5 τρόποι για την αποφυγή των τεκμηρίων
Εναλλακτικές λύσεις κάλυψης προστιθέμενων διαφορών εισοδήματος που μπορεί να προκύψουν
Τη δυνατότητα να αποφύγουν τον προσδιορισμό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος του τρέχοντος έτους σε επίπεδο σημαντικά υψηλότερο από το πραγματικό, βάσει των τεκμηρίων της Εφορίας (των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης και των δαπανών απόκτησης περιουσιακών στοιχείων των άρθρων 31 και 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), έχουν εκατομμύρια φορολογούμενοι, επιλέγοντας μεταξύ πέντε εναλλακτικών λύσεων για την κάλυψη των προστιθέμενων διαφορών εισοδήματος που μπορεί να προκύψουν λόγω των τεκμηρίων. Με την κάλυψη των διαφορών αυτών, κατά τη συμπλήρωση και υποβολή των φορολογικών δηλώσεων των εισοδημάτων του 2020, θα γλιτώσουν από σημαντικού ύψους φορολογικές επιβαρύνσεις το 2021, ενώ πολλοί εξ αυτών θα κατοχυρώσουν και δικαιώματα είσπραξης κοινωνικών επιδομάτων και απαλλαγών από τον ΕΝΦΙΑ.
Σημειώνεται πως στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υποβλήθηκαν το 2019, για τα εισοδήματα του 2018, πάνω από 1.900.000 νοικοκυριά (3 στα 10) πιάστηκαν στα δίχτυα των τεκμηρίων και πλήρωσαν φόρους για εισοδήματα πολύ μεγαλύτερα από αυτά που δήλωσαν.
Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα νοικοκυριά αυτά αποτελούνταν από φορολογούμενους με πολύ χαμηλά ετήσια πραγματικά εισοδήματα. Οι φορολογούμενοι αυτοί, εκτός του ότι αναγκάστηκαν να πληρώσουν επιπλέον φόρους για εισοδήματα που δεν είχαν αποκτήσει στην πραγματικότητα, στερήθηκαν δικαιωμάτων είσπραξης κοινωνικών επιδομάτων, ενώ παράλληλα έχασαν και δικαιώματα μερικής ή ολικής απαλλαγής από τον ΕΝΦΙΑ. Κι αυτό συνέβη επειδή, σε κάθε τέτοια περίπτωση, για να διαπιστωθεί εάν πληρούνταν τα προβλεπόμενα εισοδηματικά κριτήρια, ελήφθη υπόψη όχι το πολύ χαμηλό πραγματικό ετήσιο εισόδημα, αλλά το πολύ πιο υψηλό τεκμαρτό εισόδημα που προέκυψε με βάση τα τεκμήρια.
Για να μην επαναληφθεί σε τόσο μεγάλη έκταση το φαινόμενο αυτό στις φορολογικές δηλώσεις που θα υποβληθούν το 2021 για τα εισοδήματα του 2020, θα πρέπει οι φορολογούμενοι, ειδικά όσοι έχουν αποκτήσει φέτος πολύ χαμηλά εισοδήματα, να προσέξουν ιδιαίτερα εξετάζοντας εάν τα τεκμήρια διαβίωσης αθροιζόμενα με τυχόν ποσά δαπανών απόκτησης περιουσίας (στα οποία περιλαμβάνονται και οι πληρωμές για δόσεις δανείων και πιστωτικών καρτών) προσδιορίζουν ποσό τεκμαρτού εισοδήματος υψηλότερο του συνολικού πραγματικού εισοδήματος του τρέχοντος έτους. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να σημάνει συναγερμός και ο φορολογούμενος να αναζητήσει τρόπους για την κάλυψη του επιπλέον ποσού εισοδήματος που προκύπτει από την εφαρμογή των τεκμηρίων.
Σε κάθε περίπτωση φορολογούμενου που θα καταφέρει να δικαιολογήσει τη διαφορά μεταξύ πραγματικού δηλωθέντος και υψηλότερου τεκμαρτού εισοδήματος, ο φόρος εισοδήματος θα υπολογιστεί με βάση το πραγματικό δηλωθέν εισόδημα του έτους 2020. Δεν θα ληφθεί υπόψη δηλαδή το -υψηλότερο του πραγματικού- τεκμαρτό εισόδημα του φορολογούμενου, οπότε αυτός θα γλιτώσει από σημαντικού ύψους φορολογικές επιβαρύνσεις. Ταυτόχρονα, σε κάθε τέτοια περίπτωση, ως ετήσιο οικογενειακό εισόδημα για τον υπολογισμό διαφόρων επιδομάτων και απαλλαγών θα ληφθεί υπόψη το πραγματικό δηλωθέν και όχι το υψηλότερο τεκμαρτό.
Οι δηλώσεις του έτους 2020
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (παράγραφος 2 του άρθρου 34 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος), κάθε φορολογούμενος μπορεί να καλύψει τυχόν προστιθέμενη διαφορά φορολογητέου εισοδήματος λόγω εφαρμογής τεκμηρίων, αναγράφοντας, στη δήλωση φορολογίας των εισοδημάτων του 2020, την οποία θα υποβάλει το 2021 -εκτός από διάφορα είδη εισοδημάτων ειδικώς φορολογηθέντων ή απαλλαχθέντων από τον φόρο, πολλά εκ των οποίων πλέον προσυμπληρώνονται από την ΑΑΔΕ- τις παρακάτω πρόσθετες κατηγορίες εσόδων, που είναι οι εξής:
1. Χρηματικά ποσά που δεν θεωρούνται εισόδημα και αποκτήθηκαν εντός του 2020. Τέτοια ποσά είναι π.χ. το εφάπαξ που έλαβε ο φορολογούμενος ως συνταξιούχος, μια αποζημίωση που εισέπραξε από την ασφαλιστική του εταιρεία κ.λπ. Και στην περίπτωση αυτή, ο φορολογούμενος θα πρέπει να συγκεντρώσει και να διαφυλάξει τα δικαιολογητικά έγγραφα που αποδεικνύουν την είσπραξη των ποσών αυτών, δηλαδή τις βεβαιώσεις που οφείλουν να έχουν εκδώσει οι νομικές οντότητες οι οποίες κατέβαλαν τα συγκεκριμένα ποσά.
2. Κάθε έσοδο ή τίμημα που εισέπραξε ο φορολογούμενος εντός του 2020 από την πώληση περιουσιακών στοιχείων του. Ως έσοδα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων λαμβάνονται υπόψη τα ποσά που εισέπραξε ο φορολογούμενος από την πώληση ακινήτων, αυτοκινήτων, κινητών πραγμάτων συνολικής αξίας άνω των 10.000 ευρώ, μετοχών, ομολόγων, εντόκων γραμματίων μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων και άλλων κινητών αξιών. Από το τίμημα πώλησης που εισπράχθηκε εντός του 2020 αφαιρείται το κόστος απόκτησης, δηλαδή το τίμημα που καταβλήθηκε σε κάποιο προηγούμενο έτος για την αγορά του περιουσιακού στοιχείου. Εάν το κόστος απόκτησης του πωληθέντος εντός του 2020 περιουσιακού στοιχείου θεωρείτο «τεκμήριο» τη χρονιά κατά την οποία αποκτήθηκε και ο φορολογούμενος επικαλείται ανάλωση κεφαλαίου του έτους εκείνου, τότε το τίμημα το οποίο καταβλήθηκε τη χρονιά εκείνη για την απόκτησή του δεν θα πρέπει να αφαιρείται από το τίμημα στο οποίο πωλήθηκε εντός του 2020 και θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το ποσό του τιμήματος για την κάλυψη της πρόσθετης διαφοράς εισοδήματος.
Για να αποδείξει ο φορολογούμενος την είσπραξη ποσού από την πώληση περιουσιακού του στοιχείου πρέπει να έχει στη διάθεσή του και να προσκομίσει, εφόσον του ζητηθεί, κυρωμένο αντίγραφο συμβολαίου ή προσυμφώνου ή βεβαίωση του συμβολαιογράφου από τα οποία προκύπτουν τα χρηματικά ποσά που εισέπραξε. Για αγοραπωλησία αυτοκινήτων μεταξύ ιδιωτών αρκεί μία υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 από τους δύο συναλλασσόμενους.
3. Εισοδήματα και έσοδα που αποκτήθηκαν τα έτη προ του 2020, δεν ξοδεύτηκαν μέχρι τις 31-12-2019 και αναλώθηκαν εντός του 2020. Πρόκειται για τη μέθοδο κάλυψης τεκμηρίων μέσω «ανάλωσης κεφαλαίου παρελθόντων ετών».
Με την «ανάλωση κεφαλαίου», ο φορολογούμενος μπορεί να ανατρέξει στις φορολογικές δηλώσεις προηγούμενων συνεχόμενων ετών (όσων ετών θέλει) και να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:
* Να αθροίσει τα ποσά των πάσης φύσεως εισοδημάτων και τα ποσά των εσόδων από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων, τα οποία έχει αναγράψει στις δηλώσεις των παρελθόντων ετών.
* Από το άθροισμα εισοδημάτων και εσόδων προηγούμενων ετών που θα προκύψει θα πρέπει, στη συνέχεια, να αφαιρέσει τα ποσά που ελήφθησαν υπόψη στις ίδιες φορολογικές δηλώσεις ως τεκμήρια διαβίωσης, καθώς και τα ποσά που δήλωσε στις ίδιες δηλώσεις ότι δαπάνησε για να αποκτήσει περιουσιακά στοιχεία.
Το καθαρό ποσό που θα προκύψει από τις παραπάνω μαθηματικές πράξεις είναι το «κεφάλαιο» των προηγούμενων ετών που μπορεί ο φορολογούμενος να «σχηματίσει» και να εμφανίσει στην Εφορία ως προϊόν αποταμίευσης μέχρι το τέλος του 2019. Από κει και πέρα, σε κάθε περίπτωση, από το «κεφάλαιο» που θα σχηματιστεί με τον τρόπο αυτό, ο φορολογούμενος μπορεί να υποστηρίξει ότι «ανάλωσε» εντός του 2020 ένα μέρος ή και ολόκληρο το «κεφάλαιο» για να καλύψει την πρόσθετη διαφορά εισοδήματος που θα του προσδιορίσουν τα τεκμήρια.
Η αναλυτική καταγραφή όλων των παραπάνω ποσών (εισοδημάτων, δαπανών, καθαρού κεφαλαίου) μπορεί να γίνει χειρόγραφα σε ένα απλό φύλλο χαρτιού ή ηλεκτρονικά σε πρόγραμμα EXCELL, με τη μορφή ενός πίνακα εσόδων, δαπανών και καθαρού «κεφαλαίου».
4. Δάνεια που έλαβε ο φορολογούμενος εντός του 2020 από τράπεζες, συγγενείς ή τρίτους. Η σύναψη δανείου με τραπεζικό ίδρυμα αποδεικνύεται από το κείμενο της σχετικής σύμβασης που έχει υπογραφεί από τον φορολογούμενο, ενώ η σύναψη δανείου με ιδιώτη αποδεικνύεται από συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει χαρτοσημανθεί. Σε κάθε περίπτωση το αποδεικτικό έγγραφο που επικαλείται ο φορολογούμενος θα πρέπει να έχει βέβαιη ημερομηνία για τη συνομολόγηση του δανείου. Από την ημερομηνία αυτή πρέπει να προκύπτει ότι το δάνειο ελήφθη εντός του 2020 και πριν από την πραγματοποίηση της δαπάνης αγοράς περιουσιακού στοιχείου που πρόκειται να δικαιολογηθεί.
5. Ποσά που εισέπραξε το 2020 ο φορολογούμενος είτε από δωρεές είτε από γονικές παροχές. Για να αποδείξει ο φορολογούμενος ότι εισέπραξε εντός του 2020 τέτοια ποσά, θα πρέπει η σχετική φορολογική δήλωση να έχει υποβληθεί εντός του έτους στο οποίο πραγματοποιήθηκε η σχετική δαπάνη.
Στοιχεία της ΑΑΔΕ για το 2019
Σύμφωνα, με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ για τις δηλώσεις που υποβλήθηκαν το 2019 (για τα εισοδήματα του έτους 2018):
α) Τα νοικοκυριά που φορολογήθηκαν με βάση τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων κι όχι με βάση τα πραγματικά δηλωθέντα εισοδήματά τους ανήλθαν σε 1.904.507 ή στο 29,44% του συνόλου αυτών που υπέβαλαν δήλωση φορολογίας εισοδήματος (6.469.044).
β) Το συνολικό ποσό του επιπλέον φορολογητέου εισοδήματος, το οποίο προσδιορίστηκε με βάση τα τεκμήρια, ανήλθε σε 6,407 δισ. ευρώ. Κατά το ποσό αυτό προσαυξήθηκε, δηλαδή, το τελικό φορολογητέο εισόδημα των 1.904.507 νοικοκυριών, εξαιτίας της εφαρμογής των τεκμηρίων. Δεδομένου ότι το συνολικό δηλωθέν εισόδημα των νοικοκυριών αυτών έφθασε τα 3,683 δισ. ευρώ και το επιπλέον εισόδημα που τους προσδιόρισαν τα τεκμήρια ήταν άλλα 6,407 δισ. ευρώ, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τα τεκμήρια προκάλεσαν την προσαύξηση του φορολογητέου εισοδήματος 1.904.507 νοικοκυριών κατά ποσοστό 173,96%!
Πηγή: Ναυτεμπορική