Αριθ. πρωτ.: ΔΕΑΦ Β 1155600 ΕΞ 2016 Διευκρινίσεις σχετικά με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα το οποίο συμμετέχει σε ημεδαπό νομικό πρόσωπο
ΘΕΜΑ: Διευκρινίσεις σχετικά με την υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα το οποίο συμμετέχει σε ημεδαπό νομικό πρόσωπο.
Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας,αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 68 του ν.4172/2013 ορίζεται ρητά ότι όλα τα νομικά πρόσωπα και οι νομικές οντότητες, όπως αυτά νοούνται στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου και τα οποία είναι υποκείμενα φόρου με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45, υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φορολογίας στη Φορολογική Διοίκηση ηλεκτρονικά για όλα τα εισοδήματά τους, ανεξαρτήτως αν τα εν λόγω εισοδήματα υπόκεινται ή όχι σε φορολογία, με εξαίρεση τα γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών ναυτιλιακών επιχειρήσεων που εγκαθίστανται στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.27/1975, για τα οποία έχει γίνει δεκτό από τη Διοίκηση ότι δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης φόρου εισοδήματος για το απαλλασσόμενο κατά τις διατάξεις αυτές εισόδημα (σχετ. το Δ12Β 1168995 ΕΞ2014/19.12.2014 έγγραφό μας).
2. Στα υποκείμενα του φόρου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 45 του νόμου αυτού, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κεφαλαιουχικές και οι προσωπικές εταιρείες που συστήθηκαν στην αλλοδαπή (περ. α’ και β’).
3. Όπως διευκρινίσθηκε με την ΠΟΛ.1042/26.1.2015 εγκύκλιό μας, με την οποία δόθηκαν οδηγίες σχετικά με τη φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του νέου Κ.Φ.Ε., από τον συνδυασμό των διατάξεων της περ. ε’ του άρθρου 5 και της παρ. 2 του άρθρου 47 του ν. 4172/2013 συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα ή οι νομικές οντότητες που δεν έχουν τη φορολογική κατοικία τους και δεν διατηρούν μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα κατ’ αρχήν δεν υπόκεινται σε φόρο στην Ελλάδα για τα εισοδήματα που αποκτούν από πηγές Ελλάδος. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω και με βάση τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 64 και από τη συστηματική ερμηνεία του άρθρου 63 συνάγεται ότι τα εισοδήματα από μερίσματα, τόκους και δικαιώματα που αποκτούν τα πρόσωπα αυτά υπόκεινται σε φόρο στην Ελλάδα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 63. Ειδικότερα, για τη φορολόγησή τους με βάση την παρ. 3 του άρθρου 64 ενεργείται παρακράτηση στα ανωτέρω εισοδήματα με την οποία επέρχεται εξάντληση της φορολογικής τους υποχρέωσης.
4. Με βάση τα ανωτέρω, διευκρινίσθηκε εν τέλει από τη Διοίκηση με την ΠΟΛ.1044/10.2.2015 εγκύκλιό μας, ότι ως κεφαλαιουχικές ή προσωπικές εταιρείες που συστάθηκαν στην αλλοδαπή και είναι υποκείμενα φόρου στην Ελλάδα νοούνται, πέρα από αυτές που έχουν τη φορολογική κατοικία τους στην Ελλάδα σύμφωνα με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 4 του ν. 4172/2013 ή διατηρούν στη χώρα μας μόνιμη εγκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν.4172/2013 ή τις Σ.Α.Δ.Φ., και αυτές που αποκτούν εισόδημα από μερίσματα, τόκους, δικαιώματα στην Ελλάδα, για τα οποία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 63 του ν.4172/2013.
5. Από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω συνάγεται ότι με την ως άνω θέση της Διοίκησης αναφορικά με τα υποκείμενα φόρου στην Ελλάδα διευκρινίσθηκε η φορολογική μεταχείριση που διέπει τα υπόψη αλλοδαπά νομικά πρόσωπα και νομικές οντότητες για τα συγκεκριμένα εισοδήματα που αποκτούν από πηγές Ελλάδος, χωρίς απαραίτητα να τα καθιστά και υπόχρεους σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στη χώρα μας. Επομένως, όταν ένα αλλοδαπό νομικό πρόσωπο χωρίς φορολογική κατοικία στην Ελλάδα ούτε μόνιμη εγκατάσταση στη χώρα μας συμμετέχει σε ένα ημεδαπό νομικό πρόσωπο και αποκτά εξ’ αυτού του λόγου έσοδα από μερίσματα, δεν έχει υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος με βάση τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν.4172/2013 για τα εισοδήματα αυτά, λόγω της καθιέρωσης ειδικού φορολογικού καθεστώτος για τα εν λόγω εισοδήματα, το οποίο συνίσταται, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, σε παρακράτηση φόρου με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης του αλλοδαπού δικαιούχου. Εξάλλου, η δήλωση του νομικού προσώπου που προβαίνει στην παρακράτηση καλύπτει την υποχρέωση υποβολής δήλωσης βάσει του άρθρου 68 παρ. 1 του ν.4172/2013. Τα ανωτέρω ισχύουν και όταν δεν προκύπτουν καν έσοδα από μερίσματα, οπότε και στην περίπτωση αυτή δεν υφίσταται υποχρέωση για υποβολή μηδενικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος μόνο εκ του λόγου της συμμετοχής.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Αριθμ. 1011/38/34-μβ’/17.10.2016 Διαδικασία σφράγισης καταστημάτων από την Ελληνική Αστυνομία
(ΦΕΚ Β’ 3499/31-10-2016)
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ – ΥΓΕΙΑΣ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παρ. 7Α, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 57 του Ν. 4249/2014 (Α’ 73), και της παρ. 9 του άρθρου 80 του Ν. 3463/2006 «Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (Α’ 114).
2. Τις διατάξεις των άρθρων 27 του Ν. 4320/2015 «Ρυθμίσεις για τη λήψη άμεσων μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, την οργάνωση της Κυβέρνησης και των Κυβερνητικών οργάνων και λοιπές διατάξεις» (α’ 29).
3. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του Π.Δ. 63/2005 (Α’ 98).
4. Τις διατάξεις του Π.Δ. 184/2009 «Σύσταση Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και καθορισμός των αρμοδιοτήτων του» (Α’ 213).
5. Τις διατάξεις του Π.Δ. 85/2012 «Ίδρυση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά και κατάργηση υπηρεσιών» (Α’ 141), όπως τροποποιήθηκε με τα Π.Δ. 88/2012 (Α’ 143), Π.Δ. 94/2012 (Α’ 149), Π.Δ. 98/2012 (Α’ 160), Π.Δ. 131/2012 (Α’ 239) και Π.Δ. 118/2013 (Α’ 152).
6. Τις διατάξεις του Π.Δ. 24/2015 (Α’ 20) «Σύσταση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
7. Τις διατάξεις του Π.Δ. 70/2015 (Α’ 114) «Ανασύσταση των Υπουργείων Πολιτισμού και Αθλητισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Ανασύσταση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου και μετονομασία του σε Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μετονομασία του Υπουργείου Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων σε Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού σε Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού και του Υπουργείου Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας σε Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Μεταφορά Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας στο Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού».
8. Τις διατάξεις του Π.Δ. 73/2015 «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 116).
9. Τις διατάξεις της αριθμ. Υ6 από 25.09.2015 απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Νικόλαο Τόσκα» (Β’ 2109).
10. Τις διατάξεις της αριθμ. Υ31 από 09.10.2015 απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Ιωάννη Τσιρώνη» (Β’ 2183).
11. Τις διατάξεις της αριθμ. 36166 από 14.10.2015 απόφασης του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, Ιωάννη Μπαλάφα» (Β’ 2252).
12. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού.
13. Την αριθμ. 8000/1/2016/76-β’ από 8-7-2016 εισήγηση Γενικού Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Επιτελικού Σχεδιασμού του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης Σχεδιασμού (πρώην Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη),
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Προϋποθέσεις σφράγισης
1. Η αστυνομική αρχή του τόπου της έδρας των κέντρων διασκέδασης και των καταστημάτων του άρθρου 1 παρ. 1 του Π.Δ. 180/1979 (Α’ 46), καθώς και των λοιπών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, στα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά υγειονομικές διατάξεις προσφέρονται οινοπνευματώδη ποτά για άμεση εντός αυτών κατανάλωση, σφραγίζει υποχρεωτικά το κατάστημα για χρονικό διάστημα δέκα (10) ημερών, κατόπιν απόφασης του Διοικητή αυτής, εφόσον έχουν βεβαιωθεί από αστυνομικούς, εντός έτους από τη βεβαίωση της πρώτης παράβασης, συνολικά τρεις (3) παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 περίπτωση α’ του Π.Δ. 180/1979, ως ισχύει (παρ. 7Α του αρ. 80 του Ν. 3463/2006, όπως προστέθηκε με το άρθρο 57 του Ν. 4249/2014).
2. Παραβάσεις που βεβαιώθηκαν από αστυνομικούς και ελήφθησαν υπόψη για την επιβολή των προβλεπόμενων στο άρθρο 2 του Π.δ. 180/1979 κυρώσεων από την αρμόδια για την έκδοση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος αρχή, δεν λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή του μέτρου της σφράγισης της προηγούμενης παραγράφου.
3. Για την επιβολή του μέτρου της σφράγισης της παραγράφου 1, οι παραβάσεις που βεβαιώνονται από την αρμόδια αστυνομική αρχή ταυτόχρονα και στο πλαίσιο του ιδίου ελέγχου, λογίζονται ως μία παράβαση.
Άρθρο 2
Υποβολή αντιρρήσεων
1. Στον ιδιοκτήτη ή στο νόμιμο εκπρόσωπο ή σε εργαζόμενο του καταστήματος του προηγούμενου άρθρου, επιδίδεται πρόσκληση, σύμφωνα με το Υπόδειγμα Α’ του άρθρου 8, αμελλητί μετά τη διαπίστωση ότι εντός έτους έχουν βεβαιωθεί από αστυνομικούς τρεις (3) παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 περίπτωση α’ του Π.δ. 180/1979, προκειμένου να υποβληθούν εγγράφως, εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε (5) ημερών, τυχόν αντιρρήσεις, επί των οποίων αποφαίνεται η οικεία αστυνομική αρχή εντός τριών (3) ημερών. Εάν η αστυνομική αρχή δεν αποφανθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας, οι αντιρρήσεις θεωρούνται απορριφθείσες.
2. Εάν το κατάστημα είναι κλειστό ή ο ιδιοκτήτης/ νόμιμος εκπρόσωπος/εργαζόμενος αυτού απουσιάζει, γίνεται σχετική μνεία στο σώμα της πρόσκλησης και θυροκολλείται.
3. Η ως άνω πρόσκληση κοινοποιείται αυθημερόν στην αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος αρχή.
4. Οι αντιρρήσεις αφορούν στο χρόνο εκτέλεσης του μέτρου της σφράγισης, προκειμένου ιδίως να γίνει δυνατή η απομάκρυνση από το κατάστημα ευπαθών και ευαλλοίωτων προϊόντων ή η τακτοποίηση λοιπών εκκρεμοτήτων. Με την επιφύλαξη του άρθρου 7, αντιρρήσεις σχετικά με τη στοιχειοθέτηση των βεβαιωθεισών παραβάσεων απορρίπτονται ως απαράδεκτες.
Άρθρο 3
Απόφαση – εκτέλεση σφράγισης
1. Μετά την έκδοση απόφασης επί των αντιρρήσεων ή τη σιωπηρή απόρριψη αυτών κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου ή την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας των πέντε (5) ημερών της παρ. 1 του προηγούμενου άρθρου, η αρμόδια αστυνομική αρχή εκδίδει αμελλητί απόφαση σφράγισης σύμφωνα με το Υπόδειγμα Β’ του άρθρου 8 σε τρία (3) αντίτυπα. Από τα αντίτυπα αυτά το ένα επιδίδεται στον ιδιοκτήτη ή στο νόμιμο εκπρόσωπο ή σε εργαζόμενο του καταστήματος, το δεύτερο κοινοποιείται αυθημερόν στην αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος αρχή και το τρίτο παραμένει στο αρχείο της οικείας αστυνομικής αρχής με αποδεικτικό που συντάσσεται επί του σώματος της απόφασης. Εάν το κατάστημα είναι κλειστό ή ο ιδιοκτήτης/νόμιμος εκπρόσωπος/εργαζόμενος αυτού απουσιάζει, γίνεται σχετική μνεία στο σώμα της απόφασης και θυροκολλείται.
2. Η σφράγιση πραγματοποιείται εντός πέντε (5) ημερών από την επίδοση ή τη θυροκόλληση της απόφασης σφράγισης, εκτός από τις περιπτώσεις που η λειτουργία του καταστήματος έχει διακοπεί για οιονδήποτε πραγματικό ή νομικό λόγο, οπότε και η σφράγιση πραγματοποιείται άμεσα με την επαναλειτουργία του καταστήματος. Σε περίπτωση που η αρμόδια αστυνομική αρχή έχει κρίνει ως βάσιμες τυχόν υποβληθείσες, κατά το προηγούμενο άρθρο, αντιρρήσεις, η σφράγιση δύναται να πραγματοποιηθεί σε μεταγενέστερο χρόνο, που δεν υπερβαίνει, όμως, τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την επίδοση ή θυροκόλληση της απόφασης σφράγισης.
3. Η σφράγιση εκτελείται από αστυνομικό προσωπικό της οικείας αστυνομικής αρχής. Σφράγιση δύναται να πραγματοποιηθεί όλες τις ημέρες της εβδομάδας και καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου. Η απουσία του ιδιοκτήτη ή του νόμιμου εκπροσώπου του καταστήματος, κατά την πραγματοποίηση της σφράγισης δεν αναστέλλει τη διαδικασία.
Άρθρο 4
Τρόπος και μέσα σφράγισης
Κατά τη διαδικασία της σφράγισης σφραγίζονται όλες οι είσοδοι του καταστήματος. Ως μέσα για τη διενέργεια της σφράγισης χρησιμοποιούνται ισπανικός κηρός (βουλοκέρι), μεταλλική σφραγίδα της οικείας αστυνομικής αρχής (μολυβδοσφραγίδα) και κορδόνι. Η σφράγιση γίνεται σε εμφανές σημείο της εισόδου του καταστήματος, τοποθετουμένου του ισπανικού κηρού στις δύο άκρες του κορδονιού, με το οποίο σφραγίζεται η είσοδος και τίθεται η μολυβδοσφραγίδα. Σε περίπτωση έλλειψης των ανωτέρω υλικών, η σφράγιση δύναται να διενεργείται και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο και τρόπο, έτσι ώστε να μπορεί να προκύπτει ενδεχόμενη παραβίαση αυτής.
Άρθρο 5
Έκθεση σφράγισης
1. Για τη σφράγιση συντάσσεται έκθεση, σύμφωνα με το Υπόδειγμα Γ’ του άρθρου 8, η οποία, αφού προηγουμένως αναγνωσθεί το περιεχόμενό της, υπογράφεται από το προσωπικό της οικείας αστυνομικής αρχής που την εκτέλεσε και τον ιδιοκτήτη ή το νόμιμο εκπρόσωπο ή εργαζόμενο του καταστήματος ή ελλείψει αυτών από μάρτυρα που προσλαμβάνεται. Αν στο σημείο της σφράγισης δεν βρεθούν οι ανωτέρω ή αν αυτοί αρνηθούν να υπογράψουν την έκθεση σφράγισης, γίνεται ειδική μνεία σ’ αυτήν, χωρίς να κωλύεται η διαδικασία της σφράγισης.
2. Η έκθεση σφράγισης συντάσσεται σε τρία (3) αντίτυπα. Το πρώτο αντίτυπο κοινοποιείται αυθημερόν στην αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος αρχή, το δεύτερο αντίτυπο επιδίδεται στον ιδιοκτήτη ή στο νόμιμο εκπρόσωπο ή σε εργαζόμενο του καταστήματος και το τρίτο παραμένει στο αρχείο της οικείας αστυνομικής αρχής. Εάν το κατάστημα είναι κλειστό ή οι ανωτέρω απουσιάζουν ή αρνηθούν να παραλάβουν την έκθεση σφράγισης, γίνεται σχετική μνεία στο σώμα αυτής και θυροκολλείται.
Άρθρο 6
Αποσφράγιση
1. Η αποσφράγιση καταστήματος που έχει σφραγιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας πραγματοποιείται από την οικεία αστυνομική αρχή, παρουσία του ιδιοκτήτη ή του νόμιμου εκπρόσωπου ή εργαζόμενου του καταστήματος ή ελλείψει αυτών, από μάρτυρα που προσλαμβάνεται. Αν στο σημείο της αποσφράγισης δεν βρεθούν οι ανωτέρω ή αν αυτοί αρνηθούν να υπογράψουν την έκθεση αποσφράγισης, γίνεται ειδική μνεία σ’ αυτήν, χωρίς να κωλύεται η περαιτέρω διαδικασία.
2. Η αποσφράγιση πραγματοποιείται μετά την πάροδο του χρονικού διαστήματος επιβολής της σφράγισης ή της αφαίρεσης της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του καταστήματος από την αρμόδια κατά περίπτωση αρχή, εφόσον το τελευταίο διήρκησε πέραν των 10 ημερών. Σε περίπτωση που η αποσφράγιση απαιτείται να πραγματοποιηθεί πριν από την πάροδο του ως άνω χρονικού διαστήματος (λόγοι έκτακτης ανάγκης, προσωρινή διαταγή / απόφαση αναστολής εκτέλεσης της απόφασης σφράγισης κ.α.), η αρμόδια αστυνομική αρχή, μετά την εξάλειψη των λόγων που επέβαλλαν την αποσφράγιση, προβαίνει εκ νέου σε σφράγιση του καταστήματος, για το υπολειπόμενο χρονικό διάστημα της σφράγισης ή της αφαίρεσης της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας. Προς τούτο, συντάσσει νέα έκθεση σφράγισης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο άρθρο, χωρίς την έκδοση νέας απόφασης σφράγισης.
3. Για την αποσφράγιση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το Υπόδειγμα Δ’ του άρθρου 8 σε τρία αντίτυπα, τα οποία επιδίδονται και κοινοποιούνται στα πρόσωπα και τις αρχές της παρ. 2 του άρθρου 5, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της προβλεπόμενης σε αυτήν διαδικασίας.
Άρθρο 7
Απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου
1. Σε περίπτωση που πριν από την έκδοση της απόφασης σφράγισης, προσκομίζεται από τον ιδιοκτήτη ή το νόμιμο εκπρόσωπο του καταστήματος απαλλακτικό βούλευμα ή αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, που διαπιστώνει την αντικειμενική ανυπαρξία των περιστατικών που αποτέλεσαν την πραγματική βάση βεβαιωθείσας, κατά το άρθρο 1 παράβασης, η συγκεκριμένη βεβαιωθείσα παράβαση δεν λαμβάνεται υπόψη για την επιβολή του μέτρου της σφράγισης.
2. Εφόσον με τις εναπομείνασες κατά τα ανωτέρω βεβαιωθείσες παραβάσεις δεν συμπληρώνεται ο ελάχιστος αριθμός παραβάσεων του άρθρου 1, τότε η απόφαση σφράγισης που έχει ήδη εκδοθεί, ανακαλείται, ενώ σε περίπτωση που η απόφαση σφράγισης έχει ήδη εκτελεστεί το κατάστημα αποσφραγίζεται αμέσως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση που το κατάστημα αποσφραγίζεται, οι εναπομείνασες παραβάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη για μελλοντική επιβολή του μέτρου της σφράγισης.
Άρθρο 8
Υποδείγματα*
Άρθρο 9 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 17 Οκτωβρίου 2016
Οι Υπουργοί
Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΟΣΚΑΣ
Υφυπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΑΦΑΣ
Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΚΟΥΡΛΕΤΗΣ
Υγείας
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ
Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ
ΠΟΛ.1155/2016 Διευκρινίσεις αναφορικά με την επιβολή προστίμων για παραβάσεις ΦΠΑ του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013 (Α’ 170), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4410/2016 (Α’ 141) και ισχύει
Θέμα: Διευκρινίσεις αναφορικά με την επιβολή προστίμων για παραβάσεις ΦΠΑ του άρθρου 58Α του ν. 4174/2013 (Α’ 170), όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4410/2016 (Α’ 141) και ισχύει.
Κατόπιν υποβολής προφορικών και γραπτών ερωτημάτων στην Υπηρεσία μας σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 58Α του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως ισχύει, και προκειμένου να διασφαλιστεί η ομοιόμορφη εφαρμογή και η ομαλή διενέργεια των φορολογικών ελέγχων από τη Φορολογική Διοίκηση, διευκρινίζονται τα παρακάτω για την επιβολή των σχετικών με τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας προστίμων:
Χρόνος έναρξης εφαρμογής των διατάξεων επιβολής προστίμου της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 51 του ν.4410/2016.
Οι διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 4410/2016, εφαρμόζονται στις περιπτώσεις διάπραξης και διαπίστωσης της παράβασης μη έκδοσης ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς φορολογικού στοιχείου από τον έλεγχο, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου, ήτοι από τις 25.7.2016 και σε καμία περίπτωση δεν εφαρμόζονται σε παραβάσεις που ο χρόνος διάπραξής τους είναι προγενέστερος της ημερομηνίας αυτής και διαπιστώνονται σε μεταγενέστερο χρόνο.
Παράδειγμα:
Σε φορολογικό έλεγχο που πραγματοποιείται στις 2.9.2016 διαπιστώνεται ότι υποκείμενος, που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα, δεν έχει εκδώσει ως όφειλε στις 20.4.2016 φορολογικό στοιχείο αξίας 100 ευρώ με πόσο ΦΠΑ 23 ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κατά το χρόνο διάπραξης της παράβασης και είναι 11,5 ευρώ ( 50% Χ 23 ευρώ).
Εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α σχετικά με την επιβολή προστίμων στις περιπτώσεις διαπίστωσης σε νέο έλεγχο διάπραξης εκ νέου της ίδιας παράβασης (υποτροπή)
Δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 1 του άρθρου 58Α ΚΦΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4410/2016, ήτοι διάπραξη της ίδιας παράβασης (υποτροπή) στην περίπτωση που έλεγχος που πραγματοποιείται σε υποκείμενο μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του ν. 4410/2016, (μετά τις 25.7.2016) διαπιστώσει την διάπραξη παράβασης μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχειού για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, όταν στον ίδιο υποκείμενο σε προγενέστερο έλεγχο (πριν την 25.7.2016) είχε διαπιστωθεί η διάπραξη παράβασης μη έκδοσης ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς φορολογικού στοιχείου. Με άλλα λόγια ως πρώτη παράβαση για την εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 1 λαμβάνεται η διαπραχθείσα μετά τις 25.7.2016.
Επισημαίνεται ότι, στην περίπτωση αυτή το πρόστιμο που επιβάλλεται είναι ίσο με το 50% επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί της διαφοράς αντίστοιχα στην περίπτωση ανακριβούς στοιχείου, το οποίο πρόστιμο δεν μπορεί να είναι κατώτερο, αθροιστικά ανά φορολογικό έλεγχο, των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης απλογραφικού λογιστικού συστήματος και των πεντακοσίων (500) ευρώ σε περίπτωση που ο φορολογούμενος είναι υπόχρεος τήρησης διπλογραφικού λογιστικού συστήματος και σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλεται πρόστιμο το 100% του φόρου ή 500 ευρώ ή 1000 ευρώ κατά περίπτωση.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω παρατίθενται τα κάτωθι παραδείγματα:
1. Έλεγχος που πραγματοποιείται στις 15.9.2016 σε υποκείμενο που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα διαπιστώνει τη μη έκδοση φορολογικού στοιχείου αξίας ΦΠΑ 200 ευρώ. Στον ίδιο υποκείμενο στις 26.7.2016 από άλλο έλεγχο είχε επιβληθεί πρόστιμο 250 ευρώ για έκδοση ανακριβούς φορολογικού στοιχείου (ίδια παράβαση). Στην περίπτωση αυτή θα επιβληθεί πρόστιμο 500 ευρώ λόγω επανάληψης εντός πενταετίας της ίδιας παράβασης που διαπιστώθηκε από διαφορετικούς φορολογικούς ελέγχους και δεδομένου ότι το 100% της αξίας του φόρου που προκύπτει είναι κατώτερο του ελάχιστα οριζόμενου ποσού προστίμου σε υποκείμενο με απλογραφικό σύστημα : 100% Χ 200=200<500 ευρώ.
2. Έλεγχος που πραγματοποιείται στις 5.8.2016 σε υποκείμενο που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα διαπιστώνει τη μη έκδοση στοιχείου αξίας ΦΠΑ 200 ευρώ. Στη συνέχεια κατά την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου διαπιστώνεται ότι προγενέστερος έλεγχος που είχε πραγματοποιηθεί στις 30.12.2014 στον ίδιο υποκείμενο είχε επιβάλει, λόγω μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου, πρόστιμο 250 ευρώ σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις της περ.γ’ της παρ. 2 του αρ.54 του ΚΦΔ (ν.4174/2013). Το πρόστιμο που θα επιβληθεί κατόπιν του μεταγενέστερου ελέγχου (στις 5.8.2016) είναι 250 ευρώ δεδομένου ότι ο υποκείμενος έχει διαπράξει παράβαση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου και το 50% της αξίας του φόρου που προκύπτει είναι κατώτερο του ελάχιστα οριζόμενου ποσού προστίμου: 50% Χ 200=100 < 250 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ότι έχει διαπραχθεί επανάληψη της ίδιας παράβασης βάσει των δύο διαφορετικών ελέγχων.
3. Έλεγχος που πραγματοποιείται στις 30.8.2016 σε υποκείμενο που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα διαπιστώνει παράβαση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου αξίας ΦΠΑ 200 ευρώ. Στη συνέχεια κατά την έκδοση της πράξης επιβολής προστίμου διαπιστώνεται ότι προγενέστερος έλεγχος που πραγματοποιήθηκε στις 15.6.2016 είχε επιβάλει στον ίδιο υποκείμενο για παράβαση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου αξίας ΦΠΑ 60 ευρώ, πρόστιμο ίσο με το 50% της αξίας του ΦΠΑ ήτοι 30 ευρώ σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις (ν.4337/2015).
Στην περίπτωση αυτή δεν συντρέχει επανάληψη της ίδιας παράβασης καθώς η διάπραξη της πρώτης, έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4410/2016. Το πρόστιμο που θα επιβληθεί κατόπιν του μεταγενέστερου ελέγχου (στις 30.8.2016) είναι 500 ευρώ, διότι το 50% του φόρου που προκύπτει είναι κατώτερο του ελάχιστα οριζόμενου ορίου σε υποκείμενο με διπλογραφικό σύστημα: 50% X 200= 100< 500 ευρώ.
ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση επιχορήγησης από τον Ο.Α.Ε.Δ.
Σε απάντηση αίτησής σας, αναφορικά με το παραπάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Με τις διατάξεις της περ. ζ της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν.2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος για εισοδήματα που αποκτώνται και για δαπάνες που πραγματοποιούνται μέχρι 31.12.2013), μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι η φορολογική διοίκηση κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του τεκμαρτού και του συνολικού εισοδήματος υποχρεούται να λάβει υπόψη τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά όπως ανάλωση κεφαλαίου που αποδεδειγμένα έχει φορολογηθεί κατά τα προηγούμενα έτη ή νόμιμα έχει απαλλαγεί από το φόρο.
2. Κατά την πάγια θέση της Διοίκησης (1030020/487/A0012/23.4.2008 και Δ12Α 1064770 ΕΞ 2013 έγγραφά μας), οι επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις του Ο.Α.Ε.Δ. σε νέους επαγγελματίες δεν αποτελούσαν ακαθάριστα έσοδά τους ούτε μειωτικό στοιχείο των δαπανών της επένδυσης τους, λόγω ειδικής απαλλακτικής διάταξης στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ίσχυσε μέχρι 31.12.2013 (άρθρο 6 του ν.2238/1994). Περαιτέρω, τα ποσά αυτά δηλώνονταν αποκλειστικά και μόνο στον κωδ. 681 του εντύπου Ε3 για πληροφοριακούς λόγους με ανάλογη σημείωση από το φορολογούμενο.
3. Κατόπιν των ανωτέρω, τα ποσά των επιχορηγήσεων νέων ελεύθερων επαγγελματιών από τον Ο.Α.Ε.Δ. που αφορούν τα έτη 2010 έως 2013, δεν αναγράφονται με συμπληρωματικές δηλώσεις στον κωδ. 659 (Ε1) και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν από το φορολογούμενο στην ανάλωση κεφαλαίου του επόμενου οικονομικού έτους.
Σ.ΛΟ.Τ. αριθ. πρωτ.: 1806 ΕΞ 31.8.2016 Λογιστικός χειρισμός πρόσθετου καταβαλλόμενου χρηματικού ποσού για τον σχηματισμό αποθεματικού για την αντιμετώπιση αναγκών του φορέα διαχείρισης επιχειρηματικού πάρκου
Αθήνα, 31.08.2016
Αριθμ. Πρωτ.: 1806 ΕΞ
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ και ΕΛΕΓΧΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ (ΣΛΟΤ)
ΣΛΟΤ 1806/2016
ΘΕΜΑ: «Λογιστικός χειρισμός πρόσθετου καταβαλλόμενου χρηματικού ποσού για τον σχηματισμό αποθεματικού για την αντιμετώπιση αναγκών του φορέα διαχείρισης επιχειρηματικού πάρκου»
ΕΡΩΤΗΜΑ
Σύμφωνα με τον νόμο 3982/2011 (ΦΕΚ 143/Α) ο φορέας διαχείρισης επιχειρηματικού πάρκου με μορφή ανώνυμης εταιρίας, δύναται να υποχρεώσει τις εγκαταστημένες εντός αυτού επιχειρήσεις να καταβάλλουν πρόσθετο χρηματικό ποσό προκειμένου να σχηματίσει αποθεματικό για την αντιμετώπιση διαφόρων αναγκών του.
Θα παρακαλούσαμε να μας υποδείξετε τον λογιστικό χειρισμό αυτού του πρόσθετα καταβαλλόμενα ποσού.
Συνημμένα σας αποστέλλουμε το άρθρο 28 του κανονισμού λειτουργίας της XXX όπως δημοσιεύτηκε στο XXX στο οποίο προβλέπεται ο εν λόγω σχηματισμός αποθεματικού.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Τα εν λόγω ποσά είναι έσοδα του φορέα και αναγνωρίζονται στην κατάσταση αποτελεσμάτων κατά το χρόνο που επιβάλλονται βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας, εφόσον είναι σφόδρα πιθανό ότι θα εισπραχθούν.
Ο λογαριασμός των εσόδων που θα καταχωρηθούν, καθώς και το κονδύλι στην κατάσταση αποτελεσμάτων που θα εμφανισθούν (πωλήσεις, λοιπά συνήθη έσοδα ή λοιπά έσοδα και κέρδη), εξαρτώνται από τον χαρακτηρισμό του κονδυλίου βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας αλλά και πρακτικής του κλάδου (ετησίως επιβαλλόμενο, σύνηθες για τη δραστηριότητα ή έκτακτο).
Από το καθαρό μετά από φόρους αποτέλεσμα της περιόδου, το εν λόγω ποσό εμφανίζεται στο λογαριασμό των αποθεματικών νόμων και καταστατικού.
Για παράδειγμα, αν το καθαρό μετά από φόρους αποτέλεσμα της περιόδου είναι 1.000 και τα εν λόγω ποσά (έσοδα στην κατάσταση αποτελεσμάτων) έστω 1.200, το ποσό των 1.200 θα εμφανισθεί στο λογαριασμό «αποθεματικά νόμων και καταστατικού» και το ποσό των (200) στα «αποτελέσματα εις νέο», δηλαδή θα μειώσει το σχετικό υπόλοιπο. Με τον τρόπο αυτό η συνολική καθαρή θέση της οντότητας παρουσιάζεται στο ορθό ποσό και ταυτόχρονα καλύπτεται η απαίτηση του νόμου για εμφάνιση του συγκεκριμένου ποσού σε «ειδικό αποθεματικό».
Σε απάντηση ερώτησης, που κατατέθηκε από τον ανωτέρω Βουλευτή, σας γνωρίζουμε τα εξής:
Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν.4172/2013 ορίζεται, ότι χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Βάσει των ανωτέρω, η έκδοση του παραστατικού από τον δικαιούχο του εισοδήματος, η οποία συνεπάγεται και την πίστωση στα βιβλία του αντισυμβαλλόμενου, γεννά ταυτόχρονα την αξίωση του εκδότη, του παραστατικού για την καταβολή του αναγραφόμενου σε αυτού ποσού. Επομένως χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που εκδόθηκε το παραστατικό, ανεξάρτητα από το αν αυτό εξοφλήθηκε πραγματικά ή όχι.
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ
ΠΟΛ.1158/2016 Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων
ΘΕΜΑ: Πρόσθετες διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β’ του άρθρου 23 του ν.4172/2013 σε περίπτωση συμψηφισμού αμοιβαίων ανταπαιτήσεων αντισυμβαλλομένων.
Με αφορμή προφορικά και γραπτά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν.4172/2013, με τις οποίες καθορίζονται περιοριστικά οι μη εκπιπτόμενες δαπάνες από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι δεν εκπίπτει κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (περ. β’).
2. Όπως διευκρινίστηκε με την ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, με την οποία κοινοποιήθηκαν οι ως άνω διατάξεις, για την εφαρμογή της περίπτωσης β’ του άρθρου αυτού, στην έννοια της αγοράς των αγαθών και της λήψης των υπηρεσιών εμπίπτουν οι αγορές πρώτων και βοηθητικών υλών, εμπορευμάτων, υλικών, παγίων κ.λπ., οι πάσης φύσεως δαπάνες της επιχείρησης καθώς και οι πάσης φύσεως υπηρεσίες που λαμβάνει η
επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 και δεν εμπίπτουν σε κάποια από τις λοιπές περιπτώσεις του παρόντος άρθρου.
Επίσης, διευκρινίσθηκε ότι σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, επιτρέπεται να προβούν σε εκατέρωθεν λογιστικούς συμψηφισμούς, εφόσον αυτό δεν αντιβαίνει σε διατάξεις άλλων νόμων. Όταν η διαφορά που απομένει μετά τον συμψηφισμό είναι μεγαλύτερη των 500 ευρώ, τότε για να αναγνωρισθεί το σύνολο των αγορών απαιτείται η εξόφλησή της με τραπεζικό μέσο πληρωμής.
3. Κατόπιν των ανωτέρω, διευκρινίζεται ότι τα αναφερόμενα στην ΠΟΛ.1216/1.10.2014 εγκύκλιό μας, αναφορικά με τους λογιστικούς συμψηφισμούς σε περίπτωση που οι αντισυμβαλλόμενοι είναι ταυτόχρονα προμηθευτές και πελάτες, ισχύουν και για κάθε περίπτωση συμψηφισμού υποχρεώσεων από αγορές αγαθών ή υπηρεσιών με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων που έχουν γεννηθεί από άλλη αιτία (π.χ. απαιτήσεις των αγροτικών συνεταιρισμών έναντι των μελών τους για την κάλυψη της συνεταιριστικής τους μερίδας, απαίτηση για απόδοση των ποσών που εισέπραξε εταιρεία ταχυμεταφορέων – courier – «εισπράκτορα για λογαριασμό τρίτων» κατ’ εντολή της επιχείρησης από πελάτες της, κ.λπ.).
Επομένως, σε περίπτωση που οι σχετικές υποχρεώσεις εξοφλούνται δια συμψηφισμού τους με απαιτήσεις έναντι των ίδιων προσώπων, οι αντίστοιχες δαπάνες αγοράς αγαθών ή λήψης υπηρεσιών, κατά το μέρος που διαμορφώνουν το κόστος πωληθέντων κάθε φορολογικού έτους, αναγνωρίζονται ως εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013, ανεξάρτητα από την αιτία προέλευσης των απαιτήσεων αυτών.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι σε περίπτωση που, μετά τον συμψηφισμό, η εναπομένουσα υποχρέωση από την αγορά αγαθών ή τη λήψη υπηρεσιών υπερβαίνει τα 500 ευρώ, η εξόφλησή της θα πρέπει να γίνει με τραπεζικό μέσο πληρωμής προκειμένου να αναγνωρισθεί προς έκπτωση το σύνολο του κόστους πωληθέντων που αναλογεί στις σχετικές αγορές.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΘΕΜΑ: «Προθεσμία κατάθεσης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης για τους κατοίκους εξωτερικού»
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις της παραγράφου 16 του άρθρου 40 του ν. 4410/2016 (ΦΕΚ Α’ 141/3.8.2016) «Τροποποιήσεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα … πώληση προϊόντων καπνού … κατάργηση της οδηγίας 2001/37/ΕΚ και άλλες διατάξεις», αναφορικά με την επιμήκυνση της προθεσμίας κατάθεσης ενδικοφανούς προσφυγής για τους φορολογούμενους κατοίκους εξωτερικού ενώπιον της Υπηρεσίας Εσωτερικής Επανεξέτασης (ήδη μετονομασθείσας σε Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών δυνάμει της Δ6Α 1198069 ΕΞ 2013/30.12.2013 Απόφασης του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, ΦΕΚ Β’3367/31.12.2013).
Ειδικότερα, με τις διατάξεις της παραγράφου 16 του εν λόγω άρθρου, προστέθηκε εδάφιο ε’ στην παρ.1 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, με το οποίο ορίζεται πλέον (από 3.8.2016) για τους φορολογούμενους κατοίκους εξωτερικού, προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της πράξης ή την συντέλεση της παράλειψης της Φορολογικής Διοίκησης για την κατάθεση ενδικοφανούς προσφυγής.
Επισημαίνεται ότι η ως άνω ρύθμιση καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες κατά την δημοσίευση του νόμου (3.8.2016) δεν είχε παρέλθει η προθεσμία των τριάντα (30) ημερών του εδ.γ’ της παρ.1 του αρθ.63 Ν.4174/2013 για την κατάθεση της ενδικοφανούς προσφυγής.
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΤρΔΕφΑθ 1490/2016 Έλεγχοι σε ΑΕ και ΕΠΕ οι οποίες στις οποίες έχει χορηγηθεί φορολογικό πιστοποιητικό από ορκωτούς ελεγκτές σύμφωνα με το άρθρο 82 του ν. 2238/1994. Προθεσμία ελέγχου
ΤρΔΕφΑθ 1490/2016
Περίληψη
Στο πιστοποιητικό των ορκωτών ελεγκτών περιλαμβάνονται παρατηρήσεις και παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση φόρων που διαπιστώνονται από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία κατά τη διενέργεια του διαχειριστικού ελέγχου και υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Υπουργείο Οικονομικών με ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, έως την 10η ημέρα του έβδομου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.
Αν το πιστοποιητικό δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας και εκδοθεί έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εντοπιστεί φορολογικές παραβάσεις από τους δειγματοληπτικούς ελέγχους του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι διενεργούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 5 της ΠΟΛ.1159/22.7.2011 και ολοκληρώνονται μέχρι τις 30-4-2014 για επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που έληξαν έως και την 31-3-2012, μετά την ημερομηνία αυτή (30-4-2014) θεωρείται περαιωμένη η συγκεκριμένη χρήση και δυνατότητα άλλου ελέγχου υπάρχει μόνο στην περίπτωση στοιχείων ή ενδείξεων για παραβάσεις που ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 5 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, είτε υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 5 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994.
Σύμφωνα δε με το σκοπό της τελευταίας αυτής διατάξεως, σε περίπτωση που το πιστοποιητικό των νομίμων ελεγκτών δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, ανατροπή των οριστικών αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης χρήσης είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση επιλογής προς έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010, ήτοι με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου και την εφαρμογή των κριτηρίων που ορίζονται στην κατʼ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού εκδοθείσα Υπ.Απ. ΠΟΛ.1178/23.8.2011 και όχι με βάση υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατʼ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του ως άνω άρθρου 80, με τις οποίες ορίζεται τυχαίο δείγμα υποθέσεων προς έλεγχο χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.
Αριθμός απόφασης: 1490/2016
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 1ο Τριμελές
Αποτελούμενο από τους: Δέσποινα Βήχου- Τάταρη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Παναγιώτη Ζερβέα και Αρτεμισία Μπιτσώρη (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ελένη Μιγλάκη, δικαστική υπάλληλο,
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Δεκεμβρίου 2015, για να δικάσει την με χρονολογία κατάθεσης 18-12-2014 (αριθμ. καταχ. ……………) προσφυγή, τ η ς ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία………………….., που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, οδός Ηρώδου Αττικού, αριθ.12Α, η οποία παραστάθηκε με την από 4-12-2015 δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Σταυρόπουλου, κατʼ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και παραστάθηκε με την από 4-12-2015 δήλωση του Δικαστικού Πληρεξουσίου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Γεωργίου Καφίρη, κατʼ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.
Το Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και
σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
1. Με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το κατά νόμον παράβολο των 3.000 ευρώ (σχετ. τα διπλότυπα είσπραξης ………………..2-12-2014 και ……………… της Δ.Ο.Υ Νέας Σμύρνης και Αμαρουσίου), ζητείται, παραδεκτώς, κατʼ ορθή ερμηνεία του δικογράφου της, η ακύρωση της τεκμαιρόμενης απόρριψης από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών της από 25-9-2014 ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της υπʼ αριθ……………..οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2012, του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ.). Με την τελευταία αυτή πράξη, προσαυξήθηκαν τα καθαρά κέρδη της προσφεύγουσας με λογιστικές διαφορές και καταλογίστηκε εις βάρος της διαφορά κυρίου φόρου, ύψους 1.286.668,12 ευρώ, καθώς και πρόσθετος φόρος λόγω ανακριβούς δήλωσης, ύψους 720.534,15 ευρώ.
2. Στο άρθρο 82 παρ. 5 και 8α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α΄ 151), όπως οι παράγραφοι αυτές αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 21 παρ.10β και 10γ του ν.3943/2011 (ΦΕΚ 66 Α΄), ορίζεται ότι :
«5. Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ 174 Α`) και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού. Το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται μετά από έλεγχο που διενεργείται, παράλληλα με τον έλεγχο της οικονομικής διαχείρισης, ως προς την εφαρμογή των φορολογικών διατάξεων σε φορολογικά αντικείμενα. Φορολογικές παραβάσεις, καθώς και μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση φόρων που διαπιστώνονται από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία, κατά τη διενέργεια του διαχειριστικού ελέγχου, αναφέρονται αναλυτικά στο πιστοποιητικό αυτό. Αν το πιστοποιητικό δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, δεν διενεργείται τακτικός φορολογικός έλεγχος, επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α`). Αν από το πιστοποιητικό προκύπτουν συγκεκριμένα φορολογικά δεδομένα για την ελεγχθείσα εταιρεία με τα οποία συμφωνεί και η αρμόδια ελεγκτική φορολογική αρχή, το εν λόγω πιστοποιητικό αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εκθέσεων ελέγχου της ως άνω αρχής. Τα πιο πάνω πρόσωπα διώκονται και τιμωρούνται για κάθε παράλειψη των υποχρεώσεών τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3693/2008» και
«8.α)Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της ΕΛΤΕ, καθορίζονται τα συγκεκριμένα επί μέρους φορολογικά αντικείμενα του ελέγχου αυτού, το ειδικότερο περιεχόμενο του πιστοποιητικού που εκδίδεται, ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία υποβολής του και κάθε άλλο σχετικό θέμα…».
Κατʼ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως εκδόθηκε η υπʼ αριθμ. ΠΟΛ.1159/22.7.2011 (ΦΕΚ 1657/Β΄) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Καθορισμός της διαδικασίας εφαρμογής της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994) αναφορικά με το Ετήσιο Πιστοποιητικό που θα εκδίδεται από Νόμιμους Ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία εγγεγραμμένα στο δημόσιο Μητρώο του ν. 3693/2008 (ΦΕΚ Α’ 174)», στην οποία ορίζεται ότι: (αρθρο 1)
«1. Το “Ετήσιο Πιστοποιητικό” που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994, αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες και τις Εταιρείες Περιορισμένης Ευθύνης που οι ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις ελέγχονται υποχρεωτικά από Νόμιμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία και εκδίδεται μετά από φορολογικό έλεγχο που διενεργείται από Νόμιμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που είναι εγγεγραμμένα στο δημόσιο Μητρώο του ν. 3693/2008. 2. Ο φορολογικός έλεγχος πραγματοποιείται επί συγκεκριμένων φορολογικών αντικειμένων, που προσδιορίζονται σε ειδικό πρόγραμμα ελέγχου, σύμφωνα με το Παράρτημα III της παρούσας, το οποίο εκδίδεται από το Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ),αναβαθμίζεται σε ετήσια βάση και είναι σύμφωνο με τα οριζόμενα στο Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, “Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης”. (αρθρο 3) :
«1. Το “Ετήσιο φορολογικό Πιστοποιητικό” των Νόμιμων Ελεγκτών και των ελεγκτικών γραφείων, διακρίνεται σε δύο τμήματα, στην “Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης” και στο “Προσάρτημα των αναλυτικών πληροφοριακών στοιχείων”.
2. Η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης συντάσσεται σύμφωνα με τα υποδείγματα που επισυνάπτονται στο παράρτημα Ι της παρούσας και διέπεται από το πλαίσιο που προβλέπεται από το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000, “Έργα Διασφάλισης πέραν ελέγχου ή Επισκόπησης Ιστορικής Οικονομικής Πληροφόρησης”.
3. Η ως άνω Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης καλύπτει όλα τα αντικείμενα που ορίζονται στο πρόγραμμα ελέγχου του παραρτήματος III της παρούσας. Οι Νόμιμοι Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία, κατά την διενέργεια του ως άνω φορολογικού ελέγχου, υποχρεούνται να εκτελέσουν όλες τις εργασίες που αναλύονται στο πρόγραμμα ελέγχου του παραρτήματος III.
4… 5. Αναπόσπαστο μέρος της Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης αποτελεί το Προσάρτημα των αναλυτικών πληροφοριακών στοιχείων που επισυνάπτεται στο παράρτημα II της παρούσας. Στο εν λόγω προσάρτημα περιλαμβάνονται πληροφοριακά στοιχεία για την ελεγχόμενη εταιρεία καθώς επίσης και ανάλυση των ευρημάτων που προκύπτουν από τον έλεγχο της φορολογικής συμμόρφωσης.
6. Η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης ολοκληρώνεται και υποβάλλεται στην ελεγχόμενη εταιρεία οπωσδήποτε μετά την υποβολή της δήλωσης φόρου εισοδήματος και το αργότερο δέκα (10) ημέρες μετά την ημερομηνία υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.7. Η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης συμπληρώνεται και υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Υπουργείο Οικονομικών από τους Νόμιμους Ελεγκτές και συγκεκριμένα στη βάση δεδομένων που τηρεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ), έως την 10η ημέρα του έβδομου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου…».
[ Η παρ. 7 όπως αντικαταστάθηκε από την Υπ.Απ. ΠΟΛ.1011/10.1.2012 (ΦΕΚ 91/Β΄)]. (αρθρο 5):
«1. Από τις εταιρείες που ελέγχονται από Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία για τη φορολογική τους συμμόρφωση, επιλέγεται δείγμα τουλάχιστον της τάξης του 9% για έλεγχο, με κριτήρια που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010. 2. Οι έλεγχοι αυτοί διενεργούνται από τις αρμόδιες ελεγκτικές υπηρεσίες και ολοκληρώνονται, για τις επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που έληξαν έως και την 31.03.2012, έως και την 30/4/2014. Για τις επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μετά την 31.03.2012 οι ως άνω έλεγχοι διενεργούνται και ολοκληρώνονται σε διάστημα δεκαοχτώ (18) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του ετήσιου φορολογικού πιστοποιητικού στη βάση δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ. από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία.
3. Οι έλεγχοι από τις αρμόδιες φορολογικές ελεγκτικές υπηρεσίες καλύπτουν όλα τα φορολογικά αντικείμενα που ορίζονται στο πρόγραμμα ελέγχου. Με την ολοκλήρωσή τους συντάσσονται Εκθέσεις Ελέγχου. 4.Εκτός των εταιριών που ελέγχονται στο πλαίσιο της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, το Υπουργείο Οικονομικών μπορεί να διενεργεί τακτικούς ελέγχους σε πρόσθετο αριθμό εταιριών, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής και έγκριση από επιτροπή η οποία αποτελείται από το Γενικό Διευθυντή Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, το Γενικό Διευθυντή Φορολογίας και τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επιχειρησιακού Σχεδιασμού, βάσει των ειδικών κριτηρίων που ακολουθούν:
α) Λήψη ή έκδοση πλαστών – εικονικών φορολογικών στοιχείων, συναλλαγές με ανύπαρκτες φορολογικά εταιρείες και περιπτώσεις για τις οποίες προέκυψαν παραβάσεις του άρθρου 39 και 39Α του Ν. 2238/1994 (transfer pricing), στοιχεία ή ενδείξεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας από εσωτερική ή εξωτερική πληροφόρηση ή επεξεργασία δεδομένων, μη έκδοση Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία στις ημερομηνίες που ορίζονται σαν καταληκτικές για τη χορήγησή της, αναφορά από τους Νόμιμους Ελεγκτές ότι δεν τους δόθηκαν οι αναγκαίες πληροφορίες σε ότι αφορά το φορολογικό έλεγχο που διενήργησαν και περιπτώσεις ελέγχων εταιρειών κατά τους οποίους έχουν προκύψει στοιχεία για παράβαση των διατάξεων του ν. 3693/2008 από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία.
β)’Ασκηση δίωξης μελών του Δ.Σ. σύμφωνα με τις διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
γ) Συγκέντρωση του ελέγχου σε ποσοστό πάνω από εβδομήντα τοις εκατό (70%) του κλάδου από το ίδιο ελεγκτικό γραφείο μετά από απόφαση της επιτροπής και της διαδικασίας που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου.
δ) Ευρήματα του ποιοτικού ελέγχου, για τον οποίο γίνεται αναφορά στο άρθρο 7 της παρούσας.
5. Όλοι οι τακτικοί έλεγχοι, εκτός των περιπτώσεων που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο, διενεργούνται εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
6. Εξαιρετικά οι τακτικοί έλεγχοι που διενεργούνται εξ αιτίας της άσκησης δίωξης κατά μελών του Δ.Σ., σύμφωνα με τις διατάξεις περί νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, της λήψης ή έκδοσης πλαστών – εικονικών στοιχείων, συναλλαγών με ανύπαρκτες φορολογικά εταιρείες και για τις περιπτώσεις που αποδεδειγμένα διαπιστώθηκαν παραβάσεις του άρθρου 39 και 39Α του ν. 2238/1994 (transfer pricing) δύναται να γίνουν μέχρι την ημερομηνία παραγραφής της χρήσης.
7. Σε περίπτωση που οι λογιστικές διαφορές που προσδιορίζονται από τους Νόμιμους Ελεγκτές και αφορούν αποκλειστικά την παραγωγικότητα των δαπανών είναι μικρότερες του 0,5% των ακαθαρίστων εσόδων, η υπόθεση παραπέμπεται για έλεγχο της παραγωγικότητας των δαπανών από τη φορολογική αρχή, μετά από εισήγηση του προϊσταμένου της ελεγκτικής υπηρεσίας και απόφαση της επιτροπής της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου».
[ Η παρ. 2 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο μόνο της Υπ.Απ. ΠΟΛ.1236/18.10.2013 (ΦΕΚ Β 2693).(αρθρο 6) :
«1. Ανάλογα με τον τύπο του συμπεράσματος της ΄Εκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης των Νόμιμων Ελεγκτών, διακρίνονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη. Στην περίπτωση που από τους Νόμιμους Ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία εκδοθεί ΄Εκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη, τότε σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης στο Υπουργείο Οικονομικών, αποστέλλεται στην ελεγχόμενη εταιρεία επιστολή στην οποία αναφέρεται το γεγονός ότι σύμφωνα με τον έλεγχο των Νόμιμων Ελεγκτών δεν προέκυψαν παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας από την πλευρά της εταιρείας, ότι αυτό γίνεται καταρχήν δεκτό από το Υπουργείο Οικονομικών και ότι οι φορολογικές εγγραφές θα οριστικοποιηθούν μετά την ολοκλήρωση των δειγματοληπτικών ελέγχων που θα διενεργηθούν από το Υπουργείο Οικονομικών. Οι ως άνω έλεγχοι, για τις επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που έληξαν έως και την 31.03.2012 ολοκληρώνονται μέχρι την 30/4/2014.
Μετά την ημερομηνία αυτή και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εντοπιστεί φορολογικές παραβάσεις από τους ελέγχους του Υπουργείου Οικονομικών, θεωρείται περαιωμένη η συγκεκριμένη χρήση και δυνατότητα άλλου ελέγχου υπάρχει μόνο στην περίπτωση στοιχείων ή ενδείξεων για παραβάσεις, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 της παρούσας και οι οποίες δεν εντοπίστηκαν από το διενεργηθέντα έλεγχο φορολογικής συμμόρφωσης. Για τις επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που λήγουν μετά την 31.03.2012, σε δεκαοχτώ (18) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της ΄Εκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη στη βάση δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ. και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εντοπιστεί φορολογικές παραβάσεις από τους ελέγχους του Υπουργείου Οικονομικών, θεωρείται περαιωμένη η συγκεκριμένη χρήση και δυνατότητα άλλου ελέγχου υπάρχει μόνο στην περίπτωση στοιχείων ή ενδείξεων για παραβάσεις, όπως αυτές ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 5 της παρούσας και οι οποίες δεν εντοπίστηκαν από το διενεργηθέντα έλεγχο φορολογικής συμμόρφωσης.
β) Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης με θέματα έμφασης…».
[ Η περ. α της παρ. 1 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο μόνο της Υπ.Απ. ΠΟΛ.1236/18.10.2013 (ΦΕΚ Β 2693]. (άρθρο 9) :
«1. Η Έκθεση Φορολογικής Συμμόρφωσης θα αναφέρει τα στοιχεία που ορίζονται στο Παράρτημα Ι της παρούσας.
2. Τα ειδικά φορολογικά αντικείμενα που θα ελέγχονται από τους Νόμιμους Ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, εφόσον έχουν εφαρμογή σε μία ελεγχόμενη εταιρεία, ορίζονται κάθε φορά από το πρόγραμμα ελέγχου, όπως ορίζεται στο Παράρτημα III της παρούσας. Το πρόγραμμα ελέγχου περιλαμβάνει τα πιο κάτω κεφάλαια: Α. Προϋποθέσεις – Περιορισμοί διενέργειας του ελέγχου. Β. Πληροφοριακά στοιχεία ελεγχόμενης εταιρείας. Γ. ΄Ελεγχος Φορολογίας Εισοδήματος. Δ. Έλεγχος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ). Ε. Έλεγχος Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ). ΣΤ. Έλεγχος φορολογίας ακινήτων. ΣΤ.1 Έλεγχος Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ). ΣΤ.2 Έλεγχος Δήλωσης Στοιχείων Ακινήτων (Ε9). ΣΤ.3 Έλεγχος Φόρου υπεραξίας από αναπροσαρμογή ακινήτων (Ν. 2065/1992). Ζ. Έλεγχος Τέλους χαρτοσήμου. Η. Υποχρεώσεις παρακρατούμενων φόρων. Θ. Μετασχηματισμοί επιχειρήσεων. Ι. Ενδοομιλικές Συναλλαγές. Κ. E-Commerce.».
3. Περαιτέρω, στο άρθρο 80 του ν. 3842/2010 (ΦΕΚ 58 Α΄), υπό τον τίτλο «Σύστημα επιλογής υποθέσεων προς έλεγχο», ορίζεται ότι :
«1.Η επιλογή των προς έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος γίνεται με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, οι οποίες βασίζονται:
α) Σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τη νομική μορφή, την κατηγορία των τηρούμενων βιβλίων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α), τον κλάδο ή τομέα δραστηριότητας, ανάλογα με την επικινδυνότητα και παραβατικότητα αυτού, την ύπαρξη παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους, την ύπαρξη στοιχείων από διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτους υπόχρεους ή από τρίτες πηγές για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων και την εν γένει φορολογική εικόνα και συμπεριφορά των υπόχρεων.
β) Σε οικονομικά δεδομένα, όπως ακαθάριστα έσοδα, δαπάνες, καθαρά κέρδη ή ζημιές, συντελεστές μικτού και καθαρού κέρδους, δεδομένα από δηλώσεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και διαθέσιμα στοιχεία από βάσεις δεδομένων, στατιστική ανάλυση, εφαρμογή τεχνικών εξόρυξης δεδομένων και άλλες πηγές πληροφοριών.
γ) Σε χωροταξικά και χρονικά δεδομένα, όπως τόπος παραγωγής και διακίνησης, εποχιακές δραστηριότητες και τοπικές ιδιαιτερότητες.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο δηλώσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενων σε έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.
2.Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες.
3. Υφιστάμενες διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τον υποχρεωτικό φορολογικό έλεγχο κατηγοριών υπόχρεων εξακολουθούν να ισχύουν
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από το χρόνο έκδοσης των οικείων αποφάσεων του Υπουργού Οικονομικών και κατά τα τυχόν ειδικότερα οριζόμενα από αυτές.».
Κατʼ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτήσεως εκδόθηκε η υπʼ αριθμ. ΠΟΛ.1178/23.8.2011 (ΦΕΚ 2071/Β΄) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Επιλογή υποθέσεων προς έλεγχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010», στο άρθρο μόνο της οποίας ορίζεται ότι :
«1. Από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και λοιπών φορολογιών ανέλεγκτων χρήσεων, που αφορούν επιτηδευματίες και φυσικά πρόσωπα μη επιτηδευματίες, επιλέγονται για έλεγχο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010, υποθέσεις με τη χρήση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου (risk analysis).
2. Καθορίζεται πίνακας κριτηρίων -κανόνων επιλογής υποθέσεων για έλεγχο και μοριοδότησης αυτών.
Στον πίνακα αυτό και σε κάθε κριτήριο αναφέρονται αναλυτικοί κανόνες που υλοποιούν το κριτήριο ,καθώς επίσης και ο αριθμός των μορίων βαρύτητας του κάθε κανόνα ο οποίος βασίστηκε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στα οικονομικά χωροταξικά και χρονικά δεδομένα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 80 του ν. 3842/2010.
3. Με τα παραπάνω κριτήρια επιλογής μέσω της λειτουργίας ανάλυσης κινδύνου του συστήματος ELENXIS θα γίνεται η στόχευση και η επιλογή φορολογούμενων Υψηλής μοριοδότησης. Οι λίστες με τους φορολογούμενους Υψηλής μοριοδότησης θα αποστέλλονται στους Προϊσταμένους των Ελεγκτικών Υπηρεσιών από το ELENXIS ώστε να εκδοθεί η οικεία εντολή ελέγχου…».
Τέλος, με βάση την εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του ως άνω άρθρου 80 του ν. 3842/2010, εκδόθηκε η υπʼ αριθμ. ΠΟΛ.1038/3.2.2012 (ΦΕΚ Β΄ 431) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Πρόγραμμα ελέγχου επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Γ κατηγορίας του Κ.Β.Σ και κλείνουν ισολογισμό από 30/6/2011 και μετά», στο άρθρο μόνο της οποίας ορίζεται ότι: «Κατά το φορολογικό έλεγχο επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία Γ` κατηγορίας του Κ.Β.Σ και κλείνουν ισολογισμό από 30/6/2011 και μετά, θα εφαρμόζεται το Πρόγραμμα Ελέγχου του παραρτήματος III της ΠΟΛ.1159/22.7.2011. Το Πρόγραμμα Ελέγχου τροποποιείται ή συμπληρώνεται από τον Ελεγκτή βάσει και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης, με σύμφωνη γνώμη των Προϊσταμένων του.».
4. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, συνάγεται ότι οι νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν. 3693/2008, διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρίες και εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και προβαίνουν στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού φορολογικής συμμόρφωσης.
Στο πιστοποιητικό περιλαμβάνονται παρατηρήσεις και παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση φόρων που διαπιστώνονται από τα τηρούμενα βιβλία και στοιχεία κατά τη διενέργεια του διαχειριστικού ελέγχου και υποβάλλεται ηλεκτρονικά στο Υπουργείο Οικονομικών με ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, έως την 10η ημέρα του έβδομου μήνα από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου.
Αν το πιστοποιητικό δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας και εκδοθεί έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη και υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν εντοπιστεί φορολογικές παραβάσεις από τους δειγματοληπτικούς ελέγχους του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι διενεργούνται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 5 της ΠΟΛ.1159/22.7.2011 και ολοκληρώνονται μέχρι τις 30-4-2014 για επιχειρήσεις με διαχειριστικές περιόδους που έληξαν έως και την 31-3-2012, μετά την ημερομηνία αυτή (30-4-2014) θεωρείται περαιωμένη η συγκεκριμένη χρήση και δυνατότητα άλλου ελέγχου υπάρχει μόνο στην περίπτωση στοιχείων ή ενδείξεων για παραβάσεις που ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 5 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, είτε υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010, κατά τη ρητή πρόβλεψη της παρ. 5 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994.
Σύμφωνα δε με το σκοπό της τελευταίας αυτής διατάξεως, σε περίπτωση που το πιστοποιητικό των νομίμων ελεγκτών δεν περιλαμβάνει παρατηρήσεις και διαπιστώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, ανατροπή των οριστικών αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης χρήσης είναι δυνατή μόνο στην περίπτωση επιλογής προς έλεγχο υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010, ήτοι με τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου και την εφαρμογή των κριτηρίων που ορίζονται στην κατʼ εξουσιοδότηση του άρθρου αυτού εκδοθείσα Υπ.Απ. ΠΟΛ.1178/23.8.2011 και όχι με βάση υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατʼ εξουσιοδότηση του τελευταίου εδαφίου της παρ.1 του ως άνω άρθρου 80, με τις οποίες ορίζεται τυχαίο δείγμα υποθέσεων προς έλεγχο χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.
5. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η από 1-8-2014 έκθεση μερικού ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2012 (διαχειριστική περίοδος 1.1. – 31.12.2011) του ελεγκτή του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ.) …, προκύπτουν τα εξής:
Η προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρία κατά το ελεγχόμενο οικονομικό έτος είχε ως αντικείμενο εργασιών:
1) την εισαγωγή και εμπορία από το εξωτερικό αργού πετρελαίου και παραγώγων αυτού (fuel oil, gas oil και νάφθα), την επεξεργασία (διύλιση) αυτών σε ιδιόκτητο διυλιστήριο και την παραγωγή υγρών καυσίμων, υγραερίων και λιπαντικών και 2) την αγορά από το εξωτερικό και εσωτερικό υγρών καυσίμων, ομοίων με αυτά που παράγει, τα οποία χωρίς περαιτέρω επεξεργασία τα μεταπουλάει και τηρούσε βιβλία και στοιχεία Γ΄ κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992).
Μετά την ………….. εντολή ελέγχου του Προϊσταμένου του ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ, διενεργήθηκε έλεγχος για το οικονομικό έτος 2012 (χρήση 2011), στα βιβλία και στοιχεία που τήρησε η προσφεύγουσα εταιρία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 66 του ν. 2238/1994, 23-25 και 66 του ν. 4174/2013 και των Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1159/22.7.2011 και ΠΟΛ.1038/3.2.2012 και διαπιστώθηκε ότι είχε δηλώσει φορολογητέα καθαρά κέρδη ύψους 165.849.277,09 ευρώ.
Στη συνέχεια, ο έλεγχος έκρινε για την ένδικη διαχειριστική περίοδο τα βιβλία και στοιχεία της προσφεύγουσας εταιρίας επαρκή και ακριβή και αναμόρφωσε τα καθαρά κέρδη αυτής, με την προσθήκη κονδυλίων ως λογιστικών διαφορών, λόγω μη αναγνώρισης δαπανών της επιχείρησης ως εκπιπτομένων από τα ακαθάριστα έσοδά της.
Συγκεκριμένα, οι εν λόγω δαπάνες αφορούσαν:
1)έξοδα ψυχαγωγίας προσωπικού, ποσού 49.990,45 ευρώ (Λ/σμός 60),
2) ενοίκια λοιπών μεταφορικών μέσων, ποσού 159.500 ευρώ (Λ/σμός 62),
3) τέλος χρήσης αιγιαλού, ποσού 69.600 ευρώ και λοιπούς φόρους- τέλη …………., ποσού16.880,34 (Λ/σμός 63),
4) διάφορα έξοδα προβολής και διαφημίσεων (χορηγίες διαφόρων εκδηλώσεων, διαφημιστικές καταχωρήσεις σε ημερολόγια και λοιπά έντυπα, αγορά προσκλήσεων για εκδηλώσεις διαφόρων συλλόγων και εισιτήρια αγώνων ποδοσφαίρου, αγορά δώρων), ποσού 129.627,96 ευρώ (Λ/σμός 64),
5) διάφορα έξοδα εταιρίας (δαπάνες ιατρικής περίθαλψης εργαζομένων, δίδακτρα αλλοδαπού φοιτητή, αγορά αναλωσίμων και μικροεπίπλων), ποσού 18.965,08 ευρώ (Λ/σμός 64) και
6) κόστος αγορών, ποσού 5.984.308,40 ευρώ.
Κατόπιν τούτου, ο έλεγχος πρόσθεσε στα καθαρά κέρδη της προσφεύγουσας ποσό 6.428.872,23 ευρώ, ως λογιστικές διαφορές και αναμόρφωσε τα φορολογητέα καθαρά κέρδη της σε 172.278.149,32 ευρώ.
Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου, ο Προϊστάμενος του ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ εξέδωσε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρίας την υπʼ αριθ. ……………….. οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2012, με την οποία καταλόγισε διαφορά κύριου φόρου, ύψους 1.286.668,12 ευρώ, καθώς και πρόσθετο φόρο για ανακρίβεια της σχετικής δήλωσης, ύψους 720.534,15 ευρώ και συνολικά 2.007.202,27 ευρώ. Κατά της ως άνω πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος η προσφεύγουσα άσκησε την προβλεπόμενη από το άρθρο 63 του ν. 4174/2013, υπʼ αριθ. πρωτ. …………../25-9-2014 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, η οποία μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας απορρίφθηκε σιωπηρώς.
6. Ήδη, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή και το παραδεκτώς επʼ αυτής κατατεθέν υπόμνημά της, ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης ως μη νόμιμης. Ειδικότερα, προβάλει ότι υπάγεται στο ειδικό καθεστώς του άρθρου 82 παρ. 5 του ν. 2238/1994 και για τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2011 έως 31-12-2011 διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος στην επιχείρησή της από νόμιμους ελεγκτές, σύμφωνα με την ως άνω ειδική διάταξη και εκδόθηκε ετήσιο πιστοποιητικό το οποίο περιλαμβάνει έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη (προσκομίζεται η από 27-7-2012 έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη του ορκωτού ελεγκτή λογιστή … της ελεγκτικής εταιρίας «…………………..»). Ενόψει αυτού και δεδομένου ότι στην επιχείρησή της δεν διενεργήθηκε και ολοκληρώθηκε έλεγχος από τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές έως τις 30-4-2014 με βάση τις διατάξεις των παρ. 1,2 και 4 του άρθρου 5 της Υπ.Απ. . ΠΟΛ.1159/22.7.2011, ούτε στοιχειοθετείται εν προκειμένω καμία από τις περιπτώσεις παραβάσεων που ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 5 της ως άνω υπουργικής απόφασης, μη νομίμως η Φορολογική Αρχή διενήργησε έλεγχο στην επιχείρησή της δυνάμει έκδοσης εντολής ελέγχου με ημερομηνία 6-5-2014, καθόσον κατά τη διεξαγωγή αυτού είχε απωλέσει την κατά χρόνο αρμοδιότητά της για διεξαγωγή ελέγχου και έκδοση καταλογιστικής πράξης εις βάρος της ή, άλλως, το σχετικό δικαίωμά της είχε υποπέσει σε παραγραφή.
7. Εξάλλου, το καθού η προσφυγή Ελληνικό Δημόσιο, με το από 10-12-2015 υπόμνημά του και την από 15-12-2015 προσθήκη-αντίκρουση, ισχυρίζεται ότι εντός του χρόνου της πενταετούς παραγραφής που ορίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4174/2013, μπορούσε η Φορολογική Αρχή να διενεργήσει έλεγχο και να εκδώσει καταλογιστική πράξη εις βάρος της προσφεύγουσας, στην προκειμένη δε περίπτωση ενόψει του ότι η δήλωση φορολογίας εισοδήματος υποβλήθηκε στις 21-5-2012, ο χρόνος αυτός λήγει στις 31-12-2017. Επίσης, υποστηρίζει ότι για τη χρήση 2010 διενεργήθηκε έλεγχος στην επιχείρηση της προσφεύγουσας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 4 της Υπ.Απ. ΠΟΛ.1159/22.7.2011, δυνάμει της υπʼ αριθμ. ……………. απόφασης της Επιτροπής που προβλέπεται σʼ αυτήν, διότι υπήρχαν από εσωτερική πληροφόρηση στοιχεία και ενδείξεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας (τριγωνικές συναλλαγές με εγκατεστημένους σε μη συνεργάσιμα κράτη και κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς-τιμολόγηση από τους τελευταίους κατά τη χρήση του 2010, λογιστικές διαφορές για τις οποίες η ελεγχόμενη συμβιβάστηκε) και η καθυστέρηση στην έκδοση (6-5-2014) της εντολής ελέγχου οφείλεται στο γεγονός ότι το ζήτημα των λογιστικών διαφορών του έτους 2010 εκκρεμούσε κατά το χρόνο αυτό στην Επιτροπή Επίλυσης Διαφορών. Κατόπιν αυτών, κατά τους ισχυρισμούς του, στην υπό κρίση υπόθεση δεν τυγχάνει εφαρμογής η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 5 της Υπ.Απ. ΠΟΛ 1159/2011 και δη η 30-4-2014, σε κάθε δε περίπτωση η προθεσμία αυτή είναι ενδεικτική και η υπέρβασή της δεν άγει σε απώλεια του δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου για έλεγχο και καταλογισμό του διαφυγόντος φόρου εισοδήματος στην αντίδικο για τη χρήση 2011.
8. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και την ερμηνεία που δόθηκε σʼ αυτές, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη:
α) ότι όπως αναφέρεται στην από 1-8-2014 έκθεση μερικού ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του ελεγκτή του ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ. … (σελ.14), στην προσφεύγουσα ανώνυμη εταιρία διενεργήθηκε φορολογικός έλεγχος από νόμιμους ελεγκτές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 82 του ν. 2238/1994, για τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-2011 έως 31-12-2011 και εκδόθηκε έκθεση φορολογικής συμμόρφωσης χωρίς επιφύλαξη για τα φορολογικά αντικείμενα που αναφέρονται στο προσάρτημα αναλυτικών πληροφοριακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων και η φορολογία εισοδήματος,
β) ότι όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα και δεν αμφισβητείται από τη Φορολογική Αρχή, μέχρι τις 30-4-2014, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 και 5 του άρθρου 5 της Υπ.Απ. . ΠΟΛ.1159/22.7.2011, δεν διενεργήθηκαν έλεγχοι στην επιχείρησή της με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου αυτού και
γ)ότι ενόψει αυτών, μετά την 30-4-2014 η χρήση 2011 θεωρείται περαιωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1α του άρθρου 6 της ως άνω υπουργικής απόφασης και δυνατότητα άλλου ελέγχου υπάρχει μόνο σε περίπτωση στοιχείων ή ενδείξεων για παραβάσεις που ορίζονται στην παρ. 6 του άρθρου 5 της ανωτέρω υπουργικής απόφασης, είτε με βάση τις διατάξεις του άρθρου 80 του ν. 3842/2010 και με τη χρήση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου, ωστόσο, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει, ούτε, εξάλλου, η Φορολογική Αρχή επικαλείται ότι ο παρών έλεγχος διενεργήθηκε βάσει των διατάξεων αυτών, κρίνει ότι μη νομίμως διενεργήθηκε έλεγχος στην επιχείρηση της προσφεύγουσας δυνάμει της υπʼ αριθ. 168/6-5-2014 εντολής ελέγχου μετά τις 30-4-2014, ήτοι μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων της χρήσης 2011, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 66 του ν. 2238/1994, 23-25 και 66 του ν. 4174/2013 και των Α.Υ.Ο. ΠΟΛ.1038/3.2.2012 και ΠΟΛ.1159/22.7.2011 και συνεπώς, μη νομίμως εκδόθηκε επί τη βάσει αυτού εις βάρος της προσφεύγουσας η υπʼ αριθ. ………… οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο, πρέπει να απορριφθούν.
Ειδικότερα, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, αφενός μεν διότι αφορούν τη χρήση 2010 και αφετέρου διότι ο παρών έλεγχος δεν διενεργήθηκε μετά τις 30-4-2014 με βάση τις διατάξεις των παρ. 1 και 4 του άρθρου 5 της Υπ.Απ. ΠΟΛ.1159/2011, για τις οποίες ορίζεται η ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία από τις παρ. 2 και 5 του άρθρου 5 της Υπ.Απ. ΠΟΛ.1159/22.7.2011.
9. Κατʼακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το παράβολο που καταβλήθηκε και να απαλλαγεί το καθού η προσφυγή, μετʼ εκτίμηση των περιστάσεων, της δικαστικής δαπάνης της προσφεύγουσας (αρθ.275 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.).
Μ ε τ ι ς σ κ έ ψ ε ι ς α υ τ έ ς
Δέχεται την προσφυγή.
Ακυρώνει την τεκμαιρόμενη απόρριψη από την Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών της από 25-9-2014 ενδικοφανούς προσφυγής που άσκησε η προσφεύγουσα κατά της υπʼ αριθ. 1962/25-8-2014 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2012, του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕ.ΜΕ.ΕΠ.).
Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στην προσφεύγουσα.
Απαλλάσσει το καθού η προσφυγή των δικαστικών εξόδων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 21 Απριλίου 2016 και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον ίδιο τόπο στις 26 Μαΐου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΒΗΧΟΥ-ΤΑΤΑΡΗ ΑΡΤΕΜΙΣΙΑ ΜΠΙΤΣΩΡΗ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΕΛΕΝΗ ΜΙΓΛΑΚΗ
ΠΟΛ.1154/2016 Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων
ΘΕΜΑ:Συστηματική παρουσίαση των διατάξεων περί παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου των Ν. 4270/2014, Ν.4174/2013, Ν. 2362/1995, Ν.Δ. 321/1969 και άλλων νομοθετημάτων.
Με την παρούσα εγκύκλιο επιχειρείται η συγκεντρωτική καταγραφή και συστηματική παρουσίαση των διατάξεων που διέπουν την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου, εστιάζοντας κυρίως στις διατάξεις που θεσπίζουν λόγους αναστολής και διακοπής της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων.
Επιπροσθέτως, παρατίθενται ενδεικτικά βασικές διατάξεις αναφορικά με τον χρόνο παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και καταγράφονται οι διατάξεις με τις οποίες παρατάθηκε ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση οφειλών εντός του χρονικού διαστήματος των ετών 1992 έως και 2013.
Σκοπός της εγκυκλίου είναι να αποτελέσει για τη Φορολογική Διοίκηση χρήσιμο εργαλείο για την ορθή και ενιαία εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής κατά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου ληξιπρόθεσμων οφειλών.
A. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ
Ι. Παραγραφή
Παραγραφή απαίτησης είναι το χρονικό διάστημα μετά τη συμπλήρωση του οποίου ο δανειστής δεν δύναται να επιδιώξει την είσπραξη αυτής και ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή. Ο,τι καταβλήθηκε όμως χωρίς γνώση της παραγραφής δεν αναζητείται (βλ. άρθρο 272 του Αστικού Κώδικα, εφεξής ΑΚ).
Εάν παρέλθει άπρακτος ο χρόνος παραγραφής, παραλύει το εναγώγιμο της αξίωσης, παραμένει όμως φυσική ή ατελής ενοχή.
ΙΙ. Αναστολή παραγραφής
Αναστολή παραγραφής είναι ο μη υπολογισμός στον χρόνο της παραγραφής ορισμένου χρονικού διαστήματος κατά το οποίο διαρκεί ο λόγος της αναστολής. Η παραγραφή συνεχίζεται μετά την παύση της αναστολής (βλ. Α.Κ. 257)
III. Διακοπή παραγραφής
Διακοπή παραγραφής είναι η ματαίωση του χρόνου της παραγραφής που διανύθηκε πριν λάβει χώρα ο λόγος της διακοπής. Από την περάτωση της διακοπής αρχίζει νέος χρόνος παραγραφής (βλ. Α.Κ. 270).
B. ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ (διαχρονικό δίκαιο)
Την παραγραφή απαιτήσεων του Δημοσίου διέπουν οι ακόλουθες βασικές διατάξεις, ως εξής:
I. των άρθρων 87-90 του Ν.Δ.321/1969 (Α’205/18-10-1969) «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995, ήτοι μέχρι και την 31/12/1995.
Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν από την ως άνω ημερομηνία με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 113 του Ν. 2362/1995.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά την αναστολή και τη διακοπή της παραγραφής των ανωτέρω απαιτήσεων, που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.2362/1995 (1/1/1996), εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του νόμου αυτού (άρθρων 87 και 88, αντίστοιχα), εάν τα επαγόμενα την αναστολή ή τη διακοπή γεγονότα έχουν συντελεστεί μετά την ανωτέρω ημερομηνία, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 107 του Ν. 2362/1995.
II. των άρθρων 65 παρ. 6, 86 – 89 και 103 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ Α247/27-11- 1995) «Δημόσιο Λογιστικό/Έλεγχος δαπανών και λοιπές διατάξεις», οι οποίες εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που γεννήθηκαν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από 1/1/1996, μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014, ήτοι μέχρι και την 31/12/2014, και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013.
Οι ανωτέρω διατάξεις καταργήθηκαν με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 1, περ. (α) του Ν. 4270/2014.
Σημειώνεται ότι, επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, έχουν εφαρμογή οι περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής διατάξεις του Ν. 4270/2014 (βλ. κατωτέρω υπ’ αριθ. III).
III. των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν. 4270/2014 (ΦΕΚ Α’143/28-6-2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη από 1/1/2015 και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν.4174/2013. Επισημαίνεται ότι οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 122, 126 παρ. 6 και 136 – 139 του Ν.4270/2014 είναι σχεδόν ομοίου περιεχομένου με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 103, 65, παρ. 6 και 86 – 89 του Ν. 2362/1995, με εξαίρεση τις νέες περί παραγραφής διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 και των περ. α’και η’ της παρ.1 του άρθρου 138 του Ν.4270/2014, οι οποίες όμως, όπως προαναφέρθηκε στην ανωτέρω περίπτωση II, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του Ν.4270/2014 (1/1/2015) και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013 (βλ. τη μεταβατική διάταξη της παρ. 2, περ. γ (αα) του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
IV. του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α170/26-7-2013) «Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις», που εφαρμόζονται επί απαιτήσεων του Δημοσίου από φόρους και λοιπά έσοδα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από την 1/1/2014 και εφεξής (βλ. μεταβατική διάταξη της παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013),
V. οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας περί αναστολής και διακοπής της παραγραφής, στις οποίες ρητά παραπέμπουν τα άρθρα 88 και 89 του Ν.Δ. 321/1969, 87 και 88 του Ν.2362/1995 και 137 και 138 του Ν. 4270/2014, οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον δεν αντίκεινται σε αυτές. Οι διατάξεις αυτές είναι ιδίως:
α. του άρθρου ΑΚ 255 του Αστικού Κώδικα (σε συνδυασμό με το άρθρο 257 του Αστικού Κώδικα) περί αναστολής παραγραφής λόγω παρεμπόδισης άσκησης αξίωσης κατά το τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής,
β. του άρθρου 259 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται σε βάρος κληρονομίας,
γ. του άρθρου 258 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής κατά προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία,
δ. του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο,
ε. του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω άσκησης αγωγής,
στ. του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα περί του χρόνου έναρξης νέας παραγραφής σε περίπτωση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγγελίας σε πτώχευση,
ζ. των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα περί διακοπής της παραγραφής λόγω εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα,
η. του άρθρου 103, παρ. 1 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση προληπτικών μέτρων κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των άρθρων 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, όπως ισχύουν,
θ. του άρθρου 106β, παρ. 2 του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα) σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015 βλ. τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 23 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του Ν. 4336/2015/ΦΕΚ 94 Α’ και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016),
ι. του άρθρου 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) σχετικά με την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που είναι συμβαλλόμενα μέρη σε συμφωνία συνδιαλλαγής, η οποία επικυρώθηκε δικαστικά,
ια. του άρθρου 4, παρ. 6 του Ν. 3869/2010 («Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων και άλλες διατάξεις»), όπως ισχύει, σχετικά με την αναστολή παραγραφής σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία του ανωτέρω νόμου (βλ. και σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
VI. της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 (ΦΕΚ Α43/23-3-1990) «Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους» περί αναστολής παραγραφής λόγω υποβολής αίτησης ποινικής δίωξης, όπως τέθηκε σε ισχύ από 11/9/1997 με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ Α’ 179/11-9-1997) και αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004 (ΦΕΚ Α’15 / 28-1-2004),
VII. οι ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών όπως:
α. της παρ.2 του άρθρου 20 του Ν. 2648/1998,
β. της παρ. 3 του άρθρου 14 του Ν. 3259/2004,
γ. της παρ.3 του άρθρου 25 του Ν. 3697/2008,
δ. της παρ. 3 του άρθρου 84 του Ν.3746/2009,
ε. της παρ.6 του άρθρου 14 του Ν. 3888/2010,
στ. της παρ.8 του άρθρου 3 του Ν.4038/2012,
ζ. των υποπ. α1, περ.13 και υποπ.α2, περ. 13 του άρθρου πρώτου του Ν.4152/2013,
η. της παρ.17 του άρθρου 51 του Ν.4305/2014,
θ. του άρθρου 14 του Ν. 4321/2015,
ι. της παρ. 6 του άρθρου 62Α του Κ.Ε.Δ.Ε. (ρύθμιση χρεών πτωχών και υπό εξυγίανση ή συνδιαλλαγή οφειλετών του Δημοσίου).
ια. της παρ. 6 του άρθρου 55 του Ν. 4262/2014 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 66 του Ν. 4331/2015), σε περίπτωση ρύθμισης οφειλών προνοιακών φορέων με σύμφωνο εξυγίανσης κατά τις ανωτέρω διατάξεις.
VIII. της παρ. 3 του άρθρου 58 του Κ.Ε.Δ.Ε. (όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’) περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση αποβολής εισπραχθείσας απαίτησης του Δημοσίου από πίνακα κατάταξης ή διανομής (βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013),
IX. της παρ. 3 του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. περί αναστολής παραγραφής σε περίπτωση χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης,
X. οι διατάξεις που προβλέπουν παράταση του χρόνου παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. οφειλών (βλ. αναλυτικά κατωτέρω κεφάλαιο ΣΤ), ήτοι:
α. του άρθρου 14 του Ν. 2074/1992,
β. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 2187/1994,
γ. της παρ. 13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
δ. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν.2386/1996,
ε. της παρ.23 του άρθρου 20 του Ν. 2459/1997,
στ. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997,
ζ. της παρ. 8 του άρθρου17 του Ν. 2753/1999,
η. της παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 2954/2001,
θ. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 3808/2009,
ι. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν. 3888/2010 και
ια. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν. 4098/2012.
Γ. ΧΡΟΝΟΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ (ΕΝΑΡΞΗ – ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ)
Ο χρόνος έναρξης της παραγραφής καθώς και η προθεσμία της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου προσδιορίζονται από τις κατά τα ανωτέρω παρατεθείσες λεπτομερειακού χαρακτήρα βασικές διατάξεις (βλ. ανωτέρω υπ’ αριθ. I – IV και VI διατάξεις), που ισχύουν επί αυτών σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω (βλ. Κεφάλαιο Β), καθώς και από άλλες ειδικότερες κατά περίπτωση διατάξεις.
Ειδικότερα:
Ι. Χρόνος έναρξης της παραγραφής
α) Ο χρόνος παραγραφής των χρεών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των Ν. 321/1969, Ν.2362/1995 και Ν. 4270/2014 αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία και κατέστησαν ληξιπρόθεσμα.
β) Ο χρόνος παραγραφής των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, των οποίων ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε από 1-1-2014, αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης.
ΙΙ. Προθεσμία παραγραφής
α. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με το Ν.Δ.321/1969
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν.Δ.321/1969, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν μέχρι και 31-12-1995, ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 87 αυτού, ως εξής :
1. Σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται:
i. Κάθε χρέος προς το Δημόσιο, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το ανωτέρω Ν.Δ., που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο με τη στενή έννοια. Εάν η βεβαίωση έγινε πριν το χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο, μερικά ή ολικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο το χρέος κατέστη ληξιπρόθεσμο και για το ποσό αυτό (παρ. 1)
ii. Χρέη προς το Δημόσιο προερχόμενα από απαιτήσεις που περιήλθαν σ’ αυτό από οποιονδήποτε λόγο, οι οποίες δεν έχουν παραγραφεί στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου μέχρι τη μεταβίβασή των στο Δημόσιο (παρ. 4)
iii. Χρέη από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη (παρ. 2)
2. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται :
i. Χρέη προς το Δημόσιο από παρακρατηθέντες ή για λογαριασμό του Δημοσίου εισπραχθέντες φόρους, τέλη και δικαιώματα (παρ.3),
ii. Χρέη προς το Δημόσιο από εισαγωγικούς δασμούς και τέλη εν γένει εισπραττόμενα στα Τελωνεία, η οποία αρχίζει από την λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η προς είσπραξη αυτών απαίτηση του Δημοσίου. Ως χρόνος γένεσης της αξίωσης προς είσπραξη εισαγωγικών δασμών και λοιπών τελών εμπορευμάτων υπό αποταμίευση, λογίζεται για την παραγραφή, η επομένη της λήξης της σύμφωνα με τους τελωνειακούς νόμους οριζόμενης προθεσμίας αποταμίευσης, σε περίπτωση δε διενέργειας ως προς αυτήν ελέγχου των αποθηκών, η ημέρα της σύνταξης έκθεσης περί διαπίστωσης ελλείμματος (παρ. 5).
3. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται χρέη προς το Δημόσιο που προέρχονται από:
i. τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, πλην χρεών από πρόστιμα, χρηματικές ποινές και συναφή δικαστικά έξοδα και τέλη,
ii. άπιστη διαχείριση,
iii. συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανόμενων και των περιοδικών παροχών και
iv. καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε κατά νόμο αρμόδια Αρχή. (παρ.2).
β. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τους Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014
Η προθεσμία παραγραφής των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των Ν. 2362/1995 και Ν. 4270/2014, ήτοι των απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996, πλην όσων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 4174/2013, ορίζεται στις ήδη καταργηθείσες διατάξεις του άρθρου 86 του Ν. 2362/1995 και στις ισχύουσες ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:
Στην παρ. 1 ορίζεται ότι καμία χρηματική απαίτηση του Δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια Φορολογική Αρχή ή Τελωνείο (βεβαίωση με τη στενή έννοια), με την επιφύλαξη των διατάξεων περί επιβολής φόρων και λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν.4174/2013.
1. Σε τριετή παραγραφή υπόκεινται:
Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που εισπράττονται από τα Τελωνεία, εφ’ όσον δεν έχουν βεβαιωθεί ταμειακά ή βεβαιώθηκαν ελλιπώς, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητή η οφειλή (πρώτο εδάφιο παραγράφου 5, άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
2. Σε πενταετή παραγραφή υπόκειται:
Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μαζί με τα πρόστιμα, τους τόκους και τις προσαυξήσεις που έχουν βεβαιωθεί, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον ίδιο νόμο ή σε άλλη ειδική διάταξη που ρυθμίζει προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων του Δημοσίου. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκε με την στενή έννοια η απαίτηση και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη (παρ. 2 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
3. Σε δεκαετή παραγραφή υπόκεινται:
i. Απαιτήσεις του Δημοσίου από δασμούς, φόρους, τέλη και λοιπά δικαιώματα που βεβαιώθηκαν στα τελωνεία, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου βεβαιώθηκαν κατά τις ειδικότερες διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας (δεύτερο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
Ως χρόνος γένεσης αξίωσης για είσπραξη δασμών ,φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων επί εμπορευμάτων που βρίσκονται υπό τελωνειακή παρακολούθηση την οποία επιβάλλει η προσωρινή εναπόθεση των εμπορευμάτων αυτών ή η υπαγωγή τους σε τελωνειακό καθεστώς, το οποίο συνεπάγεται τελωνειακή παρακολούθηση, θεωρείται για την παραγραφή το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η διαφυγή του εμπορεύματος από την τελωνειακή παρακολούθηση και όπου αυτό δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί, το χρονικό σημείο διαπίστωσης της διαφυγής (τρίτο εδάφιο παραγράφου 5 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
Σημείωση: Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 136 του Ν. 4270/2014 εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή κατά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (βλ. μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
ii. Απαιτήσεις του Δημοσίου ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυπόχρεων, οι οποίες βεβαιώνονται με τη στενή έννοια από 1/1/1996 (έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995) στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες. Η προθεσμία παραγραφής αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους κατέστησαν ληξιπρόθεσμες.
Επισήμανση: Οι απαιτήσεις από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από την 31 η/12/1995 (άρθρο 65 παρ. 5 του Ν. 2362/1995). Αντίστοιχα, απαιτήσεις από την ανωτέρω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. και δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 4270/2014 παραγράφονται μετά την παρέλευση δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσης του νόμου αυτού, δηλαδή από την 31 η/12/2014 (άρθρο 126 παρ. 6 του Ν. 4270/2014).
4. Σε εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται απαιτήσεις του Δημοσίου που:
i. απορρέουν από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, στην οποία περιλαμβάνεται και η σύμβαση που βασίζεται σε πρακτικό του Ν.Σ.Κ. με το οποίο καταρτίζεται εξωπτωχευτική ρύθμιση του τρόπου καταβολής πτωχευτικών χρεών, οφειλομένων στο Δημόσιο, η οποία εξομοιώνεται πλήρως με μεταπτωχευτική έννομη σχέση,
ii. απορρέουν από τελεσίδικη απόφαση είτε αναγνωριστική είτε καταψηφιστική οποιουδήποτε δικαστηρίου,
iii. γεννήθηκαν συνεπεία άπιστης διαχείρισης,
iv. απορρέουν από διάταξη τελευταίας βούλησης,
v. αφορούν σε περιοδικές παροχές,
vi. γεννήθηκαν από καταλογισμό που έγινε από οποιαδήποτε αρμόδια δημόσια αρχή,
vii. γεννήθηκαν από αυτοτελή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από διοικητικές αρχές,
viii. αφορούν σε απόδοση παρακρατηθέντων ή για λογαριασμό αυτού εισπραχθέντων φόρων, τελών και δικαιωμάτων και
ix. απορρέουν από κατάπτωση εγγυήσεων τρίτων.(παρ. 3 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014)
5. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που περιήλθε σε αυτό με οποιονδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε αιτία, υπόκειται στην προβλεπόμενη από τις κείμενες διατάξεις παραγραφή, που δεν δύναται όμως σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθεί στο πρόσωπο του Δημοσίου προ της παρόδου πέντε ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η βεβαίωση αυτή με τη στενή έννοια (παρ.4 άρθρου 86 Ν. 2362/1995 και άρθρου 136 Ν. 4270/2014).
γ. Προθεσμία παραγραφής απαιτήσεων σύμφωνα με τον Ν. 4174/2013
Η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Ν. 4174/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 αυτού, για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014 και εφεξής, ορίζεται πενταετής (5 έτη), που αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αποκτήθηκε ο νόμιμος τίτλος εκτέλεσης (άρθρο 51 σε συνδυασμό με την παρ. 14 του άρθρου 72 του Ν. 4174/2013).
Δ. ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ.
Ι. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 88 του Ν.321/1969
Οι λόγοι αναστολής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι και 31-12-1995. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις η παραγραφή των χρεών προς το Δημόσιο αναστέλλεται :
α) για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (πρώτο εδάφιο άρθρου 88),
β) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο, κατά το τελευταίο έτος της παραγραφής, το χρέος τελούσε σε αναστολή ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής, η οποία χορηγήθηκε με νόμο ή δικαστική απόφαση ή με απόφαση αρμόδιας κατά νόμο Αρχής, μετά από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα από τη συμμόρφωση ή μη του υπόχρεου, εν όλω ή εν μέρει (περίπτωση α άρθρου 88),
γ) για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο το Δημόσιο εμποδίστηκε να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέσα λόγω αναστολής εκτέλεσης που χορηγήθηκε με διάταξη νόμου (περίπτωση β άρθρου 88).
Στις ανωτέρω περιπτώσεις (β και γ) η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής είσπραξης, της τμηματικής καταβολής ή της αναστολής εκτέλεσης, σε καμία δε περίπτωση δεν συμπληρώνεται αυτή πριν από την παρέλευση έξι μηνών από τη λήξη της αναστολής πληρωμής, της αναστολής εκτέλεσης ή της διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής.
δ) Εάν αμφισβητήθηκε δικαστικά η νομιμότητα του τίτλου είσπραξης ή των ληφθέντων μέτρων εκτέλεσης από τον οφειλέτη ή τρίτο μέχρι τελεσίδικης περαίωσης της δίκης (περίπτωση γ άρθρου 88).
ΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με τα άρθρα 87 του Ν. 2362/1995 και 137 του Ν.4270/2014
Οι λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργηση αυτού στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, έχουν εφαρμογή, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β), επί απαιτήσεων που γεννήθηκαν από 1-1-1996 καθώς και επί προγενέστερων απαιτήσεων, εφ’ όσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή κατά την ως άνω ημερομηνία (χρόνος έναρξης ισχύος του νόμου Ν. 2362/1995), πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (άρθρο 51 Ν. 4174/2013), για τις οποίες αποκτήθηκε εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014.
Ειδικότερα:
Η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου αναστέλλεται :
α) Για τους λόγους που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (παρ. 1 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
β) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο για τον οποίο είχε χορηγηθεί στον υπόχρεο ή σε συνυπόχρεο κατά την τελευταία διετία της παραγραφής αναστολή πληρωμής του χρέους του ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής είτε με νόμο είτε με δικαστική απόφαση είτε με πράξη της αρμόδιας Αρχής, που εκδίδεται ύστερα από αίτηση του υπόχρεου, ανεξάρτητα αν ο υπόχρεος έχει συμμορφωθεί ή όχι, εν όλω ή εν μέρει (παρ. 2, περ. α, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
γ) Για χρονικό διάστημα ίσο με το χρόνο κατά τον οποίο είχε εμποδιστεί το Δημόσιο να επιδιώξει την είσπραξη του χρέους με αναγκαστικά μέτρα, λόγω αναστολής εκτέλεσης που έχει χορηγηθεί με διάταξη νόμου. (παρ. 2, περ. β, άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
Στις παραπάνω υπό στοιχεία (β) και (γ) περιπτώσεις η παραγραφή συνεχίζεται μετά τη λήξη της αναστολής της και σε καμία περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα έτος από τη λήξη είτε της αναστολής πληρωμής είτε της παραβίασης της υποχρέωσης τμηματικής καταβολής είτε της αναστολής λήψης των αναγκαστικών μέτρων αντίστοιχα.
Σημείωση: Κατ’ εφαρμογή της διάταξης της ανωτέρω περίπτωσης (γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου ανεστάλη για όλο το χρονικό διάστημα ισχύος της αναστολής διενέργειας πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, που ίσχυσε από 28-6-2015 έως 31-10-2015, λόγω της τραπεζικής αργίας και της επιβολής περιορισμών στις αναλήψεις μετρητών και στην κίνηση κεφαλαίων και η οποία δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από την λήξη της αναστολής εκτέλεσης. (βλ. σχετικά έγγραφα υπ’ αριθμ. πρωτ. Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1101866 ΕΞ 2015/27-7-2015, Δ.ΕΙΣΠΡ.Β.1115433 ΕΞ 2015/3-9-2015 και Δ.ΕΙΣΠΡ.Β 1126480 ΕΞ 2015/30-9-2015).
δ) Κατά τη διάρκεια ανηλικότητας του οφειλέτη ή και δύο έτη μετά την ενηλικίωση αυτού, αν η κληρονομιά στερείται ενεργητικού, ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη κηδεμόνα ή επιτρόπου του ανηλίκου (παρ. 2 περ. γ άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
ε) Στην περίπτωση που ο οφειλέτης κατά την τελευταία διετία της παραγραφής διέμενε στο εξωτερικό για χρόνο μεγαλύτερο του μηνός συνεχόμενα ή μη, ο χρόνος παραγραφής κάθε απαίτησης του Δημοσίου παρατείνεται για δύο έτη (παρ. 3 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014)
στ) Σε περίπτωση δικαστικής αμφισβήτησης από οποιονδήποτε είτε του νόμιμου τίτλου γενικά της απαίτησης του Δημοσίου είτε της νομιμότητας της βεβαίωσης εν στενή εννοία είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξης της αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης προς είσπραξη απαίτησης του Δημοσίου, η προβλεπόμενη παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου προς βεβαίωση (εν ευρεία εννοία) ή προς είσπραξη της βεβαιωμένης απαίτησής του αναστέλλεται μέχρι την έκδοση επί της δικαστικής αυτής διένεξης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης και δεν συμπληρώνεται αυτή σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από την κοινοποίηση, με επιμέλεια των αντιδίκων του Δημοσίου και με δικαστικό επιμελητή, της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου και στον Υπουργό των Οικονομικών.
Σε περίπτωση ακύρωσης της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης εντός της ανωτέρω προθεσμίας του ενός έτους, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή άλλου προσώπου κατά νόμο ευθυνόμενου, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης που επήλθε με την ακυρωθείσα πράξη, λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα (παρ. 4 άρθρου 87 Ν. 2362/1995 και άρθρου 137 Ν. 4270/2014).
Σημειώσεις:
1. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 137 του Ν. 4270/2014, όπως τίθενται αμέσως ανωτέρω, εφαρμόζονται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη της περ. γ’ (αα) της παρ.2 του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014.
2. Επισημαίνεται ότι το αποτέλεσμα της περίπτωσης υπό στοιχείο στ’ επαγόταν κατά τις διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 87 του Ν.2362/1995 και η αίτηση του Δημοσίου προς το Δικαστήριο όπως επιτρέψει την προσωπική κράτηση του οφειλέτη του. Με την διάταξη της παρ.6 του άρθρου 67 του Ν.3842/2010 καταργήθηκε το αναγκαστικό μέτρο της προσωπικής κράτησης για είσπραξη δημοσίων εσόδων. Η αναστολή της παραγραφής που άρχισε με την υποβολή αίτησης προσωπικής κράτησης έληξε με την δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ήτοι στις 23-4-2010. Σε κάθε περίπτωση η παραγραφή των χρεών αυτών δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο τουλάχιστον έτους από τη λήξη της αναστολής.
ΙΙΙ. Λόγοι αναστολής σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4174/2013
Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, για τα οποία αποκτάται εκτελεστός τίτλος από 1-1-2014 και εφεξής, αναστέλλεται για τους λόγους που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013, ήτοι:
α) για όσο χρονικό διάστημα είχε χορηγηθεί ρύθμιση τμηματικής καταβολής,
β) για όσο χρονικό διάστημα η Φορολογική Διοίκηση δεν μπορούσε να εισπράξει το χρέος λόγω αναστολής εκτέλεσης από οποιαδήποτε αιτία (κατ’ εφαρμογή της διάταξης αυτής βλ. σχετική σημείωση στο Κεφάλαιο II, περ. γ)
Στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις (υπό στοιχεία α και β) η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από τη λήξη της αναστολής.
γ) Κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του φορολογούμενου.
δ) Κατά τη διάρκεια δικαστικής αμφισβήτησης του εκτελεστού τίτλου της απαίτησης ή της νομιμότητας της είσπραξης ή του κύρους της πράξης εκτέλεσης και μέχρι τη συμπλήρωση ενός έτους από την επίδοση στη Φορολογική Διοίκηση με δικαστικό επιμελητή αμετάκλητης δικαστικής απόφασης.
Σημείωση:
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου αυτού 137 του ν. 4270/2014, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 αυτού εφαρμόζεται και για οφειλές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 51 του Ν. 4174/2013. Συγκεκριμένα: «Σε περίπτωση ακύρωσης κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης και, εντός της προβλεπόμενης από το ίδιο άρθρο προθεσμίας, επανάληψης της ίδιας ή άλλης πράξης αναγκαστικής (διοικητικής) εκτέλεσης, επί του ιδίου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, του ιδίου ή άλλου προσώπου ευθυνομένου, η με την ακυρωθείσα πράξη επελθούσα διακοπή της παραγραφής της απαίτησης λογίζεται ως μηδέποτε εξαλειφθείσα ενώ οι συνέπειες της ακυρωθείσας πράξης αναβιώνουν αναδρομικά (π.χ. απαγόρευση διάθεσης συνεπεία επιβολής της αρχικής κατάσχεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και του ΚΠολΔ). Η ρύθμιση αυτή, λόγω της γενικότητάς της και της απουσίας αντίστοιχης διάταξης στον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, καταλαμβάνει αυτονοήτως το σύνολο των οφειλών του Δημοσίου, ήτοι ακόμη και αυτές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εν λόγω Κώδικα».
IV. Λοιποί ειδικοί λόγοι αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου
α) Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης λόγω μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατά τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990, η οποία προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.2523/1997 και ισχύει από 11 -9-1997, αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Μετά την αντικατάσταση της παρ. 7 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 34 του Ν.3220/2004, η οποία ισχύει από 1-1-2004, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής.
Σημειωτέον ότι στις περιπτώσεις που με τις εκάστοτε διατάξεις λόγω αύξησης του ορίου αξιοποίνου της μη καταβολής χρεών αποποινικοποιείτο η μη καταβολή χρεών για τα οποία είχε υποβληθεί αίτηση ποινικής δίωξης και δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, η αναστολή έληξε με τη δημοσίευση του οικείου νόμου και δεν συμπληρώνεται σε κάθε περίπτωση πριν από την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής (βλ. παρ. 4 άρθρου 34 Ν.3220/2004-ΦΕΚ 15′ Α’/28-1-2004, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 10.000 ευρώ, άρθρο 20 του Ν.4321/2015-ΦΕΚ 32Α’/21-3- 2015, με την οποία αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 5.000 ευρώ σε 50.000 ευρώ και άρθρο 8 του Ν. 4337/2015-ΦΕΚ 129 Α’/17-10-2015 με το οποίο αυξήθηκε το όριο αξιοποίνου από 50.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ).
β) Η υπαγωγή οφειλών σε νομοθετική ρύθμιση ή διευκόλυνση τμηματικής καταβολής ή η υποβολή σχετικής αίτησης, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις περί αναστολής του χρόνου παραγραφής χρεών που περιλαμβάνονται στους νόμους που διέπουν τις εκάστοτε χορηγούμενες νομοθετικές ρυθμίσεις βεβαιωμένων οφειλών, τη χορήγηση διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής οφειλών καθώς και ρυθμίσεις χρεών οφειλετών ειδικών κατηγοριών (βλ. ανωτέρω Κεφάλαιο Β, περ. VII)
γ) Η καταχώρηση ληξιπρόθεσμης οφειλής στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, κατόπιν χαρακτηρισμού αυτής ως ανεπίδεκτης είσπραξης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 82 του Κ.Ε.Δ.Ε. (Απόφαση ΠΟΛ.1259/5.12.2013, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΟΛ.1089/22.6.2016). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για χρονικό διάστημα δέκα (10) ετών από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο έγινε η καταχώρηση στα βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης.
δ) Η έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία αποβάλλεται από πίνακα κατάταξης ή διανομής καταταγείσα απαίτηση του Δημοσίου, η οποία είχε εισπραχθεί, έχει ως συνέπεια να μην προσμετράται στην προθεσμία παραγραφής ο χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της επαναβεβαίωσης της αποβληθείσας απαίτησης του Δημοσίου (άρθρο 58, παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33, παρ. 3 του Ν. 4141/2013-ΦΕΚ 81 Α’, βλ. και εγκύκλιο ΠΟΛ.1115/23.5.2013).
V. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται από γενικής ισχύος διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας
α. Λόγοι αναστολής που προβλέπονται στον Αστικό Κώδικα
1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 255 και 257 του Α.Κ. περί αναστολής παραγραφής «Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο ο δικαιούχος εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανωτέρας βίας να ασκήσει την αξίωσή του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η παραγραφή για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της ο υπόχρεος απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση. Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται στον χρόνο της παραγραφής. Όταν πάψει η αναστολή, η παραγραφή συνεχίζεται, σε καμία όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες».
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 258 του Α.Κ. περί παραγραφής κατά ανικάνων: «Η παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγιναν απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο Δικαστήριο».
3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 259 του Α.Κ. «Η παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας, δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας».
β. Άλλοι λόγοι αναστολής
1. Η χορήγηση από το δικαστήριο προληπτικών μέτρων στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρα 99 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα-ΠτΚ) κατ’ άρθρο 103, παρ. 1 του ΠτΚ, με τα οποία αναστέλλονται εν όλω ή εν μέρει τα μέτρα ατομικής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη. Κατά τη διάρκεια της αναστολής μέτρων, κατά τα ανωτέρω, αναστέλλεται η παραγραφή των οφειλών, για τις οποίες διατάχθηκαν τα προληπτικά μέτρα (δηλαδή των οφειλών που είχαν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης για το άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης, εκτός αν το δικαστήριο ρητά επεκτείνει την ισχύ των προληπτικών μέτρων/της αναστολής και σε νεότερες απαιτήσεις) κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 255 του Αστικού Κώδικα (βλ. ανωτέρω υπό α1 ).
2. Η κατάθεση αίτησης για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ή 106στ ΠτΚ (προκειμένου για αιτήσεις άμεσης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, οι οποίες κατατίθενται από 19/8/2015 ή αιτήσεις για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, εφόσον η αντίστοιχη αίτηση για το άνοιγμα της διαδικασίας είχε κατατεθεί από 19/8/2015) έχει, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 106β του ΠτΚ ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής: i. σε περίπτωση αίτησης για άμεση επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106β ΠτΚ, των απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν από την κατάθεση προς επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης και ii. σε περίπτωση κατάθεσης αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης μετά από προηγούμενο άνοιγμα διαδικασίας εξυγίανσης κατ’ άρθρο 106στ ΠτΚ, των απαιτήσεων που υφίστανται κατά την ημέρα του ανοίγματος της διαδικασίας εξυγίανσης (ημερομηνία δημοσίευσης της σχετικής απόφασης στο ακροατήριο του δικαστηρίου). Η αναστολή παραγραφής ισχύει για το χρονικό διάστημα που αρχίζει από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης και λήγει με την έκδοση της δικαστικής απόφασης για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει κατά νόμο τους τέσσερις (4) μήνες (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1066/1.6.2016).
3. Η δικαστική επικύρωση συμφωνίας συνδιαλλαγής κατ’ άρθρο 104, παρ. 1, περ. (ε) του Ν. 3588/2007 (Πτωχευτικού Κώδικα), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011 (ΦΕΚ 204 Α’) είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την αναστολή, κατά τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, της παραγραφής των απαιτήσεων των συμβαλλόμενων πιστωτών και των δικαιωμάτων των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον.
Σημείωση: Η ανωτέρω ειδική διάταξη περί αναστολής παραγραφής εφαρμόζεται επί απαιτήσεων του Δημοσίου, αν αυτό ήταν συμβαλλόμενο μέρος σε συμφωνία συνδιαλλαγής (θεσμός προϊσχύων της συμφωνίας εξυγίανσης, που εισήχθη με τον ν. 4013/2011). Κατ’ εφαρμογή όμως της προαναφερθείσας διάταξης της παραγράφου 2, περίπτωση (β) του άρθρου 87 του Ν. 2362/1995 (βλ. ανωτέρω υπό II γ), η παραγραφή των απαιτήσεων του Δημοσίου σε βάρος του οφειλέτη (και των τυχόν εγγυητών ή συνυπόχρεων εις ολόκληρον προσώπων), κατά τη διάρκεια ισχύος συμφωνίας συνδιαλλαγής, αναστέλλεται και στις περιπτώσεις όπου το Δημόσιο δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία (όπως κατά κανόνα συνέβαινε στην πράξη), λόγω της αναστολής αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των προσώπων αυτών, που προβλεπόταν στο άρθρο 104 παρ. 1, περ. (β) του ΠτΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με τον ν. 4013/2011. Η αναστολή παραγραφής καταλαμβάνει απαιτήσεις του Δημοσίου που γεννήθηκαν πριν από τη σύναψη της συμφωνίας συνδιαλλαγής (βλ. σχετικές εγκυκλίους ΠΟΛ.1087/11.6.2010 και ΠΟΛ.1115/15.7.2010).
4. Η ολοκλήρωση κατάθεσης αίτησης στο Ειρηνοδικείο για υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης χρεών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων του ν. 3869/2010
έχει ως συνέπεια την αναστολή παραγραφής των απαιτήσεων των πιστωτών που έχουν συμπεριληφθεί στην αίτηση (συγκεκριμένα, στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών που περιέχεται στην αίτηση). Η αναστολή παραγραφής διαρκεί έως την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης επί της αιτήσεως (βλ. σχετική εγκύκλιο ΠΟΛ.1036/18.3.2016).
E. ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
I. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 89 του Ν.321/1969
Οι λόγοι διακοπής της παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν. 321/1969 «Κώδικας Δημόσιου Λογιστικού» ίσχυσαν από την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, ήτοι μέχρι 31-12-1995.
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις ανωτέρω διατάξεις, η παραγραφή διακόπτεται:
α) για τους λόγους οι οποίοι προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία πλην του λόγου της με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώρισης της αξίωσης από τον υπόχρεο,
β) με την επιβολή κατάσχεσης επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη ή του εγγυητή αυτού, είτε αυτά βρίσκονται στα χέρια αυτών είτε στα χέρια τρίτων,
γ) με κάθε πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης από την έναρξη αυτής μέχρι την τελεσιδικία του πίνακα κατάταξης, η οποία (παραγραφή) αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη εκτέλεσης.
Σε περίπτωση απαγγελίας ακυρότητας της κατάσχεσης ή άλλης πράξης της διοικητικής εκτέλεσης, η παραγραφή της αξίωσης του Δημοσίου δεν συμπληρώνεται, εάν εντός τριών μηνών από την τελεσιδικία της απόφασης με την οποία απαγγέλθηκε η ακυρότητα επαναληφθεί η πράξη εκτέλεσης που ακυρώθηκε ή επιβληθεί νέα κατάσχεση επί του ίδιου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου.
Η άρση της κατάσχεσης από τη διοικητική Αρχή μετά από αίτηση του οφειλέτη δεν αναιρεί τη διακοπή της παραγραφής
Επί περισσότερων οφειλετών εις ολόκληρον η διακοπή της παραγραφής ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών. Η διακοπή της παραγραφής ως προς τον πρωτοφειλέτη ενεργεί και κατά του εγγυητή και αντιστρόφως.
II. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με τα άρθρα 88 του Ν.2362/1995 και 138 του Ν.4270/2014
Την παραγραφή χρηματικής απαίτησης του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013), διακόπτουν οι λόγοι που αναφέρονταν αρχικά στις διατάξεις του άρθρου 88 του Ν.2362/1995 και μετά την κατάργησή τους στις σχεδόν ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, στο οποίο συμπληρώθηκε η περίπτωση α της παραγράφου 1 και προστέθηκε επί πλέον νέος λόγος διακοπής της παραγραφής υπό στοιχείο (η)’, ήτοι:
α) Η κατάσχεση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή τρίτου εγγυητή αυτών και ανεξάρτητα αν αυτή ενεργείται στα χέρια των ή στα χέρια τρίτου ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση (περίπτωση α παραγράφου 1 άρθρου 138 του Ν. 4270/2014)
Σημείωση: Στην ανωτέρω περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 138 του ν. 4270/2014 συμπληρώθηκε η αντίστοιχη διάταξη της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 88 του Ν. 2362/1995 με την προσθήκη στο τέλος αυτής των λέξεων « ή αν κοινοποιήθηκε στον καθ’ ού η κατάσχεση». Η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (παρ. γ’ περίπτωση αα του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
β) Η έκδοση προγράμματος πλειστηριασμού ανεξάρτητα από την κοινοποίηση ή μη στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί το πρόγραμμα (περίπτωση β παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
γ) Η αναγγελία προς επαλήθευση στην πτώχευση είτε του οφειλέτη είτε φυσικού ή νομικού προσώπου μετ’ αυτού συνυπόχρεου ή για χρέη του οποίου ευθύνεται το πρόσωπο αυτό. Η διακοπή επέρχεται με την κοινοποίηση της αναγγελίας είτε στο γραμματέα του Πτωχευτικού Δικαστηρίου είτε στον σύνδικο της πτώχευσης.
Ειδικά επί μη προνομιακών απαιτήσεων του Δημοσίου, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση με δικαστικό επιμελητή στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείου της τελεσίδικης απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, με επιμέλεια του οφειλέτη.
Η ένωση των πιστωτών ή η αποκατάσταση του πτωχού καθώς και η ανάκληση της δικαστικής απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η πτώχευση ή η ακύρωση ή η διάρρηξη του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν επάγονται έναρξη εκ νέου της διακοπείσας με την αναγγελία παραγραφής (περίπτωση γ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
Σημείωση: Σε περίπτωση περάτωσης της πτώχευσης για άλλο λόγο, εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
δ) Η αναγγελία προς κατάταξη σε πλειστηριασμό περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη ή των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων (περίπτωση δ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
ε) Η αναγγελία στον εκκαθαριστή κληρονομίας ή στον εκκαθαριστή διαλυθέντος νομικού προσώπου. Εάν επί διάλυσης νομικού προσώπου δεν υπάρχει αμέσως γνωστός εκκαθαριστής βάσει του καταστατικού αυτού ή δικαστικής απόφασης, η παραγραφή της απαίτησης του Δημοσίου αναστέλλεται μέχρι τον ορισμό εκκαθαριστή και έξι μήνες μετά τον ορισμό αυτού (περίπτωση ε παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
Σημείωση: Σε περίπτωση που η αναγγελία λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο εκκαθάρισης, στην οποία απαγορεύεται βάσει νόμου η λήψη μέτρων αναγκαστικής/διοικητικής εκτέλεσης, η νέα παραγραφή αρχίζει μετά το πέρας της διαδικασίας εκκαθάρισης, λόγω της αναστολής παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 87, παρ. 2, περ. β του Ν. 2362/1995 ή 137, παρ. 2 περ. β του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση (ομοίου περιεχομένου διατάξεις). Τέτοιες περιπτώσεις εκκαθάρισης είναι π.χ. η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρο 106ια του Πτωχευτικού Κώδικα (βλ. την παρ. 6 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 4336/2015), η ειδική εκκαθάριση κατ’ άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990 (βλ. την παρ. 4 του άρθρου 46 αυτού), η δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας (βλ. άρθρα 1913 επ. του Αστικού Κώδικα), η εκκαθάριση αγροτικών συνεταιρισμών, όπου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας (βλ. άρθρο 27, παρ. 15 ν. 4384/2016) κ.λπ.
στ) Η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης επί ακινήτου του οφειλέτη ή οποιουδήποτε των λοιπών αναφερομένων στην περίπτωση γ’ προσώπων. Η εξάλειψη αυτών εντός του χρόνου της νέας παραγραφής, χωρίς την γραπτή συναίνεση του Δημοσίου, δεν αναιρεί τη διακοπή για ένα έτος μετά τη γραπτή γνωστοποίηση από τον οφειλέτη προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της γενομένης εξάλειψης (περίπτωση στ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
ζ) Κάθε πράξη της κατά Κ.Ε.Δ.Ε. διοικητικής (αναγκαστικής) εκτέλεσης και κάθε διαδικαστική ως προς τον πίνακα κατάταξης πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου που λαμβάνει χώρα από την έναρξη της εκτέλεσης, μέχρι να καταστεί αμετάκλητος ο πίνακας κατάταξης δανειστών. Η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες από την κοινοποίηση στο Δημόσιο, με δικαστικό επιμελητή και με επιμέλεια των αντιδίκων, της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης επί του πίνακα κατάταξης δανειστών (περίπτωση ζ παραγράφου 1 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
Η άρση της κατάσχεσης ή η εξάλειψη της υποθήκης ή η ανάκληση άλλης πράξης διοικητικής ή αναγκαστικής εκτέλεσης από τις ανωτέρω, από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή από άλλη αρμόδια προς τούτο διοικητική αρχή δεν εξαλείφει αναδρομικά τη διακοπή της παραγραφής, η οποία αρχίζει εκ νέου από την ημερομηνία της άρσης ή της εξάλειψης ή της ανάκλησης αντίστοιχα (παράγραφος 2 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
η) Η κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη ή συνοφειλέτη ή εγγυητή (περίπτωση η παραγράφου 1 άρθρου 138 Ν. 4270/2014)
Σημείωση: Η ανωτέρω διάταξη τηςπερίπτωσης η’ του άρθρου 138 του Ν. 4270/2014, με την οποία προστέθηκε νέος λόγος διακοπής της παραγραφής, εφαρμόζεται και για απαιτήσεις του Δημοσίου που δεν έχουν παραγραφεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (βλ. παρ. γ’ περίπτωση αα’ του άρθρου 183 του Ν. 4270/2014).
Επί περισσοτέρων συνοφειλετών, διαιρετώς ή εις ολόκληρον ευθυνομένων, περιλαμβανομένου και του εγγυητή, η διακοπή της παραγραφής της απαίτησης του Δημοσίου ως προς ένα από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών (παράγραφος 3 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
Με την επιφύλαξη των ανωτέρω διατάξεων οι κατά τις γενικές διατάξεις λόγοι διακοπής της παραγραφής ισχύουν και για τις απαιτήσεις του Δημοσίου (παράγραφος 4 άρθρου 88 Ν. 2362/1995 και άρθρου 138 Ν. 4270/2014).
III. Λόγοι διακοπής σύμφωνα με το άρθρο 51 του Ν. 4174/2013
Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013), για τα οποία η Φορολογική Διοίκηση αποκτά εκτελεστό τίτλο από 1-1-2014, διακόπτεται για τους παρακάτω λόγους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 51 αυτού:
α) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη της ατομικής ειδοποίησης
β) με την κοινοποίηση στον οφειλέτη οποιασδήποτε πράξης αναγκαστικής
εκτέλεσης,
γ) με την αναγγελία:
> προς επαλήθευση στην πτώχευση,
> προς κατάταξη στον υπάλληλο του πλειστηριασμού,
> στον εκκαθαριστή κληρονομιάς ή διαλυθέντος νομικού προσώπου και
> στον ειδικό εκκαθαριστή επιχείρησης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
δ) με την εγγραφή προσημείωσης ή υποθήκης επί οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου του φορολογούμενου
Σημείωση: Σε περίπτωση πτώχευσης εφαρμόζεται η γενικής ισχύος διάταξη του άρθρου 266 του Αστικού Κώδικα, κατά την οποία η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
Επί αλληλεγγύως ευθυνομένων, η διακοπή της παραγραφής ως προς έναν από αυτούς ενεργεί και κατά των λοιπών.
IV. Λόγοι διακοπής της παραγραφής που προβλέπονται από τον Α.Κ.
α) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η αναγνώριση της αξίωσης με οποιοδήποτε τρόπο.
Σημείωση: Υπό την ισχύ του Ν.Δ. 321/1969, στην παρ. 1 του άρθρου 89 αυτού ορίζεται ότι η παραγραφή διακόπτεται για τους λόγους που προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία «πλην του λόγου της καθ οιονδήποτε τρόπο αναγνωρίσεως της αξιώσεως υπό του Δημοσίου» .
β) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής.
γ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 264 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει (μεταξύ άλλων) η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση (περ. 2). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 266 αυτού, η παραγραφή που διακόπηκε με αναγγελία σε πτώχευση αρχίζει πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου.
δ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1273 και 1280 του Αστικού Κώδικα την παραγραφή διακόπτει η εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης, αντίστοιχα.
Οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονταν συμπληρωματικά μόνο με τις διατάξεις του άρθρου 89 του Ν Δ. 321/1969, δεδομένου ότι στα άρθρα 88 του Ν. 2362/1995 (παρ. 1, περ. στ) και 138 του Ν. 4270/2014 (παρ. 1, περ. στ) έχουν ενσωματωθεί αντίστοιχες ειδικές διατάξεις.
ΣΤ. ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
Ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου έχει παραταθεί με τις ακόλουθες διατάξεις:
I. του άρθρου 14 του Ν.2074/1992, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1993 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1992»,
II. της παρ.5 του άρθρου 4 του ν.2187/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1994 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1993»,
III. της παρ. 13 του άρθρου έβδομου του Ν.2275/1994, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 30-6-1995 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονταν εντός του έτους 1994»,
IV. της παρ. 34 του άρθρου 6 του Ν. 2386/1996, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1996 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. χρεών που παραγράφονται εντός του έτους 1995 και 1996 πλήν των υπαγομένων στην διάταξη της παρ.13 του άρθρου εβδόμου του Ν. 2275/1994,
V. της παρ. 23 του άρθρου 20 του Ν.2459/1997, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-1997 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 1996 και 1997. Η ισχύς της παραγράφου αρχίζει την 17-12-1996»,
VI. της παρ. 12 του άρθρου 22 του Ν.2523/1997, βάσει της οποίας « παρατείνεται μέχρι 31-12-1998 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 1997 και 1998. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
VII. της παρ.8 του άρθρου 17 του Ν.2753/1999, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2001 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των 30.000 δρχ. κατά βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται εντός των ετών 1999,2000 και 2001. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
VIII. της παρ.5 του άρθρου 11 του Ν.2954/2001, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2003 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους άνω του ποσού των πενήντα τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δρχ, (54.520 δρχ.) ή το ισόποσο των εκατόν εξήντα (160) ευρώ κατά την βασική οφειλή και συνολικά κατά οφειλέτη που παραγράφονται την 31-12-2001 και εντός των ετών 2002, 2003. Η παράταση δεν ισχύει για χρέη προς τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης»,
IX. της παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν.3808/2009, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2011 ο χρόνος παραγραφής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία του Κράτους, χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους που παραγράφονται εντός των ετών 2009, 2010»,
X. της παρ. 4 του άρθρου 15 του Ν.3888/32010, βάσει της οποίας «από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και μέχρι 31-12-2012 παρατείνεται η παραγραφή των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. και τα Τελωνεία χρεών» και
XI. της παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του Ν.4098/2012, βάσει της οποίας «παρατείνεται μέχρι 31-12-2013 η προθεσμία παραγραφής των πάσης φύσεως βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες και τα Τελωνεία χρεών που παραγράφονται εντός των ετών 2012 και 2013».
V. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
Απαίτηση του Δημοσίου η οποία έχει υποπέσει σε παραγραφή αντιτάσσεται σε συμψηφισμό για τρία (3) έτη από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (βλ. άρθρο 83, παρ. 3 του Ν.Δ. 356/1974-Κ.Ε.Δ.Ε., σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παρ. 2 του Ν. 4174/2013, προκειμένου για απαιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού, καθώς και τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 89 του Ν. 2362/1995 και 139 του Ν. 4270/2014, κατά περίπτωση).
Στην περίπτωση που η οφειλή έχει διαγραφεί λόγω παραγραφής και αντιτάσσεται σε συμψηφισμό με ανταπαίτηση του οφειλέτη, η οφειλή που διεγράφη λόγω παραγραφής πρέπει να αναβιώσει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 119 του Π.Δ. 16/1989 «Κανονισμός λειτουργίας των Δ.Ο.Υ.».
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ