Ανασκόπηση νομολογίας Οκτωβρίου 2018

Ανώνυμες εταιρίες

ΣτΕ 1774/2018

Με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου με την έκδοση νέων κοινών ονομαστικών μετοχών, ονομαστικής αξίας 1,25 ευρώ κάθε μίας και τιμή διάθεσης 405,22 ευρώ κάθε μίας. Η διαφορά υπέρ το άρτιο που προέκυψε, κατατέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρίας και καταχωρήθηκε στο λογαριασμό Κ.Α. 41.00.00.00.00  «Καταβεβλημένη Διαφορά υπέρ το  άρτιο». Παράλληλα, αφενός έλαβε χώρα τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, η οποία δημοσιεύθηκε κατά τα οριζόμενα του Νόμου και αφετέρου υποβλήθηκε φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου βάσει της ονομαστικής αξίας των μετοχών.  Κατά τον έλεγχο που διενεργήθηκε καταλογίσθηκε φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίου και επί της διαφοράς του ποσού από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο.

Το ΣτΕ έκρινε πως, όπως ήδη έχει αποφανθεί σχετικά στην με αριθμό 3015/2009 απόφαση του,  στην περίπτωση έκδοσης μετοχών υπέρ το άρτιο, η καταβολή της διαφοράς μεταξύ της τιμής διάθεσης της μετοχής και της ονομαστικής αξίας αυτής, αποτελούσα εισφορά που αυξάνει το ενεργητικό της εταιρείας, δεν υπάγεται σε φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου κατά την περ. γ’ της παρ.1 του άρθρου 18 του ν.1676/1986, αφού, κατά το χρόνο της καταβολής, ο εισφέρων, από την εισφορά αυτή (για την οποία δεν του χορηγούνται μετοχές), δεν αποκτά δικαιώματα ψήφου κλπ, δηλαδή δεν αποκτά οποιοδήποτε πρόσθετο δικαίωμα (πέραν αυτών που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία της εισφοράς του) σε σχέση με άλλους μετόχους που δεν έχουν εισφέρει κεφάλαια υπέρ το άρτιο.

(Σημειώνουμε εμφαντικά ωστόσο πως εφόσον γίνει κεφαλαιοποίηση της ως άνω διαφοράς οφείλεται φόρος συγκέντρωσης κεφαλαίων για το ποσό αυτό, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα αύξηση του κεφαλαίου) .

 

Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν 4174/2013)

Μέτρα διασφάλισης του Δημοσίου 

ΣτΕ 546/2018

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, έκρινε πως σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες έχουν διαπράξει φοροδιαφυγή, μπορούν να επιβληθούν τα μέτρα της παρ. 5 του άρθρου 46 του ΚΦΔ (όπως αυτή ερμηνεύτηκε με την ΠΟΛ. 1282 /31.12.2013) σωρευτικά στα φυσικά πρόσωπα, τα οποία από την τέλεση της ως άνω παραβάσεως και μέχρι την επιβολή των μέτρων είχαν μια από τις ιδιότητες που απαριθμούνται στην παρ. 6 του εν λόγω, δηλαδή είχαν την ιδιότητα του προέδρου, αντιπροέδρου κλπ. του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά ήταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, εντεταλμένα στην διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας, είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση (όμοια και η ΣτΕ 2326/2017).

Κοινοποίηση φύλλου ελέγχου στην αλλοδαπή

ΣτΕ 1445/2018

Επί κοινοποιήσεως φύλλων ελέγχου φόρου εισοδήματος σε φορολογουμένους με γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή, όσον αφορά τον χρόνο επελεύσεως των αποτελεσμάτων αυτής, όπως είναι η διακοπή της παραγραφής του δικαιώματος του δημοσίου προς επιβολή του φόρου, ισχύουν και είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις περί πλασματικής επιδόσεως του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 54,  57 παρ.2 περιπτ. δ’ (σχετικές οι ΣτΕ 2436-7/2012).

Έκταση και μέθοδοι διενέργειας ελέγχου (έλεγχος ταμείου)

ΔΕΔ 3069/2017

Η φορολογική εξελεγκτική αρμοδιότητα ανήκει, κατ’ αρχήν, στον οικείο Προϊστάμενο της Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), ο οποίος δικαιούται να αναθέτει την εντολή ελέγχου σε έναν ή περισσοτέρους εφοριακούς ή άλλους δημοσίους υπαλλήλους. Η εντολή αυτή πρέπει να δίδεται εγγράφως και να τροποποιείται εγγράφως εάν υπάρξει σχετική ανάγκη προς τούτο, όπως στην περίπτωση, που κάποιος από τους περισσοτέρους ορισθέντες ελεγκτές κωλύεται να ενεργήσει τον έλεγχο. Επομένως, στην περίπτωση, που ο έλεγχος ανατίθεται σε περισσοτέρους από έναν ελεγκτές, πρέπει να διενεργείται από όλους και η σχετική έκθεση ελέγχου να υπογράφεται από όλους. Εάν ο έλεγχος διενεργηθεί, χωρίς να υπάρξει έγγραφη σχετική τροποποίηση της εντολής ελέγχου, όχι από όλους τους ορισθέντες ελεγκτές, αλλά από μερικούς από αυτούς, οι οποίοι και υπογράφουν τη σχετική έκθεση ελέγχου, το στηριζόμενο στην εν λόγω έκθεση φύλλο ελέγχου είναι νομικά πλημμελές και η πλημμέλειά του αυτή δεν καλύπτεται από την έγκριση της εκθέσεως ελέγχου από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ.

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 28§2 του Ν. 3296/2004 και της ΠΟΛ. 1027/2005 εγκύκλιου διαταγής του Υπουργείου Οικονομικών, για τον έλεγχο επαλήθευσης Ταμείου απαιτείται η αναγραφή με σχετική μνεία στην εκδιδόμενη οικεία εντολή του τακτικού ελέγχου ενώ όσον αφορά τους προσωρινούς και προληπτικούς ελέγχους, η παραπάνω επαλήθευση θα ενεργείται μόνο εφόσον αυτό αναγράφεται στην οικεία εντολή ελέγχου.

Επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων (σε υπόθεση φορολογίας κεφαλαίου)

ΔΕΔ 2198/2018

Σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 42 του ΚΦΔ Ν 4174/2013 η αξίωση για επιστροφή φόρου με χρόνο φορολογίας από την 1/1/2014 και επόμενα (και για τις υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών ,δωρεών και γονικών παροχών από την 1/1/2015), οποίος καταβλήθηκε αχρεώστητα παραγράφεται κατά τον χρόνο που παραγράφεται το δικαίωμα της φορολογικής διοίκησης για την έκδοση πράξης προσδιορισμού φόρου.

Με την παράγραφο 43 του άρθρου 72 ΚΦΔ ωστόσο διευκρινίζεται ότι εφόσον με την υποβολή τροποποιητικής φορολογικής δήλωσης ή με αυτοτελές αίτημα η καθ οιονδήποτε άλλο τρόπο που αφορά φορολογικό έτος, διαχειριστική περίοδο ή φορολογική υπόθεση μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΚΦΔ προβάλλεται αξίωση επιστροφής φόρου για τα σχετικά με την παραγραφή εφαρμόζονται τα ισχύοντα μέχρι έναρξης ισχύος του κώδικα. Η υποχρέωση της διοίκησης για επιστροφή φόρου ως αχρεωστήτως καταβληθέντος για τα έτη αυτά σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995 είναι τριετής από την καταβολή και στην περίπτωση που η αξίωση επιστροφής γεννάται επιγενομένως ενώ η καταβολή είναι κατ αρχήν νόμιμη η παραγραφή αυτή της αξίωσης αρχίζει από το χρονικό σημείο επελεύσεως του επιγενόμενου λόγου .

Καταλογισμός – επιβολή προστίμου 

ΔΕΔ 4009/2018

Τόσο στην Έκθεση Ελέγχου της Δ.Ο.Υ. όσο και στην πράξη επιβολής προστίμου, δεν γίνεται καμία αναφορά σχετικά με τον χρόνο έκδοσης του παραστατικού και τον χρόνο υποχρέωσης υποβολής της δήλωσης παρακρατούμενων φόρων, στοιχεία απαραίτητα για την νομότυπη επιβολή του υπό κρίση προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 64 του Ν 4174/2013 .

ΔΕΔ 3630/2018

Σε εφαρμογή των όσων έγιναν δεκτά με την ΠΟΛ 1114/2016 σχετικά με την υποβολή τροποποιητικών δηλώσεων βάσει των διατάξεων του άρθρου 19 του Ν 4174/2013 η τροποποιητική δήλωση φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκε χωρίς να μεταβληθεί κανένα ουσιαστικό στοιχείο της δήλωσης, δε δύναται, υπό το φως των αρχών της χρηστής διοίκησης και της νομιμότητας, να επισύρει επιβολή προστίμου, καθώς δεν στοιχειοθετείται η διαδικαστική παράβαση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 54 του ν.4174/2013.

ΔΕΔ 4327/2017

Για την αποστολή, την παράδοση ή τη διακίνηση αποθεμάτων, με σκοπό την πώληση, απευθείας ή μέσω τρίτου, εφόσον δεν εκδίδονται άμεσα με την αποστολή, την παράδοση ή τη διακίνηση των αποθεμάτων φορολογικά στοιχεία αξίας, που συνοδεύουν τα αποθέματα μέχρι τον τελικό προορισμό τους, συντάσσεται από τον εκδότη του στοιχείου αξίας δικαιολογητικό έγγραφο μη τιμολογηθέντων αποθεμάτων με περιεχόμενο τα δεδομένα των παραγράφων 9, 10 και 11 του άρθρου 6 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ. – ν. 4093/2012, υποπαράγραφος Ε1), πλην της τιμής μονάδας, της αξίας και του Φ.Π.Α. των αποθεμάτων.

Οι διαπιστώσεις του ελέγχου, όπως αυτές καταγράφονται στην έκθεση ελέγχου επί της οποίας εδράζεται η προσβαλλόμενη πράξη, κρίνονται βάσιμες, αποδεκτές και πλήρως αιτιολογημένες, η υπό κρίση ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να απορριφθεί

Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα

Απαλλαγή από τη χρήση ΦΤΜ σε εμποροπανήγυρη

ΔΕΔ 951/2017

Ο προσφεύγων εξαιρείται από την χρήση Φ.Τ.Μ., σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 12§12 του Ν. 4308/2014 1§§4β& 5α της ΠΟΛ. 1002/31. 12. 2014.

Έκδοση αποδείξεων χωρίς τη χρήση ΦΤΜ

ΔΕΔ 3361/2018

Η μη προσκόμιση Δελτίου Αποστολής ως παραστατικού αποστολής της Φ.Τ.Μ. για επισκευή χωρίς να προκύπτει πότε επεστράφη η Φ.Τ.Μ., ή η μη έγγραφη ενημέρωση-υπογραφή μετά από οποιαδήποτε τεχνική επέμβαση στο Βιβλίο Συντήρησης του Φ.Η.Μ. από τον τεχνικό καθώς και η ύπαρξη φορολογικού στοιχείου δαπάνης που να τεκμηριώνει την τυχόν επισκευή επισύρει το προβλεπόμενο από το άρθρο 58Α του Ν. 4174/2013 πρόστιμο.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ)

Παραγραφή

ΣτΕ 403/2018

Ερμηνεύοντας τις διατάξεις περί πενταετούς παραγραφής ειδικά ως προς την χρήση 2002, όπως αυτές ορίζονται συνδυαστικά στα άρθρα 38, 49 παρ. 1 και 57 παρ. 1 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και  παρατάθηκαν διαδοχικά δυνάμει του άρθρου 29 του Ν 3697/2008, άρθρου 10 του Ν 3790/2009 και του άρθρου 82 του Ν 3842/2010 (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. β3 του Ν 3862/2010) , το ΣτΕ υπενθύμισε πως με την με αριθμό 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας οι παραπάνω αναφερόμενες νομοθετικές παρατάσεις της πενταετούς παραγραφής φορολογικών αξιώσεων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους αντίκειται στην απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος.

C-249/17 Έκπτωση του φόρου εισροών 

Μόνη η κτήση, η κατοχή και η πώληση μεριδίων συμμετοχής σε εταιρία δεν συνιστούν οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια της έκτης οδηγίας, δεδομένου ότι μόνη η απόκτηση οικονομικής συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις δεν συνιστά εκμετάλλευση αγαθού με σκοπό την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, η ενδεχόμενη είσπραξη μερίσματος, ως καρπός της συμμετοχής αυτής, απορρέει απλώς και μόνον από την κυριότητα επί του αγαθού.  Δεν ισχύει το ίδιο σε περίπτωση που η συμμετοχή συνεπάγεται άμεση ή έμμεση ανάμειξη στη διαχείριση των εταιριών στις οποίες αποκτήθηκε συμμετοχή, εφόσον η συμμετοχή αυτή συνεπάγεται την πραγματοποίηση πράξεων υποκείμενων σε ΦΠΑ, όπως η παροχή διοικητικών, χρηματοοικονομικών, εμπορικών και τεχνικών υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που έχει ο κάτοχος των μεριδίων συμμετοχής ως μέτοχος ή εταίρος. Δεδομένου ότι οι οικονομικές δραστηριότητες κατά την έννοια της έκτης οδηγίας ενδέχεται να συνίστανται από πλείονες διαδοχικές πράξεις, οι προπαρασκευαστικές δραστηριότητες πρέπει να θεωρούνται οικονομικές δραστηριότητες. Επομένως, οποιοσδήποτε έχει, βάσει αντικειμενικών στοιχείων, την πρόθεση να ασκήσει κατά τρόπο ανεξάρτητο οικονομική δραστηριότητα και πραγματοποιεί προς τούτο τις πρώτες επενδυτικές δαπάνες πρέπει να θεωρείται υποκείμενος στον φόρο. Το δικαίωμα έκπτωσης, άπαξ γεννηθεί, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και αν τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν φορολογητέες πράξεις στο πλαίσιο της σχεδιαζόμενης οικονομικής δραστηριότητας ή ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες ως προς τα οποία υφίσταται το δικαίωμα έκπτωσης στο πλαίσιο φορολογητέων πράξεων, λόγω περιστάσεων ανεξάρτητων από τη θέλησή του..

Βάσει των προεκτεθέντων, τα άρθρα 4 και 17 της έκτης οδηγίας έχουν την έννοια ότι εταιρία, η οποία προτίθεται να εξαγοράσει το σύνολο των μετοχών άλλης εταιρίας με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας που συνίσταται στην παροχή, στην εν λόγω εταιρία, διαχειριστικών υπηρεσιών υποκείμενων σε ΦΠΑ, έχει δικαίωμα έκπτωσης ολόκληρου του καταβληθέντος ΦΠΑ εισροών όσον αφορά δαπάνες για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, οι οποίες καταβλήθηκαν στο πλαίσιο ΔΠΕ, ακόμη και αν εν τέλει δεν άσκησε την εν λόγω οικονομική δραστηριότητα, εφόσον οι δαπάνες αυτές έχουν ως αποκλειστική αιτία τη σχεδιαζόμενη οικονομική δραστηριότητα.

Οικοδομικές δραστηριότητες και δικαίωμα έκπτωσης

C-217/11

Το δικαίωμα των υποκειμένων στον φόρο να εκπίπτουν τον ΦΠΑ επί των εισροών ο οποίος οφείλεται ή αποδόθηκε σε σχέση με τα αγαθά που απέκτησαν ή τις υπηρεσίες που τους παρασχέθηκαν συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινού συστήματος ΦΠΑ που έχει καθιερώσει ο νομοθέτης της Ένωσης. Σκοπός του συστήματος των εκπτώσεων είναι να απαλλαγεί πλήρως ο επιχειρηματίας από την επιβάρυνση του ΦΠΑ που οφείλεται ή αποδίδεται στο πλαίσιο του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων του, ακόμη και αν τα αγαθά δεν χρησιμοποιούνται αμέσως για τις οικονομικές αυτές δραστηριότητες. Συγκεκριμένα, το πρόσωπο που προβαίνει σε επενδυτικές δαπάνες με πρόθεση, που επιβεβαιώνεται από αντικειμενικά στοιχεία (δηλαδή ελλείψει στοιχείων που ενέχουν απάτη ή κατάχρηση και υπό την επιφύλαξη ενδεχομένων διακανονισμών σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 185 της οδηγίας 2006/112), να ασκήσει οικονομική δραστηριότητα κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/112, πρέπει να θεωρείται ως υποκείμενος στον φόρο. Επομένως, έχει, υπ’ αυτή την ιδιότητά του, σύμφωνα με τα άρθρα 167 επ. της οδηγίας 2006/112, το δικαίωμα άμεσης έκπτωσης του ΦΠΑ που οφείλεται ή καταβλήθηκε επί των επενδυτικών δαπανών που πραγματοποιήθηκαν για τις ανάγκες των πράξεων στις οποίες σκοπεύει να προβεί και οι οποίες παρέχουν δικαίωμα προς έκπτωση. Η ενεστώσα ή η σχεδιαζόμενη χρήση του αγαθού ή της υπηρεσίας καθορίζει μόνον την έκταση της αρχικής έκπτωσης στην οποία δικαιούται να προβεί ο υποκείμενος στον φόρο βάσει του άρθρου 168 της οδηγίας 2006/112 και την έκταση των τυχόν διακανονισμών κατά τις επόμενες περιόδους, οι οποίοι πρέπει να πραγματοποιηθούν υπό τους όρους που προβλέπουν τα άρθρα 184 επ. της ίδιας οδηγίας.

Όσον αφορά τη γένεση ενδεχόμενης υποχρέωσης διακανονισμού της έκπτωσης του ΦΠΑ εισροών, το άρθρο 185, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας καθιερώνει την αρχή ότι πρέπει να διενεργείται τέτοιος διακανονισμός ιδιαίτερα όταν, μετά την υποβολή της δήλωσης ΦΠΑ, επέρχονται μεταβολές των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του ποσού της εν λόγω έκπτωσης.

Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού το ΔΕΕ απεφάνθη πως μια εταιρία η οποία έχει αγοράσει οικόπεδο και τα εντός αυτού προϋφιστάμενα κτίσματα με σκοπό να κατεδαφίσει τα κτίσματα αυτά προκειμένου να ανεγείρει συγκρότημα κατοικιών στο εν λόγω οικόπεδο δικαιούται αφενός να εκπέσει τον ΦΠΑ που βαρύνει την αγορά των οικείων κτισμάτων κι αφετέρου η κατεδάφιση κτιρίων που αγοράστηκαν η οποία πραγματοποιείται με σκοπό την ανέγερση συγκροτήματος κατοικιών αντί των κτιρίων αυτών, δεν συνεπάγεται υποχρέωση διακανονισμού της αρχικά πραγματοποιηθείσας έκπτωσης του ΦΠΑ σχετικά με την αγορά των εν λόγω κτιρίων.

Αγαθά και υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται συγχρόνως για φορολογητέες και για απαλλασσόμενες πράξεις 

C-153/17

Προκειμένου να διαπιστωθεί εάν μια εμπορική πράξη συνίσταται σε περισσότερες ανεξάρτητες μεταξύ τους παροχές ή σε μία ενιαία παροχή για τους σκοπούς του ΦΠΑ, απόκειται στον εθνικό δικαστή να αναζητήσει τα χαρακτηριστικά στοιχεία της πράξεως για την οποία πρόκειται, λαμβάνοντας υπόψη τον οικονομικό σκοπό της πράξεως αυτής και το συμφέρον των αποδεκτών των παρεχόμενων υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η ετεροχρονισμένη καταβολή του τιμήματος για την αγορά ενός αγαθού έναντι καταβολής τόκων μπορεί να θεωρηθεί ως χορήγηση πιστώσεως, η οποία αποτελεί απαλλασσόμενη πράξη εφόσον η πληρωμή των τόκων δεν αποτελεί στοιχείο της αντιπαροχής για την παράδοση των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών, αλλά την αμοιβή για την πίστωση αυτή.

Για το λόγο αυτό, ακόμη και όταν τα γενικά έξοδα που σχετίζονται με πράξεις εκμισθώσεως-πωλήσεως κινητών αγαθών, δεν μετακυλίονται στο ποσό που οφείλεται από τον πελάτη ως αντίτιμο για την παράδοση του αγαθού, δηλαδή για το φορολογητέο σκέλος της πράξεως, αλλά στο ποσό του οφειλόμενου τόκου για το σκέλος της πράξεως που αφορά τη χρηματοδότηση, δηλαδή για το απαλλασσόμενο σκέλος της πράξεως, τα εν λόγω γενικά έξοδα πρέπει, πάντως, να θεωρούνται, για τους σκοπούς του ΦΠΑ, ως συστατικό στοιχείο του τιμήματος για την εν λόγω παράδοση.

Τα δε κράτη μέλη δεν μπορούν να εφαρμόζουν μέθοδο κατανομής η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την αρχική αξία του αγαθού κατά την παράδοσή του, εφόσον η μέθοδος αυτή, ως εκ της φύσεώς της, δεν εξασφαλίζει κατανομή ακριβέστερη από εκείνη που θα προέκυπτε από την εφαρμογή της κλείδας κατανομής με βάση τον κύκλο εργασιών.

Φορολογία Εισοδήματος

Εξωλογιστικός προσδιορισμός – λήψη εικονικών τιμολογίων

ΣτΕ 544/2018

Το επιληφθέν διοικητικό Δικαστήριο οφείλει

α) να διερευνήσει ουσία το κατά πόσον η διαπιστωθείσα παράβαση της λήψης εικονικών τιμολογίων είχε ως συνέπεια την αδυναμία διενέργειας ελεγκτικών επαληθεύσεων, ενόψει μάλιστα αφενός της διαπιστώσεως του ελέγχου ότι επρόκειτο περί υπαρκτών συναλλαγών και αφετέρου της έκτασης της παράβασης σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη των βιβλίων

β) να παραθέσει σαφή και αιτιολογημένη κρίση σχετικά με το θεωρεί αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων της επιχειρήσεως, ενόψει όλων των στοιχείων του πραγματικού της συγκεκριμένης υπόθεσης, καθώς η απλή επανάληψη των διατάξεων του άρθρου 68 παρ. 1 του Ν 2238/1994  και η απλή διαπίστωση πως ότι στην έκθεση ελέγχου «παρατίθενται όλα τα πραγματικά περιστατικά και οι εκτιμήσεις του ελεγκτικού οργάνου» δε συνιστά επαρκή αιτιολογία.

Και τούτο διότι για την απόρριψη των βιβλίων και στοιχείων της φορολογούμενης επιχειρήσεως και τον εξωλογιστικό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος της, δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε ανωμαλία ή πλημμέλεια αυτών, αλλά απαιτείται οι διαπιστούμενες πλημμέλειες να καθιστούν αδύνατη τη διενέργεια των προσηκουσών ελεγκτικών επαληθεύσεων και ανέφικτο τον λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της, σύμφωνα με τη σχετική για το θέμα αυτό αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής ή, σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η κρίση αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου δικαστηρίου.

Ειδικότερα, το διοικητικό δικαστήριο οφείλει να αιτιολογεί τη σχετική κρίση του στη συγκεκριμένη περίπτωση μνημονεύοντας τους λόγους ένεκα των οποίων κρίνει αδύνατη τη διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων και δεν είναι επιτρεπτή η συναγωγή της κρίσεως για το ανέφικτο του λογιστικού προσδιορισμού από μόνη τη συνδρομή πλημμελειών στα βιβλία και στοιχεία της επιχειρήσεως, χωρίς περαιτέρω κρίση και ειδική αξιολόγηση αυτών, καθόσον η συνδρομή τέτοιων πλημμελειών δεν άγει, κατά νόμο, αναγκαίως σε ανέφικτο του λογιστικού προσδιορισμού και σε εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της επιχειρήσεως (σχετικές οι ΣτΕ 1224/2017, ΣτΕ 1684/2014, ΣτΕ 3081/2008, ΣτΕ 3277/2010).

Εξωλογιστικός προσδιορισμός – τεχνικές εταιρίες (εφαρμοστέες διατάξεις)

ΣτΕ 331/2018

Προκειμένου περί ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών με ακαθάριστα έσοδα από την κατασκευή ιδιωτικών τεχνικών έργων που αναλαμβάνουν από 1-1-2002 και εφ’ εξής (μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 3522/2006), εφ’ όσον η φορολογική αρχή εκτιμήσει ότι τα βιβλία και στοιχεία τους είναι ανακριβή ή ανεπαρκή και, στην τελευταία περίπτωση, η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατη τη διενέργεια ελεγκτικών επαληθεύσεων, προσδιορίζει πάντοτε τα καθαρά κέρδη αυτών με βάση τις ειδικές, ως προς το εισόδημα των τεχνικών επιχειρήσεων, διατάξεις του άρθρου 34 και όχι με τις γενικές διατάξεις του άρθρου 32 του ν.2238/1994.

Επί επιχειρήσεων κατασκευής ιδιωτικών τεχνικών έργων, ο κατ’ άρθρο 31 του ν.2238/1994 λογιστικός προσδιορισμός με έκπτωση ή μη των δαπανών αποκτήσεως του εισοδήματος που εμφανίζονται στα βιβλία, ο οποίος εφαρμόζεται, όταν τα εν λόγω βιβλία και στοιχεία είναι επαρκή και ακριβή, ή ανεπαρκή, χωρίς, όμως, η ανεπάρκεια να εμποδίζει τις ελεγκτικές επαληθεύσεις, δεν είναι νοητός, αφού οι ως άνω δαπάνες θεωρείται ότι έχουν ληφθεί υπ’ όψιν από τον νομοθέτη κατά τον καθορισμό από αυτόν του σταθερού συντελεστή, διά του οποίου εξευρίσκονται τα καθαρό κέρδη, και ότι το ζήτημα της τυχόν δυσαναλογίας του εμφανιζομένου στα βιβλία και στοιχεία τέτοιων επιχειρήσεων κόστους κατασκευής, ήτοι οι δαπανες που εμφανίζονται ότι πραγματοποιήθηκαν για την κατασκευή των τεχνικών έργων, σε σχέση με το πραγματικό, κατά την εκτίμηση της φορολογικής αρχής, κόστος κατασκευής, επιλύεται από την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 34, με την δυνατότητα της εν λόγω αρχής να προσαυξήσει τον οικείο συντελεστή μέχρι 60%.

Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας

C-602/2017

Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ δεν αντιτίθεται σε φορολογικό καθεστώς κράτους μέλους που καθιερώνεται με φορολογική σύμβαση έχουσα ως αντικείμενο την αποφυγή της διπλής φορολογίας, το οποίο εξαρτά την απαλλαγή των εισοδημάτων ενός κατοίκου ημεδαπής που προέρχονται από άλλο κράτος μέλος και προκύπτουν από θέση μισθωτής εργασίας την οποία αυτός κατέχει στο δεύτερο αυτό κράτος από την προϋπόθεση ότι η δραστηριότητα για την οποία καταβάλλονται τα εισοδήματα ασκείται πράγματι στο εν λόγω κράτος.

Αμειβόμενοι με μπλοκάκι

ΔΕΔ 4237/2018

Τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα για το οποίο ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρου 12 § 2 περ. στ’  του ν. 4172/2013, θεωρείται ότι αποκτούν εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και η εκκαθάριση του φόρου γίνεται βάσει των διατάξεων των άρθρων 12 – 20 του ίδιου νόμου, χωρίς να προβλέπεται δυνητικός τρόπος φορολογίας, ανεξάρτητα αν από την εκκαθάριση προκύπτει μεγαλύτερος φόρος απ’ αυτόν που θα προέκυπτε βάσει των διατάξεων των άρθρων 21 – 29 του ίδιου νόμου.

Αποζημίωση ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας λόγω οριστικής απώλειας ειδικότητας

ΔΕΔ 3268/2018

Από τις διατάξεις του Π.Δ. 8/2004, με το οποίο καθορίζονται οι προϋποθέσεις καταβολής αποζημίωσης στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας σε περίπτωση οριστικής απώλειας ειδικότητας, προκύπτει ότι αυτή οφείλεται είτε α) σε λόγους υγείας που καθιστούν αδύνατη την άσκηση καθηκόντων που απορρέουν από την ειδικότητα ή β) σε λόγους αντικειμενικής αδυναμίας που καθιστούν τον υπάλληλο ακατάλληλο για την άσκηση των ως άνω καθηκόντων, είτε σε επελθόντα θάνατο, όταν αποδεικνύεται ότι ο θάνατος έχει σχέση με την υπηρεσία του υπαλλήλου σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά δυσμενείς και ανθυγιεινές συνθήκες άσκησης καθηκόντων ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας. Ωστόσο δεν διακόπτεται η εργασιακή τους σχέση με την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, αλλά εξακολουθούν να εργάζονται σε άλλη θέση έως τη συνταξιοδότησή τους. Το ποσό που εισπράττουν οι ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας έναντι οριστικής απώλειας της ειδικότητάς τους, δεν εξαιρείται από το ακαθάριστο εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις ούτε υπάγεται στην αυτοτελή φορολογία με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης της παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 4172/2013, καθόσον δεν διακόπτεται η εργασιακή τους σχέση με την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, και συνεπώς αποτελεί πρόσθετη αμοιβή που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος και κατά την καταβολή του υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 60 του ν.4172/2013

Καταβαλλόμενοι τόκοι επί ομολόγων και παρακράτηση φόρου μεταξύ συνδεδεμένων ανωνύμων εταιριών

ΔΕΔ 3820/2018

Με την ΠΟΛ.1039/26.1.2015 εγκύκλιο έχουν δοθεί οδηγίες για την εφαρμογή, μεταξύ άλλων, των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 63 του ν.4172/2013. Δεδομένου ότι εκκρεμούν αιτήσεις αναίρεσης ενώπιον του ΣτΕ, θα πρέπει στην εξεταζόμενη υπόθεση αλλά και σε όμοιές της να εφαρμόζονται οι οδηγίες που έχουν δοθεί από τη Διοίκηση με την προαναφερθείσα εγκύκλιο, μέχρι την οριστική επίλυση του ζητήματος από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

ΔΕΔ 3617/2018

Για τα εισοδήματα, τα οποία προέρχονται από τόκους και αποκτούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, κερδοσκοπικού ή μη χαρακτήρα, ή των αλλοδαπών νομικών προσώπων με μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα ενεργείται παρακράτηση φόρου, με την οποία δεν επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης, αλλά τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται ως εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα με βάση τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 47 του Κ.Φ.Ε. και ο παρακρατηθείς φόρος, ύψους 15%, συμψηφίζεται με το φόρο εισοδήματος που αναλογεί, εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ.4 του άρθρου 64 του αυτού Κώδικα υπό την επιφύλαξη, όσων ορίζονται στο άρθρο 63 του Κ.Φ.Ε.

Εν προκειμένω η πρώτη προσφεύγουσα κατέβαλε τόκους προς την δεύτερη προσφεύγουσα τραπεζική εταιρεία, είναι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες με έδρα την Αθήνα, όπως προκύπτει τόσο από τις προσκομισθείσες συναφθείσες συμβάσεις ομολογιακών δανείων, όσο και από την υποβληθείσα προς τη Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Αθηνών δήλωση απόδοσης παρακρατούμενου φόρου εισοδημάτων από τόκους με βάση τις διατάξεις της περ. β’ της παρ.1 του άρθρου 64 του Ν. 4172/2013, καθώς και από υποβληθείσα αίτηση επιστροφής φόρου. Επομένως, είναι πρόσωπα του ιδίου κράτους – μέλους και οι τόκοι που καταβάλλονται στις μεταξύ τους συναλλαγές, καλύπτονται από τις ρυθμίσεις που απαιτεί η παρ.2 του άρθρου 63 του αυτού νόμου.

Επιστροφή τέλους επιτηδεύματος που καταβλήθηκε σε δόσεις

ΔΕΔ 1806/2017

Υφίστανται περιπτώσεις εκπρόθεσμης διακοπής εργασιών όπου το τέλος επιτηδεύματος για το διάστημα μετά την εκπρόθεσμη διακοπή να έχει ενδεχομένως ήδη καταβληθεί. Για όσα λοιπόν έχουν βεβαιωθεί και καταβληθεί για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, η τριετής παραγραφή δεν ξεκινά από τον χρόνο βεβαίωσης του τέλους επιτηδεύματος ή την υποβολή της φορολογικής δήλωσης του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας διότι δεν κατέστη τότε αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό, αλλά από τον χρόνο καταβολής του, τότε δηλαδή που ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή του κατά του Δημοσίου.

Φορολογία συντάξεων αλλοδαπής

ΔΕΔ 133/2018

Η σύνταξη που έλαβε ο προσφεύγων από το ιταλικό κράτος, φορολογείται μόνο στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ρητή εξαίρεση που ορίζεται στην παρ. 2β του άρθρου 19 της ΣΑΔΦ μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας (ν. 1927/1991), Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω, ορθώς, το ποσό της εισπραχθείσας σύνταξης συμπεριελήφθη στον κωδικό 391 του εντύπου El της δήλωσης εισοδήματος φορολογικών ετών 2015 και 2016 και όχι στον κωδικό 389, καθόσον ο προσφεύγων είναι κάτοικος και υπήκοος Ελλάδας και ως εκ τούτου η Ελλάδα ως κράτος κατοικίας έχει δικαίωμα αποκλειστικής φορολόγησης. Συνεπώς, ορθά και σύννομα η αρμόδια Δ.Ο.Υ. δεν πίστωσε τον, κατά παρέκκλιση, παρακρατηθέντα φόρο .

Kώδικας Βιβλίων και Στοιχείων 

Κατάσχεση βιβλίων και στοιχείων

ΣτΕ 1519/2018

Από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 1,2 του ν. 2190/1920, 50 παρ. 1 και 52 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ. και 36 παρ. 4 του Κ.Β.Σ. (και συναφώς της ΠΟΛ.1110/18.9.2006) προκύπτει ότι τα απευθυνόμενα προς ανώνυμη εταιρεία έγγραφα πρέπει να επιδίδονται στα έχοντα εξουσία εκπροσωπήσεως όργανά της κατά τον νόμο και το καταστατικό της, ενώ σε περίπτωση απουσίας τους και επίδοσης σε κάποιο άλλο πρόσωπο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 52 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.. Για το νομότυπο της επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης πρέπει να βεβαιώνεται σε αυτήν ότι αναζητήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος και δεν ανευρέθη.

Φορολογία Κεφαλαίου 

Γονική Παροχή: προσδιορισμός  φορολογητέας αξίας μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο τίτλων κινητών αξιών και συμμετοχών σε εταιρίες 

ΣτΕ 1442/2018

Η ΠΟΛ.1055/1.4.2003, όπως συμπληρώθηκε, κατά το μέρος αυτής που υπήγαγε στο πεδίο εφαρμογής της νέας ρυθμίσεως της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν. 2961/2001  και υποθέσεις φόρου γονικής παροχής – δωρεάς, στις οποίες η φορολογική ενοχή είχε γεννηθεί, σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 3091/2002 και της θέσεως σε ισχύ της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 12 του εν λόγω νόμου (που προσέθεσε την ως άνω παρ. 4 στο άρθρο 12 του ν. 2961/2001), ευρίσκεται εκτός της εξουσιοδοτήσεως που παρεσχέθη στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση με την διάταξη αυτή και είναι κατά το μέρος αυτό ανίσχυρη (χωρίς αυτό να καθιστά τη διάταξη αυτή καθαυτή αντισυνταγματική)

Ευεργέτημα απογραφής

ΔΕΔ 4169/2018

Η προσφεύγουσα όφειλε εντός 4μηνης προθεσμίας να περατώσει την απογραφή των κληρονομικών στοιχείων και να την συνυποβάλλει με τη δήλωση φόρου κληρονομίας . Η προθεσμία παρήλθε άπρακτη και ως εκ τούτου η προσφεύγουσα εκπίπτει του ευεργετήματος της απογραφής και καθίσταται απλή κληρονόμος, με αποτέλεσμα να ευθύνεται απεριορίστως και με την ατομική της περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner