Αλλάζουν τα κριτήρια και οι χρόνοι για την πτώχευση μικρών επιχειρήσεων
Σαφέστερα και αυστηρότερα πλέον γίνονται με το νομοσχέδιο τα κριτήρια υπαγωγής στην απλοποιημένη πτωχευτική διαδικασία που έχει θεσπισθεί ήδη με τον Πτωχευτικό Κώδικα (νόμος 3588/2007). Επιπλέον, τίθενται πλέον συγκεκριμένα χρονικά όρια εντός των οποίων θα πρέπει να έχει περατωθεί η πτώχευση για τις μικρές επιχειρήσεις. Η νέα απλοποιημένη διαδικασία θα ισχύσει για τις πτωχεύσεις που θα κηρυχθούν μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου νόμου.
Ειδικότερα, ενώ μέχρι σήμερα το κριτήριο για την υπαγωγή στην απλοποιημένη διαδικασία (διαδικασία κατά την οποία δεν ορίζεται επιτροπή πιστωτών) ήταν η πτωχευτική περιουσία να είναι έως 100.000 ευρώ και να μην περιλαμβάνει ακίνητα προς ρευστοποίηση, τώρα για να υπαχθεί μία επιχείρηση σε αυτού του τύπου τη διαδικασία θα πρέπει να πληροί δύο από τα τρία ακόλουθα κριτήρια:
α) Το σύνολο του ενεργητικού της να είναι έως 150.000 ευρώ.
β) Το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών της να ανέρχεται έως 200.000 ευρώ
γ) Ο μέσος απασχολουμένων να είναι έως 5 άτομα.
Τα παραπάνω στοιχεία στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιρειών θα προκύπτουν από τις τελευταίες, πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, νομίμως δημοσιευμένες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις. Στην περίπτωση των προσωπικών εταιρειών και των φυσικών προσώπων τα απαιτούμενα στοιχεία θα προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης ή κάθε πρόσφορο μέσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο νομοσχέδιο.
Προκειμένου να υπάρξει επιτάχυνση της πτωχευτικής διαδικασίας για τις μικρές επιχειρήσεις επέρχονται οι εξής αλλαγές:
Ο εισηγητής στην πτώχευση (πρόκειται για πρωτοδίκη) πλέον έχει αρμοδιότητα να αποφαίνεται για κάθε ανακοπή που ασκείται.
Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου μετά την άσκηση προσφυγής κατά των πράξεων του εισηγητή είναι αμετάκλητη ανεξαρτήτως του αμφισβητούμενου ποσού ενώ μέχρι σήμερα ισχύει για ποσό έως 80.000 ευρώ.
Εάν από την απογραφή της πτωχευτικής περιουσίας προκύψει ότι δεν πληρούνται δύο από τα τρία προαναφερθέντα κριτήρια η απλοποιημένη διαδικασία μετατρέπεται σε κανονική και αντιστρόφως με απλή διάταξη του εισηγητή και όχι με ακροαματική διαδικασία.
Ο εισηγητής και όχι πτωχευτικό δικαστήριο θα αποφασίζουν για τα εξής: ανάθεση ή αφαίρεση από τον οφειλέτη της διοίκησης, διαχείρισης και διάθεσης της πτωχευτικής περιουσίας, εκποίηση ενεργητικού πριν την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης.
Επίσης, ο σύνδικος πτώχευσης θα μπορεί να προχωρά σε εξαίρεση από τη σφράγιση πραγμάτων που κινδυνεύουν με φθορά και να προχωρά στην εκποίησή τους χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να λάβει άδεια από τον εισηγητή.
Δεν απαιτείται ο έλεγχος από ορκωτό ελεγκτή των στοιχείων επιχείρησης που συνεχίζει τη δραστηριότητά της μετά από πτώχευση.
Γίνεται μόνο μια φορά επανάληψη του πλειστηριασμού της περιουσίας και όχι τρεις όπως στην κανονική διαδικασία. Εάν και η επανάληψη αποβεί άκαρπη, η εκποίηση γίνεται με ελεύθερα, χωρίς τις διατυπώσεις του δημόσιου πλειστηριασμού.
Η απλοποιημένη διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια μετά την παρέλευση 4 ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών και μετά την παρέλευση 6 ετών από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας πτώχευσης. Εάν οι εργασίες πτώχευσης διαρκούν πάνω από τρία χρόνια, ο σύνδικος με έκθεσή του υποχρεούται να εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης στον εισηγητή. Σε περίπτωση που ο τελευταίος κρίνει αδικαιολόγητη την καθυστέρηση, έχει το δικαίωμα να αντικαταστήσει τον σύνδικο πτώχευσης.
Πηγή: www.kathimerini.gr