Ταχ. Δ/νση: Καρ.Σερβίας 8
Ταχ. Κώδικας: 10184
Τηλέφωνο: 210-3375960, 210-3375204,
Fax: 210-3375354
Email: [email protected]
ΘΕΜΑ: Καθορισμός του αριθμού φορολογικών ελέγχων που θα διενεργηθούν κατά το έτος 2018.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170) όπως ισχύει.
2. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α’94) και ειδικότερα των άρθρων 1, 2, 7, 13, 14, 17 και 41, όπως ισχύουν.
3. Τη με αριθμ. πρωτ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/ 10.03.2017 (Β’ 968) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
4. Την με αριθ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
5. Την με αριθ. πρωτ. Δ. ΟΡΓ. Α 1115805 ΕΞ 2017/ 31.7.2017 (Β’ 2743),«Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής “Με εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης», όπως ισχύει.
6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
αποφασίζουμε:
1. Το έτος 2018 θα διενεργηθούν είκοσι τέσσερις χιλιάδες επτακόσιοι πενήντα (24.750) πλήρεις και μερικοί φορολογικοί έλεγχοι από τις ελεγκτικές Υπηρεσίες ΚΕ.ΜΕ. ΕΠ., ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π., και Δ.Ο.Υ.
2. Από το σύνολο των υποθέσεων που θα ελεγχθούν, τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό (70%) θα αφορά φορολογικά έτη, χρήσεις, υποθέσεις, περιόδους ή υποχρεώσεις της τελευταίας πενταετίας. Ποσοστό τουλάχιστον 75% των ελέγχων του προηγούμενου εδαφίου, θα αφορούν καταρχήν σε ελέγχους της τελευταίας τριετίας για τις οποίες έχει λήξει η προθεσμία υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΠΟΛ.1214/2017 Καθορισμός της διαδικασίας και κάθε αναγκαίου θέματος, για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017 (ΦΕΚ Α΄ 201) ως προς την επιβολή της επιεικέστερης κύρωσης για φορολογικές παραβάσεις
Θέμα: «Καθορισμός της διαδικασίας και κάθε αναγκαίου θέματος, για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 49 του ν.4509/2017 (ΦΕΚ Α’ 201) ως προς την επιβολή της επιεικέστερης κύρωσης για φορολογικές παραβάσεις.»
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017 (Α΄ 201) «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από τη ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις», και ειδικότερα τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3, με τις οποίες εξουσιοδοτείται ο Διοικητής της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) να καθορίζει τη διαδικασία επιβολής των προστίμων, ζητήματα αρμοδιοτήτων και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή των ως άνω παραγράφων του άρθρου αυτού.
2. Το Κεφάλαιο Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του ν. 4389/2016 (Α΄94) και ειδικότερα τα άρθρα 1, 2, 7, 13, 14, 17 και 41, όπως ισχύουν.
3. Τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ν. 4174/2013 (Α΄170), και ειδικότερα των άρθρων 2, 34, 37, 58, 58 Α παρ. 2, 59 και 62 αυτού.
4. Τη με αριθμ. πρωτ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.3.2017 (Β΄ 968) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
5. Τη με αριθμ. πρωτ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β΄ 130 και Β΄ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α΄ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
6. Τη με αριθμ. 1 της 20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
7. Την με αριθμ. πρωτ. ΔΟΡΓ Α 1115805/ΕΞ 2017/31.7.2017 (Β΄2743), «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και εξουσιοδότηση υπογραφής “Με εντολή Διοικητή” σε όργανα της Φορολογικής Διοίκησης», όπως ισχύει.
8. Τις αποφάσεις Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων με αριθμ. πρωτ. ΔΕΛ Α 1009902 ΕΞ 2014/15.1.2014 (ΒΊ52) «Τύπος των πράξεων προσδιορισμού του φόρου», ΔΕΛ Α 1055543 ΕΞ 2014/1.4.2014 (Β΄874) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις που εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π. για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013», ΔΕΛ Α 1055536 ΕΞ2014/1.4.2014 (Β΄874) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (Α΄151)», ΔΕΛ Α 1055438 ΕΞ 2014/1.4.2014 (Β΄873) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (Α΄151), που δεν εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π. για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2014 (εκτός από τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013)», ΔΕΛ Α 1055481 ΕΞ 2014/01.04.2014 (Β΄873) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δεν εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π. για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013», ΔΕΛ Α 1053230 ΕΞ 2014/27.3.2014 (Β΄812) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος (για φυσικά πρόσωπα), για πράξεις που αφορούν χρήσεις ως την 31.12.13», ΔΕΛ Α 1053222 ΕΞ 2014/27.3.2014 (Β΄812) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τα πρόσωπα της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 (Α΄151), για πράξεις που αφορούν χρήσεις ως την 31.12.13», ΔΕΛ Α 1044111 ΕΞ 2014/07.03.2014 (Β΄759) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού», ΔΕΛ Α 1036829 ΕΞ 2014/25.2.2014 (Β΄550) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α.», ΔΕΛ Α 1055541 ΕΞ 2014/1.4.2014 (Β΄874) «Τύπος οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (Α΄151), που εφαρμόζουν τα Δ.Λ.Π. για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2014 (εκτός από τραπεζικές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις για εισοδήματα που απέκτησαν μέχρι και το οικονομικό έτος 2013)» και κάθε άλλη απόφαση που ορίζει τον τύπο της πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, που αφορά υποχρεώσεις, χρήσεις, περιόδους ή υποθέσεις πριν την έναρξη ισχύος του Κ.Φ.Δ., για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παρούσας.
9. Την ανάγκη καθορισμού της διαδικασίας για την επιεικέστερη μεταχείριση του φορολογούμενου καθώς και κάθε αναγκαίου θέματος για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017 για πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου που αφορούν εν γένει φορολογικές υποχρεώσεις, χρήσεις, περιόδους ή υποθέσεις έως και την 31.12.2013.
10. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
α. Σε πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου στις οποίες επιβάλλεται το πρόστιμο της παραγράφου 1 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 201), όπου αναφέρεται πρόσθετος φόρος ή πρόσθετα τέλη, νοείται το πρόστιμο που επιβάλλεται κατ΄ εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.
β. Σε πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου στις οποίες έχουν εφαρμογή οι ως άνω οριζόμενες διατάξεις, επισυνάπτεται σχετικό «ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 49 του ν. 4509/2017» σύμφωνα με το συνημμένο υπόδειγμα της παρούσας, το οποίο και συνιστά αναπόσπαστο τμήμα των οικείων πράξεων.
γ. Το σχετικό «ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 49 του ν. 4509/2017» υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ./Ελεγκτικού Κέντρου, τον υποδιευθυντή ελέγχου, τον επόπτη ελέγχου και τους υπαλλήλους που διενήργησαν τον έλεγχο.
Άρθρο 2
α. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017, έχουν εφαρμογή από 1.1.2018 επί των εκκρεμών υποθέσεων, όπως αυτές ορίζονται στη παράγραφο 2, κατόπιν υποβολής της αίτησης ανέκκλητης δήλωσης ανεπιφύλακτης αποδοχής της πράξης προσδιορισμού του φόρου ή της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή του δικαστηρίου. Ο Προϊστάμενος της υπηρεσίας που εξέδωσε την πράξη, εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, διενεργεί τη σχετική εκκαθάριση επί της πράξης, σε εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπουν την επιεικέστερη κύρωση, την οποία υπογράφει και κοινοποιεί στον φορολογούμενο. Όπου συντρέχει περίπτωση, διενεργείται συμπληρωματική βεβαίωση της επιπλέον οφειλής ή έκπτωση του επιπλέον ποσού που έχει βεβαιωθεί.
β. Κατά την εκκαθάριση που διενεργείται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο ο πρόσθετος φόρος ή τέλος με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις καθώς και ο τόκος του άρθρου 53 του Κ.Φ.Δ., υπολογίζονται μέχρι την ημερομηνία υποβολής της προβλεπόμενης αίτησης ανέκκλητης δήλωσης ανεπιφύλακτης αποδοχής.
γ. Σε περίπτωση συμπληρωματικής βεβαίωσης, για την καταβολή της οφειλής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 41 του ΚΦΔ.
δ. Σε περίπτωση έκδοσης της πράξης από Προϊστάμενο Υπηρεσίας της οποίας έχει ανασταλεί ή έχει παύσει η λειτουργία ή από Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. της οποίας έχει καταργηθεί το Τμήμα Ελέγχου, η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του ν. 4509/2017, αίτηση ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής της πράξης προσδιορισμού του φόρου ή της απόφασης της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών ή του δικαστηρίου, υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της οργανικής μονάδας στην οποία έχει περιέλθει η αρμοδιότητα παρακολούθησης και διεκπεραίωσης των εκκρεμών υποθέσεων, σύμφωνα με τις οικείες αποφάσεις.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΠΟΛ.1133/2017 Κατάλογος οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί για τα έτη 2016 και 2017, και ειδικότερα θέματα σχετικά με την τήρηση των κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας δυνάμει των εξουσιοδοτήσεων του άρθρου 9 παρ. 5 περίπτ. β’ δεύτερο εδάφιο και παρ. 7 περίπτ. γ’ του ν. 4170/2013 (Α’ 163) και του άρθρου πέμπτου παρ. 4 πρώτο και δεύτερο εδάφιο και παρ. 5 του ν. 4428/2016 (Α’ 190
ΠΟΛ 1133/2017
(ΦΕΚ Β’ 3035/04-09-2017)
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) Του άρθρου 9, παρ. 5 περίπτ. β, δεύτερο εδάφιο και παρ. 7 περίπτ. γ’ του ν. 4170/2013 (Α’ 163) «Ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ, ρύθμιση θεμάτων της ΕΛ.Τ.Ε., αναμόρφωση Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. και άλλες διατάξεις», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει, και ιδίως αναφορικά με την έκδοση απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), σχετικά με την έκδοση καταλόγου οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί και τη ρύθμιση θεμάτων σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών της παρ. 1 περίπτ. β’ του ίδιου άρθρου.
β) Του Κεφαλαίου Η’, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Ενότητα Β’ παρ. 5 και Ενότητα Γ’ παρ. 5 στοιχείο γ’ και Τμήμα VIII, Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχείο γ’ και Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχείο ζ’ του ν. 4170/2013, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.
γ) Του άρθρου δεύτερου, παρ. 3 υποπαρ. α’ και του άρθρου πέμπτου, παρ. 4 πρώτο και δεύτερο εδάφιο και παρ. 5 του ν. 4428/2016 (Α’ 190) «Κύρωση της Πολυμερούς Συμφωνίας Αρμόδιων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών και διατάξεις εφαρμογής».
δ) Του άρθρου τρίτου, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Ενότητα Β’ παρ. 5 και Ενότητα Γ’ παρ. 5 στοιχείο γ’ και Τμήμα VIII, Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχείο γ’ και Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχείο ζ’ του ν. 4428/2016.
ε) Του άρθρου 1 του ν. 3756/2009 (Α’ 53) «Σύστημα Άυλων Τίτλων, διατάξεις για την Κεφαλαιαγορά, φορολογικά θέματα και λοιπές διατάξεις».
στ) Των άρθρων 12, παρ. 3 στοιχείο ζ, 14 παρ. 1 στοιχείο ι, 15 παρ. 4, 62 παρ. 1 στοιχείο ε, 64 παρ. 1 στοιχείο ε’ και 72 παρ. 1 και 16 του ν. 4172/2013 (Α’ 167) «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν. 4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις».
ζ) Του άρθρου 5 στοιχεία α’, γ’ και ζ’ του ν. 4364/2016 (Α’ 13) «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ), στα άρθρα 2 και 8 της Οδηγίας 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 σχετικά με την τροποποίηση των Οδηγιών 2003/71/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ, και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθμ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθμ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθμ. 1095/2010, όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (εφεξής ΕΑΑΕΣ) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών, καθώς και στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/89/ ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2011, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων και συναφείς διατάξεις της νομοθεσίας περί της ιδιωτικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις».
η) Του ν. 4174/2013 (Α’ 170) (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας) και ιδίως των άρθρων 15, 23 και 29.
θ) Του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α’ 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».
2. Την από 24.9.2015, 25.9.2015 και 18.11.2016 ηλεκτρονική αλληλογραφία της Τράπεζας της Ελλάδος προς τη Δ/νση Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (Δ/νση ΔΟΣ) της ΑΑΔΕ.
3. Την από 25.9.2015 ηλεκτρονική αλληλογραφία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς τη Δ/νση ΔΟΣ της ΑΑΔΕ.
4. Την από 25.9.2015 και 22.12.2016 ηλεκτρονική αλληλογραφία της Δ/νσης ΔΟΣ της ΑΑΔΕ προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
5. Τον κατάλογο λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως εξαιρούμενοι λογαριασμοί για τους σκοπούς του Τμήματος VΙΙΙ, Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχείο ζ’ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2011 σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας και κατάργηση της οδηγίας 77/799/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (EE L 64 της 11.3.2011, EE L 359 της 16.12.2014, ΕΕ L 332 της 18.12.2015, ΕΕ L 146 της 3.6.2016 και EE L 342 της 16.12.2016), όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναθεωρήθηκε (ΕΕ C 362 της 31.10.2015, ΕΕ C της 23.12.2016 και ΕΕ C 139 της 4.5.2017).
6. Τον κατάλογο των οντοτήτων που πρέπει να αντιμετωπίζονται ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα για τους σκοπούς του Τμήματος VIII, Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχείο γ’ του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2011/16/ΕΕ του Συμβουλίου, όπως δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 362 της 31.10.2015).
7. Τα Σχόλια του ΟΟΣΑ επί του Κοινού Προτύπου Αναφοράς (ΚΠΑ), όπως εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ στις 15 Ιουλίου 2014 και ισχύουν.
8. Την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960/10.3.2017 απόφαση του Διοικητή της ΑΑΔΕ «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» (Β’ 968).
9. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130 και Β’ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» και την αριθμ. Δ6Α 1145867 ΕΞ 2013/25.9.2013 (Β’ 2417) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκαν, συμπληρώθηκαν και ισχύουν, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαρ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
10. Την αριθμ. 1 της 20.1.2016 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών» (Υ.Ο.Δ.Δ. 18), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.
11. Την εισήγηση της Δ/νσης ΔΟΣ της ΑΑΔΕ ως αρμόδιας αρχής κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4170/2013.
12. Την ανάγκη ρύθμισης όλων των σχετικών θεμάτων προκειμένου να εφαρμοστεί ομαλά και απρόσκοπτα το πλαίσιο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών χρηματοοικονομικών λογαριασμών.
13. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού της ΑΑΔΕ,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Υποχρεώσεις εποπτευόντων φορέων σχετικά με την εφαρμογή της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών χρηματοοικονομικών λογαριασμών
1. Για το σκοπό της διασφάλισης των προϋποθέσεων που παρατίθενται στο Κεφάλαιο Η, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχείο γ’ και Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχείο ζ’ του ν. 4170/2013 και στο άρθρο τρίτο, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχείο γ’ και Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχείο ζ’ του ν. 4428/2016, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν στη Δ/νση ΔΟΣ της ΑΑΔΕ, ως αρμόδιας αρχής κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 4170/2013, κατάλογο οντοτήτων και λογαριασμών που πρέπει να αντιμετωπιστούν ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί, λαμβάνοντας υπόψη τα αντίστοιχα Σχόλια του ΟΟΣΑ επί του ΚΠΑ, όπως εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο του ΟΟΣΑ στις 15 Ιουλίου 2014 και ισχύουν.
2. Σε περίπτωση μη ύπαρξης οντοτήτων ή/και λογαριασμών της προηγούμενης παραγράφου, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλουν να ενημερώσουν σχετικώς τη Δ/νση ΔΟΣ της ΑΑΔΕ.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζουν στη Δ/νση ΔΟΣ της ΑΑΔΕ κατάλογο των Δηλούντων Ελληνικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, κατά την έννοια του Κεφαλαίου Η, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Α’ παρ. 1 του ν.4170/2013 και του άρθρου τρίτου, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Α’ παρ. 1 του ν. 4428/2016.
Άρθρο 2
Χρόνος και τρόπος υποβολής των καταλόγων του άρθρου 1
1. Για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 της παρούσας, ως χρόνος υποβολής του καταλόγου Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή/και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών ή ως χρόνος ενημέρωσης της Δ/νσης ΔΟΣ της ΑΑΔΕ για τη μη ύπαρξή τους ορίζεται η 15η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους από το έτος εφαρμογής των κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Η’, Παραρτήματα Ι και ΙΙ του ν. 4170/2013 και το άρθρο τρίτο, παρ. 1 και 2 του ν. 4428/2016.
2. Για την εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 1 της παρούσας, η υποβολή του καταλόγου των Δηλούντων Ελληνικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων λαμβάνει χώρα εντός μηνός από το τέλος του έτους εφαρμογής των κανόνων υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας, σύμφωνα με το Κεφάλαιο Η, Παραρτήματα Ι και ΙΙ του ν. 4170/2013 και το άρθρο τρίτο, παρ. 1 και 2 του ν. 4428/2016.
Ειδικά για το έτος 2016, η υποβολή αυτού του καταλόγου μπορεί να λάβει χώρα εντός μηνός από το τέλος του τρέχοντος έτους.
3. Ο κατάλογος των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή/και των Εξαιρούμενων Λογαριασμών της παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας, υποβάλλεται σε ηλεκτρονική μορφή σύμφωνα με τα υποδείγματα που περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα 1 και 2 της παρούσας, αντίστοιχα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της.
Άρθρο 3
Διαβίβαση του καταλόγου των Δηλούντων Ελληνικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων
Ο κατάλογος της παρ. 3 του άρθρου 1 της παρούσας διαβιβάζεται από τη Δ/νση ΔΟΣ στη Δ/νση Ελέγχων της Γενικής Δ/νσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ.
Άρθρο 4
Κατάλογος οντοτήτων και λογαριασμών που αντιμετωπίζονται ως Μη Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί
1. Για τα έτη 2016 και 2017, καμία Οντότητα, κατά την έννοια του Κεφαλαίου Η, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητας Ε’ παρ. 3 και του άρθρου τρίτου, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Ε’ παρ. 3 του ν. 4428/2016, δεν λογίζεται ως Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.
2. Για τα έτη 2016 και 2017, ως Εξαιρούμενος Λογαριασμός λογίζονται τα ομαδικά ασφαλιστήρια συνταξιοδοτικών συμβολαίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, παρ. 3 στοιχείο ζ, 14 παρ. 1 στοιχείο ι, 15 παρ. 4, 62 παρ. 1 στοιχείο ε, 64 παρ. 1 στοιχείο ε’ και 72 παρ. 1 και 16 του ν. 4172/2013 και του άρθρου 5 στοιχεία α’, γ’ και ζ’ του ν. 4364/2016.
Άρθρο 5
Ειδικότερες ρυθμίσεις σχετικά με τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς των Κεντρικών Αποθετηρίων Τίτλων
1. Στην περίπτωση Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών Θεματοφυλακής, κατά την έννοια του Κεφαλαίου Η’, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Γ’ παρ. 3 του ν. 4170/2013 και του άρθρου τρίτου, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα VIII, Ενότητα Γ’ παρ. 3 του ν. 4428/2016, της Τράπεζας της Ελλάδος (που ενεργεί ως Κεντρικό Αποθετήριο Τίτλων) ή του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Διαχειριστής του Συστήματος Άυλων Τίτλων), όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 3756/2009, όπως κάθε φορά ισχύει, στους οποίους καταχωρίζονται τίτλοι που τηρούνται από ή μέσω ενός ή περισσότερων άλλων Δηλούντων Ελληνικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, οι σχετικοί Χρηματοοικονομικοί Λογαριασμοί θεωρείται ότι τηρούνται από αυτά τα άλλα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Η, Παράρτημα ΙΙ, παρ. 4 περίπτ. α’ του ν. 4170/2013 και στο άρθρο τρίτο, παρ. 2, Παράρτημα ΙΙ, παρ. 4 περίπτ. α’ του ν. 4428/2016. Αυτά τα άλλα Δηλούντα Ελληνικά Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα ευθύνονται για οποιαδήποτε υποβολή στοιχείων απαιτείται σε σχέση με αυτούς τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παρ. 1 περίπτ. β’ και στο Κεφάλαιο Η, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Ενότητα Β’ παρ. 5 και Ενότητα Γ’ παρ. 5 περίπτ. γ’ του ν. 4170/2013 και τα οριζόμενα στο άρθρο δεύτερο παρ. 3 υποπαρ. α’ και άρθρο τρίτο, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙΙ, Ενότητα Β’ παρ. 5 και Ενότητα Γ’ παρ. 5 περίπτ. γ’ του ν. 4428/2016.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, κατά περίπτωση, μπορεί να υποβάλλει στοιχεία για λογαριασμό των Δηλούντων Ελληνικών Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων της παρ. 1, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Η, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙ Ενότητα Γ’ του ν. 4170/2013 και στο άρθρο τρίτο, παρ. 1, Παράρτημα Ι, Τμήμα ΙΙ Ενότητα Δ’ του ν. 4428/2016.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
ΠΟΛ.1131/2017 Κοινοποίηση των διατάξεων του Μέρους Πρώτου του ν. 4484/2017 (Α’110/01.08.2017) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις»
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση των διατάξεων του Μέρους Πρώτου του ν. 4484/2017 (Α’110/01.08.2017) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις»
Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 9 του Μέρους Πρώτου «ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/881» του ν. 4484/2017 (Α’110/01.08.2017) «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας (ΕΕ) 2016/881 και άλλες διατάξεις», με τις οποίες ενσωματώθηκε στο εσωτερικό δίκαιο η Οδηγία (ΕΕ) 2016/881 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2016 (ΕΕ L 146 της 03.06.2016) για την τροποποίηση της Οδηγίας 2011/16/ΕΕ (ΕΕ L 64 της 11.3.2011), όσον αφορά στην υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας.
Α. Σύντομη περιγραφή του νόμου
Ο ν. 4484/2017 αποτελείται από Δύο Μέρη. Το Μέρος Πρώτο με τίτλο «ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΣΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ (ΕΕ) 2016/881» που περιλαμβάνει τα άρθρα 1 έως 9 και το Μέρος Δεύτερο με τίτλο «ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ» που περιλαμβάνει τα άρθρα 10 έως 85.
Ειδικότερα, με το Μέρος Πρώτο εναρμονίζεται η ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις της ως άνω Οδηγίας, η οποία τροποποιεί την αρχική Οδηγία 2011/16/ΕΕ, η οποία είχε ενσωματωθεί στην ελληνική νομοθεσία με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Α’ έως και Η’ του Μέρους Πρώτου του ν. 4170/2013 (Α’ 163). Εν προκειμένω, ορίζονται το πεδίο εφαρμογής και οι προϋποθέσεις για την υποχρεωτική αυτόματη ανταλλαγή των πληροφοριών σχετικά με την Έκθεση ανά Χώρα.
Β. Σύντομη περιγραφή του αντικειμένου και του σκοπού των θεσπιζόμενων ρυθμίσεων
Με τον προαναφερθέντα νόμο επεκτείνεται το πεδίο της αυτόματης ανταλλαγής πληροφοριών στον τομέα της φορολογίας με τη ρύθμιση της υποχρεωτικής αυτόματης ανταλλαγής των Εκθέσεων ανά Χώρα σε επίπεδο χωρών της ΕΕ. Η υποχρέωση υποβολής της Έκθεσης ανά Χώρα εκ μέρους των Ομίλων Πολυεθνικών Επιχειρήσεων (ΠΕ) αποτελεί το τρίτο μέρος της φορολογικής υποχρέωσης για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών, που εφαρμόζεται ήδη στη χώρα μας, με την υποβολή του Βασικού και Ελληνικού Φακέλου Τεκμηρίωσης, όπως προβλέπεται στις αντίστοιχες διατάξεις του ν. 4174/2013 – Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ΚΦΔ), (Α’170).
Ειδικότερα, πρόκειται για θέσπιση της υποχρέωσης των Ομίλων ΠΕ με ετήσια ενοποιημένα έσοδα ίσα ή άνω των 750.000.000 ευρώ να υποβάλλουν σε ετήσια βάση ενώπιον των φορολογικών αρχών της φορολογικής τους κατοικίας συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την οικονομική τους δραστηριότητα. Ο κανόνας για την υποχρέωση υποβολής της Έκθεσης ανά Χώρα αφορά καταρχήν την Τελική Μητρική Οντότητα του Ομίλου ΠΕ. Προβλέπεται όμως και δευτερογενής μηχανισμός για την υποβολή της Έκθεσης ανά Χώρα από Παρένθετη ή άλλη Συνιστώσα Οντότητα του Ομίλου ΠΕ υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις που περιγράφονται στον νόμο. Επίσης, προβλέπεται η υποχρέωση κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ της γνωστοποίησης προς τις ελληνικές φορολογικές αρχές της ιδιότητας κάθε Συνιστώσας Οντότητας του Ομίλου ΠΕ, καθώς και της ενημέρωσης για το ποιά θα είναι η Αναφέρουσα Οντότητα. Ο χρόνος και ο τρόπος υποβολής αυτών των πληροφοριών εκ μέρους των Ομίλων ΠΕ ρυθμίζονται με λεπτομέρεια στις σχετικές διατάξεις του νόμου, στις οποίες περιλαμβάνεται και υπόδειγμα υποβολής των Εκθέσεων ανά Χώρα. Ο κανόνας για τον χρόνο υποβολής της Έκθεσης ανά Χώρα είναι δώδεκα (12) μήνες από την τελευταία ημέρα του Φορολογικού Έτους Υποβολής Εκθέσεων του Ομίλου ΠΕ. Περαιτέρω, ρυθμίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις για την αυτόματη ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών μεταξύ των κρατών, η οποία για την πρώτη Έκθεση ανά Χώρα πραγματοποιείται εντός δεκαοχτώ (18) μηνών από την τελευταία ημέρα του φορολογικού έτους του ομίλου ΠΕ, στο οποίο αναφέρεται η Έκθεση ανά Χώρα. Η έναρξη εφαρμογής των προτεινόμενων ρυθμίσεων για την πρώτη ανταλλαγή των Εκθέσεων ανά Χώρα είναι η 01.01.2016. Τέλος, θεσπίστηκαν κυρώσεις για τις περιπτώσεις αθέτησης των σχετικών υποχρεώσεων του νόμου εκ μέρους των Ομίλων ΠΕ.
Σκοπός των θεσπιζόμενων ρυθμίσεων είναι η καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και της φοροδιαφυγής, που έχει ενταθεί σημαντικά, ιδίως εκ μέρους των Ομίλων ΠΕ, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται δυναμικά η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών ως μελλοντικό ευρωπαϊκό και διεθνές πρότυπο για τη διαφάνεια και την ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα. Η ενίσχυση της διαφάνειας για τους Ομίλους ΠΕ αποτελεί ουσιώδες μέρος της αντιμετώπισης της διάβρωσης της φορολογικής βάσης και της μεταφοράς κερδών (Base Erosion and Profit Shifting), σχετικά με την οποία ο ΟΟΣΑ δημοσίευσε και το Σχέδιο Δράσης BEPS.
Γ. Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων
Θα ακολουθήσει εγκύκλιος παροχής οδηγιών εφαρμογής των διατάξεων του Μέρους Πρώτου του ν. 4484/2017 από τις συναρμόδιες Υπηρεσίες.
ΑΠ 130/2017 Φοροδιαφυγή – έκδοση πλαστών τιμολογίων – Ηπιότερος νόμος – Μετατροπή ποινής κάθειρξης μέχρι πέντε χρόνια σε χρηματική
ΑΠ 130/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Περίληψη
Φοροδιαφυγή – Έκδοση πλαστών τιμολογίων
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, της φοροδιαφυγής με έκδοση εικονικών τιμολογίων, απαιτείται αντικειμενικώς, έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ή, νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων.
Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της υποκειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. (ΑΠ 224/2016). Η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ , που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 “Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ, καθ’ ο μέρος ορίζει, ότι όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) ….. και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, ως επιεικέστερη της προϊσχύσασας διάταξη, τυγχάνει, κατά το άρθρ. 2 παρ.1 Π.Κ., εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η συνολική αξία των επίδικων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ και ανέρχεται σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), αφού για την σε βαθμό κακουργήματος τιμώρηση της πράξεως απαιτεί ήδη το ποσό των 200.000 ευρώ, αντί του μικροτέρου εκείνου των 150.000 ευρώ, που απαιτούσε η προϊσχύσασα διάταξη και επί πλέον απειλεί ποινή μικρότερη, κατά το ανώτατο όριό της (κάθειρξη έως δέκα ετών), από εκείνη της παλαιάς ρυθμίσεως, που απειλούσε κάθειρξη έως είκοσι έτη (άρθρα 52 παρ. 2 και 3 του ΠΚ). Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της αποδοχής εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (ΑΠ 224/2016). Για την ύπαρξη της, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμησις των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμησις εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγησις των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψις αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου κεχωρισμένως και η παράλειψις της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίσις του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση και να αχθεί στην καταδικαστική του αναιρεσείοντος κρίση του για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ (ανερχόμενη σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα, που ανεγνώσθησαν ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου.
Ηπιότερος νόμος
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για την συντέλεση παραβάσεων φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων. Η τελευταία νέα αυτή ρύθμιση είναι επικεικεστέρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997, αφού πλέον ή έκδοση ή η αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν τιμωρείται αυτοτελώς. Πλέον τούτων, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση, που μετά την δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή και την επιβληθείσα ποινή κύρια ή παρεπόμενη, το δικαστήριο, εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (ΟλΑΠ 3/1995). Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος (ΑΠ 39/2015).
Μετατροπή ποινής 5ετής κάθειρξης σε Χρηματική
Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 ορίζονται τα εξής : “1. … Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων…3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών”.
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλακίσεως όσο και η ποινή καθείρξεως. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση “περιοριστική της ελευθερίας ποινή”, και όχι ο όρος “φυλάκιση”, αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης. Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο άρθρο 26 αυτού, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής καθείρξεως πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντάς την στη φραστική διατύπωση “στερητική της ελευθερίας ποινή” και αναφέροντας ρητά τον όρο “πενταετής κάθειρξη”.
Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται, ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή καθείρξεως πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή καθείρξεως, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών (ΑΠ 454/2016). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με τον ν. 4093/2012, συνισταμένη στην απόρριψη του αιτήματός του για μετατροπή της ποινής καθείρξεως πέντε (5) ετών, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του με την προσβαλλόμενη απόφαση για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανερχόμενο σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ). Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 23), ο αναιρεσείων μετά την απαγγελία της ανωτέρω ποινής υπέβαλε δια της συνηγόρου του σχετικό αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία ως μη νόμιμο με την αιτιολογία, ότι για την μετατροπή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ, που ορίζουν για μετατροπή ποινών φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη και όχι για μετατροπή ποινών καθείρξεως πέντε (5) ετών. Όμως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και αφού η ποινή είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών, υπόκειται (καταρχήν) σε μετατροπή. Επομένως, το άνω Πενταμελές Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012, εσφαλμένως ερμηνεύοντας αυτήν και συνακολούθως είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίον πλήττεται η απορριπτική διάταξη του αιτήματος μετατροπής της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.-.
ΑΠ 130/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Ιωάννη Μπαλιτσάρη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Π. του Γ., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Κούτα, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 127/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λαρίσης.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λαρίσης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Νοεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ’ αριθμ. …2015 από 13-11-2015 αίτηση του Ι. Π. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 127/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) …, η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 εδ. α’ του ΚΠΔ βιβλίο την 3-11-2015, έχει ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως κατά το άρθρο 473 παρ. 1 και 3 του ΚΠΔ.
Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 40 παρ.1 Ν. 3220/2004 και 2 παρ. 2 Ν. 3943/2011, καταλαμβάνει δε την παρούσα υπόθεση, ως εκ του κατά την 11-10-2011 χρόνου τελέσεως της επιδίκου πράξεως, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών.
Ειδικά, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) “με κάθειρξη”, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Κατά την παρ. 2 του άνω άρθρου (19 ν. 2523/1997, όπως διαμορφώθηκε και ισχύει), το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου ενώ κατά την παρ 3, θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται, επίσης, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό κατά την παρ. 4 είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.
Εξ άλλου, με το νόμο 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το αρθρ. 8 ν. 4337/2015 υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ, με το δε άρθρο 66 καταργούνται οι διατάξεις των αρθρ. 17, 18 και 19 παρ. 1 εδ. α 20 και 21 τον ν. 2523/1997 και για το αδίκημα της έκδοσης πλαστών εικονικών τιμολογίων ορίζονται πλέον στην παρ. 5 του άρθρου τούτου 66, τα εξής:
Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.
Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησης του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται, επίσης, ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στη Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας.
Από την σύγκριση των άνω διατάξεων προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, της φοροδιαφυγής με έκδοση εικονικών τιμολογίων, απαιτείται αντικειμενικώς, έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ή, νόθευση γνήσιων φορολογικών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και επί νοθεύσεως της γνησιότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση η αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνήσιων στοιχείων. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται, ως πρόσθετο στοιχείο, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωση του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της υποκειμενικής του υποστάσεως και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. (ΑΠ 224/2016). Η νέα ως άνω ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. β’ , που προστέθηκε στο Ν. 4174/2013 “Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κλπ, καθ’ ο μέρος ορίζει, ότι όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) ….. και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, ως επιεικέστερη της προϊσχύσασας διάταξη, τυγχάνει, κατά το άρθρ. 2 παρ.1 Π.Κ., εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η συνολική αξία των επίδικων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ και ανέρχεται σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), αφού για την σε βαθμό κακουργήματος τιμώρηση της πράξεως απαιτεί ήδη το ποσό των 200.000 ευρώ, αντί του μικροτέρου εκείνου των 150.000 ευρώ, που απαιτούσε η προϊσχύσασα διάταξη και επί πλέον απειλεί ποινή μικρότερη, κατά το ανώτατο όριό της (κάθειρξη έως δέκα ετών), από εκείνη της παλαιάς ρυθμίσεως, που απειλούσε κάθειρξη έως είκοσι έτη (άρθρα 52 παρ. 2 και 3 του ΠΚ). Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά, που απεδείχθησαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε.
Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της αποδοχής εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο (ΑΠ 224/2016). Για την ύπαρξη της, κατά τα ανωτέρω, απαιτούμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.
Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για την βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμησις των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμησις εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγησις των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψις αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου κεχωρισμένως και η παράλειψις της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίσις του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεώς του, το δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό την υπόθεση, προκειμένου να σχηματίσει την δικανική του πεποίθηση και να αχθεί στην καταδικαστική του αναιρεσείοντος κρίση του για την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ (ανερχόμενη σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ), έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα, που ανεγνώσθησαν ενώπιόν του επ’ ακροατηρίου.
Δεν ήταν δε αναγκαίο για την απαιτούμενη κατά το μέρος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της, το δικαστήριο να προβεί στην αναφορά των στοιχείων και του περιεχομένων των αναγνωσθέντων εγγράφων και στην αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου από τα ανωτέρω χωριστά, ούτε να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση αυτών μεταξύ τους, ούτε να διαλάβει τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά, όπως ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων, ότι έπρεπε να κάνει το δικαστήριο, προκειμένου να διαλάβει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την παραδοχή, ότι “τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία τα αποδέχθηκε στην κατοχή του με δόλο γνωρίζοντας ότι είναι εικονικά καθόσον το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού δεν είχαν θεωρηθεί νομίμως, ενώ ουδέποτε η επιχείρηση “… ΕΠΕ” πραγματοποίησε της αναφερόμενες σε αυτά εργασίες, αφού δεν είχε την απαιτούμενη υποδομή, ενώ τυγχάνει ανύπαρκτη επαγγελματικά”. Επομένως, η σχετική αιτίαση, που προβάλλει ο αναιρεσείων με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, ως αναγόμενη στην εκτίμηση πραγμάτων και, υπό την επίφαση της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουσα την ανέλεγκτη περί τούτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτη και απορριπτέα.- Εξ άλλου, φαινομένη συρροή ή απλή συρροή νόμων, επί της οποίας δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 94 Π.Κ., υπάρχει, όταν οι περισσότερες πράξεις, οι οποίες διώκονται, δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμες, αλλά συγκροτούν την έννοια ενός και του αυτού εγκλήματος, είτε διότι η μεν αποτελεί κατά νόμο συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης, είτε διότι χρησιμεύει κατά νόμο ως αναγκαίο μέσο για την τέλεση αυτής, είτε, τέλος, διότι παρίσταται ως αναγκαία συνέπεια της προηγηθείσης, από την οποία και απορροφάται (ΑΠ 388/2016).
Περαιτέρω, όπως προαναφέρεται, με το νόμο 4174/2013 θεσπίστηκε κώδικας φορολογικών στοιχείων, ενώ με το αρθρ. 8 ν. 4337/2015 υπό τον τίτλο Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο υπό τον τίτλο ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ και με το αρθρ. 66 καταργούνται οι διατάξεις των αρθρ. 17, 18 και 19 παρ. 1 εδ. α 20 και 21 τον ν. 2523/1997 και ειδικότερα για το αδίκημα της έκδοσης πλαστών εικονικών τιμολογίων ορίζονται στις παρ. 1 έως και 5 του αρθρ. 66 του αρθρ. 8 ν. 4337/2015, τα εξής: “1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου. 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. 5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος.”.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι στην περίπτωση εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή, που χρησιμοποιήθηκαν για την συντέλεση παραβάσεων φοροδιαφυγής, ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία, ως αυτουργός ή συμμέτοχος, απορροφωμένης, συνεπώς, από εκείνη (φοροδιαφυγή) της πράξεως της εκδόσεως ή αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθιερουμένης, με τη νέα ως άνω ρύθμιση, φαινομένης κατ’ ιδέαν συρροής μεταξύ των δύο αυτών αδικημάτων.
Η τελευταία νέα αυτή ρύθμιση είναι επικεικεστέρα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, της προϊσχύσασας του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του Ν. 2523/1997, αφού πλέον ή έκδοση ή η αποδοχή εικονικών και πλαστών φορολογικών στοιχείων απορροφάται (φαινομενικώς κατ’ ιδέαν) από την πράξη της φοροδιαφυγής και δεν τιμωρείται αυτοτελώς. Πλέον τούτων, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514 και 511 εδ. τελ. ΚΠοινΔ, προκύπτει, ότι στην περίπτωση, που μετά την δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά την αξιόποινη πράξη ή και την επιβληθείσα ποινή κύρια ή παρεπόμενη, το δικαστήριο, εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκαση της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας (ΟλΑΠ 3/1995).
Ως ηπιότερος νόμος κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ θεωρείται εκείνος, ο οποίος, όπως ίσχυσε, περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις δηλαδή με την εφαρμογή, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά απ’ αυτές. Εάν από τη σύγκριση προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο απ’ όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος (ΑΠ 39/2015).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του σκεπτικού και του διατακτικού της, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν διαλαμβάνεται παραδοχή, ότι τα επίδικα εικονικά και πλαστά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις ως άνω πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του του προαναφερομένου άρθρου 66 Ν. 4174/2013 (αντίστοιχες των προϊσχυσασών παραβάσεων των άρθρων 17 και 18 του Ν. 2523/1997).
Συνεπώς, η επίκληση από τον αναιρεσείοντα, ότι, αφού με την υπ’ αριθμ. 898/2015 απόφασή του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου …, που σημειωτέον δεν επικαλείται ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, ουδέ προκύπτει ότι προσκομίσθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και ζητήθηκε η αποδεικτική της αξιοποίηση, κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, διότι ζήτησε, έλαβε και κατεχώρησε στα βιβλία του τα πλαστά και εικονικά τιμολόγια, το αδίκημα της αποδοχής των αυτών εικονικών και πλαστών τιμολογίων, για το οποίο κατεδικάσθη με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, δεν στοιχειοθετείται και ως εκ τούτου πρέπει, κατ’ εφαρμογή της, μετά την έκδοση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θέση σε ισχύ της ως άνω επιεικέστερης διατάξεως του άρθρου 66 παρ. 5 εδ. γ’ του Ν. 4174/2013, και των άρθρων 511 εδ. γ’ και 514 εδ. γ’ του ΚΠΔ, να αναιρεθεί η απόφαση να κηρυχθεί αθώος, είναι αβάσιμη και απορριπτέα, γιατί προκειμένου να τύχει εφαρμογής η τελευταία αυτή διάταξη, πρέπει τα εικονικά αυτά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή, να χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις φοροδιαφυγής των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 Ν. 4174/2013 και να υπάρχει περί τούτου σχετική παραδοχή στην προσβαλλομένη απόφαση, μετά από την εκτίμηση των πραγμάτων.
Όπως ήδη προαναφέρεται, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, την τυχόν συνδρομή των οποίων βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως ερευνά αυτεπαγγέλτως, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής κάθε τέτοιας περιστάσεως (ΑΠ 931/2007). Η προβολή των αυτοτελών περί της συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ισχυρισμών απαιτείται να γίνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς επίσης να γίνεται και προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά, που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Όταν δε προτείνεται ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικού απαιτείται επίκληση περιστατικών και δεν αρκεί απλώς η αναφορά της διατάξεως που το προβλέπει ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους.
Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α, β, γ, δ και ε, που συνίστανται στο “α) το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή”, β) “το ότι ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια, “δ) το ότι έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και “ε) το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του”. Ειδικότερα, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ ΠΚ, απαιτείται ο υπαίτιος, με κριτήριο τους κανόνες της εννόμου τάξεως και τις κρατούσες ηθικές αρχές και αντιλήψεις για την ηθική αξία και την κοινωνική υπόληψη του προσώπου, να έζησε μέχρι τον χρόνο που τέλεσε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και να αποδεικνύονται κατά την ακροατηριακή διαδικασία συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικής και έντιμης συμπεριφοράς στους αντίστοιχους τομείς βιοτικής δράσης, σε βαθμό που εύλογα να μην αναμένεται εκτροπή αυτού σε πράξεις ποινικής παραβατικότητας. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ’ απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά (ΑΠ 1090/2015).
Για την στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτών κατά την έννοια του εδ. β’ της παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου (84 ΠΚ), απαιτείται ο υπαίτιος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια, που ως τοιαύτα νοούνται τα μη αντίθετα προς την κοινή, περί ηθικής ή κοινωνικής τάξεως, συνείδηση και τα μη μαρτυρούντα διαστροφή χαρακτήρος και κακοβουλία του δράστη, για δε το ορισμένο του απαιτείται να εκτίθενται και τα αίτια, αυτά που ώθησαν τον κατηγορούμενο στην πράξη του (ΑΠ 2365/2008 ΤΝΠ Νόμος). Η δε μη ταπεινότητα των αιτίων, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται, θα κριθεί όχι υποκειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας (ΑΠ 295/2015). Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ορισμένα περιστατικά συνιστούν ή όχι ταπεινά αίτια, είναι κρίση ως προς τα πράγματα και δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 453/2016). Περαιτέρω, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ’ του ΠΚ, ήτοι το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης (ΑΠ 1192/2016), η μετά τη σύλληψή του υπαιτίου ομολογία της πράξεώς του, έστω και αν έγινε αυθόρμητα, ή η διευκόλυνση του έργου των αστυνομικών δια μόνης της ομολογίας του (ΑΠ 951/2012 ΤΝΠ Νόμος). Εξ άλλου η αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ, προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης υπό καθεστώς ελεύθερης κοινωνικής διαβίωσης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, η καλή και συνήθης συμπεριφορά και δη εργασία και ομαλή οικογενειακή ζωή και μόνον, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα (ΑΠ 69/2013 ΤΝΠ Νόμος).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, τα οποία δεν προσβάλλονται ως πλαστά ούτε προκύπτει ότι διορθώθηκαν, η συνήγορος υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, δια του οποίου ο τελευταίος παρίστατο, υπέβαλε εγγράφως και ανάπτυξε προφορικώς πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τους εξής, επί λέξει, αυτοτελείς ισχυρισμούς – αιτήματα αναγνωρίσεως της συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων: “Ο κατηγορούμενος µε τους παρόντες ισχυρισμούς του προβάλει το αίτημα – ισχυρισμό του για την αναγνώριση στο πρόσωπό του ελαφρυντικών περιστάσεων και ειδικότερα:
l) Στην πράξη της δεν ωθήθηκε από ταπεινά αίτια, αντίθετα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί ότι η αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση (η οποία φέρεται να εξέδωσε εικονικά τιμολόγια] ήταν µια νόμιμη επιχείρηση καθόσον είχε μιλήσει προσωπικά µε τον εκπρόσωπό της, είχε νόμιμη έδρα και υφιστάμενο Αριθμό Φορολογικού Μητρώου, που ήταν τα βασικό. στοιχεία για την ανάθεση σε αυτήν υπεργολαβίας στα έργα που εκτέλεσε. Πέραν τούτου, δεν υπέπεσε στην αντίληψη του κατηγορούμενου η πιθανότητα αποδοχής εικονικών τιμολογίων καθώς είχε συνάψει µε την αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης υπεργολαβίας, τα οποία μάλιστα κατατέθηκαν νόμιμα στην αρμόδια ΔΟΥ, όπως προέβλεπε η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, τα οποία θα έπρεπε η αρμόδια φορολογική αρχή να ελέγξει και στην περίπτωση που είχε αμφιβολίες να προστατεύσει τον φορολογούμενό της (κατηγορούμενο), καθώς τα στοιχεία που φέρει σήμερα η Αρχή για την απόδειξη εκδόσεως εικονικών τιμολογίων, ήταν σε θέση να γνωρίζει μόνον αυτή και είχε υποχρέωση να γνωστοποιήσει τέτοια πιθανότητα στον κατηγορούμενο ώστε να τον προστατεύσει. Αντίθετα, όχι μόνον δεν του γνωστοποίησε την πιθανότητα να συμβάλλεται µε µια επιχείρηση που υποπίπτει σε φορολογικά αδικήματα τέτοιου µμεγέθους, αλλά παρέλαβε τα συμφωνητικά και μετά από έτη διαπίστωσε τέτοιες πράξεις, ενώ μόνον αυτή θα μπορούσε (λόγω του απορρήτου των φορολογικών στοιχείων και υποθέσεων) να τον προστατεύσει. Επομένως ο κατηγορούμενος, θεωρώντας ότι πρόκειται για µια νόμιμα λειτουργούσα επιχείρηση (εκδότρια), συμβλήθηκε νόμιμα, απαίτησε και υπογράφηκαν ιδιωτικά συμφωνητικά τα οποία αποδείκνυαν τις μεταξύ τους συναλλαγές, από τις εργασίες που έγιναν πραγματικά – καθώς μπορούν να ελεγχθούν τα έργα που έλαβαν χώρα (δημόσια έργα), ακόμη και σήμερα – κατέβαλε το τίμημα των τιμολογίων, στον φερόμενο ως εκπρόσωπό της και καταχώρησε όλα τα άνω τιμολόγια στα επίσημα φορολογικά βιβλία του. Τα παραπάνω, συνιστούν πράξεις τις οποίες ενεργεί ο κάθε μέσος συνετός άνθρωπος που πιστεύει ότι συμβάλλεται νόμιμα και αποδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος είχε πεισθεί -µε βεβαιότητα- ότι είναι απολύτως σύννομες οι συναλλαγές του µε την αντισυμβαλλόμενή του επιχείρηση. Αποτέλεσμα των διαπιστώσεων περί εικονικών τιμολογίων, που οδήγησε στο συμπέρασμα αυτό την αρμόδια φορολογική αρχή είναι το γεγονός ότι ο Μ. αρνήθηκε οποιαδήποτε συναλλαγή µε τον κατηγορούμενο και τους άλλους επιχειρηματίες, ενώ ουσιαστικά έγιναν οι εργασίες και εισέπραξε τα χρήματα γι’ αυτές, δεδομένου ότι δεν τήρησε τη νόμιμη διαδικασία δηλαδή την δήλωση των εισοδημάτων από αυτές τις αιτίες και την πληρωμή του ΦΠΑ που είχε εισπράξει από τους αντισυμβαλλόμενους, προκειμένου να απεκδυθεί των ευθυνών τους, συνεπεία δε αυτών ήταν να οδηγείται τόσο ο παρών κατηγορούμενος όσο και άλλοι που συναλλάχθηκαν µε αυτόν, στην πεποίθηση ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι συναλλαγές και ότι τα τιμολόγια είναι εικονικά, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, επρόκειτο για πραγματικές συναλλαγές και πραγματικά τιμολόγια, µε αποτέλεσμα την ηθική, επαγγελματική και οικονομική του καταστροφή.
2) Όπως μάλιστα προκύπτει, από την προσκομιζόμενη, από 19-3-2012 αίτησή του, µε αρ. πρωτ. …/2012, απευθυνόμενη στον Υπουργό Οικονομικών και το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (δια της Β’ ΔΟΥ …), κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, παρά το γεγονός ότι δεν ενήργησε µε δόλο, να άρει ή έστω να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, αιτούμενος την διαιτητική επίλυση των διαφορών των σε ό,τι αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, ώστε το ποσό που θα προκύψει να το καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο.
3) Τόσον από την εν λόγω υπόθεση όσο και μετά από αυτήν δεν απασχόλησε τις Αρχές ή τα Δικαστήρια και ζούσε και συνέχισε να ζει έντιμη ατομική, οικογενειακή και γενικά κοινωνική ζωή και συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του καθώς δεν είναι άτομο που ρέπει προς την εγκληματικότητα.
4) Εξάλλου συμβιώνει, εδώ και τουλάχιστον 25 έτη µε την σύντροφό του Σ. Κ., µε την οποία απέκτησε µια κόρη την Γ. Π., ηλικίας σήμερα δώδεκα (12) ετών (όπως αυτό προκύπτει από το προσκομιζόμενο µε αρ.πρωτ…. 19-9-2012 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου … και η οποία γεννήθηκε την 18-11-2001 (σχ.προσκ.αντίγρ. της αρ…. /2001 Ληξιαρχικής Πράξης Γέννησης του Δήμου …), την οποία οικογένειά του φροντίζει συνεχώς και αδιάλειπτα, ασχολείται τακτικά µε την επιμέλεια και ανατροφή της ανήλικης κόρης του, καθώς δεν υπάρχουν άτομα που μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτό πέραν του ιδίου και της συντρόφου του.
5) Πέραν τούτου.. δεν είναι επικίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια, ούτε επιρρεπής σε εγκληματικές συμπεριφορές και ούτε επικίνδυνος για την τέλεση άλλων αξιόποινων συμπεριφορών. Είναι έντιμος οικογενειάρχης, αγαπητός στον κοινωνικό του κύκλο και ποτέ δεν έδωσε την παραμικρή αφορμή. Υπέστην δε, από την όλη υπόθεση πολύ µμεγάλη επαγγελματική, οικογενειακή και ατομική καταστροφή και αρκετά προβλήματα υγείας όπως μόνιμες κεφαλαλγίες, ημικρανίες κ.λπ. Επομένως προκύπτει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, από τα παραπάνω ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, οι επικαλούμενες ελαφρυντικές περιστάσεις και πρέπει να του αναγνωριστούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 γ’ , δ’ και ε ‘ του ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά και ιδίως στοιχεία της προσωπικότητας του κατηγορουμένου, ώστε το δικαστήριο να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι αυτός δεν ωθήθηκε στην πράξη του αυτή από ταπεινά αίτια και μετά την πράξη του έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει (ή να μειώσει) τις συνέπειες της πράξεώς του µε την υποβολή αιτήσεως προς τον Υπ. Οικονομικών-ΣΦΔ για διαιτητική επίλυση της διαφοράς ενώ η επικαλούμενη από αυτόν μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά, έλαβε χώρα σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσης (ΑΠ 1003 j 2003 Ποιν. Λογ.2003Ι 1097).
Επικουρικά δε από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής διατάξεως της κας Ανακρίτριας … αφενός κατέβαλε εμπρόθεσμα την τασσόμενη εγγύηση αφετέρου τήρησε κατά γράμμα τους περιοριστικούς όρους που του τέθηκαν χωρίς καμία μέχρι και σήμερα παρέκκλιση. Επομένως, ενόψει αυτών, πρέπει το Δικαστήριό Σας να κάνει δεκτούς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου για την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 εδ. γ, δ και ε του ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τα πιο πάνω ελαφρυντικά, ότι, δηλαδή, αυτός δεν ωθήθηκε στην πράξη του από ταπεινά αίτια παράλληλα έδειξε ειλικρινή μεταμέλεια και επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του καθώς δε συμπεριφέρθηκε από τον χρόνο τελέσεως των πράξεων αυτών, καλά μέχρι και σήμερα και µε τις παραδοχές αυτές να οδηγηθεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής.”. Το δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του απέρριψε κατά πλειοψηφία τους ανωτέρω περί ελαφρυντικών αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος με την εξής, επί λέξει, αιτιολογία: “Στην προκειμένη περίπτωση οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2α, β, γ, δ και ε πρέπει να απορριφθούν για τους εξής λόγους:
Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος πριν από την τέλεση των προαναφερόμενων πράξεων επέδειξε θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2α, τέτοια δε συμπεριφορά δεν αποτελεί το γεγονός ότι συμβιώνει με τη σύντροφο του Σ. Κ. με την οποία απέκτησε μια κόρη ηλικίας σήμερα 12 ετών, ότι φροντίζει την οικογένεια του συνεχώς και αδιαλείπτως, ότι ασχολείται τακτικά με την επιμέλεια και ανατροφή της ανήλικης κόρης του και ότι δεν υπάρχουν άλλα άτομα που μπορούν να βοηθήσουν σ’ αυτό. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στις προαναφερόμενες πράξεις του για τις οποίες κρίθηκε ένοχος από μη ταπεινά ελατήρια. Άλλωστε, ο εν λόγω ισχυρισμός του συνοδεύεται από περιστατικά, που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία (άρνηση), όμως, δεν αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Ως προς την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84παρ 2 γ ΠΚ το σχετικό αίτημα υποβλήθηκε χωρίς την αναφορά πραγματικών περιστατικών, που να αποδεικνύουν τη συνδρομή της. Περαιτέρω, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι ο κατηγορούμενος μετανόησε ειλικρινά και ότι επεζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες των πράξεων του, μόνη δε η αποδειχθείσα υποβολή εκ μέρους του αίτησης για διαιτητική επίλυση της διαφοράς δεν μαρτυρεί ειλικρινή μετάνοια του ούτε προσπάθεια να άρει τις συνέπειες των πράξεων του. Σημειωτέον ότι ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε ούτε στο Δικαστήριο έτσι ώστε τουλάχιστον από την απολογία του σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία να διαγνωσθεί εάν η επικαλούμενη εκ μέρους του μεταμέλεια υπήρξε ειλικρινής. Τέλος, ως προς την τελευταία ελαφρυντική περίσταση, ήτοι αυτή της μεταγενέστερης καλής συμπεριφοράς δεν αποδείχθηκαν τέτοια πραγματικά περιστατικά εκ των οποίων να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του κατηγορουμένου προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα. Πέραν τούτου δεν αποδείχθηκε ότι η μη επιλήψιμη συμπεριφορά του μετά την τέλεση της προαναφερόμενης πράξης είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης αυτού, αντίθετα μάλιστα εκτιμάται ότι αυτή ( η μη επιλήψιμη συμπεριφορά) είναι αποτέλεσμα της αναμενόμενης δικαστικής κρίσεως ώστε να μπορεί ευπροσώπως να υποστηρίξει αίτημα αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αυτής της ελαφρυντικής περίστασης.”.
Με αυτά που, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη των μελών του, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, σχετικά με την απορριπτική του αιτήματος του αναιρεσείοντα να του αναγνωρισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως των μη ταπεινών αιτίων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. β’ του ΠΚ (την οποίαν εκ προδήλου παραδρομής ο αναιρεσείων παραθέτει ότι στηρίζεται στο εδ. γ’ αντί του ορθού εδ. β’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ) την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία δεν προέκυπτε ότι ωθήθηκε αυτός στην πράξη του από μη ταπεινά ελατήρια. Άλλωστε, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι τέλεσε την πράξη του από μη ταπεινά ελατήρια συνοδεύεται από περιστατικά, που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία, όμως, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Καθ’ όσον αφορά τον επίσης εκ των ανωτέρω ισχυρισμών του αναιρεσείοντος εκείνο για την αναγνώριση του κατά το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. α’ του ΠΚ ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, υπό το προαναφερόμενο περιεχόμενό του δεν ήταν επαρκώς ορισμένος, αφού, κατά την ως άνω σχετική νομική σκέψη, μόνον το λευκό ποινικό μητρώο του, η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητάς του μέχρι την τέλεση της πράξεως και η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά του, με την δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, δεν αρκούν χωρίς την επί πλέον επίκληση και απόδειξη πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του, τα οποία και εν προκειμένω ο κατηγορούμενος αυτός δεν επικαλέσθηκε. Επίσης, υπό μόνον το εκτεθέν σχετικώς περιεχόμενό του, δεν ήταν επαρκώς ορισμένος ο ισχυρισμός του (αναιρεσείοντος) για την αναγνώριση και της συνδρομής του κατά το άρθρο 84 παρ. 2 εδ. δ’ του ΠΚ ελαφρυντικού της ειλικρινούς εμπράκτου μετανοίας του, αφού δεν συνδυαζόταν με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία να δείχνουν ότι και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινώς και όχι προσχηματικώς να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, μη αρκούσης της επικλήσεως και μόνον ότι υπέβαλε την από 19-3-2012 αίτησή του, µε αρ. πρωτ. …/2012, απευθυνόμενη στον Υπουργό Οικονομικών και το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών (δια της Β’ ΔΟΥ …), προς διαιτητική επίλυση των διαφορών σε ό,τι αφορά τα επιβαλλόμενα πρόστιμα από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται, ώστε το ποσό που θα προκύψει να το καταβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο, χωρίς την περαιτέρω επίκληση της τύχης της αιτήσεως αυτής και επίσης χωρίς την επίκληση καταβολής κάποιου ποσού εκ των οφειλομένων. Τέλος, υπό το εκτεθέν περιεχόμενό του επίσης δεν ήταν επαρκώς ορισμένος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση και της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς του μετά την πράξη του, αφού προς στοιχειοθέτησή του, πέραν της επικλήσεως καλής και συνήθους συμπεριφοράς του, εργασίας του, ομαλής οικογενειακής του ζωής, ελλείψεως παραβατικότητας, και συμμορφώσεώς του στην, μετά την απολογία στο ανακριτή εκδοθείσα από το τελευταίο διάταξη, με την οποίαν του επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της καταβολής εγγυήσεως, δεν επικαλέσθηκε πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της, κατά την ελεύθερη και όχι την εξαναγκαζόμενη από τις περιστάσεις αναμονής της δίκης, βούλησή του, αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παρά την τοιαύτη αοριστία τους με την ανωτέρω για εκάστη των αορίστων αυτών ελαφρυντικών περιστάσεων το δικαστήριο, καίτοι δεν ήταν υποχρεωμένο, διέλαβε την προαναφερόμενη στο σκεπτικό σχετική επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής κρίσεώς του.
Επομένως απορρίπτοντας τους αυτοτελείς αυτούς ισχυρισμούς του ως άνω αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ αναιρετικού λόγου της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως εκ τούτου τα αντίθετα, που υποστηρίζει με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμα και απορριπτέα.-
Στο άρθρο 82 παρ. 1 και 3 ΠΚ, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν από τις περ. 1 και 2 της υποπαραγράφου ΙΓ’ του πρώτου άρθρου ν. 4093/2012 ορίζονται τα εξής : “1. … Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε μετατρέπεται σε χρηματική ποινή, εκτός αν το δικαστήριο με απόφαση του ειδικά αιτιολογημένη κρίνει ότι απαιτείται η μη μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων…3. Κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από πέντε (5) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ … Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών μπορεί να αυξομειώνονται τα προβλεπόμενα ποσά μετατροπής των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών”.
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ως περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που είναι ανώτερη από δύο έτη και δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, η οποία μετατρέπεται σε χρηματική, εκτός αν το δικαστήριο με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή του κρίνει ότι απαιτείται η μετατροπή της για να αποτραπεί ο δράστης από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων, νοείται τόσο η ποινή φυλακίσεως όσο και η ποινή καθείρξεως. Η ερμηνευτική εκδοχή αυτή συμπορεύεται με το γράμμα του νόμου, όπου προκρίνεται η διατύπωση “περιοριστική της ελευθερίας ποινή”, και όχι ο όρος “φυλάκιση”, αλλά και με τον σκοπό του νόμου, ο οποίος συνίσταται στην αποσυμφόρηση των φυλακών με πνεύμα σύγχρονης σωφρονιστικής αντίληψης. Παρόμοιος ήταν και ο σκοπός των νόμων 3727/2008 στο άρθρο 16 αυτού, 3772/2009 στο άρθρο η παρ. 3 αυτού και 3811/2009 στο άρθρο 26 αυτού, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα μετατροπής για περιορισμένο χρονικό διάστημα και ποινής καθείρξεως πέντε ετών, συμπεριλαμβάνοντάς την στη φραστική διατύπωση “στερητική της ελευθερίας ποινή” και αναφέροντας ρητά τον όρο “πενταετής κάθειρξη”.
Εξάλλου, ως βαρύνον κριτήριο για τη μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική ποινή δεν τάσσεται ο κακουργηματικός ή πλημμεληματικός χαρακτήρας της πράξης αλλά η φύση και η χρονική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία και σε κακουργήματα, όταν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις ή άλλοι γενικοί λόγοι μείωσης της ποινής, έχει ως ελάχιστα όρια φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών ή ενός έτους (άρθρο 83 στοιχ. β’ -γ’ ΠΚ). Από τα προαναφερθέντα συνάγεται, ότι υπόκειται σε μετατροπή και η ποινή καθείρξεως πέντε ετών, καθώς και η συνολική ποινή καθείρξεως, όταν η ποινή βάση αυτής είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών (ΑΠ 454/2016). Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση της εσφαλμένης ερμηνείας της διατάξεως του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αντικ. με τον ν. 4093/2012, συνισταμένη στην απόρριψη του αιτήματός του για μετατροπή της ποινής καθείρξεως πέντε (5) ετών, η οποία επιβλήθηκε σε βάρος του με την προσβαλλόμενη απόφαση για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ’ εξακολούθηση η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, ανερχόμενο σε διακόσιες σαράντα μία χιλιάδες εννιακόσια ογδόντα (241.980) ευρώ). Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση (σελ. 23), ο αναιρεσείων μετά την απαγγελία της ανωτέρω ποινής υπέβαλε δια της συνηγόρου του σχετικό αίτημα, το οποίο απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία ως μη νόμιμο με την αιτιολογία, ότι για την μετατροπή εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 82 του ΠΚ, που ορίζουν για μετατροπή ποινών φυλάκισης από τρία έως πέντε έτη και όχι για μετατροπή ποινών καθείρξεως πέντε (5) ετών. Όμως, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και αφού η ποινή είναι ποινή καθείρξεως πέντε ετών, υπόκειται (καταρχήν) σε μετατροπή.
Επομένως, το άνω Πενταμελές Εφετείο παραβίασε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικ. με το πρώτο άρθρο υπό παρ. ΙΓ’ περ. 1-2 ν. 4093/2012, εσφαλμένως ερμηνεύοντας αυτήν και συνακολούθως είναι βάσιμος ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, με τον οποίον πλήττεται η απορριπτική διάταξη του αιτήματος μετατροπής της ποινής καθείρξεως των πέντε (5) ετών που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα.-.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μόνο ως προς τη διάταξη που απορρίπτει το αίτημα μετατροπής της ποινής, να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση με διαφορετική σύνθεση, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της συνολικής ποινής της πενταετούς καθείρξεως που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα με την προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 519 ΚΠΔ).-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 127/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (κακ/των) Λάρισας, ως προς τη διάταξή της που απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος για μετατροπή της συνολικής ποινής της πενταετούς καθείρξεως, που επιβλήθηκε σε βάρος του.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου αυτό να αποφανθεί για τη μετατροπή ή μη της ποινής.
Απορρίπτει κατά τα λοιπά την αίτηση αναίρεσης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Ιανουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΡΟΣ : Τη Βουλή των Ελλήνων
Δ/νση Κοιν/κού Ελέγχου
Τμήμα Ερωτήσεων
ΚΟΙΝ: -Βουλευτή κ.Ν.Νικολόκουλο
Δια της Βουλής των Ελλήνων
Σε απάντηση ερώτησης, που κατέθεσε ο Βουλευτής κ.Ν. Νικολόπουλος, σας γνωρίζουμε τα εξής:
1. Βασική προτεραιότητα του Υπουργείου Οικονομικών είναι η διενέργεια ελέγχων προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς διακρίσεις και εξαιρέσεις για την καταπολέμηση φαινομένων φοροδιαφυγής οπουδήποτε αυτά κι αν εκδηλώνονται. Προς το σκοπό αυτό, προωθείται κάθε αναγκαίο διοικητικό ή νομοθετικό ή άλλο μέτρο για την αποτροπή και την καταστολή κατά τον δυνατόν των φαινομένων αυτών. Στο πλαίσιο αυτό η εν λόγω ερώτηση διαβιβάστηκε στις αρμόδιες Ελεγκτικές Υπηρεσίες για τις δέουσες ενέργειές τους.
2. Η Ε.Γ Σ.Δ.Ο.Ε., εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της, διενεργεί έρευνες κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας με σκοπό την αποκάλυψη οικονομικών παραβάσεων και εγκλημάτων. Στα πλαίσια αυτά διενεργήθηκαν σχετικές έρευνες σε εταιρείες συμφερόντων Μαρινόπουλου και τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών καλύπτονται από το απόρρητο της ποινικής προδικασίας.
3. Τέλος, σας ενημερώνουμε ότι οι σχετικές υποθέσεις ερευνώνται από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (αρθρ. 7Α Ν.3932/2011), πλην όμως τα περαιτέρω στοιχεία δεν είναι ανακοινώσιμα.
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΤΡΥΦΩΝ Ζ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ
ΠΟΛ.1145/2016 Τροποποίηση της απόφασης Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ. 1022/ 7.1.2014 (ΦΕΚ 179 Β’) «Υποβολή καταστάσεων φορολογικών στοιχείων, για διασταύρωση πληροφοριών», όπως ισχύει
(ΦΕΚ Β’ 3208/05-10-2016)
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 14 του N. 4174/2013, όπως προστέθηκαν με την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του N. 4223/2013 (ΦΕΚ 287 Α’/31.12.2013).
2. Την ΠΥΣ 1/20.1.2016 «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών (ΦΕΚ ΥΟΔΔ/18).
3. Την απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ΠΟΛ.1022/7.1.2014 (ΦΕΚ 179 Β’/31.1.2014), όπως ισχύει.
4. Την ανάγκη διενέργειας διασταυρωτικών ελέγχων, για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
5. Την ανάγκη παροχής πρόσθετου χρόνου για τη διευκόλυνση των φορολογούμενων ως προς την εκπλήρωση της υποχρέωσης υποβολής καταστάσεων φορολογικών στοιχείων του ημερολογιακού έτους 2015, δεδομένων των πρακτικών προβλημάτων που παρουσιάζονται κατά την εφαρμογή της υποχρέωσης αυτής, του όγκου εργασίας που απαιτεί η υποχρέωση αυτή, σε συνδυασμό με τις λοιπές φορολογικές υποχρεώσεις, καθώς και το γεγονός ότι η υποχρέωση αυτή δε συνδέεται με την καταβολή φόρου.
6. Ότι, από την απόφαση αυτή, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού,
αποφασίζουμε:
Τροποποιούμε την απόφαση Γ.Γ.Δ.Ε. ΠΟΛ.1022/7.1.2014 (ΦΕΚ 179 Β’) «Υποβολή καταστάσεων φορολογικών στοιχείων, για διασταύρωση πληροφοριών», όπως ισχύει, ως ακολούθως:
Το τρίτο, από το τέλος, εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για το ημερολογιακό έτος 2015, οι καταστάσεις των ως άνω περιπτώσεων υποβάλλονται μέχρι και 7/10/2016».
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2016
Ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΠΟΛ.1142/2016 Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του νέου Κεφαλαίου Δωδέκατου «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ» (άρθρα 66-71) του ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας – Κ.Φ.Δ.), όπως αυτό προστέθηκε στον Κ.Φ.Δ., με το άρθρο 8 του ν.4337/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 129/17.10.2015)
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση ορισμένων διατάξεων του νέου Κεφαλαίου Δωδέκατου «ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ» (άρθρα 66-71) του ν.4174/2013 (Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας – Κ.Φ.Δ.), όπως αυτό προστέθηκε στον Κ.Φ.Δ., με το άρθρο 8 του ν.4337/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 129/17.10.2015).
Σας κοινοποιούμε για ενημέρωση και ομοιόμορφη εφαρμογή, διατάξεις των άρθρων 66 (Εγκλήματα Φοροδιαφυγής), 67 (Αυτουργοί και συνεργοί), 68 και 71 του Κ.Φ.Δ., όπως προστέθηκαν ως νέα άρθρα στον Κ.Φ.Δ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν.4337/2015.
1. Κατάργηση αδικημάτων φοροδιαφυγής του ν.2523/1997 (άρθρο 71 του Κ.Φ.Δ.)
Με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Δ., ορίζεται ότι τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν.2523/1997, καταργούνται.
Επισημαίνεται ότι, με τις παραπάνω καταργηθείσες διατάξεις ορίζονταν τα αδικήματα της φοροδιαφυγής (άρθρα 17-19), οι αυτουργοί, συνεργοί των αδικημάτων φοροδιαφυγής (άρθρο 20), καθώς και, μεταξύ άλλων, τα σχετικά με την ποινική δίωξη, την παραγραφή και την προβλεπόμενη διαδικασία για την υποβολή των μηνυτήριων αναφορών προς τις αρμόδιες Εισαγγελικές Αρχές (άρθρο 21).
Περαιτέρω, με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 71 του Κ.Φ.Δ. ορίζεται ότι, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν.2523/1997 (άρθρα 17-21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες διατάξεις των νέων άρθρων 66 έως 70 του Κ.Φ.Δ..
2. Εγκλήματα φοροδιαφυγής (άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ.)
Α. Εγκλήματα φοροδιαφυγής στους φόρους, τέλη και εισφορές
i. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., έγκλημα φοροδιαφυγής στο φόρο εισοδήματος, στον ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) ή στον ειδικό φόρο ακινήτων (Ε.Φ.Α.), διαπράττει όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή των παραπάνω φόρων, αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης, φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη.
Τα ως άνω εγκλήματα φοροδιαφυγής τιμωρούνται, ανά είδος φόρου, ως εξής:
– με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (περ. α της παρ. 3 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.) και
– με ποινή κάθειρξης, εφόσον, κατά τα ως άνω, το ποσό του φόρου υπερβαίνει, τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ (παρ. 4 του ως άνω άρθρου).
ii. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., έγκλημα φοροδιαφυγής στο φόρο προστιθέμενης αξίας, στο φόρο κύκλου εργασιών, στο φόρο ασφαλίστρων και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές διαπράττει όποιος με πρόθεση, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς τους παραπάνω φόρους, τέλη ή εισφορές, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές.
Συγκεκριμένα, το έγκλημα φοροδιαφυγής στο Φ.Π.Α., τιμωρείται:
– με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται, υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ (υποπερ. αα της περ. β της παρ. 3 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.) και
-με ποινή κάθειρξης, εφόσον κατά τις ως άνω ίδιες προϋποθέσεις, το ποσό του φόρου υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (παρ. 4 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.).
Περαιτέρω, τα εγκλήματα φοροδιαφυγής στο φόρο κύκλου εργασιών, στο φόρο ασφαλίστρων και στους παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρούνται, ανά είδος φόρου, ως εξής :
– με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς, σύμφωνα με τα ανωτέρω και κατά περίπτωση, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (υποπερ. ββ της περ. β της παρ. 3 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.) και
– με ποινή κάθειρξης εφόσον, κατά τις ανωτέρω ίδιες προϋποθέσεις, το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς, υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ (παρ.4 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ).
iii. Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης γ της παραγράφου 1 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., έγκλημα φοροδιαφυγής στο φόρο πλοίων, διαπράττει όποιος με πρόθεση προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο φόρο πλοίων και τιμωρείται:
– με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, εφόσον, κατά τις ως άνω προϋποθέσεις, το εν λόγω ποσό φόρου υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, (υποπερ. ββ της περ. β της παρ. 3 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.) και
– με ποινή κάθειρξης, εφόσον, κατά τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις, το εν λόγω ποσό φόρου υπερβαίνει, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ (παρ. 4 του ιδίου ως άνω άρθρου).
Β. Εγκλήματα φοροδιαφυγής για περιπτώσεις έκδοσης, αποδοχής, φορολογικών στοιχείων και για τη νόθευση φορολογικών στοιχείων
i. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία, ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το εάν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου.
Τα ως άνω εγκλήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών (ανεξαρτήτως της αναγραφόμενης αξίας συναλλαγής).
ii. Ειδικά, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής.
Τα παραπάνω εγκλήματα τιμωρούνται :
– με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ, (περ. α του β’ εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.) και
– με ποινή κάθειρξης έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ (περ. β του β’ εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ.).
Αναφορικά με τις παραπάνω περιπτώσεις, επισημαίνεται ότι, η έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η νόθευση τέτοιων στοιχείων, τιμωρείται σύμφωνα με τις ανωτέρω διακρίσεις και ανεξάρτητα από την διαφυγή ή μη της πληρωμής φόρου, εκτός εάν τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές, ο δράστης να τιμωρείται μόνο για την τέλεση εγκλήματος φοροδιαφυγής των περιπτώσεων 1 έως 4 ως αυτουργός ή συμμέτοχος (σχετ. το πρώτο εδάφ. της παρ. 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ. και το τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του ίδιου άρθρου).
Εν προκειμένω και όσον αφορά τις περιπτώσεις της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., σημειώνεται ότι η τέλεση του εγκλήματος φοροδιαφυγής, τιμωρείται με κριτήριο την συμπλήρωση ή μη του οριζόμενου, για κάθε φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, ορίου ως προς τους κατά περίπτωση καταλογιζόμενους φόρους, τέλη ή εισφορές, συνεπεία των προαναφερόμενων πράξεων (δηλ. της κατά τα ως άνω έκδοσης ή λήψης κ.λπ., φορολογικών στοιχείων).
Επισημαίνεται ότι, στα επόμενα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., δίδονται οι ορισμοί του πλαστού, εικονικού και ανακριβούς φορολογικού στοιχείου (όπως και ειδικές περιπτώσεις εξαίρεσης από την έννοια του εικονικού), ενώ με το προτελευταίο εδάφιο της ως άνω παραγράφου, ορίζεται ότι δε θεωρείται εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο.
Τέλος, με την παρ. 6 του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., ορίζεται ότι οι ως άνω ποινές εξαρτώνται από το ύψος του φόρου που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε, καθώς και από τη διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης και επίσης ότι συνιστά επιβαρυντική περίσταση για τον δράστη η μεταχείριση ιδιαίτερων τεχνασμάτων.
3. Αυτουργοί, συνεργοί, συμμέτοχοι (άρθρο 67 του Κ.Φ.Δ.)
Με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 67 του Κ.Φ.Δ. προσδιορίζονται τα πρόσωπα που θεωρούνται αυτουργοί των εγκλημάτων φοροδιαφυγής στα νομικά πρόσωπα ή στις νομικές οντότητες, ανάλογα με τη νομική μορφή αυτών, κατά περίπτωση και με βάση την ιδιότητα που αυτοί κατείχαν, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη συντέλεσαν στην τέλεση των εν λόγω εγκλημάτων.
Περαιτέρω, με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού θεμελιώνεται η ποινική ευθύνη του άμεσου συνεργού για τον εν γνώσει υπογράφοντα ανακριβή φορολογική δήλωση ως πληρεξούσιος, ή για όποιον με οποιονδήποτε άλλο τρόπο εν γνώσει συμπράττει ή προσφέρει άμεση συνδρομή στην τέλεση των παραπάνω εγκλημάτων, ενώ με την παράγραφο 4, ορίζεται ότι ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι των εγκλημάτων φοροδιαφυγής θεωρούνται σε κάθε περίπτωση και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις ιδιότητες και θέσεις της παραγράφου 1.
4. Ποινική δίωξη, παραγραφή, αρμόδιο δικαστήριο, παράσταση πολιτικής αγωγής, μάρτυρες, υποχρεώσεις των οργάνων της Φορολογικής Διοίκησης (άρθρο 68 του Κ.Φ.Δ.)
Με την παράγραφο 1 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Δ., ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής υποβάλλεται μηνυτήρια αναφορά αμελλητί, η δε ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως .
Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 55Α του Κ.Φ.Δ., όπως αυτό προστέθηκε στον Κ.Φ.Δ. με την παρ. 5 του άρθρου 3 του ν.4337/2015, μεταξύ άλλων, προβλέπεται ότι η διαπίστωση της συνδρομής του εγκλήματος φοροδιαφυγής, γίνεται με βάση την οριστική πράξη του διορθωτικού προσδιορισμού φόρου.
Επίσης, με την παράγραφο 2 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Δ., προσδιορίζεται ως χρόνος έναρξης παραγραφής των εγκλημάτων φοροδιαφυγής, η τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε, ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησής της.
Με την παράγραφο 3 του άρθρου 68 του Κ.Φ.Δ., τίθεται ρητή πρόβλεψη για τον μη επηρεασμό της ποινικής διαδικασίας από την άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και την άσκηση προσφυγής στο αρμόδιο δικαστήριο, ενώ περαιτέρω, καθορίζεται το πλαίσιο επίδρασης της διοικητικής στην ποινική δίκη, η οποία, δυνητικά, μπορεί να αναστέλλεται μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.
Συνεπώς, η μηνυτήρια αναφορά από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης υποβάλλεται ανεξάρτητα από την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 63 του Κ.Φ.Δ., ή από την άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, ή από την καταβολή εκ μέρους του φορολογούμενου μέρους ή του συνόλου της οικείας οφειλής.
Με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου καθορίζεται το αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των εγκλημάτων της φοροδιαφυγής, με κριτήριο την έδρα της αρμόδιας για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ. (Δ.Ο.Υ. υποβολής της δήλωσης).
Με την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα εγκλήματα του παρόντος νόμου και ότι η διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ. 2711/1953 (Α’323) εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Επίσης, σε περίπτωση που η δίωξη ασκείται σε βαθμό πλημμελήματος το Δημόσιο μπορεί να εκπροσωπείται στην ποινική δίκη και από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο.
Σε εφαρμογή των ανωτέρω, για τη διασφάλιση του Δημοσίου συμφέροντος σε υποθέσεις φοροδιαφυγής στις οποίες τα τελούμενα εγκλήματα τιμωρούνται ως πλημμελήματα (ήτοι με ποινή φυλάκισης) και κρίνονται ως σοβαρές με βάση, μεταξύ άλλων και το ύψος της διαφοράς, επιβάλλεται η προβολή των αξιώσεων του Δημοσίου από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής, ή από τον αρμόδιο υπάλληλο κατόπιν εντολής του προϊσταμένου της αρμόδιας Αρχής προκειμένου να εκπροσωπηθεί το Δημόσιο σε παράσταση πολιτικής αγωγής.
Στις περιπτώσεις αυτές θα ζητείται από το Δικαστήριο να επιδικάζεται σε βάρος του δράστη και υπέρ του Δημοσίου, ένα εύλογο ποσό ως χρηματική ικανοποίηση από την ηθική βλάβη που υπέστη το Δημόσιο (ενδεικτικώς, η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης του Δημοσίου μπορεί να εκκινεί από το 1/10 του ύψους της φορολογικής διαφοράς, ανάλογα με την περίπτωση), λόγω της προσβολής του κύρους του από τη συμπεριφορά του φορολογουμένου (σχετ. και το με αρ.πρωτ.ΔΝΥΑ1168770/ΕΞ2012/6.12.2012 έγγραφο).
Περαιτέρω, σε περίπτωση που διαπιστώνονται από τον ίδιο φορολογικό έλεγχο εγκλήματα φοροδιαφυγής κακουργηματικής φύσης (τιμωρούμενα με ποινή κάθειρξης), η μηνυτήρια αναφορά θα υποβάλλεται χωριστά για κάθε ένα από αυτά, ενώ στις περιπτώσεις διαπίστωσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής πλημμεληματικής φύσης, αρκεί η υποβολή μίας μηνυτήριας αναφοράς για όλα τα διαπιστωθέντα πλημμελήματα, ανά είδος φόρου, τέλους, εισφοράς, ή προστίμου, ή με βάση τις διαπιστούμενες από τον φορολογικό έλεγχο πράξεις.
5. Περιπτώσεις διαπίστωσης αδικημάτων φοροδιαφυγής που τελέσθηκαν έως 31-12-2013 (σχετ. η με αριθ. 4/2015 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου).
Με την αριθ.4/2015 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (αναρτημένη στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.eisap.gr) μεταξύ άλλων, διατυπώνεται στα πλαίσια μιας επιτρεπτής διασταλτικής ερμηνείας η άποψη ότι και μετά την κατάργηση της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, η ρύθμιση του άρθρου 24 παρ.2 Ν.2523/1997 δεν έχει απενεργοποιηθεί εντελώς, τουλάχιστον επί υποθέσεων αδικημάτων φοροδιαφυγής (άρθρα 17, 18 και 19 του Ν.2523/1997) που έχουν τελεσθεί μέχρι 31-12-2013 και ότι η τελευταία μπορεί να τύχει εφαρμογής στο πεδίο των φορολογικών εγκλημάτων, ακόμα και όταν αυτά διαπιστώνονται ή οριστικοποιούνται μετά την 1-1-2014.
Συνεπώς, σε διευκρίνιση των ανωτέρω, κάθε φορά που ο φορολογούμενος αποδέχεται ανεπιφύλακτα την αρχική απόφαση επιβολής φόρου ή προστίμου που εκδίδεται σε βάρος του με οποιοδήποτε σήμερα προβλεπόμενη διαδικασία, τα όργανα της φορολογικής διοίκησης, σε εφαρμογή της παραπάνω Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των τιθέμενων σε αυτήν προϋποθέσεων (χρόνος τέλεσης του αδικήματος μέχρι 31-12-2013), θα υποβάλλουν μηνυτήριες αναφορές μόνο στις περιπτώσεις που η οικεία οφειλή δεν καταβληθεί από τον φορολογούμενο μέσα στην προβλεπόμενη από τον Κ.Φ.Δ. προθεσμία.
Στις συγκεκριμένες ως άνω περιπτώσεις που ο φορολογούμενος υποβάλει ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (Δ.Ε.Δ.), η μηνυτήρια αναφορά θα υποβάλλεται αμελλητί, αμέσως δηλαδή μετά την άσκηση της ενδικοφανούς προσφυγής και πάντως αμέσως μετά την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας άσκησής της, σε περίπτωση μη άσκησης αυτής.
Στο πλαίσιο αυτό και ανεξάρτητα από την υποχρέωση για αμελλητί υποβολή μηνυτήριας αναφοράς στις εν λόγω περιπτώσεις, λαμβάνοντας υπόψη την κατάργηση του διοικητικού συμβιβασμού και την ισχύ με τον Κ.Φ.Δ. της ειδικής διοικητικής διαδικασίας της ενδικοφανούς προσφυγής, η υπόθεση θεωρείται ότι περατώνεται οριστικά για τη Φορολογική Διοίκηση εφόσον ο φορολογούμενος εξοφλήσει τη συνολική οφειλή του, όπως αυτή θα προκύψει μετά την ολοκλήρωση του σταδίου ενώπιον της Δ.Ε.Δ. και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης προσφυγής ενώπιον του διοικητικού δικαστηρίου.
Για την καλύτερη κατανόηση των ανωτέρω, ακολουθεί πίνακας με παραδείγματα.
Έστω ότι η πράξη επιβολής φόρου ή προστίμου κοινοποιείται στον φορολογούμενο την 30/5/2016, τότε την 30/6/2016 υπάρχουν οι εξής περιπτώσεις :
ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗ ΜΗΝΥΤΗΡΙΑΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
1 ΟΧΙ ΝΑΙ ΟΧΙ
2 ΝΑΙ ΟΧΙ ΝΑΙ
3 ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ
Σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμελλητί μετά την άσκηση αυτής.
6. Λοιπές επισημάνσεις
Με την επιφύλαξη των όσων προαναφέρθηκαν, οι διατάξεις των άρθρων 55Α και 68 του Κ.Φ.Δ., αναφορικά με τις περιπτώσεις φοροδιαφυγής που διαπιστώνονται εφεξής και τιμωρούνται πλέον κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ., ως δικονομικές διατάξεις, εφαρμόζονται αναδρομικά.
Ως προς την έννοια δε της φοροδιαφυγής στον Κ.Φ.Δ., μετά την κατάργηση της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Δ. (σχετ. οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 3 και της παρ. 9 του άρθρου 7 του Ν.4337/2015, όπως αυτές τροποποιήθηκαν και αντικαταστάθηκαν μεταγενεστέρως), ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ., για τα αναφερόμενα σε αυτό εγκλήματα φοροδιαφυγής.
Τέλος, για την αποφυγή της άσκοπης διακίνησης αλληλογραφίας, δεν θα κοινοποιούνται στη Διεύθυνση Ελέγχων τα σώματα των υποβαλλόμενων στον αρμόδιο εισαγγελέα μηνυτήριων αναφορών, ούτε τα συνημμένα σε αυτές έγγραφα, ενώ για την καταχώρηση των στοιχείων μηνυτηρίων αναφορών, ισχύουν τα οριζόμενα στο ΔΕΛ Β 1109213/ΕΞ2016/18.7.2016 έγγραφό μας.
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΗΣ
ΠΟΛ.1033/28.1.2016 Εντοπισμός ανασφάλιστων αυτοκινήτων οχημάτων και επιδίωξη συμμόρφωσης των ιδιοκτητών αυτών μέσω της επίσπευσης της διαδικασίας επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων
Αθήνα, 28.1.2016
Αρ. Πρωτ.: ΠΟΛ. 1033
(ΦΕΚ Β’ 720/17-03-2016)
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Α. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ KAI ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ Γ.Γ.Δ.Ε.
– ΤΜΗΜΑΤΑ Α’ KAI Β’
Β. ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ
– ΤΜΗΜΑ Β’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΝ
– ΤΜΗΜΑ Δ’
ΠΟΛ 1033/2016
Θέμα: «Εντοπισμός ανασφάλιστων αυτοκινήτων οχημάτων και επιδίωξη συμμόρφωσης των ιδιοκτητών αυτών μέσω της επίσπευσης της διαδικασίας επιβολής διοικητικών και ποινικών κυρώσεων»
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1) Τις διατάξεις του Π.Δ. 237/1986 (Α’ 110), όπως ισχύει, και ειδικότερα όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο εικοστό έκτο του ν.4141/2013 (ΦΕΚ 81 Α’ / 5.4.2013),
2) Τις διατάξεις του Π.Δ. 111/2014 «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών» (ΦΕΚ 178 Α’), όπως ισχύει,
3) Την αριθμ. Δ6Α 1117082 ΕΞ2013/23.7.2013 (ΦΕΚ Β’ 1779) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταφορά αρμοδιοτήτων, προσωπικού και διαθέσιμων πόρων οργανικών μονάδων της Γενικής Διεύθυνσης ΚΕ.Π.Υ.Ο. της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων στην Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων και καθορισμός οργανικών θέσεων προσωπικού αυτής», όπως αυτή έχει τροποποιηθεί με την υπ’ αριθμ. Δ6Α 1131977 ΕΞ2013/26.8.2013 απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών (Β’ 2191),
4) Την ΠΟΛ.1163/3.7.2013 «Όροι και διαδικασία είσπραξης – επιστροφής για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού παραβόλου», όπως ισχύει,
5) Την υπ’ αριθμ. Υ14/3.10.2015 (ΦΕΚ Β’ 2144) Απόφαση του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών Τρύφωνα Αλεξιάδη»,
6) Το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ
Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης Γ.Γ.Δ.Ε. (εφεξής Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Γενικής Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ανθρώπινου Δυναμικού της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.) ορίζεται ως η αρμόδια υπηρεσία με επιμέλεια της οποίας πραγματοποιείται ο εντοπισμός των τυχόν ανασφάλιστων αυτοκινήτων οχημάτων και επιδιώκεται η συμμόρφωση των ιδιοκτητών αυτών μέσω της επίσπευσης της διαδικασίας επιβολής των διοικητικών κυρώσεων και ποινών της παραγράφου 4 του άρθρου 5 και των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 12 του Π.Δ. 237/1986, από τις Αστυνομικές Αρχές.
Άρθρο 1
Διασταύρωση αρχείων
Η Δ.ΗΛΕ.Δ. για το σκοπό αυτό αναλαμβάνει την επεξεργασία, τη ζεύξη και τη διασταύρωση των αρχείων που τηρούνται ηλεκτρονικά στις κατά λόγο αρμοδιότητας βάσεις δεδομένων των παρακάτω υπηρεσιών:
α) του αρχείου της Γ.Γ.Δ.Ε. όπως αυτό ενημερώνεται με τις μεταβολές και τις νέες άδειες κυκλοφορίας που εκδίδονται από το Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών & Δικτύων καθώς και με τις μεταβολές (όπως ακινησίες) των κατά τόπους Δ.Ο.Υ.,
β) του αρχείου του Κέντρου Πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 27β του Π.Δ. 237/1986 (ΦΕΚ Α’ 110) όπως ισχύει, και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α’ 128) αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του Επικουρικού Κεφαλαίου Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων (εφεξής Κέντρο Πληροφοριών), για τα αυτοκίνητα οχήματα που είναι ασφαλισμένα,
γ) των αρχείων οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή Υπουργείου που νομιμοποιείται σύμφωνα με την νομοθεσία να εκδίδει άδεια κυκλοφορίας οχημάτων, στα οποία τηρούνται ηλεκτρονικά τα στοιχεία των οχημάτων αυτών.
Το Κέντρο Πληροφοριών και οι δημόσιες υπηρεσίες ή Υπουργεία υποχρεούνται να θέτουν, σε διαρκή βάση, στη διάθεση της Δ.ΗΛΕ.Δ. τα παραπάνω αρχεία και στοιχεία τους, όταν αυτό απαιτηθεί, προκειμένου να διενεργείται, με ηλεκτρονικό τρόπο, ο έλεγχος και εντοπισμός των αυτοκίνητων οχημάτων για τα οποία δεν υφίσταται η υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη (εντοπισμός ανασφάλιστων οχημάτων).
Άρθρο 2
Διαδικασία εντοπισμού ανασφάλιστων οχημάτων
Το Κέντρο Πληροφοριών, αποστέλλει αρχείο ασφαλισμένων οχημάτων, μετά από αίτημα της Δ.ΗΛΕ.Δ., για συγκεκριμένη ημερομηνία.
Η Δ.ΗΛΕ.Δ. με βάση τα διαθέσιμα και τηρούμενα στη Γ.Γ.Δ.Ε. ηλεκτρονικά αρχεία και το αρχείο του Κέντρου Πληροφοριών, εντοπίζει με διασταύρωση τα οχήματα που ήταν σε κυκλοφορία την εν λόγω ημερομηνία και παράγει αρχείο πιθανών ανασφάλιστων οχημάτων.
Η Δ.ΗΛΕ.Δ. αποστέλλει ειδοποιητήρια επιστολή στους ιδιοκτήτες των πιθανώς ανασφάλιστων οχημάτων, είτε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είτε στην τελευταία δηλωθείσα από αυτούς, στη φορολογική διοίκηση, ταχυδρομική διεύθυνση, με την οποία τους ειδοποιεί, να προβούν άμεσα, στην ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος τους.
Με την ίδια επιστολή ενημερώνονται για τη διαδικασία που απαιτείται να ακολουθηθεί προκειμένου το όχημα να εξαιρεθεί από το αρχείο των πιθανών ανασφάλιστων οχημάτων, όπως σε περίπτωση που έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης του οχήματος, υπάρχει απαλλαγή της υποχρέωσης ασφάλισής του σύμφωνα με το νόμο, μπορεί να τεκμηριωθεί η ακινησία του, διαπιστωθεί λάθος στα στοιχεία ασφάλισης ή κυκλοφορίας του.
Επιπρόσθετα, οι πιστοποιημένοι στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες του TAXISnet χρήστες ενημερώνονται με την ανάρτηση της ίδιας επιστολής στο λογαριασμό τους.
Άρθρο 3
Ενέργειες ιδιοκτήτη οχήματος
Ο ιδιοκτήτης οχήματος, ο οποίος λαμβάνει ειδοποιητήρια επιστολή, προβαίνει στην ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος του προσκομίζοντας σε ασφαλιστική επιχείρηση το ηλεκτρονικό παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και προαιρετικά την ειδοποιητήρια επιστολή.
Ο ιδιοκτήτης που δεν υποχρεούται να προβεί σε ασφάλιση του οχήματός του για οποιοδήποτε νόμιμο λόγο, όπως σε περίπτωση που έχει τηρηθεί η υποχρέωση ασφάλισης του οχήματός του ή υπάρχει σύμφωνα με το νόμο απαλλαγή υποχρέωσης από την ασφάλισή του ή μπορεί να τεκμηριωθεί η ακινησία του ή έχει διαπιστωθεί λάθος στα στοιχεία ασφάλισης ή κυκλοφορίας του, απευθύνεται στις κατά περίπτωση αρμόδιες υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ., Υπουργείο Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, Ασφαλιστική Επιχείρηση, Αστυνομία) προκειμένου να προβούν στις απαραίτητες κατά λόγο αρμοδιότητας τους ενέργειες για την ενημέρωση των δεδομένων τους και την εν συνεχεία ενημέρωση της Δ.ΗΛΕ.Δ. – από τις ανωτέρω υπηρεσίες – για τον αποχαρακτηρισμό του οχήματος ως ανασφάλιστου.
Κατά την έκδοση ασφαλιστηρίου συμβολαίου η ασφαλιστική επιχείρηση εξετάζει μέσω υπηρεσίας που παρέχεται από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. εάν το όχημα που πρόκειται να ασφαλιστεί έχει εντοπισθεί ως ανασφάλιστο από την ανωτέρω διαδικασία προκειμένου να απαιτήσει το ηλεκτρονικό παράβολο του άρθρου 3 της παρούσας. Η διαδικασία δέσμευσης του ηλεκτρονικού παραβόλου διενεργείται από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. κατά παρέκκλιση της παραγράφου 3, του άρθρου 4 της Α.Υ.Ο. με αριθμό ΠΟΛ.1163/3.7.2013, όπως ισχύει. Η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να ενημερώνει εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών τη Δ.ΗΛΕ.Δ. προκειμένου να προβαίνει άμεσα στη δέσμευση του ηλεκτρονικού παραβόλου που χρησιμοποιήθηκε.
Άρθρο 5
Έλεγχος συμμόρφωσης
Η Δ.ΗΛΕ.Δ. σε τακτά διαστήματα, δύναται να ανταλλάσσει ή να αναζητά στοιχεία από το Κέντρο Πληροφοριών, είτε μαζικά με τη μορφή αρχείου είτε μέσω υπηρεσίας (web-service) σχετικά με την κατάσταση οχημάτων που έχουν χαρακτηρισθεί ως ανασφάλιστα και να λαμβάνει ενδεικτικά και κατ’ ελάχιστον τις παρακάτω κατά περίπτωση πληροφορίες.
Α. Σε περίπτωση ασφάλισης του οχήματος:
– αριθμό πρωτοκόλλου ειδοποιητήριας επιστολής,
– την ημερομηνία έναρξης της ασφάλισης,
– την ασφαλιστική επιχείρηση,
– το μοναδικό αριθμό του ηλεκτρονικού παραβόλου.
Β. Σε περίπτωση μη ορθού χαρακτηρισμού ως ανασφάλιστο:
– αριθμό πρωτοκόλλου ειδοποιητήριας επιστολής,
– την αιτία μη ορθής εικόνας (όπως μη αποστολή του οχήματος από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Κέντρο Πληροφοριών),
– τα στοιχεία του ασφαλιστηρίου σε περίπτωση που υφίσταται.
Άρθρο 6
Περιπτώσεις μη συμμόρφωσης
Σε περίπτωση μη εμφάνισης και μη συμμόρφωσης του ιδιοκτήτη του οχήματος με τα οριζόμενα στην παρούσα, η Δ.ΗΛΕ.Δ. σε εύλογο χρόνο και όχι πέραν διμήνου από τη διενέργεια της διασταύρωσης για τον εντοπισμό των ανασφάλιστων, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, αποστέλλει τα στοιχεία του οχήματος για το όποιο δεν υφίσταται ασφαλιστική κάλυψη και του ιδιοκτήτη του στην αρμόδια Αστυνομική Αρχή, για την σε βάρος του επιβολή των κυρώσεων και ποινών που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις του Π.Δ. 237/1986.
Σε περίπτωση επιβολής του χρηματικού προστίμου που προβλέπεται στο εδάφιο β της παρ 4 του άρθρου 5 του Π.Δ. 237/1986, όπως ισχύει, μετά από διαπιστωθείσα παράβαση Αστυνομικής Αρχής κατά την κυκλοφορία ανασφάλιστου οχήματος, δεν απαιτείται κατά την ασφάλιση του οχήματος αυτού και η πληρωμή του παραβόλου των 250,00 ευρώ.
Άρθρο 7
Χρόνος διασταύρωσης
Η Δ.ΗΛΕ.Δ. εκτελεί την περιγραφόμενη στην παρούσα διαδικασία, τουλάχιστον 2 φορές ετησίως.
Άρθρο 8
Η απόφαση αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ακριβές Αντίγραφο
Ο ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ
ΠΟΛ.1006/5.1.2016 Κοινοποίηση ακριβούς αντιγράφου της γνωμοδότησης υπ’ αριθμ. 256/2015 του Β’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., αναφορικά με τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου σε επιχειρήσεις για τις οποίες εκδίδεται φορολογικό πιστοποιητικό
ΘΕΜΑ: «Κοινοποίηση ακριβούς αντιγράφου της γνωμοδότησης υπ’ αριθμ. 256/2015 του Β’ Τμήματος του Ν.Σ.Κ., αναφορικά με τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου σε επιχειρήσεις για τις οποίες εκδίδεται φορολογικό πιστοποιητικό».
Σχετικά με το παραπάνω θέμα, σας κοινοποιούμε προς ενημέρωσή σας την αριθ. 256/2015 ομόφωνη γνωμοδότηση του Β’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών.
Με την εν λόγω γνωμοδότηση έγινε δεκτό:
α) Δεν εξαιρούνται από τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου οι επιχειρήσεις για τις οποίες εκδίδεται φορολογικό πιστοποιητικό χωρίς επισημάνσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας.
β) Στο ρυθμιστικό πεδίο της προβλεπόμενης να εκδοθεί, κατ’ εξουσιοδότηση κανονιστικής πράξης, του άρθρου 65Α παρ.2 του ν.4174/2013 δεν εμπίπτει η δυνατότητα της Φορολογικής Διοίκησης να θέτει χρονικούς περιορισμούς στη διενέργεια των ελέγχων σε επιχειρήσεις για τις οποίες εκδίδεται φορολογικό πιστοποιητικό χωρίς επισημάνσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, με την έκδοση πράξεων προσδιορισμού του φόρου σε χρονικά διαστήματα συντομότερα από τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 36 του ν.4174/2013.
ΑΚΡΙΒΕΣ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ