Α.1151/2020 Παράταση μείωσης συντελεστών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο

Αριθ. ΦΕΚ: Β’ 2537/24.6.2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Α. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Β. ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α ΦΠΑ

Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας: 106 72, Αθήνα
Τηλέφωνο: 2132122400
Fax: 2103645413
e-mail: [email protected]
Url: www.aade.gr

ΘΕΜΑ: Παράταση μείωσης συντελεστών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΟΙ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του άρθρου δεύτερου της από 31.12.2018 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Παράταση δυνατότητας εξαίρεσης κύριας κατοικίας από τη ρευστοποίηση δυνάμει του ν. 3869/2010 (Α΄ 130), παράταση μειωμένων συντελεστών στα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο και επέκταση εφαρμογής του μέτρου του «Μεταφορικού Ισοδύναμου» του ν.  4551/2018» (Α’ 221), όπως κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4592/2019 (Α’ 20).

2. Τις διατάξεις του ν. 4389/2016 «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» (Α’ 94).

3. Τις διατάξεις του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α’ 143).

4. Τις διατάξεις του ν. 4174/2013 «Φορολογικές διαδικασίες και άλλες διατάξεις» (Α’ 170).

5. Τις διατάξεις του ν. 2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας» (Α’ 248).

6. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του «Κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α’ 98).

7. Το π.δ. 83/2019 (121 Α) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών»

8. Την υπ’ αρ. Υ2/9.7.2019 απόφαση του Πρωθυπουργού «Σύσταση θέσεων Αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργών» (Β’ 2901).

9. Την υπ’ αρ. 339/18-07-2019 κοινή απόφαση του Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομικών «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Απόστολο Βεσυρόπουλο» (Β’ 3051), καθώς και την υπ’ αρ. 340/18.7.2019, όμοια απόφαση «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη» (Β’3051).

10. Την υπ’ αρ. Δ.ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017 απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» (Β’ 968), όπως ισχύει.

11. Την εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών των αυξημένων προσφυγικών ροών στα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο.

12. Το γεγονός ότι ο μέσος αριθμός των φιλοξενούμενων στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης των προαναφερόμενων νησιών κατά το χρονικό διάστημα 1.6.2019 έως 31.5.2020, υπερβαίνει τη δυναμικότητα φιλοξενίας ανά νησί, όπως αυτή προσδιορίζεται από την πράξη σύστασης κάθε Κέντρου.

13. Το γεγονός ότι από την παρούσα απόφαση προκαλείται απώλεια εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού κατ’ εκτίμηση πενήντα εκατομμυρίων ευρώ (€ 50.000.000),

αποφασίζουμε:

1. Παρατείνουμε για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, ήτοι από 1.7.2020 έως και 31.12.2020, τη μείωση κατά τριάντα τοις εκατό (30%) των συντελεστών του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) για τα νησιά Λέρο, Λέσβο, Κω, Σάμο και Χίο και για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προβλέπονται στις διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 21 του Κώδικα Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000).

2. Η απόφαση αυτή ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

O ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΕΣΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Πηγή: Taxheaven

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 10/2018 Μεταφορά φορολογικής κατοικίας – Εξ αποστάσεως διδασκαλία, χωρίς να απαιτείται η φυσική του παρουσία στην Ελλάδα

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).

β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)»

γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. δ. Της ΠΟΛ. 1076/23.4.18 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

2. Την ΠΟΛ.1069/4.3.2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ’ αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.8.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β’ / 1.9.16) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4. Τη με ημερομηνία ηλεκτρονικής υποβολής 25.5.18 και με αριθμό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του , ΑΦΜ , κατοίκου ΑΘΗΝΩΝ, κατά της με αρ /25.4.18 αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ΨΥΧΙΚΟΥ επί του από 9.3.18 αιτήματος, και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα.

5. Την αρ /25.4.18 αρνητική απάντηση, της οποίας ζητείται η ακύρωση.

6. Τις απόψεις της Δ.Ο.Υ. ΧΟΛΑΡΓΟΥ.

7. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία ηλεκτρονικής υποβολής 25.5.18 και με αριθμό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του , η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την αρ /25.4.18 αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΨΥΧΙΚΟΥ απορρίφθηκε το από 9.3.18 αίτημα του προσφεύγοντος περί μεταφοράς της φορολογικής του κατοικίας στο ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ στο φορολογικό έτος 2017, διότι ήταν επιτηδευματίας μέχρι τις 31.8.17, οπότε και προέβη σε διακοπή εργασιών.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά την ακύρωση της ανωτέρω απόρριψης και τη μεταβολή της φορολογικής του κατοικίας από την Ελλάδα στο ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ για το φορολογικό έτος 2017, ισχυριζόμενος ότι είχε κάνει έναρξη εργασιών κατόπιν της υπογραφής σύμβασης με το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο το 2016 με αντικείμενο της εξ’ αποστάσεως διδασκαλία, χωρίς να απαιτείται η φυσική του παρουσία στην Ελλάδα για διάστημα πέραν των 20 ημερών το χρόνο. Η σύμβαση ανανεώθηκε για το ακαδημαϊκό έτος 2017. Η μόνιμη και κύρια κατοικία του, το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του, και φυσική του παρουσία άνω των 183 ημερών το έτος είναι στο ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ όπου εργάζεται στο στο Λονδίνο από το 2014.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4172/2013: «1. Ο φορολογούμενος που έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, ήτοι το παγκόσμιο εισόδημα του που αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος. Κατ” εξαίρεση ο φορολογούμενος που είναι αλλοδαπό προσωπικό των εγκατεστημένων στην Ελλάδα γραφείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 89/1967 (Α” 132), όπως ισχύει, υπόκειται σε φόρο στην Ελλάδα μόνο για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα.

2. Ο φορολογούμενος που δεν έχει τη φορολογική κατοικία του στην Ελλάδα υπόκειται σε φόρο για το φορολογητέο εισόδημα του που προκύπτει στην Ελλάδα και αποκτάται μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4172/2013: «1. Ένα φυσικό πρόσωπο είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, εφόσον:

α) έχει στην Ελλάδα τη μόνιμη ή κύρια κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων ήτοι τους προσωπικούς ή οικονομικούς ή κοινωνικούς δεσμούς του ή β) είναι προξενικός, διπλωματικός ή δημόσιος λειτουργός παρόμοιου καθεστώτος ή δημόσιος υπάλληλος που έχει την ελληνική ιθαγένεια και υπηρετεί στην αλλοδαπή.

2. Ένα φυσικό πρόσωπο που βρίσκεται στην Ελλάδα συνεχώς για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τις εκατόν ογδόντα τρεις (183) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό, είναι φορολογικός κάτοικος Ελλάδος από την πρώτη ημέρα παρουσίας του στην Ελλάδα. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση φυσικών προσώπων που βρίσκονται στην Ελλάδα αποκλειστικά για τουριστικούς, ιατρικούς, θεραπευτικούς ή παρόμοιους ιδιωτικούς σκοπούς και η παραμονή τους δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες εξήντα πέντε (365) ημέρες, συμπεριλαμβανομένων και σύντομων διαστημάτων παραμονής στο εξωτερικό. Η παρούσα παράγραφος δεν αποκλείει την εφαρμογή της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.»

Επειδή σύμφωνα με τη Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Ελλάδας-Ηνωμένου Βασιλείου (Νομοθετικό Διάταγμα 2732/1953, ΦΕΚ Α’ 329/1953):

«Άρθρον 2: 1. .. (η) Εν τη παρούσει Συβάσει, εκτός εάν άλλως απαιτεί η έννοια του κειμένου: ….1) Οι όροι «κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου» και «κάτοικος της Ελλάδος» υποδηλούν οιονδήποτε πρόσωπον το οποίον είναι κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου δια τους σκοπούς του φόρου του Ηνωμένου Βασιλείου και ούχι πρόσωπον κατοικούν ή διαμένον εν Ελλάδι δια τους σκοπούς του Ελληνικού φόρου και ούχι κάτοικος του Ηνωμένου Βασιλείου δια τους σκοπούς του φόρου του Ηνωμένου Βασιλείου. ..»

Επειδή σύμφωνα με τη ΠΟΛ.1201/2017 Διαδικασία μεταβολής της φορολογικής κατοικίας κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4172/2013 και του ν. 4174/2013: «1. Το φυσικό πρόσωπο το οποίο πρόκειται να μεταφέρει τη φορολογική του κατοικία στο εξωτερικό οφείλει να υποβάλει, το αργότερο έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαήμερου του μηνός Μαρτίου του φορολογικού έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος αναχώρησης, στο Τμήμα ή Γραφείο Συμμόρφωσης και Σχέσεων με τους Φορολογουμένους της Δ.Ο.Υ. όπου είναι υπόχρεος υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ως φορολογικός κάτοικος Ελλάδος: αίτηση (έντυπο Μ0) με συνημμένα τα έντυπα Μ1 και Μ7 συμπληρωμένα, όπως ορίζουν οι κείμενες διατάξεις, και επιπλέον για τον ορισμό φορολογικού εκπροσώπου του στην Ελλάδα έγγραφη δήλωση με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους. Παράλληλα, συνυποβάλλει τα σχετικά δικαιολογητικά κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παρ.2 και 3 της παρούσας.

2. Το προαναφερθέν φυσικό πρόσωπο οφείλει να προσκομίσει, το αργότερο έως την τελευταία εργάσιμη ημέρα του πρώτου δεκαήμερου του μηνός Σεπτεμβρίου του φορολογικού έτους που ακολουθεί το φορολογικό έτος αναχώρησης, στο ως άνω Τμήμα ή Γραφείο της Δ.Ο.Υ.: (α) Βεβαίωση φορολογικής κατοικίας από την αρμόδια φορολογική αρχή του κράτους όπου δηλώνει φορολογικός κάτοικος, από την οποία να προκύπτει ότι είναι φορολογικός κάτοικος αυτού του κράτους. Εάν ο φορολογούμενος έχει εγκατασταθεί σε κράτος με το οποίο υφίσταται Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας Εισοδήματος (στο εξής ΣΑΔΦΕ), μπορεί να προσκομίσει, αντί της βεβαίωσης, την προβλεπόμενη Αίτηση για την Εφαρμογή της ΣΑΔΦΕ όπου είναι ενσωματωμένο το πιστοποιητικό φορολογικής κατοικίας (δίγλωσσα έντυπα) ή (β) Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται η έκδοση των ανωτέρω από την αρμόδια φορολογική αρχή, αντίγραφο της εκκαθάρισης της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος ή, ελλείψει εκκαθάρισης, αντίγραφο της σχετικής δήλωσης φορολογίας εισοδήματός του, που υπέβαλε στο άλλο κράτος ως φορολογικός κάτοικος του κράτους αυτού. γ) Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατή η προσκόμιση κάποιων από τα ανωτέρω δικαιολογητικά (υπό α’ ή β’), επειδή αποδεδειγμένα η αλλοδαπή φορολογική αρχή δεν τα εκδίδει, τότε απαιτείται βεβαίωση από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική ή άλλη αναγνωρισμένη αρχή, με την οποία θα αποδεικνύεται η μόνιμη και σταθερή εγκατάσταση του προσώπου αυτού στο άλλο κράτος.

3. Επιπλέον των οριζομένων στην παράγραφο 2, ο φορολογούμενος οφείλει να προσκομίσει, κατά περίπτωση, και τα κάτωθι: α) Δικαιολογητικά που να αποδεικνύουν την ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασής του στη χώρα όπου δηλώνει κάτοικος, προκειμένου να διαπιστώνεται ότι έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 183 ημέρες στη χώρα αυτή μέσα σε ορισμένο φορολογικό έτος, ήτοι στο προηγούμενο έτος από εκείνο εντός του οποίου γίνεται η αίτηση μεταβολής. Τα δικαιολογητικά αυτά μπορεί να είναι, εναλλακτικά και ενδεικτικά, έγγραφα περί ανάληψης μισθωτής εργασίας, έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας στην εν λόγω χώρα και υπαγωγής του στην ασφαλιστική νομοθεσία της χώρας αυτής, εγγραφής σε δημοτολόγιο της εν λόγω χώρας, μίσθωσης κατοικίας, εγγραφής ή παρακολούθησης σχολείων των τέκνων στη χώρα αυτή. Αντί των πιο πάνω επιπλέον δικαιολογητικών, ο φορολογούμενος δύναται να προσκομίζει πιστοποιητικά φορολογικής κατοικίας από τη χώρα στην οποία δηλώνει κάτοικος των δύο (2) προηγούμενων ετών από το έτος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση μεταβολής. β) Ειδικότερα, για την περίπτωση που ένας εκ των συζύγων ή μερών συμφώνου συμβίωσης αιτείται τη μεταβολή της φορολογικής του κατοικίας ενώ ο άλλος παραμένει φορολογικός κάτοικος Ελλάδος, πέραν των δικαιολογητικών της παραγράφου 2 και της περίπτωσης α’ της παρούσας παραγράφου, θα πρέπει να προσκομίζονται επιπλέον και αθροιστικά και τα κάτωθι δικαιολογητικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο αιτούμενος τη μεταβολή πράγματι βρίσκεται εκτός Ελλάδος και έχει οργανώσει τη ζωή του στην αλλοδαπή κατά τρόπο μόνιμο ή διαρκή:

– στοιχεία για την απασχόλησή του στην αλλοδαπή, από τα οποία αποδεικνύεται ο μόνιμος ή μακροπρόθεσμος χαρακτήρας της απασχόλησης,

– στοιχεία για την ύπαρξη τραπεζικού λογαριασμού στην αλλοδαπή,

– στοιχεία για την ύπαρξη ιδιόκτητης ή μισθωμένης κατοικίας του και λογαριασμών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας στην αλλοδαπή καθώς και

– στοιχεία για την απόκτηση φορολογικού, ασφαλιστικού ή αντίστοιχου μητρώου στην αλλοδαπή (πχ ΑΜ κοινωνικής ασφάλισης).

4. Τα ως άνω αλλοδαπά δημόσια έγγραφα, όπως αυτά καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1497/1984 (Α’188) θα προσκομίζονται κατά τα διεθνή νόμιμα (σφραγίδα apostille, προξενική θεώρηση, θεώρηση από το ελληνικό προξενείο, κατά τα οριζόμενα σε διεθνείς συνθήκες που έχουν κυρωθεί με νόμο από την Ελλάδα, κατά περίπτωση).

5 Ως ημερομηνία μεταβολής καταχωρείται στο υποσύστημα Μητρώου, η αναγραφόμενη από τον φορολογούμενο στο έντυπο Μ1 Ο φορολογούμενος, εφόσον είναι υπόχρεος σε υποβολή δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στην Ελλάδα, δύναται να την υποβάλει ως φορολογικός κάτοικος εξωτερικού το αργότερο μέχρι τη λήξη του φορολογικού έτους που ακολουθεί το έτος αναχώρησης

6….

7. Ο φορολογούμενος οφείλει να διατηρεί όλα τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την απόδειξη της φορολογικής του κατοικίας στην αλλοδαπή σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου.

8. Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή για αιτήσεις μεταβολής φορολογικής κατοικίας που υποβάλλονται εντός του 2017 και επόμενα και αφορούν μεταβολή φορολογικής κατοικίας φυσικού προσώπου για τα έτη 2016 και επόμενα, αντίστοιχα. Οι φορολογούμενοι των οποίων οι υποβληθείσες εντός του 2017 αιτήσεις απορρίφθηκαν, δύνανται να προβούν σε εκ νέου υποβολή σχετικής αίτησης, η οποία εξετάζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρούσα, εφόσον πληρούν τις τιθέμενες στην παρούσα προϋποθέσεις.

9. Η παρούσα ισχύει από τη δημοσίευσή της. Η Απόφαση ΓΓΔΕ ΠΟΛ.1058/18.3.2015 καταργείται από την έναρξη ισχύος της παρούσας.»

Επειδή προκειμένου να κριθεί εάν ένα φυσικό πρόσωπο έχει (ή πολλώ μάλλον μεταβάλλει την επί μακρόν διατηρούμενη από αυτό) κατοικία, πρέπει να συνεκτιμώνται όλα τα πρόσφορα στοιχεία (πρβλ. ΣτΕ 1948/1956, ΣτΕ 3870/2002, ΣτΕ 3973/2005, ΣτΕ 1113/2008, ΣτΕ 259/2011 κ.ά.),όπως ιδίως η ύπαρξη στέγης, η φυσική παρουσία του ίδιου, των μελών της οικογένειάς του (στην οποία δεν περιλαμβάνονται μόνον ο ή η σύζυγος και τα τέκνα αυτού), ο τόπος άσκησης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων, ο τόπος των περιουσιακών συμφερόντων, ο τόπος των διοικητικών δεσμών με τις δημόσιες αρχές και φορείς (ασφαλιστικούς, επαγγελματικούς, κοινωνικούς), ο τόπος ανάπτυξης πολιτικών, πολιτισμικών ή άλλων δραστηριοτήτων.

Συνεπώς, για τη θεμελίωση της φορολογικής υποχρέωσης ενός φυσικού προσώπου, η φορολογική αρχή πρέπει να προβαίνει σε ειδικώς αιτιολογημένη κρίση αναφορικά με το εάν το πρόσωπο αυτό έχει κατοικία στην Ελλάδα, φέρουσα κατ’ αρχήν και το βάρος απόδειξης των πραγματικών περιστατικών που τεκμηριώνουν, επαρκώς, ενόψει των συνθηκών, την ύπαρξή της (ΣτΕ 1445/2016).

Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».

Επειδή, εν προκειμένω, ο προσφεύγων προσκόμισε, με την παρούσα προσφυγή και με το αρ. ΔΕΔ /4.10.18 υπόμνημα, τα κάτωθι δικαιολογητικά:

1. Επιστολή Βεβαίωση κατοικίας (Letter of Residence) από τη Βασιλική Υπηρεσία Εσόδων & Δασμών του Ηνωμένου Βασιλείου με το οποίο βεβαιώνεται στις 11.12.17 ότι ο προσφεύγων, με διεύθυνση κατοικίας την , είναι κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου από τις 1.10.14 έως τις 30.11.17 όσον αφορά τις φορολογικές του υποχρεώσεις.

2. Την από 14.3.17 καθώς και την από 1.10.18 βεβαίωση του ότι ο προσφεύγων εργάζεται ως σε θέση πλήρους και μόνιμης απασχόλησης από τις 8.9.12 έως και σήμερα.

3. Συμβόλαιο μίσθωσης κατοικίας στη διεύθυνση με διάρκεια μίσθωσης 26.4.17-25.4.18.

4. Συμβόλαιο μίσθωσης κατοικίας στη διεύθυνση με διάρκεια μίσθωσης 26.4.18-25.4.19.

5. Βεβαιώσεις P60 End of year certificate έτους λήξης 5 Απριλίου 2017, 2016, 2015, 2014 του προσφεύγοντος με εργοδότη το , με αποδοχές ύψους 40.254,88 £, 39.097,11 £, 37.245,96 £ & 36.122,22 £, αντίστοιχα.

6. Την από 1.10.16 Σύμβαση ανάθεσης έργου του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου στον προσφεύγοντα ως μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού με έργο την ‘ανοιχτή και εξ’ αποστάσεως διδασκαλία’ με διάρκεια από την 1.10.16 έως την 31.7.17 και τόπο εκτέλεσης και παροχής των υπηρεσιών την Αθήνα, ορίζοντας ρητώς ότι ως έδρα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του προσφεύγοντα εννοείται ο τόπος άσκησης της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας αυτού. Η συμφωνηθείσα αμοιβή είναι ύψους 11.170,00 € μεικτά. Επιπλέον ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους ο προσφεύγων υποχρεούται να παρίσταται σε 5 έως 6 ομαδικές συμβουλευτικές συναντήσεις των φοιτητών του κατ’ έτος, να καθορίζει 3 ώρες εβδομαδιαίως ως ‘χρόνο γραφείου’ για την τηλεφωνική υποβολή ερωτημάτων από τους φοιτητές του, όπως και στην περίπτωση διαμονής του διδάσκοντα εκτός Ελλάδας, και να συναντάται 3 τουλάχιστον φορές κατ’ έτος με τους άλλους συναδέλφους της ομάδας διδακτικού προσωπικού.

7. Την από 10.10.17 Σύμβαση ανάθεσης έργου του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου στον προσφεύγοντα ως μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού με έργο την ‘ανοιχτή και εξ’ αποστάσεως διδασκαλία’ με διάρκεια από την 10.10.17 έως την 31.7.18 και τόπο εκτέλεσης και παροχής των υπηρεσιών την Αθήνα, ορίζοντας ρητώς ότι ως έδρα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του προσφεύγοντα εννοείται ο τόπος άσκησης της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας αυτού. Η συμφωνηθείσα αμοιβή είναι ύψους 9.190,00 € μεικτά. Επιπλέον ορίζεται ότι κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους ο προσφεύγων υποχρεούται να παρίσταται σε 5 έως 6 ομαδικές συμβουλευτικές συναντήσεις των φοιτητών του κατ’ έτος είτε δια ζώσης είτε ψηφιακά, να καθορίζει 3 ώρες εβδομαδιαίως ως ‘χρόνο γραφείου’ για την τηλεφωνική υποβολή ερωτημάτων από τους φοιτητές του, όπως και στην περίπτωση διαμονής του διδάσκοντα εκτός Ελλάδας, και να συναντάται 3 τουλάχιστον φορές κατ’ έτος με τους άλλους συναδέλφους της ομάδας διδακτικού προσωπικού.

8. Τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του προσφεύγοντος προς το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο έτους 2017, και Ε3 φορολογικού έτους 2016.

9. Λογαριασμός ηλεκτρικού ρεύματος περιόδου 15.11.16-10.8.17 με διεύθυνση κατοικίας στη

Επειδή, η εργασία του προσφεύγοντος στο αφορά θέση πλήρους και μόνιμης απασχόλησης. Η σύμβαση ανάθεσης έργου του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου στον προσφεύγοντα ως μέλος Συνεργαζόμενου Εκπαιδευτικού Προσωπικού αφορά το έργο της ανοιχτής και εξ’ αποστάσεως διδασκαλία, με συγκεκριμένο και περιορισμένο αριθμό ημερών υποχρεωτικής φυσικής παρουσίας του προσφεύγοντος στην Ελλάδα, με ορισμένη διάρκεια σύμβασης, και με οικονομικά οφέλη που απορρέουν από αυτή τη σύμβαση σαφώς χαμηλότερα.

Επειδή, η προσβαλλόμενη αρνητική απάντηση της Δ.Ο.Υ. επί της αίτησης μεταφοράς της φορολογικής κατοικίας του προσφεύγοντος για το έτος 2017 δεν αιτιολόγησε επαρκώς βάσει όλων των πρόσφορων στοιχείων που διέθετε κατά πόσο οι οικονομικοί δεσμοί του προσφεύγοντα στην Ελλάδα είναι ισχυροί ώστε το κέντρο των ζωτικών του συμφερόντων να βρίσκεται στην Ελλάδα.

Επειδή, προσκομίσθηκαν όλα τα δικαιολογητικά των παραγράφων 2 & 3α της ΠΟΛ.1201/2017 που απαιτούνται στην περίπτωση του προσφεύγοντος (ως άγαμου), καθώς και πρόσθετα στοιχεία, τα οποία συνολικά αποδεικνύουν την ύπαρξη του κέντρου των ζωτικών του συμφερόντων προσφεύγοντος για το φορολογικό έτος 2017 στο Ηνωμένο Βασίλειο, και συνεπώς προκύπτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των ισχυουσών διατάξεων για τη μεταφορά της φορολογικής κατοικίας του προσφεύγοντος στο Ηνωμένο Βασίλειο το φορολογικό έτος 2017.

Αποφασίζουμε 

Την αποδοχή της με ημερομηνία ηλεκτρονικής υποβολής 25.5.18 και με αριθμό ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής του , ΑΦΜ

Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Υπόθεση C-566/16 Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς»

Στην υπόθεση C‑566/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nyíregyházi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Nyíregyháza, Ουγγαρία) με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Dávid Vámos

κατά

Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér καθώς και από την E. E. Sebestyén,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios καθώς και από τον B. Béres,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Dávid Vámos και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διευθύνσεως προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ουγγαρία) (στο εξής: διεύθυνση προσφυγών), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας με την οποία διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εκ μέρους του D. Vámos και επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο και τόκοι υπερημερίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3 Το άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«1. Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

[…]»

4 Το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Κάθε υποκείμενος στο φόρο δηλώνει την έναρξη, τη μεταβολή ή την παύση της δραστηριότητάς του ως υποκείμενου στον φόρο.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν και μπορούν να απαιτούν, με τις προϋποθέσεις που ορίζουν, την υποβολή της δήλωσης με ηλεκτρονικά μέσα.»

5 Το άρθρο 214 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποκτούν ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) κάθε υποκείμενος στον φόρο, εκτός αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, ο οποίος διενεργεί στο αντίστοιχο έδαφός τους παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών για τις οποίες του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, εκτός των παραδόσεων αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών για τις οποίες ο ΦΠΑ οφείλεται αποκλειστικά από τον λήπτη υπηρεσιών ή τον αποκτώντα αγαθά σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 197 και το άρθρο 199·

[…]».

6 Το άρθρο 272 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους ακόλουθους υποκείμενους στον φόρο από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6:

[…]

δ) τους υποκείμενους στον φόρο που επωφελούνται της απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις όπως προβλέπεται στα άρθρα 282 έως 292,

[…]».

7 Το άρθρο 273 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα κάτωθι:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων τιμολόγησης εκτός από αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.»

8 Το άρθρο 281 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, τα οποία συναντούν δυσκολίες σχετικά με την υπαγωγή των μικρών επιχειρήσεων, λόγω της δραστηριότητας ή της δομής τους, στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, μπορούν, μέσα στα όρια και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν και έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ, να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες επιβολής και είσπραξης του φόρου, όπως καθεστώτα κατ’ αποκοπή, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν οδηγούν σε μείωση του φόρου.»

9 Το άρθρο 282 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Απαλλαγές ή προοδευτικές μειώσεις», του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII («Ειδικά καθεστώτα») αυτής, ορίζει τα εξής:

«Οι απαλλαγές και οι μειώσεις που προβλέπονται στο παρόν τμήμα εφαρμόζονται στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις μικρές επιχειρήσεις.»

10 Το άρθρο 287 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1978 μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκείμενους στον φόρο των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι το πολύ ίσος με την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση το συντελεστή μετατροπής που ίσχυε την ημέρα της προσχώρησής τους στην Κοινότητα:

[…]

12) η Ουγγαρία, 35 000 EUR,

[…]».

11 Το άρθρο 290 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι υποκείμενοι στον φόρο, που δικαιούνται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ, μπορούν να επιλέξουν είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής του ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281. Στην περίπτωση αυτή, τυγχάνουν των προοδευτικών μειώσεων του φόρου, οι οποίες προβλέπονται ενδεχομένως από την εθνική τους νομοθεσία.»

Το ουγγρικό δίκαιο

Ο νόμος περί ΦΠΑ

12 Το άρθρο 2 του az általános forgalmi adóról szóló 2007. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2007 σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ) προβλέπει τα εξής:

«Βάσει του παρόντος νόμου, υπόκεινται στον [ΦΠΑ]:

(a) οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στον φόρο –υπό την ιδιότητά του αυτή– εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Ουγγαρίας […]».

13 Το άρθρο 187 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«1) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια με οικονομικό σκοπό ή ο οποίος, ελλείψει τέτοιας εγκαταστάσεως, έχει την κατοικία ή τον συνήθη τόπο διαμονής του στην εθνική επικράτεια, δικαιούται να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο.

2) Σε περίπτωση ασκήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο του δικαιώματος επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια της προσωπικής απαλλαγής και υπό την ιδιότητα απαλλασσόμενου προσώπου, ο υποκείμενος στον φόρο

a) δεν υπόκειται σε πληρωμή του φόρου·

b) δεν δικαιούται να εκπέσει τον φόρο εισροών·

c) μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ούτε το ποσό του μετακυλιόμενου φόρου ούτε ο συντελεστής που ορίζεται στο άρθρο 83.»

14 Το άρθρο 188, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Δικαίωμα επιλογής προσωπικής απαλλαγής υφίσταται εάν το ποσό της καταβληθείσας ή οφειλόμενης αντιπαροχής για όλες τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο βάσει του άρθρου 2, στοιχείο a, εκπεφρασμένο σε [ουγγρικά φιορίνια (HUF)] σε ετήσια βάση, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσοτικό όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 2

a) ούτε πραγματικά κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται του ημερολογιακού έτους αναφοράς,

b) ούτε πραγματικά ή βάσει εύλογων προβλέψεων κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς.»

15 Το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, όριζε ότι το μέγιστο ποσοτικό όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής είχε καθοριστεί στο ποσό των 5 000 000 HUF (περίπου 16 040 ευρώ). Από την 1η Ιανουαρίου 2013 το όριο αυτό αυξήθηκε στα 6 000 000 HUF (περίπου 19 250 ευρώ).

Ο κώδικας φορολογικής διαδικασίας

16 Το άρθρο 16 του adózás rendjéről szóló 2003. évi XCII. törvény (νόμου XCII του 2003 περί κώδικα φορολογικής διαδικασίας, στο εξής: κώδικας φορολογικής διαδικασίας) έχει ως εξής:

«1) Μόνον ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου μπορεί να ασκεί υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 20 και 21.

2) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα οφείλει να δηλώσει στην κρατική φορολογική αρχή την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου να του χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου.»

17 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας ορίζει ότι «ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει, εάν η φορολογική υποχρέωση ή η υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητά του αντιστοιχούν σε εκείνη ατομικής επιχειρήσεως βάσει του νόμου για τη ρύθμιση της δραστηριότητας ατομικής επιχειρήσεως, να ζητήσει τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου υποβάλλοντας, στην αρμόδια για τις υποθέσεις ατομικών επιχειρήσεων αρχή, δήλωση ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (δεόντως συμπληρωμένο έντυπο δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας), εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωσή του υποβολής στην κρατική φορολογική αρχή δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας».

18 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας δηλώνει κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης σε φόρο δραστηριότητας ότι επιλέγει την προσωπική απαλλαγή.»

19 Το άρθρο 172, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 2, μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους έως 200 000 [HUF (περίπου 640 ευρώ)], εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, και έως 500 000 [HUF (περίπου 1 600 ευρώ)], στην περίπτωση των λοιπών υποκειμένων στον φόρο, εάν δεν εκπληρωθούν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (αρχική δήλωση και γνωστοποίηση τροποποιήσεων), η υποχρέωση παροχής δεδομένων ή ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού ή η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

20 Μετά από διενέργεια ελέγχου, η ουγγρική φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του έτους 2007 και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε πραγματοποιήσει 778 πωλήσεις ηλεκτρονικών ειδών σε δύο ηλεκτρονικές πλατφόρμες, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο υποκειμένων σε ΦΠΑ και χωρίς να έχει δηλώσει εισοδήματα από τις πωλήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, του επέβαλε πρόστιμο.

21 Η εν λόγω φορολογική αρχή διαπίστωσε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, ο D. Vámos είχε ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής φορολογικής απαλλαγής, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 188, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, και ότι, μεταξύ της 1ης και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε επίσης ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα ήταν αμελητέα.

22 Στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos ενεγράφη στο μητρώο των υποκειμένων σε ΦΠΑ και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή, ήτοι ένα ουγγρικό καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 187 επ. του νόμου περί ΦΠΑ.

23 Με χωριστή διαδικασία από εκείνη που οδήγησε στην επιβολή προστίμου σε βάρος του D. Vámos, η ουγγρική φορολογική αρχή προέβη σε εκ των υστέρων έλεγχο των φορολογικών δηλώσεών του αναφορικά με το σύνολο των φόρων και των δημοσιονομικών ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2012 έως 2014. Κατόπιν του σχετικού ελέγχου, η εν λόγω αρχή διαπίστωσε ότι ο D. Vámos όφειλε ΦΠΑ για το διάστημα μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2012 και του πρώτου τριμήνου του 2014 και, επί τη βάσει της κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσας καθυστερούμενης φορολογικής οφειλής, του επέβαλε νέο φορολογικό πρόστιμο και τόκους υπερημερίας.

24 Ο D. Vámos άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της διευθύνσεως προσφυγών, η οποία επικύρωσε την τελευταία αυτή απόφαση. Η διεύθυνση προσφυγών, αφενός, αναφέρθηκε στο άρθρο 187, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ, βάσει του οποίου ο D. Vámos μπορούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή, και, αφετέρου, επισήμανε ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας παρείχε τη δυνατότητα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής μόνο κατά τη δήλωση ενάρξεως των φορολογητέων δραστηριοτήτων και ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορούσε πλέον να ασκηθεί στη συνέχεια. Σύμφωνα με τη διεύθυνση προσφυγών, δεδομένου ότι ο D. Vámos δεν είχε καταχωρισθεί στο μητρώο της φορολογικής αρχής και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή μόλις στις 22 Ιανουαρίου 2014, είχε δικαίωμα να τύχει της προσωπικής απαλλαγής μόνο μετά την ημερομηνία αυτή.

25 Ο D. Vámos άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής της διευθύνσεως προσφυγών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 του νόμου περί ΦΠΑ συνεπάγεται μόνον την υπαγωγή στον ΦΠΑ και, συνακόλουθα, υποχρέωση υποβολής δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 16 του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, όχι όμως υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ. Στο μέτρο που τα έσοδα του D. Vámos, όπως αυτά καθορίστηκαν από την ουγγρική φορολογική αρχή, δεν υπερέβαιναν, ούτε για το 2012 ούτε για το 2013, το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής, η ουγγρική φορολογική αρχή δεν έπρεπε να τον θεωρήσει υπόχρεο στην καταβολή ΦΠΑ για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, αλλά αντιθέτως όφειλε να τον ρωτήσει, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου, εάν επιθυμούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή.

26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Nyíregyháza, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η φορολογική αρχή μπορεί να αποκλείσει, επ’ ευκαιρία εκ των υστέρων φορολογικού ελέγχου, το δικαίωμα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής, με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο έχει το εν λόγω δικαίωμα μόνον κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης στον φόρο δραστηριότητάς του;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

28 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα άρθρα 282 έως 292 και, ειδικότερα, το άρθρο 287, σημείο 12, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπουν τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να χορηγούν στις μικρές επιχειρήσεις απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

29 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το άρθρο 290 της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα για τον υποκείμενο στον φόρο, που δικαιούται να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ, να επιλέξει είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281 της οδηγίας αυτής.

30 Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το γράμμα των άρθρων 281 και 284 έως 287 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν και να διατηρούν σε ισχύ τα ειδικά καθεστώτα επιβολής ΦΠΑ, εφόσον τα καθεστώτα αυτά είναι σύμφωνα με το σύστημα του ΦΠΑ. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 49 της ίδιας οδηγίας αναφέρει ότι, όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα ειδικά τους καθεστώτα.

31 Τέλος, το καθεστώς της προσωπικής απαλλαγής, που προβλέπεται από το ουγγρικό δίκαιο, είναι ένα ειδικό καθεστώς που επιτρέπει στις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Αυτό το καθεστώς απαλλαγής που εφαρμόζεται στις μικρές επιχειρήσεις συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 187, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ, δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών και μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ο ΦΠΑ. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η δυνατότητα επιλογής της απαλλαγής από τον φόρο μπορεί να ασκηθεί και μετά την υποβολή δηλώσεως περί ενάρξεως δραστηριότητας, αλλά μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

32 Εν προκειμένω, ο υποκείμενος στον φόρο είχε ζητήσει να τύχει της προσωπικής απαλλαγής, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα επιλογής της απαλλαγής αυτής θα έπρεπε να έχει ασκηθεί κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο επιθυμούσε να τύχει της εν λόγω απαλλαγής.

33 Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία ΦΠΑ δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει σε υποκείμενο στον φόρο υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και αν τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής από τον φόρο για τις μικρές επιχειρήσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 30). Έχει επίσης κρίνει ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν αντιτίθεται στην επιβολή διοικητικού προστίμου για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως από υποκείμενο στον φόρο, υπό τον όρο ότι το πρόστιμο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 37).

34 Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν κράτος μέλος δύναται να εξαρτά τη χορήγηση καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών από την επιλογή, εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, ενός τέτοιου καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεώς του περί ενάρξεως ασκήσεως δραστηριότητας και αν, ελλείψει τέτοιας επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο επ’ ευκαιρία υποβολής της δηλώσεως αυτής, δύναται να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

35 Επισημαίνεται, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος των μικρών επιχειρήσεων αποτελεί δυνατότητα η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη για την οργάνωση του συστήματος φορολογήσεως.

36 Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, αλλά τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εισπράξεως του ΦΠΑ και για την αποφυγή της απάτης.

37 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Cabinet Medical Veterinar Dr. Tomoiagă Andrei, C‑144/14, EU:C:2015:452, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38 Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 273 της οδηγίας ΦΠΑ, πέραν των ορίων που θέτει, δεν ορίζει ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τις υποχρεώσεις τις οποίες δύνανται να επιβάλλουν τα κράτη μέλη και, συνεπώς, παρέχει σε αυτά ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέσα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39 Είναι ασφαλώς αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 272, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο που επωφελούνται καθεστώτος απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6 του τίτλου XI της ίδιας αυτής οδηγίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια απλή δυνατότητα, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο από τις υποχρεώσεις αυτές.

40 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα σημεία 34 και 46 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ότι η απόφαση του Ούγγρου νομοθέτη να θεσπίσει ένα καθεστώς απαλλαγών, εξαρτώντας ταυτόχρονα την εφαρμογή του από ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως που η οδηγία περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη.

41 Εντούτοις, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων που θεσπίζουν για να διασφαλίσουν την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ και να αποτρέψουν τη φοροδιαφυγή, οφείλουν, ωστόσο, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της ασφάλειας δικαίου.

42 Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, ότι η απαίτηση καταβολής ΦΠΑ για πραγματοποιηθείσες πωλήσεις δεν συνιστά κύρωση για την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως της ενάρξεως δραστηριότητας και επιλογής καθεστώτος απαλλαγής, αλλά είσπραξη του ΦΠΑ που κατέστη απαιτητός με την έναρξη, εκ μέρους επιχειρηματία όπως ο D. Vámos, της οικονομικής του δραστηριότητας.

43 Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg (C‑269/03, EU:C:2004:512), το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος, το οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας να παράσχει στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα επιλογής ειδικού καθεστώτος φορολογήσεως, να θεσπίζει ρύθμιση η οποία εξαρτά την πλήρη έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών από την προηγούμενη έγκριση της φορολογικής αρχής, χωρίς η έγκριση αυτή να έχει αναδρομική ισχύ.

44 Το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι η μη αναδρομικότητα της διαδικασίας εγκρίσεως δεν την καθιστά δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑269/03, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg, EU:C:2004:512, σκέψη 29).

45 Από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ καθίσταται εφαρμοστέο σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο δεν επέλεξε το καθεστώς προσωπικής απαλλαγής. Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία η οποία αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ.

46 Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει, στον τομέα του ΦΠΑ, τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 29), έχει κριθεί ότι τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου και για την αποφυγή της φοροδιαφυγής δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Rusedespred, C‑138/12, EU:C:2013:233, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή στους υποκειμένους στον φόρο της δυνατότητας να επιλέγουν το καθεστώς απαλλαγής μετά την προβλεπόμενη προθεσμία θα τους παρείχε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος των επιχειρηματιών που έχουν τηρήσει δεόντως τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Πράγματι, οι υποκείμενοι στον φόρο θα μπορούσαν να επιλέξουν εκ των υστέρων και, ως εκ τούτου, έχοντας τη δυνατότητα να στηριχθούν στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους, το φορολογικό καθεστώς που είναι το πλέον συμφέρον γι’ αυτούς.

48 Πλην όμως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη διαφορετική μεταχείριση, από απόψεως ΦΠΑ, των υποκειμένων στον φόρο που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση και, επομένως, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

49 Κατά συνέπεια, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και, γενικότερα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποκειμένων στον φόρο δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ στους υποκειμένους στον φόρο που παρέλειψαν να επιλέξουν ένα από τα καθεστώτα απαλλαγών κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως ενάρξεως της οικονομικής τους δραστηριότητας, έστω και αν το προϊόν της δραστηριότητάς τους δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις.

50 Τρίτον, επισημαίνεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αλλά και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των εξουσιών που τους παρέχουν οι οδηγίες της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51 Η αρχή αυτή επιτάσσει να μην μπορεί επ’ αόριστον να τίθεται εν αμφιβόλω η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Fatorie, C‑424/12, EU:C:2014:50, σκέψη 46).

52 Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι της προσωπικής απαλλαγής από τον φόρο δεν οφείλουν ΦΠΑ και ότι, επομένως, δεν χρειάζεται να τον μετακυλίσουν στους πελάτες τους, ενδέχεται να είναι αναγκαίο οι φορολογικές αρχές να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι επέλεξαν αυτό το καθεστώς απαλλαγής.

53 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

54 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

Επί των δικαστικών εξόδων

55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Υπόθεση C-566/16 Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς»

Στην υπόθεση C‑566/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nyíregyházi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Nyíregyháza, Ουγγαρία) με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Dávid Vámos

κατά

Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér καθώς και από την E. E. Sebestyén,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios καθώς και από τον B. Béres,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Dávid Vámos και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διευθύνσεως προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ουγγαρία) (στο εξής: διεύθυνση προσφυγών), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας με την οποία διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εκ μέρους του D. Vámos και επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο και τόκοι υπερημερίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3 Το άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:

«1. Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.

[…]»

4 Το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«Κάθε υποκείμενος στο φόρο δηλώνει την έναρξη, τη μεταβολή ή την παύση της δραστηριότητάς του ως υποκείμενου στον φόρο.

Τα κράτη μέλη επιτρέπουν και μπορούν να απαιτούν, με τις προϋποθέσεις που ορίζουν, την υποβολή της δήλωσης με ηλεκτρονικά μέσα.»

5 Το άρθρο 214 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποκτούν ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου τα ακόλουθα πρόσωπα:

α) κάθε υποκείμενος στον φόρο, εκτός αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, ο οποίος διενεργεί στο αντίστοιχο έδαφός τους παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών για τις οποίες του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, εκτός των παραδόσεων αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών για τις οποίες ο ΦΠΑ οφείλεται αποκλειστικά από τον λήπτη υπηρεσιών ή τον αποκτώντα αγαθά σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 197 και το άρθρο 199·

[…]».

6 Το άρθρο 272 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους ακόλουθους υποκείμενους στον φόρο από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6:

[…]

δ) τους υποκείμενους στον φόρο που επωφελούνται της απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις όπως προβλέπεται στα άρθρα 282 έως 292,

[…]».

7 Το άρθρο 273 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα κάτωθι:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων τιμολόγησης εκτός από αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.»

8 Το άρθρο 281 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη, τα οποία συναντούν δυσκολίες σχετικά με την υπαγωγή των μικρών επιχειρήσεων, λόγω της δραστηριότητας ή της δομής τους, στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, μπορούν, μέσα στα όρια και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν και έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ, να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες επιβολής και είσπραξης του φόρου, όπως καθεστώτα κατ’ αποκοπή, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν οδηγούν σε μείωση του φόρου.»

9 Το άρθρο 282 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Απαλλαγές ή προοδευτικές μειώσεις», του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII («Ειδικά καθεστώτα») αυτής, ορίζει τα εξής:

«Οι απαλλαγές και οι μειώσεις που προβλέπονται στο παρόν τμήμα εφαρμόζονται στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις μικρές επιχειρήσεις.»

10 Το άρθρο 287 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1978 μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκείμενους στον φόρο των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι το πολύ ίσος με την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση το συντελεστή μετατροπής που ίσχυε την ημέρα της προσχώρησής τους στην Κοινότητα:

[…]

12) η Ουγγαρία, 35 000 EUR,

[…]».

11 Το άρθρο 290 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Οι υποκείμενοι στον φόρο, που δικαιούνται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ, μπορούν να επιλέξουν είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής του ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281. Στην περίπτωση αυτή, τυγχάνουν των προοδευτικών μειώσεων του φόρου, οι οποίες προβλέπονται ενδεχομένως από την εθνική τους νομοθεσία.»

Το ουγγρικό δίκαιο

Ο νόμος περί ΦΠΑ

12 Το άρθρο 2 του az általános forgalmi adóról szóló 2007. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2007 σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ) προβλέπει τα εξής:

«Βάσει του παρόντος νόμου, υπόκεινται στον [ΦΠΑ]:

(a) οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στον φόρο –υπό την ιδιότητά του αυτή– εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Ουγγαρίας […]».

13 Το άρθρο 187 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«1) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια με οικονομικό σκοπό ή ο οποίος, ελλείψει τέτοιας εγκαταστάσεως, έχει την κατοικία ή τον συνήθη τόπο διαμονής του στην εθνική επικράτεια, δικαιούται να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο.

2) Σε περίπτωση ασκήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο του δικαιώματος επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια της προσωπικής απαλλαγής και υπό την ιδιότητα απαλλασσόμενου προσώπου, ο υποκείμενος στον φόρο

a) δεν υπόκειται σε πληρωμή του φόρου·

b) δεν δικαιούται να εκπέσει τον φόρο εισροών·

c) μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ούτε το ποσό του μετακυλιόμενου φόρου ούτε ο συντελεστής που ορίζεται στο άρθρο 83.»

14 Το άρθρο 188, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Δικαίωμα επιλογής προσωπικής απαλλαγής υφίσταται εάν το ποσό της καταβληθείσας ή οφειλόμενης αντιπαροχής για όλες τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο βάσει του άρθρου 2, στοιχείο a, εκπεφρασμένο σε [ουγγρικά φιορίνια (HUF)] σε ετήσια βάση, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσοτικό όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 2

a) ούτε πραγματικά κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται του ημερολογιακού έτους αναφοράς,

b) ούτε πραγματικά ή βάσει εύλογων προβλέψεων κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς.»

15 Το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, όριζε ότι το μέγιστο ποσοτικό όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής είχε καθοριστεί στο ποσό των 5 000 000 HUF (περίπου 16 040 ευρώ). Από την 1η Ιανουαρίου 2013 το όριο αυτό αυξήθηκε στα 6 000 000 HUF (περίπου 19 250 ευρώ).

Ο κώδικας φορολογικής διαδικασίας

16 Το άρθρο 16 του adózás rendjéről szóló 2003. évi XCII. törvény (νόμου XCII του 2003 περί κώδικα φορολογικής διαδικασίας, στο εξής: κώδικας φορολογικής διαδικασίας) έχει ως εξής:

«1) Μόνον ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου μπορεί να ασκεί υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 20 και 21.

2) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα οφείλει να δηλώσει στην κρατική φορολογική αρχή την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου να του χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου.»

17 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας ορίζει ότι «ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει, εάν η φορολογική υποχρέωση ή η υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητά του αντιστοιχούν σε εκείνη ατομικής επιχειρήσεως βάσει του νόμου για τη ρύθμιση της δραστηριότητας ατομικής επιχειρήσεως, να ζητήσει τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου υποβάλλοντας, στην αρμόδια για τις υποθέσεις ατομικών επιχειρήσεων αρχή, δήλωση ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (δεόντως συμπληρωμένο έντυπο δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας), εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωσή του υποβολής στην κρατική φορολογική αρχή δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας».

18 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας δηλώνει κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης σε φόρο δραστηριότητας ότι επιλέγει την προσωπική απαλλαγή.»

19 Το άρθρο 172, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 2, μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους έως 200 000 [HUF (περίπου 640 ευρώ)], εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, και έως 500 000 [HUF (περίπου 1 600 ευρώ)], στην περίπτωση των λοιπών υποκειμένων στον φόρο, εάν δεν εκπληρωθούν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (αρχική δήλωση και γνωστοποίηση τροποποιήσεων), η υποχρέωση παροχής δεδομένων ή ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού ή η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

20 Μετά από διενέργεια ελέγχου, η ουγγρική φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του έτους 2007 και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε πραγματοποιήσει 778 πωλήσεις ηλεκτρονικών ειδών σε δύο ηλεκτρονικές πλατφόρμες, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο υποκειμένων σε ΦΠΑ και χωρίς να έχει δηλώσει εισοδήματα από τις πωλήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, του επέβαλε πρόστιμο.

21 Η εν λόγω φορολογική αρχή διαπίστωσε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, ο D. Vámos είχε ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής φορολογικής απαλλαγής, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 188, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, και ότι, μεταξύ της 1ης και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε επίσης ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα ήταν αμελητέα.

22 Στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos ενεγράφη στο μητρώο των υποκειμένων σε ΦΠΑ και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή, ήτοι ένα ουγγρικό καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 187 επ. του νόμου περί ΦΠΑ.

23 Με χωριστή διαδικασία από εκείνη που οδήγησε στην επιβολή προστίμου σε βάρος του D. Vámos, η ουγγρική φορολογική αρχή προέβη σε εκ των υστέρων έλεγχο των φορολογικών δηλώσεών του αναφορικά με το σύνολο των φόρων και των δημοσιονομικών ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2012 έως 2014. Κατόπιν του σχετικού ελέγχου, η εν λόγω αρχή διαπίστωσε ότι ο D. Vámos όφειλε ΦΠΑ για το διάστημα μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2012 και του πρώτου τριμήνου του 2014 και, επί τη βάσει της κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσας καθυστερούμενης φορολογικής οφειλής, του επέβαλε νέο φορολογικό πρόστιμο και τόκους υπερημερίας.

24 Ο D. Vámos άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της διευθύνσεως προσφυγών, η οποία επικύρωσε την τελευταία αυτή απόφαση. Η διεύθυνση προσφυγών, αφενός, αναφέρθηκε στο άρθρο 187, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ, βάσει του οποίου ο D. Vámos μπορούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή, και, αφετέρου, επισήμανε ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας παρείχε τη δυνατότητα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής μόνο κατά τη δήλωση ενάρξεως των φορολογητέων δραστηριοτήτων και ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορούσε πλέον να ασκηθεί στη συνέχεια. Σύμφωνα με τη διεύθυνση προσφυγών, δεδομένου ότι ο D. Vámos δεν είχε καταχωρισθεί στο μητρώο της φορολογικής αρχής και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή μόλις στις 22 Ιανουαρίου 2014, είχε δικαίωμα να τύχει της προσωπικής απαλλαγής μόνο μετά την ημερομηνία αυτή.

25 Ο D. Vámos άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής της διευθύνσεως προσφυγών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 του νόμου περί ΦΠΑ συνεπάγεται μόνον την υπαγωγή στον ΦΠΑ και, συνακόλουθα, υποχρέωση υποβολής δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 16 του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, όχι όμως υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ. Στο μέτρο που τα έσοδα του D. Vámos, όπως αυτά καθορίστηκαν από την ουγγρική φορολογική αρχή, δεν υπερέβαιναν, ούτε για το 2012 ούτε για το 2013, το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής, η ουγγρική φορολογική αρχή δεν έπρεπε να τον θεωρήσει υπόχρεο στην καταβολή ΦΠΑ για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, αλλά αντιθέτως όφειλε να τον ρωτήσει, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου, εάν επιθυμούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή.

26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Nyíregyháza, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η φορολογική αρχή μπορεί να αποκλείσει, επ’ ευκαιρία εκ των υστέρων φορολογικού ελέγχου, το δικαίωμα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής, με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο έχει το εν λόγω δικαίωμα μόνον κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης στον φόρο δραστηριότητάς του;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

28 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα άρθρα 282 έως 292 και, ειδικότερα, το άρθρο 287, σημείο 12, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπουν τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να χορηγούν στις μικρές επιχειρήσεις απαλλαγή από τον ΦΠΑ.

29 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το άρθρο 290 της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα για τον υποκείμενο στον φόρο, που δικαιούται να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ, να επιλέξει είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281 της οδηγίας αυτής.

30 Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το γράμμα των άρθρων 281 και 284 έως 287 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν και να διατηρούν σε ισχύ τα ειδικά καθεστώτα επιβολής ΦΠΑ, εφόσον τα καθεστώτα αυτά είναι σύμφωνα με το σύστημα του ΦΠΑ. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 49 της ίδιας οδηγίας αναφέρει ότι, όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα ειδικά τους καθεστώτα.

31 Τέλος, το καθεστώς της προσωπικής απαλλαγής, που προβλέπεται από το ουγγρικό δίκαιο, είναι ένα ειδικό καθεστώς που επιτρέπει στις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Αυτό το καθεστώς απαλλαγής που εφαρμόζεται στις μικρές επιχειρήσεις συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 187, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ, δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών και μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ο ΦΠΑ. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η δυνατότητα επιλογής της απαλλαγής από τον φόρο μπορεί να ασκηθεί και μετά την υποβολή δηλώσεως περί ενάρξεως δραστηριότητας, αλλά μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.

32 Εν προκειμένω, ο υποκείμενος στον φόρο είχε ζητήσει να τύχει της προσωπικής απαλλαγής, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα επιλογής της απαλλαγής αυτής θα έπρεπε να έχει ασκηθεί κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο επιθυμούσε να τύχει της εν λόγω απαλλαγής.

33 Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία ΦΠΑ δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει σε υποκείμενο στον φόρο υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και αν τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής από τον φόρο για τις μικρές επιχειρήσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 30). Έχει επίσης κρίνει ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν αντιτίθεται στην επιβολή διοικητικού προστίμου για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως από υποκείμενο στον φόρο, υπό τον όρο ότι το πρόστιμο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 37).

34 Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν κράτος μέλος δύναται να εξαρτά τη χορήγηση καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών από την επιλογή, εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, ενός τέτοιου καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεώς του περί ενάρξεως ασκήσεως δραστηριότητας και αν, ελλείψει τέτοιας επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο επ’ ευκαιρία υποβολής της δηλώσεως αυτής, δύναται να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.

35 Επισημαίνεται, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος των μικρών επιχειρήσεων αποτελεί δυνατότητα η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη για την οργάνωση του συστήματος φορολογήσεως.

36 Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, αλλά τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εισπράξεως του ΦΠΑ και για την αποφυγή της απάτης.

37 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Cabinet Medical Veterinar Dr. Tomoiagă Andrei, C‑144/14, EU:C:2015:452, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38 Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 273 της οδηγίας ΦΠΑ, πέραν των ορίων που θέτει, δεν ορίζει ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τις υποχρεώσεις τις οποίες δύνανται να επιβάλλουν τα κράτη μέλη και, συνεπώς, παρέχει σε αυτά ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέσα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39 Είναι ασφαλώς αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 272, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο που επωφελούνται καθεστώτος απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6 του τίτλου XI της ίδιας αυτής οδηγίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια απλή δυνατότητα, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο από τις υποχρεώσεις αυτές.

40 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα σημεία 34 και 46 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ότι η απόφαση του Ούγγρου νομοθέτη να θεσπίσει ένα καθεστώς απαλλαγών, εξαρτώντας ταυτόχρονα την εφαρμογή του από ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως που η οδηγία περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη.

41 Εντούτοις, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων που θεσπίζουν για να διασφαλίσουν την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ και να αποτρέψουν τη φοροδιαφυγή, οφείλουν, ωστόσο, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της ασφάλειας δικαίου.

42 Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, ότι η απαίτηση καταβολής ΦΠΑ για πραγματοποιηθείσες πωλήσεις δεν συνιστά κύρωση για την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως της ενάρξεως δραστηριότητας και επιλογής καθεστώτος απαλλαγής, αλλά είσπραξη του ΦΠΑ που κατέστη απαιτητός με την έναρξη, εκ μέρους επιχειρηματία όπως ο D. Vámos, της οικονομικής του δραστηριότητας.

43 Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg (C‑269/03, EU:C:2004:512), το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος, το οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας να παράσχει στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα επιλογής ειδικού καθεστώτος φορολογήσεως, να θεσπίζει ρύθμιση η οποία εξαρτά την πλήρη έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών από την προηγούμενη έγκριση της φορολογικής αρχής, χωρίς η έγκριση αυτή να έχει αναδρομική ισχύ.

44 Το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι η μη αναδρομικότητα της διαδικασίας εγκρίσεως δεν την καθιστά δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑269/03, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg, EU:C:2004:512, σκέψη 29).

45 Από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ καθίσταται εφαρμοστέο σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο δεν επέλεξε το καθεστώς προσωπικής απαλλαγής. Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία η οποία αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ.

46 Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει, στον τομέα του ΦΠΑ, τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 29), έχει κριθεί ότι τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου και για την αποφυγή της φοροδιαφυγής δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Rusedespred, C‑138/12, EU:C:2013:233, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή στους υποκειμένους στον φόρο της δυνατότητας να επιλέγουν το καθεστώς απαλλαγής μετά την προβλεπόμενη προθεσμία θα τους παρείχε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος των επιχειρηματιών που έχουν τηρήσει δεόντως τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Πράγματι, οι υποκείμενοι στον φόρο θα μπορούσαν να επιλέξουν εκ των υστέρων και, ως εκ τούτου, έχοντας τη δυνατότητα να στηριχθούν στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους, το φορολογικό καθεστώς που είναι το πλέον συμφέρον γι’ αυτούς.

48 Πλην όμως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη διαφορετική μεταχείριση, από απόψεως ΦΠΑ, των υποκειμένων στον φόρο που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση και, επομένως, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.

49 Κατά συνέπεια, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και, γενικότερα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποκειμένων στον φόρο δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ στους υποκειμένους στον φόρο που παρέλειψαν να επιλέξουν ένα από τα καθεστώτα απαλλαγών κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως ενάρξεως της οικονομικής τους δραστηριότητας, έστω και αν το προϊόν της δραστηριότητάς τους δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις.

50 Τρίτον, επισημαίνεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αλλά και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των εξουσιών που τους παρέχουν οι οδηγίες της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51 Η αρχή αυτή επιτάσσει να μην μπορεί επ’ αόριστον να τίθεται εν αμφιβόλω η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Fatorie, C‑424/12, EU:C:2014:50, σκέψη 46).

52 Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι της προσωπικής απαλλαγής από τον φόρο δεν οφείλουν ΦΠΑ και ότι, επομένως, δεν χρειάζεται να τον μετακυλίσουν στους πελάτες τους, ενδέχεται να είναι αναγκαίο οι φορολογικές αρχές να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι επέλεξαν αυτό το καθεστώς απαλλαγής.

53 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

54 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

Επί των δικαστικών εξόδων

55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Άρθρα Παραγραφή απαίτησης ΦΠΑ οικοδομικών επιχειρήσεων

Είναι γνωστό πως η επιστροφή Φ.Π.Α. είναι ένα ζήτημα το οποίο απασχολεί πολλούς επιχειρηματίες οι οποίοι βρίσκονται να έχουν απαίτηση από το Δημόσιο λόγω των δαπανών που έχουν πραγματοποιήσει. Η αίτηση επιστροφής Φ.Π.Α. είναι μια χρονοβόρα γραφειοκρατική διαδικασία για όλες τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα για τις μικρές (κατά βάση απλογραφικά βιβλία) οι οποίες δε διαθέτουν οργανωμένα λογιστήρια. Απόδειξη αυτού του προβλήματος είναι τα χιλιάδες εκκρεμή αιτήματα επιστροφής που είναι υποβεβλημένα στις Δ.Ο.Υ..

Για τις επιχειρήσεις με αντικείμενο την ανέγερση και πώληση νεόδμητων οικοδομών των οποίων η άδεια εκδόθηκε μετά την 1/1/2006 (ένταξη στο καθεστώς Φ.Π.Α. των οικοδομών) δεν ισχύουν ή εφαρμόζονται ειδικότερες διατάξεις, περί παραγραφής της απαίτησης για συμψηφισμό ή επιστροφή. Ο χρόνος παραγραφής ή αλλιώς η προθεσμία για την υποβολή αιτήματος επιστροφής πιστωτικού Φ.Π.Α. εξαρτάται από το χρονικό σημείο κατά το οποίο δημιουργήθηκε το εν λόγω πιστωτικό Φ.Π.Α.. Ο διαχωρισμός γίνεται ως εξής:

Αν το πιστωτικό υπόλοιπο δημιουργήθηκε έως 31/12/2013 (παρ. 5 άρθρο 57 ν.2859/2000), η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή του φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της εκκαθαριστικής δήλωσης που αφορά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας γεννήθηκε το δικαίωμα έκπτωσης αυτού ή μετά (3) τρία έτη από την ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής της έκτακτης δήλωσης στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υποχρέωση για υποβολή εκκαθαριστικής. Σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής των ανωτέρω δηλώσεων εκπροθέσμως, η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή φόρου παραγράφεται μετά τρία (3) έτη από την ημερομηνία που οι δηλώσεις αυτές όφειλαν να είχαν υποβληθεί εμπροθέσμως.

Παράδειγμα 1:

Έστω επιχείρηση είχε κατά το έτος 2013 (01/1/2013 – 31/12/2013) κάνει εισροές και ο αναλογούν Φ.Π.Α. ήταν 40.000,00 ευρώ, αν κατά τα έτη 2014, 2015, 2016 δεν συμψήφισε τον Φ.Π.Α., ή μέχρι και τον Ιανουάριο 2017, δεν υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται. Θυμίζουμε ότι για το έτος 2013 (1/1 – 31/12/2013) καταργήθηκε η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικής.

Αν το πιστωτικό υπόλοιπο δημιουργήθηκε από 1/1/2014 και μετά, τότε εφαρμογή έχει το άρθρο 42 παρ.4 του Ν.4174/2013, σύμφωνα με το οποίο προβλέπεται πενταετής χρόνος παραγραφής από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης.

Παράδειγμα 2:

Εταιρεία υποβάλλει την περιοδική δήλωση Φ.Π.Α. του μηνός Δεκεμβρίου 2014, τον Ιανουάριο του 2015, άρα η παραγραφή αρχίζει μετά την 31/1/2020.

Ποια είναι σήμερα η διαδικασία επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.;

Δυνατότητα επιστροφής υφίσταται όταν ο συνολικός φόρος εκροών των επόμενων ετών είναι μικρότερος από το πιστωτικό υπόλοιπο και για το μέρος της διαφοράς μπορεί να ζητηθεί η επιστροφή του με αίτηση του φορολογουμένου η οποία θα ανακόψει το χρόνο της παραγραφής.

Με τις ΑΥΟ ΠΟΛ.1090/2.4.2012 και ΠΟΛ.1067/3.4.2013 καθιερώθηκε νέα διαδικασία επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου Φ.Π.Α.. Οι αιτήσεις επιστροφής επεξεργάζονται κεντρικά με βάση σύστημα ανάλυσης κινδύνου και αποστέλλονται κάθε μήνα στις Δ.Ο.Υ. αρχεία αιτήσεων οι οποίες θα πρέπει να διεκπεραιωθούν χωρίς έλεγχο και αιτήσεων για τις οποίες απαιτείται έλεγχος πριν την επιστροφή.

Για φορολογικές περιόδους έως 28/2/2018, η αίτηση υποβάλλεται στη Δ.Ο.Υ. Στις περιπτώσεις αυτές, η αίτηση συνοδεύεται με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά του άρθρου 4 της ΠΟΛ.1073/21.7.2004. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η έναρξη της ηλεκτρονικής υποβολής των αιτήσεων επιστροφής Φ.Π.Α. για φορολογικές περιόδους από 1/3/2018 και εφεξής.

Εκπίπτει ως δαπάνη της επιχείρησης ο παραγεγραμμένος πιστωτικός Φ.Π.Α.;

Για την περίοδο ισχύος του Ν.2238/1994 (πιστωτικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε μέχρι και 31/12/2013) και σύμφωνα με την ΠΟΛ.1005/14.1.2005 και την ΠΟΛ.1029/17.2.2006, το πιστωτικό ΦΠΑ επιχείρησης για το οποίο συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής για επιστροφή του από το Ελληνικό Δημόσιο, δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα (αποφ. 1036359/10354/Β0012/10-6-1994).

Για το πιστωτικό υπόλοιπο που δημιουργήθηκε από 1/1/2014 και μετά, στις περιπτώσεις που ο Φ.Π.Α. παραγράφεται παρ’ ότι βαρύνει τα αποτελέσματα της εταιρείας, η δαπάνη αυτή θεωρείται ως μη εκπιπτόμενη βάση του άρθρου 23 του Ν.4172/2013 και της εγκυκλίου διαταγής ΠΟΛ.1113/2.6.2015.

Δυστυχώς μέχρι σήμερα, η Διοίκηση (σύνηθες φαινόμενο) δεν έχει εκδώσει οδηγία για τις περιόδους παραγραφής του δικαιώματος συμψηφισμού/επιστροφής, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί σύγχυση. Το πρόβλημα αυτό απασχολεί πολλές οικοδομικές επιχειρήσεις, οι οποίες λόγω κρίσης, δεν κατάφεραν να προβούν σε πωλήσεις ώστε να συμψηφίσουν τον φόρο των εισροών.

Πιστεύουμε ότι αυτές οι προθεσμίες παραγραφής, πρέπει να επιμηκυνθούν, ώστε να ανακουφισθεί ο πολλαπλώς θιγείς κατασκευαστικός κλάδος. Μην ξεχνάμε πως η Πολιτεία έχει επεκτείνει στη δεκαετία τον συμψηφισμό Φ.Π.Α. στην εκμετάλλευση των επαγγελματικών ακινήτων.

Τελειώνοντας, θέλουμε να επισημάνουμε μία ακόμη σημαντική παράμετρο που σχετίζεται με τις μεταβιβάσεις των ακινήτων σε περίπτωση που έχει παραγραφεί το δικαίωμα υποβολής αίτησης για επιστροφή Φ.Π.Α..

Εφόσον πρόκειται να μεταβιβαστεί τέτοιο ακίνητο, πρέπει να υπολογιστεί η αξία του ακινήτου με βάση την πραγματική εμπορική του πλέον αξία και όχι την αντικειμενική. Αυτή η πραγματική αξία είναι που θα αναγραφεί και στο συμβόλαιο μεταβίβασης. Για τις περιπτώσεις που γίνει αυτοπαράδοση ακινήτου (ατομικές επιχειρήσεις) ή γίνει διανομή της εταιρικής περιουσίας (ως προϊόν εκκαθάρισης), προκειμένου να αποφευχθούν αμφισβητήσεις ή διενέξεις με τις Αρχές, προτείνουμε να ανατεθεί σε ανεξάρτητο πιστοποιημένο εκτιμητή ο υπολογισμός της αξίας του ακινήτου.

*O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΠΟΛ.1070/2018 Τροποποίηση της απόφασης Διοικητή ΑΑΔΕ ΠΟΛ. 1103/2017 (ΦΕΚ Β΄ 2536/21.7.2017) περί επίσπευσης επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου των υποκειμένων που έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και είτε πραγματοποιούν κυρίως πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, είτε είναι κάτοχοι «άδειας Α.Ε.Ο. Authorised Economic Operator» ή «αδειών απλουστευμένων διαδικασιών»

ΠΟΛ 1070/2018

(ΦΕΚ Β’ 1374/24-04-2018)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 42 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013 ΦΕΚ 170 Α΄) και ειδικότερα της παρ. 5, όπως ισχύουν.
β) Του Κεφαλαίου Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α΄ 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, της παρ. 1 του άρθρου 14, και του άρθρου 41.
γ) Της παρ. 3 του άρθρου 32, της παρ. 1 του άρθρου 34 καθώς και του άρθρου 57 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με το ν. 2859/2000 ΦΕΚ 248 Α΄/7.11.2000), όπως ισχύουν.
δ) Του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013-ΦΕΚ 170 Α΄) και ειδικότερα των άρθρων 12, 36, 44, 48 παρ.2, όπως ισχύουν.
ε) Των ΑΥΟ ΠΟΛ.1090/2.4.2012 (ΦΕΚ 1146 Β΄/10.4.2012) «Διαδικασία επιστροφής ΦΠΑ προς τις επιχειρήσεις και επιτηδευματίες» και ΠΟΛ.1067/3.4.2013 (ΦΕΚ 775 Β΄/3.4.2013) «Διαδικασία επιστροφής ΦΠΑ προς τις επιχειρήσεις και επιτηδευματίες -Τροποποίηση των ΑΥΟ ΠΟΛ 1090/2012 και ΠΟΛ 1073/2004 Κατάργηση των ΑΥΟ ΠΟΛ 1016/2010 και 1108/2010.».
στ) Της απόφασης Διοικητή ΑΑΔΕ ΠΟΛ.1103/2017 (ΦΕΚ Β΄ 2536/21.7.2017) «Επίσπευση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου των υποκειμένων που έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και είτε πραγματοποιούν κυρίως πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, είτε είναι κάτοχοι «άδειας Α.Ε.Ο. Authorised Economic Operator» ή «αδειών απλουστευμένων διαδικασιών»».
ζ) Της αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (Β΄ 968) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

2. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β΄ 130 και Β΄ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου Α΄ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

3. Την αριθ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, καθώς και την αριθ. 39/3/30-11-2017 απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΥΟΔΔ 689/20-12-2017) περί ανανέωσης της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

4. Την ανάγκη επίσπευσης της διαδικασίας επιστροφής ΦΠΑ σε εξαγωγικές επιχειρήσεις και επιχειρήσεις που δεν επιβαρύνουν τις πράξεις που πραγματοποιούν με ΦΠΑ, που λόγω του μεγέθους τους είναι χαμηλού κινδύνου, με σκοπό την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς και τη μείωση του διοικητικού κόστους της φορολογικής διοίκησης.

5. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1

Τροποποιούμε τη με αριθ. ΠΟΛ.1103/2017 (ΦΕΚ Β΄ 2536/21.7.2017) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σχετικά με τη επίσπευση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου των υποκειμένων που έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους και είτε πραγματοποιούν κυρίως πράξεις που δεν επιβαρύνονται με ΦΠΑ, είτε είναι κάτοχοι «άδειας Α.Ε.Ο. Authorised Economic Operator» ή «αδειών απλουστευμένων διαδικασιών», ως κατωτέρω:

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 τροποποιείται ως ακολούθως:
«Οι υποκείμενοι της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 1 κατατάσσονται με βάση το συνολικό ύψος του αιτούμενου ποσού τους για το προηγούμενο ημερολογιακό δωδεκάμηνο, κατά φθίνουσα σειρά και εντάσσονται στον ανωτέρω κατάλογο μέχρι εξαντλήσεως ποσοστού τριάντα τοις εκατό (30%) του συνολικά αιτούμενου προς επιστροφή ποσού, από όλους τους υποκείμενους για το ίδιο ημερολογιακό διάστημα.»

Άρθρο 2

Η ως άνω παράγραφος ισχύει για καταλόγους υποκειμένων που καταρτίζονται από το έτος 2018 και εφεξής.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 16 Απριλίου 2018

Ο Διοικητής
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΠΟΛ.1077/2018 Κοινοποίηση του καταλόγου των χρυσών νομισμάτων που πληρούν τα κριτήρια του επενδυτικού χρυσού σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) με ισχύ για το έτος 2018

Αθήνα, 18/04/2018
ΠΟΛ.1077/18-04-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

1. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α΄ «ΦΠΑ»
2. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΚ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΚ ΚΑΙ ΦΠΑ
ΤΜΗΜΑ Ε΄ «ΦΠΑ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ-ΕΞΑΓΩΓΩΝ»

Ταχ. Δ/νση: Σίνα 2-4
Ταχ. Κώδικας: 106 72 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Αιμ. Κατρινάκη, Χρ. Γεώργα
Τηλέφωνο: 210 -3645848
Fax: 210-3645413
E-Mail: [email protected]
Url: www.aade.gr

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ

ΠΟΛ 1077/2018

Θέμα: Κοινοποίηση του καταλόγου των χρυσών νομισμάτων που πληρούν τα κριτήρια του επενδυτικού χρυσού σύμφωνα με το άρθρο 47 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) με ισχύ για το έτος 2018.

Σας κοινοποιούμε, συνημμένα, στην ελληνική γλώσσα, τον κατάλογο των χρυσών νομισμάτων που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο άρθρο 47, παρ. 2, περ. β΄ του Κώδικα ΦΠΑ, ν. 2859/2000 (αντίστοιχη διάταξη άρθρο 344, παρ. 1, σημείο 2 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου), σχετικά με το ειδικό καθεστώς απαλλαγής από τον φόρο προστιθεμένης αξίας του επενδυτικού χρυσού, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρ. Ένωσης (τεύχος 2017/C 381/04, έκδοση στις 11.11.2017) και ισχύει για το έτος 2018.

Όπως αναφέρεται και στο επεξηγηματικό σημείωμα του καταλόγου, ένα νόμισμα απαλλάσσεται από τον φόρο προστιθεμένης αξίας, έστω και αν δεν αναφέρεται στον κατάλογο, εφόσον πληροί τα κριτήρια για την απαλλαγή τα οποία θεσπίζονται από τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου (οι οποίες έχουν ενσωματωθεί ως ανωτέρω στο εσωτερικό μας δίκαιο). Επισημαίνεται ότι, ο κατάλογος των χρυσών νομισμάτων καταρτίζεται με αλφαβητική σειρά, κατά χώρα και ονομασία νομίσματος.

Για την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος επενδυτικού χρυσού του άρθρου 47 του Κώδικα ΦΠΑ, έχουν εκδοθεί οι ΠΟΛ.1193/9.7.2002 (ΦΕΚ 932 τ.Β) και Δ.1829/1124/28.11.2006 (ΦΕΚ 1851 τ.Β) αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και η σχετική εγκύκλιος Δ. 47/24/2007.

Τέλος, υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 5 τρίτο εδάφιο του Κώδικα ΦΠΑ, στην περίπτωση πωλήσεων χρυσών νομισμάτων που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 47, παρ. 2, περ. β΄ του ίδιου Κώδικα, υφίσταται η υποχρέωση των υποκείμενων κάθε έτος να υποβάλλουν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων και ειδικότερα στο Τμήμα Α΄ «ΦΠΑ» της Διεύθυνσης Εφαρμογής της Έμμεσης Φορολογίας κατάλογο των νομισμάτων που πούλησαν, συμπληρωμένο με τα αναγνωριστικά στοιχεία των νομισμάτων αυτών (μικτό βάρος, περιεκτικότητα σε χρυσό, έτος και χώρα κοπής, ημερομηνία και τιμή τελευταίας πώλησης συγκεκριμένου νομίσματος). Σημειώνεται ότι όσον αφορά στη τιμή πώλησης αυτή πρέπει να είναι προγενέστερη της 1ης Απριλίου εκάστου έτους.

Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Γεώργιος Πιτσιλής

 

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Yπόθεση C-533/16 Δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ – Δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ σε υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής – Άρθρο 178, στοιχείο αʹ – Τρόπος άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ – Οδηγία 2008/9/ΕΚ – Τρόπος επιστροφής του ΦΠΑ – Αποσβεστική προθεσμία – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – ΦΠΑ καταβληθείς και χρεωθείς μετά πάροδο πολλών ετών από την παράδοση των επίμαχων αγαθών – Άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος επιστροφής λόγω παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας η οποία άρχισε από την ημερομηνία παράδοσης των αγαθών»

Κατηγορία: Φ.Π.Α.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 21ης Μαρτίου 2018«Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 167 έως 171 – Δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ – Δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ σε υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής – Άρθρο 178, στοιχείο αʹ – Τρόπος άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ – Οδηγία 2008/9/ΕΚ – Τρόπος επιστροφής του ΦΠΑ – Αποσβεστική προθεσμία – Αρχή της φορολογικής ουδετερότητας – ΦΠΑ καταβληθείς και χρεωθείς μετά πάροδο πολλών ετών από την παράδοση των επίμαχων αγαθών – Άρνηση αναγνώρισης του δικαιώματος επιστροφής λόγω παρέλευσης της αποσβεστικής προθεσμίας η οποία άρχισε από την ημερομηνία παράδοσης των αγαθών»

Στην υπόθεση C ‑533/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Οκτωβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Volkswagen AG

κατά

Finančné riaditeľstvo Slovenskej republiky,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Ilešič, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, C. Toader, A. Prechal και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez‑Bordona

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Finančné riaditeľstvo Slovenskej republiky, εκπροσωπούμενη από τον F. Imrecze,

– η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Tokár και R. Lyal, καθώς και από την M. Owsiany‑Hornung,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 167 και του άρθρου 178, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/8/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 44, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 2006/112), της οδηγίας 2008/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Φεβρουαρίου 2008, για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112/ΕΚ, σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος (ΕΕ 2008, L 44, σ. 23), και του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και των αρχών της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας.

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Volkswagen AG και της Finančné riaditeľstvo Slovenskej republiky (διεύθυνσης οικονομικών της Σλοβακικής Δημοκρατίας) με αντικείμενο τη μερική απόρριψη, εκ μέρους της αρχής αυτής, αίτησης επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) λόγω παρέλευσης αποσβεστικής προθεσμίας.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Η οδηγία 2006/112

3 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112 προβλέπει τα εξής:

«Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.

Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.»

4 Κατά το άρθρο 167 της οδηγίας αυτής, «[τ]ο δικαίωμα έκπτωσης γεννάται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο προς έκπτωση φόρος γίνεται απαιτητός».

5 Το άρθρο 168 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Στο βαθμό που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες των φορολογούμενων πράξεών του, ο υποκείμενος στον φόρο έχει το δικαίωμα, στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί τις πράξεις του, να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τα ακόλουθα ποσά:

α) τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα στο εν λόγω κράτος μέλος ΦΠΑ για τα αγαθά που του παραδόθηκαν ή πρόκειται να του παραδοθούν και για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν ή πρόκειται να του παρασχεθούν από άλλον υποκείμενο στον φόρο,

[…]».

6 Το άρθρο 169 της οδηγίας 2006/112 προβλέπει τα εξής:

«Εκτός από την έκπτωση που αναφέρεται στο άρθρο 168, ο υποκείμενος στον φόρο έχει δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ που αναφέρεται στο άρθρο αυτό, εφόσον τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις ακόλουθες πράξεις:

α) τις πράξεις του που ανάγονται στις δραστηριότητες του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, οι οποίες πραγματοποιούνται εκτός του κράτους μέλους στο οποίο οφείλεται ή καταβάλλεται ο φόρος αυτός και θα παρείχαν δικαίωμα έκπτωσης εάν είχαν πραγματοποιηθεί εντός του εν λόγω κράτους μέλους,

[…]».

7 Το άρθρο 170 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Κάθε υποκείμενος στο φόρο ο οποίος, κατά την έννοια […] του άρθρου 2 σημείο 1 και του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/9/ΕΚ και του άρθρου 171 της παρούσας οδηγίας, δεν είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιεί αγορές αγαθών και υπηρεσιών ή εισαγωγές αγαθών που επιβαρύνονται με ΦΠΑ, δικαιούται επιστροφή του φόρου αυτού στο μέτρο που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για τις εξής πράξεις:

α) πράξεις του άρθρου 169,

[…]».

8 Κατά το άρθρο 171, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Η επιστροφή του ΦΠΑ στους υποκείμενους στο φόρο, που δεν είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος όπου πραγματοποιούν αγορές αγαθών και υπηρεσιών ή εισαγωγές αγαθών που επιβαρύνονται με φόρο, αλλά είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις λεπτομερείς διαδικασίες που προβλέπονται από την οδηγία 2008/9/ΕΚ.»

9 Ο τίτλος X της οδηγίας 2006/112, σχετικός με τις εκπτώσεις, συμπεριλαμβάνει το κεφάλαιο 4, το οποίο επιγράφεται «Τρόπος άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης». Το άρθρο 178 της οδηγίας αυτής, το οποίο εντάσσεται στο εν λόγω κεφάλαιο 4, προβλέπει:

«Για να έχει τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης, ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) για την προβλεπόμενη στο άρθρο 168, στοιχείο α), έκπτωση, όσον αφορά τις παραδόσεις αγαθών και τις παροχές υπηρεσιών, να κατέχει τιμολόγιο, το οποίο έχει εκδοθεί σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236 και τα άρθρα 238, 239 και 240,

[…]».

10 Κατά το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας:

«Η έκπτωση ενεργείται από τον υποκείμενο στον φόρο με την αφαίρεση, από το συνολικό ποσό του φόρου που οφείλεται για μία φορολογική περίοδο, του συνολικού ποσού του ΦΠΑ, για τον οποίο γεννήθηκε και ασκείται, σύμφωνα με το άρθρο 178, το δικαίωμα έκπτωσης, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου.»

11 Το άρθρο 180 της ιδίας οδηγίας προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να παρέχουν το δικαίωμα στον υποκείμενο στον φόρο να ενεργεί έκπτωση, την οποία δεν διενήργησε σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 179».

12 Το άρθρο 182 της οδηγίας 2006/112 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη καθορίζουν τους όρους και τις διαδικασίες εφαρμογής των άρθρων 180 και 181».

13 Κατά το άρθρο 273 της οδηγίας αυτής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.

Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων τιμολόγησης εκτός από αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.»

Η οδηγία 2008/9

14 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/9 ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με την επιστροφή του [ΦΠΑ] που προβλέπεται στο άρθρο 170 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3.»

15 Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1. ως “υποκείμενος στο φόρο μη εγκατεστημένος στο κράτος μέλος επιστροφής” νοείται κάθε υποκείμενος στο φόρο κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ο οποίος είναι εγκατεστημένος όχι στο κράτος μέλος επιστροφής, αλλά εγκατεστημένος στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[…]».

16 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας απαριθμεί τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εφαρμογή της οδηγίας αυτής επί υποκειμένου στον φόρο μη εγκατεστημένου στο κράτος μέλος επιστροφής.

17 Κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/9:

«Κάθε κράτος μέλος επιστρέφει σε κάθε υποκείμενο στο φόρο μη εγκατεστημένο στο κράτος μέλος επιστροφής κάθε ποσό [ΦΠΑ] ο οποίος επιβλήθηκε για αγαθά που παραδόθηκαν ή υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε αυτόν από άλλους υποκείμενους στο φόρο στο εν λόγω κράτος μέλος ή για την εισαγωγή αγαθών στο εν λόγω κράτος μέλος, εφόσον τα εν λόγω αγαθά και υπηρεσίες χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των κατωτέρω πράξεων:

α) πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 169 στοιχεία α) και β) της οδηγίας 2006/112/ΕΚ·

[…]

Με την επιφύλαξη του άρθρου 6, για το σκοπό της παρούσας οδηγίας, η ύπαρξη αξίωσης για επιστροφή του φόρου επί των εισροών προσδιορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2006/112/ΕΚ όπως εφαρμόζεται στο κράτος μέλος επιστροφής.»

18 Το άρθρο 6, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/9 έχει ως εξής:

«Για να δικαιούται την επιστροφή στο κράτος μέλος επιστροφής, ο υποκείμενος στο φόρο μη εγκατεστημένος στο κράτος μέλος επιστροφής πρέπει να διενεργεί πράξεις που παρέχουν δικαίωμα έκπτωσης στο κράτος μέλος εγκατάστασης.»

19 Το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ότι οι διατάξεις της εφαρμόζονται στις αιτήσεις επιστροφής που έχουν υποβληθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2009.

Το σλοβακικό δίκαιο

20 Το άρθρο 49, παράγραφοι 1 και 2, του zákon č. 222/2004 Z.z. o dani z pridanej hodnoty (νόμου 222/2004 για τον φόρο προστιθέμενης αξίας), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: νόμος 222/2004), έχει ως εξής:

«(1) Το δικαίωμα του υποκειμένου στον φόρο προς έκπτωση του φόρου επί αγαθού ή υπηρεσίας γεννάται κατά την ημερομηνία κατά την οποία καθίσταται απαιτητός ο φόρος για το αγαθό αυτό ή την υπηρεσία αυτή.

(2) Ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να εκπίπτει από τον οφειλόμενο φόρο τον φόρο επί των αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιεί για τις παραδόσεις αγαθών και την παροχή υπηρεσιών ως υποκείμενος στον φόρο, υπό την επιφύλαξη της εξαίρεσης που προβλέπεται στις παραγράφους 3 και 7. Ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να εκπίπτει τον φόρο:

a) ο οποίος εφαρμόζεται σε αυτόν από άλλον υποκείμενο στον φόρο στην ημεδαπή για αγαθά ή υπηρεσίες που του παρέχει ή πρέπει να του παράσχει,

[…]».

21 Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του νόμου αυτού:

«Ο υποκείμενος στον φόρο δύναται να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49, εάν

a) κατά τον χρόνο της έκπτωσης του φόρου κατ’ εφαρμογή του άρθρου 49, παράγραφος 2, στοιχείο a, έχει στην κατοχή του τιμολόγιο εκδοθέν από υποκείμενο στον φόρο κατά την έννοια του άρθρου 71,

[…]».

22 Το άρθρο 55 b, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει:

«Ο αιτών ασκεί το δικαίωμα επιστροφής του φόρου υποβάλλοντας ηλεκτρονική αίτηση επιστροφής του φόρου μέσω της ηλεκτρονικής πύλης του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα του, το κέντρο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εγκαταστάσεις, την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του. Η αίτηση επιστροφής υποβάλλεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί την περίοδο επιστροφής. Η Daňový úrad Bratislava I [φορολογική αρχή Μπρατισλάβας Ι (Σλοβακία)] γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση στον αιτούντα, με ηλεκτρονικά μέσα, την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης επιστροφής του φόρου.»

23 Το άρθρο 71, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 222/2004 προβλέπει τα εξής:

«(1) Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, νοείται ως

a) “τιμολόγιο” κάθε έγγραφο ή μήνυμα σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή, το οποίο συντάσσεται κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου ή νόμου ισχύοντος σε άλλο κράτος μέλος και διέποντος την έκδοση τιμολογίου,

[…]

(2) Ως τιμολόγιο νοείται επίσης κάθε έγγραφο ή μήνυμα που τροποποιεί το αρχικό τιμολόγιο και παραπέμπει ειδικώς και μετά βεβαιότητος σε αυτό.»

24 Το άρθρο 45, παράγραφος 1, του zákon č. 511/1992 Zb. o správe daní a poplatkov a o zmenách v sústave územných finančných orgánov (νόμου 511/1992 για τη διαχείριση των φόρων και των λοιπών τελών και για τη μεταβολή της οργάνωσης των οικονομικών αρχών της επικράτειας), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, έχει ως εξής:

«Αν δεν προβλέπεται άλλως στον παρόντα νόμο ή σε ειδικό νόμο, δεν εισπράττεται φόρος ή διαφορά φόρου και δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα επιστροφής του πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ ούτε δικαίωμα επιστροφής φόρου, μετά την παρέλευση πενταετίας από το έτος κατά το οποίο ο υποκείμενος στον φόρο υποχρεούται να υποβάλει φορολογική δήλωση ή δήλωση ΦΠΑ ή οφείλει να καταβάλει τον φόρο χωρίς να απαιτείται η υποβολή φορολογικής δηλώσεως ή δηλώσεως ΦΠΑ, ή από το έτος κατά το οποίο γεννήθηκε το δικαίωμα επιστροφής υπερβάλλοντος φόρου ή το δικαίωμα επιστροφής φόρου υπέρ του φορολογούμενου […]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

25 Κατά τα έτη 2004 έως 2010, η Hella Leuchten-Systeme GmbH, εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία, καθώς και η Hella Slovakia Front Lighting s. r. o. και η Hella Slovakia – Signal Lighting, εταιρίες εγκατεστημένες στη Σλοβακία (στο εξής, από κοινού: εταιρίες Hella), παρέδωσαν στη Volkswagen AG, εταιρία εγκατεστημένη στη Γερμανία, καλούπια προοριζόμενα για την κατασκευή προβολέων αυτοκίνητων οχημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι εταιρίες Hella κατάρτισαν τιμολόγια χωρίς ΦΠΑ, θεωρώντας ότι δεν επρόκειτο για παραδόσεις αγαθών, αλλά για «οικονομικές αντισταθμίσεις», απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ.

26 Το 2010, οι εταιρίες Hella διαπίστωσαν ότι ο τρόπος με τον οποίο ενεργούσαν δεν ήταν σύμφωνος με το σλοβακικό δίκαιο. Ως εκ τούτου, εξέδωσαν τιμολόγια στα οποία αναγραφόταν ο ΦΠΑ που όφειλε η Volkswagen για τις παραδόσεις των επίμαχων αγαθών, σύμφωνα με τον νόμο 222/2004, υπέβαλαν συμπληρωματικές φορολογικές δηλώσεις για το σύνολο των ετών 2004 έως 2010 και κατέβαλαν τον ΦΠΑ υπέρ του κρατικού προϋπολογισμού.

27 Την 1η Ιουλίου 2011, η Volkswagen υπέβαλε στη φορολογική αρχή Μπρατισλάβας Ι (Σλοβακία) αίτηση επιστροφής του εφαρμοσθέντος επί των παραδόσεων αυτών ΦΠΑ.

28 Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2012, η φορολογική αυτή αρχή δέχθηκε εν μέρει την εν λόγω αίτηση διατάσσοντας την επιστροφή ΦΠΑ ανερχόμενου στο ποσό των 1 536 622,92 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στις παραδόσεις αγαθών που είχαν πραγματοποιηθεί κατά τα έτη 2007 έως 2010. Αντιθέτως, απέρριψε την αίτηση καθόσον αφορούσε την περίοδο μεταξύ των ετών 2004 και 2006, λόγω παρέλευσης της κατά το σλοβακικό δίκαιο αποσβεστικής προθεσμίας των πέντε ετών. Έκρινε, συναφώς, ότι το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ γεννήθηκε κατά την ημερομηνία παράδοσης των αγαθών, δηλαδή όταν ο ΦΠΑ κατέστη απαιτητός, και, επομένως, το δικαίωμα επιστροφής αυτού, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ των ετών 2004 και 2006, είχε αποσβεστεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επιστροφής. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε από τη διεύθυνση οικονομικών της Σλοβακικής Δημοκρατίας ενεργούσα ως δευτεροβάθμιο όργανο.

29 Η Volkswagen άσκησε προσφυγή κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ενώπιον του Krajský súd v Bratislave (περιφερειακού δικαστηρίου Μπρατισλάβας, Σλοβακία), το οποίο απέρριψε την προσφυγή.

30 Η Volkswagen άσκησε, ακολούθως, έφεση κατά της δικαστικής αυτής απόφασης ενώπιον του Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σλοβακικής Δημοκρατίας), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η ερμηνεία της διάταξης του εσωτερικού δικαίου περί του καθορισμού του σημείου έναρξης της πενταετούς αποσβεστικής προθεσμίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 45, παράγραφος 1, του νόμου 511/1992, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για την υπόθεση της κύριας δίκης χρόνο, δεν ήταν σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης ούτε με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ γεννάται, κατά τη Volkswagen, μόνον όταν η παράδοση αγαθών ή η παροχή υπηρεσιών έχει πραγματοποιηθεί και ο ΦΠΑ έχει εφαρμοστεί από τον προμηθευτή με την έκδοση τιμολογίου. Επομένως, δεν είναι δυνατή η έναρξη της αποσβεστικής προθεσμίας εάν δεν συντρέχουν οι δύο αυτές προϋποθέσεις.

31 Καθόσον πρέπει να εκτιμήσει το βάσιμο της επιχειρηματολογίας της Volkswagen και, κατ’ επέκταση, να προσδιορίσει το σημείο έναρξης της πενταετούς προθεσμίας κατά τη διάρκεια της οποίας οι υποκείμενοι στον φόρο μπορούν, επί ποινή απωλείας του σχετικού δικαιώματος, να ζητήσουν την επιστροφή του πληρωτέου ΦΠΑ, το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) διερωτάται αν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης η πρακτική των φορολογικών αρχών κατά την οποία η προθεσμία αυτή αρχίζει κατά την ημερομηνία παράδοσης αγαθού ή παροχής υπηρεσίας που υπόκειται σε ΦΠΑ.

32 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Najvyšší súd Slovenskej republiky (Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Πρέπει η οδηγία 2008/9 και το δικαίωμα επιστροφής του φόρου να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι για την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του ΦΠΑ πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις:

α) παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και

β) εφαρμογή του ΦΠΑ από τον προμηθευτή στο τιμολόγιο;

Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν η επιστροφή φόρου να ζητηθεί από υποκείμενο στον φόρο στον οποίο ο ΦΠΑ δεν εφαρμόστηκε με τιμολόγιο;

2) Συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας ή της φορολογικής ουδετερότητας του ΦΠΑ το γεγονός ότι η προθεσμία για την επιστροφή του φόρου υπολογίζεται από την ημερομηνία κατά την οποία δεν πληρούνται όλες οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής του φόρου;

3) Πρέπει υπό το πρίσμα της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας οι διατάξεις των άρθρων 167 και 178, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης και υπό την επιφύλαξη ότι συντρέχουν οι λοιπές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος προς έκπτωση φόρου, αποκλείουν την άρνηση των φορολογικών αρχών να αναγνωρίσουν σε υποκείμενο στον φόρο το δικαίωμα επιστροφής του φόρου το οποίο ασκήθηκε εντός της προθεσμίας της οδηγίας 2008/9, φόρου ο οποίος εφαρμόστηκε σε αυτόν από τον προμηθευτή με τιμολόγιο και ο οποίος καταβλήθηκε από τον προμηθευτή πριν από την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία;

4) Υπό το πρίσμα των αρχών της φορολογικής ουδετερότητας και της αναλογικότητας, οι οποίες συνιστούν θεμελιώδεις αρχές του κοινού συστήματος ΦΠΑ, υπερέβησαν οι σλοβακικές φορολογικές αρχές τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την οδηγία 2006/112 σκοπού, επειδή αρνήθηκαν σε υποκείμενο στον φόρο την επιστροφή του καταβληθέντος φόρου λόγω παρελεύσεως της κατά την εθνική νομοθεσία αποσβεστικής προθεσμίας για την επιστροφή του φόρου, μολονότι κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα ο υποκείμενος στον φόρο δεν μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα επιστροφής και μολονότι ο φόρος είχε εισπραχθεί προσηκόντως και ο κίνδυνος φοροδιαφυγής ή μη πληρωμής του φόρου είχε αποκλειστεί πλήρως;

5) Πρέπει η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, κατά το άρθρο 41 του Χάρτη, να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου κατά την οποία, για την τήρηση της προθεσμίας για την επιστροφή του ΦΠΑ, καθοριστική είναι η ημερομηνία της αποφάσεως των φορολογικών αρχών ως προς την επιστροφή του φόρου και όχι η ημερομηνία ασκήσεως, από τον υποκείμενο στον φόρο, του δικαιώματος επιστροφής του φόρου;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου έως και του τέταρτου ερωτήματος

33 Με τα τέσσερα πρώτα ερωτήματά του, τα οποία πρέπει να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπό τις οποίες ο ΦΠΑ χρεώθηκε στον υποκείμενο στον φόρο και καταβλήθηκε από αυτόν μετά πάροδο πολλών ετών από την παράδοση των επίμαχων αγαθών, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ, με την αιτιολογία ότι η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην εν λόγω ρύθμιση για την άσκηση του δικαιώματος αυτού είχε αρχίσει από την ημερομηνία της παράδοσης και είχε παρέλθει πριν από την υποβολή της αίτησης επιστροφής.

34 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο της οδηγίας 2008/9 είναι, κατά το άρθρο 1 αυτής, ο καθορισμός των λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του ΦΠΑ, που προβλέπεται στο άρθρο 170 της οδηγίας 2006/112, σε υποκείμενους στον φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 της οδηγίας 2008/9.

35 Η οδηγία 2008/9 δεν σκοπεί, ωστόσο, στον προσδιορισμό των προϋποθέσεων άσκησης ή της έκτασης του δικαιώματος επιστροφής. Πράγματι, το άρθρο 5, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας προβλέπει ότι, με την επιφύλαξη του άρθρου 6 και για τον σκοπό της οδηγίας αυτής, η ύπαρξη αξίωσης για επιστροφή του ΦΠΑ επί των εισροών προσδιορίζεται σύμφωνα με την οδηγία 2006/112 όπως εφαρμόζεται στο κράτος μέλος επιστροφής.

36 Επομένως, το δικαίωμα του εγκατεστημένου σε κράτος μέλος υποκειμένου στον φόρο να τύχει της επιστροφής του ΦΠΑ που κατέβαλε σε άλλο κράτος μέλος, όπως ρυθμίζεται από την οδηγία 2008/9, είναι το αντίστοιχο του δικαιώματος, που θεσπίζει υπέρ αυτού η οδηγία 2006/112, να εκπέσει τον ΦΠΑ επί των εισροών στο δικό του κράτος μέλος (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2012, Daimler και Widex, C‑318/11 και C‑319/11, EU:C:2012:666, σκέψη 41 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα των υποκειμένων στον φόρο να εκπίπτουν από τον οφειλόμενο ΦΠΑ τον ΦΠΑ επί των εισροών ο οποίος οφείλεται ή καταβλήθηκε σε σχέση με τα αγαθά που απέκτησαν ή τις υπηρεσίες που τους παρασχέθηκαν συνιστά θεμελιώδη αρχή του καθιερωθέντος από τον νομοθέτη της Ένωσης κοινού συστήματος ΦΠΑ (απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Senatex, C‑518/14, EU:C:2016:691, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38 Το σύστημα των εκπτώσεων και, ως εκ τούτου, των επιστροφών σκοπεί στην πλήρη απαλλαγή του επιχειρηματία από το βάρος του ΦΠΑ που οφείλεται ή καταβάλλεται στο πλαίσιο του συνόλου των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Κατά συνέπεια, το κοινό σύστημα ΦΠΑ εξασφαλίζει ουδετερότητα ως προς τη φορολογική επιβάρυνση όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων, ανεξαρτήτως των σκοπών ή των αποτελεσμάτων τους, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω δραστηριότητες υπόκεινται, καταρχήν, οι ίδιες στον ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Senatex, C‑518/14, EU:C:2016:691, σκέψη 27, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, SMS Group, C‑441/16, EU:C:2017:712, σκέψη 40 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39 Όπως έχει επανειλημμένως τονίσει το Δικαστήριο, το δικαίωμα έκπτωσης κατά τα άρθρα 167 επ. της οδηγίας 2006/112 αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μηχανισμού του ΦΠΑ και δεν μπορεί, καταρχήν, να περιορίζεται. Ειδικότερα, το δικαίωμα αυτό ασκείται πάραυτα για το σύνολο των φόρων που έχουν επιβληθεί στις πράξεις εισροών (αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Senatex, C‑518/14, EU:C:2016:691, σκέψη 37, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Paper Consult, C‑101/16, EU:C:2017:775, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40 Εντούτοις, το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ εξαρτάται από την τήρηση τόσο ουσιαστικών όσο και τυπικών απαιτήσεων ή προϋποθέσεων (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Paper Consult, C‑101/16, EU:C:2017:775, σκέψη 38).

41 Όσον αφορά τις ουσιαστικές απαιτήσεις ή προϋποθέσεις, από το άρθρο 168, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 προκύπτει ότι, για τη γένεση του εν λόγω δικαιώματος, αφενός, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να είναι «υποκείμενος στον φόρο» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας και, αφετέρου, τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που προβάλλονται προς θεμελίωση του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ πρέπει να χρησιμοποιούνται εκ των υστέρων από τον υποκείμενο στον φόρο για τις ανάγκες των δικών του φορολογητέων πράξεων και, σε επίπεδο εισροών, πρέπει τα αγαθά αυτά να παραδίδονται ή οι υπηρεσίες αυτές να παρέχονται από άλλον υποκείμενο στον φόρο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Senatex, C‑518/14, EU:C:2016:691, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Paper Consult, C‑101/16, EU:C:2017:775, σκέψη 39).

42 Όσον αφορά τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ, ο οποίος σχετίζεται με την τήρηση τυπικών απαιτήσεων ή προϋποθέσεων, το άρθρο 178, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 προβλέπει ότι ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει να κατέχει τιμολόγιο εκδοθέν σύμφωνα με τα άρθρα 220 έως 236 και τα άρθρα 238 έως 240 της οδηγίας (απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Paper Consult, C‑101/16, EU:C:2017:775, σκέψη 40).

43 Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 58 των προτάσεών του, μολονότι, σύμφωνα με το άρθρο 167 της οδηγίας 2006/112, το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ γεννάται κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο φόρος γίνεται απαιτητός, η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος είναι καταρχήν δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 178 της οδηγίας αυτής, μόνον αφ’ ης στιγμής ο υποκείμενος στον φόρο έχει στην κατοχή του τιμολόγιο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2016, Senatex, C‑518/14, EU:C:2016:691, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44 Κατά το άρθρο 167 και το άρθρο 179, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112, το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ ασκείται, καταρχήν, κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με εκείνη κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα, δηλαδή κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ο φόρος καθίσταται απαιτητός.

45 Εντούτοις, δυνάμει των άρθρων 180 και 182 της οδηγίας αυτής, μπορεί να επιτραπεί στον υποκείμενο στον φόρο να προβεί στην έκπτωση του ΦΠΑ ακόμη και εάν δεν έχει ασκήσει το δικαίωμά του κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία γεννήθηκε το δικαίωμα αυτό, με την επιφύλαξη, όμως, της τήρησης των όρων και των διαδικασιών που καθορίζουν οι εθνικές ρυθμίσεις (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46 Πάντως, η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ χωρίς χρονικό περιορισμό θα αντέβαινε στην αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιτάσσει να μην μπορεί επ’ αόριστον να τίθεται εν αμφιβόλω η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της φορολογικής αρχής (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47 Έτσι, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η αποσβεστική προθεσμία της οποίας η παρέλευση συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ, ως κύρωση κατά του υποκειμένου στον φόρο που δεν είναι αρκούντως επιμελής και έχει παραλείψει να ζητήσει την έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών, δεν μπορεί να θεωρείται ασυμβίβαστη με το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 2006/112, εφόσον η προθεσμία αυτή, αφενός, εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο τόσο στα φορολογικά δικαιώματα που στηρίζονται στο εσωτερικό δίκαιο όσο και στα αντίστοιχα δικαιώματα που στηρίζονται στο δίκαιο της Ένωσης (αρχή της ισοδυναμίας) και, αφετέρου, δεν καθιστά στην πράξη αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ (αρχή της αποτελεσματικότητας) (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψεις 34 και 35 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48 Περαιτέρω, βάσει του άρθρου 273 της οδηγίας 2006/112, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για την εξασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποτροπή της απάτης. Πράγματι, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροαποφυγής και των ενδεχόμενων καταχρηστικών πρακτικών αποτελεί σκοπό τον οποίο αναγνωρίζει και ενθαρρύνει η οδηγία αυτή. Ωστόσο, τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν δυνάμει του άρθρου 273 της οδηγίας δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη τέτοιων σκοπών. Κατά συνέπεια, τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να θέτουν συστηματικά υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ και, ως εκ τούτου, την ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Astone, C‑332/15, EU:C:2016:614, σκέψεις 49 και 50 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

49 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, μολονότι οι επίμαχες παραδόσεις αγαθών πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 2004 έως 2010, οι εταιρίες Hella δεν προέβησαν σε διακανονισμό του ΦΠΑ παρά μόνον το 2010 καταρτίζοντας τιμολόγια στα οποία συμπεριλαμβανόταν ο ΦΠΑ, υποβάλλοντας συμπληρωματικές φορολογικές δηλώσεις στην αρμόδια εθνική αρχή και καταβάλλοντας το ποσό του ΦΠΑ που οφειλόταν στο Δημόσιο. Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι αποκλείστηκε ο κίνδυνος φοροδιαφυγής ή μη καταβολής του ΦΠΑ. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ήταν αντικειμενικώς αδύνατο για τη Volkswagen να ασκήσει το δικαίωμά της επιστροφής πριν από τον διακανονισμό αυτόν, καθώς δεν είχε προηγουμένως στην κατοχή της τα τιμολόγια ούτε γνώριζε ότι οφειλόταν ο ΦΠΑ.

50 Πράγματι, μόνον κατόπιν του διακανονισμού αυτού συνέτρεξαν οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις για την παροχή του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ και μπορούσε, επομένως, η Volkswagen να ζητήσει να απαλλαγεί από το βάρος του οφειλόμενου ή καταβληθέντος ΦΠΑ σύμφωνα με την οδηγία 2006/112 και την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η Volkswagen δεν είχε επιδείξει αμέλεια και δεν συνέτρεξε καταχρηστική πρακτική ή συμπαιγνία με τις εταιρίες Hella με σκοπό την απάτη, δεν μπορούσε νομίμως να αντιταχθεί στο δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ αποσβεστική προθεσμία η οποία είχε αρχίσει από την ημερομηνία της παράδοσης των αγαθών και είχε παρέλθει, ως προς ορισμένες περιόδους, πριν από τον διακανονισμό αυτόν.

51 Κατά συνέπεια, στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπό τις οποίες ο ΦΠΑ χρεώθηκε στον υποκείμενο στον φόρο και καταβλήθηκε από αυτόν μετά πάροδο πολλών ετών από την παράδοση των επίμαχων αγαθών, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ, με την αιτιολογία ότι η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην εν λόγω ρύθμιση για την άσκηση του δικαιώματος αυτού είχε αρχίσει από την ημερομηνία της παράδοσης και είχε παρέλθει πριν από την υποβολή της αίτησης επιστροφής.

Επί του πέμπτου ερωτήματος

52 Λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στα τέσσερα πρώτα ερωτήματα, από την οποία προκύπτει ότι το συμβατό εθνικής ρύθμισης ή πρακτικής με το δίκαιο της Ένωσης μπορεί, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της οδηγίας 2006/112, παρέλκει η απάντηση στο πέμπτο ερώτημα.

Επί των δικαστικών εξόδων

53 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη υπό τις οποίες ο φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) χρεώθηκε στον υποκείμενο στον φόρο και καταβλήθηκε από αυτόν μετά πάροδο πολλών ετών από την παράδοση των επίμαχων αγαθών, δεν αναγνωρίζεται το δικαίωμα επιστροφής του ΦΠΑ, με την αιτιολογία ότι η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην εν λόγω ρύθμιση για την άσκηση του δικαιώματος αυτού είχε αρχίσει από την ημερομηνία της παράδοσης και είχε παρέλθει πριν από την υποβολή της αίτησης επιστροφής.

(υπογραφές)

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΠΟΛ.1059/2018 Εφαρμογή διατάξεων ΦΠΑ στις βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού

Αθήνα, 23/03/2018
ΠΟΛ.1059/23-03-2018

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΜΜΕΣΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Α’ ΦΠΑ

Ταχ. Δ/νση:Σίνα 2 – 4
Ταχ. Κώδικας:106 72 ΑΘΗΝΑ
Πληροφορίες: Τ. Σφελινιώτη
Τηλέφωνο:210 3645832
Fax:210 3645413
E-Mail:[email protected]
Url:www.aade.gr

ΠΟΛ 1059/2018

Θέμα: Εφαρμογή διατάξεων ΦΠΑ στις βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού

Κατόπιν της υποβολής πλήθους ερωτημάτων σχετικά με την απαλλαγή από τον ΦΠΑ των βραχυχρόνιων μισθώσεων ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού του άρθρου 111 του ν.4446/2016 (Α’ 240), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 84 του ν.4472/2017 (Α’ 74) και ισχύει, παρέχονται οι ακόλουθες διευκρινίσεις για λόγους ομοιόμορφης εφαρμογής:

1. Όπως προκύπτει από τις οικείες διατάξεις, στις ρυθμίσεις του άρθρου 111 του ν.4446/2016 για τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού εμπίπτουν οι μισθώσεις διαμερισμάτων, μονοκατοικιών, εξαιρουμένων των μονοκατοικιών οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως τέτοιες λόγω της κατάργησης της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, οποιωνδήποτε άλλων μορφών οικήματος με δομική και λειτουργική αυτοτέλεια, καθώς και δωματίων εντός διαμερισμάτων ή μονοκατοικιών, εφόσον πρόκειται για μισθώσεις οι οποίες συνάπτονται για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια, μικρότερη του έτους, μέσω ψηφιακών πλατφορμών.
Όπως ορίζεται στην παράγραφο 3α του ίδιου ως άνω άρθρου, το εισόδημα που αποκτάται από τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων της οικονομίας του διαμοιρασμού, στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 39Α του ν. 4172/2013, απαλλάσσεται του ΦΠΑ.

2. Η ανωτέρω απαλλαγή από τον ΦΠΑ ανάγεται στις διατάξεις της περίπτωσης κστ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του Κώδικα ΦΠΑ (ν.2859/2000), όπως ισχύει, σύμφωνα με τις οποίες απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ οι μισθώσεις ακινήτων. Πρόκειται για δραστηριότητα σχετικά παθητική, κατά την οποία ο εκμισθωτής παραχωρεί στον μισθωτή, για ορισμένη διάρκεια και έναντι αντιπαροχής, το δικαίωμα να κατέχει το ακίνητο ως εάν ήταν κύριος αυτού και να αποκλείει κάθε άλλο πρόσωπο από την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

3. Στην ανωτέρω απαλλαγή από τον ΦΠΑ δεν εμπίπτουν οι υπηρεσίες διαμονής των ξενοδοχείων και των επιχειρήσεων ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων, διαμερισμάτων ή οικιών, οι οποίες υπάγονται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ (13%), όπως και κάθε άλλη παροχή προσωρινού καταλύματος που είναι ανάλογη και ανταγωνιστική με τις παρεχόμενες υπηρεσίες διαμονής στον ξενοδοχειακό τομέα.

4. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού, υπό τον όρο ότι κατά τη διάρκεια της μίσθωσης δεν παρέχονται από μέρους του εκμισθωτή πρόσθετες υπηρεσίες προς τους μισθωτές, ανάλογες με τις παρεχόμενες στον ξενοδοχειακό ή παρόμοιο τομέα, όπως υπηρεσίες καθαριότητας, περισυλλογής απορριμμάτων, αντικατάστασης κλινοσκεπασμάτων και λοιπών οικιακών ειδών, βοηθητικού προσωπικού και λοιπές υπηρεσίες για την περιποίηση των πελατών.
Η απλή παροχή κλινοσκεπασμάτων δεν θεωρείται ως πρόσθετη παροχή υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, συνεπώς δεν ασκεί επιρροή στην απαλλαγή από τον ΦΠΑ. Ομοίως, το γεγονός ότι στην αξία του μισθώματος περιλαμβάνονται και λοιπές παροχές κοινής ωφέλειας, όπως το ηλ. ρεύμα, η ύδρευση, η τηλεφωνία, το ίντερνετ και οι κοινόχρηστες δαπάνες, που ως χρεώσεις επιβαρύνουν τον εκμισθωτή και στη συνέχεια μετακυλίονται στον μισθωτή, δεν αποτελεί πρόσθετη παροχή υπηρεσιών κατά την ανωτέρω έννοια και συνεπώς επίσης δεν επηρεάζεται η εφαρμογή της απαλλαγής. Αυτονόητο είναι ότι στο πλαίσιο αυτό δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ που επιβαρύνει τις ανωτέρω δαπάνες του εκμισθωτή ή άλλες που αφορούν στο ακίνητο (όπως για εργασίες επισκευής ή συντήρησης του ακινήτου).

5. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, απαλλάσσονται επίσης από τον ΦΠΑ οι βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων οι οποίες ενεργούνται με τους όρους που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο 4 για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού, αλλά δεν ενεργούνται μέσω ψηφιακών πλατφορμών, καθώς η χρήση ή μη του διαδικτύου δεν αποτελεί κριτήριο για την εφαρμογή της απαλλαγής από τον ΦΠΑ.

6. Η απαλλαγή από τον ΦΠΑ καταλαμβάνει τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα που προβαίνουν στις εκμισθώσεις αυτές, με την επισήμανση ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 8.δ’ του άρθρου 36 του Κώδικα ΦΠΑ, τα φυσικά πρόσωπα που πραγματοποιούν απαλλασσόμενες μισθώσεις ακινήτων, απαλλάσσονται από την υποχρέωση έναρξης εργασιών για τη λήψη ΑΦΜ/ΦΠΑ και μόνο για τις πράξεις αυτές, ενώ τα νομικά πρόσωπα υποχρεούνται σε έναρξη εργασιών.

7. Σε περίπτωση, ωστόσο, που κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας μίσθωσης του ακινήτου (εντός ή εκτός του πλαισίου της οικονομίας του διαμοιρασμού) παρέχονται εκ μέρους του εκμισθωτή και πρόσθετες υπηρεσίες για την περιποίηση των πελατών, οι οποίες είναι αντίστοιχες με τις παρεχόμενες στον ξενοδοχειακό ή παρόμοιο τομέα, το συνολικό αντίτιμο που καταβάλλεται δεν απαλλάσσεται, αλλά υπάγεται στον ΦΠΑ, καθώς θεωρείται ότι πρόκειται για παροχή υπηρεσιών διαμονής, οι οποίες υπόκεινται στον μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ (13%), με δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των σχετικών δαπανών.

Ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Γ. Πιτσιλής

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΠΟΛ.1034/2018 Διαδικασία έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών

ΠΟΛ 1034/2018

(ΦΕΚ Β’ 816/08-03-2018)

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις των άρθρων 30, 32, 33, 34 και 44 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) «Κύρωση Κώδικα Φ.Π.Α.».

2.Τις διατάξεις των άρθρων 104, 109, 110, 111 και 178 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α) «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας».

3. Την αρ. πρωτ. Δ. 634/435/29.4.1993 (ΦΕΚ 343/Β) Α.Υ.Ο., αναφορικά με τη διαδικασία έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών βιομηχανοποιημένων καπνών.

4. Την αρ. πρωτ. Δ. 635/436/29.4.1993 (ΦΕΚ 343/Β) Α.Υ.Ο., αναφορικά με τη διαδικασία έκπτωσης Φ.Π.Α. εισροών πετρελαιοειδών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών.

5. Τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 90 του π.δ. 63/ 2005 (ΦΕΚ 98/Α/22.04.2005) «Κωδικοποίηση της νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά όργανα».

6. Την αρ. πρωτ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (ΦΕΚ 130/Β και 372/Β) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαρ. α της παρ. του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α).

7. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 10 του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α), όπως ισχύουν.

8. Τις διατάξεις των άρθρων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ 94/Α) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις», όπως ισχύουν.

9. Τις διατάξεις της αρ. πρωτ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/ 10.03.2017 (ΦΕΚ 968/Β) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

10. Την ανάγκη απλοποίησης της διαδικασίας έκπτωσης των εισροών εγκεκριμένων αποθηκευτών ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών για λόγους ομοιόμορφης εφαρμογής των διατάξεων, αποφόρτισης των τελωνειακών αρχών, μείωσης του διοικητικού κόστους και διευκόλυνσης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στους ανωτέρω τομείς.

11. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας Απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),

αποφασίζουμε:

Τον καθορισμό διαδικασίας έκπτωσης του Φ.Π.Α. εισροών, το δικαίωμα της οποίας ασκείται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) «Κώδικας Φ.Π.Α.» από τους εγκεκριμένους αποθηκευτές ενεργειακών προϊόντων, αλκοόλης και αλκοολούχων ποτών και βιομηχανοποιημένων καπνών.

Άρθρο 1

1. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. των εισροών του με την υποβολή της Δήλωσης Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και Λοιπών Φορολογιών (Δ.Ε.Φ.Κ.) προς την αρμόδια τελωνειακή αρχή. Στην περίπτωση των βιομηχανοποιημένων καπνών η έκπτωση διενεργείται κατά την εκκαθάριση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης (Ε.Φ.Κ.) που γίνεται με την κατάσταση φορολογίας βιομηχανοποιημένων καπνών. Η έκπτωση πραγματοποιείται στο σύνολο των αγαθών και υπηρεσιών που σχετίζονται με τη δραστηριότητα του εφόσον αυτή διενεργείται αποκλειστικά μέσω της φορολογικής του αποθήκης. Για τον εγκεκριμένο αποθηκευτή που ασκεί εμπορική δραστηριότητα πέραν της φορολογικής του αποθήκης, η έκπτωση διενεργείται για τις εισροές αγαθών και υπηρεσιών που σχετίζονται μόνο με τη φορολογική του αποθήκη προϊόντων που υπόκεινται σε Ε.Φ.Κ.

2. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής που ασκεί την εμπορική του δραστηριότητα μέσω της φορολογικής αποθήκης δύναται να ασκεί το δικαίωμα έκπτωσης με την υποβολή Δ.Ε.Φ.Κ. για τα αγαθά επένδυσης που αποκτά. Το εν λόγω δικαίωμα έκπτωσης δύναται να ασκείται και από εγκεκριμένο αποθηκευτή που έχει εμπορική δραστηριότητα και πέραν της φορολογικής αποθήκης για τα επενδυτικά αγαθά που χρησιμοποιούνται για την άσκηση της δραστηριότητας του που αφορά τη φορολογική του αποθήκη.

Η αρμόδια τελωνειακή αρχή για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων ελέγχει τα πραγματικά περιστατικά, παρακολουθεί τον προορισμό και τη χρησιμοποίηση των επενδυτικών αγαθών και διενεργεί το σχετικό διακανονισμό της έκπτωσης εφόσον απαιτηθεί.

3. Με τη Δ.Ε.Φ.Κ. ο υπόχρεος συνυποβάλλει Συγκεντρωτική Κατάσταση, σύμφωνα με το Υπόδειγμα του συνημμένου Παραρτήματος, στην οποία αναγράφονται αναλυτικά τα στοιχεία των λογιστικών στοιχείων (παραστατικών) που προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251/Α) «Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα», συναφείς ρυθμίσεις και άλλες διατάξεις» ως εξής:

α) η ημερομηνία έκδοσης του παραστατικού,

β) το είδος και ο αριθμός του παραστατικού που αφορά στην αγορά ή την εισαγωγή ή την παροχή υπηρεσιών,

γ) η επωνυμία και ο Α.Φ.Μ. του εκδότη του παραστατικού, η περιγραφή και η αξία του/των αγαθών ή των υπηρεσιών καθώς και ο αντίστοιχος Λογαριασμός Καταχώρισης στο Λογιστικό Σχέδιο,

δ) το ποσό Φ.Π.Α. κατά παραστατικό,

ε) στον πρώτο στίχο κάθε σελίδας το πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. της προηγούμενης φορολογικής περιόδου και το τυχόν ποσό Φ.Π.Α. προς έκπτωση που μεταφέρεται από την προηγούμενη σελίδα,

στ) ο συνολικός αριθμός των υποβαλλόμενων παραστατικών και το συνολικό ποσό Φ.Π.Α. προς έκπτωση,

ζ) το τυχόν ποσό Φ.Π.Α. προς έκπτωση σε επόμενη φορολογική περίοδο.

4. Η έκπτωση του παρόντος άρθρου διενεργείται για τις εισροές οι οποίες καταγράφονται στη Συγκεντρωτική Κατάσταση της προηγούμενης παραγράφου 3 και για τις οποίες εκδόθηκε ή λήφθηκε νόμιμο φορολογικό στοιχείο τον προηγούμενο της υποβολής της Δ.Ε.Φ.Κ. μήνα. Στην περίπτωση που το φορολογικό στοιχείο εκδόθηκε σε προγενέστερο του προηγούμενου της υποβολής της Δ.Ε.Φ.Κ. μήνα αλλά παρελήφθη το μήνα αυτό, σημειώνεται από τον εγκεκριμένο αποθηκευτή η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία αποδεικνύεται από την αντίστοιχη ημερομηνία καταχώρισης του στα λογιστικά του αρχεία.

5. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής κατά την υποβολή της Δ.Ε.Φ.Κ. και της επισυναπτόμενης Συγκεντρωτικής Κατάστασης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου δεν έχει την υποχρέωση υποβολής των πρωτότυπων παραστατικών που αναγράφονται επί αυτής, αλλά υποχρεούται να τα τηρεί σε αρχείο στον τόπο εγκατάστασης της φορολογικής του αποθήκης για το χρονικό διάστημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του ν. 4308/2014 (ΦΕΚ 251/Α) και να τα θέτει στη διάθεση των τελωνειακών αρχών σε κάθε περίπτωση ελέγχου. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής οφείλει να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη διευκόλυνση του ελέγχου των τελωνειακών αρχών.

6. Στην περίπτωση κατά την οποία το προς έκπτωση ποσό Φ.Π.Α. εισροών, είναι μεγαλύτερο από το προς καταβολή με την Δ.Ε.Φ.Κ. ποσό Φ.Π.Α. εκροών, η προκύπτουσα διαφορά του φόρου που δεν μπορεί να εκπεσθεί, δύναται να συμψηφισθεί με οφειλόμενο σε μεταγενέστερη Δ.Ε.Φ.Κ. ποσό Φ.Π.Α. Η προς συμψηφισμό διαφορά του φόρου σημειώνεται και παρακολουθείται από την αρμόδια τελωνειακή αρχή είτε χειρόγραφα είτε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος ICISnet. Το ποσό του μεταφερόμενου πιστωτικού υπολοίπου δεν μπορεί να χρησιμοποιείται προς έκπτωση στην επόμενη φορολογική περίοδο από την τελωνειακή αρχή και παράλληλα να ζητείται προς επιστροφή από τη φορολογική αρχή στην ίδια ή σε επόμενες φορολογικές περιόδους. Τα υποκείμενα πρόσωπα που αιτούνται επιστροφή Φ.Π.Α. από τις φορολογικές αρχές οφείλουν κατά την υποβολή των τελωνειακών παραστατικών προς συμψηφισμό στις τελωνειακές αρχές να αφαιρούν τα ποσά του Φ.Π.Α. των εισροών που αφορούν την αίτηση επιστροφής.

7. Ο εγκεκριμένος αποθηκευτής των ως άνω προϊόντων που διαθέτει περισσότερες από μία φορολογικές αποθήκες, δύναται να ασκήσει το δικαίωμα έκπτωσης του Φ.Π.Α. με μεταφορά του προς έκπτωση ποσού από μία φορολογική του αποθήκη σε άλλη, με ανάλογη εφαρμογή της αρ. πρωτ. ΠΟΛ.1235/30.10.2014 (ΦΕΚ 3075/Β) Απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε.

Άρθρο 2

Η διαδικασία για την έκπτωση του Φ.Π.Α. εισροών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) που καθορίζεται με την παρούσα Απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., εφαρμόζεται και για τα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην παραγωγή, εξόρυξη, εισαγωγή και διάθεση λιθάνθρακα, λιγνίτη και οπτάνθρακα των δασμολογικών κλάσεων 2701, 2702 και 2704 της Συνδυασμένης Ονοματολογίας των οποίων η άσκηση του δικαιώματός τους για την έκπτωση Φ.Π.Α. προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 109 του ν. 2960/2001(ΦΕΚ 265/Α).

Άρθρο 3

Η τελωνειακή αρχή στην οποία υποβάλλεται η Δ.Ε.Φ.Κ. για τη βεβαίωση και είσπραξη των φορολογικών επιβαρύνσεων διενεργεί τακτικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 30 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) και της διαδικασίας της παρούσας απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε., ο οποίος πραγματοποιείται ανά εξάμηνο κάθε έτους και έκτακτο έλεγχο εφόσον κρίνεται απαραίτητο. Οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες Τελωνείων (Ε.Λ.Υ.Τ.) δύνανται να διενεργούν εκ των υστέρων ελέγχους. Σε περίπτωση που από τον έλεγχο διαπιστώνεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 30 του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ 248/Α) και της προβλεπόμενης από την παρούσα απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. διαδικασίας, επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 2 του άρθρου 147 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α) και βεβαιώνεται και εισπράττεται ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. με τις αναλογούσες σε αυτόν προσαυξήσεις εκπροθέσμου καταβολής.

Άρθρο 4

Με την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. καταργούνται οι αρ. πρωτ. Δ. 634/435/29.4.1993 και Δ. 635/436/29.4.1993 (ΦΕΚ 343/Β) Α.Υ.Ο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αθήνα, 21 Φεβρουαρίου 2018

Ο Διοικητής
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner