν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το δικόγραφό του υπερβαίνει σε έκταση το αναγκαίο μέτρο ενόφει των τιθέμενων με το ένδικο βοήθημα ή μέσο ζητημάτων.»
4. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Π.Δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής: «Σε περίπτωση προσφυγής που ασκείται από υπάλληλο η κοινοποίηση προς την αρμόδια αρχή γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.»
Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων περί ενδίκων βοηθημάτων και μέσων
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 41 του Π.Δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής: «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση ή την αποδεδειγμένη πλήρη γνώση από αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Π.Δ. 18/1989, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικράτειας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση.»
4. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαράδεκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος.»
Άρθρο 16
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Στο Μέρος Τρίτο του Π.Δ. 18/1989 προστίθεται μετά το άρθρο 69 Κεφάλαιο Έβδομο και νέο άρθρο 69Α, ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Αίτηση επανάληψης της διαδικασίας
Άρθρο 69Α
1. Δικαστική απόφαση, για την οποία κρίθηκε με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι εκδόθηκε κατά παραβίαση δικαιώματος που αφορά τον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Σύμβασης, υπόκειται σε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του δικαστικού σχηματισμού του Συμβουλίου της Επικράτειας που την εξέδωσε.
2. Δικαίωμα να ασκήσουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτηση έχουν όσοι διατέλεσαν διάδικοι στη δίκη ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί τους, εφόσον έχουν έννομο συμφέρον.
3. Η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα ημερών, που αρχίζει από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 44 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχύουσας διαδικασίας. Αν κατά τη διάρκεια της παραπάνω προθεσμίας υπάρξει διαδοχή του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διαδίκου, η προθεσμία για τον διάδοχο αρχίζει από τότε που επήλθε η διαδοχή. Ειδικώς στην
περίπτωση κληρονομικής διαδοχής, η προθεσμία για τον κληρονόμο αρχίζει από τη λήξη της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομιάς.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 17
Σχέση της διοικητικής με την πολιτική και την ποινική δίκη
Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα δικαστήρια δεσμεύονται από τις αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ισχύουν έναντι όλων. Δεσμεύονται, επίσης, από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, από τις αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και από τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μην γίνει η κατηγορία βουλεύματα, εκτός εάν η απαλλαγή στηρίχθηκε στην έλλειψη αντικειμενικών ή υποκειμενικών στοιχείων που δεν αποτελούν προϋπόθεση της διοικητικής παράβασης.»
Άρθρο 18
Τροποποίηση του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συναφών
διατάξεων
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας απαλείφεται η φράση «Κατ’ εξαίρεση.»
2. Η περίπτωση β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«β) των φορολογικών και τελωνειακών εν γένει διαφορών, των οποίων το αντικείμενο δεν υπερβαίνει τις εξήντα χιλιάδες (60.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο μονομελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και μέχρι του ποσού των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο βαθμό στο τριμελές πρωτοδικείο. Εάν το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, ανήκει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό στο τριμελές εφετείο.»
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος.
4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«των διαφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των άρθρων 13 και 14 του ν. 2523/1997 (Α’ 179), των παρ. 5 και 6 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), του άρθρου 153 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) και των περιπτώσεων γ’, δ’ και ε’ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (Α’ 182), η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 51 του ν. 3659/2008 (Α’ 77), ανήκει στον πρόεδρο πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, ο οποίος αποφαίνεται ανεκκλήτως.»
5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ως ακολούθως:
«Η υποχρέωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής δεν ισχύει στις περιπτώσεις των διαφορών που υπάγονται στην αρμοδιότητα του προέδρου πρωτοδικών του διοικητικού πρωτοδικείου, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως εκάστοτε ισχύει.»
Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων για την εξαίρεση δικαστών
1. Το άρθρο 17 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν την εξαίρεση του δικαστή για τον οποίο συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν συγκεκριμένοι πραγματικοί λόγοι που δικαιολογούν τη δημιουργία αμφιβολίας ως προς την αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων του, με έγγραφη αίτηση, που υποβάλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου ή στο ακροατήριο κατά τις διακρίσεις της επόμενης παραγράφου.
2. Η εξαίρεση προτείνεται από τον διάδικο πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο. Αργότερα, και έως το πέρας της συζήτησης στο ακροατήριο, αίτηση εξαίρεσης μπορεί να υποβληθεί, μόνο εάν πιθανολογείται ότι η περίπτωση ή οι λόγοι της εξαίρεσης προέκυψαν ή έγιναν γνωστοί στον διάδικο μετά την πάροδο της πενθήμερης προθεσμίας.
3. Οι διάδικοι με την ίδια αίτηση μπορούν επίσης να ζητήσουν να κριθεί η νομιμότητα διαδικαστικών πράξεων που έχει ενεργήσει ο δικαστής του οποίου ζητείται η εξαίρεση ή που έχουν ενεργηθεί με τη σύμπραξή του πριν από την υποβολή της αίτησης.
4. Η αίτηση υποβάλλεται είτε από τον διάδικο αυτοπροσώπως είτε από πληρεξούσιο με ειδική πληρεξουσιότητα, πρέπει δε να περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους εξαίρεσης και τα στοιχεία από τα οποία αυτοί αποδεικνύονται, διαφορετικά είναι απαράδεκτη.
5. Είναι απαράδεκτη η αίτηση για την εξαίρεση όλων των δικαστών των διοικητικών δικαστηρίων του Κράτους.
6. Δεν επιτρέπεται αίτηση εξαίρεσης: α) όλων των μελών του δικαστηρίου, στο οποίο υπηρετούν πραγματικά περισσότεροι από πέντε (5) δικαστές, β) μελών του δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει για την αίτηση εξαίρεσης κατά το άρθρο 18, γ) περισσοτέρων των οκτώ (8) δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πραγματικά τουλάχιστον δώδεκα (12) δικαστές, δ) περισσοτέρων των τεσσάρων (4) δικαστών για κάθε δικαστήριο στο οποίο υπηρετούν πραγματικά επτά (7) δικαστές και περισσοτέρων των δύο (2) όταν υπηρετούν πραγματικά λιγότεροι από επτά (7) δικαστές, ε) μελών του δικαστηρίου το οποίο αποφασίζει για την παραπομπή της αίτησης εξαίρεσης από δικαστήριο σε δικαστήριο κατά τα άρθρα 11 και 21.
7. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αίτησης εξαίρεσης από τον διάδικο κατά των ίδιων δικαστών, στο πλαίσιο της ίδιας δίκης.»
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την απορριπτική απόφαση το δικαστήριο, εάν κρίνει ότι οι λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, επιβάλλει σε εκείνον που υπέβαλε την αίτηση και τις κυρώσεις της παρ. 2 του άρθρου 42.»
Άρθρο 20
Τροποποίηση του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«α) κατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, αν πρόκειται δε για φορολογική εν γένει διαφορά που αφορά κύριο και πρόσθετο φόρο, όταν ο κύριος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό αυτό.»
Άρθρο 21
Τροποποίηση των άρθρων 126 και 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας καταργούνται. Η ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς δίκες.
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 128 αντικαθίσταται ως εξής: «Αντίγραφο του δικογράφου που κατατέθηκε, με μνεία της χρονολογίας κατάθεσής του, επιδίδεται, με τη φροντίδα της γραμματείας, στους καθ’ ων τούτο στρέφεται, εξήντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο.»
Άρθρο 22
Τροποποίηση του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 126Α προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Την κατά τα ανωτέρω εκδίκαση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου μπορεί να προτείνει στον πρόεδρο και ο ορισθείς κατά το άρθρο 127 ως εισηγητής.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κατά τις παραγράφους 1 και 2 αποφάσεις λαμβάνονται μόνον ομοφώνως και μετά την αποστολή του φακέλου από τη διοίκηση, όταν τούτο κρίνεται απαραίτητο.»
3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 126Α αντικαθίσταται ως εξής: «Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του, που κατατίθεται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση, και πάντως όχι μετά την πάροδο δεκαοκτώ (18) μηνών από την έκδοση της απόφασης, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο
ακροατήριο, καταβάλλοντας τριπλάσιο του κατά το άρθρο 277 οριζόμενου παράβολου ή, όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, τριπλάσιο του οριζόμενου στην περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 277 παράβολου για την προσφυγή.»
4. Στο άρθρο 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Υποθέσεις που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως μπορούν να παραπέμπονται στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο είτε με πράξη του προέδρου του συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο είτε με τη διαδικασία της παραγράφου 1. Με τον ίδιο τρόπο παραπέμπεται και η τυχόν εκκρεμής αίτηση αναστολής.»
Άρθρο 23
Εισαγωγή της ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης διαφορών
1. Μετά το άρθρο 126Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται νέο άρθρο 126Β ως εξής:
«Άρθρο 126Β
Ενδοδικαστική συμβιβαστική επίλυση σε συμβούλιο των διαφορών από αγωγές για απαιτήσεις από διοικητικές συμβάσεις
1. Οι διαφορές από αγωγές για απαιτήσεις από την εκτέλεση διοικητικών συμβάσεων αρμοδιότητας των διοικητικών εφετείων, υπόκεινται στη διαδικασία ενδοδικαστικής συμβιβαστικής επίλυσης σε συμβούλιο, σύμφωνα με τους όρους των επόμενων παραγράφων.
2. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτόν δικαστής, αμέσως μετά την κατάθεση του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου, ορίζει με πράξη του επ’ αυτού το αρμόδιο τμήμα για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς. Ο πρόεδρος του οικείου τμήματος ορίζει εισηγητή δικαστή με πράξη του, η οποία κοινοποιείται στους διαδίκους. Εντός δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση, οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να προσκομίσουν στη γραμματεία του δικαστηρίου όλα τα αναγκαία στοιχεία για την επίλυση της διαφοράς. Ο εισηγητής επιμελείται τη συγκέντρωση των αναγκαίων
στοιχείων από τους διαδίκους, από τους οποίους μπορεί να ζητά, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, την προσκόμιση πρόσθετων στοιχείων, και οργανώνει την επικοινωνία με αυτούς προς τον σκοπό επίλυσης της διαφοράς. Προς τούτο οι διάδικοι καλούνται σε κοινή συνάντηση από τον εισηγητή σε ημερομηνία που ορίζεται από τον ίδιο. Μετά την ολοκλήρωση της ως άνω διαδικασίας, η υπόθεση εισάγεται στο συμβούλιο και συντάσσεται πρακτικό, το οποίο περιέχει τις δηλώσεις των διαδίκων και την απόφαση του συμβουλίου, με την οποία επιλύεται η διαφορά ή διαπιστώνεται η μη επίτευξη της ενδοδικαστικής επίλυσής της.
3. Η απόφαση ενδοδικαστικής επίλυσης, η οποία περιέχει το ύψος της απαίτησης χωρίς παράθεση του πραγματικού, το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας και τον προσδιορισμό του επιτοκίου, έχει τα αποτελέσματα αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και συνιστά εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 199 του παρόντος Κώδικα.
4. Η διαδικασία ενδοδικαστικής επίλυσης διεξάγεται κατά τρόπο που να διασφαλίζεται το απόρρητο αυτής.
5. Οι διάδικοι, πλην του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για τους οποίους έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 29 του παρόντος Κώδικα, εκπροσωπούνται στη διαδικασία του παρόντος άρθρου από δικηγόρους, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, εφαρμοζόμενης και της διάταξης της περίπτωσης Α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του παρόντος Κώδικα. Για την ενδοδικαστική επίλυση της διαφοράς απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα.»
2. Οι διατάξεις του νέου άρθρου 126Β του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που τίθενται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις.
Άρθρο 24
Εισαγωγή του θεσμού του εισηγητή δικαστή σε διαφορές ουσίας
1. Στο άρθρο 127 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος, αμέσως μετά την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, με πράξη του επ’ αυτού, ορίζει εισηγητή τόσο για τις υποθέσεις τριμελούς όσο και μονομελούς σύνθεσης και δίνει εντολή να ανακοινωθεί η δικογραφία σε αυτόν. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τμήματος μπορεί οποτεδήποτε, ακόμη και προφορικώς, να αντικαταστήσει τον εισηγητή σε περίπτωση κωλύματος. Εισηγητής δεν ορίζεται για το ένδικο βοήθημα της αγωγής ή για ένδικο μέσο κατά απόφασης που εκδίδεται επί αγωγής. Σε περίπτωση σώρευσης περισσότερων ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων κατά το άρθρο 124, εισηγητής ορίζεται εφόσον τούτο απαιτείται για ένα από τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα που σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο.»
2. Μετά το άρθρο 128 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 128Α με τίτλο «Καθήκοντα εισηγητή», ως εξής:
«1. Ο εισηγητής, σε συνεργασία, εφόσον τούτο κρίνεται απαραίτητο, με τον πρόεδρο του συμβουλίου διεύθυνσης ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή τον πρόεδρο του τμήματος, φροντίζει για τη συγκέντρωση κάθε στοιχείου χρήσιμου για τη διερεύνηση της υπόθεσης και για τη διενέργεια των επιδόσεων εκ μέρους της γραμματείας.
2. Ο εισηγητής μπορεί να ανακοινώνει τη δίκη στους δικαιούμενους σε παρέμβαση, να επικοινωνεί με τους διαδίκους, να τους ενημερώνει για τυχόν τυπικές παραλείψεις και να ζητά από αυτούς να προσκομίσουν στοιχεία που λείπουν ή είναι οπωσδήποτε χρήσιμα.
3. Οι αρχές προς τις οποίες απευθύνεται ο εισηγητής για τη συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών για τη διερεύνηση της υπόθεσης έχουν την υποχρέωση να αποστέλλουν τα ζητούμενα στοιχεία και να παρέχουν τις αναγκαίες πληροφορίες.
4. Όταν ανακύπτουν ζητήματα που ερευνώνται αυτεπαγγέλτως, ο εισηγητής συντάσσει συνοπτική έκθεση, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά στα ζητήματα αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η έκθεση επισυνάπτεται στον φάκελο το αργότερο τρεις (3) ημέρες πριν από τη συζήτηση, προκειμένου να λάβουν γνώση οι διάδικοι. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης κατάθεσης της έκθεσης από τον εισηγητή, ο διάδικος δύναται να ζητήσει αναβολή της εκδίκασης της υπόθεσης.»
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 129 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Η έκθεση με τον κατά την προηγούμενη παράγραφο διοικητικό φάκελο διαβιβάζονται στο δικαστήριο τριάντα ημέρες τουλάχιστον πριν από τη δικάσιμο.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 133 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σε αυτό. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η συζήτηση των υποθέσεων. Σε περίπτωση που έχει συνταχθεί έκθεση κατά το άρθρο 128Α, η συζήτηση αρχίζει με την ανάγνωσή της από τον εισηγητή. Σε ειδική στήλη του πινακίου, ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση σημειώνει, για κάθε περίπτωση, κατά μεν την προεκφώνηση, αν τυχόν η υπόθεση αναβάλλεται ή διαγράφεται, μετά δε την εκφώνηση και τη συζήτηση, αν οι διάδικοι παραστάθηκαν και πώς κατ’ αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση που έχει γίνει από πληρεξούσιο του Δημοσίου, ΟΤΑ ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου δεν έχει καμία δικονομική συνέπεια, αν δεν διαβιβαστεί εμπρόθεσμα στο δικαστήριο ο διοικητικός φάκελος. Η δήλωση αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου, δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση.»
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος.
Άρθρο 25
Τροποποίηση του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Η παράγραφος 2 του άρθρου 142 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 7 του άρθρου 143, τα οποία, εφόσον δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις α’, δ’ και ε’ της προηγούμενης παραγράφου.»
Άρθρο 26
Τροποποίηση του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 194 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 81 του ν. 3659/2008 (Α’ 77), αντικαθίσταται ως εξής:
«Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση.»
Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 202 και κατάργηση του άρθρου 209Α του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ειδικώς επί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, το δικαστήριο μπορεί, με την απόφασή του, να ορίσει ότι το ανασταλτικό αποτέλεσμα δεν καταλαμβάνει τη λήψη ενός ή περισσότερων αναγκαστικών μέτρων είσπραξης ή διοικητικών μέτρων, για τον εξαναγκασμό ή τη διασφάλιση της είσπραξης της οφειλής, επί συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος, τα οποία αναφέρονται στην απόφαση.»
2. Στο άρθρο 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής:
«6. Σε κάθε περίπτωση χορήγησης αναστολής, μερικής ή ολικής, η υπόθεση προσδιορίζεται κατά προτεραιότητα, εντός έτους από την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης αναστολής και, στις φορολογικές και τελωνειακές διαφορές, εντός έξι μηνών από την έκδοση της απόφασης.»
3. Το άρθρο 209Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως προστέθηκε με το άρθρο 38 του ν. 3900/2010, καταργείται.
Άρθρο 28
Τροποποίηση του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 276 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Η απαλλαγή χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαδίκου. Η υποβολή της αίτησης διακόπτει την προθεσμία για την άσκηση του οικείου ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της επ’ αυτής απόφασης στον αιτούντα. Σε περίπτωση ήδη εκκρεμούς ενδίκου βοηθήματος ή μέσου, η αίτηση υποβάλλεται είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Η αίτηση πρέπει σε κάθε περίπτωση να συνοδεύεται από τα σχετικά έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.
5. Για την αποδοχή ή την απόρριψη της κατά την προηγούμενη παράγραφο αίτησης, αποφαίνεται ο πρόεδρος του συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή ο αναπληρωτής του ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο οριζόμενος από αυτούς πρόεδρος του δικαστηρίου, στο οποίο πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση, με πράξη του, η οποία επιδίδεται στον αιτούντα δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Η διαδικασία διεξάγεται ατελώς και δεν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο. Προϋπόθεση για την αποδοχή της αίτησης είναι το οικείο ένδικο βοήθημα ή μέσο να μην κρίνεται προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Για την ένδεια αρκεί η πιθανολόγηση. Η αποδοχή ή η απόρριψη της αίτησης πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μόνο μία φορά, σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών περιστατικών.»
Άρθρο 29
Τροποποίηση του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, το οποίο προστέθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 65 του ν. 3994/2011 (Α’ 165), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου, δασμού, τέλους, εισφοράς ή προστίμου και, επί προσβολής πλειόνων συναφών πράξεων με κοινή προσφυγή, το άθροισμα του αντικειμένου αυτών.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ
Άρθρο 30
Αρμοδιότητα για υποθέσεις προ του 2013
Εκκρεμή ένδικα βοηθήματα επί υποθέσεων των περιπτώσεων β’ και γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, αρμοδιότητας μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου, τα οποία ασκήθηκαν μέχρι 31.12.2012, χωρίς να έχει ορισθεί δικάσιμος, εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από πρόεδρο πρωτοδικών, εξαιρουμένων των προέδρων τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης διοικητικών πρωτοδικείων, και σε δεύτερο βαθμό από εφέτη μονομελούς διοικητικού εφετείου. Οι διατάξεις του άρθρου 126Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας εφαρμόζονται και για την εκδίκαση των υποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου.
Άρθρο 31
Μετατροπή θέσεων Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών ΗΥ
«Ο αριθμός των οργανικών θέσεων του Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων (ήδη Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών Ηλεκτρονικών Υπολογιστών) του Τομέα υπαλλήλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικράτειας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ορίζεται σε εβδομήντα δύο (72). Πενήντα δύο (52) κενές οργανικές θέσεις του ίδιου Κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων, του ίδιου Τομέα, μετατρέπονται σε: α) τριάντα πέντε (35) θέσεις Κλάδου ΠΕ Γραμματέων, β) οκτώ (8)
θέσεις Κλάδου ΠΕ Οικονομολόγων – Λογιστών, γ) τρεις (3) θέσεις Κλάδου ΠΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων και δ) έξι (6) θέσεις Κλάδου ΥΕ Φυλάκων.»
Άρθρο 32 Έναρξη ισχύος
Οι διατάξεις του Μέρους Δεύτερου του παρόντος νόμου ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσής του, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ, ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΕΞΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΠΑΡΑΒΟΛΩΝ, ΤΕΛΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ
ΕΞΟΔΩΝ
Α. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Άρθρο 33
Κατάργηση δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α’ 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011 (Α’ 165) και το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α’51) αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.»
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, καθώς και στις αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του.
Άρθρο 34
Μεταρρύθμιση δικαστικού ενσήμου στις καταψηφιστικές αγωγές των εργατικών
διαφορών
Στο άρθρο 71 του Εισαγωγικού Νόμου του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο, ως εξής:
«Στις περιπτώσεις εργατικών διαφορών για τις οποίες καταβάλλεται δικαστικό ένσημο αυτό καθορίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις χιλίοις (4%ο) επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής ή άλλου δικογράφου που υποβάλλεται σε οποιοδήποτε δικαστήριο του Κράτους και υπόκειται σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις.»
Άρθρο 35
Τροποποιήσεις διατάξεων σχετικά με τα παράβολα και τα τέλη στον Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας.
1. Στο άρθρο 241 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.):
α) ενώπιον Ειρηνοδικείου και Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολου ποσού είκοσι (20) ευρώ
β) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου παραβόλου ποσού τριάντα (30) ευρώ
γ) ενώπιον του Εφετείου παράβολου ποσού σαράντα (40) ευρώ.
Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου.
Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 495 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (Α’ 87), αντικαθίσταται ως εξής:
«Εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο, που επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας, ως εξής:
Α. Για το ένδικο μέσο της έφεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού εβδομήντα πέντε (75) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού εκατό πενήντα (150) ευρώ.
Β. Για το ένδικο μέσο της αναίρεσης:
α) κατά απόφασης Ειρηνοδικείου παράβολο ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ
β) κατά απόφασης Μονομελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τριακοσίων (300) ευρώ
γ) κατά απόφασης Πολυμελούς Πρωτοδικείου παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
δ) κατά απόφασης Εφετείου παράβολο ποσού τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.
Γ. Για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης: α) κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων, μονομελών και πολυμελών πρωτοδικείων παράβολο ποσού τετρακοσίων (400) ευρώ
β) κατά αποφάσεων Εφετείου και του Αρείου Πάγου παράβολο ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 505 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο ανακόπτων οφείλει να προκαταβάλει στη γραμματεία του δικαστηρίου κατά την κατάθεση της ανακοπής το παράβολο που όρισε η ερήμην απόφαση και ανέρχεται για κάθε ανακόπτοντα:
α) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατόν είκοσι (120) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια (200) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Ειρηνοδικείο,
β) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από εκατό πενήντα (150) ευρώ και μεγαλύτερο από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, αν αυτή εκδίδεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο, ή
γ) σε ποσό που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από διακόσια (200) ευρώ και μεγαλύτερο από τριακόσια (300) ευρώ, όταν εκδίδεται από το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή το Εφετείο.
Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής νίκης του καταθέσαντος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει να επιστραφείτο παράβολο σε αυτόν, αλλιώς διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο.»
4. Στο άρθρο 575 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, προστίθενται εδάφια δ’ και ε’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση υπέρ του Ταμείου
Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ) παράβολου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»

Β. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Άρθρο 36
Τροποποιήσεις στο π.δ. 18/1989
1. Στο άρθρο 33 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πλην των περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση, παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων ύψους πενήντα (50) ευρώ. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς..»
2. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989 (Α’ 8), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το ένδικο μέσο που ασκείται στο Συμβούλιο της Επικράτειας απορρίπτεται ως απαράδεκτο, αν μέσα σε ένα μήνα από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης δεν καταβληθεί παράβολο. Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, υπαλληλική προσφυγή, αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης ή τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, όταν πρόκειται για έφεση σε διακόσια (200) ευρώ, όταν πρόκειται για αναστολή εκτελέσεως, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, αίτηση ερμηνείας και αίτηση διόρθωσης σε πενήντα (50) ευρώ και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.».
Αρθρο 37
Τροποποιήσεις στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
1. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 42 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν ο ιδιώτης διάδικος ή ο νόμιμος αντιπρόσωπος ή ο εκπρόσωπος ή ο δικαστικός πληρεξούσιός του υποπέσει σε παράβαση των κανόνων της προηγούμενης παραγράφου, το δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, επιβάλλει σε αυτόν χρηματική ποινή από εκατό πενήντα (150) έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.»
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 93 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Προκειμένου για χρηματικού αντικειμένου φορολογικές και τελωνειακές εν γένει διαφορές, ο εκκαλών οφείλει να καταβάλει μέχρι την ημερομηνία της αρχικής δικασίμου, με ποινή απαραδέκτου της έφεσης, ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) του οφειλόμενου, σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, κύριου φόρου, δασμού, ή τέλους εν γένει, εκτός αν έχει χορηγηθεί αναστολή σύμφωνα με το άρθρο 209Α. Το καταβλητέο ποσό υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική ή τελωνειακή αρχή, η οποία συντάσσει ατελώς, μετά από αίτηση του εκκαλούντος, ειδικό σημείωμα, με το οποίο βεβαιώνεται και η καταβολή του.»
3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 135 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής:
«Προϋπόθεση για τη χορήγηση αναβολής κατόπιν αιτήματος του διαδίκου, πληντων περιπτώσεων αποχής δικηγόρων, είναι η κατάθεση παράβολου υπέρ του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) ως εξής: α) ποσού τριάντα (30) ευρώ, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, β) ποσού σαράντα (40) ευρώ, ενώπιον του τριμελούς πρωτοδικείου και γ) ποσού πενήντα (50) ευρώ, ενώπιον του εφετείου. Στις περιπτώσεις που το αίτημα υποβάλλεται από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ως διάδικο, το παράβολο του προηγούμενου εδαφίου καταβάλλεται υπέρ του Δημοσίου. Αν υποβάλλεται κοινό αίτημα από περισσότερους διαδίκους κατατίθεται ένα παράβολο από τους αιτούντες, που επιμερίζεται ισομερώς σε αυτούς.»
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Το παράβολο ορίζεται:
α) για την ένσταση κατά τα άρθρα 246 και 269, την αντένσταση κατά το άρθρο 256, την προσφυγή και την ανακοπή κατά το άρθρο 217 σε εκατό (100) ευρώ και για τις αιτήσεις παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας και την αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας σε πενήντα (50) ευρώ,
β) για την ανακοπή ερημοδικίας και την τριτανακοπή σε εκατό πενήντα (150) ευρώ, για την έφεση και για την αντέφεση σε διακόσια (200) ευρώ και για την αίτηση αναθεώρησης σε τριακόσια (300) ευρώ.
Εξαιρετικά το παράβολο της προσφυγής σε διαφορές από άσκηση προσφυγής ασφαλισμένου σε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ορίζεται σε είκοσι πέντε (25) ευρώ.»
5. Τα εδάφια α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) αντικαθίστανται ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου φορολογικές καιτελωνειακέςεν γένει διαφορές, το παράβολο για την προσφυγή, την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το ένα τοις εκατό (1%) του αντικειμένου της διαφοράς και μέχρι του ποσού των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.
Αν το παράβολο υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό, το επιπλέον δε τυχόν οφειλόμενο και μέχρι του ορίου των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, καταλογίζεται, αν συντρέχει περίπτωση, με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου επί της προσφυγής ή της έφεσης.»
6. Στο άρθρο 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, όπως ισχύει) προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:
«Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 9 και 10 του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται για το παράβολο που κατατίθεται σύμφωνα με το άρθρο 135 παράγραφος 3 εδάφιο γ’, το οποίο εκπίπτει πάντοτε υπέρ εκείνου για τον οποίο έχει εκδοθεί.»
Άρθρο 38
Τροποποιήσεις στον ν. 4129/2013
Η παράγραφος 3 του άρθρου 73 του ν. 4129/2013 (Α’ 52) «Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο» αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το παράβολο ορίζεται: α) για τις εφέσεις, αιτήσεις αναστολής, αιτήσεις αναθεωρήσεως, αιτήσεις ανακοπής και τριτανακοπής και αιτήσεις διορθώσεως ή ερμηνείας στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε είκοσι (20) ευρώ, β) για τις αιτήσεις αναιρέσεως στις συνταξιοδοτικές διαφορές σε εβδομήντα (70) ευρώ, γ) για τις αιτήσεις ανάκλησης κατά των πράξεων των Κλιμακίων του άρθρου 35 του παρόντος ή των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και τις αιτήσεις αναθεωρήσεως κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί των αιτήσεων αυτών σε εκατό (100) ευρώ, δ) για τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων και για τις χρηματικού αντικειμένου διαφορές σε ποσοστό ένα τοις εκατό του αμφισβητούμενου ποσού, χωρίς τις τυχόν προσαυξήσεις. Το αναλογικό παράβολο δεν μπορεί να είναι κατώτερο των εβδομήντα (70) ευρώ. Αν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, καταβάλλεται το ποσό αυτό και το τυχόν επιπλέον οφειλόμενο παράβολο καταλογίζεται με την απόφαση, σε περίπτωση απόρριψης ή εν μέρει αποδοχής του ενδίκου βοηθήματος ή μέσου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβολών.»
Άρθρο 39
Τροποποίηση στο άρθρο 45 παρ. 2 του ν. 3959/2011 (Προστασία Ελεύθερου
Ανταγωνισμού)
Η παράγραφος 2 του άρθρου 45 του ν. 3959/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «2. Η προσφυγή, η αίτηση αναίρεσης, η ανακοπή, η αίτηση αναθεώρησης και η παρέμβαση, που ασκούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου στα διοικητικά δικαστήρια, καθώς και η αίτηση επανασυζήτησης ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, συνοδεύονται, με ποινή το απαράδεκτο αυτών, από γραμμάτιο καταβολής παράβολου επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ. Ως προς την απόδοση του παράβολου εφαρμόζονται οι παράγραφοι 9,10 και 11 του άρθρου 277 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και της παραγράφου 4 του άρθρου 36 του Π.Δ. 18/1989. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσεται το Δημόσιο.»
Γ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ Άρθρο 40
Τροποποιήσεις παραβολών και τελών στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
1. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 18 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εβδομήντα (70) ευρώ.»
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του
Δημοσίου ποσού πενήντα (50) ευρώ. Το ύφος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση παράβολου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παράβολου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα κατά της ενδοοικογενειακής βίας και τα εγκλήματα ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και τα εγκλήματα παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παράβολου.»
4. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο πιο πάνω γραμματέας.»
5. Το εδάφιο β’ του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.»
6. Η μόνη παράγραφος του άρθρου 192 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αριθμείται σε παράγραφο 1 και προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής:
«2. Η αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη αν δεν συνοδεύεται από παράβολο πενήντα (50) ευρώ, το οποίο επιστρέφεται αν γίνει αυτή ολικά ή μερικά δεκτή. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
7. Η παράγραφος 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο κατηγορούμενος που κλητεύθηκε απευθείας με κλητήριο θέσπισμα στο ακροατήριο του τριμελούς πλημμελειοδικείου έχει δικαίωμα, αφού ενημερωθεί για την προανάκριση, να προσφύγει στον αρμόδιο εισαγγελέα εφετών μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος” η προθεσμία δεν παρεκτείνεται εξαιτίας της απόστασης. Γι’αυτή την προσφυγή συντάσσεται έκθεση ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πρωτοδικών ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου της διαμονής του, ο οποίος έχει υποχρέωση να το αναφέρει τηλεγραφικά στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών υποβάλλοντας ταυτόχρονα την έκθεση που συντάχθηκε. Ο προσφεύγων, πλην των περιπτώσεων εγκλημάτων ρατσιστικών διακρίσεων (άρθρα 81 Α και 361 Β του Ποινικού Κώδικα) και των εγκλημάτων παραβιάσεων της ίσης μεταχείρισης, υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Σε περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από περισσότερους κατηγορουμένους, κατατίθεται μόνο ένα παράβολο. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών. Σε περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών κάνει δεκτή την προσφυγή διατάσσει και την επιστροφή του παράβολου στον καταθέσαντα αυτό.»
Άρθρο 41
Τροποποιήσεις χρηματικών ποινών και προστίμων στον Κώδικα Ποινικής
Δικονομίας
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 21 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν απορριφθεί η αίτηση, καταδικάζεται ο αϊτών στην πληρωμή των εξόδων• αν ταυτόχρονα αποδειχθούν εντελώς ψευδείς οι λόγοι εξαίρεσης που προβλήθηκαν, εκτός από την πληρωμή των εξόδων, καταδικάζεται επίσης και σε χρηματική ποινή πενήντα (50) έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ.»
3j)
2. Το εδάφιο β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η παράβαση ανακαλυφθεί στο ακροατήριο και ιδίως όταν αυτή προκύπτει από έγγραφο της δικογραφίας, το δικαστήριο που δικάζει την ποινική υπόθεση επιβάλλει υποχρεωτικά στον υπαίτιο την πειθαρχική ποινή επίπληξης ή προστίμου πενήντα (50) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ ή και τις βαρύτερες ποινές που προβλέπουν οι πειθαρχικές διατάξεις από τις οποίες διέπεται, ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητάς του.»
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 201 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο πραγματογνώμοναςπου δεν παρέδωσε την έκθεσή του μέσα στην προθεσμία που του ορίστηκε, καθώς και εκείνος που έδειξε αμέλεια κατά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, απειλούνται με πρόστιμο τριάντα (30) έως εκατό πενήντα (150) ευρώ, καθώς και με την πληρωμή των εξόδων και των τυχόν ζημιών.»
4. Το εδάφιο β’ του άρθρου 229 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν αυτός είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο είκοσι (20) έως εκατό (100) ευρώ και στην πληρωμή των τελών.»
5. Το εδάφιο α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 231 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή του δημόσιου κατήγορου ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο σαράντα (40) έως ογδόντα πέντε (85) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε μονομελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα, πενήντα (50) έως εκατό ογδόντα (180) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε πολυμελές δικαστήριο που δικάζει πλημμελήματα και ογδόντα πέντε (85) έως
διακόσια τριάντα (230) ευρώ, εάν κλητεύθηκε σε άλλο δικαστήριο, ως και στην πληρωμή των τελών της αποφάσεως ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης.»

Δ. ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
Άρθρο 42
Διασφάλιση πόρων ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
1. Η υποπερ. η) της περ. Α) της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν.δ. 1017/1971 αντικαθίσταται ως εξής:
«η) ποσοστό τριάντα επί τοις εκατό (30%) επί του καταβαλλόμενου εκάστοτε ποσού λόγω δικαστικού ενσήμου, αγωγής ή άλλου δικογράφου, υποβαλλομένου ενώπιον πάντων των δικαστηρίων του Κράτους, υποκειμένου δε σε δικαστικό ένσημο κατά τις οικείες διατάξεις. Με κοινή υπουργική απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να τροποποιείται το ποσοστό του προηγουμένου εδαφίου, με σκοπό την αναπροσαρμογή των πόρων του ταμείου για τη διασφάλιση της πραγματοποίησης της αποστολής του ταμείου.»
2. Οι υποπεριπτώσεις α) έως ζ) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 παράγραφος 10 του νόμου 4043/2012 (Α’25), αντικαθίστανται ως εξής:
«α) ευρώ 4 για κάθε παράσταση δικηγόρου στο Πρωτοδικείο ή οποιαδήποτε Πολιτική ή Δικαστική Αρχή ή Διοικητικό Δικαστήριο, για κάθε υπόθεση πολιτική ή ποινική ή δικαστική και σε κάθε αγωγή, παρέμβαση και σε όλα τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα, προτάσεις ή σημειώματα ή δικόγραφα ενδίκων μέσων, αιτήσεις ή προσφυγές στα ίδια Δικαστήρια και Αρχές.
β) ευρώ 6 για τις ίδιες ανάγκες στο Εφετείο, Κακουργιοδικείο, Διοικητικά Δικαστήρια, όταν δικάζουν κατ’ έφεση ή οποιασδήποτε δικαστικής παρ’ εφέτες Αρχής.
γ) ευρώ 18 για τις ίδιες πράξεις στο Συμβούλιο της Επικράτειας ή τον Άρειο Πάγο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ) ευρώ 3 για τις ίδιες πράξεις στο Ειρηνοδικείο ή Πταισματοδικείο ή παρ’ αυτά δικαστικής Αρχής.
ε) ευρώ 3 σε κάθε μήνυση ή αίτηση που υποβάλλεται στον Εισαγγελέα ή στον Δημόσιο Κατήγορο και σε κάθε ανακριτικό υπάλληλο, καθώς και σε κάθε αίτηση ή υπόμνημα κάθε τύπου, που υποβάλλεται σε οποιαδήποτε Υπηρεσία αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς ή Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους ή Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των αιτήσεων για έκδοση πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου. Οι αιτήσεις και τα υπομνήματα των απόρων κρατουμένων υποβάλλονται ατελώς.
στ) ευρώ 1 για τη σύνταξη συμβολαιογραφικής πράξης για την οποία καταβάλλονται πάγια τέλη, ευρώ 4 σε κάθε φύσεως συμβολαιογραφικές πράξεις για τις οποίες καταβάλλονται αναλογικά τέλη και ευρώ 2 για την έκδοση κάθε αντιγράφου ή αποσπάσματος αυτών.
ζ) ευρώ 2 για κάθε αντίγραφο ή πιστοποιητικό που εκδίδεται από οποιαδήποτε δικαστική Αρχή, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Δικηγορικούς Συλλόγους, Συμβολαιογραφικούς Συλλόγους και Συλλόγους Δικαστικών Επιμελητών, πλην των πιστοποιητικών Ποινικού Μητρώου.»
3. Μετά την υποπερίπτωση ι) της περίπτωσης Α) της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του νομοθετικού διατάγματος 1017/1971 (Α’209), όπως ισχύει, προστίθεται υποπερίπτωση ια) ως εξής:
«ια) το παράβολο που κατατίθεται από το διάδικο ενώπιον κάθε δικαστηρίου κατά την υποβολή αιτήματος αναβολής, όπως αυτό υπολογίζεται σύμφωνα με τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις όπου αυτό προβλέπεται.»
4. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΑΥΞΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΟΛΑ
Άρθρο 43
1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συστήνεται νομοπαρασκευαστική επιτροπή για την κωδικοποίηση της νομοθεσίας για τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και, εν γένει, τη δικαστική δαπάνη ως προς όλες τις διαδικασίες όλων των δικαιοδοσιών.
2. Στην επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διατηρείται ηλεκτρονική εφαρμογή με την οποία δύναται να υπολογιστεί το κόστος των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με τη διαχείριση και τη λειτουργία της ηλεκτρονικής εφαρμογής.
3. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και οι Δικαστικές Αρχές οφείλουν να τηρούν στην επίσημη ιστοσελίδα τους ενημερωμένους πίνακες των δικαστικών τελών, παραβολών, μεγαροσήμων και λοιπών δαπανών ανά διαδικασία και είδος ενδίκου βοηθήματος ή μέσου ή διαδικαστικής πράξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 44
Μεταβατικές Διατάξεις
Τα δικαστικά τέλη, τα παράβολα και τα άλλα καταβλητέα κατά τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου ποσά, όπως διαμορφώνονται σύμφωνα με τον τελευταίο, καταβάλλονται για τα ένδικα βοηθήματα, τα ένδικα μέσα, τις αιτήσεις και τα άλλα δικόγραφα που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.

Άρθρο 45
Έναρξη ισχύος μέρους τρίτου
Χρόνος έναρξης ισχύος του παρόντος μέρους ορίζεται ένας μήνας μετά τη δημοσίευσή του, εκτός αν σε ειδικότερες διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Άρθρο 46
Κατάρνηση του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “Ινστιτούτο Κρητικού
Δικαίου”
1. α. Το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία “Ινστιτούτο Κρητικού Δικαίου” (Ι.Κ.Δ.), το οποίο συνεστήθη με τον ν. 1999/1991 (Α’ 206), με έδρα τα Χανιά και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταργείται.
β. Οι σκοποί και τα αντικείμενα έρευνας του Ι.Κ.Δ., όπως προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του ν. 1999/1991, περιέρχονται στον Δικηγορικό Σύλλογο Χανίων.
2. Το προσωπικό που υπηρετεί στο Ι.Κ.Δ. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μεταφέρεται αυτοδικαίως σε προσωποπαγείς θέσεις με την ίδια σχέση εργασίας, με τον βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που κατέχει, στον Δικηγορικό Σύλλογο Χανίων.
3. α. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων υπεισέρχεται στις απαιτήσεις, υποχρεώσεις και πάσης φύσεως εκκρεμείς υποθέσεις που υφίστανται κατά την κατάργηση του Ι.Κ.Δ. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Χανίων συνεχίζει και τις εκκρεμείς δίκες, χωρίς να επέρχεται βίαιη διακοπή τους και χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη διατύπωση για τη συνέχισή τους.
β. Η κυριότητα και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί της κινητής περιουσίας του Ι.Κ.Δ. περιέρχονται στον Δικηγορικό Σύλλογο Χανίων, με την επιφύλαξη των συνταγματικών διατάξεων περί δωρεών, κληρονομιών και κληροδοσιών, χωρίς την τήρηση οποιοσδήποτε τύπου, πράξης ή συμβολαίου και χωρίς αντάλλαγμα. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συγκροτείται, μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τριμελής επιτροπή αποτελούμενη από δύο υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας ή υπηρεσιών αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και έναν υπάλληλο του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων για τη διενέργεια απογραφής της κινητής περιουσίας του Ι.Κ.Δ. που κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περιέρχεται στην κυριότητα του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων. Η έκθεση απογραφής εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
γ. Ταμειακά υπόλοιπα και υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών του Ι.Κ.Δ. και τυχόν αδιάθετο ποσό της κρατικής επιχορήγησης, μεταφέρονται μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, με εντολή του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε ξεχωριστό λογαριασμό του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων και αποτελούν πόρους του, χρησιμοποιούμενους αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση των σκοπών του Ι.Κ.Δ. που περιέρχονται σε αυτόν σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περ. β’ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
4.0 Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χανίων υποβάλλει κάθε έτος στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προϋπολογισμό και απολογιστική έκθεση για τις δράσεις του που εντάσσονται στο πλαίσιο των σκοπών και αντικειμένων που αναφέρονται στην παρ. 1 περ. β’ του παρόντος.
5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορούν να ρυθμίζονται και ειδικότερα και λεπτομερειακά θέματα σχετικά με την κατάργηση του Ι.Κ.Δ. και την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων.
6. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται τα άρθρα 1 και 4 έως 8 του ν. 1999/1991.

Άρθρο 47
Τροποποιήσεις του νόμου yia την παροχή νομικής βοήθειας
Η παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 3226/2004 (Α’ 24) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρμόδιο όργανο για τη συλλογή των δικαιολογητικών και των αιτήσεων των δικαιούχων δικηγόρων και άλλων προσώπων για τη διαβίβασή τους στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.) είναι η διοίκηση του αρμόδιου Δικαστηρίου.»
Άρθρο 48
Τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων
1. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 20 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α’ 208), αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού κάθε περιόδου συγκροτούνται οι ακόλουθες επιτροπές και Ομάδες, μαζί με τους αντίστοιχους γραμματείς, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.»
2. Η παρ. 5 του άρθρου 20 του ν. 4194/2013, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζεται η αποζημίωση των μελών και των γραμματέων της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, των Οργανωτικών Επιτροπών των Εφετείων και των Ομάδων Βαθμολόγησης.»
Άρθρο 49
Τροποποίηση του Κώδικα Συμβολαιογράφων και κατάργηση της παρ. 6 του
Άρθρου 10 του ν.δ. 3082/1954
1. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 28 του ν. 2830/2000 (Α’ 96) «Κώδικας Συμβολαιογράφων» προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Δεν επιτρέπεται μετάθεση συμβολαιογράφου εντός της ίδιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας.»
2. Η παρ. 6 του άρθρου 10 του ν.δ. 3082/1954 (Α’ 257) καταργείται.
Άρθρο 50
Τροποποιήσεις του ν. 4412/2016 (Α’ 147) yia τις δημόσιες συμβάσεις
Οι παρ. 7 και 8 του άρθρου 379 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Εργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» αντικαθίστανται ως εξής:
«7. Οι διατάξεις του Βιβλίου IV (άρθρα 345 έως 374), για τη δικαιοδοσία και την καθ’ ύλη αρμοδιότητα των δικαστηρίων αρχίζουν να εφαρμόζονται από την 31η Μαρτίου 2017.
8. Οι διατάξεις του Βιβλίου IV (άρθρα 345 έως 374), διέπουν τις διαφορές που αναφύονται από πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες εκδίδονται ή συντελούνται μετά την 31η Μαρτίου 2017.»
Άρθρο 51
Τροποποιήσεις του ν.δ. 1017/1971 (Α’209) για το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.
1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971 «Περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων» προστίθεται περίπτωση ιθ’ ως εξής:
«για τις δαπάνες στέγασης και λειτουργίας του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου “Ινστιτούτο Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου” εποπτευομένου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ ετησίως.»
2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του ν.δ. 1017/1971 «Περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων» αντικαθίσταται ως εξής:
«Των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου μετέχει ως εισηγητής, άνευ ψήφου, ο Προϊστάμενος του Τμήματος Οικονομικού.»
Άρθρο 52
Συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε αρχαιρεσίες συλλογικών
οργάνων
1. Η παρ. 5 του άρθρου 11 του ν. 1264/1982 (Α’ 79) καταργείται και οι παράγραφοι 3 και 4 του ιδίου άρθρου αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται δικηγόρος με επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον τεσσάρων ετών, εφόσον πρόκειται για δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται με αίτηση της οργάνωσης από τον Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της.
4. Εφόσον πρόκειται για σωματεία που έχουν την έδρα τους εντός της Περιφέρειας του Δικηγορικού Συλλόγου, δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται δικηγόρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Τα εδάφια β’ και γ’ της παρ. 3 εφαρμόζονται ανάλογα.
2. Η παρ. 1 του άρθρου 8 του Π.Δ. 351/1983 (Α’ 122) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι Εφορευτικές Επιτροπές διορίζονται από το απερχόμενο Διοικητικό Συμβούλιο και απαρτίζονται από δικηγόρους που ορίζονται από τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο και μέλη του ΟΕΕΕ που προτάθηκαν από τους μεμονωμένους και τους συνδυασμούς υποψηφίων κατά τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 6 του παρόντος. Εφόσον οι μεμονωμένοι και οι συνδυασμοί υποψηφίων δεν έχουν προτείνει τον απαιτούμενο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 και 10 του παρόντος, αριθμό μελών του ΟΕΕΕ για τη συγκρότηση των Εφορευτικών Επιτροπών, οι τελευταίες συμπληρώνονται με μέλη του Επιμελητηρίου που διορίζονται κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου.»
3. Η παρ. 2 του άρθρου 9 του Π.Δ. 351/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Στην Κεντρική Εφορευτική Επιτροπή προεδρεύει δικηγόρος με επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον τεσσάρων ετών και συμμετέχουν υποχρεωτικά σε αυτή τα μέλη του ΟΕΕΕ που προτάθηκαν σαν τακτικά μέλη της ΚΕΕ από όλους τους συνδυασμούς που περιλαμβάνουν εξήντα (60) τουλάχιστον υποψηφίους. Για κάθε τακτικό μέλος της ΚΕΕ αυτής της κατηγορίας, διορίζονται και τα αντίστοιχα δύο (2) αναπληρωματικά εφόσον έχουν προταθεί από τον ίδιο συνδυασμό.»
4. Η παρ. 2 του άρθρου 10 του Π.Δ. 351/1983 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι ΤΕΕ προεδρεύονται από δικηγόρο και συγκροτούνται υποχρεωτικά από τα μέλη του ΟΕΕΕ που προτάθηκαν σαν τακτικά μέλη των ΤΕΕ, από όλους τους συνδυασμούς που περιλαμβάνουν εξήντα (60) τουλάχιστον υποψηφίους ο καθένας. Για κάθε τακτικό μέλος κάθε ΤΕΕ, διορίζεται και αντίστοιχο αναπληρωματικό, που έχει προταθεί από τον ίδιο συνδυασμό.»
5. Η παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 1667/1986 (Α’ 196) αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Τις εκλογές για την ανάδειξη των μελών των οργάνων του συνεταιρισμού διενεργεί εφορευτική επιτροπή που εκλέγεται από τη Γ ενική Συνέλευση των μελών και αποτελείται από τρία τουλάχιστον Μέλη. Στις εκλογές συνεταιρισμών με πάνω από πεντακόσια Μέλη ορίζονται εκλογικά κέντρα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται και στις έδρες των περιφερειακών εγκαταστάσεων και σε καθένα από αυτά παρίσταται δικηγόρος ως δικαστικός αντιπρόσωπος, διοριζόμενος από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας που λειτουργούν τα εκλογικά κέντρα.»
6. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του Π.Δ. 372/1992 (Α’ 187) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η εκλογική επιτροπή συγκροτείται έξι (6) τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης για τα Επιμελητήρια Αθηνών και Πειραιά και με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας για τα λοιπά επιμελητήρια της χώρας και αποτελείται από τους εξής:
α. Ένα δικηγόρο του Δικηγορικού Συλλόγου της έδρας του Επιμελητηρίου με τον αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, οι οποίοι διορίζονται από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας του Επιμελητηρίου.
β. Δύο υπαλλήλους του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης με τους αναπληρωτές τους ή δύο υπαλλήλους αντίστοιχα της Περιφερειακής Διοίκησης με τους αναπληρωτές τους, ως μέλη και
γ. Δύο εκπροσώπους του Επιμελητηρίου εκ των οποίων ο ένας μέλος και ο άλλος υπάλληλος του Επιμελητηρίου που προτείνονται με τους αναπληρωτές τους από το Διοικητικό Συμβούλιο και τη Διοικητική Επιτροπή του Επιμελητηρίου αντίστοιχα.
Το οριζόμενο στην εκλογική επιτροπή μέλος του Επιμελητηρίου δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος κατά τις εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων του Δ.Σ. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του Επιμελητηρίου, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από τη Δ.Ε. Χρέη εισηγητή εκτελεί ο υπεύθυνος του τμήματος μητρώου του επιμελητηρίου.»
7. Η παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4384/2016 (Α’ 78) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του διοικητικού και εποπτικού συμβουλίου του Αγροτικού Συνεταιρισμού, καθώς και των αντιπροσώπων σε άλλα νομικά πρόσωπα που συμμετέχει ο Αγροτικός Συνεταιρισμός διενεργούνται από εφορευτική επιτροπή της οποίας προεδρεύει δικηγόρος που διορίζεται από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας του Αγροτικού Συνεταιρισμού. Αν τα μέλη του Αγροτικού Συνεταιρισμού είναι λιγότερα από τριάντα (30), οι εκλογές διενεργούνται
χωρίς την παρουσία δικηγόρου, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά από το καταστατικό. Η διαδικασία εκλογής και ο αριθμός των μελών της εφορευτικής επιτροπής καθορίζονται από το καταστατικό. Για τις αρχαιρεσίες τηρείται από την εφορευτική επιτροπή πρακτικό. Το ποσοστό των γυναικών υποψηφίων να εκλεγούν μέλη του διοικητικού και εποπτικού συμβουλίου, αντιστοιχεί κατ’ ελάχιστο στο ποσοστό των γυναικών μελών του Αγροτικού Συνεταιρισμού. Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην επόμενη ακέραια μονάδα.»
8. Η παρ. 1 του άρθρου 21 του ν. 4423/2016 (Α’ 182) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι εκλογές στους Δασικούς Συνεταιρισμούς Εργασίας για την ανάδειξη των μελών του Διοικητικού και του Εποπτικού Συμβουλίου, καθώς και των αντιπροσώπων για την Ε.ΔΑ.Σ.Ε. διενεργούνται ταυτόχρονα από τριμελή εφορευτική επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τη γενική συνέλευση. Της εφορευτικής επιτροπής προεδρεύει δικηγόρος, ο οποίος διορίζεται από το Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας του συνεταιρισμού.»
Άρθρο 53
Στην παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4320/2015 (Α’ 29) προστίθενται περ. ε’ και στ’ ως εξής:
«ε. δέχεται καταγγελίες επί υποθέσεων διαφθοράς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα και καταγγελίες για υποθέσεις παρατυπιών, υπόνοιας απάτης και απάτης στα συγχρηματοδοτούμενα, διακρατικά και λοιπά προγράμματα, με την ιδιότητά της ως Αρμόδιας Αρχής (AFCOS), σύμφωνα με την περ. β’ της παρούσας.
στ. προτείνει, επεξεργάζεται και σχεδιάζει δράσεις συγχρηματοδοτούμενων, διακρατικών και λοιπών προγραμμάτων, στα οποία συμμετέχει η Γενική Γραμματεία ή οι εποπτευόμενοι από αυτήν φορείς.».
Άρθρο 54
1. Στο τέλος της περ. α’ του πρώτου εδαφίου του άρθρου 9 του ν. 4320/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 4325/2015 (Α’ 47), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Ο συντονισμός ερευνών και ελέγχων για την καταπολέμηση οικονομικών παραβάσεων, εγκλημάτων και λοιπών παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε διενεργείται από το παρόν γραφείο.»
2. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 του ν. 4320/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 4325/2015, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς στελεχώνεται: α) με μετατασσόμενους ή αποσπώμενους μόνιμους υπαλλήλους ή υπαλλήλους Ι.Δ.Α.Χ. του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α., Ν.Π.Ι.Δ. και λοιπών φορέων του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, με απόφαση των συναρμόδιων Υπουργών, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη νόμου και β) με τους ειδικούς συμβούλους και τους ειδικούς συνεργάτες που προβλέπονται στο άρθρο 17Α.».
3. Μετά την περ. γ’ του έκτου εδαφίου του άρθρου 9 του ν. 4320/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 του ν. 4325/2015, προστίθενται περιπτώσεις δ’, ε’ και στ’ ως εξής:
«δ. Γραφείο καταγγελιών. Το Γραφείο καταγγελιών λαμβάνει καταγγελίες αναφορικά αα) με υποθέσεις διαφθοράς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ββ) με υποθέσεις απάτης στα συγχρηματοδοτούμενα, διακρατικά και λοιπά προγράμματα. Με εγκύκλιο του Γενικού Γραμματέα καθορίζεται η διαδικασία υποδοχής, καταχώρισης, επεξεργασίας, αξιολόγησης και διαβίβασης των καταγγελιών στα αρμόδια ελεγκτικά σώματα, όπως και ο τρόπος παρακολούθησης της πορείας αυτών. Στη Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς αποσπάται, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, για χρονικό διάστημα τριών (3) ετών, ένας εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό Αντεισαγγελέα Εφετών ή Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Με όμοια απόφαση η απόσπαση μπορεί να παραταθεί για μία ακόμα τριετία. Ο εισαγγελικός λειτουργός εκτελεί τα καθήκοντά του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, ελέγχει τη νομιμότητα λειτουργίας του Γραφείου Καταγγελιών και εποπτεύει την διαδικασία καταχώρισης, επεξεργασίας, αξιολόγησης και διαβίβασης των καταγγελιών στους αρμόδιους φορείς. Σε περίπτωση προαγωγής, η απόσπαση του εισαγγελικού λειτουργού παραμένει σε ισχύ μέχρι τη λήξη της θητείας του.
ε. Γραφείο Εθνικού Στρατηγικού Σχεδιασμού Καταπολέμησης της Διαφθοράς με αρμοδιότητα την υλοποίηση των αναφερομένων στο άρθρο 10 προγραμμάτων.
στ. Γραφείο Συντονισμού Πολιτικών Καταπολέμησης της Απάτης. Το Γραφείο αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, υλοποιεί δράσεις και συντονίζει τους εμπλεκόμενους εθνικούς φορείς και υπηρεσίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Ελλάδας σε σχέση με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, το Γραφείο συνεργάζεται και με ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς και οργανισμούς στο πεδίο της αρμοδιότητας του.»
Άρθρο 55
1. Από την περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4320/2015 διαγράφεται η φράση «και διωκτικούς».
2. Από το πρώτο εδάφιο της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 4320/2015 διαγράφεται η φράση «ή επιμέρους».
Άρθρο 56
1. Το άρθρο 17 του ν. 4320/2015 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 17
Το σύνολο των μετατασσόμενων, αποσπώμενων και διοριζόμενων υπαλλήλων στην αναφερόμενη στον παρόντα νόμο Γενική Γραμματεία ΚΥ.Σ.Οι.Π. δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τριάντα (30), εκ των οποίων ο αριθμός των μετακλητών ειδικών συμβούλων και συνεργατών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαπέντε (15).».
2. Το άρθρο 17Α του ν. 4320/2015, όπως προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 32 του ν. 4325/2015 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 17Α
Το σύνολο των μετατασσόμενων, αποσπώμενων και προσλαμβανόμενων υπαλλήλων στην αναφερόμενη στον παρόντα νόμο Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει τους πενήντα (50), εκ των οποίων ο αριθμός των ειδικών συμβούλων και συνεργατών που προσλαμβάνονται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 14 του άρθρου 55 του Π.Δ. 63/2005, όπως ισχύει, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δεκαπέντε (15).».
Άρθρο 56 A
Ο τίτλος και η παράγραφος 1 του άρθρου 93 του ν. 4129/2013 τροποποιούνται ως εξής:
«Άρθρο 93
Παραγραφή αξίωσης για αναπλήρωση ελλείμματος
Καταστροφή δικαιολογητικών και λοιπών εγγράφων – Διαδικασία
1. α. Η αξίωση του δικαιούχου να απαιτήσει την αναπλήρωση του διαχειριστικού ελλείμματος με την έκδοση καταλογιστικής πράξης εις βάρος του υποχρέου παραγράφεται μετά την πάροδο 10 ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου δημιουργήθηκε το έλλειμμα.
β. Τα δικαιολογητικά ενταλμάτων πληρωμής και κάθε διαχείρισης φυλάσσονται για χρονικό διάστημα 10 ετών, το οποίο, εφόσον εντός του χρόνου αυτού έχουν συνταχθεί Φύλλα Μεταβολών και Ελλείψεων και εκκρεμεί διαδικασία καταλογισμού, παρατείνεται μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης για τη δημοσιονομική διαφορά.»

ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΟΙΚΕΙΟΘΕΛΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΦΟΡΟΛΟΓΗΤΕΑΣ ΥΛΗΣ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΩΝ ΕΤΩΝ
Άρθρο 57
Ρύθμιση για την υποβολή δηλώσεων
1. Φορολογούμενοι, οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει δήλωση ή έχουν υποβάλει ελλιπή ή ανακριβή δήλωση, μπορούν από τη δημοσίευση του παρόντος μέχρι και τις 31.5.2017 να υποβάλουν αρχικές ή τροποποιητικές, χρεωστικές ή μηδενικές, δηλώσεις, ανεξαρτήτως αν προκύπτει φόρος για καταβολή. Η ρύθμιση του ανωτέρω εδαφίου καταλαμβάνει κάθε υποχρέωση από φόρο, τέλος ή εισφορά εκ των αναφερομένων στο άρθρο 2 και στο Παράρτημα του ν. 4174/2013 (Α’ 170) καθώς και
οποιαδήποτε δήλωση πληροφοριακού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι η προθεσμία για την υποβολή της αρχικής δήλωσης είχε λήξει μέχρι την 30.9.2016.
2. Οι δηλώσεις υποβάλλονται, κατά περίπτωση, ηλεκτρονικά ή χειρόγραφα. Με την υποβολή της δήλωσης διενεργείται, κατά περίπτωση, άμεσος, διοικητικός ή διορθωτικός προσδιορισμός του οφειλόμενου κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς, καθώς και του πρόσθετου φόρου εκπρόθεσμης υποβολής των άρθρων 1 και 2 του ν. 2523/1997 (Α’ 179), ή του προστίμου εκπρόθεσμης υποβολής του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, κατά περίπτωση, και υπολογισμός του τόκου του άρθρου 53 του ν. 4174/2013.
Εάν από τις ανωτέρω δηλώσεις δεν προκύπτει φόρος, δεν επιβάλλεται το πρόστιμο του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2523/1997 ή του άρθρου 54 του ν. 4174/2013.
3. Για αρχικές και τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του παρόντος άρθρου μέχρι και την 31.3.2017, ο τυχόν οφειλόμενος πρόσθετος φόρος κατά τα άρθρα 1 και 2 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) ορίζεται στο οκτώ τοις εκατό (8%) του κυρίου φόρου.
Για αρχικές ή τροποποιητικές δηλώσεις που υποβάλλονται μετά την 31.3.2017 και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1, ο τυχόν οφειλόμενος πρόσθετος φόρος ορίζεται στο δέκα τοις εκατό (10%) του κυρίου φόρου.
4. Ο κατά τα ανωτέρω προσδιορισθείς πρόσθετος φόρος αναπροσαρμόζεται περαιτέρω βάσει των συντελεστών αναπροσαρμογής του κατωτέρω πίνακα αναλόγως του έτους εντός του οποίου έληξε η προθεσμία υποβολής της αρχικής δήλωσης, ως ακολούθως:
ΕΤΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ
Έως 2001 25,00%
2002 23,00%
2003 20,00%

2004 16,00%
2005 15,00%
2006 12,00%
2007 10,00%
2008 6,00%
2009 5,00%
2010 και μετά 0,00%
Αρθρο 58
Λοιπές περιπτώσεις υπαγωγής στη ρύθμιση
1. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 18 και της παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 4174/2013, στις διατάξεις του άρθρου 57 μπορούν να υπαχθούν και φορολογούμενοι για τους οποίους έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι το πέρας της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
2. Στην περίπτωση που έχει εκδοθεί ή θα εκδοθεί εντολή ελέγχου μέχρι το πέρας της προθεσμίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 57, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις σχετικές δηλώσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 57, οποτεδήποτε μέχρι την κοινοποίηση της εντολής ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013. Μετά την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών εφαρμόζεται η επόμενη παράγραφος.
3. α. Στην περίπτωση που η εντολή ελέγχου ή η πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013 κοινοποιείται μετά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή και έως το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57 για φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την κοινοποίηση της εντολής ελέγχου ή της πρόσκλησης παροχής πληροφοριών στον φορολογούμενο, εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 57.
β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στη σχετική εντολή και μετά την πάροδο των ενενήντα (90) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.
4. α. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί εντολή ελέγχου ή πρόσκληση παροχής πληροφοριών του άρθρου 14 του ν. 4174/2013, οι φορολογούμενοι μπορούν να υποβάλουν δηλώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57, για φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή. Οι σχετικές δηλώσεις υποβάλλονται εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Το ποσοστό πρόσθετου φόρου ορίζεται σε δέκα τρία τοις εκατό (13%) του κυρίου φόρου.
β. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου ή προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών. Ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει δηλώσεις για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στην εντολή και μετά την πάροδο των εξήντα (60) ημερών και μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57. Για δηλώσεις υποβαλλόμενες σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ο πρόσθετος φόρος ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) του κύριου φόρου, εάν πριν την υποβληθείσα δήλωση δεν έχει κοινοποιηθεί στον φορολογούμενο προσωρινός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων και σε τριάντα τοις εκατό (30%) του κύριου φόρου, εάν στο μεταξύ έχει κοινοποιηθεί προσωρινός προσδιορισμός.
5. Στην περίπτωση που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή έχει ήδη κοινοποιηθεί προσωρινός διορθωτικός προσδιορισμός φόρου ή προστίμων, ο φορολογούμενος δύναται να υποβάλει τις δηλώσεις της παρ. 1 του άρθρου 57 εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Η Φορολογική Διοίκηση δύναται να κοινοποιήσει πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας. Οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή επιβολής προστίμων που κατά την κατάθεση του παρόντος στη Βουλή δεν έχουν κοινοποιηθεί, κοινοποιούνται μόνο μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών, αφού τροποποιηθούν, με πράξη του οργάνου που τις εξέδωσε, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο τυχόν υποβληθείσας δήλωσης κατά τον παρόντα νόμο. Το ποσοστό πρόσθετου φόρου ορίζεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του κυρίου φόρου.
6. Για τις υποβαλλόμενες δηλώσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 57 και οι συντελεστές πρόσθετου φόρου του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζονται περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 57.
7. Δηλώσεις για φορολογητέα ύλη και αντικείμενα που δεν έχουν περιληφθεί σε εντολή ελέγχου, προσωρινό προσδιορισμό ή οριστικό προσδιορισμό φόρου ή πράξη επιβολής προστίμων υποβάλλονται οποτεδήποτε μέχρι το πέρας της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 57, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 57.
Άρθρο 59
Ευεργετήματα από την υπαγωγή στη ρύθμιση
1. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις δεν επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων 58, 58Α και 59 του ν. 4174/2013 ή του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 (Α’ 129) ή του άρθρου 6 του ν. 2523/1997 ή άλλων διατάξεων, ούτε άλλες φορολογικές, διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις και μέτρα τόσο για τη φορολογητέα ύλη που προκύπτει από τις ως άνω υποβαλλόμενες δηλώσεις όσο και για τις φορολογικές παραβάσεις που
αποκαθίστανται με τις δηλώσεις αυτές. Ειδικώς, τυχόν επιβληθέντα διασφαλιστικά μέτρα αίρονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 46 του ν. 4174/2013, και στην περίπτωση που από τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου δεν προκύπτει διαφοροποίηση της φορολογικής οφειλής σε σχέση με τις υποβληθείσες κατά τα ανωτέρω δηλώσεις, τα μέτρα αίρονται μετά την καταβολή της οφειλής κατά τα οριζόμενα στις ως άνω διατάξεις.
2. Η υποβολή δηλώσεων κατά τις ανωτέρω διατάξεις δεν συνιστά από μόνη της κριτήριο επιλογής προς έλεγχο σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 4174/2013.
Άρθρο 60
Εξαιρέσεις από την υπαγωγή στη ρύθμιση
1. Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων του κεφαλαίου αυτού δεν έχουν εφαρμογή:
α) Στις περιπτώσεις στις οποίες, μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος στη Βουλή έχουν κοινοποιηθεί πράξεις οριστικού διορθωτικού προσδιορισμού φόρων ή επιβολής προστίμων ή αντίστοιχες πράξεις επιβολής φόρων ή προστίμων με βάση τις, προϊσχύσασες του ν. 4174/2013, διατάξεις, ως προς φορολογητέα ύλη που έχει περιληφθεί σε αυτές.
β) Στις φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται με επιφύλαξη ή σε φορολογικές δηλώσεις από τις οποίες προκύπτει επιστροφή φόρου και κατά το μέρος αυτό.
γ) Στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος με τις οποίες δηλώνεται ζημία της χρήσης στην οποία αφορά η δήλωση.
δ) Στις περιπτώσεις που δηλώνονται ποσά προερχόμενα από εγκληματικές δραστηριότητες του άρθρου 3 του ν. 3691/2008 (Α’ 166), εκτός του αδικήματος της υποπερίπτωσης α’ της περίπτωσης ιη’ του ίδιου άρθρου και νόμου.
2. Στις ανωτέρω ρυθμίσεις δεν δύνανται να υπαχθούν πρόσωπα που διατελούν ή έχουν διατελέσει:
(i) πρωθυπουργοί,
(ii) αρχηγοί πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται ή εκπροσωπούντο στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
(ίϋ) υπουργοί, αναπληρωτές υπουργοί και υφυπουργοί,
(ΐν) βουλευτές και ευρωβουλευτές,
(ν) διαχειριστές των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων,
(νϊ) γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Βουλής και της Γενικής Κυβέρνησης, καθώς και
(vii) οι σύζυγοι ή συγγενείς των προσώπων του παρόντος άρθρου, εξ αίματος ή και εξ αγχιστείας μέχρι και β’ βαθμού, σε ευθεία γραμμή και εκ πλαγίου.
Άρθρο 61 Λοιπά ζητήματα
1. Φόροι, τέλη και εισφορές που καταβάλλονται δυνάμει δηλώσεων που υποβάλλονται κατά τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται με άλλες υποχρεώσεις του φορολογουμένου, για οποιονδήποτε λόγο και οι σχετικές δηλώσεις δεν ανακαλούνται.
2. Η καταβολή της οφειλής γίνεται εφάπαξ, εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή της δήλωσης, ενώ ο οφειλέτης μπορεί να υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών κατά τις κείμενες διατάξεις. Σε περίπτωση μη καταβολής κατά τα ανωτέρω ή απώλειας της ρύθμισης, ο φορολογούμενος εκπίπτει των ευνοϊκών ρυθμίσεων του παρόντος κεφαλαίου και διενεργείται, κατά περίπτωση, νέος άμεσος, διοικητικός ή διορθωτικός προσδιορισμός, δυνάμει του οποίου επιβάλλονται σε βάρος του η διαφορά πρόσθετου φόρου, καθώς και τα πρόστιμα εκπρόθεσμης δήλωσης, που δεν κατέβαλε λόγω υπαγωγής του στις διατάξεις του παρόντος. Ως προς την επιβολή των προστίμων των άρθρων 58, 58Α και 59 του ν. 4174/2013 ή του άρθρου 7 του ν. 4337/2015 ή του άρθρου 6 του ν. 2523/1997, ή άλλων διοικητικών ή ποινικών κυρώσεων, η δήλωση θεωρείται ως μηδέποτε υποβληθείσα, εφαρμοζομένων, κατά τα λοιπά, των διατάξεων του ν. 4174/2013. Το δικαίωμα του Δημοσίου να εκδώσει τις πράξεις της παραγράφου αυτής δεν παραγράφεται πριν την πάροδο τριών ετών από την ημερομηνία απώλειας της ρύθμισης.
3. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος και η διαδικασία υποβολής δηλώσεων και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των άρθρων 57 έως 61.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Μέτρα για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και την καταπολέμηση
της απόκρυψης εσόδων
ΤΜΗΜΑ Α’
Μέτρα για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών
Άρθρο 62 Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως:
α. «καταναλωτής», κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, ή επαγγελματική του δραστηριότητα σύμφωνα με την περίπτ. 3 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
β. «πληρωτής», το φυσικό πρόσωπο το οποίο διατηρεί λογαριασμό πληρωμών και επιτρέπει εντολή πληρωμής από αυτόν τον λογαριασμό ή, εάν δεν υπάρχει λογαριασμός πληρωμών, το φυσικό πρόσωπο που δίνει εντολή πληρωμής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 3862/2010 (Α’ 113).
γ. «δικαιούχος πληρωμής», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ο τελικός αποδέκτης των χρηματικών ποσών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της πράξης πληρωμής, σύμφωνα με με την περίπτ. 13 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
δ. «πάροχος υπηρεσιών πληρωμών» οι επιχειρήσεις που δύνανται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και οι οποίες διακρίνονται στις ακόλουθες έξι κατηγορίες:
(α) πιστωτικά ιδρύματα,
(β) ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος,
(γ) γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,
(δ) ιδρύματα πληρωμών,
(ε) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως νομισματικές ή άλλες δημόσιες αρχές,
(στ) το Ελληνικό Δημόσιο ή τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως δημόσιες αρχές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του ν. 3862/2010.
ε. «σύστημα πληρωμών», το σύστημα μεταφοράς χρηματικών ποσών το οποίο διέπεται από επίσημες τυποποιημένες διαδικασίες και κοινούς κανόνες για την επεξεργασία, το συμψηφισμό ή/καιτο διακανονισμό πράξεων πληρωμών, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 3862/2010.
στ. «σύστημα καρτών πληρωμής», ένα ενιαίο σύνολο κανόνων, πρακτικών, προτύπων και/ή κατευθυντήριων γραμμών εφαρμογής για την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα και το οποίο είναι διαχωρισμένο από κάθε υποδομή ή σύστημα πληρωμής που υποστηρίζει τη λειτουργία του και συμπεριλαμβάνει οποιοδήποτε ειδικό όργανο, οργανισμό ή οντότητα λήψης αποφάσεων που φέρει την ευθύνη λειτουργίας του συστήματος, σύμφωνα με την περίπτ. 16 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
ζ. «τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής», ένα σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο οι πράξεις πληρωμών με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμών ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμών δικαιούχου πληρωμής μέσω της διαμεσολάβησης του συστήματος, ενός εκδότη (από την πλευρά του πληρωτή)
και ενός αποδέκτη (από την πλευρά του δικαιούχου πληρωμής), σύμφωνα με την περίπτ. 17 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
η. «τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής», ένα σύστημα καρτών πληρωμής στο οποίο το ίδιο το σύστημα παρέχει υπηρεσίες απόκτησης και έκδοσης και οι πράξεις πληρωμής με κάρτα πραγματοποιούνται από τον λογαριασμό πληρωμής ενός πληρωτή στον λογαριασμό πληρωμής ενός δικαιούχου πληρωμής στο πλαίσιο του συστήματος, σύμφωνα με την περίπτ. 18 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
θ. «χρεωστική κάρτα», μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με χρεωστική κάρτα με εξαίρεση των συναλλαγών με προπληρωμένες κάρτες, σύμφωνα με την περίπτ. 33 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
ι. «πιστωτική κάρτα», μια κατηγορία μέσου πληρωμής που επιτρέπει στον πληρωτή να κινήσει συναλλαγή με πιστωτική κάρτα, σύμφωνα με την περίπτ. 34 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
ια. «προπληρωμένη κάρτα», μια κατηγορία μέσου πληρωμής στην οποία είναι αποθηκευμένο το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στην περίπτ. 6 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α’ 218).
ιβ. «εταιρική κάρτα», μια κατηγορία εργαλείου πληρωμής που εκδίδεται σε επιχειρήσεις ή οντότητες του δημόσιου τομέα ή αυτοαπασχολούμενα φυσικά πρόσωπα και έχει περιορισμένη χρήση για επαγγελματικά έξοδα, όταν οι εν λόγω πληρωμές χρεώνονται άμεσα στον λογαριασμό της επιχείρησης ή οντότητας του δημόσιου τομέα ή του αυτοαπασχολούμενου φυσικού προσώπου.
ιγ. «ηλεκτρονικό χρήμα», οποιαδήποτε αποθηκευμένη – σε ηλεκτρονικό και μαγνητικό υπόθεμα – νομισματική αξία αντιπροσωπευόμενη από απαίτηση έναντι του εκδότη ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού για τον σκοπό της πραγματοποίησης πράξεων πληρωμής και η οποία καθίσταται αποδεκτή από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πέραν του εκδότη, σύμφωνα με την περίπτ. 1 του άρθρου 10 του ν. 4021/2011 (Α’218).
ιδ. «μέσο πληρωμών», κάθε εξατομικευ μένος μηχανισμός ή/και σειρά διαδικασιών που έχει συμφωνηθεί μεταξύ του χρήστη υπηρεσιών πληρωμών και του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών και τα οποία χρησιμοποιεί ο χρήστης υπηρεσιών πληρωμών προκειμένου να κινήσει εντολή πληρωμής, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 4 του ν. 3862/2010.
ιε. «μέσο πληρωμής με κάρτα» νοείται οποιοδήποτε μέσο πληρωμής, συμπεριλαμβανομένης της κάρτας (πιστωτικής, χρεωστικής, προπληρωμένης), κινητού τηλεφώνου, ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλης τεχνολογικής συσκευής που περιλαμβάνει την κατάλληλη εφαρμογή πληρωμής διά της οποίας παρέχεται η δυνατότητα στον πληρωτή να κινήσει πράξη πληρωμής με κάρτα (πιστωτική, χρεωστική, προπληρωμένη), η οποία δεν αποτελεί μεταφορά πίστωσης ή άμεση χρέωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 260/2012.
ιστ. «εφαρμογή πληρωμών» νοείται λογισμικό ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντίστοιχο, το οποίο χρησιμοποιείται σε μια συσκευή παρέχοντας τη δυνατότητα της κίνησης πράξεων πληρωμής με κάρτα και επιτρέποντας στον πληρωτή να εκδίδει εντολές πληρωμών
ιζ. «τερματικό αποδοχής καρτών πληρωμών και μέσων πληρωμής με κάρτα» στις οποίες κινείται η πράξη πληρωμής, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις διαθέσιμες συσκευές, μεθόδους και Εφαρμογές Πληρωμών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποδοχή καρτών, τόσο με φυσική παρουσία κάρτας, όσο και χωρίς φυσική παρουσία κάρτας (πωλήσεις εξ’ αποστάσεως).
Ειδικά:
(α) στην περίπτωση των πωλήσεων εξ αποστάσεως ή των συμβάσεων εξ αποστάσεως, το τερματικό αποδοχής είναι η διεύθυνση του σταθερού τόπου επιχειρηματικής δραστηριότητας, στον οποίο ο δικαιούχος ασκεί τις εμπορικές δράστηριότητές του ανεξάρτητα από τις τοποθεσίες του ιστοτόπου ή του εξυπηρετητή, μέσω των οποίων πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής,
(β) στην περίπτωση που ο δικαιούχος δεν διαθέτει μόνιμη επιχειρηματική εγκατάσταση, το τερματικό αποδοχής είναι η διεύθυνση για την οποία ο δικαιούχος
διαθέτει έγκυρη άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και μέσω της οποίας πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής,
(γ) στην περίπτωση που ο δικαιούχος δεν διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση ούτε έγκυρη άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, το τερματικό αποδοχής είναι η διεύθυνση για την αλληλογραφία που συνδέεται με την καταβολή των φόρων για την εμπορική δραστηριότητα, μέσω της οποίας πραγματοποιείται η πράξη πληρωμής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751.
ιη) Ως «Επαγγελματικός Λογαριασμός» ορίζεται ο λογαριασμός που τηρείται σε Πάροχο Υπηρεσιών Πληρωμών του Ν. 3862/2010, μέσω του οποίου διενεργούνται συναλλαγές που αφορούν αποκλειστικά την επιχειρηματική δραστηριότητα του κατόχου.
Άρθρο 63 Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του Τμήματος Α’ εφαρμόζονται σε πράξεις πληρωμής με κάρτα και μέσα πληρωμής με κάρτα που έχουν εκδοθεί από τετραμερές σύστημα πληρωμής, καθώς και στις ηλεκτρονικές πληρωμές εν γένει, όταν ο πληρωτής ενεργεί στο πλαίσιο της συναλλαγής με την ιδιότητα του καταναλωτή.
Άρθρο 64 Εξαιρέσεις
1. Οι διατάξεις του Τμήματος Α’ δεν εφαρμόζονται στις ακόλουθες περιπτώσεις: α. συναλλαγές με εταιρικές κάρτες,
β. αναλήψεις μετρητών σε αυτόματες ταμειολογιστικές μηχανές («ΑΤΜ») ή στο ταμείο του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών,
γ. συναλλαγές με κάρτες πληρωμής που έχουν εκδοθεί από τριμερή συστήματα καρτών πληρωμής,
δ. λόγω περιορισμών που αποσκοπούν στη διασφάλιση των συναλλαγών, όπως επιβάλλονται από τα τετραμερή συστήματα καρτών πληρωμής στους φορείς παροχής υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτες, όπως αυτοί εκάστοτε ισχύουν
2. Όταν ένα τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής αδειοδοτεί άλλους παρόχους υπηρεσιών πληρωμής για την έκδοση μέσων πληρωμής με κάρτα ή την αποδοχή πράξεων πληρωμών με κάρτα ή και για τα δύο ή εκδίδει μέσα πληρωμής με κάρτα με εταίρο του ίδιου εμπορικού σήματος ή μέσω πράκτορα, θεωρείται τετραμερές σύστημα καρτών πληρωμής.
3. Κάθε τριμερές σύστημα καρτών πληρωμής που εμπίπτει στην κατηγορία της προηγούμενης παραγράφου εξαιρείται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα Τμήματα Α’ και Β’ του παρόντος Κεφαλαίου, μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου 2018 εφόσον: α. εφαρμόζεται αποκλειστικά για τις εγχώριες πράξεις πληρωμής και
β. το σύνολο των πράξεων εγχώριων πληρωμών με κάρτα που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του αντίστοιχου συστήματος δεν υπερβαίνει ετησίως το 3 % της αξίας όλων των πράξεων εγχώριων πληρωμών με κάρτα.
Άρθρο 65
Υποχρέωση αποδοχής μέσων πληρωμής με κάρτα
1. Οι δικαιούχοι πληρωμής, στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με καταναλωτές, υποχρεούνται, εντός ορισμένης προθεσμίας και ανάλογα με τον κύριο Κωδικό Αριθμό Δράστηριότητάς τους (ΚΑΔ), να αποδέχονται μέσα πληρωμής με κάρτα για την ολοκλήρωση των πράξεων πληρωμής.
2. Για την αποδοχή μέσων πληρωμής με κάρτα, οι δικαιούχοι πληρωμής συμβάλλονται υποχρεωτικά με νομίμως αδειοδοτημένους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών, κατά το οριζόμενα στο ν. 3862/2010 (Α’ 113). Για την αποδοχή μέσων πληρωμής με κάρτα και μετρητά, καθώς και την είσπραξη για λογαριασμό τρίτου εν γένει, οι δικαιούχοι πληρωμής απαγορεύεται να συμβάλλονται με οντότητες οι οποίες δεν αποτελούν νομίμως αδειοδοτημένους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών ή Αντιπροσώπους αυτών, εκτός αν άλλως ορίζεται ρητά στην οικεία ισχύουσα νομοθεσία.
3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας, Ανάπτυξης και Οικονομικών, ορίζονται τα εξής:
α. οι υπόχρεοι συμμόρφωσης βάσει των κύριων ΚΑΔ, β. η προθεσμία συμμόρφωσης,
γ. Οι διαδικασίες δήλωσης και τροποποίησης των τηρούμενων Επαγγελματικών Λογαριασμών στους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010, δ. οι διαδικασίες και τα δεδομένα παρακολούθησης καθώς και η σύνταξη αναφορών, που καταγράφουν τη συμμόρφωση με τις προβλέψεις του Νόμου, ε. οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης των ανωτέρω υπό Α’ έως δ’ υποχρεώσεων,
στ. η επέκταση της υποχρέωσης της παραγράφου 1 και σε άλλα μέσα πληρωμής, και
ζ. οι αρμόδιες αρχές και τα μέσα προσφυγής και δικαστικής προστασίας κατά την εφαρμογή των διατάξεων του Τμήματος Α’.
Άρθρο 66
Υποχρέωση ενημέρωσης καταναλωτή
1. Οι δικαιούχοι πληρωμής, οι οποίοι αποδέχονται κάρτες πληρωμών ενημερώνουν τους καταναλωτές σχετικά με την αποδοχή καρτών και μέσων πληρωμής του συστήματος καρτών πληρωμής, με σαφή τρόπο που δεν επιδέχεται παρερμηνείας. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να αναγράφονται ευκρινώς στην είσοδο του καταστήματος και στο ταμείο.
2. Στους παραβάτες των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) ευρώ.
3. Οι καταναλωτές και οι ενώσεις καταναλωτών δύνανται να υποβάλλουν καταγγελίες για παραβάσεις της παραγράφου 1, οι οποίες υποβάλλονται στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
4. Αρμόδια αρχή για τη διενέργεια του ελέγχου και την επιβολή του προστίμου της παραγράφου 2 ορίζεται η Διεύθυνση Θεσμικών Ρυθμίσεων και Εποπτείας Αγοράς Προϊόντων και Παροχής Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή και τα Τμήματα Εμπορίου των Διευθύνσεων Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων της χώρας.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης ρυθμίζονται τα ειδικότερα θέματα σχετικά με τη διενέργεια του ελέγχου, τον τρόπο επιβολής των προστίμων που επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα κατά τη διαπίστωση της παράβασης, σε εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.
6. Τα διοικητικά πρόστιμα του παρόντος εισπράττονται, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε. – ν.δ. 356/1974, Α’90), και αποδίδονται, με την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 2946/ 2001 (Α’ 224), στον Κρατικό Προϋπολογισμό.
7. Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου του παρόντος υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της, η οποία ασκείται ενώπιον του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης εφόσον οι διοικητικές κυρώσεις έχουν εκδοθεί από την κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου, και ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην περιφέρεια του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεση της προσφυγής.
8. Η απόφαση επί της ενδικοφανούς προσφυγής υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου του τόπου όπου εδρεύει το όργανο που εξέδωσε την απόφαση επιβολής προστίμου, μέσα στην προθεσμία της παραγράφου Ιτου άρθρου 66 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Η εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής και η τυχόν υποβολή αίτησης αναστολής δεν αναστέλλουν την είσπραξη του είκοσι τοις εκατό (20%) του προστίμου. Μετά την έκδοση απόφασης από το Διοικητικό Πρωτοδικείο το ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) που εισπράχθηκε συμψηφίζεται ή επιστρέφεται ολικά ή μερικά στον διοικούμενο, ανάλογα με την περίπτωση.
9. Το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου μειώνεται στο ήμισυ εάν ο υπόχρεος εντός τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης σε αυτόν της σχετικής πράξης και σε κάθε περίπτωση πριν την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής της παραγράφου 1, προβεί σε καταβολή του προστίμου. Η καταβολή αυτή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη παραίτηση του υπόχρεου από κάθε δικαίωμα προσβολής ή αμφισβήτησης της πράξης επιβολής προστίμου.
Άρθρο 67
Υποχρεώσεις παρόχων υπηρεσιών πληρωμών προς τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή σχετικά με τιμολογιακά δεδομένα
1. Κάθε αδειοδοτημένος πάροχος υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα, ημεδαπός ή αλλοδαπός, υποχρεούται να γνωστοποιεί στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή τιμολογιακά στοιχεία για ορισμένα βασικά προϊόντα και υπηρεσίες που αυτός προσφέρει.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών, ορίζεται:
α. Το ακριβές περιεχόμενο των στοιχείων που γνωστοποιούνται στη Γενική
Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή.
β. Η διαδικασία και η περιοδικότητα γνωστοποίησης των στοιχείων.
γ. Οι κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης
γνωστοποίησης.
ΤΜΗΜΑ Β’
Φορολογικές και λοιπές ρυθμίσεις
Άρθρο 68
Μειώσεις φόρου μέσω ηλεκτρονικών συναλλαγών
1. Στο άρθρο 16 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) προστίθεται νέα παράγραφος 3, ως εξής: «3. α) Κατά τον υπολογισμό του φόρου σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι δαπάνες απόκτησης αγαθών και λήψης υπηρεσιών για συναλλαγές στην ημεδαπή ή σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ε.Ο.Χ., απαιτείται να έχουν πραγματοποιηθεί με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά κάρτες και μέσα πληρωμής με κάρτες, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του Ν. 3862/2010, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού, κατ’ ελάχιστον σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Εισόδημα (σε ευρώ) Ποσοστό ελάχιστης δαπάνης με ηλεκτρονική συναλλαγή και μέσα πληρωμής με κάρτα (Προοδευτική εφαρμογή)
1-10.000 10%
10.000,01-30.000 15%
30.000,01 και άνω 20% και μέχρι 30.000 ευρώ
β) Για τους φορολογούμενους που εξαιρούνται από την υποχρέωση χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής για την πραγματοποίηση των δαπανών της περίπτωσης Α’, απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων ίσης αξίας, σύμφωνα με την κλίμακα της προηγούμενης περίπτωσης.
γ) Αν δεν καλύπτεται το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό της παραπάνω κλίμακας, τότε ο φόρος προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού, πολλαπλασιαζόμενης με συντελεστή 22%.
δ) Εξαιρούνται από την υποχρέωση προσκόμισης αποδεικτικών ηλεκτρονικών συναλλαγών, οι υπάλληλοι του Υπουργείου Εξωτερικών , οι στρατιωτικοί, εφόσον υπηρετούν στην αλλοδαπή, οι υπηρετούντες στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσοι διαμένουν σε οίκο ευγηρίας και σε ψυχιατρικό κατάστημα και οι φυλακισμένοι.
ε) Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία συγκέντρωσης των απαραίτητων δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών.
στ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι εξαιρούμενες δαπάνες, οι κατηγορίες των φορολογουμένων που εξαιρούνται από την υποχρέωση πραγματοποίησης των δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, τα επιπλέον κίνητρα για φορολογούμενους που υπερβαίνουν τα προβλεπόμενα ποσοστά ελάχιστης δαπάνης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.»
2. Η προηγούμενη παράγραφος ισχύει από το φορολογικό έτος 2017 και μετά.
3. Στο άρθρο 18 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως εξής: «4. Οι ως άνω αναφερόμενες ιατρικές δαπάνες συνυπολογίζονται για τον προσδιορισμό του ποσού μείωσης φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν πραγματοποιηθεί με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι εξαιρέσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας».
Άρθρο 69
Διασφάλιση και έλεγχος συναλλαγών
1. Η παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α’ 58), αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα υποκείμενα σε φόρο φυσικά και νομικά πρόσωπα των άρθρων 3 και 45 αντίστοιχα του ν. 4172/2013 (Α’ 167) υποχρεούνται να διαβιβάζουν ηλεκτρονικά σε βάση δεδομένων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, τα δεδομένα των εκδιδόμενων λογιστικών αρχείων – στοιχείων, ανεξαρτήτως της μεθόδου έκδοσης αυτών».
2. Η παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα φορολογικά στοιχεία συνολικής αξίας πεντακοσίων (500) ευρώ και άνω, που εκδίδονται για πώληση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες, εξοφλούνται από τους λήπτες τους, αγοραστές των αγαθών ή των υπηρεσιών, αποκλειστικώς με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, όπως ενδεικτικά άλλα όχι περιοριστικά τραπεζικό έμβασμα, πληρωμή μέσω λογαριασμού πληρωμών, χρήση ηλεκτρονικού πορτοφολιού. Δεν επιτρέπεται εξόφληση των στοιχείων αυτών με μετρητά.»
3. Η παρ. 6 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται η έκταση εφαρμογής και οι ειδικότερες υποχρεώσεις των φορολογούμενων της παρ. 1, οι εξαιρέσεις, η διαδικασία και οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διαβίβαση, την ασφάλεια και την επεξεργασία των δεδομένων της παρ. 1, καθώς και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τη διαβίβασή τους.»
Άρθρο 70
Πρόγραμμα Δημοσίων Κληρώσεων (Λοταρία)
1. Οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με τη χρήση μέσων πληρωμής με κάρτα ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, για την αγορά αγαθώνήτην λήψη υπηρεσιών, λαμβάνονται υπόψη για τη συμμετοχή σε πρόγραμμα δημοσίων κληρώσεων (Λοταρίες), μέσω του οποίου, οι τυχεροί, επιβραβεύονται με χρηματικά ή και σε είδος έπαθλα. Το συνολικό διανεμόμενο χρηματικό ποσό κατά τις διενεργούμενες κληρώσεις επιβαρύνειτον Κρατικό Προϋπολογισμό και δεν δύναται να υπερβαίνειτο ποσό των δώδεκα (12) εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται οποιοδήποτε σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια αναφορικά με το ως άνω πρόγραμμα κληρώσεων, όπως ενδεικτικά η διάρκεια του προγράμματος, η διαδικασία και η συχνότητα των κληρώσεων, τα κριτήρια και η διαδικασία συμμετοχής, τα μέσα καταχώρισης των συναλλαγών που συμμετέχουν στις κληρώσεις, ο καθορισμός των χρηματικών ή και σε είδος βραβείων, καθώς και κάθε άλλη σχετική με την εφαρμογή της παρούσας διάταξης λεπτομέρεια.
Άρθρο 71
Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών
και λοιπές διατάξεις
1. Η παρ. 1 του άρθρου 62 του Ν. 4170/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Συστήνεται «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» (Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π.) των πιστωτικών ιδρυμάτων, των ιδρυμάτων πληρωμών και των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος που λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και των παροχών υπηρεσιών πληρωμών που αποδέχονται συναλλαγές καρτών πληρωμών (‘card acquirers’) με έδρα το εξωτερικό και οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, εξυπηρετώντας επιχειρήσεις στην Ελληνική επικράτεια, με σκοπό τη διευκόλυνση της διαβίβασης των αιτημάτων παροχής πληροφοριών από το σύνολο των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος του Υπουργείου Οικονομικών, την Οικονομική Αστυνομία, τον Οικονομικό εισαγγελέα, τον Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, την Αρχή Καταπολέμησης της νομιμοποίησης των εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Τα αιτήματα παροχής πληροφοριών αφορούν σε κάθε στοιχείο και πληροφορία για φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που τηρούνται στους ως άνω αναφερόμενους Παρόχους, σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας για την άρση του τραπεζικού και επαγγελματικού απορρήτου, καθώς και του απορρήτου των στοιχείων έναντι των παραπάνω αρχών και υπηρεσιών του δημοσίου και της αυτοματοποιημένης πρόσβασής τους σε αυτό.
Για τους σκοπούς της παρούσας διάταξης ορίζονται ως υπόχρεα πρόσωπα τα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 4261/2014, συμπεριλαμβανομένων και των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων, τα ιδρύματα πληρωμών του ν. 3862/2010 και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011, τα οποία δραστηριοποιούνται στην ελληνική επικράτεια, με ή χωρίς φυσική εγκατάσταση, και τηρούνται στο Μητρώο της Τράπεζας της Ελλάδος, καθώς και οι φορείς αποδοχής και εκκαθάρισης συναλλαγών με τη χρήση καρτών πληρωμών (card acquirers) που δραστηριοποιούνται με έδρα το εξωτερικό ή την Ελλάδα και εξυπηρετούν
επιχειρήσεις στην Ελληνική επικράτεια. Οι αρχές και υπηρεσίες του Δημοσίου του πρώτου εδαφίου φέρουν την ευθύνη επιβεβαίωσης της νομιμότητας και σκοπιμότητας των διαβιβαζόμενων αιτημάτων παροχής πληροφοριών. Η πρόσβαση των λοιπών αρχών, υπηρεσιών και φορέων του Δημοσίου στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. επιτρέπεται μόνο αν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία η άρση του απορρήτου του πρώτου εδαφίου της παρούσας.
Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που διαβιβάζονται από τα υπόχρεα πρόσωπα της παρ. 1 μέσω του Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. αφορούν τις υποχρεώσεις των παροχών αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 κατά την τελευταία δεκαετία από την ημερομηνία υποβολής κάθε αιτήματος παροχής πληροφοριών προς το Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π.»
2. Στο άρθρο 62 του ν. 4170/2013, προστίθενται νέες παράγραφοι 7, 8, 9 και 10 ως εξής:
«7. Δημιουργείται στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, δημόσιο μητρώο που περιλαμβάνει τα υπόχρεα πρόσωπα της παρ. 1, τα οποία έχουν ενεργοποιήσει την πρόσβασή τους στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. Το μητρώο είναι προσβάσιμο ηλεκτρονικά μέσω του συστήματος TAXISNET.
8. Τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική επικράτεια και είναι τελικοί αποδέκτες χρηματικών ποσών, τα οποία αποτελούν αντικείμενο πράξης πληρωμής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2, σημείο 13 του Κανονισμού 2015/751, υποχρεούνται στην δήλωση του συνόλου των υπόχρεων προσώπων της παρ. 1 με τα οποία συνεργάζονται, εντός τριάντα (30) ημερών από την δημιουργία του μητρώου της παρ. 7 ή την εκκίνηση της όποιας νέας συνεργασίας τους. Η δήλωση των σχετικών στοιχείων γίνεται ηλεκτρονικά μέσω TAXISNET.
9. Για το σκοπό της συνεκτικής και ορθής αποτύπωσης των δεδομένων των συναλλαγών των φυσικών και νομικών προσώπων της παρ. 8, με ενιαίο τρόπο, τα υπόχρεα πρόσωπα της παρ. 1, που αποκτούν πρόσβαση στο Σ.Μ.Τ.Λ. και Λ.Π. αποκτούν πρόσβαση στα δεδομένα της «Υπηρεσίας Διαδικτύου Πληροφοριών Μητρώου για Φυσικά και Μη Φυσικά Πρόσωπα» όπως εκάστοτε ισχύει, το οποίο τηρείται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων, στο πλαίσιο εφαρμογής του ν. 3979/2011.»
3. Μετά το άρθρο 62 του ν. 4170/2013 προστίθεται νέο άρθρο 62Α που έχει ως εξής: «Αυξημένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη
1. Στις περιπτώσεις συναλλαγών με χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως ενδεικτικά μέσω μεταφοράς από λογαριασμό ηλεκτρονικής τραπεζικής (e-banking), μέσω χρήσης κάρτας πληρωμής καθώς και μέσω οποιουδήποτε άλλου ηλεκτρονικού μέσου πληρωμών, όπως ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, ηλεκτρονικό πορτοφόλι, ηλεκτρονικό χρήμα, κουπόνι, voucher, καθίσταται υποχρεωτική η ονομαστικοποίηση του ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής, με ταυτοποίηση του κατόχου του, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3691/2008 για την «Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας» όπως ισχύει, και της Οδηγίας 2015/849/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η χρήση μη- ονομαστικοποιημένων, μη-ταυτοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με οντότητες του άρθρου 1 του ν. 4308/2014 που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δεν επιτρέπεται, λαμβανομένης υπόψη της παρ. 2 του παρόντος.
Η παρ. αυτή εφαρμόζεται στο σύνολο των παροχών υπηρεσιών πληρωμών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4261/2014 (Α’ 107), τα ιδρύματα πληρωμών του ν. 3862/2010 (Α’ 113), και τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος του ν. 4021/2011 (Α’ 218) που είτε έχουν αδειοδοτηθεί και εδρεύουν στην Ελλάδα είτε αποτελούν αλλοδαπά Ιδρύματα κράτους μέλους του ΕΟΧ και παρέχουν υπηρεσίες στην Ελλάδα.
2. Με απόφασή του, ο Υπουργός Οικονομικών δύναται να εξαιρεί από την απαγόρευση χρήσης μη-ταυτοποιημένων και μη-ονομαστικοποιημένων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών, δραστηριότητες δικαιούχων που κατηγοριοποιούνται σε συγκεκριμένους Κωδικούς Αριθμούς Δραστηριότητας, και οι οποίες δεν παρουσιάζουν υψηλό κίνδυνο για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, φοροδιαφυγή και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως οι παράγοντες κινδύνου αυτοί ορίζονται στο Κεφάλαιο II, Άρθρο 16, Παράγραφος 3, Παραρτήματος III της «ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μάϊου 2015»
3. Απαγορεύεται ρητά η διανομή και η καθ’ οιονδήποτε τρόπο διάθεση ηλεκτρονικού χρήματος καθώς και η είσπραξη έναντι τρίτου εν γένει, με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής και μετρητά, από παντός είδους οντότητες του ν. 4308/2014, που δεν αποτελούν νομίμως αδειοδοτημένους Παρόχους Υπηρεσιών Πληρωμών ή Αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα αυτών, βάσει των οριζόμενων στο ν. 3862/2010 και το ν. 4021/2011. Η Αντιπροσώπευση Παρόχου Υπηρεσιών Πληρωμών αφορά μόνο στα Ιδρύματα Πληρωμών και στα Ιδρύματα Ηλεκτρονικού Χρήματος, εξαιρουμένωντων Πιστωτικών Ιδρυμάτων, όπως προβλέπεται στον ν. 3862/2010 και ν. 4021/2011.
4. Απαγορεύεται σε οντότητες του ν. 4308/2014 που ασκούν δραστηριότητες στους τομείς των τυχερών παιγνίων και του στοιχηματισμού, όπως οι τομείς αυτοί ορίζονται στο άρθρο 25 του Κεφαλαίου Η’ του Δ’ Μέρους’ του ν. 4002/2011, καθώς και στους τομείς της διάθεσης και εμπορίας όπλων, να παρέχουν υπηρεσίες Αντιπροσώπου Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών των ν. 3862/2010 και ν. 4021/2011.
5. Στην περίπτωση ακύρωσης, επιστροφής, αποζημίωσης ή απόδοσης κέρδους που προκύπτει ως αποτέλεσμα μιας συναλλαγής με ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής, η πίστωση του πληρωτή διενεργείται από την οντότητα του ν. 4308/2014 υποχρεωτικά στο ίδιο ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής και δια μέσου του ιδίου Παρόχου Υπηρεσιών Πληρωμών, από το οποίο πραγματοποιήθηκε η αρχική συναλλαγή.
6. Οντότητες του ν. 4308/2014 με υποχρεώσεις αυξημένης δέουσας επιμέλειας των πελατών τους, σύμφωνα με τους ν. 3691/2008 και ν. 3932/2011, κατά την πραγματοποίηση συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, συλλέγουν τα στοιχεία ταυτοποίησης και δέουσας επιμέλειας των πληρωτών ανά συναλλαγή,
υποχρεωτικώς δια μέσου των συνεργαζόμενων Παροχών Υπηρεσιών Πληρωμών του ν. 3862/2010.»
4. Η ισχύς των παραγράφων 1 ως 3 του άρθρου 62Α του ν. 4170/2013 αρχίζει 3 μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 72
Μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες
Στο άρθρο 23 του ν. 4172/2013, προστίθεται νέα παράγραφος ιδ’) ως εξής:
«ιδ) Οι δαπάνες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4172/2013, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.»
Άρθρο 73
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4174/2013 (Α’ 170)
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 όπως ισχύει, προστίθενται νέες περιπτώσεις ιγ’ και ιδ’, ως εξής:
«ιγ) δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α’ 58).
ιδ) δεν υποβάλει ή υποβάλλει ανακριβή στοιχεία, αναφορικά με τις κατά την παρ. 8 του άρθρου 62 του ν. 4170/2013 υποχρεώσεις του.»
2. Η περίπτ. ε’) της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“ε) δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ, στις περιπτ. ε’, ι, ζ’, η’ και ιδ’ της παρ. 1”
3. Στην περιπτ. Α’ της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013, η φράση «και στ’ της παραγράφου 1,» αντικαθίσταται με τη φράση «στ’ και ιγ’ της παραγράφου 1,».

Άρθρο 74
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 4308/2014 (Α’ 251)
1. Η παρ. 13 του άρθρου 12 του ν. 4308/2014 αντικαθίσταται ι ως εξής:
«13. Η οντότητα μπορεί να εκδίδει παραστατικά λιανικής πώλησης με χειρόγραφο τρόπο στην περίπτωση διακοπής του συστήματος διανομής ηλεκτρικής ενέργειας ή διακοπής της λειτουργίας του μέσου έκδοσης παραστατικών, λόγω τεχνικού προβλήματος. Σε περίπτωση μη λειτουργίας του εξοπλισμού έκδοσης παραστατικών λόγω τεχνικού προβλήματος, η οντότητα λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποκατάσταση της λειτουργίας του εξοπλισμού χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και για την αποτροπή επαναλήψεων του προβλήματος. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων της παραγράφου 9 δύναται να ρυθμίζονται θέματα εφαρμογής της παραγράφου αυτής, καθώς και να επιβάλλεται υποχρέωση ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.»
2. Στο άρθρο 12 του ν. 4308/2014 προστίθεται παράγραφος 16, ως εξής:
«16. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των Παροχών Ηλεκτρονικής Τιμολόγησης, καθώς και οι διαδικασίες ελέγχου των τιμολογίων και των στοιχείων λιανικής πώλησης που εκδίδονται και αυθεντικοποιούνται με την χρήση υπηρεσιών των Παροχών Ηλεκτρονικής Τιμολόγησης.»
Άρθρο 75
Εξουσιοδοτικές διατάξεις
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, παρέχεται η δυνατότητα θέσπισης επιπλέον μέτρων, κινήτρων, καθώς και οποιοσδήποτε λεπτομέρειας για την εφαρμογή των μέτρων αυτών, στο πλαίσιο εφαρμογής της παρούσας, με σκοπό την περαιτέρω προώθηση των ηλεκτρονικών πληρωμών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Έλεγχος, εκκαθάριση και πληρωμή δαπανών Δημοσίου
Άρθρο 76
Έλεγχος δαπανών από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων
1. 0 έλεγχος των δαπανών του Δημοσίου, που προβλέπεται από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 91 του ν. 4270/2014 (Α’ 143) και ασκείται από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων σύμφωνα με την παρ. β του άρθρου 69Γ του ίδιου νόμου, συνίσταται στην εξέταση από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων των νομίμων δικαιολογητικών και αποβλέπει στη διακρίβωση του κατά πόσον η δαπάνη:
α. προβλέπεται από διάταξη νόμου ή εξυπηρετεί λειτουργικές ανάγκες της Υπηρεσίας ή συντελεί στην εκπλήρωση των σκοπών της, όπως αυτοί προσδιορίζονται από τις καταστατικές και οργανωτικές διατάξεις του φορέα και υπάρχει γι’ αυτή διαθέσιμη πίστωση (έλεγχος νομιμότητας),
β. έχει νόμιμα αναληφθεί, η σχετική απαίτηση δεν έχει παραγραφεί και επισυνάπτονται τα νόμιμα δικαιολογητικά (έλεγχος κανονικότητας) και
Κατά τον ασκούμενο έλεγχο εξετάζονται και τα παρεμπιπτόντως αναφυόμενα ζητήματα επιφυλασσομένων των διατάξεων για το δεδικασμένο και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (παρεμπίπτων έλεγχος).
2. Ως νόμιμα δικαιολογητικά θεωρούνται τα προβλεπόμενα, κατά περίπτωση, από τις κείμενες διατάξεις, τις εκδιδόμενες κανονιστικές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και τις οδηγίες του Υπουργού Οικονομικών. Τα εν λόγω δικαιολογητικά πρέπει να είναι πρωτότυπα και χωρίς αλλοιώσεις. Ειδικά για τη δικαιολόγηση απορρήτων δαπανών ισχύουν οι προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, ειδικές διατάξεις. Κατ’ εξαίρεση όταν τα πρωτότυπα υποβάλλονται υποχρεωτικά ή φυλάσσονται σε άλλη δημόσια αρχή, γίνονται δεκτά αντίγραφα επικυρωμένα από την αρχή αυτή.
3. Τα οριζόμενα δικαιολογητικά για κάθε δαπάνη συγκεντρώνονται με ευθύνη των αρμοδίων υπηρεσιών και διαβιβάζονται στην αρμόδια για τον έλεγχο υπηρεσία του φορέα με έγγραφο, στο οποίο αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου, ο αριθμός της πράξης ανάληψης υποχρέωσης, ο ειδικός φορέας και ο Κωδικός Αριθμός Εξόδου
(ΚΑΕ), το ποσό για το οποίο ζητείται η έκδοση του σχετικού χρηματικού εντάλματος (ΧΕ) και πλήρης κατάλογος με τα συνημμένα δικαιολογητικά. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου δύναται η αρμόδια για τον έλεγχο υπηρεσία του φορέα να ζητεί κάθε αναγκαία πληροφορία ή στοιχείο.
4. Εάν κατά τον έλεγχο των δικαιολογητικών διαπιστώνονται θεραπεύσιμες ελλείψεις, καλείται η κατά περίπτωση αρμόδια υπηρεσία που τα απέστειλε να τις συμπληρώσει σε εύλογη προθεσμία.
5. Αν προκύφει διάσταση απόψεων μεταξύ διατάκτη και προϊσταμένου οικονομικών υπηρεσιών ως προς τη συνδρομή εν όλω ή εν μέρει των προϋποθέσεων της παραγράφου 1, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του ν. 4270/2014.
6. Αν κατά τον ασκούμενο έλεγχο γεννηθούν βάσιμες αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό μέρος της δαπάνης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 88 και επόμενα του παρόντος κεφαλαίου.
Άρθρο 77
Εκκαθάριση δαπανών
1. Αν από τον έλεγχο του προηγούμενου άρθρου δεν διαπιστωθούν ελλείψεις στα δικαιολογητικά ή παρατυπίες ή δοθεί εντολή από την αρμόδια αρχή για εκτέλεση της δαπάνης κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 4270/2014, συντάσσεται επί των δικαιολογητικών πράξη εκκαθάρισης, στην οποία αναγράφεται ολογράφως και αριθμητικώς το εκκαθαριζόμενο υπέρ του πιστωτή του Δημοσίου χρηματικό ποσό. Η πράξη αυτή μονογράφεται από το υπηρεσιακό όργανο που συνέπραξε στον έλεγχο και υπογράφεται από τους κατά περίπτωση αρμόδιους για την εκκαθάριση προϊσταμένους/επικεφαλής γραφείων.
2. Σε περίπτωση διορθώσεων στην πράξη εκκαθάρισης, οι διορθωτέοι αριθμοί διαγράφονται με μία και μόνη ερυθρά γραμμή και η αναγραφή του ορθού αριθμού γίνεται με παραπομπή η παρεγγραφή. Οι διορθώσεις αυτές μονογράφονται από τον υπάλληλο που εκκαθαρίζει τη δαπάνη.
3. Στην περίπτωση ενιαίας εκκαθάρισης για περισσότερες των μια απαιτήσεων, ενός ή περισσοτέρων δικαιούχων, και μόνο για δαπάνες που εξοφλούνται μέσω της Ενιαίας Αρχής Πληρωμής (ΕΑΠ), επισυνάπτεται στα δικαιολογητικά συγκεντρωτική κατάσταση με τα αναλυτικά κατά περίπτωση και στο σύνολο ποσά. Στην κατάσταση αυτή συντάσσεται η πράξη της εκκαθάρισης.
4. Η εκκαθάριση και εντολή πληρωμής των δαπανών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ενεργείται σύμφωνα με τη νομοθεσία που το διέπει.
Άρθρο 78
Έκδοση Χρηματικών Ενταλμάτων
1. Μετά τον έλεγχο και την εκκαθάριση των δαπανών εκδίδονται από την αρμόδια οικονομική υπηρεσία του φορέα χρηματικά εντάλματα (ΧΕ) για την πληρωμή τους.
2. Τα ΧΕ εκδίδονται με ηλεκτρονικό τρόπο, μέσω του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ), σε τρία (3) αντίτυπα, το πρώτο (ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ), στο οποίο επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά εξόφλησης, το δεύτερο (ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ), στο οποίο επισυνάπτονται τα δικαιολογητικά που υποστηρίζουν τη δαπάνη και το τρίτο (ΣΤΕΛΕΧΟΣ), το οποίο παραμένει στην εκκαθαρίζουσα υπηρεσία συνοδευόμενο από πλήρη φάκελο με αντίγραφα όλων των ανωτέρω δικαιολογητικών της δαπάνης και της εξόφλησης.
3. Στα ΧΕ αναγράφονται:
α. Ο αύξων αριθμός του εντάλματος και ο αριθμός πρωτοκόλλου του διαβιβαστικού της παρ. 3 του άρθρου 76 του παρόντος.
β. Το οικονομικό έτος.
γ. Ο τίτλος και ο κωδικός αριθμός του φορέα και του ειδικού φορέα, σε βάρος του προϋπολογισμού του οποίου εκδίδονται και ο κωδικός αριθμός εξόδου στον οποίο καταλογίζεται η δαπάνη.
δ. Η υπηρεσία που εκδίδει το ΧΕ.
ε. Ο αύξων αριθμός της αναληφθείσας υποχρέωσης, στ. Το πληρωτέο ποσό ολογράφως και αριθμητικώς.
ζ. Το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου, η διεύθυνση, το επάγγελμα, ο Αριθμός Φορολογικού Μητρώου αυτού και όταν ο δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο, η ακριβής επωνυμία και η έδρα του.
η. Πλήρης αιτιολογία της πληρωμής και ο αριθμός του τιμολογίου ή ισοδύναμου εγγράφου.
θ. Ο τόπος και η χρονολογία έκδοσης.
ι. Το καθαρό πληρωτέο ποσό στο δικαιούχο και η ανάλυση των σχετικών κρατήσεων και φόρων.
ια. Ο τίτλος της θέσεως και το ονοματεπώνυμο των αρμόδιων οργάνων που υπογράφουν.
4. Στα Χρηματικά Εντάλματα Προπληρωμής (ΧΕΠ), όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 100 του ν. 4270/2014, αναγράφονται τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου, πλην της περίπτωσης ι’ και η προθεσμία απόδοσης λογαριασμού. Στα προσωρινά Χρηματικά Εντάλματα (ΧΕ) αναγράφονται τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 105 του ν. 4270/2014, πλην των περιπτώσεων γ, ε και ι.
5. Στα ΧΕ δεν επιτρέπονται προσθήκες, αλλοιώσεις, διαγραφές και παρεγγραφές.
6. Επιτρέπεται η έκδοση ενός μόνο ΧΕ για κοινές ομοειδείς απαιτήσεις περισσοτέρων του ενός δικαιούχων, μόνο στην περίπτωση που αυτό εξοφλείται μέσω της ΕΑΠ.
7. Επιτρέπεται η έκδοση ΧΕ βάσει δικαιολογητικών που έχουν επισυναφθεί σε άλλο. Στην περίπτωση αυτή γίνεται σημείωση παραπομπής στο ΧΕ στο οποίο επισυνάφθηκαν τα δικαιολογητικά.
8. Τα ΧΕ εκδίδονται από τα αρμόδια υπηρεσιακά όργανα που διενήργησαν τον έλεγχο και την εκκαθάριση της δαπάνης, μονογράφονται από αυτά και υπογράφονται από τους κατά περίπτωση αρμόδιους προϊσταμένους/επικεφαλής γραφείων. Για την
αναπλήρωση των προϊσταμένων των αρμόδιων για την εκκαθάριση και ενταλματοποίηση δαπανών υπηρεσιακών μονάδων της οικονομικής υπηρεσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 87 του ν. 3528/2007 (Α’26), τηρούμενων και των σχετικών κανόνων περί ασυμβίβαστων καθηκόντων. Τα ΧΕ αριθμούνται και καταχωρούνται στα βιβλία της οικονομικής υπηρεσίας.
Άρθρο 79
Αποστολή ΧΕ στο Ελεγκτικό Συνέδριο
Ι.α. Για τα ΧΕ που δεν εξοφλούνται μέσω της ΕΑΠ απαιτείται, μετά την πληρωμή της δαπάνης, η αποστολή του πρωτοτύπου και των δικαιολογητικών εξόφλησης στην αρμόδια Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο του επόμενου από την εξόφληση μήνα, για την άσκηση του κατασταλτικού ελέγχου. Τα ΧΕ συνοδεύονται από κατάσταση στην οποία περιλαμβάνονται ιδίως τα εξής:
αα) Αριθμός χρηματικού εντάλματος.
ββ) Ονοματεπώνυμο δικαιούχου.
γγ) Ποσό χρηματικού εντάλματος.
β. Για τα ΧΕ που εξοφλούνται μέσω της ΕΑΠ, εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία της Αρχής.
2. Τα αντίγραφα των τακτικών ΧΕ, όπως αυτά ορίζονται στην περιπτ. γ’ του άρθρου 92 του ν. 4270/2014, μαζί με τα συνημμένα σ’ αυτά δικαιολογητικά αποστέλλονται στην αρμόδια Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο του επόμενου από την εξόφλησή τους μήνα και συνοδεύονται από κατάσταση, στην οποία αναγράφονται, κατά φορέα και ειδικό φορέα, ο αριθμός ΧΕ, το ονοματεπώνυμο του δικαιούχου και το ποσό του ΧΕ.
3. Τα πρωτότυπα και αντίγραφα των ΧΕΠ και τα αντίγραφα των Επιτροπικών Ενταλμάτων (ΕΕ), όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 82 του παρόντος, μαζί με τις εγκριτικές αποφάσεις του διατάκτη, αποστέλλονται στην αρμόδια Υπηρεσία του
Ελεγκτικού Συνεδρίου μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου απάτην εξόφληση των ΧΕΠ και την ολοκλήρωση μεταφοράς της πίστωσης, αντίστοιχα, και συνοδεύονται από κατάσταση, στην οποία αναγράφονται για μεν τα ΧΕΠ τα στοιχεία της προηγούμενης παραγράφου και η προθεσμία απόδοσης λογαριασμού, για δε τα ΕΕ ο αριθμός του επιτροπικού, ο δευτερεύων διατάκτης και το ποσό.
4. Οι καταστάσεις των προηγούμενων παραγράφων συντάσσονται σε δύο (2) αντίτυπα και παραδίδονται στην αρμόδια Υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου κρατά το ένα αντίτυπο και επιστρέφει το δεύτερο στην αποστέλλουσα υπηρεσία αυθημερόν, με πράξη επί της κατάστασης που βεβαιώνει την παραλαβή των τακτικών ΧΕ, των ΧΕΠ και των ΕΕ.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται επιμέρους θέματα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 80 Ακύρωση ΧΕ
Τα ΧΕ ακυρώνονται ηλεκτρονικά μέσω του ΟΠΣΔΠ Τα αντίτυπα των ακυρωθέντων ΧΕ παραμένουν στο αρχείο της υπηρεσίας, με την χειρόγραφη ένδειξη «ΑΚΥΡΟ» και επισημειωματική πράξη του Προϊστάμενου της αρμόδιας για την εκκαθάριση της δαπάνης οργανικής μονάδας. Δεν επιτρέπεται η ακύρωση ΧΕ μετά την αποστολή αιτήματος στη ΔΟΥ για διενέργεια συμψηφισμού απαιτήσεων – οφειλών.
Άρθρο 81
Εξόφληση Χρηματικών Ενταλμάτων
1. α. Μετά την έκδοση του ΧΕ δίνεται από την αρμόδια για την εξόφληση του ΧΕ οργανική/υπηρεσιακή μονάδα της οικείας οικονομικής υπηρεσίας του φορέα, ηλεκτρονική εντολή μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού προς την Τράπεζα της
Ελλάδος (ΤτΕ) για την εξόφληση του οικείου ΧΕ, με πίστωση του δηλωθέντος τραπεζικού λογαριασμού του δικαιούχου και χρέωση του τηρούμενου στην ΤτΕ λογαριασμού του Δημοσίου «Ελληνικό Δημόσιο, Συγκέντρωση Εισπράξεων – Πληρωμών».
β. Σε περίπτωση οφειλών του δικαιούχου προς το Δημόσιο ή/και προς ασφαλιστικό φορέα διενεργείται αυτοδικαίως συμψηφισμός απαίτησης – οφειλών μέσω ηλεκτρονικών διεπαφών, για μεν τις οφειλές προς το Δημόσιο από την οικεία ΔΟΥ, για δε τις οφειλές προς τον ασφαλιστικό φορέα από την αρμόδια για την εξόφληση υπηρεσία. Αν μετά τον συμψηφισμό απομένει υπόλοιπο της απαίτησης δίνεται εντολή μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού προς την ΤτΕ. Μετά τον προαναφερόμενο συμψηφισμό τα χρηματικά εντάλματα δεν ακυρώνονται.
γ. Σε περίπτωση μη χορήγησης αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας ή βεβαίωσης οφειλής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (Α 43) και της ΠΟΑ 1274/2013 (Β’ 3398), όπως ισχύουν, τα χρηματικά εντάλματα δεν εξοφλούνται.
2. α. Σε περίπτωση κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου και σε περίπτωση εκχώρησης απαίτησης κατά του Δημοσίου, η πληρωμή του οικείου χρηματικού εντάλματος διενεργείται σύμφωνα με την παράγραφο 1 με πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού του κατάσχοντος ή του υπέρ ου η εκχώρηση (εκδοχέα) κατά περίπτωση, τηρούμενης της παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει.
β. Κατασχέσεις και εκχωρήσεις δεν εκτελούνται μετά την αποστολή των στοιχείων του εντάλματος στην οικεία ΔΟΥ για τυχόν συμψηφισμούς.
3. Η απόδοση των κρατήσεων στους δικαιούχους διενεργείται ανά ΧΕ με την ίδια εντολή μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού, με την οποία εξοφλείται το ΧΕ.
4. Η ΤτΕ για την πιστοποίηση της εκτέλεσης της εντολής μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού, αποστέλλει ηλεκτρονικά αρχεία επιβεβαίωσης στο ΟΠΣΔΠ μέσω του οποίου εκτυπώνεται σχετικό αποδεικτικό.
5. Οι δικαιούχοι των χρηματικών ενταλμάτων ενημερώνονται, μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής, για την πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού τους και την εξόφληση των οικείων ΧΕ.
Άρθρο 82
Έκδοση και θεώρηση Επιτροπικών Ενταλμάτων
1. Η μεταβίβαση στους δευτερεύοντες διατάκτες, οι οποίοι ορίζονται με απόφαση του κύριου διατάκτη, των αναγκαίων κάθε φορά πιστώσεων, ενεργείται από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες των Υπουργείων και λοιπών φορέων Κεντρικής Διοίκησης, με Επιτροπικά Εντάλματα (ΕΕ) που εκδίδονται ύστερα από εγκριτική απόφαση του κύριου διατάκτη μέσω ΟΠΣΔΠ και στα οποία αναγράφονται:
α. Ο αύξων αριθμός.
β. Το οικονομικό έτος.
γ. Ο τίτλος και ο κωδικός αριθμός του φορέα σε βάρος του προϋπολογισμού του οποίου εκδίδονται.
δ. Η υπηρεσία που εκδίδει το ΕΕ.
ε. Ο δευτερεύων διατάκτης στον οποίο μεταβιβάζεται η πίστωση.
στ. Ο τίτλος και ο κωδικός αριθμός του ειδικού φορέα, καθώς και ο κωδικός αριθμός εξόδου και η κατονομασία της πίστωσης που μεταβιβάζεται.
ζ. Ο τόπος και η χρονολογία έκδοσης και
η. Ο τίτλος της θέσης και το ονοματεπώνυμο των αρμοδίων οργάνων που υπογράφουν.
2. Τα ΕΕ συντάσσονται σε τέσσερα αντίτυπα ειδικού εντύπου ομοιόμορφου για όλα τα Υπουργεία και μονογράφονται και υπογράφονται από τα υπηρεσιακά όργανα της παραγράφου 8 του άρθρου 78 του παρόντος νόμου.
3. Το πρώτο αντίτυπο, που θεωρείται ως πρωτότυπο, του ΕΕ, αποστέλλεται στον δευτερεύοντα διατάκτη, το δεύτερο και τρίτο αντίτυπο αποστέλλονται στις αρμόδιες
Υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου του δευτερεύοντα και κύριου διατάκτη αντίστοιχα, για κατασταλτικό έλεγχο σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 79 του παρόντος και το τέταρτο παραμένει στο αρχείο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας του φορέα που το εκδίδει. Όταν με την ίδια εντολή κατανέμονται πιστώσεις σε περισσότερους του ενός δευτερεύοντες διατάκτες τα ανωτέρω αντίτυπα συνοδεύονται από αριθμημένο διανεμητικό πίνακα.
Άρθρο 83
ΧΕ δευτερεύοντα διατάκτη – Μηνιαίες καταστάσεις
1. Για την πληρωμή δαπανών του Δημοσίου που διενεργούνται με εντολή του δευτερεύοντα διατάκτη, η αρμόδια οικονομική υπηρεσία εκδίδει ΧΕ σε βάρος των πιστώσεων που μεταβιβάστηκαν στους διατάκτες αυτούς μέσω ΟΠΣΔΠ, μετά από εγκριτική απόφαση του κύριου διατάκτη.
2. Οι πιστώσεις που μεταβιβάζονται διαδοχικά στον δευτερεύοντα διατάκτη για το ίδιο οικονομικό έτος και τον ίδιο φορέα και ΚΑΕ, αθροίζονται και αποτελούν μία και την αυτή πίστωση.
3. Οι οικονομικές υπηρεσίες των Υπουργείων παρακολουθούν μέσω του ΟΠΣΔΠ την πορεία των πιστώσεων, οι οποίες μεταβιβάζονται στους δευτερεύοντες διατάκτες που έχουν έδρα σε νομό.
Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο κάθε μήνα η αρμόδια οικονομική υπηρεσία του φορέα στο νομό καταρτίζει και αποστέλλει κατάσταση στην κατά περίπτωση αρμόδια οικονομική υπηρεσία των Υπουργείων και λοιπών φορέων Κεντρικής Διοίκησης, με βάση τις εγγραφές που έγιναν τον προηγούμενο μήνα στα βιβλία του δευτερεύοντα διατάκτη, στην οποία αναγράφονται σε ιδιαίτερες στήλες τα εξής στοιχεία:
α. Οι κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου πιστώσεις που μεταβιβάσθηκαν αναλυτικά κατά ΕΕ.
β. Το σύνολο των πιστώσεων που μεταβιβάσθηκαν.
y. To σύνολο των υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν.
δ. Το υπόλοιπο των πιστώσεων που μεταβιβάσθηκαν.
ε. Τα ποσά για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα μέσα στο μήνα, κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου.
στ. Ο αριθμός του ΧΕ του δευτερεύοντα διατάκτη.
ζ. Το σύνολο των ποσών για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα μέσα στο μήνα, κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου.
η. Το σύνολο των ποσών για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα μέχρι το τέλος του προηγούμενου μήνα, κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου.
θ. Το γενικό σύνολο των ποσών για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα, κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου.
ι. Τα ποσά που έχουν ακυρωθεί μέσα στο μήνα κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου.
ια. Τα ποσά για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα κατά φορέα και κωδικό αριθμό εξόδου, μετά την αφαίρεση των ποσών που έχουν ακυρωθεί και
ιβ. Το σύνολο των ποσών για τα οποία εκδόθηκαν εντάλματα κατά ειδικό φορέα.
4. Κάθε αριθμητικό λάθος το οποίο διαπιστώνεται στα βιβλία της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας του φορέα στο νομό, μετά την αποστολή της μηνιαίας κατάστασης της προηγούμενης παραγράφου, διορθώνεται με την ανάλογη εγγραφή, την ημέρα που διαπιστώθηκε και ενημερώνεται σχετικά η αρμόδια Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (ΓΔΟΥ) του Υπουργείου.
Άρθρο 84
Ανάκληση Επιτροπικών Ενταλμάτων
1. Κάθε πίστωση που μεταβιβάζεται σε δευτερεύοντα διατάκτη, αν δεν ανακληθεί, ισχύει μέχρι 31 Δεκεμβρίου του έτους, στο οποίο αναφέρεται.
2. Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, η αρμόδια οικονομική υπηρεσία του φορέα στο νομό περιορίζει τις πιστώσεις που έχουν μεταβιβασθεί στο δευτερεύοντα διατάκτη με σχετικές πράξεις της, τις οποίες καταχωρίζει στα βιβλία της, στο ύψος των ποσών yia τα οποία εκδόθηκαν και εξοφλήθηκαν εντάλματα. Στη συνέχεια συντάσσει και αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στην αρμόδια οικονομική υπηρεσία του φορέα την ετήσια απολογιστική κατάσταση για ενημέρωση των βιβλίων τους.
3. Αν για οποιαδήποτε αιτία δεν πρόκειται να γίνει χρήση του συνόλου ή μέρους της πίστωσης που μεταβιβάσθηκε, αυτή ανακαλείται πριν τη λήξη του οικονομικού έτους, με έκδοση ανακλητικού ΕΕ, μετά από πρόταση του κύριου ή του δευτερεύοντα διατάκτη.
4. Τα ανακλητικά επιτροπικά εντάλματα συντάσσονται και εκδίδονται με τον ίδιο τρόπο, όπως και τα επιτροπικά. Σε περίπτωση μη ανάκλησης κατά τη διάρκεια του έτους η ανάκληση διενεργείται αυτομάτως στις 31 Δεκεμβρίου χωρίς καμία διατύπωση ή περαιτέρω ενέργεια.
Άρθρο 85
Τηρούμενα βιβλία από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων
1. Οι οικονομικές υπηρεσίες των φορέων τηρούν υποχρεωτικά τα παρακάτω βιβλία μέσω του ΟΠΣΔΠ:
α. Βιβλίο εγκρίσεων και εντολών πληρωμής, στο οποίο καταχωρίζονται σε ιδιαίτερες στήλες κατά ειδικό φορέα και ΚΑΕ, οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται από τους διατάκτες, τα εκδιδόμενα ΧΕ, τα ΕΕ και οι ενεργούμενες πληρωμές βάσει άλλων τίτλων.
β. Ημερολόνιο, στο οποίο καταχωρίζονται κατ’ αύξοντα αριθμό και χρονολογική σειρά τα εκδιδόμενα ΧΕ και ΕΕ και οι ενεργούμενες κατά μήνα πληρωμές.
γ. Βιβλίο λογαριασμού δευτερευόντων διατακτών, στο οποίο καταχωρίζονται κατά διατάκτη και κατά ειδικό φορέα και ΚΑΕ οι μεταβιβαζόμενες σ’ αυτούς πιστώσεις, τα κατά μήνα εκδιδόμενα ΧΕ και οι εξοφλήσεις τους.
δ. Βιβλίο υπολόγων ΧΕΠ και προσωρινών ΧΕ, στο οποίο καταχωρίζονται κατά υπόλογο τα εκδιδόμενα ΧΕΠ
ε. Ημερολόγιο εκδιδομένων προσωρινών ΧΕ
στ. Ημερολόγιο ΧΕ που εκδίδονται σε βάρος λογαριασμών εκτός προϋπολογισμού.
ζ. Βιβλίο προκαταβολών που χορηγούνται από τον Υπουργό Οικονομικών, βάσει των διατάξεων του άρθρου 114 του ν. 4270/2014.
η. Ημερολόγιο Εντολών Μεταφοράς και Πίστωσης λογαριασμού των εξοφλουμένων, μέσω της ΤτΕ, χρηματικών ενταλμάτων.
θ. Μητρώο Δικαιούχων.
2. Επιπρόσθετα τηρούνται από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες χειρόγραφα ή ηλεκτρονικά και τα ακόλουθα:
α. Μητρώο Κατασχέσεων.
β. Μητρώο Εκχωρήσεων.
γ. Μητρώο, που εμφανίζει αριθμητικά το πάσης φύσεως προσωπικό κατά κατηγορία, κλάδο και ιδιότητα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται επιμέρους θέματα, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 86
Αρμόδια Όρνανα και Ευθύνη αυτών
1. Αρμόδια όργανα για τον έλεγχο, την εκκαθάριση, την ενταλματοποίηση των δαπανών, καθώς και την τήρηση των βιβλίων είναι κατά περίπτωση:
α. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας.
β. Ο Προϊστάμενος/Επικεφαλής του αρμοδίου τμήματος/γραφείου.
γ. Οι υπάλληλοι που ασχολούνται με τον έλεγχο, την εκκαθάριση, την έκδοση των σχετικών ενταλμάτων, καθώς και την τήρηση των βιβλίων.
Αν προκόψει διαφωνία μεταξύ των ανωτέρω συναρμοδίων οργάνων ως προς τη νομιμότητα και την κανονικότητα της δαπάνης, αυτή διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ΥΚ, όπως κάθε φορά ισχύει.
2. Αρμόδια όργανα για την εξόφληση και συμψηφισμό των ΧΕ είναι:
α. Ο Προϊστάμενος/Επικεφαλής του αρμόδιου για την εξόφληση των ΧΕ Τμήματος /Γραφείου της οικείας οικονομικής υπηρεσίας, κατά το μέρος που αφορά στην πιστή και ακριβή τήρηση των στοιχείων των πιστωτών του Δημοσίου, των κατασχέσεων και εκχωρήσεων.
β. Ο Προϊστάμενος της οικείας ΔΟΥ και του Τμήματος εσόδων αυτής, κατά το μέρος που αφορά στον έλεγχο φορολογικής ενημερότητας και στη διαδικασία συμψηφισμού της απαιτήσεως του δικαιούχου με οφειλές αυτού προς το ελληνικό δημόσιο, που λαμβάνει χώρα στη ΔΟΥ.
γ. Ο Προϊστάμενος/Επικεφαλής του αρμόδιου για την εξόφληση των ΧΕ Τμήματος/Γραφείου της οικείας οικονομικής υπηρεσίας για τη διενέργεια κατασχέσεων, εκχωρήσεων και συμψηφισμών (αποστολή στοιχείων ΧΕ στη ΔΟΥ για τη διενέργεια του συμψηφισμού) και για την ορθή έκδοση των εντολών μεταφοράς προς την ΤτΕ, καθώς και για την τήρηση του Ημερολογίου Εντολών Μεταφοράς και Πίστωσης Λογαριασμού.
δ. Οι υπάλληλοι των οικονομικών υπηρεσιών και των ΔΟΥ που εμπλέκονται στην όλη διαδικασία εξόφλησης και συμψηφισμού του ΧΕ κατά λόγο αρμοδιότητας.

ε. Η ΤτΕ για την εκτέλεση των Εντολών Μεταφοράς και Πίστωσης Λογαριασμού και για την πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών των δικαιούχων.
3. Τα όργανα της προηγούμενης παραγράφου ευθύνονται ως εξής:
α. Ο Προϊστάμενος της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας και οι συνυπογράφοντες την εκκαθάριση και τα ΧΕ ευθύνονται σε ολόκληρο έναντι του Δημοσίου μαζί με τους αχρεωστήτως λαβόντες για κάθε θετική ζημία που προκαλείται από ενέργεια ή παράλειψη τους κατά τον έλεγχο, την εκκαθάριση και την έκδοση των σχετικών ενταλμάτων, εφόσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια.
Παράλληλα, υπέχουν ποινική και πειθαρχική ευθύνη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
β. Ο Προϊστάμενος/Επικεφαλής του αρμόδιου για την εξόφληση των ΧΕ Τμήματος/Γραφείου της οικείας οικονομικής υπηρεσίας, καθώς και οι συμπράττοντες στην όλη διαδικασία εξόφλησης του ΧΕ ευθύνονται εις ολόκληρο έναντι του Δημοσίου μαζί με τους αχρεωστήτως λαβόντες για κάθε θετική ζημία που προκαλείται από ενέργεια ή παράλειψή τους κατά την εξόφληση των σχετικών ενταλμάτων, εφόσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Παράλληλα υπέχουν ποινική και πειθαρχική ευθύνη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
γ. Ομοίως ευθύνονται και τα αρμόδια όργανα των ΔΟΥ.
δ. Η ΤτΕ ευθύνεται αποκλειστικά και μόνο για τη σωστή εκτέλεση των εντολών μεταφοράς και την πίστωση των εντελλόμενων ποσών στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων.
Άρθρο 87
Έννοια και αντικείμενο επιτόπου ελέγχου
1. Αν από τον έλεγχο που διενεργούν οι οικονομικές υπηρεσίες των φορέων επί της νομιμότητας και κανονικότητας της δαπάνης, σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα ή βάσειτων ισχυουσών διατάξεων για τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, ανακύψουν σοβαρές αμφιβολίες για το ουσιαστικό μέρος αυτής, δύναται να ζητηθεί η διενέργεια επιτόπου ελένχου. Ο έλεγχος αυτός συνίσταται σε συλλογή αποδεικτικού υλικού ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου με κάθε πρόσφορο τρόπο και κυρίως με αυτοψία ή/και και πραγματογνωμοσύνη στο αντικείμενο της δαπάνης.
2. Ο επιτόπου έλεγχος ασκείται σε δαπάνες που αφορούν σε:
α. Δημόσια έργα, για εξακρίβωση ιδίως της κατασκευής τους σύμφωνα με τους τεχνικούς όρους, τη μελέτη και τις προδιαγραφές, την ακρίβεια των πρωτοκόλλων, των επιμετρήσεων, των ανακεφαλαιωτικών πινάκων εργασιών και λοιπών σχετικών στοιχείων, τη συμφωνία των μεγεθών κάθε λογαριασμού, και μάλιστα του τελικού, προς τα αναγραφόμενα στις επιμετρήσεις.
β. Προμήθειες/υπηρεσίες, για διαπίστωση αν αυτές έχουν πράγματι παραληφθεί και εάν είναι σύμφωνες με τις τεχνικές προδιαγραφές και τους όρους της σχετικής σύμβασης.
γ. Δαπάνες που αφορούν μετακινήσεις εκτός έδρας, υπερωριακή εργασία κ.λπ., για διαπίστωση της πραγματοποίησης αυτών σύμφωνα με τα αναφερόμενα στα σχετικά δικαιολογητικά και σε
δ. κάθε άλλη περίπτωση, όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες για την πραγματοποίηση της δαπάνης.
3. Η άσκηση του επιτόπου ελέγχου αναστέλλει την πληρωμή των συγκεκριμένων δαπανών, εκτός αν δοθεί εντολή για την πληρωμή τους από τον αρμόδιο Υπουργό, ή αντιστοίχως από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο διοίκησης για τους λοιπούς φορείς της Κεντρικής Διοίκησης και Γ ενικής Κυβέρνησης, με αιτιολογημένη απόφασή του. Η αρμοδιότητα αυτή είναι μη μεταβιβάσιμη.
Άρθρο 88
Ανάθεση του επιτόπου ελέγχου – αρμόδια όργανα
1. Η ανάθεση του επιτόπου ελέγχου διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από έκθεση του Προϊσταμένου της οικείας οικονομικής υπηρεσίας προς την Διεύθυνση Συντονισμού και Ελέγχου Εφαρμογής

Δημοσιολογιστικών Διατάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (ΓΛΚ), εφόσον ανακΰψουν σοβαρές αμφιβολίες για το ουσιαστικό μέρος των δαπανών κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου. Ελεγκτικά όργανα για την άσκηση του επιτόπου ελέγχου είναι οι υπάλληλοι των Δημοσιονομικών Υπηρεσιών Εποπτείας και Ελέγχου (ΔΥΕΕ) και, σε περίπτωση που δεν επαρκούν, λοιποί υπάλληλοι του ΓΛΚ.
2. Με την απόφαση της παραγράφου 1, που αναρτάται στο Πρόγραμμα «Διαύγεια» και δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται αναλυτικά το αντικείμενο του ελέγχου, ο χρόνος διάρκειας αυτού, τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, το ύψος της αποζημίωσής τους και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Για ζητήματα τεχνικής φύσης δύναται με την ίδια απόφαση να ορίζεται η συμμετοχή εμπειρογνώμονα υπαλλήλου του Δημοσίου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικείας ειδικότητας ή εμπειρίας, ο οποίος δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη διαδικασία πραγματοποίησης της δαπάνης.
3. Η ως άνω απόφαση εκδίδεται μέσα σε εύλογη προθεσμία που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 30 ημέρες από την ημερομηνία πρωτοκόλλησης της έκθεσης της παρ. 1 στο ΓΛΚ.
Άρθρο 89 Έκθεση ελέγχου
1. Τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του προηγούμενου άρθρου τεκμηριώνουν τις παρατηρήσεις και το πόρισμά τους σε έκθεση ελέγχου που συντάσσουν. Η έκθεση μαζί με το σχετικό φάκελο της υπόθεσης υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών και κοινοποιείται στον ελεγχόμενο, στον Προϊστάμενο της οικείας οικονομικής υπηρεσίας και στο οικείο όργανο διοίκησης.
2. Στην έκθεση ελέγχου περιλαμβάνονται οι διαπιστώσεις και προσδιορίζεται η ευθύνη των ελεγχθέντων οργάνων και των φερομένων ως δικαιούχων, αν συντρέχει περίπτωση.
3. Αν κατά την πρόοδο της διαδικασίας του ελέγχου διαπιστωθούν παρατυπίες ή απάτες, τα ελεγκτικά όργανα προβαίνουν σε πρόταση καταλογισμού, το δε πόρισμα
του ελέγχου ανακοινώνεται στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, στη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του ΓΛΚ, στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης και στο Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης.
Άρθρο 90 Ειδικές διατάξεις
1. Όταν πρόκειται για τις Αρχές Εξωτερικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, γίνονται δεκτά και επικυρωμένα από αυτές αντίγραφα δικαιολογητικών δαπανών, εφόσον τα πρωτότυπα δικαιολογητικά έχουν υποβληθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες του Κράτους διαπίστευσης για την επιστροφή του ΦΠΑ και δεν έχουν επιστραφεί από αυτές εντός τριμήνου από της υποβολής τους. Η υποβολή των επικυρωμένων αντιγράφων συνοδεύεται από βεβαίωση του Προϊσταμένου της Αρχής περί καταθέσεως των πρωτοτύπων παραστατικών προς επιστροφή ΦΠΑ, καθώς και βεβαίωση της Γενικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Εξωτερικών περί των προϋποθέσεων που ισχύουν στο Κράτος διαπίστευσης για την επιστροφή του ΦΠΑ.
2. α. Οι δαπάνες αποδοχών του προσωπικού όλων των κλάδων, μονίμων και με σύμβαση, του Υπουργείου Εξωτερικών, που υπηρετούν στην αλλοδαπή, ελέγχονται και εκκαθαρίζονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία εκδίδει τα σχετικά Χ.Ε. το προϊόν των οποίων μετατρέπεται σε συνάλλαγμα, κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
β. Η πληρωμή των απορρήτων εθνικών δαπανών του Υπουργείου Εξωτερικών, διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 39 και 164 του ν. 3566/2007 «Κύρωση ως Κώδικα του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών» (Α’117), με την έκδοση από την οικονομική υπηρεσία ΧΕΠ με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του π.δ. 136/1998 (Α’107). Ο έλεγχος των δικαιολογητικών πληρωμής των δαπανών αυτών γίνεται σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις. Για την τακτοποίηση των υπολόγων των ΧΕΠ αποστέλλονται στην οικονομική υπηρεσία.: α) η απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 164 του ν. 3566/2007 και β) πρακτικό τριμελούς επιτροπής ή σε περίπτωση αδυναμίας σύστασης επιτροπής,
βεβαίωση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας ή Αρχής που προκάλεσε την απόρρητη δαπάνη, για το ύψος του ποσού που διατέθηκε. Με την αποστολή των εν λόγω δικαιολογητικών ο υπόλογος απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη.
3. α. Η υπ’ αριθ. 2/107929/0026/1.12.2013 ΚΥΑ (Β’3172), όπως έχει τροποποιηθεί, με την οποία ρυθμίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την πληρωμή των δημόσιων δαπανών από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (εφεξής ΥΔΕ), εξακολουθεί να ισχύει και μετά την 1η.1.2017, για την πληρωμή των δημόσιων δαπανών που διενεργείται από τις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης, πλην του άρθρου 7 αυτής το οποίο και καταργείται από την ίδια ημερομηνία.
β. Όπου στην ανωτέρω απόφαση αναφέρονται «Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου», «Τμήμα/Γραφείο Λογιστικού» και «λογιστής», νοούνται «η Οικονομική Υπηρεσία του φορέα», «το αρμόδιο για την εξόφληση Τμήμα/Γραφείο αυτής» και «ο υπάλληλος του αρμόδιου για την εξόφληση Τμήματος/Γραφείου», αντίστοιχα.
γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να ρυθμίζονται επιμέρους θέματα για την πληρωμή των δημόσιων δαπανών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
4. Διατάξεις που αφορούν την διαδικασία πληρωμής δαπανών που διενεργείται από Κεντρικές Υπηρεσίες του ΓΛΚ και του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 91
Μεταβατικές διατάξεις
1. Είναι δυνατή η χειρόγραφη προσθήκη επί των αντιτύπων του ΧΕ ενός επιπλέον τίτλου θέσης και ονοματεπώνυμου αρμοδίου οργάνου, για την υπογραφή αυτών, όπου αυτό προβλέπεται, μέχρι την ολοκλήρωση σχετικής προσαρμογής του ΟΠΣΔΠ.
2. Μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών ηλεκτρονικών διεπαφών του ΟΠΣΔΠ με τα πληροφοριακά συστήματα των ασφαλιστικών φορέων πλην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ η διαδικασία της παρ. 1β του άρθρου 81 του παρόντος εφαρμόζεται μόνο για οφειλές του δικαιούχου προς το δημόσιο και το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Άρθρο 92
Καταργούμενες διατάξεις
Οι διατάξεις των π.δ. 151/1998 (ΑΊ16) και 155/2013 (Α’245) καταργούνται.
Άρθρο 93
Αναδιοργάνωση Αποκεντρωμένων Διοικήσεων
1. Αντικαθίστανται οι υποπεριπτώσεις (α), (γ) και (δ) της περίπτ. 2 της παρ. Β του άρθρου 8 των π.δ 135/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής» (Α’ 228), 136/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης» (Α’ 229), 138/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεός Ελλάδας» (Α’ 231), 139/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου» (Α’ 232), 141/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας» (Α’ 234), και 142/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης» (Α’ 235), ως εξής:
«α) Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για:
αα) την κατάρτιση του τακτικού προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την παρακολούθηση και εποπτεία των οικονομικών μεγεθών από όλες τις πηγές χρηματοδότησης,
ββ) την αποτελεσματική διαχείριση και το συντονισμό των ενεργειών που αφορούν και έχουν επίπτωση στην κατάρτιση, αναθεώρηση και υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) που περιλαμβάνει τις ετήσιες και μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προβλέψεις,
3G8
γγ) την παρακολούθηση των οικονομικών εξελίξεων και την τήρηση όλων των οδηγιών του Υπουργείου Οικονομικών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σχετικά με την κατάρτιση και αναθεώρηση του ΜΠΔΣ και του προϋπολογισμού σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια του έτους,
δδ) θέματα πληρωμών όπως την παραγωγή στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ) ηλεκτρονικών εντολών μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού προς την Τράπεζα της Ελλάδος για την εξόφληση των εκδιδόμενων χρηματικών ενταλμάτων με πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών των δικαιούχων και την απόδοση των διενεργούμενων κρατήσεων υπέρ τρίτων σε αυτούς, τη μέριμνα για τη διενέργεια συμψηφισμών και απόδοση στο Δημόσιο και στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία των οφειλών των δικαιούχων που αναγράφονται στις σχετικές βεβαιώσεις φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών, την ενημέρωση των δικαιούχων και των φορέων για την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και την πληρωμή των δικαιούχων, την καταχώρηση στοιχείων και τήρηση των Μητρώων Κατασχέσεων και Εκχωρήσεων.»
«γ) Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για:
αα) τη διενέργεια των δημοσιονομικών δεσμεύσεων και την τήρηση του μητρώου δεσμεύσεων,
ββ) τον έλεγχο, εκκαθάριση και έκδοση εντολής πληρωμής των δαπανών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από το ευρωπαϊκό και εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, την καταχώρηση των στοιχείων των δικαιούχων δαπανών και την τήρηση του μητρώου αυτών,
γγ) την τακτοποίηση των χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής και την έκδοση εντολών προς τους οικείους εκκαθαριστές αποδοχών για την επίσχεση των αποδοχών δημόσιων υπολόγων που καθυστερούν την απόδοση λογαριασμού, καθώς και την εισήγηση στο Ελεγκτικού Συνέδριο για τον καταλογισμό του υπερήμερου υπολόγου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, δδ) την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και
εε) τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης την εφαρμογή των κατάλληλων ελέγχων και δικλείδων ασφαλείας σχετικά με τα έσοδα, τις δαπάνες, τις προμήθειες και τα περιουσιακά στοιχεία του φορέα.»
«δ) Τμήμα Προμηθειών, Διαχείρισης Υλικού και Κρατικών Οχημάτων, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για την κατάρτιση και παρακολούθηση εκτέλεσης του προγράμματος προμηθειών, καθώς και για λοιπά ζητήματα προμηθειών αρμοδιότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την έγκριση για εγκατάσταση τηλεφωνικών συνδέσεων, τη μέριμνα για τη στέγαση και μεταστέγαση των Υπηρεσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και την εξασφάλιση όλων των απαραίτητων λειτουργικών υποδομών τους, για θέματα που αφορούν στην κυκλοφορία των αυτοκινήτων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην κατ’ εξαίρεση έγκριση οδήγησης αυτοκινήτων από υπαλλήλους που έχουν την απαιτούμενη κατά περίπτωση άδεια οδήγησης, θέματα που αφορούν σε τροχαία ατυχήματα προκαλούμενα από μηχανοκίνητα οχήματα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την τήρηση μητρώου για όλα τα οχήματα και αυτοκινούμενα μηχανήματα των Υπηρεσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τη μέριμνα για την κίνηση των οχημάτων αυτής.»
2. Αντικαθίστανται οι περιπτ. (α) έως (δ) της παρ. 2 του άρθρου 21 των π. δ. 136/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Κρήτης» (Α’ 229), 139/2010
«Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου» (Α’ 232) και οι περιπτ. (α) έως (δ) της παρ. 2 του άρθρου 22 των π. δ. 135/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής» (Α’ 228), 138/2010
«Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Θεσσαλίας – Στερεάς Ελλάδας» (Α’ 231), 141/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας» (Α’ 234) και 142/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης» (Α’ 235), ως εξής:
«2. Προϊστάμενοι Τμημάτων της Διεύθυνσης Οικονομικού
α. Στο Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών πρόΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
β. Στο Τμήμα Εκκαθάρισης Αποδοχών προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
γ. Στο Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
δ. Στο Τμήμα Προμηθειών, Διαχείρισης Υλικού και Κρατικών Οχημάτων προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού ή ΠΕ Μηχανικών όλων των κλάδων ή ΤΕ Μηχανικών όλων των κλάδων.»
3. Το άρθρο 8 του π.δ 143/2010 «Οργανισμός της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου» (Λ’ 236) τροποποιείται ως εξής:
α) Η υποπερίπτωση (δ) των περιπτ.2 και 3 της παρ. Λ καταργείται.
β) Οι οργανικές μονάδες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης είναι αρμόδιες για την ανάρτηση των αποφάσεων που εκδίδουν στο διαδίκτυο («πρόγραμμα Διαύγεια») στο πλαίσιο της ενίσχυσης της διαφάνειας στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία. Το Αυτοτελές Τμήμα Εσωτερικού Ελέγχου είναι αρμόδιο για τη μελέτη και παρακολούθηση της εφαρμογής μέτρων για την απλούστευση των διαδικασιών και την ταχεία διεκπεραίωση των διοικητικών ενεργειών στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου και στους φορείς που εποπτεύονται από αυτή. Το Τμήμα Σχεδιασμού και Υποστήριξης Πληροφοριακών Συστημάτων της Διεύθυνσης Εσωτερικών είναι αρμόδιο για να σχεδιάζει, αναπτύσσει και υποστηρίζει νέες ηλεκτρονικές υπηρεσίες που παρέχονται μέσω του διαδικτύου στον πολίτη, οργανώνει και αναπαριστά τα πληροφοριακά δεδομένα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης που είναι αναγκαία ή ζητούνται από άλλους δημόσιους φορείς, παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες μίας στάσης στον πολίτη και τις επιχειρήσεις, μεριμνά σε συνεργασία με τις καθ’ ύλην αρμόδιες Διευθύνσεις για τη βέλτιστη αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στο μετασχηματισμό και την απλούστευση διοικητικών διαδικασιών, μέσω των οποίων παρέχονται προβλεπόμενες από το νόμο υπηρεσίες και παροχές προς τον πολίτη και τις επιχειρήσεις. Επίσης, έχει την ευθύνη εκπλήρωσης του έργου των «Κομβικών
Σημείων Επαφής» (ΚΟΣΕ) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου όπως προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις και σε συνεργασία με τις καθ’ ύλην αρμόδιες Διευθύνσεις της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
Υ) η υποπερίπτωση (δ) της περίπτ. 2 της παρ. Β καταργείται.
δ) Οι αρμοδιότητες τήρησης μητρώου κληροδοτημάτων, ιδρυμάτων, διαθηκών και σχολαζουσών κληρονομιών, τήρησης του πρωτοκόλλου της Διεύθυνσης Κοινωφελών Περιουσιών, διεκπεραίωσης της αλληλογραφίας της Διεύθυνσης Κοινωφελών Περιουσιών, τήρησης και ενημέρωσης του φυσικού και ηλεκτρονικού αρχείου της Διεύθυνσης Κοινωφελών Περιουσιών και ενημέρωσης των πολιτών για θέματα αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Κοινωφελών Περιουσιών ασκούνται από το Τμήμα Γραμματείας και Πληροφόρησης Πολιτών της Διεύθυνσης Εσωτερικών.
ε) Η περιπτ. 2 της παρ. Α αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Διεύθυνση Εσωτερικών έχει έδρα τον Πειραιά και συγκροτείται από τις ακόλουθες οργανικές μονάδες:
α) Τμήμα Προσωπικού
β) Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών
γ) Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης
δ) Τμήμα Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού
ε) Τμήμα Σχεδιασμού και Υποστήριξης Πληροφοριακών Συστημάτων
στ) Τμήμα Γραμματείας και Πληροφόρησης Πολιτών».
στ) Η υποπερίπτωση (β) της περίπτ. 3 της παρ. Α αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για:
αα) την κατάρτιση του τακτικού προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την παρακολούθηση και εποπτεία των οικονομικών μεγεθών από όλες τις πηγές χρηματοδότησης, ββ) την αποτελεσματική διαχείριση και το συντονισμό των ενεργειών που αφορούν και έχουν επίπτωση στην κατάρτιση, αναθεώρηση και υλοποίηση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) που περιλαμβάνει τις ετήσιες και μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές προβλέψεις,
γγ) την παρακολούθηση των οικονομικών εξελίξεων και την τήρηση όλων των οδηγιών του Υπ. Οικονομικών και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σχετικά με την κατάρτιση και αναθεώρηση του ΜΠΔΣ και του προϋπολογισμού σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια του έτους,
δδ) Αρμοδιότητες πληρωμών όπως την παραγωγή στο Ολοκληρωμένο Πληροφοριακό Σύστημα Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ) ηλεκτρονικών εντολών μεταφοράς και πίστωσης λογαριασμού προς την Τράπεζα της Ελλάδος για την εξόφληση των εκδιδόμενων χρηματικών ενταλμάτων με πίστωση των τραπεζικών λογαριασμών των δικαιούχων και την απόδοση των διενεργούμενων κρατήσεων υπέρ τρίτων σε αυτούς, τη μέριμνα για τη διενέργεια συμψηφισμών και απόδοση στο Δημόσιο και στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία των οφειλών των δικαιούχων που αναγράφονται στις σχετικές βεβαιώσεις φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών, την ενημέρωση των δικαιούχων και των φορέων για την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων και την πληρωμή των δικαιούχων, την καταχώρηση στοιχείων και τήρηση των Μητρώων Κατασχέσεων και Εκχωρήσεων.»
ζ) Στην περίπτ. 3 της παρ. Α προστίθενται υποπεριπτώσεις (γ) και (δ) ως εξής:
«γ) Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για:
αα) τη διενέργεια των δημοσιονομικών δεσμεύσεων και την τήρηση του μητρώου δεσμεύσεων,
ββ) τον έλεγχο, εκκαθάριση και έκδοση εντολής πληρωμής των δαπανών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας από το ευρωπαϊκό και εθνικό κανονιστικό πλαίσιο, την καταχώρηση των στοιχείων των δικαιούχων δαπανών και την τήρηση του μητρώου αυτών,

γγ) την εκκαθάριση των αποδοχών και κάθε είδους αποζημιώσεων για το τακτικό και έκτακτο προσωπικό της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και την έκδοση σχετικών βεβαιώσεων,
δδ) την τακτοποίηση των χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής και την έκδοση εντολών προς τους οικείους εκκαθαριστές αποδοχών για την επίσχεση των αποδοχών δημόσιων υπολόγων που καθυστερούν την απόδοση λογαριασμού, καθώς και την εισήγηση στο Ελεγκτικού Συνέδριο για τον καταλογισμό του υπερήμερου υπολόγου, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
εε) την τήρηση των λογιστικών βιβλίων,
στστ) τη διασφάλιση της ορθής εκτέλεσης του προϋπολογισμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης την εφαρμογή των κατάλληλων ελέγχων και δικλείδων ασφαλείας σχετικά με τα έσοδα, τις δαπάνες, τις προμήθειες και τα περιουσιακά στοιχεία του φορέα.
δ) Τμήμα Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού, το οποίο είναι αρμόδιο ιδίως για την κατάρτιση και παρακολούθηση εκτέλεσης του προγράμματος προμηθειών, καθώς και για λοιπά ζητήματα προμηθειών αρμοδιότητας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, την έγκριση για εγκατάσταση τηλεφωνικών συνδέσεων, τη μέριμνα για τη στέγαση και μεταστέγαση των Υπηρεσιών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και την εξασφάλιση όλων των απαραίτητων λειτουργικών υποδομών τους».
η) Οι υποπεριπτώσεις (γ) και (ε) της περίπτ.3 της παρ. Α αναριθμώνται σε (ε) και (στ).
4. Η παρ. 1 του άρθρου 22 του π.δ. 143/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Προϊστάμενοι Τμημάτων της Διεύθυνσης Εσωτερικών
α. Στο Τμήμα Προσωπικού προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Διοικητικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
β. Στο Τμήμα Προϋπολογισμού, Δημοσιονομικών Αναφορών και Πληρωμών προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
γ. Στο Τμήμα Οικονομικής Διαχείρισης προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
δ. Στο Τμήμα Προμηθειών και Διαχείρισης Υλικού προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΠΕ Διοικητικού Οικονομικού, ΠΕ Οικονομικού, ΠΕ Διοικητικού ή ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού.
ε. Στο Τμήμα Σχεδιασμού και Υποστήριξης Πληροφοριακών Συστημάτων προΐσταται υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Πληροφορικής ή ΤΕ Πληροφορικής.
στ. Στο Τμήμα Γραμματείας και Πληροφόρησης Πολιτών προΐσταται υπάλληλος των κλάδων ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού, ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων ή ΔΕ Προσωπικού Η/Υ.»
Άρθρο 94
Ανάκληση δέσμευσης πίστωσης και λοιπές τακτοποιητικές ενέργειες οικονομικού
έτους 2016
1. Όσον αφορά το κλείσιμο του οικονομικού έτους 2016, οι Δημοσιονομικές Υπηρεσίες Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) σύμφωνα και με το εδάφιο β’ υποπεριπτ. αα’, περιπτ. α’ του άρθρου 31 του ν. 4270/2014, διενεργούν όλες τις απαραίτητες πράξεις και παραλαμβάνουν τα σχετικά δικαιολογητικά για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 79 παρ. 3, περιπτ. ε’ και ι’, 103 παρ. 1,104 παρ. 1,2 και 4,114, 115 και 161 παρ. 1 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει, καθώς και του άρθρου 31, παρ. 1 του ν. 4325/2015 (Α.47).
2. Επιπρόσθετα, η προθεσμία του άρθρου 161 παρ. 1 του ν. 4270/2014, σχετικά με τη διενέργεια τακτοποιητικών λογιστικών εγγραφών για την εμφάνιση εσόδων και εξόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού, που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2016, παρατείνεται κατά ένα μήνα.
3. Ειδικά, οι πράξεις ανατροπής ανάληψης υποχρέωσης (ανακλητικές πράξεις) που εκδίδονται με ημερομηνία την 31η Δεκεμβρίου 2016 και οι οποίες ισχύουν από την ημερομηνία αυτή και αναρτώνται στο Πρόγραμμα «Διαύγεια» το αργότερο έως την 31η Ιανουάριου 2017, διενεργούνται κατά τις διατάξεις του άρθρου 66, παρ. 4 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει.
4. Για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων οι Δ.Υ.Ε.Ε. έχουν την ίδια καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα που έχουν οι Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) μέχρι 31.12.2016.
5. Οι Δ.Υ.Ε.Ε. εντός του πρώτου δεκαημέρου μηνός Ιανουάριου 2017 αποστέλλουν στις οικονομικές υπηρεσίες των φορέων, καταστάσεις με τα ανεκτέλεστα υπόλοιπα εκχωρήσεων και κατασχέσεων εις χείρας του Δημοσίου ως τρίτου, καθώς και αντίγραφα των αναγγελιών εκχωρήσεων και κατασχετηρίων.
6. Οι διενεργηθείσες κατά το έτος 2016 κάθε είδους δαπάνες του Υπουργείου Οικονομικών ή δαπάνες που βαρύνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και του ειδικού φορέα 23760, θεωρούνται νόμιμες, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί ανάληψης υποχρεώσεων και κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης και δύνανται να καταβάλλονται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών του τρέχοντος και του επομένου οικονομικού έτους.
7. Δαπάνες για τις οποίες οι σχετικές αποφάσεις ανάκλησης πιστώσεων του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών, οικονομικού έτους 2014, δεν κατέστη δυνατό να εκδοθούν μέχρι 31.12.2014, δύναται να πληρωθούν σε βάρος των πιστώσεων του τρέχοντος ή και του επόμενου οικονομικού έτους κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, τηρουμένων των λοιπών προϋποθέσεων νομιμότητας και κανονικότητας των δαπανών αυτών.
Άρθρο 95
Διαδικασία πληρωμής αποδοχών ετών 2016 & 2017
1. Οι Υπηρεσίες των φορέων της Κεντρικής Διοίκησης με αρμοδιότητα τη μέριμνα για την ανάληψη υποχρεώσεων για εκτέλεση δαπανών τακτικής μισθοδοσίας του προσωπικού που πληρώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 10 της υπ’ αριθ.
2/37345/0004/4.6.2010 KYA (B’784) αποκτούν πλήρη πρόσβαση στο ΟΠΣΔΠ εντός μηνός Δεκεμβρίου 2016, προκειμένου να εκτελέσουν τις απαιτούμενες ενέργειες και πράξεις για την πληρωμή των ανωτέρω δαπανών που αφορούν στον προϋπολογισμό του 2017.
2. Για υποχρεώσεις που αφορούν δαπάνες για υπερωριακή εργασία, αμοιβή για εργασία κατά τις εξαιρέσιμες ημέρες και νυχτερινές ώρες, ειδική αποζημίωση για απασχόληση πλέον του πενθημέρου την εβδομάδα, υπερωριακή αποζημίωση εκπαιδευτικών, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός του τελευταίου διμήνου του οικονομικού έτους 2016 και για την πληρωμή τους έχουν προβλεφθεί πιστώσεις στον προϋπολογισμό του επομένου οικονομικού έτους, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρ. 3β του άρθρου 58 του ν. 4438/2016 (Α’220), εφόσον η ανωτέρω πρόβλεψη εγγραφής των πιστώσεων στο επόμενο οικονομικό έτος βεβαιώνεται ειδικά από τον οικείο Γενικό Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών ή τον Προϊστάμενο Οικονομικών Υπηρεσιών.
Άρθρο 96
Κύριοι διατάκτες προϋπολογισμού Υπουργείου Οικονομικών
1. α. Οι προϊστάμενοι των ΔΥΕΕ που εδρεύουν σε έδρα περιφέρειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3852/2010 (Α’87), καθίστανται κύριοι διατάκτες κατά την έννοια του άρθρου 65 του ν. 4270/2014 και για τις πιστώσεις που διατίθενται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομικών στις ΔΥΕΕ που λειτουργούν στους λοιπούς νομούς οι οποίοι ανήκουν στα γεωγραφικά όρια της οικείας περιφέρειας.
β. Ειδικά για τις πιστώσεις που αφορούν στις ΔΥΕΕ στις νομαρχίες Ανατολικής και Δυτικής Αττικής κύριοι διατάκτες καθίστανται οι προϊστάμενοι των ΔΥΕΕ στις νομαρχίες Αθηνών και Πειραιά αντίστοιχα.
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

Άρθρο 97 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 76-93 αρχίζει από 1.1.2017, ενώ των άρθρων 94- 96 αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ‘
ΛΟΙΠΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 98
Παράταση προθεσμιών παραγραφής δικαιώματος Δημοσίου για έκδοση πράξης
1. Στο τέλος της παρ. 8 του άρθρου 61 του ν. 4410/2016 (Α’ 141) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και για τις ς λοιπές υποθέσεις της Ε.Γ. ΣΔΟΕ που περιέρχονται στην αρμοδιότητα της Γ.Γ.Δ.Ε. με οποιοδήποτε τρόπο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης Ια της υποπαραγράφου Δ7 της παρ. Δ’ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α’ 94)».
2. Οι προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για έκδοση πράξεων διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και κάθε άλλης πράξης επιβολής φόρων, τελών, προστίμων ή εισφορών, που λήγουν την 31.12.2016 παρατείνονται κατά ένα (1) έτος από τη λήξη τους για υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, ή θα εκδοθούν μέχρι την 31.12.2016 εισαγγελικές παραγγελίες, εντολές ελέγχου, έρευνας ή επεξεργασίας ή εντολές και αιτήματα διερεύνησης από δικαστική ή φορολογική ή ελεγκτική αρχή, καθώς και από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.
Άρθρο 99
Τροποποίηση διατάξεων Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας

Στο άρθρο 72 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) προστίθεται παράγραφος 49 ως εξής:
«49. Οι διατάξεις των παρ. 5 και 6 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 εφαρμόζονται και για ενδοομιλικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε περιόδους που άρχισαν πριν από την 1.1.2012, εφόσον η υπόθεση είναι εκκρεμής κατά τη δημοσίευση του παρόντος ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης ή των τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ή του ΣτΕ.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 56 ή της παραγράφου 19 του άρθρου 72 του ν. 4174/2013 είναι ευνοϊκότερες για τον υπόχρεο, εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτές, ανεξάρτητα από τον χρόνο πραγματοποίησης των ενδοομιλικών συναλλαγών».
Άρθρο 100
Τροποποιήσεις διατάξεων Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013)
1. Η παρ. 2 του άρθρου 13 του ν. 4172/2013, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 4389/2016 (Α’ 94), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η αξία της παραχώρησης ενός οχήματος σε εργαζόμενο ή εταίρο ή μέτοχο από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα εντός του φορολογικού έτους, υπολογίζεται ως ποσοστό της Λιανικής Τιμής Προ Φόρων (ΛΤΠΦ) του οχήματος ως εξής:
α) για ΛΤΠΦ από 0 έως 12.000 ευρώ ως ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
β) για ΛΤΠΦ από 12.001 έως 17.000 ευρώ ως ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
γ) για ΛΤΠΦ από 17.001 έως 20.000 ευρώ ως ποσοστό δεκατέσσερα τοις εκατό (14%) της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
δ) για ΛΤΠΦ από 20.001 έως 25.000 ευρώ ως ποσοστό δεκαοκτώ τοις εκατό (18%) της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα,
ε) για ΛΤΠΦ πλέον των 25.001 ευρώ ως ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατό (22%) της ΛΤΠΦ ως επιπλέον ετήσιο εισόδημα, ανεξάρτητα αν το όχημα ανήκει στην επιχείρηση ή είναι μισθωμένο με οποιονδήποτε τρόπο στα ανωτέρω πρόσωπα. Το ανωτέρω ποσοστό καθενός οχήματος δεν επιμερίζεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα.
Η αξία της παραχώρησης του οχήματος μειώνεται βάσει παλαιότητας ως εξής: ΐ) 0-2 έτη καμία μείωση ϋ) 3-5 έτη μείωση δέκα τοις εκατό (10%) ϋ’ι) 6-9 έτη μείωση εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) iv) Από 10 έτη και μετά μείωση πενήντα τοις εκατό (50%)
Από τις διατάξεις του παρόντος εξαιρούνται τα οχήματα που παραχωρούνται αποκλειστικά για επαγγελματικούς σκοπούς και έχουν Λιανική Τιμή Πώλησης προ Φόρων έως 12.000 ευρώ.»
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουάριου 2016 και μετά.
2. α. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 47 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής: «Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, το ποσό που διανέμεται ή κεφαλαιοποιείται φορολογείται σε κάθε περίπτωση ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από την ύπαρξη φορολογικών ζημιών», β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή για φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουάριου 2017 και μετά.
3. Στην παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 4172/2013 η φράση «της λογιστικής αξίας τους» αντικαθίσταται με τη φράση «της φορολογητέας αξίας τους».
4. α. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 59 του ν. 4172/2013, όπως αυτό προστέθηκε με την περίπτωση α της παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 4283/2014 (Α’ 189), καταργείται.
β. Στο τέλος του άρθρου 60 του ν. 4172/2013 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως εξής: «7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για το εισόδημα από μισθωτή εργασία που καταβάλλουν η Ιερά Κοινότητα, οι Ιερές Μονές του Αγίου Όρους και τα εξαρτήματα αυτών.».
γ. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 61 του ν. 4172/2013, όπως αυτό προστέθηκε με την περίπτωση β’ της παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 4283/2014, καταργείται. δ. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουάριου 2014 και μετά.
5. Η περίπτ. α’ της παρ. 33 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Η ισχύς του άρθρου 41 του παρόντος αναστέλλεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.»
6. α. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 278 του ν. 4364/2016 (Α’ 13) προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Κατ’ εξαίρεση για τις ανάγκες φορολογίας εισοδήματος παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (Α’ 10) περί τήρησης επαρκών τεχνικών αποθεμάτων και οι κατ’ εφαρμογή του εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες τροποποιούνται με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.»
β. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται από την 1η Ιανουάριου 2016 και μετά.
Άρθρο 101
Μετά την παράγραφο 35 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) προστίθεται παράγραφος 35Α, ως εξής:
«35Α. Όταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων κατά το φορολογικό έτος 2016 δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ και το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον δεν ασκείται επιχειρηματική δραστηριότητα για την οποία απαιτείται η υποβολή δήλωση έναρξης εργασιών ή ατομική αγροτική δραστηριότητα, το εισόδημα αυτό, εξαιρουμένου του εισοδήματος από κεφάλαιο και από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, και η προστιθέμενη διαφορά τεκμηρίων, φορολογούνται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 και την παρ. 1 του άρθρου 16. Εάν το πραγματικό εισόδημα της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ, το υπερβάλλον ποσό φορολογείται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 29. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τους φορολογούμενους που διέκοψαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, για το εισόδημα που απέκτησαν μετά τη διακοπή της.»
Άρθρο 102
Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα ΦΠΑ
1. Η παρ. 1 του άρθρου 39β του ν. 2859/2000 (Κύρωση του Κώδικα ΦΠΑ, Α’ 248) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ι.Κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων του παρόντος Κώδικα, οι υποκείμενοι των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει τα δύο εκατομμύρια (2.000.000) ευρώ, μπορούν να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου. Για τους υποκείμενους που δεν έχουν λειτουργήσει επί ένα πλήρες φορολογικό έτος, ο ετήσιος κύκλος εργασιών υπολογίζεται με αναγωγή του ήδη πραγματοποιηθέντος κύκλου εργασιών σε 12μηνη περίοδο.».
2. Στο άρθρο 39β προστίθεται παράγραφος 2α, ως εξής: «2α. Οι εφαρμοζόμενοι συντελεστές είναι, σε κάθε περίπτωση, οι ισχύοντες κατά το χρόνο που νομίμως εκδίδεται το φορολογικό στοιχείο».
3. Στην περίπτ. Α’ της παρ. 4 του άρθρου 39β ο αριθμός «28β» αντικαθίσταται με τον αριθμό «28».
4. Η παρ. 5 του άρθρου 39β αντικαθίσταται ως εξής: «5. Η ένταξη στο καθεστώς πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν το πέρας του επόμενου φορολογικού έτους. Η δήλωση ένταξης στο ειδικό καθεστώς μπορεί να ανακληθεί με υποβολή δήλωσης εξόδου, μέχρι την τελευταία ημέρα πριν την έναρξη της φορολογικής περιόδου για την οποία ισχύει».
5. Η παρ. 6 του άρθρου 39β αντικαθίσταται ως εξής:
«Στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων φορολογικών ετών δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος».
6. Η παρ. 9 του άρθρου 39β αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορεί να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς στην περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις, όπως ορίζονται από αυτό. Στην περίπτωση αυτή η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει αιτιολογημένα τον υποκείμενο για την έξοδό του από το καθεστώς καθώς και για την φορολογική περίοδο υπαγωγής του στους κανόνες του κανονικού καθεστώτος.
Στην περίπτωση υπέρβασης του ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ο υποκείμενος οφείλει να υποβάλλει στην Φορολογική Διοίκηση αίτηση εξόδου από το καθεστώς. Η ένταξη στο κανονικό καθεστώς θα ισχύει από το φορολογικό έτος που ακολουθεί το φορολογικό έτος εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η εν λόγω υπέρβαση.
Ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να ζητήσει την έξοδό του με δήλωση που υποβάλλει στη Φορολογική Διοίκηση και η έξοδος ισχύει από την φορολογική περίοδο που έπεται της φορολογικής περιόδου κατά την οποία υποβάλλεται η εν λόγω δήλωση εξόδου, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξαντληθεί το χρονικό διάστημα της υποχρεωτικής παραμονής στο ειδικό καθεστώς.
Οι υποκείμενοι στο φόρο που εξέρχονται από το ειδικό καθεστώς οφείλουν, με τη δήλωση της τελευταίας πριν την έξοδό τους, φορολογικής περιόδου, να αποδώσουν το φόρο για όλα τα ανεξόφλητα φορολογικά στοιχεία που έχουν εκδώσει, με αντίστοιχη άσκηση δικαιώματος έκπτωσης των ανεξόφλητων φορολογικών στοιχείων που έχουν λάβει από μη ενταγμένους στο ειδικό καθεστώς προμηθευτές τους. Κατά τον ίδιο χρόνο ασκείται το δικαίωμα έκπτωσης των πελατών των ανωτέρω προσώπων για τα ανεξόφλητα φορολογικά στοιχεία που έχουν λάβει από τα πρόσωπα αυτά, μέχρι το τέλος της φορολογικής αυτής περιόδου».
Άρθρο 103
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3091/2002
1. Η παρ. 8 του άρθρου 15 του ν. 3091/2002 (Α’ 330) αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι εξαιρέσεις των περιπτ. Α’, β’ και γ’ της παρ. 3 εφαρμόζονται και στην περίπτωση που τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατέχουν τις ονομαστικές μετοχές, μερίδια ή μερίδες εταιρειών, με καταστατική έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής “Ενωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), εφόσον τα κράτη αυτά δεν ανήκουν στα μη συνεργάσιμα κράτη όπως ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, οι οποίες είχαν αποκτήσει ακίνητα
μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2009, ήταν, κατά τον χρόνο φορολογίας, φορολογικοί κάτοικοι κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), εφόσον τα κράτη αυτά δεν ανήκουν στα μη συνεργάσιμα κράτη, όπως ορίζονται στις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και διέθεταν αριθμό φορολογικού μητρώου του κράτους αυτού. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται εφόσον τα πρόσωπα αυτά απέκτησαν αριθμό φορολογικού μητρώου στην Ελλάδα μετά το χρόνο φορολογίας και εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για υποθέσεις οι οποίες κατά την κατάθεση του παρόντος είναι εκκρεμείς ενώπιον της Φορολογικής Διοίκησης ή για υποθέσεις για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής ή ενδίκου μέσου καθώς και για υποθέσεις για τις οποίες οι σχετικές πράξεις έχουν εκδοθεί αλλά δεν έχουν κοινοποιηθεί. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου οι εκδοθείσες πράξεις τροποποιούνται με πράξη του οργάνου που τις εξέδωσε.
Για τη χορήγηση της εξαίρεσης στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται το πρόστιμο της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 για κάθε έτος καθυστέρησης απόκτησης του αριθμού φορολογικού μητρώου.
Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται τα απαιτούμενα κατά περίπτωση δικαιολογητικά για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και κάθε άλλο σχετικό θέμα».
Άρθρο 104
Τροποποιήσεις διατάξεων του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα
1. Στο άρθρο 39 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265) προστίθεται νέα παράγραφος 8 ως εξής:
«8. α) Επιχειρήσεις ναυπήγησης και επισκευής πλοίων δύνανται να λειτουργούν ως Ελεύθερα Τελωνειακό Συγκροτήματα με τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
β) Με Απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία για την τροποποίηση και επέκταση των λειτουργούντων στην Ελλάδα Ελεύθερων Τελωνειακών Συγκροτημάτων, Ελεύθερων Τελωνειακών Χώρων και Χώρων Τελωνειακής Επίβλεψης».
2. Η παρ. 1 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η βεβαίωση και η είσπραξη του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.), που αναλογεί στα προϊόντα του άρθρου 53 του παρόντα Κώδικα, ενεργείται από την αρμόδια Αρχή κατά τη θέση των προϊόντων σε ανάλωση, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 8 του παρόντος άρθρου και των άρθρων 110 και 111 του παρόντα Κώδικα.»
3. α. Μετά την παρ. 7 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001 προστίθεται νέα παρ. 8 ως εξής:,
«8. Στις περιπτώσεις εφοδιασμού αεροσκαφών με καύσιμα τα οποία εξέρχονται από φορολογικές αποθήκες και δεν παρέχεται απαλλαγή είτε από Ε.Φ.Κ. είτε από Φ.Π.Α., οι αναλογούντες κατά περίπτωση φόροι βεβαιώνονται και εισπράττονται έως την εικοστή (20η) ημέρα του επόμενου μήνα από το μήνα παράδοσης των καυσίμων.»
β. Η παρ. 8 αναριθμείται σε 9.
Άρθρο 105
Τροποποίηση διάταξης του ν. 2960/2001 (Α’265)
Το δεύτερο εδάφιο του σημείου στ) της παραγράφου 7 του άρθρου 25 του Ν. 2960/2001 (Α’ 265) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» καταργείται.
Άρθρο 106
Ρυθμίσεις ζητημάτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
1. Μετατρέπεται μία (1) κενή θέση του κλάδου Διοικητικού – Οικονομικού, κατηγορίας ΠΕ της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών σε θέση δικηγόρου με έμμισθη εντολή, η οποία πληρούται από δικηγόρο απασχολούμενο με πάγια αντιμισθία στο Δημόσιο ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου τομέα, με επιστημονική εξειδίκευση και τουλάχιστον δεκαετή εμπειρία στο φορολογικό δίκαιο, για την υποβοήθηση του γραφείου του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και την ενασχόληση εν γένειμε τα ζητήματα των λειτουργικών αρμοδιοτήτων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, διατηρουμένης σε κάθε περίπτωση της αρμοδιότητας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ο δικηγόρος τοποθετείται στην αντίστοιχη θέση για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, με Κοινή Απόφαση του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ), κατά παρέκκλιση των ισχυουσών γενικών και ειδικών διατάξεων. Σε περίπτωση πλήρωσης της θέσης για ορισμένο χρόνο, μετά την παρέλευση αυτού, ο δικηγόρος επανέρχεται αυτοδίκαια στην αρχική θέση από την οποία προήλθε. Σε περίπτωση τοποθέτησης για αόριστο χρόνο, ο δικηγόρος επανέρχεται στην αρχική θέση από την οποία προήλθε, είτε κατόπιν αιτήσεώς του ιδίου είτε κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης απόφασης του ΓΓΔΕ που λαμβάνεται για σπουδαίο λόγο. Σε περίπτωση που η θέση στην υπηρεσία από την οποία προήλθε έχει ήδη πληρωθεί, συστήνεται προσωποπαγής θέση στην υπηρεσία αυτή για την επαναφορά του δικηγόρου στην αρχική του θέση.
2. α. Στο άρθρο 5 του ν. 3943/2011, προστίθεται παρ. 13 ως εξής: «Για τις ένορκες διοικητικές εξετάσεις (ΕΔΕ), που διενεργούνται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, δεν ισχύουν οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 126 του ν. 3528/2007».
β. Οι παρ. 13,14,15 και 16 του άρθρου 5 του ν. 3943/2011 αναριθμούνται σε 14,15, 16 και 17, αντίστοιχα.
3. Η παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Αρχή ενημερώνει περιοδικά τον Υπουργό Οικονομικών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου. Ο Υπουργός δεν δύναται, για συγκεκριμένες υποθέσεις ή περιπτώσεις, να υποβάλει προς την Αρχή αίτημα παροχής πληροφοριών ή να παράσχει δεσμευτικές οδηγίες. Η Αρχή υποχρεούται να παρέχει στον Υπουργό Οικονομικών συγκεντρωτικά και αναλυτικά στοιχεία σε επίπεδο Α.Φ.Μ. (μικροδεδομένα) στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του, μετά από διαδικασία ψευδωνυμοποίησής τους.»
4. Η υποπερίπτωση ββ’ της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 4389/2016 (Α’ 94) αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ) Καθορίζει ή ανακαθορίζει την κατά τόπον και την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Υπηρεσιών της Αρχής, την περαιτέρω εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων τους, την έδρα και τον τίτλο αυτών, την ημερομηνία έναρξης ή παύσης λειτουργίας τους, καθώς και τις ιδιαίτερα σημαντικού ύψους οφειλές και τους οφειλέτες αυτών, ποια πρόσωπα θεωρούνται φορολογούμενοι μεγάλου πλούτου και ποιες θεωρούνται μεγάλες επιχειρήσεις.»
5. Οι διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 4389/2016 δεν θίγονται από τις διατάξεις του ν. 4440/2016 (Α’ 224).
6. α. Στο πρώτο εδάφιο της περίπτ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 4389/2016 διαγράφονται οι λέξεις «σε πρώτο βαθμό».
β. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτ. α’ της ως άνω παραγράφου 1 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Για την αρμοδιότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Αρχής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 120 του ν. 3528/2007 (Α’ 26), όπως εκάστοτε ισχύει.»
7. Στο άρθρο 36 του ν. 4389/2016 προστίθενται παρ. 3,4, 5 και 6, ως εξής:
« 3. Στην αρμοδιότητα του ΕΝΓΔΕ περιλαμβάνονται, ιδίως:
α) Η εν γένει νομική υποστήριξη της ΑΑΔΕ, με την έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα που υποβάλλονται από τον Διοικητή της και πρακτικών γνωμοδοτήσεων επί αιτήσεων εξωδίκου αναγνωρίσεως απαιτήσεως, δικαστικού και εξωδίκου συμβιβασμού και επί της τηρητέας δικαστικής ή διοικητικής πορείας των υποθέσεων. Ερωτήματα που άπτονταιτης φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας υποβάλλονται αποκλειστικώς από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, οπότε και μόνον οι επ’ αυτών εκδιδόμενες και γενόμενες αποδεκτές γνωμοδοτήσεις δεσμεύουν τις αντίστοιχες αρχές, με εξαίρεση τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 4389/2016 ερωτήματα, για τα οποία η ως άνω αρμοδιότητα ασκείται παράλληλα και από τον Υπουργό Οικονομικών. Επί των ερωτημάτων του προηγουμένου εδαφίου δεν χορηγείται αντίγραφο των εισηγήσεων. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο δεύτερο εδάφιο της περίπτ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α’324) και στην παρ. 4, η αποδοχή ή μη των γνωμοδοτήσεων και η έγκριση ή μη των πρακτικών γίνεται με επισημειωματική πράξη του Διοικητή της ΑΑΔΕ.
β) Η παράσταση, υποστήριξη και υπεράσπιση των υποθέσεων, για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του ΝΣΚ, ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, του Συμβουλίου της Επικράτειας, του Αρείου Πάγου και όλων των διοικητικών, πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων των Αθηνών και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων Πειραιώς για τις φορολογικές και τελωνειακές υποθέσεις, επιφυλασσόμενης της κατά την περίπτ. ε’ της παρ. 1 του άρθρου 8 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α’ 324) αρμοδιότητας του Προέδρου του ΝΣΚ.
γ) Η απόφαση για την μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των ανέκκλητων δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι, και η άσκηση των αιτήσεων, ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, του Συμβουλίου της Επικράτειας και του Αρείου Πάγου. Η απόφαση για την μη άσκηση ενδίκων μέσων κατά των δικαστικών αποφάσεων, αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις παραδεκτής ασκήσεως ή δεν παρέχονται βάσιμοι λόγοι και η άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας επί υποθέσεων για τις οποίες είναι κατά νόμο υποχρεωτική η παράσταση με μέλος του και ανήκουν στην αρμοδιότητα του Γραφείου.
δ) Η νομική υποστήριξη κατά την κατάρτιση των συμβάσεων στις οποίες συμβάλλεται η ΑΑΔΕ. Η νομοτεχνική υποστήριξη της ΑΑΔΕ κατά την κατάρτιση προτάσεων σχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων, εφόσον παραπέμπονται αρμοδίως από τον Διοικητή της.
ε) Η εισήγηση προς τον Διοικητή της ΑΑΔΕ, για τη λήψη νομοθετικών μέτρων, τα οποία είναι αναγκαία για την άρση των προβλημάτων που παρατηρούνται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας και εν γένει για την προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων του Δημοσίου και, γενικότερα, του δημόσιου συμφέροντος.
στ) Η άμεση ενημέρωση των αρμοδίων Κεντρικών Διευθύνσεων και υπηρεσιών που υπάγονται στην ΑΑΔΕ ή απ’ ευθείας στον Διοικητή της, για τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων επί των δικαστικών υποθέσεων αρμοδιότητας του Γραφείου.
ζ) Η σύνταξη και αποστολή σχεδίων δικογράφων ενδίκων μέσων και η αποστολή υπομνημάτων προς υποβοήθηση του έργου των φορολογικών και τελωνειακών αρχών και η υποβοήθηση του έργου των υπηρεσιών εν γένει της ΑΑΔΕ για τη σύνταξη της εκθέσεως απόφεως προς τα δικαστήρια, επί περίπλοκων και δυσχερών νομικών ζητημάτων.
η) Η συμμετοχή σε συλλογικά όργανα που συστήνονται για θέματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της ΑΑΔΕ, κατόπιν υποβολής αιτήματος του Διοικητή.
4. Για τη μη άσκηση ενδίκων μέσων επί φορολογικών και τελωνειακών υποθέσεων και υποθέσεων εκτελέσεως (κοινής και διοικητικής), καθώς και για την εισαγωγή ή μη στο ακροατήριο των πάσης φύσεως υποθέσεων επί των οποίων έχουν εκδοθεί αποφάσεις σε συμβούλιο κατά τη διαδικασία των άρθρων 34Α και 34Β του π.δ. 18/1989, του άρθρου 126 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή κατ’ άλλη παρόμοια διαδικασία, αποφαίνεται η Τριμελής Επιτροπή του Γραφείου, ύστερα από προφορική εισήγηση του εισηγητή της υπόθεσης, με χρονολογημένη ενυπόγραφη επί του επισήμου αντιγράφου της αποφάσεως, πράξη των μελών της, στην οποία περιέχεται συνοπτική αιτιολογία. Για την άσκηση της αρμοδιότητάς της αυτής η Επιτροπή απαρτίζεται από έναν Αντιπρόεδρο ή έναν Νομικό Σύμβουλο, ένα Πάρεδρο