Το οριστικό τέλος της μισθωτής εργασίας

του Βασίλη Κουφού

Από γεννήσεως οικονομικής θεωρίας ο συντελεστής παραγωγής “εργασία” ετέθη στο επίκεντρο των μελετητών, καθώς εκ φύσεως, αλλά και εκ των δεδομένων ιστορικών συνθηκών, κατείχε έναν χαρακτήρα με τεράστιο απόθεμα σε ρευστότητα προθέσεων. Κορυφαίο δείγμα, η θεωρητική αντιπαράθεση ανάμεσα στον Adam Smith και τον Thomas Malthus, σχετικά με την κατάληξη αυτών των προθέσεων. Ο Σκωτσέζος φιλόσοφος διέκρινε στην αύξηση του εργατικού δυναμικού την βασική αιτία για ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση κερδών. Για τον Malthus αντιθέτως, αυτή η επέκταση ενεργοποιούσε μια δημογραφική βόμβα, έτοιμη να διαλύσει το νεόκοπο καπιταλιστικό αρχιτεκτόνημα στα εξόν συνετέθη.  Μερικά μόνον χρόνια μετά, στα μέσα του 19ου αιώνα, η ανάδειξη της μαρξιστικής θεωρίας έδωσε νέα διάσταση στο ζήτημα : στα πλαίσια του διαλεκτικού υλισμού, το εργατικό προλεταριάτο , όρθωνε το ανάστημά του απέναντι στους κεφαλαιοκράτες, οδηγώντας τα πράγματα σε μια – αναπόφευκτη κατά τους πνευματικούς της πατέρες – μάχη, μετά το πέρας της οποίας, ο καπιταλισμός θα αποσυρόταν αιώνια από το οικονομικό και ευρύτερα ιστορικό παρασκήνιο. Και εδώ αποκαλύπτεται ένα πρώτο σημαντικό συμπέρασμα : για την κλασσική πολιτική οικονομία, ο παράγων “εργασία” έχει αυστηρά τεχνικό ρόλο εντός του συστήματος. Και μάλιστα αυτός ο ρόλος, σχετιζόμενος με το κύκλωμα καταμερισμού εργασίας, προσδίδει τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν κλαδικά, γεωγραφικά, ή και συγκριτικά την παραγωγή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Αντιθέτως οι μαρξιστές, αντιμετωπίζουν την εργασία σαν να μην έχει καμία ποιοτική ή ποσοτική συνεισφορά στο οικονομικό κύκλωμα. Την τοποθετούν απλώς στο αντίποδα των κεφαλαιοκρατών. Την εξοπλίζουν για την αναπότρεπτη σύγκρουση μαζί τους και αναμένουν τη δικαίωση. Η άποψη αυτή είναι φυσικό να στερείται επιστημονικής βάσης και καλύτερα από όλους – κατά τη γνώμη του γράφοντος – επιχειρηματολόγησε επ’ αυτού ο Karl Popper. Ωστόσο, αυτή είναι η αιτία που η μαρξιστική θεωρία βασίζει τα μοντέλα της επάνω σε απειράριθμες στρατιές βιομηχανικών εργατών και αδυνατεί να συμπεριλάβει στις νόρμες της παράγοντες όπως τα ελευθέρια επαγγέλματα.

Όμως, εάν κανείς μελετήσει σε βάθος την ιστορική διαδρομή του καπιταλισμού, θα διακρίνει πως ο ρόλος της  μισθωτής εργασία, ειδικευμένης και μη, είναι καθαρά πρακτικός και μοιάζει να έχει θέση πρωταγωνιστή εκείνες τις πρώτες ηρωικές ημέρες των δύο μεγάλων βιομηχανικών επαναστάσεων. Και ίσως ακόμα χειρότερα, αυτός ο ρόλος δεν ήταν καν πρωταγωνιστικός, αλλά αναγκαίος, τεχνικά επιβεβλημένος : κάποιος έπρεπε να ανάβει τις φωτιές στα καζάνια, ώστε τα βικτωριανά φουγάρα, να “παράγουν” άφθονη καινοτομία, να επιβάλουν νέες τεχνικές απόδοσης και προώθησης προϊόντων. Να δημιουργούν νέες αντιλήψεις, ήθη και νοοτροπίες. Να επινοούν και να εδραιώνουν έναν καινούργιο πολιτισμό.

Μοιραία το μέλλον της μισθωτής εργασίας, από τις αρχές του 20ου αιώνα έμοιαζε προδιαγεγραμμένο. Και θα είχε εκκαθαρισθεί ήδη, εάν τα χρωστούμενα του “Αιώνα των Αυτοκρατοριών” δεν οδηγούσαν στο τριακονταετές πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο μακελειό των δύο μεγάλων πολέμων. Πολύ δε περισσότερο, που ανάμεσά τους ξέσπασε η οικονομική κρίση του 1929 και έφερε το σύστημα ενώπιον των ατελειών του. Έτσι η μεταπολεμική οικονομία βασίστηκε εκ νέου στη μισθωτή εργασία, καθώς το μοντέλο του κοινωνικού κράτους,  επουλώνοντας τα τεράστια τραύματα του Πολέμου και  παράγοντας αναρίθμητες πρόνοιες για κοινωνίες ολόκληρες, απαιτούσε δεδομένες, αδιατάρακτες και σαφείς δομές στο οικονομικό πεδίο.  Άλλωστε και η τεχνολογία ακόμη είχε τεράστιους περιορισμούς.

Τα χρόνια ωστόσο πέρασαν, η τεχνολογία αναπτύχθηκε αλματωδώς και ιδιαίτερα ο κλάδος των επικοινωνιών ξεσκόνισε και τα τελευταία ψήγματα συνόρων μετά την κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου. Και αυτό ήταν το κομβικό σημείο : η μετατόπιση του παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας ανατολικότερα. Γιατί ; γιατί στη Δύση μετά από 40 ή 50 χρόνια κοινωνικού κράτους η εργατική τάξη είχε πλέον μετουσιωθεί σε μεσαία. Το κόστος της είναι πλέον ακριβό. Ή για να το θέσουμε πιο σωστά, το παραγόμενο προϊόν της δεν αντιστοιχεί στο κόστος της.  Πόσο καινοτόμος και δημιουργικός μπορεί να είναι ένας από τους χιλιάδες υπαλλήλους μιας τεράστιας πολυεθνικής; Πόση προστιθέμενη αξία μπορεί να προσθέσει στο τελικό παραγόμενο προϊόν; Σχεδόν μηδενική. Και πόσο αυτός ο υπάλληλος κοστίζει; Πολύ παραπάνω από το μηδέν. Επίσης θα πρέπει να σκεφθεί κανείς το ποιοτικό περιεχόμενο του εργατικού αυτού κόστους : Σιγουριά, πρόσθετες παροχές, ενδεχόμενη κοινωνική ανέλιξη ή και διαπίστευση.

Το σύστημα όμως έχει στον πυρήνα του την έννοια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, σε συνδυασμό με την καινοτομία. Ο κόσμος άλλαξε και ανακατευθύνθηκε άπειρες φορές από μια ιδέα, μια επινόηση της στιγμής. Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το τηλέφωνο, το αεροπλάνο, ακόμα και τα προηγμένης τεχνολογίας αθλητικά παπούτσια, σχεδιάστηκαν και δοκιμάσθηκαν σε γκαράζ, αποθήκες και παραλίες. Ποτέ κατά παραγγελία και ποτέ βάσει σχεδίου.  Και μπορεί να μην γίνεται αντιληπτό, αλλά το ρίσκο και η αβεβαιότητα την οποία αποδέχθηκαν όλοι οι πρωτοπόροι, μας οδήγησαν σήμερα σε μια ζωή εντυπωσιακά ασφαλέστερη και καλύτερη έναντι αυτής που θα μπορούμε να εισπράξουμε 50 έτη πριν.

Ποια είναι η κατάληξη ;  Το σύστημα δεν μπορεί να φορτωθεί με επιπλέον μαζική εργασία. Η εξειδίκευση την έφτασε στα όρια της, και μαζί έφθασε και το τρέχον οικονομικό μοντέλο στα δικά του θεωρητικά και πρακτικά άκρα. Η οικονομική κρίση που μας περιβάλλει αυτό δηλοί με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο. Το φθηνό χρήμα που έρευσε στις αγορές από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και έως τα τέλη του 2007, ήταν μοιραίο να ωθήσει ακόμη περισσότερο κόσμο στη σιγουριά της μισθωτής εργασίας. Πόσο μάλλον που η εξειδίκευση έγινε δελεαστικά προσιτή στα μεσαία στρώματα (απαξιώνοντας ταυτόχρονα με τον πιο χυδαίο και ποταπό τρόπο την έννοια της πανεπιστημιακής μόρφωσης) ενώ τα bonus και οι πρόσθετες παροχές (βρέξει – χιονίσει όπως απεδείχθη) τίναξαν τις αμοιβές σε ουρανομήκη μεγέθη. Έτσι η επιχειρηματικότητα αδράνησε και η καινοτομία αφέθηκε στις πολυεθνικές, εξαντλούμενη σε ένα νέο gadget ανά διετία. Το σύστημα πόνεσε, αλλά κανείς δεν θέλησε να το ακούσει απαρνούμενος τη σιγουριά του μηνιαίου μισθού . Και ποιός παρήγαγε αυτόν το μισθό; Η ασθμαίνουσα και τελικώς αποτελματωμένη  επιχειρηματικότητα.

Και αυτά αφορούν αυστηρά και μόνον τον ιδιωτικό τομέα. Μπορεί κανείς να υποθέσει πόσο ατροφικός και προβληματικός καθίσταται πλέον ο Δημόσιος τομέας. Διότι η υποτιθέμενη προστιθέμενη αξία που παράγει , κυρίως υπό μορφή  υπηρεσιών, χρηματοδοτείται αδρά από τους ήδη ελλειμματικούς πόρους του ασθενούς ιδιωτικού τομέα. Είναι εξαιρετικά απλό : Όταν δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί (ιδιωτικώς) η έρευνα και η ανάπτυξη, μπορούν να εισρέουν κεφάλαια για την διατήρηση ενός κράτους που κατά πολύ ξεπερνά τις στοιχειώδεις ανάγκες ενός σύγχρονου ανθρώπου; Γιατί δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι : Δημόσιο δεν είναι μόνον η μισθοδοσία των υπαλλήλων και οι καταβολή των συντάξεων. Είναι οι επιδοτήσεις, οι επιχορηγήσεις, οι φοροαπαλλαγές, τα επιδόματα, οι εκπτώσεις, οι ρυθμίσεις και κυρίως τα κανονιστικά πλαίσιο και οι απαγορεύσεις. Όλα αυτά αποτιμώνται και αθροίζονται σε χρηματική αξία.

Το μέλλον είναι αβέβαιο και η εποχή της νεωτερικότητας  γεμάτη από ενδεχόμενα και πιθανότητες αχαρτογράφητες. Ένα πράγμα είναι σίγουρο : Η “σιγουριά” είναι συντήρηση. Και η – κάθε είδους και μορφής – Κρίση, σταυροδρόμι για επανατοποθέτηση και αναθεώρηση. Το μέλλον είναι μπροστά μας και χρειάζεται τις ιδέες και τα ρίσκα μας για να κατακτηθεί.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner