ΣτΕ 1898/2016 Αποσαφήνιση του τρόπου παραδεκτής προσκόμισης στοιχείων για την απόδειξη του εννόμου συμφέροντος
Περίληψη
Κατά την έννοια των άρθρων 33, 25 και 40 του π.δ. 18/1989, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 ΚΠολΔ, ο ασκών αίτηση ακυρώσεως οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο, συγκεκριμένα δε, με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο προσθέτων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (λ.χ. του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του, εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Εξάλλου, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο, η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται όχι από δικηγόρο αλλά από τον διάδικο ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 4194/2013.
Εν προκειμένω, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος των αιτούντων για παροχή ένδικης προστασίας δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, η κρινόμενη αίτηση δεν απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψής τους για τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντός τους, αλλά λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν κατά παράβαση των ανωτέρω κανόνων (με απλή αίτηση ή με υπόμνημα που υποβλήθηκε την προτεραία της συζήτησης ή με υπόμνημα που υπογράφεται από διάδικο και για τον οποίο δεν κατατέθηκε γραμμάτιο καταβολής εισφορών).
ΣτΕ 1898/2016
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Ιουνίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β’ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, I. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα. Για να δικάσει την από 14 Οκτωβρίου 2015 αίτηση: των : 1) …………… του ………….., κατοίκου Αθηνών (οδός ……………. αρ. ..) και 2) ………………… του ……………., συζ. ……………, κατοίκου Αθηνών (…………….. αρ. …), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου (A.M. 25904), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθούν : 1) η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1163/23.7.2015, 2) η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1212/24.9.2015, 3) η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1216/1.10.2015, 4) η υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1114/5.6.2015 αποφάσεις της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και 5) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου I. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ζητείται η ακύρωση των ακόλουθων αποφάσεων της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών: (α) ΠΟΛ.1163/23.7.2015, με θέμα «Διαδικασία διορθώσεων και χορήγηση απαλλαγών από τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθορισμός του αρμόδιου οργάνου» (Β’ 1711), (β) ΠΟΛ.1212/24.9.2015, με θέμα «Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.): Διαδικασία χορήγησης εκπτώσεων, μειώσεων και αναστολής πληρωμής» (Β’ 2120), (γ) ΠΟΛ.1216/1.10.2015, με θέμα «Τύπος και περιεχόμενο της δήλωσης – πράξης διοικητικού προσδιορισμού Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) έτους 2015 και επομένων» (Β’ 2143) και (δ) ΠΟΛ.1114/5.6.2015, με θέμα «Τροποποίηση της απόφασης ΠΟΛ.1004/2.1.2015 περί του πιστοποιητικού του άρθρου 54Α του Ν. 4174/2013» (Β’ 1093). Η υπόθεση έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας (από 21.4.2016 πράξη της Προέδρου του Β’ Τμήματος), μετά τη διαγραφή της από το πινάκιο της Ολομέλειας.
2. Επειδή, ο νόμος 4223/2013 “Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων και άλλες διατάξεις” (Α’ 287), ορίζει ότι από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), στα εμπράγματα δικαιώματα (πλήρους ή ψιλής) κυριότητας, επικαρπίας κ.λπ. ακινήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους (άρθρο 1 παρ. 1 και 2), ότι τα δικαιώματα επί των οποίων επιβάλλεται ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετησίως είναι αυτά που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, ανεξάρτητα από μεταβολές που τυχόν επέρχονται κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και ανεξάρτητα από τη μεταγραφή του τίτλου κτήσης (άρθρο 1 παρ. 4), ότι ορισμένες περιπτώσεις δικαιωμάτων επί ακινήτων απαλλάσσονται του ΕΝ.Φ.Ι.Α. (άρθρο 3), ότι ο κύριος φόρος που αναλογεί στα δικαιώματα επί κτισμάτων υπολογίζεται, μεταξύ άλλων, με βάση τη γεωγραφική θέση του κτίσματος, που προσδιορίζει την τιμή ζώνης στην οποία υπάγεται αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α’ 43) και των αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του και ότι ανάλογα με την τιμή ζώνης που ισχύει την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας, γίνεται κατάταξη του κτίσματος σε αντίστοιχη φορολογική ζώνη (άρθρο 4, περ. Α παρ. 1), ότι για τον υπολογισμό του κύριου φόρου που αναλογεί στα δικαιώματα επί των γηπέδων εντός σχεδίου πόλης ή οικισμού (οικόπεδα), το οικόπεδο εντάσσεται σε φορολογική ζώνη και προσδιορίζεται συντελεστής φόρου με βάση τη μοναδιαία αξία του οικοπέδου, για τον προσδιορισμό της οποίας λαμβάνεται υπόψη η φορολογητέα αξία Του και ότι για τον υπολογισμό της αξίας αυτής ο συντελεστής οικοπέδου, η τιμή εκκίνησης του οικοπέδου, καθώς και ο συντελεστής αξιοποίησης οικοπέδου λαμβάνονται όπως ορίζονται κάθε φορά στις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (άρθρο 4 περ. Β παρ. 1).
Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος, όπως ισχύει, (i) προβλέπει ότι ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται με πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου που εκδίδεται από τη Φορολογική Διοίκηση, σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170), ότι για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του έτους 2014 λαμβάνονται υπόψη οι δηλώσεις στοιχείων ακινήτων που προβλέπονται στο άρθρο 23 του ν. 3427/2005 (Α 312), ότι για τον προσδιορισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. κάθε επόμενου του 2014 έτους λαμβάνεται υπόψη η δήλωση ΕΝ.Φ.Ι.Α. με τα στοιχεία των ακινήτων του προηγούμενου έτους με τις μεταβολές που επήλθαν και ότι με απόφαση του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται η μηχανογραφική σύνθεση των δηλώσεων ΕΝ.Φ.Ι.Α., η διαδικασία και ο τρόπος αποκατάστασης λαθών και ελλείψεων σε στοιχεία ακινήτων των σχετικών δηλώσεων και σε δηλώσεις στοιχείων ακινήτων, τα έντυπα με τα οποία πραγματοποιούνται διορθώσεις, τα οποία επέχουν θέση τροποποιητικής δήλωσης, τα υποδείγματα χορήγησης απαλλαγών και ο τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία διαδικασία και λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων περί προσδιορισμού του φόρου (άρθρο 6), (ii) προβλέπει τη δυνατότητα χορήγησης έκπτωσης και αναστολής πληρωμής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. και εξουσιοδοτεί το Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να ορίσει τις σχετικές διαδικασίες και λεπτομέρειες (άρθρο 7), (iii) προβλέπει ότι με απόφαση του ίδιου οργάνου ορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο του εκκαθαριστικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., η διαδικασία και τα δικαιολογητικά χορήγησης των απαλλαγών, η διαδικασία σύνθεσης και διόρθωσης της δήλωσης ΕΝ.Φ.Ι.Α. καθώς και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια (άρθρο 9 παρ. 1, με την οποία προστέθηκε περίπτωση ε’ στο άρθρο 18 παρ. 2 του ν. 4174/2013) και (iv) προβλέπει την έκδοση από τη φορολογική Διοίκηση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., που πρέπει να επισυνάπτεται σε συμβόλαιο υποσχετικής ή εκποιητικής δικαιοπραξίας για το ακίνητο, επί ποινή ακυρότητας αυτής, και αναθέτει στο Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να καθορίσει τον τύπο και το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., τη διαδικασία χορήγησής του και κάθε άλλη αναγκαία σχετική λεπτομέρεια (παράγραφος 2 του άρθρου 9 του ν. 4223/2013, με την οποία προστέθηκε νέο άρθρο 54Α στον ν. 4174/2013). Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότηση διατάξεων του ν. 4223/2013, ειδικότερα, δε, του άρθρου 6 παρ. 3 περίπτωση β’ (όπως η περίπτωση αυτή προστέθηκε με το άρθρο 52 παρ. 13 του ν. 4276/2014), του άρθρου 7 παρ. 4, του άρθρου 3 παρ. 5, καθώς και του άρθρου 9 παρ. 1 και 2.
3. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α’ 43), όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14 παρ. 1 του ν. 1473/1984 (Α’ 127) και 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990 (Α’ 43 και διορθ. σφαλμ. Α’ 51) και η παράγραφος 2 με τα άρθρα 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989 (Α’ 2) και 14 παρ. 11 του ν. 1882/1990, ορίζονται τα ακόλουθα:
«1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ’ είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών που θα αποτελούνται από οικονομικούς υπαλλήλους, μηχανικούς του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, εκπροσώπους του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας και άλλα πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία και θα συγκροτούνται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών.
2. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισή τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής, ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων. […]», Κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1249/1982 εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989, υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών. Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1249/1982, όπως το εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990, υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Μετά την αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β’ 1982), οι αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν (για τελευταία φορά, έως την έκδοση της υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1009/18.1.2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, Β’ 48) με την 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β’ 269), με ισχύ από 1.3.2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής κοινότητας Ψυχικού του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, οι οποίες, κατόπιν και σχετικών ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και (τελευταία όσον αφορά το χρόνο έκδοσής της) η ΠΟΛ.1093/29.4.2013 (Β’ 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης της εν λόγω δημοτικής κοινότητας. Εξάλλου, με την 1175023/3752/00ΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (Β’ 2038) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες περιοχές, εντός 4.489 οικισμών της χώρας, και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ από 1.1.2011. Τέλος, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, για τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α., το άρθρο 4 του ν. 4223/2013 παραπέμπει στις τιμές ζώνης/εκκίνησης ακινήτων και στους συντελεστές οικοπέδου και αξιοποίησης οικοπέδου που έχουν οριστεί με τις εκδιδόμενες βάσει του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 υπουργικές αποφάσεις και ισχύουν την 1η Ιανουαρίου του έτους φορολογίας.
4. Επειδή, με την ΣτΕ 4003/2014 (εν μέρει οριστική και εν μέρει προδικαστική) απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η Διοίκηση είχε παραλείψει παρανόμως να προβεί στην επιβαλλόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, έκρινε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3α και 3β του π.δ. 18/1989, ότι έπρεπε, αντί να ακυρώσει την εν λόγω παράλειψη της Διοίκησης αναδρομικά από τη συντέλεσή της, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να χορηγήσει στη Διοίκηση προθεσμία έξι μηνών, προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να προβεί στην άνω οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια. Ακολούθως και δεδομένου ότι δεν εκδόθηκε από τη Διοίκηση, εντός της ταχθείσας (και λήξασας την 21.5.2015) προθεσμίας, απόφαση περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών, η Ολομέλεια, με την 4446/2015 απόφασή της, ακύρωσε την ως άνω παράλειψη της Διοίκησης και, κατ’ ; εφαρμογή του άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989, εκτιμώντας τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίζοντας τα συμφέροντα των διαδίκων, ιδίως δε την ύπαρξη έντονου δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην, κατά το δυνατόν, αποφυγή αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους υπό τις παρούσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες, όρισε την 21.5.2015 ως χρονικό σημείο έναρξης του ακυρωτικού αποτελέσματος και της ουσιαστικής ισχύος της πράξης που έπρεπε να εκδώσει η Διοίκηση. Ακολούθησε η έκδοση της υπ’ αριθ. ΠΟΛ.1009/18.1.2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, περί αναπροσαρμογής, από 21.5.2015, των τιμών ζώνης και-των συντελεστών των ακινήτων που είχαν καθοριστεί με τις προαναφερόμενες υπ’ αριθμ. 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007, 1175023/3752/00ΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013 υπουργικές αποφάσεις.
5. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α’ 8) ορίζεται:
«1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γ’ αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (ΣτΕ Ολομ. 2855-56/1985, Ολομ. ΣτΕ 3317/2014, ΣτΕ 4041/2013, ΣτΕ 1039/2014, ΣτΕ 2077/2014 κ.ά.), με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1256/2006 επταμ.).
6. Επειδή, το π.δ. 18/1989 ορίζει, επιπλέον, στο εδάφιο β’ του άρθρου 33, ότι «Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς.», στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 25, ότι «Υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.» και, στο άρθρο 40, ότι «Κατά τα λοιπά […] εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας […]», σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδαφ. β’ του οποίου «Μαζί με τις προτάσεις, οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και […] όλα τα αποδεικτικά […] έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.» Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο ασκών αίτηση ακυρώσεως οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο, συγκεκριμένα δε, με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (λ.χ. του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 4312/2015, ΣτΕ 4731/2012, ΣτΕ 1393/2003, ΣτΕ 3802/2000 επταμ., Ολομ. ΣτΕ 3452/1998, καθώς και ΑΠ 1404/1996, ΑΠ 1229/2002 κ.ά.), εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Συναφώς, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από το άρθρο 20 του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 19/2013 της Ολομέλειας σε συμβούλιο, Β’ 2462/2013), περί της πρωτοκόλλησης των δικογράφων και άλλων εγγράφων, όπως αιτήσεων, που κατατίθενται στο Δικαστήριο, αφενός διότι πρόκειται για διάταξη αφορώσα σε ενέργεια του Δικαστηρίου (πρωτοκόλληση εγγράφων που του υποβάλλονται) και όχι στις δικονομικές υποχρεώσεις των διαδίκων και, αφετέρου, διότι η κατά τα ανωτέρω τεκμηρίωση από τον αιτούντα της ιδιότητας στην οποία θεμελιώνει το έννομο συμφέρον του, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης που έχει ασκήσει, διέπεται από τη δικονομία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (π.δ. 18/1989) και δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 71 (παρ. 1) του π.δ. 18/1989 και 82 (παρ. Α περ. 9) του ν. 1756/1988. Εξάλλου, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο (πρβλ. ΑΠ Ολομ. ΑΠ 9/2000, ΑΠ 1808/2005, ΑΠ 658/2011 κ.ά.), η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται όχι από δικηγόρο αλλά από τον διάδικο (βλ. λ.χ. ΣτΕ 1222/2016, ΣτΕ 3063/2013) ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 (παρ. 1, 2 και 4) του ν. 4194/2013 (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. ΣτΕ 1858/2015).
7. Επειδή, εν προκειμένω, καθεμία από τις δύο αιτούσες ασκεί την υπό κρίση αίτηση κατ’ επίκληση της ιδιότητάς της ως κυρίας ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας (συμπεριλαμβανομένης της Αττικής), στις οποίες ισχύει το κατ’ άρθρ. 41 του ν. 1249/1982 σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, και, περαιτέρω, ως βαρυνόμενης με ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το έτος 2015. Προκειμένου να αποδείξουν το έννομο συμφέρον τους, οι αιτούσες προσκόμισαν στο Δικαστήριο ορισμένα στοιχεία, με απλή αίτηση που υπέβαλε η δεύτερη εξ αυτών στη Γραμματεία, την 21.6.2016. Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, τα εν λόγω στοιχεία προσκομίσθηκαν απαραδέκτως, δίχως σχετικό υπόμνημα και, δη, υποβληθέν έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλά με απλή αίτηση. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, για τον παραπάνω λόγο. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος των αιτουσών για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο, αφενός, έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση τέτοιων στοιχείων από το διάδικο, χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή αίτηση ή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης) και, αφετέρου, έχει δεχθεί ότι μπορούν να υποβληθούν τέτοια στοιχεία το αργότερο μέχρι την προτεραία της συζήτησης (βλ. ΣτΕ 3335/2015, ΣτΕ 3051/2015, ΣτΕ 3833/2014 επταμ., ΣτΕ 1878/2014, ΣτΕ 1039/2014, ΣτΕ 4961/2012), η μη λήψη υπόψη των ανωτέρω στοιχείων (και, περαιτέρω, η απόρριψη, για το λόγο αυτό, της παρούσας αίτησης ως απαράδεκτης) δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, ΣτΕ 2131/2015, Ολομ. ΣτΕ 1619/2012, ΣτΕ 2436/2012 επταμ., ΕΑ 737/2012 πενταμ.). Εξάλλου, τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν σε σχέση με τη δεύτερη αιτούσα (εκτύπωση της ηλεκτρονικής δήλωσης και της από 20.10.2015 πράξης διοικητικού προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α., έτους 2015) είναι πρόσφορα και επαρκή για την τεκμηρίωση της ως άνω ιδιότητάς της, την οποία επικαλείται προς στήριξη του εννόμου συμφέροντος της. Αντίθετα, το στοιχείο που προσκομίσθηκε σε σχέση με την πρώτη αιτούσα (εκτύπωση/ αντίγραφο της από 5.8.2015 πράξης διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος για το φορολογικό έτος 2014) είναι όλως απρόσφορο και ανεπαρκές για την απόδειξη της ως άνω προβαλλόμενης ιδιότητάς της, στην οποία επιχειρεί να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον της. Κατά συνέπεια, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη αιτούσα (πρβλ. ΣτΕ 2017/2012 επταμ., ΣτΕ 3833/2014 επταμ. κ.ά.), προεχόντως για τον τελευταίο αυτό λόγο.
8. Επειδή, η δεύτερη αιτούσα ισχυρίζεται ότι, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητά της, έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση των προσβαλλόμενων κανονιστικών πράξεων της Γενικής Γραμματέως Δημοσίων Εσόδων, διότι αυτές εξειδικεύουν τους ορισμούς του ν. 4223/2013 και ρυθμίζουν ειδικότερα ζητήματα επιβολής του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του 2015, ο οποίος, παρανόμως, υπολογίζεται βάσει των αντικειμενικών αξιών που καθορίστηκαν με την πλέον ανεπίκαιρη 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, με αποτέλεσμα να της επιβάλλεται φόρος πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που αναλογεί στην πραγματική αξία των ακινήτων της κατά το 2015. Ωστόσο, η δεύτερη αιτούσα δεν επικαλείται αυτοτελή βλάβη από ορισμένη ρύθμιση των προσβαλλόμενων κανονιστικών αποφάσεων (ή των εξουσιοδοτικών διατάξεων στις οποίες αυτές ερείδονται), αλλά η ως άνω προβαλλόμενη βλάβη της προέρχεται κατ’ ουσίαν από την εφαρμογή της προαναφερόμενης υπουργικής απόφασης του 2007, συνεπεία της παράλειψης της Διοίκησης να προβεί στην προβλεπόμενη από το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 1249/1982 έκδοση πράξης αναπροσαρμογής/επικαιροποίησης των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων της χώρας. Η εν λόγω παράλειψη ακυρώθηκε με την απόφαση ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όχι όμως αναδρομικά από το χρόνο της συντέλεσής της, που είναι οπωσδήποτε προγενέστερος της 1.1.2015, αλλά, για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος (αναγόμενους στην αποτροπή του κινδύνου αιφνίδιας διακύμανσης των φορολογικών εσόδων του Κράτους), από την 21.5.2015, ημερομηνία την οποία η Ολομέλεια όρισε και ως χρόνο έναρξης της ουσιαστικής ισχύος της απόφασης περί αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών που η Διοίκηση είχε την υποχρέωση να εκδώσει. Το ως άνω ακυρωτικό διατακτικό της απόφασης του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του χρονικού περιορισμού των αποτελεσμάτων της ακύρωσης της επίμαχης παράλειψης, ισχύει έναντι όλων (ήτοι, και όσων δεν ήταν διάδικοι στη σχετική δίκη), επομένως και της δεύτερης αιτούσας. Τούτων έπεται ότι την 1η Ιανουαρίου 2015, δηλαδή κατά τον κρίσιμο χρόνο για την επιβολή και τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. του φορολογικού έτους 2015 (βλ. άρθρα 1 και 4 του ν. 4223/2013), είχε ισχύ και εφαρμογή η 1020564/487/ΟΟΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, παρά τον ανεπίκαιρο χαρακτήρα της, τον οποίο η δεύτερη αιτούσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς, για να δικαιολογήσει την προσβολή επί ακυρώσει των επίδικων κανονιστικών πράξεων. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν προκύπτει η ύπαρξη επαρκούς αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των προσβαλλόμενων πράξεων (ή, έστω, κάποιας από αυτές) και της προβαλλόμενης βλάβης των δικαιωμάτων της δεύτερης αιτούσας. Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ασκούμενη απαραδέκτως, δίχως έννομο συμφέρον, και από τη δεύτερη αιτούσα.
9. Επειδή, κατά συνέπεια, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο σύνολο της.
Δια ταύτα
Απορρίπτει την αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.
Επιβάλλει στις αιτούσες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2016
Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος
Η Γραμματέας
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Οκτωβρίου 2016.
Η Πρόεδρος του Β’ Τμήματος
Ο Γραμματέας του Β’ Τμήματος