ΔΕΔ 2664/2019 Επιστροφή ΦΠΑ ανέγερσης κτίσματος σε ακίνητο τρίτου, διάρκεια μίσθωσης, εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης, μη καταχώρηση μισθωμάτων επικαρπωτή μισθωτή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170), όπως ισχύει.
β. Της παρ. 3 του άρθρου 47 του ν. 4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69).
γ. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10.03.2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
δ. Της ΠΟΛ 1064/28.04.2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΦΕΚ Β’ 1440/27-04-2014) «Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Ειδική Διοικητική Διαδικασία – Ενδικοφανής προσφυγή), καθορισμός λεπτομερειών για τη λειτουργία της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), την εφαρμοστέα διαδικασία και τον τρόπο έκδοσης των αποφάσεων αυτής και ρύθμιση ζητημάτων καταβολής και αναστολής καταβολής του οφειλόμενου ποσού σε περίπτωση άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής».

2. Την ΠΟΛ 1069/4-3-2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

1. Την από 22.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανή προσφυγή του ,του με ΑΦΜ, κατοίκου κατά α) της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικής περιόδου 1/7/2014-31/12/2014, β) της υπ.αρς υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης προσδιορισμού Φ.Π.Α φορολογικής περιόδου 1/1/2015-31/12/2015 του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πύργου και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά έγγραφα

2. Τις ως ανωτέρω αναφερόμενες πράξεις των οποίων ζητείται η επανεξέταση και η ακύρωση τους.

3. Τις απόψεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πύργου

4. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α4, όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της από 22-4-2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής, του … του …, με ΑΦΜ ,και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

• Με την υπ.αρ /2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/07/2014-31/12/2014, καταλογίστηκε σε βάρος του προσφεύγοντα Φ.Π.Α. ποσόν 1.842,26 ευρώ ( Χ.Υ.), πλέον πρόστιμο ανακρίβειας (άρθρου 58Α ΚΦΔ) ποσόν 552,68 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσόν φόρου για καταβολή ύψους 2.394,94 ευρώ.

• Με την υπ.αρ /2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015, καταλογίστηκε σε βάρος του προσφεύγοντα Φ.Π.Α. ποσόν 4.438,08 (Χ.Υ.) ευρώ, πλέον πρόστιμο ανακρίβειας (άρθρου 58Α ΚΦΔ) ποσόν 1.550,47 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσόν φόρου για καταβολή ύψους 5.988,55 ευρώ

Ο προσφεύγων υπέβαλε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πύργου, την με αρ. πρωτ /2016 αίτηση επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου της φορολογικής περιόδου 01/01/2015 – 31/12/2015 ποσού 35.096,31 ευρώ, επειδή πραγματοποίησε δαπάνες για κατασκευή επενδυτικών αγαθών (Άρθρο 33 παρ.4 Ν.2859/2000).

Με την με αριθ /2018 εντολή, διενεργήθηκε έλεγχος για την φορολογική περίοδο από 01/07/2014 – 31/12/2015 και όπως αναφέρεται στην από 20-03-2019 έκθεση μερικού έλεγχου Φ.Π.Α. και τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 28 του ν.4174/2013. Με βάση το πόρισμα της έκθεσης, ο έλεγχος έκρινε ότι η ελεγχόμενη οντότητα δεν έχει δικαίωμα έκπτωσης Φ.ΠΑ., συνεπώς και επιστροφής Φ.Π.Α. που αναλογεί στις δαπάνες ανέγερσης κτιρίων Ξενοδοχείων τύπου επιπλωμένων διαμερισμάτων τριών (3) αστέρων και προσθήκης κατ’ επέκταση – αλλαγή χρήσης υπάρχοντος βιομηχανικού κτιρίου που πραγματοποιήθηκε σε αγροτεμάχιο έκτασης 9.174,60 τμ που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δ.Δ του Δήμου , διότι κατά τον χρόνο γένεσης του δικαιώματος έκπτωσης (συνεπώς και επιστροφής) του ΦΠΑ δεν προέκυψε ότι o προσφεύγων κατείχε την κυριότητα ή την χρήση του ακινήτου για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα ετών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 33 ν.2859/2000 και των ΠΟΛ. 1203/1990,1006/1992,1094/1992, γεγονός που καθιστά τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ των ελεγχόμενων φορολογικών περιόδων ανακριβείς. Οι δαπάνες που καταχωρήθηκαν στις υποβληθείσες δηλώσεις για τις οποίες ο προσφεύγων εξέπεσε τον αναλογούντα ΦΠΑ, προσδιορίστηκαν για την χρήση 2014 σε 107.279,00 ευρώ και για την χρήση 2015 σε 113.882,73 ευρώ. (σελ, 9 έκθεσης έλεγχου)

Ο έλεγχος εξέδωσε τις προσβαλλόμενες οριστικές πράξεις Φ.Π.Α. καταλόγισε τις διαφορές κυρίου φόρου και το πρόστιμο λόγω ανακρίβειας.

Ο προσφεύγων, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να επανεξεταστεί η υπόθεση του κατά το νόμο και την ουσία επί σκοπώ όπως ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να γίνει δεκτή η αίτηση του επιστροφής ΦΠΑ, προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

1) Ο ισχυρισμός της φορολογικής αρχής ότι η χρήση του επίμαχου ακινήτου για την ανέγερση του ξενοδοχείου είναι αστική-εμπορική και όχι γεωργική-αγροτική είναι αβάσιμος.

2) Κακώς και παρά το νόμο η φορολογική αρχή θεώρησε ότι όφειλε να έχει θεωρήσει το μισθωτήριο συμφωνητικό στη Δ.Ο.Υ.

3) Κακώς και παρά το νόμο ο έλεγχος θεώρησε ότι έγγραφο βεβαίας χρονολογίας για την απόδειξη της κατ’ ελάχιστο 9ετούς χρήσης του άρθρου 33 παρ.4 ΚΦΠΑ, είναι μόνον αυτό που θεωρείται στη Δ.Ο.Υ.

4) Κακώς και παρά το νόμο η προσβαλλόμενη έκθεση έλεγχου δεν αποδέχτηκε το συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης για το λόγο ότι δεν έχουν δηλωθεί τα μισθώματα στις δηλώσεις φορολογίας του ιδίου και των γονέων του.

5) Αβασίμως στο νόμο και την ουσία η προσβαλλόμενη έκθεση έλεγχου θεώρησε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 33 παρ.4 ΚΦΠΑ για την επιστροφή του Φ.Π.Α.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι: Άρθρο 30 Δικαίωμα έκπτωσης του φόρου

«1. Ο υποκείμενος δικαιούται να εκπέσει, από το φόρο που αναλογεί στις ενεργούμενες από αυτόν πράξεις παράδοσης αγαθών, παροχής υπηρεσιών και ενδοκοινοτικής απόκτησης αγαθών, το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί η Παράδοση αγαθών και η Παροχή υπηρεσιών που έγιναν σε αυτόν και η εισαγωγή αγαθών, που πραγματοποιήθηκε από αυτόν, καθώς και το φόρο που οφείλεται για τις ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών που πραγματοποιήθηκαν από αυτόν. Η έκπτωση αυτή παρέχεται κατά το μέρος που τα αγαθά και οι υπηρεσίες χρησιμοποιούνται για την πραγματοποίηση πράξεων που υπάγονται στο φόρο.

Ειδικά, για τα αγαθά επένδυσης, το δικαίωμα έκπτωσης κρίνεται οριστικά κατά το χρόνο έναρξης χρησιμοποίησης των αγαθών αυτών.

Στην περίπτωση που αγαθά επένδυσης χρησιμοποιούνται, τόσο για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων του υποκειμένου στο φόρο, όσο και για ιδιωτική χρήση του ίδιου ή του προσωπικού του, ή, γενικότερα για σκοπούς άλλους από της επιχείρησης, ο Φ.Π.Α. που βαρύνει τις δαπάνες που συνδέονται με τα επενδυτικά αυτά αγαθά εκπίπτει μόνο κατ’ αναλογία του ποσοστού της χρησιμοποίησης τους για τους σκοπούς των δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Οι μεταβολές στην αναλογία χρήσης των αγαθών επένδυσης που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο λαμβάνονται υπόψη υπό τους όρους που προβλέπονται στα άρθρα 31 και 33.»

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι: Άρθρο 33 Διακανονισμός εκπτώσεων

«1) 2). Ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους.

«Ο διακανονισμός ενεργείται κάθε έτος για το ένα πέμπτο (1/5) του φόρου που επιβάρυνε το αγαθό, ανάλογα με τις μεταβολές του δικαιώματος έκπτωσης……3) 4). Ως αγαθά επένδυσης, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, θεωρούνται: α) Τα ενσώματα αγαθά, που ανήκουν κατά κυριότητα στην επιχείρηση και τίθενται από αυτή σε διαρκή εκμετάλλευση, καθώς και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από την υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σε αυτήν, αλλά έχει, βάσει οποιασδήποτε έννομης σχέσης, τη χρήση του ακινήτου αυτού, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα χρόνων. Αν κατά τη διάρκεια του πενταετούς διακανονισμού λήξει η χρήση του ακινήτου, στο οποίο κατασκευάστηκαν τα ανωτέρω κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές, ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου 3. Στην αξία των αγαθών επένδυσης δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες επισκευής και συντήρησης.»

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν.2859/2000 ΚΦΠΑ ορίζεται ότι:

Άρθρο 34 Επιστροφή του φόρου

“1. Με την επιφύλαξη των σχετικών με την Παραγραφή διατάξεων ο φόρος επιστρέφεται εφόσον:

α) καταβλήθηκε στο Δημόσιο εξαρχής αχρεώστητα ή

β) το αχρεώστητο προκύπτει από επιγενόμενο λόγο στις κάτωθι περιπτώσεις: «ί) προκύπτει ως πιστωτικό υπόλοιπο το οποίο δεν μεταφέρεται σε επόμενη περίοδο για έκπτωση ή σε περίπτωση μεταφοράς του η έκπτωση δεν κατέστη δυνατή ή».

ii) αφορά πράξεις, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 30, καθώς και πράξεις για τις οποίες με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών προβλέπεται αναστολή καταβολής του φόρου ή οφείλεται σε διαφορά συντελεστών εκροών- εισροών ή

iii) αφορά αγαθά επένδυσης, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 33.”

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1006/14-01-1992

Διευκρινήσεις για το δικαίωμα έκπτωσης ή επιστροφής του ΦΠΑ που βαρύνει τα ακίνητα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από μία επιχείρηση σε ακίνητο που ανήκει κατά κυριότητα σε τρίτους αλλά έχει παραχωρηθεί σε αυτήν η χρήση του.

Με αφορμή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην Υπηρεσία μας, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, διευκρινίζονται τα εξής:

Όπως είναι γνωστό, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43Α) αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις της περίπτ. α’ της παραγ. 4 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986 περί ΦΠΑ. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεωρούνται ως επενδυτικά αγαθά, εκτός των άλλων και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από υποκείμενη στο φόρο επιχείρηση, που ενεργεί φορολογητέες ή αφορολόγητες πράξεις με δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών της, σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ’ αυτήν, πλην όμως έχει τη χρήση του ακινήτου αυτού με οποιαδήποτε έννομη σχέση (μίσθωση, παραχώρηση της χρήσης, χρησικτησία κ.τ.λ.) για χρονικό διάστημα τουλάχιστο εννέα (9) χρόνων.

Η ρύθμιση αυτή έγινε για κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν από 1/1/87, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 1947/1991.

Η παραχώρηση της χρήσης και η χρονική διάρκεια αυτής (των εννέα χρόνων), θα αποδεικνύονται με ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο θα πρέπει να φέρει βεβαία χρονολογία, ή με συμβολαιογραφική πράξη ή με το καταστατικό εταιρίας, όταν παραχωρείται η χρήση ακινήτου από το μέλος στο νομικό πρόσωπο που συμμετέχει.

Οι παραπάνω πράξεις μπορεί να είναι μικρότερης διάρκειας (π.χ. 2 ή 3 ετών), οι οποίες όμως ανανεούμενες πριν από τη λήξη τους θα είναι συνολικής διάρκειας τουλάχιστον 9 χρόνων.

Ειδικότερα επισημαίνεται ότι, τα μεν ιδιωτικά μισθωτήρια συμβόλαια θα πρέπει να έχουν εμπρόθεσμα κατατεθεί για θεώρηση στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. του εκμισθωτή, κυρωμένο αντίγραφο του οποίου θα πρέπει να κατέχει ο μισθωτής, οι δε συμβολαιογραφικές ή άλλες πράξεις, με βάση τις οποίες θα αποδεικνύεται η έννομη σχέση της χρήσης από το χρήστη – μισθωτή, θα πρέπει να έχουν μεταγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 618 του Αστικού Κώδικα.

Σε περίπτωση δε παραχώρησης της χρήσης του ακινήτου σε υφιστάμενο ή συνιστώμενο νομικό πρόσωπο, η διάρκεια του νομικού αυτού προσώπου πρέπει να αναφέρεται ρητά στο συστατικό του έγγραφο και να είναι άνω των εννέα (9) ετών και όχι αόριστης διαρκείας.

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1094/1992

Δικαίωμα έκπτωσης ή επιστροφής ΦΠΑ που επιβάρυνε δαπάνη ανέγερσης κτισμάτων σε μισθωμένο ακίνητο, σε περίπτωση εκπρόθεσμης προσκόμισης για θεώρηση στον αρμόδιο Προϊστάμενο ΔΟΥ του οικείου ιδιωτικού συμφωνητικού.

Με αφορμή ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπηρεσία μας, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, παρέχουμε τις παρακάτω διευκρινίσεις:

1 . Με τις διατάξεις της περίπτωσης α’ της παραγρ. 4 του άρθρου 26 του ν. 1642/1986, όπως αντικαταστάθηκε και ισχύει με τις διατάξεις της παραγρ. 3 του άρθρου 24 του ν. 1882/1990, ορίζεται η έννοια του επενδυτικού αγαθού, για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές θεωρούνται επενδυτικά αγαθά και τα κτίσματα ή άλλου είδους κατασκευές που κατασκευάζονται από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο σε ακίνητο που δεν ανήκει κατά κυριότητα σ’ αυτό, αλλά έχει τη χρήση αυτού, με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση για χρονικό διάστημα τουλάχιστον εννέα (9) ετών.

2. Περαιτέρω, με την 1003880/175 /ΑΟΟ14/ΠΟΛ.1006/1992 εγκύκλιό μας δόθηκαν σχετικές οδηγίες για την ορθή εφαρμογή των πιο πάνω διατάξεων. Με την εγκύκλιο αυτή διευκρινίστηκε ότι η παραχώρηση της χρήσης και η χρονική διάρκεια αυτής θα αποδεικνύονται με ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο θα πρέπει να φέρει βεβαία χρονολογία ή με συμβολαιογραφική πράξη, η οποία, εφόσον η μίσθωση είναι πάνω από 9 χρόνια, πρέπει να έχει μεταγραφεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 618 του Α.Κ. ή με το καταστατικό της εταιρίας που θα έχει δημοσιευθεί νόμιμα, από το οποίο θα πρέπει να προκύπτει διάρκεια ορισμένου χρόνου (όχι αόριστος) τουλάχιστον εννέα ετών.

Με την ίδια εγκύκλιο διευκρινίστηκε ότι η διάρκεια των μισθώσεων μπορεί να είναι και μικρότερη εννέα ετών, ανανεούμενη όμως πριν από τη λήξη της είναι συνολικής διάρκειας, τουλάχιστο, εννέα ετών. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι μπορεί μεν η διάρκεια των μισθώσεων να είναι μικρότερη από τα εννέα έτη, πλην όμως, θα πρέπει κατά το χρόνο γένεσης του δικαιώματος έκπτωσης να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή που ορίζεται από το νόμο. Δηλαδή, αν μία αρχική μίσθωση συμφωνείται για χρονική διάρκεια 5 ετών, δεν παρέχεται στο μισθωτή δικαίωμα να ζητήσει επιστροφή του φόρου για τυχόν κατασκευές που πραγματοποίησε στο μισθωμένο ακίνητο κατά την πενταετία αυτή. Εάν, στη συνέχεια και πριν από τη λήξη της αρχικής μίσθωσης, αυτή παραταθεί για άλλα πέντε χρόνια, τότε θα δικαιούται επιστροφής του φόρου που επιβάρυνε τυχόν νέες κατασκευές που πραγματοποίησε κατά το χρόνο της νέας μίσθωσης, γιατί θα ληφθεί υπόψη αθροιστικά και η πρώτη πενταετία της αρχικής μίσθωσης.

3. Εξάλλου, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 4045/1960 (ΦΕΚ 74 Α’), όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με την παράγρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 1828/1990 ορίζεται ότι, ιδιωτικά έγγραφα μίσθωσης αστικών ακινήτων, ασχέτως ποσού μισθώματος, η γεωργικών ακινήτων εφόσον το μίσθωμα είναι ανώτερο των πέντε χιλιάδων (5.000) δραχμών κατά μήνα, προσκομίζονται από τον εκμισθωτή για θεώρηση μέσα σε τριάντα (30) μέρες από τη σύνταξή τους, στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του. Τα έγγραφα αυτά δύναται και ο μισθωτής να τα προσκομίζει για θεώρηση στον προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας που είναι αρμόδιος για τη φορολογία του εκμισθωτή. Τα έγγραφα αυτά υποβάλλονται σε δύο (2) αντίγραφα, από τα οποία το ένα επιστρέφεται θεωρημένο σ’ αυτόν που τα προσκόμισε και με τις διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου και νομοθετήματος ορίζεται ότι όσοι δεν προσκομίζουν τα έγγραφα μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση η τα προσκομίζουν εκπρόθεσμα, καθώς και οι συμβολαιογράφοι που δεν εφαρμόζουν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παράγραφο αυτή, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 73 του ν.δ. 3323/1955.

4. Τέλος, με τις διατάξεις της παραγρ. 16 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990 ορίζεται ότι τα συμφωνητικά που καταρτίζονται μεταξύ επιτηδευματιών και τρίτων για οιανδήποτε συναλλαγή θεωρούνται, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία κατάρτισης και υπογραφής τους, από την αρμόδια ΔΟΥ, άλλως είναι ανίσχυρα και δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα.

5. Ύστερα από τα παραπάνω, σε κάθε περίπτωση που γίνεται εκπρόθεσμη προσκόμιση στον Προϊστάμενο της ΔΟΥ σύμβασης μίσθωσης ακινήτου για θεώρηση, εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις των παραγράφων 1 και 3, του άρθρου 3 του ν. 4045/1960, όπως ισχύουν, οι οποίες, ως ειδικές κατισχύουν των γενικών διατάξεων της παραγρ. 16 του άρθρου 8 του ν. 1882/1990.

6. Κατά συνέπεια, τα οικεία μισθωτήρια θα γίνονται δεκτά για την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 1642/86, ως προς το δικαίωμα έκπτωσης και επιστροφής του φόρου προστιθέμενης αξίας. Εξυπακούεται βέβαια ότι θα πρέπει να ερευνάται σε κάθε περίπτωση εάν τα καταβαλλόμενα μισθώματα έχουν καταχωρηθεί στα βιβλία του μισθωτή και έχουν δηλωθεί από τον εκμισθωτή, κατά τις σχετικές διατάξεις, ενώ για την εκπρόθεσμη προσκόμιση της σύμβασης μίσθωσης για θεώρηση και κάθε άλλη παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας, θα επιβάλλονται οι κυρώσεις που ορίζονται στο νόμο.

7. Κάθε διαταγή μας με αντίθετο περιεχόμενο παύει να ισχύει αφότου εκδόθηκε.

Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής στα οποία περιλαμβάνεται και η από 20-03-2019 έκθεση έλεγχου ΦΠΑ Ν.2859/2000 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Πύργου, προκύπτει ότι με το αριθμό /8-4-2003 πληρεξούσιο της συμβ/φου Πύργου ο κος του (πατέρας του προσφεύγοντα) παρείχε προς την σύζυγο του (μητέρα του προσφεύγοντα) να διαχειρίζεται και να εκμεταλλεύεται το σύνολο της γεωργικής του εκμετάλλευσης ( 15 αγροτεμάχια) και ειδικά το δικαίωμα να εκμισθώνει τα ακίνητα του και με το αριθμό /2003 συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτων της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία Μεταγραφών του Δήμου σε τόμο και αριθμό στις 9-5-2003. Η κα συζ εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα (υιός) το σύνολο της γεωργικής εκμετάλλευσης (15 αγροτεμάχια), με ετήσιο μίσθωμα 50 ευρώ, για χρονική διάρκεια τριάντα(30) ετών, με χρήση του μισθίου αγροτική εκμετάλλευση από τον μισθωτή.

Επειδή, με το από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εμφανισθέντων, στις 14-2-2014, από τον κον πρόεδρο του Τ.Κ Δήμου , ο κος του, (πατέρας του προσφεύγοντα) εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα ένα αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. του οποίου έχει την επικαρπία, για διάρκεια εννέα(9) ετών, ήτοι από 14-2-2014 έως 13-2-2023, με ετήσιο μίσθωμα 100,00 ευρώ, χρήση αγροτική, αστική εκμετάλλευση ή όποια άλλη κατά την απόλυτη κρίση του μισθωτή και χωρίς δικαίωμα υπομίσθωσης ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρησης της χρήσης του μισθίου. Το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου δεν έχει θεωρηθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πύργου. Στην συνέχεια, όπως αναφέρεται (σελ. 8) της έκθεσης έλεγχου, για την εκμίσθωση του ανωτέρω ακινήτου, ήτοι ακίνητο έκτασης 44.076,79 τμ (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9174,60 τμ) με τα υφιστάμενα εντός αυτού κτίσματα, ο επικαρπωτής (πατέρας του προσφεύγοντα) υπέβαλε εκπρόθεσμα στις 30/11/2017 την με αρ /2017 δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής της ΑΑΔΕ, την οποία αποδέχτηκε ο προσφεύγων (μισθωτής), με είδος μίσθωσης επαγγελματική/εμπορική με την ίδια περίοδο ισχύος 14/2/2014 -13/02/2023. Επίσης, στην έκθεση έλεγχου αναφέρεται ότι, στις υποβληθείσες δηλώσεις Φ.Ε. 2015 & 2016 δεν δηλώνεται μίσθωμα από τον επικαρπωτή για το συγκεκριμένο ακίνητο, ούτε έχουν καταχωρηθεί μισθώματα στα λογιστικά βιβλία και τις δηλώσεις Φ.Ε. του μισθωτή.

Επιπλέον, ο προσφεύγων με το αριθμό /2005 συμβόλαιο γονικής παροχής ακινήτου (μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου στις 09-12-2005 στον τόμο αριθ ) απέκτησε από τον πάτερα του το δικαίωμα της ψιλής κυριότητας του ανωτέρω ακινήτου.(τίτλος κτήσης για τον παρέχοντα γονέα η υπ.αρ /2005 πράξη αποδοχής κληρονομιάς).

Επειδή, με την αρ. πρωτ /04-07-2012 απόφαση του Ειδικού Γραμματέα κοινοτικών πόρων και υποδομών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, εγκρίθηκε για τον προσφεύγοντα το επενδυτικό σχέδιο, ίδρυση επτά (7) τουριστικών κατοικιών στο Δ.Δ. του Δήμου στο Μέτρο 313Β του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδος 2007-2013(ΠΑΑ) (προσκομίζεται στην υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή).

Επειδή, όπως αναφέρεται στην έκθεση έλεγχου (σελ. 3 & 9 ), ο προσφεύγων (ατομική επιχείρηση) κατά την ελεγχόμενη φορολογική περίοδο ( 01/07/2014-31/12/2015) διέθετε την υπό κατασκευή εγκατάσταση εσωτερικού και την έχει δηλώσει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.(αρ.δηλ /2007) ,
 

Α/Α Είδος Εγκατ. Διεύθυνση Εγκατ. Περιγραφή Έναρξη Λήξη
1. Υπό Κατασκευή Εγκατάσταση ………………………
……………………….
………………………
Εργασίες διαμόρφωσης η ανέγερσης κτίσματος ή άλλου είδους κατασκευών (ως αγαθού επένδυσης του άρθρου 33 παρ.4 του κώδικα ΦΠΑ) για ίδια άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας με δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των εισροών της 07/12/2007 30/10/2017


Στην συνέχεια, ο προσφεύγων, μεταξύ άλλων δήλωσε ως δραστηριότητα όπως παρακάτω:
 

Κωδικός Περιγραφή Έναρξη Λήξη
55101000 Υπηρεσίες παροχής δωματίων ή μονάδας καταλύματος για επισκέπτες, με καθημερινή καθαριότητα (εκτός της χρονομεριστικής μίσθωσης) 30/10/2017


Επειδή, από τον έλεγχο που διενεργήθηκε στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης στις 12-10-2018 διαπιστώθηκε η πραγματοποίηση των πράξεων (κατασκευές ακινήτων) για τις οποίες υποβλήθηκε το αίτημα επιστροφής ΦΠΑ (σελ.11 έκθεσης έλεγχου) και από τον έλεγχο δεν εγείρεται ζήτημα ότι οι προμηθευτές (εκδότες των φορολογικών στοιχείων δαπανών) δεν είχαν την δυνατότητα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα φορολογικά στοιχεία δαπανών τα οποία έλαβε ο προσφεύγων και καταχώρησε στα βιβλία του.

Επειδή, με το με αρ.πρωτ.ΔΕ/ /2019 έγγραφο του Υπουργείου Τουρισμού το επενδυτικό έργο (τουριστικό κατάλυμα ξενοδοχείο εποχιακής λειτουργίας τριών αστέρων) υπάγεται στις Πρότυπες Περιβαλλοντικές Δεσμεύσεις(ΠΠΔ) που περιγράφονται στην υπ. αριθμ /2012(ΦΕΚ 3438/Β’) ΚΥΑ και χορηγήθηκε άδεια σε υποβολή γνωστοποίησης σύμφωνα με τη με αριθμό /2017 ΚΥΑ(ΦΕΚ 1750/Β’) «Απλούστευση της διαδικασίας
έναρξης λειτουργίας τουριστικών καταλυμάτων» (προσκομίζεται στην υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή).

Επειδή, με το με αριθμό /2003 συμβολαιογραφικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτων της συμβολαιογράφου , ο προσφεύγων μίσθωσε το σύνολο των ακινήτων του πατέρα του, για χρονική διάρκεια τριάντα(30) ετών, ως εκ τούτου έχει την χρήση όλων των ακινήτων πέραν των εννέα(9) ετών, πληρείται η προϋπόθεση της κατ’ ελάχιστον εννεαετούς διαρκείας της μίσθωσης του ακινήτου, όπως προβλέπεται στην παρ.4 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 ΚΦ.Π.Α. και το γεγονός ότι η μίσθωση έγινε με χρηση αγροτική εκμετάλλευση, δεν συνιστά λόγο να μη γίνει δεκτή για λόγους ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.4 του Ν.2859/2000.

Επειδή, με το άρθρο 171 του ν.2717/1999
«2. Η χρονολογία των ιδιωτικών εγγράφων καθίσταται βέβαιη για τους τρίτους μόνον όταν αυτά θεωρηθούν από συμβολαιογράφο ή από άλλον αρμόδιο κατά το νόμο δημόσιο υπάλληλο..»

Επειδή, με το από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου, με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής των εμφανισθέντων στις 14-2-2014 από τον κον πρόεδρο του Τ.Κ Δήμου , ως εκ τούτου κατέστη βέβαιης χρονολογίας στις 14-02-2014, ο κος του , πατέρας του προσφεύγοντα εκμίσθωσε στον προσφεύγοντα ένα αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9.174,60 τμ στην οποία ο προσφεύγων ανήγειρε τα κτίσματα) του οποίου έχει την επικαρπία, για διάρκεια εννέα (9) ετών, ήτοι από 14-2-2014 έως 13-2-2023, με ετήσιο μίσθωμα 100,00 ευρώ, χρήση αγροτική, αστική εκμετάλλευση ή όποια άλλη κατά την απόλυτη κρίση του μισθωτή και χωρίς δικαίωμα υπομίσθωσης ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραχώρησης της χρήσης του μισθίου

Επειδή, σύμφωνα με την ΠΟΛ.1013/07-01-2014

«1. Οι εκμισθωτές ακίνητης περιουσίας υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία των αρχικών ή τροποποιητικών μισθώσεων, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έναρξη της μίσθωσης ή την τροποποίησή της, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γραπτή ή προφορική συμφωνία.»

Επειδή, ο προσφεύγων υπέβαλε εκπρόθεσμα στις 30/11/2017 την με αρ /2017 δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής της ΑΑΔΕ, την οποία αποδέχτηκε ο προσφεύγων(μισθωτής), για το αγροτεμάχιο συνολικής έκτασης 44.076,79 τμ. (εντός του οποίου βρίσκεται έκταση 9.174,60 τμ στην οποία ο προσφεύγων ανήγειρε τα κτίσματα) με είδος μίσθωσης επαγγελματική/εμπορική με την ίδια περίοδο ισχύος 14/2/2014-13/02/2023 που αναφέρεται στο από 14-2-2014 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης ακινήτου.

Επειδή, το γεγονός ότι η εν λόγω μίσθωση δηλώθηκε εκπρόθεσμα στις 30-11-2017, ενώ το ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης εννεαετούς διάρκειας έχει συνταχτεί και έχει θεωρηθεί το γνήσιο της υπογραφής στις 14-2-2014, δεν συνιστά λόγο να μη γίνει δεκτή για σκοπούς Φ.Π.Α. σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.4 του ν.2859/2000.

Επειδή, η υποχρέωση της δήλωσης των μισθωμάτων στις δηλώσεις Φ. Ε. του επικαρπωτή και τις καταχωρήσεις αυτών στα λογιστικά βιβλία και στις δηλώσεις Φ.Ε. του μισθωτή, δεν αποτελούν προϋπόθεση για την έκπτωση και κατ’ επέκταση επιστροφή Φ. Π. Α., σύμφωνα με τις διατάξεις της
 παρ.4 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 Κ.Φ.Π.Α.

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι: «Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου».

Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι:

«Σε περίπτωση αμφισβήτησης πράξης προσδιορισμού φόρου στα πλαίσια ενδικοφανούς προσφυγής, ο φορολογούμενος ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που προβαίνει στην εν λόγω αμφισβήτηση φέρει το βάρος της απόδειξης της πλημμέλειας της πράξης προσδιορισμού του φόρου».

Αποφασίζουμε

Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 22.04.2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου ενδικοφανούς προσφυγής, του του , με ΑΦΜ,

α) την ακύρωση, της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/07/2014-31/12/2014 συνολικού ποσού φόρου για καταβολή ύψους 2.394,94 ευρώ, της υπ.αρ /2019 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού Φ.Π.Α. φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015 συνολικού ποσού φόρου για καταβολή ύψους 5.988,55 ευρώ και

β) την επιστροφή πιστωτικού υπολοίπου της φορολογικής περιόδου 01/01/2015-31/12/2015 ποσού 35.096,31 ευρώ.

Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΑΠ 380/2019 Πειθαρχική ποινή – Εσωτερικός κανονισμός – Επιλογή από τον εργοδότη ηπιότερου μέτρου έναντι της καταγγελίας.

Απόφαση 380 / 2019    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012).

Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.

Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος.

Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013ΑΠ 904/2012). Όμως για την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή / και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν.

Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, η οποία ορίζει “Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…” (σχετ. ΑΠ 157/2003, ΑΠ 769/2016).

Κατά συνέπεια εφόσον στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει καταρτισθεί εσωτερικός κανονισμός κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, που να προσδιορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα ή / και τις πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν γι’ αυτά ή / και που να καθορίζει σχετικές πειθαρχικές διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι ο εργοδότης, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής πειθαρχικής ποινής. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε όλως οριακές περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση της έλλειψης εσωτερικού κανονισμού προβλέποντος πειθαρχικό έλεγχο του εργαζομένου, ο έλεγχος από το δικαστήριο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από την άποψη της εκ μέρους του εργοδότη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία ουσιαστικά συνιστά την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 897/2012, ΑΠ 1889/2017).

Αριθμός 380/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα – Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου – Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: δευτεροβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…”, (…), που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σοφία Μαϊλιάνη και Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Ν. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Βασιλακάκη, που κατέθεσε προτάσεις.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αναιρεσείοντος και κατά του αναιρεσιβλήτου: τριτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…” (….), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευτύχιο – Δημήτριο Καλαμίδα, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/9/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καστοριάς και συνεκδικάσθηκε με την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση της … (….). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 118/2014 του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 769/2016 απόφαση του Β1′ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Κατόπιν της απόφασης αυτής, εκδόθηκε η 122/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον σωματείο με την από 28/12/2017 αίτησή του και το προσθέτως παρεμβαίνων σωματείο με την από 30/7/2018 πρόσθετη παρέμβασή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσείοντος και του προσθέτως παρεμβαίνοντος σωματίου ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου κώδικα, με την οποία ορίζεται ότι δικαστική προστασία μπορεί να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαίος όρος για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα στην αναιρετική διαδικασία ο προσθέτως παρεμβαίνων περιορίζεται σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων αναίρεσης, στις οποίες εξαντλείται και το δικαίωμα των κυρίων διαδίκων (ΑΠ 1741/2012, ΑΠ 1302/2005). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 622 παρ. 2 αριθ. 2 του ΚΠολΔ, (όπως η διάταξη αυτή ισχύει από 1.1.2016 μετά την αντικατάσταση του τέταρτου βιβλίου του ΚΠολΔ – άρθ. 591 έως 681 Δ – με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015 και τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ενόψει του χρόνου άσκησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης την 29.12.2017), αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση. Το ίδιο προβλεπόταν και από το πριν το Ν. 4335/2015 ισχύσαν δίκαιο και ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 669 αρ. 2 του ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμοζόταν και στην αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 675 Α του ιδίου Κώδικα, που προστέθηκε με το άρθ. 9 παρ.1 του Ν. 3189/2003. Επομένως το προσθέτως παρεμβάν τριτοβάθμιο σωματείο με την επωνυμία “… (….).”, του οποίου το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον δευτεροβάθμιο σωματείο με την επωνυμία “… (…)”, υπέρ του οποίου παρενέβη, τυγχάνει τακτικό μέλος, επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των μελών του, μεταξύ των οποίων και του αναιρεσείοντος, αλλά και του ιδίου, εφόσον αυτό είναι υπόχρεο στην καταβολή ποσού που αντιστοιχεί στη μισθοδοσία ενός μηνός των υπηρετούντων φυλάκων θήρας των μελών του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, παραδεκτώς παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου προς υπεράσπιση της ένδικης αίτησης αναίρεσης του υπέρ ου παρενέβη διαδίκου, καταθέτοντας το από 30.7.2018 και με αριθ. κατάθεσης 9/2018 ίδιο δικόγραφο, το οποίο εκτιμάται ως δικόγραφο για την ανάπτυξη των ισχυρισμών αυτού προς υπεράσπιση των λόγων αναίρεσης και όχι ως δικόγραφο “πρόσθετης παρέμβασης” ως επιγράφεται, καθότι αυτή θα ήταν χωρίς αντικείμενο, ενόψει του ότι το προσθέτως παρεμβαίνον είχε ήδη παραδεκτώς ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τότε εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος δευτεροβάθμιου σωματείου κατά τη διεξαχθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δίκη και κατά συνέπεια την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος είχε διατηρήσει στη συνέχεια τόσο κατά την δευτεροβάθμια δίκη, όπου επίσης παρέστη, όσο και ενώπιον του Αρείου Πάγου.

Με την από 28 Δεκεμβρίου 2017 και με αριθ. κατάθ. 39/29.12.2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 122/17.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ως δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την έκδοση της με αριθ. 769/21.12.2016 απόφασης του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε κατά πλειοψηφία η προηγουμένη με αριθ. 118/3.12.2014 απόφαση του ως άνω δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. Με την προσβαλλόμενη με αριθ. 122/2017 απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έγινε δεκτή ως κατ’ ουσία αβάσιμη η από 12 Οκτωβρίου 2011 και με αριθ. κατάθ. 43/21.10.2011 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφανίσθηκε η με αριθ. 46/20.4.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς, που είχε απορρίψει ως ουσιαστικά βάσιμη την από 10.9.2008 και με αριθ. κατάθ. 38/16.9.2008 αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου, κατά τα κεφάλαια αναγνώρισης της ακυρότητας της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού εκ μέρους του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος σωματείου και υποχρέωσης του τελευταίου ν’ αποδεχθεί την εργασία του ενάγοντος ως θηροφύλακα με απειλή χρηματικής ποινής (με την πρωτόδικη απόφαση είχε επίσης απορριφθεί ως αόριστη η αγωγή κατά τα κεφάλαια καταβολής αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μετά τον γενόμενο μερικό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό) και στη συνέχεια, κατά μερική παραδοχή της αγωγής ως βάσιμης κατ’ ουσία από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της κατά τα άνω καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος και υποχρεώθηκε το εναγόμενο σωματείο ν’ αποδέχεται τις υπηρεσίες του ενάγοντος με απειλή χρηματικής ποινής. Σημειώνεται ότι ομοίως είχε κρίνει κατ’ ουσία και η αναιρεθείσα προηγουμένη με αριθ. 118/2014 απόφαση του εν λόγω δικαστηρίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.1, 566 παρ.3 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (ΑΠ 1889/2017, ΑΠ 1683/2012). Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη. Περαιτέρω, εάν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες πειθαρχικές ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει αντί της καταγγελίας την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται της εργασίας ο εργαζόμενος διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί κατά την καλή πίστη να συνεχισθεί για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, πλην όμως η προσφυγή του εργοδότη στην καταγγελία, ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο επίσης ερευνά, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στο άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη (ΑΠ 1173/2017, ΑΠ 244/2017, ΑΠ 769/2016, ΑΠ 601/2013ΑΠ 904/2012). Όμως για την επιβολή πειθαρχικής ποινής λόγω της εκ μέρους του εργαζομένου τέλεσης κάποιου παραπτώματος κατά την παροχή της εργασίας του, πρέπει να υφίσταται εσωτερικός κανονισμός στην επιχείρηση του εργοδότη που προβλέπει το πειθαρχικό παράπτωμα ή / και τις πειθαρχικές κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν. Τούτο σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 1 του Ν.Δ/τος 3789/1957 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της Εργατικής Νομοθεσίας”, η οποία ορίζει “Δια πειθαρχικά παραπτώματα, καθοριζόμενα εις έκαστον των κανονισμών εργασίας, δύναται να προβλέπεται η επιβολή εις τον παραβάτην μισθωτόν, των κάτωθι ποινών…” (σχετ. ΑΠ 157/2003, ΑΠ 769/2016). Κατά συνέπεια εφόσον στη συγκεκριμένη επιχείρηση δεν έχει καταρτισθεί εσωτερικός κανονισμός κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου, που να προσδιορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα ή / και τις πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν γι’ αυτά ή / και που να καθορίζει σχετικές πειθαρχικές διαδικασίες, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, για το λόγο ότι ο εργοδότης, αντί της καταγγελίας, δεν επέλεξε το ηπιότερο μέτρο της επιβολής πειθαρχικής ποινής. Δεν αποκλείεται βεβαίως σε όλως οριακές περιπτώσεις, ακόμη και στην περίπτωση της έλλειψης εσωτερικού κανονισμού προβλέποντος πειθαρχικό έλεγχο του εργαζομένου, ο έλεγχος από το δικαστήριο του κύρους της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, από την άποψη της εκ μέρους του εργοδότη παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία ουσιαστικά συνιστά την αντίστροφη μορφή της απαγόρευσης της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 897/2012, ΑΠ 1889/2017).

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά “έλλειψη αιτιολογίας”, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της “ανεπαρκής αιτιολογία”, ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους “αντιφατική αιτιολογία” (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995).

Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των προσκομισθέντων με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: “Το εναγόμενο [ήδη αναιρεσείον] ν.π.ι.δ. με την επωνυμία “…” αποτελεί δευτεροβάθμιο σωματείο (ομοσπονδία), μέλη του οποίου είναι οι κυνηγετικοί σύλλογοι της περιφέρειας …. Αποτελεί μέλος του προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντος τριτοβάθμιου σωματείου με την επωνυμία “…”. Στις 21.3.2001 το εναγόμενο σωματείο προσέλαβε τον ενάγοντα [ήδη αναιρεσίβλητο] με έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (11 μηνών και 11 ημερών), προκειμένου αυτός να προσφέρει την εργασία του ως ιδιωτικός φύλακας θήρας (θηροφύλακας). Κύρια καθήκοντα αυτού βάσει της σύμβασης, ήσαν η συνεχής φυσική παρουσία του στους τόπους άσκησης θήρας, καταφύγια θηραμάτων κλπ, η διενέργεια ελέγχου και λοιπών πράξεων σε εκτέλεση των νόμων και επιταγών της νομοθεσίας περί θήρας και η καταγγελία παρανόμων πράξεων ή συμβάντων καταστροφής της θηραματικής πανίδας και του φυσικού περιβάλλοντος γενικότερα, ενώ ήταν υποχρεωμένος να τηρεί λεπτομερές ημερολόγιο ενεργειών που ελεγχόταν από την εργοδότρια του (βλ. υπ’ αριθ. 1 Δ όρο σύμβασης).

Με την 25148/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης αναγνωρίσθηκε ότι ο ενάγων συνδεόταν με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου από την αρχή της προσλήψεως. Με το 537/5.3.2008 έγγραφό της η εφεσίβλητη κάλεσε τον εκκαλούντα να δώσει εξηγήσεις, διότι στο δελτίο ελέγχου ανέφερε ότι στις 19.1.2000 [ενν. 2008] ο Κ. Α. τέλεσε παράνομη θήρα λαγού. Ο συντονιστής θηροφύλακας Σ. Λ., μέσω του οποίου διαβιβάσθηκε το εν λόγω δελτίο, σημείωσε ότι “φυσιολογικά θα αναμένουμε και μήνυση”. Ο ενάγων ανέφερε στο Δασαρχείο … “19.1.2008. Υπηρεσία 04.00 έως 11.00. Βγήκα μαζί με τον Κ. Ν. και το όχημα …18 στην περιοχή …. Βρήκαμε τον Α. Κ., ο οποίος κατείχε άδεια τοπική και είχε θηρεύσει μία μπεκάτσα”. Το ημερολόγιο θεωρήθηκε από τον υπεύθυνο θήρας της Διεύθυνσης Δασών …. την 1.2.2008. Ο ενάγων προσήλθε και παρέσχε εξηγήσεις. Το Δ.Δ. [ενν. το Διοικητικό Συμβούλιο] του εναγομένου αποφάσισε ομόφωνα να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (βλ. απόσπασμα πρακτικού 560/13.3.2008). Αυτή επισυνέβη στις 30.4.2008, ενώ ταυτόχρονα του πρόσφερε τη νόμιμη αποζημίωση και λοιπές αποδοχές ύψους 5.903,33 ευρώ, που κατετέθη στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Η καταγγελία έγινε: α) διότι δεν υπέβαλε μήνυση κατά του Κ. Α., β) σταμάτησε, παρά τη σύμβαση, να συμπληρώνει από τον Ιανουάριο 2008 ημερολόγιο ενεργειών υπηρεσίας, ενώ το 2007 κατέγραψε επιγραμματικά τις κινήσεις του, γ) δεν ενημέρωσε την ομοσπονδία, ούτε την πληρεξούσια δικηγόρο της στην … ότι μετά την ματαίωση στις 13.12.2006 της εκδίκασης της μήνυσης του κατά του Τ. Μ. και Γ. Α. στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καστοριάς, ορίσθηκε νέα δικάσιμος η 16.5.2007, αλλά το έκανε μόνο την ημερομηνία της δικασίμου, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής η δικηγόρος τους, γεγονός για το οποίο του απηύθηναν αυστηρή παρατήρηση, δ) επειδή έχουν δεχθεί κατά καιρούς καταγγελίες για το συγκεκριμένο θηροφύλακα, ο οποίος διενεργεί ελάχιστους ελέγχους σε σχέση με άλλους συναδέλφους του, για ανάρμοστη συμπεριφορά και πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του και ε) επειδή δεν τους απέστειλε, ως όφειλε, επικυρωμένα αντίγραφα των μηνύσεων που κατέθεσε στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκαν εγγράφως με την από 15.11.2007 εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωσή τους.

Οι αιτήσεις του ΔΔ [ενν. οι αιτιάσεις του Δ.Σ.] του εναγομένου είναι αβάσιμες. Σχετικά με την αναφορά περί θήρας λαγού από τον Α. και όχι του ορθού μπεκάτσας, οφείλεται σε παραδρομή του ενάγοντος. Όταν η γραμματέας θηροφυλακής Ε. Β. επικοινώνησε μαζί του, τον ρώτησε αν γνώριζε κάποιον Α. και ο ενάγων απάντησε ότι τον γνώριζε, καθότι είναι πατέρας του κουμπάρου του. Όταν η ανωτέρω τον ρώτησε αν θα υποβάλει μήνυση κατά του Α., αυτός απάντησε αρνητικά. Η απάντηση υπαγορεύθηκε από το γεγονός ότι δεν είχε διαπιστώσει ότι ο ανωτέρω θήρευε παράνομα λαγό, όπως ανέγραψε. Την ημέρα εκείνη εκτελούσε κοινή υπηρεσία με το θηροφύλακα Κ.. Αν είχε συμβεί κάτι τέτοιο, αμφότεροι θα προέβαιναν στις ενέργειες του νόμου (ακινητοποίηση οχήματος, έλεγχο του εσωτερικού για θήραμα, έλεγχο αδείας θήρας, κατάσχεση θηράματος, άμεση ενημέρωση κυνηγετικού συλλόγου και συντονιστή κλπ). Αν ο ενάγων επιθυμούσε να καλύψει τον Α., ο συνάδελφος Κ. είτε θα τον ανέφερε, είτε θα προέβαινε ο ίδιος στις παραπάνω ενέργειες, προκειμένου να μην διακινδυνεύσει και η δική του θέση εργασίας. Το παραπάνω περιστατικό επικαλέσθηκε προσχηματικώς το εναγόμενο, εμφανώς ενοχλημένο και από το γεγονός ότι ο ενάγων αποδέχθηκε, παρέλαβε και τηρούσε το ως άνω ημερολόγιο που ήταν θεωρημένο από το δασαρχείο … (βλ. στιχομυθία Ν. – Δ. στη συνεδρίαση της 13.3.2008). Ο ενάγων μέχρι το έτος 2007 συμπλήρωνε επιγραμματικώς το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει η Ομοσπονδία, το οποίο ουδέποτε του ζητήθηκε να προσκομίσει για οποιοδήποτε λόγο ή έλεγχο, ενώ από τον Ιανουάριο του 2008 σταμάτησε να το συμπληρώνει, χωρίς να ενημερώσει την εργοδότρια, και τηρούσε έκτοτε το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το Δασαρχείο …, θεωρώντας ότι δια της τηρήσεως ήταν εφικτός ο έλεγχος εκ μέρους της Ομοσπονδίας (βλ. στιχομυθία Ν. – Κ. στο 560/2008 απόσπασμα πρακτικού). Επίσης μετά από μήνυση του ενάγοντος εις βάρος Τ. Μ. και Γ. Α. ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ’ αυτών και ορίσθηκε δικάσιμος η 13.12.2006. Η ομοσπονδία αποφάσισε να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγουσα και έδωσε εντολή στη δικηγόρο Καστοριάς Αλμπάνη Ειρήνη, η οποία δεν παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης και απωλέσθη η δυνατότητα παράστασης. Ο ενάγων ουδεμία υποχρέωση υπείχε να ενημερώσει τον οποιονδήποτε σχετικά με τις δικασίμους. Ακόμη το μέλος του κυνηγετικού συλλόγου …Τ. Σ. κατήγγειλε τον ενάγοντα και τον Ε. Σ. ότι χρησιμοποιούσαν υπηρεσιακό όχημα για σκοπούς άσχετους με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ο ανωτέρω καθώς και ο Α. Μ. είχαν υποβάλει κατά των προαναφερθέντων (ενάγοντος και Ε. Σ.) και την 1.3.2016 [ενν. 1.3.2006] καταγγελία στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Καστοριάς για την πράξη της παραβάσεως καθήκοντος και ειδικότερα ότι, ενώ κατέλαβαν τον Δ. Κ. να θηρεύει, δεν προέβησαν στη σύλληψη, μήνυση κλπ. Για την εν λόγω πράξη ο ενάγων και ο Ε. Σ. αθωώθηκαν με την 890/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καστοριάς και κήρυξε ενόχους τους καταγγείλαντες για παράνομη θήρα και απείθεια, για τις οποίες είχαν καταμηνυθεί από τον ενάγοντα, και με άλλη απόφαση ο Σ. Τ. καταδικάσθηκε επί συκοφαντική δυσφημίσει σε βάρος του ενάγοντος.

Εξάλλου καταγγελία προς την Ομοσπονδία υπέβαλλαν κατά του ενάγοντος και οι Σ. Δ., Κ. Ν. και Κ. Π. για ανάρμοστη συμπεριφορά, οι οποίοι όμως καταδικάσθηκαν από το αρμόδιο δικαστήριο για παραβάσεις θήρας και νόμου περί όπλων ανεδείχθη [ενν. και κατά συνέπεια δεν αποδείχθηκε…] ότι ο ενάγων επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Η αιτίαση του εναγομένου ότι ο ενάγων πραγματοποίησε ελάχιστους ελέγχους σε σχέση με τους συναδέλφους του δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο επίδοσης, διότι οι έλεγχοι δεν είναι εργασία γραφειοκρατικού τύπου, αλλά αστάθμητος παράγοντας, εξαρτημένος από πολλαπλές μεταβολές, όπως π.χ. περιοχή, περίοδος χρονική, καιρός, πλήθος κυνηγών κλπ, ούτε όμως είναι αληθής, διότι 10 – 15 ελέγχους το μήνα πραγματοποιούσαν περίπου όλοι. Το εναγόμενο δεν προσκόμισε συγκεντρωτικά στοιχεία όλων των υπαλλήλων θηροφυλάκων, ώστε να συναχθεί συνήθης ή μέσος αριθμός ελέγχων. Κατά τα έτη 2000 έως 2004, σύμφωνα με πίνακα που προσκομίζει ο ενάγων είχε 286 ελέγχους έναντι άλλων που είχαν ολιγότερους. Μέχρι και τον Οκτώβριο του 2007, ο ενάγων ακολουθώντας τις οδηγίες της εργοδότριάς του, απέστελλε ανεπικύρωτα αντίγραφα των μηνύσεων που υπέβαλλε ενώπιον των δασαρχείων στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων του.

Με την από 15.11.2007 εξώδικη διαμαρτυρία – πρόσκληση και δήλωση το εναγόμενο κάλεσε τον ενάγοντα α) να δηλώνει ενώπιον της αρμόδιας [ενν. αρχής] δικαστική παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ομοσπονδίας, σύμφωνα και με την εξουσιοδότηση που του παρασχέθηκε με το υπ’ αριθ. …27/19.10.2007 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Α. Κ., καταθέτοντας το σχετικό παράβολο πολιτικής αγωγής και β) να ζητεί και λαμβάνει αντίγραφο της μηνύσεως, το οφείλει να προσκομίσει άμεσα μαζί με όλα τα έγγραφα της προδικασίας… Μετά την αποστολή της εξωδίκου, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση στο Δασαρχείο …υ (11.12.2007) και στη Διεύθυνση [ενν. Δασών] … (18.12.2007), ζητώντας αντίγραφα μηνύσεων που είχαν υποβάλλει οι ανωτέρω υπηρεσίες, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα μηνύσεων που είχε συντάξει ο ενάγων για να τα προσκομίσει στην … “με σκοπό την εμπλοκή της ως πολιτικώς ενάγουσας κατά την ακροαματική διαδικασία”. Το Δασαρχείο … επικαλούμενο ότι ο ενάγων καθώς και άλλοι συνάδελφοί του βρίσκονταν σε δικαστικό αγώνα με την Ομοσπονδία καθώς και ότι “οι νομικές τους γνώσεις ήταν περιορισμένες, για την αποφυγή της εμπλοκής της υπηρεσίας τους σ’ αυτόν” ζήτησαν από το αρμόδιο Υπουργείο Ανάπτυξης να τους πληροφορήσουν “αν και πότε μπορούν να χορηγούν αντίγραφα των υποβαλλομένων μηνύσεων στους ομοσπονδιακούς και ιδιωτικούς φύλακες θήρας”.

Αντίστοιχο ερώτημα υπέβαλλε και η Διεύθυνση Δασών …. Στα παραπάνω ερωτήματα μέχρι και την καταγγελία της συμβάσεως του ενάγοντα δεν εδόθη απάντηση και οι υπηρεσίες δεν χορήγησαν επικυρωμένα αντίγραφα των μηνύσεων στον ενάγοντα, ούτε απάντησαν αρνητικά στο αίτημά του. Η αποστολή εκ μέρους του ενάγοντος “μιας απλής εκτύπωσης του κειμένου από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή”, αντί των επικυρωμένων αντιγράφων των μηνύσεων, όπως αξίωσε το εναγόμενο, δεν οφειλόταν σε υπαιτιότητα του ενάγοντος, αλλά στο γεγονός ότι οι ως άνω αρμόδιες υπηρεσίες δεν του χορηγούσαν επικυρωμένα αντίγραφα εν αναμονή της σχετικής γνωμοδοτήσεως από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Περαιτέρω ο ενάγων για τη διασφάλιση των εργασιακών του δικαιωμάτων άσκησε αγωγή κατά του εναγομένου και το Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ότι συνδέεται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από του χρόνου αρχικής του προσλήψεως. Ο ενάγων είναι ενεργό μέλος του πρωτοβάθμιου σωματείου και διεκδικεί την επίλυση εργασιακών του θεμάτων, όπως να εποπτεύονται από την αρμόδια δασική αρχή, να υφίσταται πειθαρχική εξουσία επ’ αυτών από τον Γενικό Γραμματέα (Γ.Γ.) Περιφέρειας.

Επίσης αναδεικνύουν ζητήματα που αφορούν τον χαρακτηρισμό της θέσεως και της έδρας της εργασίας τους, δεδομένου ότι το εναγόμενο επιδιώκει ως έδρα της εργασίας τους να χαρακτηρίζεται το σύνολο της εδαφικής του αρμοδιότητας, δηλαδή ολόκληρη η Μακεδονία και η Θράκη και επιδιώκουν τη ρύθμιση των θεμάτων και της διαδικασίας των μετακινήσεων του σε διάφορες περιοχές. Ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η πλημμελής ή μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών καθηκόντων εκ μέρους του ενάγοντος ή μειωμένη αισθητά απόδοση αυτού εν σχέσει με τις ανάγκες της εργασίας και την απόδοση έως [ενν. ενός] μέσου συνετού θηροφύλακος και συνακόλουθα η ενάγουσα [ενν. η εναγομένη] όφειλε όπως μη απολύσει τον ενάγοντα, αν δεν [ενν. δε] ήθελε δελτία ημερολογίου μπορούσε να ζητήσει αντίγραφα από το δασαρχείο και συστήσει στον ενάγοντα απλώς την περαιτέρω τήρησή τους. Οδηγηθείσα παρά ταύτα στην απόλυση, έπραξε τούτο παρανόμως και κατά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος, αφού στηρίχθηκε σε αβάσιμες αιτιολογίες που υπερβαίνουν τα όρια της καλής πίστης, καθώς και του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος και προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας μεταξύ χρησιμοποιηθέντος μέσου και επιδιωκομένου σκοπού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεπώς που απέρριψε την [ενν. αγωγή] ως αβάσιμη κατ’ ουσία, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο εσφαλμένως και εκτίμησε πλημμελώς τις αποδείξεις. Επομένως οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως του εκκαλούντος είναι βάσιμοι…”.

Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού, κατά παραδοχή της από 12.10.2011 και με αριθ. κατ. 43/2011 έφεσης του ενάγοντος – εκκαλούντος και ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την με αριθ. 46/20.4.2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καστοριάς που είχε κρίνει αντιθέτως, δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 10.9.2008 και με αριθ. κατ. 38/16.9.2008 αγωγή αυτού, αναγνώρισε την ακυρότητα της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού εκ μέρους του εναγομένου – εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσείοντος δευτεροβάθμιου σωματείου και υποχρέωσε το τελευταίο ν’ αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του ενάγοντος με τους ίδιους όρους και να τον απασχολεί πραγματικώς με απειλή χρηματικής ποινής 100 ευρώ για κάθε παράβαση της υποχρέωσης αυτής. Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 669 παρ. 2, 174 και 180 του ΑΚ, αναφορικά με τη συνδρομή ή μη περίπτωσης καταχρηστικότητας της από 30.4.2008 καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του αναιρεσίβλητου εκ μέρους του αναιρεσείοντος σωματείου, επαγομένης ακυρότητα αυτής, υποπίπτοντας έτσι στην από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Ειδικότερα, αν και δέχθηκε ότι κατά τον όρο 1 Δ της μεταξύ των μερών σύμβασης εξαρτημένης εργασίας η τήρηση από τον αναιρεσίβλητο λεπτομερούς ημερολογίου ενεργειών, που ελεγχόταν από το αναιρεσείον δευτεροβάθμιο σωματείο, περιλαμβανόταν στις συμβατικές του υποχρεώσεις και ότι ο αναιρεσίβλητος μέχρι το έτος 2007 συμπλήρωνε ελλιπώς το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει η Ομοσπονδία [αναιρεσείον], ενώ έπαυσε από τον Ιανουάριο του 2008 να συμπληρώνει αυτό, χωρίς να ενημερώσει την Ομοσπονδία, και ότι έκτοτε τηρούσε το ημερολόγιο που του είχε χορηγηθεί από το δασαρχείο …., στη συνέχεια κατέληξε αντιφατικά στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε πλημμελής ή μη προσήκουσα άσκηση των συμβατικών του καθηκόντων.

Επί πλέον αποφάνθηκε ότι αν το αναιρεσείον σωματείο ήθελε δελτία ημερολογίου, μπορούσε να ζητήσει αντίγραφα από το δασαρχείο, ενώ προηγουμένως δέχθηκε αντιφατικά ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε ενημερώσει το αναιρεσείον για το ότι είχε διακόψει από τον Ιανουάριο του 2008 να τηρεί το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το αναιρεσείον, τηρώντας έκτοτε το ημερολόγιο που του είχε χορηγήσει το δασαρχείο …. Περαιτέρω, ενώ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του αναιρεσίβλητου εκ μέρους του αναιρεσείοντος, το τελευταίο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, το οποίο θα μπορούσε να προβεί σε συστάσεις, δεν διέλαβε στο σκεπτικό του περαιτέρω παραδοχές περί του ότι στο πλαίσιο λειτουργίας του αναιρεσείοντος σωματείου προβλεπόταν κάποια πειθαρχική διαδικασία, την οποία όφειλε και μπορούσε να επιλέξει το τελευταίο για τον κολασμό της παραβίασης της πιο πάνω συμβατικής υποχρέωσης του αναιρεσίβλητου, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού. Επομένως οι περί τούτου πρώτος κατά το πρώτο αυτού σκέλος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις ως άνω από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ [και όχι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ] αναιρετικές πλημμέλειες είναι βάσιμοι. Αντιθέτως αβάσιμος είναι ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το δεύτερο αυτού σκέλος, με τον οποίο το αναιρεσείον προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, σχετικά με την εκ μέρους του αναιρεσίβλητου παράλειψη της ενημέρωσης της πληρεξουσίας δικηγόρου του αναιρεσείοντος σωματείου για τη νέα δικάσιμο της εκδίκασης της μήνυσης αυτού κατά των Μ. Τ. και Α. Γ. και την συνακόλουθη απώλεια του δικαιώματος παράστασης του αναιρεσείοντος ως πολιτικώς ενάγοντος.

Και τούτο διότι τοιαύτη συμβατική υποχρέωση δεν συνάγεται από τον όρο της μεταξύ των μερών σύμβασης εργασίας, που προέβλεπε, μεταξύ των καθηκόντων – υποχρεώσεων του αναιρεσίβλητου, την διενέργεια ελέγχου και “λοιπών πράξεων” σε εκτέλεση των νόμων και επιταγών της περί θήρας νομοθεσίας και κατά συνέπεια η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε καμία υποχρέωση να ενημερώνει τον οποιονδήποτε σχετικά με τις δικασίμους και ότι συνακόλουθα δεν υπήρξε παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων του αναιρεσίβλητου σχετικά με το προαναφερόμενο ζήτημα, καθώς η πληρεξουσία δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης [υπό την προφανή έννοια ότι την ως άνω δικηγόρο βάρυνε η σχετική υποχρέωση] και [έτσι] απωλέσθηκε η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής, διαλαμβάνει πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο σχετικά με το προαναφερόμενο ζήτημα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, κατά παραδοχή του πρώτου κατά το πρώτο αυτού σκέλος και του δευτέρου λόγου αναίρεσης πρέπει ν’ αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση.

Εφόσον δε αναιρείται η προσβαλλομένη με αριθ. 122/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, στο οποίο η υπόθεση είχε παραπεμφθεί με την με αριθ. 769/2016 απόφαση του Αρείου Πάγου μετά από αναίρεση της προηγουμένης με αριθ. 118/2014 απόφασης του ως άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου για την ίδια υπόθεση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση στο τμήμα τούτο σε νέα συζήτηση, η οποία θα λάβει χώρα ύστερα από κλήση με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, κατ’ εφαρμογή των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου άσκησης της ένδικης αίτησης αναίρεσης, τα οποία ορίζουν ότι αν η (μετ’ αναίρεση) απόφαση του δικαστηρίου της παραπομπής αναιρεθεί εκ νέου, δεν γίνεται νέα παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης και ότι στην περίπτωση αυτή η υπόθεση εισάγεται με κλήση στο ίδιο τμήμα (ΑΠ 503/2017, ΑΠ 481/2016, ΑΠ 2225/2014, ΑΠ 1725/2014). Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος και του υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβάντος, που παρέστησαν με χωριστό δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις (άρθ. 176, 182 παρ.1, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την με αριθ. 122/17.10.2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση που θα ορισθεί στο παρόν αναιρετικό τμήμα, ύστερα από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσείοντος και του υπέρ αυτού προσθέτως παρεμβάντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ για τον καθένα εξ αυτών.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 21 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2019.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Yποθέσεις C-4/18 και C-5/18 Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος – Δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Φορέας παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας – Ιδιωτικός φορέας ο οποίος παρέχει υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 16ης Οκτωβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος – Δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες – Οδηγία 97/67/ΕΚ – Φορέας παροχής καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας – Ιδιωτικός φορέας ο οποίος παρέχει υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑4/18 και C‑5/18,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο, Γερμανία) με αποφάσεις της 31ης Μαΐου 2017, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 3 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο των δικών

Michael Winterhoff, ενεργών ως εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding AG,

κατά

Finanzamt Ulm (C‑4/18),

και

Jochen Eisenbeis, ενεργών ως εκκαθαριστής της JUREX GmbH,

κατά

Bundeszentralamt für Steuern (C‑5/18),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, I. Jarukaitis, E. Juhász, M. Ilešič και Κ. Λυκούργο, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Μ. Winterhoff, ενεργών ως εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding AG, και ο J. Eisenbeis, ενεργών ως εκκαθαριστής της JUREX GmbH, εκπροσωπούμενοι από τον C. Hahn, Steuerberater,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την H. Leppo,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον W. Mölls καθώς και από τις L. Lozano Palacios και L. Nicolae,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 13, και του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών (ΕΕ 1998, L 15, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008 (ΕΕ 2008, L 52, σ. 3, και διορθωτικό ΕΕ 2015, L 225, σ. 49) (στο εξής: οδηγία 97/67), καθώς και του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών μεταξύ, πρώτον, του Michael Winterhoff, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της DIREKTexpress Holding AG, και της Finanzamt Ulm (φορολογικής αρχής του Ulm, Γερμανία) (υπόθεση C‑4/18) και, δεύτερον, του Jochen Eisenbeis, ενεργούντος ως εκκαθαριστή της JUREX GmbH, και της Bundeszentralamt für Steuern (κεντρικής ομοσπονδιακής φορολογικής αρχής, Γερμανία) (υπόθεση C‑5/18) σχετικά με την άρνηση των αρχών αυτών να απαλλάξουν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) τις υπηρεσίες επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων τις οποίες οι εν λόγω εταιρίες παρείχαν για δικαστήρια και διοικητικές αρχές.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 97/67

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας 97/67, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, με τίτλο «Στόχος και πεδίο εφαρμογής», περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      ταχυδρομικές υπηρεσίες: οι υπηρεσίες που συνίστανται στην περισυλλογή, τη διαλογή, τη μεταφορά και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων·

1α.      φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας: επιχείρηση η οποία παρέχει μία ή περισσότερες ταχυδρομικές υπηρεσίες·

[…]

4.      περισυλλογή: η δραστηριότητα που συνίσταται στην περισυλλογή των ταχυδρομικών αντικειμένων από φορέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών·

5.      διανομή: η διαδικασία που περιλαμβάνει τη διαλογή στο κέντρο διανομής και την παράδοση των ταχυδρομικών αντικειμένων στους παραλήπτες·

6.      ταχυδρομικό αντικείμενο: αντικείμενο με συγκεκριμένο παραλήπτη αποστελλόμενο υπό την τελική του μορφή υπό την οποία το αναλαμβάνει ο φορέας παροχής της ταχυδρομικής υπηρεσίας. Τα αντικείμενα αυτά περιλαμβάνουν π.χ., πέραν των αντικειμένων αλληλογραφίας, βιβλία, καταλόγους, εφημερίδες, περιοδικά και ταχυδρομικά δέματα που περιέχουν εμπορεύματα με ή χωρίς εμπορική αξία·

[…]

9.      συστημένη αποστολή: υπηρεσία που συνίσταται στην κατ’ αποκοπήν εγγύηση έναντι των κινδύνων απώλειας, κλοπής ή καταστροφής, και η οποία παρέχει στον αποστολέα, ενδεχομένως εφόσον το ζητήσει, απόδειξη της κατάθεσης του ταχυδρομικού αντικειμένου και/ή της παράδοσής του στον παραλήπτη·

[…]

13.      φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας: ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας παροχής ταχυδρομικής υπηρεσίας που παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής εντός κράτους μέλους, και του οποίου η ταυτότητα έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 4·

[…]

17.      χρήστης: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχεται ταχυδρομική υπηρεσία, ως αποστολέα ή παραλήπτη·

[…]».

4        Το κεφάλαιο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Καθολική υπηρεσία», περιέχει τα άρθρα 3 έως 6. Το εν λόγω άρθρο 3 έχει ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι χρήστες να απολαύουν του δικαιώματος καθολικής υπηρεσίας, που αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες.

[…]

4.      Κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των ακόλουθων υπηρεσιών:

–        τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων βάρους έως 2 kg,

–        τη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών δεμάτων βάρους έως 10 kg,

–        τις υπηρεσίες των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία.

[…]

7.      Η καθολική υπηρεσία που ορίζεται στο παρόν άρθρο, περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.»

5        Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας:

«1.      Κάθε κράτος μέλος εγγυάται ότι η παροχή της καθολικής υπηρεσίας είναι εξασφαλισμένη και ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για την εκπλήρωση αυτής της υποχρέωσης. Η επιτροπή του άρθρου 21 ενημερώνεται για τα μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για να εξασφαλισθεί η παροχή της καθολικής υπηρεσίας.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν μία ή περισσότερες επιχειρήσεις ως φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας ώστε να καλύπτεται το σύνολο της εθνικής επικράτειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν διάφορες επιχειρήσεις για την παροχή διαφορετικών στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας και/ή την κάλυψη διαφορετικών τμημάτων της εθνικής επικράτειας. […]

Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή την ταυτότητα του ή των φορέων παροχής καθολικής υπηρεσίας που έχουν ορίσει. […]»

 Η οδηγία 2006/112

6        Το άρθρο 131 της οδηγίας 2006/112, το οποίο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 1, με τίτλο «Γενικές διατάξεις», του επιγραφόμενου «Απαλλαγές» τίτλου IX, προβλέπει τα εξής:

«Οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 εφαρμόζονται με την επιφύλαξη άλλων […] διατάξεων [του δικαίου της Ένωσης] και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή των εν λόγω απαλλαγών και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή ή κατάχρηση.»

7        Το κεφάλαιο 2, με τίτλο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος», του ίδιου τίτλου IX περιλαμβάνει το άρθρο 132 της οδηγίας αυτής, το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

α)      τις παροχές υπηρεσιών και τις παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, με εξαίρεση τη μεταφορά προσώπων και τις τηλεπικοινωνίες,

[…]».

 Το γερμανικό δίκαιο

 Ο UStG

8        Μεταξύ των πράξεων του άρθρου 1, παράγραφος 1, σημείο 1, του Umsatzsteuergesetz (νόμου για τον φόρο κύκλου εργασιών, στο εξής: UStG), όπως έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑4/18, απαλλάσσονταν, δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 11b, του νόμου αυτού, «οι πράξεις της Deutsche Post AG που εξυπηρετούν άμεσα τις ταχυδρομικές υπηρεσίες».

9        Κατά τον UStG, όπως έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑5/18, δηλαδή όπως ίσχυε από 1ης Ιουλίου 2010, οι ακόλουθες πράξεις απαλλάσσονταν δυνάμει του άρθρου 4, σημείο 11b, του νόμου αυτού:

«Καθολική υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της [οδηγίας 97/67]. Η απαλλαγή χορηγείται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι ο επιχειρηματίας έχει δεσμευθεί, σύμφωνα με πιστοποιητικό εκδιδόμενο από την [κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή], έναντι της αρχής αυτής να παρέχει σε όλα τα σημεία της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας το σύνολο ή μέρος των υπηρεσιών που μνημονεύονται στην πρώτη περίοδο.»

 Ο νόμος για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες

10      Το άρθρο 11 του Postgesetz (νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, της 22ας Δεκεμβρίου 1997, BGBl. 1997 I, σ. 3294), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο, με τίτλο «Ορισμός και έκταση της καθολικής υπηρεσίας», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Η καθολική υπηρεσία συνιστά στοιχειώδη προσφορά των ταχυδρομικών υπηρεσιών του άρθρου 4, σημείο 1, οι οποίες παρέχονται σε όλα τα σημεία της επικράτειας με συγκεκριμένη ποιότητα και σε προσιτή τιμή. Η καθολική υπηρεσία περιορίζεται στις υποκείμενες σε άδεια ταχυδρομικές υπηρεσίες και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες οι οποίες παρέχονται, όσον αφορά το τεχνικό σκέλος της μεταφοράς, τουλάχιστον εν μέρει με υποκείμενες σε άδεια ταχυδρομικές υπηρεσίες. Περιλαμβάνει μόνο τις υπηρεσίες που εν γένει θεωρούνται απαραίτητες.

2.      Η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να καθορίσει με κανονιστική πράξη, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του [Bundestag (Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, Γερμανία)] και του [Bundesrat (Ομοσπονδιακού Συμβουλίου, Γερμανία)], σύμφωνα με την παράγραφο 1, το περιεχόμενο και την έκταση της καθολικής υπηρεσίας […]».

11      Το άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, με τίτλο «Υποχρέωση επίσημης κοινοποίησης», έχει ως εξής:

«Κάτοχος άδειας ο οποίος παρέχει υπηρεσίες διανομής αλληλογραφίας οφείλει να κοινοποιεί επισήμως τις πράξεις ανεξαρτήτως του βάρους τους, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τους νόμους που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση. Στο πλαίσιο της υποχρέωσης αυτής, ο κάτοχος άδειας διαθέτει εξουσίες δημόσιας αρχής (εντεταλμένος επιχειρηματίας).»

12      Κατά το άρθρο 34 του εν λόγω νόμου, με τίτλο «Αμοιβή για την επίσημη κοινοποίηση»:

«Ο επιφορτισμένος με την υποχρέωση κάτοχος άδειας δικαιούται αμοιβή. Η αμοιβή αυτή καλύπτει όλες τις υπηρεσίες που παρέχει ο κάτοχος άδειας, συμπεριλαμβανομένης της επίσημης πιστοποίησης και της επιστροφής των εγγράφων πιστοποίησης στον παραγγέλλοντα. Η αμοιβή πρέπει να είναι σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 20, παράγραφοι 1 και 2. Υπόκειται στην άδεια της ρυθμιστικής αρχής. […]»

 Ο κανονισμός για την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία

13      Το άρθρο 1 του Post-Universaldienstleistungsverordnung (κανονισμού για την καθολική ταχυδρομική υπηρεσία), της 15ης Δεκεμβρίου 1999 (BGBl. 1999 I, σ. 2418), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τις διαφορές των κύριων δικών χρόνο, προβλέπει τα εξής:

«1.      Ως “καθολική υπηρεσία” νοούνται οι ακόλουθες ταχυδρομικές υπηρεσίες:

(1)      η μεταφορά αντικειμένων αλληλογραφίας κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 2, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, εφόσον το βάρος τους δεν υπερβαίνει τα 2 000 γραμμάρια και οι διαστάσεις τους δεν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που καθορίζονται στην παγκόσμια ταχυδρομική σύμβαση και στους σχετικούς εκτελεστικούς κανονισμούς,

(2)      η μεταφορά δεμάτων με συγκεκριμένο παραλήπτη, των οποίων το βάρος δεν υπερβαίνει τα 20 χιλιόγραμμα ανά δέμα και των οποίων οι διαστάσεις δεν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που καθορίζονται στην παγκόσμια ταχυδρομική σύμβαση και στους σχετικούς εκτελεστικούς κανονισμούς,

(3)      η μεταφορά εφημερίδων και περιοδικών κατά την έννοια του άρθρου 4, σημείο 1, στοιχείο c, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. […]

2.      Η μεταφορά αντικειμένων αλληλογραφίας περιλαμβάνει επίσης τις ακόλουθες μορφές αποστολής:

(1)      συστημένη αποστολή (αποστολή αλληλογραφίας με κατ’ αποκοπήν εγγύηση έναντι των κινδύνων απώλειας, κλοπής ή καταστροφής και με παράδοση έναντι αποδεικτικού παραλαβής),

(2)      αποστολή με δηλωμένη αξία (αποστολή αλληλογραφίας της οποίας το περιεχόμενο είναι ασφαλισμένο για την αξία που δηλώνεται από τον αποστολέα, σε περίπτωση απώλειας, κλοπής ή καταστροφής),

(3)      αποστολή με αντικαταβολή (αποστολή αλληλογραφίας η οποία παραδίδεται στον παραλήπτη μόνο μετά την είσπραξη ορισμένου χρηματικού ποσού),

(4)      αποστολή με κατεπείγουσα επίδοση (αποστολή αλληλογραφίας της οποίας η διανομή πραγματοποιείται με ειδικό κομιστή το συντομότερο δυνατόν μετά την παραλαβή της από φορέα διανομής).»

 Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας

14      Το άρθρο 176, παράγραφος 1, του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας), το οποίο αφορά την επίσημη κοινοποίηση, προβλέπει τα εξής:

«Όταν δίδεται παραγγελία κοινοποίησης στο ταχυδρομείο, σε δικαστικό υπάλληλο ή σε δικαστικό επιμελητή ή όταν ζητείται από άλλη αρχή να διενεργήσει την κοινοποίηση, το αρμόδιο γραφείο παραδίδει το προς κοινοποίηση έγγραφο σε κλειστό φάκελο, συνοδευόμενο από δεόντως προετοιμασμένο έντυπο έκθεσης κοινοποίησης. […]»

15      Κατά το άρθρο 182 του κώδικα αυτού, το οποίο επίσης αφορά την επίσημη κοινοποίηση:

«1.      Προς απόδειξη της κοινοποίησης […] συντάσσεται έκθεση επί του προβλεπόμενου για τον σκοπό αυτόν εντύπου. […]

3.      Η έκθεση κοινοποίησης επιστρέφεται αμελλητί στο αρμόδιο γραφείο, σε μορφή πρωτοτύπου ή ηλεκτρονικού εγγράφου.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση C4/18

16      Ο Μ. Winterhoff είναι εκκαθαριστής της DIREKTexpress Holding, έναντι της οποίας κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση του Amtsgericht Ulm (ειρηνοδικείου Ulm, Γερμανία) της 6ης Ιουλίου 2011, απόφαση με την οποία διορίστηκε επίσης ο M. Winterhoff ως εκκαθαριστής. Η εν λόγω εταιρία είναι η επικεφαλής εταιρία ενός ομίλου που παρείχε ταχυδρομικές υπηρεσίες μέσω θυγατρικών εγκατεστημένων σε ολόκληρη τη γερμανική επικράτεια. Κατά τα έτη 2008 και 2009, η δραστηριότητα του ομίλου συνίστατο κυρίως στην εκτέλεση παραγγελιών κοινοποίησης πράξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του γερμανικού δημοσίου δικαίου, παραγγελιών οι οποίες αντιμετωπίζονταν ως πράξεις απαλλασσόμενες από τον ΦΠΑ.

17      Κατόπιν φορολογικού ελέγχου για την περίοδο μεταξύ Αυγούστου 2008 και Μαΐου 2009, η φορολογική αρχή του Ulm έκρινε ότι οι ως άνω πράξεις κοινοποίησης έπρεπε να υπαχθούν στον ΦΠΑ.

18      Η DIREKTexpress Holding υπέβαλε, αρχικά, διοικητική ένσταση κατά της απόφασης αυτής και, στη συνέχεια, δεδομένου ότι η εν λόγω διοικητική ένσταση απορρίφθηκε, άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικού δικαστηρίου Βάδης-Βυρτεμβέργης, Γερμανία). Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η φορολογική αρχή του Ulm, καθής ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, εξέδωσε ετήσιες πράξεις επιβολής ΦΠΑ για τα έτη 2008 και 2009.

19      Κατά τη διάρκεια της ως άνω διαδικασίας, επίσης, κινήθηκε η διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι της DIREKTexpress Holding και ο Μ. Winterhoff διορίστηκε εκκαθαριστής της. Ο τελευταίος συνέχισε, στο πλαίσιο αυτό, την εν εξελίξει διαδικασία.

20      Το Finanzgericht Baden-Württemberg (φορολογικό δικαστήριο Βάδης-Βυρτεμβέργης) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε ενώπιόν του η DIREKTexpress Holding με την αιτιολογία ότι οι επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων δεν μπορούσαν να τύχουν της ζητηθείσας απαλλαγής. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό έκρινε, αφενός, ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, σημείο 11b, του UStG, καθόσον μόνον οι πράξεις της Deutsche Post που εξυπηρετούν άμεσα τις ταχυδρομικές υπηρεσίες απαλλάσσονταν από τον ΦΠΑ, και, αφετέρου, ότι δεν ήταν δυνατή η απευθείας επίκληση του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, καθώς οι επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

21      Ο Μ. Winterhoff άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου, Γερμανία), αναίρεση («Revision») κατά της απόφασης αυτής.

22      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν ένας επιχειρηματίας ο οποίος διενεργεί κατά κύριο λόγο επίσημες κοινοποιήσεις πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές μπορεί να θεωρηθεί φορέας παροχής καθολικής υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67. Το δικαστήριο αυτό διερωτάται, ειδικότερα, αν είναι δυνατή η εξομοίωση των εν λόγω δραστηριοτήτων με τη συγκεκριμένη περίπτωση του ταχυδρομικού αντικειμένου ή του ταχυδρομικού δέματος, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, ή με τη συστημένη αποστολή, η οποία επίσης μνημονεύεται στη διάταξη αυτή.

23      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν μια εταιρία όπως η DIREKTexpress Holding μπορεί να θεωρηθεί ως εξασφαλίζουσα παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, με αποτέλεσμα οι υπηρεσίες επίσημης κοινοποίησης που παρείχε να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ δυνάμει της διάταξης αυτής. Το γεγονός, μεταξύ άλλων, ότι οι εν λόγω κοινοποιήσεις συμβάλλουν στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και εξυπηρετούν, συναφώς, το γενικό συμφέρον συνηγορεί υπέρ της άποψης αυτής. Αντιθέτως, δεδομένου ότι ένας ιδιώτης δεν δύναται να ζητήσει τη διενέργεια επίσημης κοινοποίησης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια τέτοια πράξη αφορά υπηρεσία διαθέσιμη σε «όλους τους χρήστες», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Εμπίπτει ο επιχειρηματίας που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις εγγράφων βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου στην έννοια του “φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας” κατ’ άρθρον 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67 […] ο οποίος παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής, και απαλλάσσονται οι εν λόγω υπηρεσίες από τον φόρο βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2006/112];»

 Η υπόθεση C5/18

25      Ο J. Eisenbeis είναι εκκαθαριστής της JUREX, έναντι της οποίας κινήθηκε διαδικασία αφερεγγυότητας με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2011, απόφαση με την οποία διορίστηκε επίσης ο J. Eisenbeis ως εκκαθαριστής. Η εν λόγω εταιρία εκτελούσε, μεταξύ άλλων, παραγγελίες επίσημης κοινοποίησης πράξεων στη γερμανική επικράτεια.

26      Το 2010, η JUREX ζήτησε από την κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή την έκδοση πιστοποιητικού περί απαλλαγής από τον ΦΠΑ όσον αφορά την εν λόγω υπηρεσία κοινοποίησης. Η εταιρία αυτή δεσμεύθηκε έναντι της ως άνω αρχής να παρέχει στο σύνολο της γερμανικής επικράτειας την εν λόγω υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων, κατ’ εφαρμογήν των δικονομικών κανόνων και των ισχυόντων νόμων, σύμφωνα με τις άδειες που είχαν χορηγηθεί προς τούτο από την Bundesnetzagentur (ομοσπονδιακή υπηρεσία δικτύων, Γερμανία).

27      Με απόφαση της 4ης Αυγούστου 2010, η κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή απέρριψε την αίτηση αυτή, για τον λόγο ότι η υπηρεσία την οποία αφορούσε δεν ενέπιπτε στο πεδίο της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας.

28      Κατόπιν προσφυγής που άσκησε ο J. Eisenbeis, το Finanzgericht Köln (φορολογικό δικαστήριο Κολωνίας, Γερμανία) επιβεβαίωσε την άρνηση απαλλαγής των επίμαχων υπηρεσιών από τον ΦΠΑ, για τον ίδιο λόγο με εκείνον τον οποίο εξέθεσε η κεντρική ομοσπονδιακή φορολογική αρχή.

29      Ο J. Eisenbeis άσκησε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακού Φορολογικού Δικαστηρίου), αναίρεση («Revision») κατά της απόφασης αυτής.

30      Για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑4/18, το Bundesfinanzhof (Ομοσπονδιακό Φορολογικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Αποτελεί η επίσημη κοινοποίηση εγγράφων που διενεργείται βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου [δικονομικών διατάξεων και διατάξεων των νόμων που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση –άρθρο 33, παράγραφος 1, του νόμου για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες] καθολική ταχυδρομική υπηρεσία κατ’ άρθρον 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 […];

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Εμπίπτει ο επιχειρηματίας που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις εγγράφων βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου στην έννοια του “φορέα παροχής καθολικής υπηρεσίας” κατ’ άρθρον 2, σημείο 13, της οδηγίας 97/67[…] ο οποίος παρέχει καθολική ταχυδρομική υπηρεσία ή μέρος αυτής, και απαλλάσσονται οι εν λόγω υπηρεσίες από τον φόρο βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2006/112];»

31      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Φεβρουαρίου 2018, οι υποθέσεις C‑4/18 και C‑5/18 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

32      Οι προσφεύγοντες των κύριων δικών αμφισβητούν το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.

33      Ειδικότερα, υποστηρίζουν, αφενός, ότι, καθόσον σκοπός των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων είναι να κριθεί αν η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112 έχει εφαρμογή σε πράξεις όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών, τα ερωτήματα αυτά δεν είναι χρήσιμα για την επίλυση των διαφορών των κύριων δικών. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που δοθεί η απάντηση ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας και ότι φορείς παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών πρέπει να θεωρηθούν φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας, οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει κατ’ ανάγκην να απαλλαγούν δυνάμει της εν λόγω διάταξης.

34      Αφετέρου, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑5/18, υποστηρίζεται ότι το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει, με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2016, ότι η εκτέλεση παραγγελιών επίσημης κοινοποίησης πράξεων αποτελεί μέρος της καθολικής υπηρεσίας που απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το εν λόγω δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που αποτελούν αντικείμενο των υπό κρίση προδικαστικών παραπομπών και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαίο να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ.

35      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της δικαστικής απόφασης που θα εκδοθεί να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Επομένως, υπέρ των ερωτημάτων που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Eesti Pagar, C‑349/17, EU:C:2019:172, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 33 της παρούσας απόφασης, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο έχει πράγματι επιληφθεί διαφορών στο πλαίσιο των οποίων κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος αν οι δραστηριότητες επίσημης κοινοποίησης πράξεων τις οποίες ασκούσαν η DIREKTexpress Holding και η JUREX έπρεπε να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Συναφώς, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι καθοριστική για την επίλυση των εν λόγω διαφορών. Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται ότι η απάντηση του Δικαστηρίου στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αναγκαία προκειμένου να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να εκδώσει την απόφασή του.

38      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων των κύριων δικών το οποίο υπενθυμίζεται στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, αρκεί η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, στις αιτήσεις του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβληθέντα ερωτήματα. Εξάλλου, οι προσφεύγοντες αυτοί δεν προέβαλαν στοιχεία ικανά να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της προηγούμενης σκέψης, κατά τις οποίες το αιτούν δικαστήριο έχει επιληφθεί εκκρεμών διαφορών των οποίων η επίλυση εξαρτάται από τις απαντήσεις που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβληθέντα ερωτήματα.

39      Επομένως, οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές στο σύνολό τους.

 Επί της ουσίας

40      Με τα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων εκδιδόμενων από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112.

41      Υπενθυμίζεται, εκ προοιμίου, ότι, κατά το άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, οι παροχές υπηρεσιών και οι παρεπόμενες προς τις παροχές αυτές παραδόσεις αγαθών, οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες, απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ.

42      Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, μολονότι, βάσει του άρθρου 131 της οδηγίας 2006/112, οι απαλλαγές που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 9 της οδηγίας αυτής εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζουν τα κράτη μέλη για να διασφαλίζουν την ορθή και απλή εφαρμογή τους και να προλαμβάνουν κάθε ενδεχόμενη φοροδιαφυγή, φοροαποφυγή και κατάχρηση, οι προϋποθέσεις αυτές ουδόλως αφορούν τον ορισμό του περιεχομένου των προβλεπόμενων απαλλαγών (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑76/99, EU:C:2001:12, σκέψη 26, καθώς και της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 24).

43      Πράγματι, οι προβλεπόμενες στο άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 απαλλαγές αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται ο ενιαίος ορισμός τους σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 22, καθώς και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Les Jardins de Jouvence, C‑335/14, EU:C:2016:36, σκέψη 47).

44      Υπό το πρίσμα αυτό, η υπαγωγή μιας συγκεκριμένης πράξης στον ΦΠΑ ή η απαλλαγή της από αυτόν δεν μπορεί να εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό της εν λόγω πράξης κατά το εθνικό δίκαιο (αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2005, Kingscrest Associates και Montecello, C‑498/03, EU:C:2005:322, σκέψη 25, και της 14ης Ιουνίου 2007, Haderer, C‑445/05, EU:C:2007:344, σκέψη 25).

45      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό μιας απαλλαγής, όπως αυτές του άρθρου 132 της οδηγίας 2006/112, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δεδομένου ότι οι απαλλαγές αποτελούν παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή ότι ο ΦΠΑ εισπράττεται για κάθε παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται εξ επαχθούς αιτίας από υποκείμενο στον φόρο. Πάντως, η ερμηνεία των όρων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους επιδιωκόμενους από τις εν λόγω απαλλαγές σκοπούς και να σέβεται τις επιταγές της αρχής της φορολογικής ουδετερότητας η οποία είναι σύμφυτη με το κοινό σύστημα ΦΠΑ. Συνεπώς, ο ως άνω κανόνας περί στενής ερμηνείας δεν σημαίνει ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των απαλλαγών του εν λόγω άρθρου 132 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που θα καθιστούσε τις απαλλαγές αυτές άνευ αποτελέσματος (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Aviva, C‑605/15, EU:C:2017:718, σκέψη 30, και της 26ης Οκτωβρίου 2017, The English Bridge Union, C‑90/16, EU:C:2017:814, σκέψη 20).

46      Συναφώς, επισημαίνεται ότι το άρθρο 132 της οδηγίας 2006/112 περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο 2, με τίτλο «Απαλλαγές ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος», του τίτλου IX της οδηγίας αυτής. Επομένως, οι προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο απαλλαγές αποσκοπούν στην προαγωγή ορισμένων δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, όπως είναι οι παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού.

47      Ειδικότερα, από τη φύση του εν λόγω σκοπού συνάγεται ότι η απαλλαγή δεν δύναται να εφαρμοστεί σε συγκεκριμένες υπηρεσίες που μπορούν να διαχωριστούν από την υπηρεσία γενικού συμφέροντος, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι υπηρεσίες που ανταποκρίνονται σε ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παροχές υπηρεσιών πραγματοποιούμενες από τις δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες των οποίων οι όροι έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεμονωμένης διαπραγμάτευσης απαλλάσσονται βάσει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112. Από την ίδια τους τη φύση, οι εν λόγω παροχές υπηρεσιών ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες των ενδιαφερόμενων χρηστών (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 47).

49      Επισημαίνεται, άλλωστε, ότι ο γενικός σκοπός που εκτίθεται στη σκέψη 46 της παρούσας απόφασης εξειδικεύεται, στον ταχυδρομικό τομέα, με τον ειδικότερο σκοπό της προσφοράς, με μειωμένο κόστος, ταχυδρομικών υπηρεσιών ανταποκρινόμενων στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, ένας τέτοιος σκοπός συμπίπτει, κατ’ ουσίαν, με τον επιδιωκόμενο από την οδηγία 97/67, ο οποίος συνίσταται στην προσφορά καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψεις 33 και 34).

50      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, πρέπει να θεωρείται ότι αποτελούν φορείς, ανεξαρτήτως του αν είναι δημόσιοι ή ιδιωτικοί, οι οποίοι αναλαμβάνουν να παρέχουν ταχυδρομικές υπηρεσίες ανταποκρινόμενες στις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και συνεπώς, στην πράξη, να εξασφαλίζουν το σύνολο ή μέρος της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας εντός κράτους μέλους, όπως η υπηρεσία αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Απριλίου 2009, TNT Post UK, C‑357/07, EU:C:2009:248, σκέψη 36, και της 21ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑114/14, EU:C:2015:249, σκέψη 28).

51      Όσον αφορά την εν λόγω έννοια της «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας», η έννοια αυτή οριοθετείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, κατά το οποίο μια τέτοια υπηρεσία αντιστοιχεί στην προσφορά ταχυδρομικών υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας μονίμως σε όλα τα σημεία της επικράτειας, σε τιμές προσιτές για όλους τους χρήστες, η δε παράγραφος 4 του άρθρου αυτού προβλέπει ότι κάθε κράτος μέλος θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα, ώστε η καθολική υπηρεσία να περιλαμβάνει τουλάχιστον την παροχή των υπηρεσιών που συνίστανται στη συλλογή, τη μεταφορά, τη διαλογή και τη διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων και των ταχυδρομικών δεμάτων των οποίων το βάρος δεν υπερβαίνει τα όρια που αναγράφονται στην εν λόγω διάταξη, καθώς και των υπηρεσιών των συστημένων και των αποστολών με δηλωμένη αξία. Το άρθρο 2, σημεία 4 έως 6 και 9, της οδηγίας 97/67 παρέχει, μέσω διάφορων ορισμών, συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο της ελάχιστης αυτής υπηρεσίας.

52      Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών υπηρεσίες συνίστανται στην επίσημη κοινοποίηση πράξεων στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών. Σύμφωνα με τους εφαρμοστέους σε μια τέτοια κοινοποίηση κανόνες, η πράξη που πρέπει να κοινοποιηθεί αποτελεί αντικείμενο παραγγελίας κοινοποίησης η οποία δίδεται στο ταχυδρομείο ή σε αντίστοιχο φορέα παροχής υπηρεσιών. Η πράξη αυτή τοποθετείται μέσα σε κλειστό φάκελο, συνοδευόμενο από δεόντως προετοιμασμένο έντυπο έκθεσης κοινοποίησης, το οποίο, μόλις κοινοποιηθεί η πράξη, επιστρέφεται στην αρχή που έδωσε την εν λόγω παραγγελία. Από τις ως άνω αιτήσεις προκύπτει επίσης ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών που διενεργεί επίσημες κοινοποιήσεις δεν παρέχει κατ’ αποκοπήν ασφάλιση.

53      Από το ίδιο το γράμμα, πάντως, του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67 και, ειδικότερα, από την περιεχόμενη σε αυτό λέξη «τουλάχιστον» συνάγεται ότι, μολονότι ένα κράτος μέλος οφείλει, κατ’ ελάχιστον, να εξασφαλίζει την παροχή των μνημονευόμενων στο ως άνω άρθρο υπηρεσιών, εντούτοις μπορούν και άλλες ταχυδρομικές υπηρεσίες να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες, κατά περίπτωση, στο πεδίο της καθολικής υπηρεσίας την οποία εγγυάται το εν λόγω κράτος μέλος.

54      Επομένως, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν υπηρεσίες όπως οι παρεχόμενες από την DIREKTexpress Holding και τη JUREX εμπίπτουν σε μια από τις συγκεκριμένες κατηγορίες ταχυδρομικών υπηρεσιών στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 97/67, επισημαίνεται εν προκειμένω ότι, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και του πλαισίου εντός του οποίου παρέχονται, οι υπηρεσίες αυτές μπορούν, εν πάση περιπτώσει, να θεωρηθούν ως εντασσόμενες στην καθολική υπηρεσία, όπως αυτή ορίζεται στο εν λόγω άρθρο.

55      Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι οι φορείς που εξασφαλίζουν την παροχή μέρους ή του συνόλου της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας υπόκεινται σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς το οποίο συνεπάγεται συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Ειδικότερα, η διαφορά μεταξύ των «δημόσιων ταχυδρομικών υπηρεσιών» και των λοιπών φορέων δεν αφορά τη φύση των πραγματοποιούμενων παροχών, αλλά το γεγονός ότι υπόκεινται σε ένα τέτοιο καθεστώς (πρβλ. απόφαση της 21ης Απριλίου 2015, Επιτροπή κατά Σουηδίας, C‑114/14, EU:C:2015:249, σκέψη 33).

56      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι, κατά την κρίσιμη περίοδο, η DIREKTexpress Holding και η JUREX υπέκειντο πράγματι σε κανόνες απορρέοντες όχι από μεμονωμένες διαπραγματεύσεις, αλλά από συγκεκριμένες υποχρεώσεις βάσει της γερμανικής νομοθεσίας.

57      Ειδικότερα, κατά τη νομοθεσία αυτή, ο κάτοχος άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας οφείλει να προβαίνει στην επίσημη κοινοποίηση πράξεων ανεξαρτήτως του βάρους τους, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και τους νόμους που διέπουν τη διοικητική κοινοποίηση. Επιπλέον, η αμοιβή του κατόχου τέτοιας άδειας υπόκειται σε απαιτήσεις προβλεπόμενες από την εν λόγω νομοθεσία και πρέπει να εγκρίνεται από την αρμόδια εθνική αρχή. Εξάλλου, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η επίσημη κοινοποίηση δικαστικών αποφάσεων θέτει σε κίνηση τις προθεσμίες άσκησης ένδικων μέσων και προϋποθέτει την ανάθεση δημόσιων καθηκόντων, καθόσον, βάσει της γερμανικής νομοθεσίας, ο φορέας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας, όταν υποχρεούται να εκτελέσει παραγγελία επίσημης κοινοποίησης, διαθέτει εξουσίες δημόσιας αρχής προκειμένου να δύναται να τηρήσει τις υποχρεώσεις του.

58      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σκοπός των υπηρεσιών αυτών δεν είναι να ανταποκριθούν σε ειδικές ανάγκες επιχειρηματιών ή ορισμένων άλλων μεμονωμένων χρηστών, αλλά να εξασφαλίσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, στο μέτρο που καθιστούν δυνατή την επίσημη κοινοποίηση εγγράφων στο πλαίσιο δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών.

59      Περαιτέρω, ως προς την προϋπόθεση του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/67, κατά την οποία η καθολική υπηρεσία παρέχεται «για όλους τους χρήστες», όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, οι παραγγέλλοντες τις επίσημες κοινοποιήσεις τις οποίες αφορά η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών γερμανική νομοθεσία είναι κυρίως δικαστήρια και διοικητικές αρχές. Επομένως, οι κοινοποιήσεις αυτές δεν μπορούν να ζητηθούν από οποιονδήποτε ιδιώτη, αλλά βρίσκονται, κατά κύριο λόγο, στη διάθεση των δημόσιων οργανισμών.

60      Ωστόσο, το γεγονός αυτό ουδόλως εμποδίζει να θεωρηθεί ότι πληρούται εν προκειμένω η προϋπόθεση για την οποία γίνεται λόγος στην προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα, πρώτον, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις της, οι «χρήστες» ταχυδρομικών υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 17, της οδηγίας 97/67, δεν είναι μόνο τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία απολαύουν μιας τέτοιας υπηρεσίας ως αποστολείς, αλλά και οι παραλήπτες των υπηρεσιών αυτών.

61      Δεύτερον, μολονότι οι επίσημες κοινοποιήσεις διενεργούνται προς εκτέλεση παραγγελιών που έχουν δώσει δημόσιοι οργανισμοί, γεγονός παραμένει ότι η δραστηριότητα των τελευταίων δεν αποσκοπεί στην κάλυψη των δικών τους συγκεκριμένων αναγκών, αλλά στη διασφάλιση της ορθής λειτουργίας του δικαστικού ή διοικητικού συστήματος του οποίου αποτελούν μέρος. Συνεπώς, η δραστηριότητα αυτή ασκείται για λογαριασμό όλων εκείνων τους οποίους αφορά η δυνατότητα κοινοποίησης πράξης κατά την εκτιθέμενη στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης διαδικασία.

62      Τρίτον, όπως ορθώς τονίζει επίσης η Επιτροπή, η υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων συνιστά ένα μόνο στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας την οποία πρέπει να εξασφαλίζει ένα κράτος μέλος, δεδομένου ότι τα κράτη μέλη είναι, επιπλέον, ελεύθερα να ορίζουν, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67, περισσότερους του ενός παρόχους για την εξασφάλιση διάφορων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας ή για την κάλυψη διάφορων τμημάτων της εθνικής επικράτειας.

63      Τέλος, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι οι υπηρεσίες επίσημης κοινοποίησης πράξεων, οι οποίες πρέπει υποχρεωτικά να παρέχονται από τον κάτοχο άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας, πρέπει, κατά τα φαινόμενα, να παρέχονται, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία που τις διέπει, σε προσιτές τιμές και σε όλα τα σημεία της γερμανικής επικράτειας, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

64      Υπό τις συνθήκες αυτές, υπηρεσίες όπως οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών πρέπει να θεωρηθούν ως ανταποκρινόμενες στις βασικές ανάγκες του γερμανικού πληθυσμού, σύμφωνα με τον ειδικό σκοπό του ταχυδρομικού τομέα ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης.

65      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι επιχειρήσεις όπως η DIREKTexpress Holding και η JUREX, εκάστη των οποίων, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο αλλά τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ήταν κάτοχος άδειας παροχής υπηρεσιών διανομής αλληλογραφίας και όφειλε, ως εκ τούτου, να παρέχει, σε όλα τα σημεία της γερμανικής επικράτειας, υπηρεσίες επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που εκτίθενται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, εξασφαλίζουν την παροχή μέρους της «καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας», κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας 97/67. Όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, επειδή οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν μέρος της εν λόγω καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, οι ως άνω επιχειρήσεις πρέπει να θεωρούνται «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», κατά την έννοια του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, όταν παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές, οι οποίες πρέπει, κατά συνέπεια, να απαλλάσσονται από τον ΦΠΑ δυνάμει της τελευταίας αυτής διάταξης.

66      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις δεν κλονίζονται από το γεγονός ότι, βάσει της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής νομοθεσίας, οι σχετικές υπηρεσίες δεν θεωρούνται ως εντασσόμενες στην καθολική υπηρεσία. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας απόφασης, ο κατά το εθνικό δίκαιο χαρακτηρισμός μιας συγκεκριμένης πράξης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να υπαχθεί η πράξη αυτή στον ΦΠΑ, μολονότι απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

67      Το ίδιο ισχύει για το γεγονός ότι, όπως τόνισε η Φινλανδική Κυβέρνηση με τις γραπτές παρατηρήσεις της, η ταυτότητα της DIREKTexpress Holding και της JUREX, ως φορέων παροχής μέρους της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας, δεν γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή, αντιθέτως προς την υποχρέωση του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 97/67.

68      Ειδικότερα, η παράβαση της εν λόγω υποχρέωσης κοινοποίησης, εάν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να συνεπάγεται τη δυνατότητα των κρατών μελών να εμποδίζουν, κατά το δοκούν, την εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, ακόμη και αν πρόκειται για υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. Πράγματι, τυχόν αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας των κρατών μελών θα αντέβαινε, ενδεχομένως, όχι μόνο στην παρατιθέμενη στις σκέψεις 42 έως 44 της παρούσας απόφασης νομολογία, αλλά και στην αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, η οποία απαγορεύει τη διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά την είσπραξη του ΦΠΑ, επιχειρηματιών που διενεργούν τις ίδιες πράξεις (επί του τελευταίου αυτού σημείου, βλ. απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, JP Morgan Fleming Claverhouse Investment Trust και The Association of Investment Trust Companies, C‑363/05, EU:C:2007:391, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Οι εκτιμήσεις που εκτίθενται στη σκέψη 65 της παρούσας απόφασης δεν αναιρούνται ούτε από το άρθρο 3, παράγραφος 7, της οδηγίας 97/67, κατά το οποίο η καθολική υπηρεσία περιλαμβάνει τόσο εθνικές όσο και διασυνοριακές υπηρεσίες.

70      Η διάταξη αυτή, μολονότι, βεβαίως, έχει ως αποτέλεσμα να εντάσσει τις διασυνοριακές ταχυδρομικές υπηρεσίες στην έννοια της «καθολικής υπηρεσίας», όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 97/67, δεν μπορεί, για τον λόγο αυτόν και μόνον, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συνεπάγεται την εξαίρεση εθνικών υπηρεσιών, όπως οι επίμαχες στις διαφορές των κύριων δικών, από το πεδίο εφαρμογής της ως άνω έννοιας για τον λόγο ότι η παροχή των υπηρεσιών αυτών από τον οικείο πάροχο δεν περιλαμβάνει διασυνοριακές υπηρεσίες. Συγκεκριμένα, αρκεί η επισήμανση ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 62 της παρούσας απόφασης, το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να ορίζει περισσότερους του ενός παρόχους για την εξασφάλιση διάφορων στοιχείων της καθολικής υπηρεσίας ή για την κάλυψη διάφορων γεωγραφικών εκτάσεων συνεπάγεται ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να αναθέσει σε έναν ορισμένο επιχειρηματία μόνο την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών υπηρεσία επίσημης κοινοποίησης πράξεων, η οποία θα καλύπτει μόνο την επικράτεια του οικείου κράτους μέλους.

71      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67 έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον ΦΠΑ ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους των κύριων δικών τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, σημείο 13, και το άρθρο 3 της οδηγίας 97/67/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς κοινοτικών ταχυδρομικών υπηρεσιών και τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2008/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 2008, έχουν την έννοια ότι φορείς παροχής της υπηρεσίας διανομής αλληλογραφίας όπως οι επίμαχοι στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι οποίοι, ως κάτοχοι εθνικής άδειας που τους επιτρέπει να προσφέρουν την υπηρεσία αυτή, υποχρεούνται να πραγματοποιούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, παροχές υπηρεσιών επίσημων κοινοποιήσεων πράξεων που εκδίδονται από δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν «φορείς παροχής καθολικής υπηρεσίας», κατά την έννοια των εν λόγω διατάξεων, με αποτέλεσμα οι παροχές αυτές να πρέπει να απαλλαγούν από τον φόρο προστιθέμενης αξίας ως παροχές υπηρεσιών οι οποίες πραγματοποιούνται από τις «δημόσιες ταχυδρομικές υπηρεσίες», δυνάμει του άρθρου 132, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

2/76040/0025/2019 Διαδικασία ηλεκτρονικής βεβαίωσης και διαγραφής οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο.

Αριθμ. 2/76040/0025

(ΦΕΚ B’ 3832/16.10.2019)

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 101 του ν. 4549/ 2018 (ΦΕΚ τ. Α΄/105/14-6-2018), «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019-2022 και λοιπές διατάξεις».

2. Τις διατάξεις του άρθρου 126 του ν. 4270/2014 (ΦΕΚ τ. Α΄ 143/28.6.2014) «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) Δημόσιο Λογιστικό και άλλες διατάξεις».

3. Τις διατάξεις του ν. δ. 356/1974 (ΦΕΚ τ. Α΄ 90/ 5.4.1974) «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Κ.Ε.Δ.Ε).

4. Τις διατάξεις των άρθρων 1-3 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ τ. Α΄ 176/16.12.2015) «Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μισθολογικές ρυθμίσεις και άλλες επείγουσες διατάξεις εφαρμογής της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», όπως ισχύει, σε συνδυασμό με το άρθρο 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ τ. Α΄ 157/25.06.2003).

5. Τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679-GDPR του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).

6. Τις διατάξεις του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ τ. Α΄ 50/ 10.04.1997) «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679-GDPR.

7. Τις διατάξεις του ν. 3979/2011 (ΦΕΚ τ. Α΄ 138/ 16.6.2011) «Για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση και άλλες διατάξεις».

8.Τις διατάξεις του ν. 4389/2016 (ΦΕΚ τ. Α΄ 94/27.5.2016) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαβρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις».

9. Το π.δ. 16/1989 (ΦΕΚ τ. Α΄ 6/5.1.1989) «Κανονισμός λειτουργίας Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), των Τοπικών Γραφείων και καθήκοντα υπαλλήλων».

10. Το π.δ. 142/2017 (ΦΕΚ τ. Α΄ 181/23.11.2017) «Οργανισμός Υπουργείου Οικονομικών», όπως ισχύει.

11. Το π.δ. 81/2019 (ΦΕΚ τ. Α΄ 119/8.7.2019) «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ των Υπουργείων».

12. Τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 1957/1991 (ΦΕΚ τ. Α΄ 114/19.07.1991) «περί μεταφοράς εμπράγματων ασφαλειών στο Δημόσιο ατελώς».

13. Την αριθμ. 340/18.07.2019 (ΦΕΚ τ. Β΄/3051/ 26.07.2019) απόφαση του Πρωθυπουργού και Υπουργού Οικονομικών για την «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη».

14. Την αριθμ. 1197/16.05.2019 (ΦΕΚ τ. Β΄ 1911/ 28.05.2019) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Διαδικασία βεβαίωσης εσόδων υπέρ Δημοσίου και τρίτων και διαδικασία μείωσης εσόδων με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω των υπηρεσιών της διαλειτουργικότητας, κατ’ εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.δ. 356/1974 (ΦΕΚ Α΄ 90) Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων».

15. Τις διατάξεις της αριθμ. 2/478/ 0025/4.1.2006 (ΦΕΚ τ. Β΄ 16/13.1.2006) υπουργικής απόφασης «Διαδικασία βεβαίωσης και διαγραφής οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο», όπως έχει συμπληρωθεί με την αριθμ. 2/8174/0025/12.2.2008 (ΦΕΚ τ. Β΄ 308/27.02.2008)
όμοια.

16. Το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις της παρούσας αναφορικά με την θεσπιζόμενη ηλεκτρονική διαδικασία καταπτώσεων ανταποκρίνονται στις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης το οποίο συνιστά προαπαιτούμενη ενέργεια του από 18.1.2018 Συμπληρωματικού Μνημονίου Συνεννόησης για τη βελτίωση της διαχείρισης των κρατικών εγγυήσεων,

αποφασίζουμε:

Α. Καθορίζουμε την διαδικασία ηλεκτρονικής βεβαίωσης και διαγραφής οφειλών δανείων εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο (ΕΔ) ως εξής:

1. Οι αιτούντες την κατάπτωση φορείς (Πιστωτικά Ιδρύματα, ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ανώνυμες εταιρείες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, κ.ά.), στα πλαίσια των προβλεπόμενων από τη κοινοτική και εθνική νομοθεσία, υποβάλλουν ηλεκτρονικό φάκελο με τα απαραίτητα δικαιολογητικά, όπως αυτά περιγράφονται στο υπό το στοιχείο (Β) του διατακτικού της παρούσας απόφασης στην Διεύθυνση Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων (ΔΚΕΚΚ).

Κάθε ηλεκτρονικός φάκελος που υποβάλλεται, κατά τα ανωτέρω, συνιστά εισερχόμενο αίτημα και ενσωματώνεται με επιμέλεια της ανωτέρω Διεύθυνσης στο ηλεκτρονικό αποθετήριο που τηρείται στο υποσύστημα διαχείρισης εγγράφων του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ). Με τον ίδιο τρόπο υποβάλλουν ηλεκτρονικά στην ίδια Διεύθυνση τυχόν συμπληρωματικά δικαιολογητικά και διευκρινήσεις που απαιτούνται, στο πλαίσιο διενέργειας των ελέγχων της, ώστε να ενσωματώνεται στον ηλεκτρονικό φάκελο δανειολήπτη.

Το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού αποθετηρίου διατηρείται στο διηνεκές.

2. Η ΔΚΕΚΚ, διενεργεί μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα τον έλεγχο της τήρησης των όρων και προϋποθέσεων χορήγησης της εγγύησης του ΕΔ και προβαίνει, προς την αρμόδια ΔΟΥ της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), στην εν ευρεία έννοια ηλεκτρονική βεβαίωση, μέσω της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων Δημόσιας Διοίκησης (ΓΓΠΣΔΔ), σε βάρος των δανειοληπτών καθώς και των τυχόν συνυπόχρεων και εγγυητών των εγγυημένων από το ΕΔ δανείων.

3. Οι Υπηρεσίες της ΑΑΔΕ έχουν πλήρη πρόσβαση στον σχετικό με το αίτημα της κατάπτωσης ηλεκτρονικό φάκελο δανειολήπτη και προβαίνουν εντός ευλόγου χρόνου στην εν στενή έννοια βεβαίωση των προς πληρωμή ποσών, σε βάρος των δανειοληπτών, λόγω της κατάπτωσης της εγγύησης του ΕΔ.

Ακολούθως, οι ΔΟΥ διενεργούν όλες τις προβλεπόμενες από τον Κ.Ε.Δ.Ε. και λοιπές συναφείς διατάξεις ενέργειες για τη διασφάλιση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών, καθώς και την πλήρη υποκατάσταση των δικαιωμάτων του ΕΔ στις εμπράγματες, ενοχικές και λοιπές ασφάλειες.

4. Μετά την έκδοση του Αριθμού της Τριπλότυπης Βεβαίωσης (Α.Τ.Β.), οι Υπηρεσίες της ΑΑΔΕ αποστέλλουν αυτόν ηλεκτρονικά στην ΔΚΕΚΚ. Η ΔΚΕΚΚ ενημερώνει τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Γ.Δ.Ο.Υ.), για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εν στενή έννοια βεβαίωσης προκειμένου να προβεί η ανωτέρω Γενική Διεύθυνση στην πληρωμή του αιτούντος την κατάπτωση φορέα ή μετά την ενημέρωσή της για την έκδοση συμψηφιστικού εντάλματος πληρωμής. Η ΔΚΕΚΚ για το συνολικό ποσό βεβαίωσης εσόδου όπως και για τον ΑΤΒ μέσω του πληροφοριακού συστήματος παραλαμβάνει ηλεκτρονικό αντίτυπο της τριπλότυπης περιληπτικής κατάστασης ανά Δ.Ο.Υ.

5. Στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 102 του ν. 4549/2018, όταν εκ των υστέρων διαπιστωθεί ότι από υπαιτιότητα του δανειστή ή του πιστωτή δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων εξέλιπαν οι προϋποθέσεις χορήγησης της εγγύησης, το ΕΔ απαλλάσσεται από την εγγύηση του και η ΔΚΕΚΚ ανακαλεί την εγγύηση. Ακολούθως, η ως άνω Διεύθυνση προβαίνει στη σύνταξη Ατομικού Φύλλου Έκπτωσης (ΑΦΕΚ) για τη διαγραφή της βεβαιωμένης απαίτησης και τυχόν εντολές πληρωμής, λόγω κατάπτωσης της εγγύησης, ανακαλούνται. Η πράξη της ανάκλησης κοινοποιείται στον αιτούντα την κατάπτωση φορέα καθώς και στον δανειολήπτη.

Η ίδια διαδικασία απαιτείται και σε περίπτωση μερικής ανάκλησης ήδη βεβαιωμένης απαίτησης.

Σε περίπτωση που εκ των υστέρων προκύψει αναίτια πληρωμή προς τον αιτούντα την κατάπτωση φορέα (Π.Ι κ.α.) αυτός υποχρεούται εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης από την Διεύθυνση Κρατικών Εγγυήσεων και Κίνησης Κεφαλαίων να επιστρέψει ως αχρεωστήτως καταβληθέν το εν λόγω ποσό. Σε διαφορετική περίπτωση, η Διεύθυνση προβαίνει στην κατά νόμο Βεβαίωση σε βάρος του αιτούντος την κατάπτωση δανειστή και την αποβεβαίωση του δανειολήπτη.

6. Ο αιτών την κατάπτωση φορέας, ως προς την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων εγγυημένων δόσεων από τους οφειλέτες, υποχρεούται να επιδεικνύει τον ίδιο βαθμό επιμέλειας με αυτόν που επιδεικνύει στα μη εγγυημένα από το ΕΔ δάνεια.

7. Η ΔΚΕΚΚ δύναται να αξιοποιεί τη δυνατότητα που της παρέχεται από το άρθρο 105 του ν. 4549/2018 για τη διενέργεια ελέγχων από την ΤτΕ, η οποία υποχρεούται να την ενημερώνει για τις εκάστοτε παραβάσεις των φορέων που έχουν χορηγήσει δάνεια με την εγγύηση του ΕΔ.

8. Οι Δ.Ο.Υ. έχουν πρόσβαση στο διηνεκές στα στοιχεία του ηλεκτρονικού φακέλου δανειολήπτη των υπόχρεων προσώπων, σε βάρος των οποίων υφίστανται εν στενή εννοία βεβαίωση, ο οποίος τηρείται στους αιτούντες την κατάπτωση φορείς και ο οποίος ενσωματώνεται με επιμέλεια της ΔΚΕΚΚ στο υποσύστημα διαχείρισης εγγράφων του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος Δημοσιονομικής Πολιτικής (ΟΠΣΔΠ).

9. Αρμόδια για τη βεβαίωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών που προκύπτουν από τα δάνεια που χορηγήθηκαν σε Έλληνες Ρομά και σε παλιννοστούντες ομογενείς και γενικά για τη διαδικασία βεβαίωσης είναι η Δ.Ο.Υ. που υπάγεται η χρηματοδοτούμενη κατοικία.

10. Η ΔΚΕΚΚ ενημερώνεται για την είσπραξη βεβαιωθέντων οφειλών σε ηλεκτρονική μορφή για κάθε ιδιώτη, με στοιχεία που παρέχει το Κέντρο Διαλειτουργικότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων ΔημόσιαςΔιοίκησης(ΓΓΠΣΔΔ).

Β. Καθορίζουμε τα δικαιολογητικά του ηλεκτρονικού φακέλου δανειολήπτη:

Για την διενέργεια του απαιτούμενου ελέγχου από την ΔΚΕΚΚ, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, όσο και για την διασφάλιση των δικαιωμάτων του ΕΔ κατά την είσπραξη των απαιτήσεων, ο ηλεκτρονικός φάκελος δανειολήπτη (e-repository) που υποβάλει ο αιτών την κατάπτωση φορέας, θα πρέπει απαραίτητα να περιέχει (σε μορφή αρχείων που δεν επιδέχονται επεξεργασία) στοιχεία και δικαιολογητικά ως εξής:

1. Αντίγραφα των εγγράφων παροχής της εγγύησης και των τυχόν τροποποιήσεων αυτής.

2. Πλήρη στοιχεία του δικαιούχου αιτούντος την κατάπτωση φορέα όπως επωνυμία, έδρα, Α.Φ.Μ. (αριθμό φορολογικού μητρώου), SWIFT CODE και τον αριθμό του τραπεζικού λογαριασμού στον οποίο κατατίθεται το σχετικό ποσό (IBAN).

3. Αναλυτική Κατάσταση Οφειλών η οποία θα πρέπει υποχρεωτικά να εμφανίζει την συνολική απαίτηση του αιτούντος κατά του ΕΔ, επιμερισμένη σε κεφάλαιο, συμβατικούς τόκους, τόκους υπερημερίας και έξοδα αναγγελίας κλεισίματος λογαριασμού και να φέρει τις πρωτότυπες υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων μαζί με τη σφραγίδα του αιτούντος στην οποία θα αναγράφεται: «Βεβαιώνεται ότι η απαίτηση του αιτούντος την κατάπτωση φορέα κατά του ΕΔ απορρέει από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση και έχει προκύψει από τα τηρούμενα εκ του νόμου εμπορικά βιβλία του αιτούντος την κατάπτωση φορέα».

4. Ανάλυση Κίνησης Λογαριασμού που θα αφορά στο χρονικό διάστημα από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι και την ημερομηνία αποστολής των δικαιολογητικών κατάπτωσης στην ΔΚΕΚΚ. Από την ανάλυση αυτή θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια:

– τα ποσά που χορηγήθηκαν,

– οι τόκοι που χρεώθηκαν (ενήμεροι και υπερημερίας),

– η κεφαλαιοποίηση των τόκων,

– τυχόν επιδοτούμενοι τόκοι που εισπράχθηκαν,

– τα επιτόκια που εφαρμόστηκαν, ανά χρονική περίοδο που αυτά ίσχυσαν και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τον εκτοκισμό της εγγυημένης οφειλής,

– τα έξοδα με τα οποία χρεώθηκαν και η αιτιολογία τους,

– οι καταβολές που πραγματοποιήθηκαν εκ μέρους των δανειοληπτών έναντι της οφειλής, με αναφορά στις ημερομηνίες που αυτές διενεργήθηκαν και στον τρόπο που τις κατένειμε ο αιτών την κατάπτωση φορέας. Οι καταβολές που διενεργούνται μετά την ημερομηνία πλήρωσης των όρων κατάπτωσης επιμερίζονται μεταξύ του αιτούντος την κατάπτωση φορέα και του ΕΔ βάσει του ποσού/ποσοστού εγγυητικής ευθύνης που αναλαμβάνει το ΕΔ με την εκάστοτε υπουργική απόφαση. Τυχόν καταβολές που διενεργούνται στις περιπτώσεις πρόωρης καταγγελίας μερίζονται βάσει των ποσών/ποσοστών εγγυητικής ευθύνης από την ημερομηνία της καταγγελίας.

– Επιπλέον, από την ανάλυση αυτή θα πρέπει να προκύπτει με σαφήνεια ο αριθμός των ανεξόφλητων δόσεων που καθιστούν ολόκληρο το ποσό του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό σύμφωνα με την εκάστοτε υπουργική απόφαση παροχής της εγγύησης του ΕΔ.

– Η Ανάλυση Κίνησης Λογαριασμού υποχρεωτικά θα φέρει τις πρωτότυπες υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων μαζί με τη σφραγίδα του αιτούντος την κατάπτωση φορέα και θα αναγράφεται: «Βεβαιώνεται ότι η ανωτέρω ανάλυση της κίνησης λογαριασμού προκύπτει από τα τηρούμενα εκ του νόμου εμπορικά βιβλία του αιτούντος την κατάπτωση φορέα και το υπόλοιπο του δανείου, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέχρι την ημερομηνία αποστολής των δικαιολογητικών στο ΕΔ, αποτελεί απαίτηση η οποία απορρέει από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση».


5. Αντίγραφα όλων των δανειακών συμβάσεων, των συμβάσεων πίστωσης με Ανοικτό Αλληλόχρεο λογαριασμό και των παρεπομένων/πρόσθετων αυτών συμβάσεων, ώστε να διασφαλίζεται η γνώση του συνόλου των συμβατικών σχέσεων και δικαιωμάτων που στεγάζονται κάτω από την σύμβαση, με την οποία συνδέεται η εγγυημένη από το ΕΔ απαίτηση.

6. Αντίγραφα όλων των τυχόν συμβάσεων ρύθμισης που υπεγράφησαν, ώστε να γίνονται γνωστοί οι όροι τυχόν ρυθμίσεων (που εδράζονται σε διοικητικές ρυθμίσεις ή νόμους ή απλά αποτελούν «συμφωνίες» των πιστωτών με τους αιτούντες την κατάπτωση φορείς) και είναι εφικτή η διαπίστωση αν στα πλαίσια των ρυθμίσεων αυτών έχουν παραβιασθεί οι διατάξεις των νομοθετικών διοικητικών ρυθμιστικών πράξεων ή αν υφίστανται καταχρηστικοί όροι ή όροι που βλάπτουν έμμεσα ή άμεσα τα συμφέροντα του ΕΔ (ως εγγυητή).

7. Αντίγραφα κίνησης των λογαριασμών που τηρήθηκαν για κάθε σύμβαση χωριστά, από την υπογραφή της μέχρι την ημερομηνία αποστολής των δικαιολογητικών κατάπτωσης.

8. Ενημέρωση για το σύνολο των ασφαλειών (ενοχικών και εμπράγματων) που συνδέονται με το δάνειο (εγγυημένο και ανεγγύητο μέρος). Ο ηλεκτρονικός φάκελος περιλαμβάνει ταυτοχρόνως τα αντίστοιχα δικαιολογητικά (συμβάσεις προσωπικών εγγυήσεων, συμβάσεις ενεχυρίασης απαιτήσεων, υποθήκες, προσημειώσεις επί ακινήτων, πιστοποιητικά υποθηκοφυλακείου/κτηματολογικού γραφείου κ.λπ.). Ειδικότερα:

Σε περίπτωση που υπάρχουν ασφάλειες του δανείου υπέρ του αιτούντος την κατάπτωση φορέα από την κατάπτωση, στις οποίες το ΕΔ υποκαθίσταται εκ του νόμου, έστω και μερικώς, θα πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς τα στοιχεία αυτών και να συνυποβάλλονται τα αντίγραφα των ασφαλειών (περιλήψεων υποθηκών, προσημειώσεων, που τηρούνται στο Υποθηκοφυλακείο/ Κτηματολογικό Γραφείο, συμβάσεων ενεχυριάσεων, συμβάσεων προσωπικών εγγυήσεων κ.α.), ώστε άμεσα όπως απαιτείται, να είναι δυνατή η υποκατάσταση του ΕΔ στα δικαιώματα των αιτούντων την κατάπτωση φορέων και η εφαρμογή του άρθρου 13 του ν. 1957/1991, δηλαδή η σημείωση στο βιβλίο υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου/Κτηματολογικού Γραφείου της γενομένης υποκατάστασης προς διασφάλιση των συμφερόντων του ΕΔ.

Πλήρη στοιχεία των τυχόν συνοφειλετών και εγγυητών που εμφανίζονται στη σύμβαση του δανείου ή πρόσθετων/παρεπόμενων πράξεων, καθώς και το ποσό/ ποσοστό της ευθύνης του καθενός.

Ο αιτών την κατάπτωση φορέας υποχρεούται να υποβάλει τα προβλεπόμενα εκ του νόμου δικαιολογητικά σε περιπτώσεις θανάτου των δανειοληπτών και των συνυπόχρεων των εγγυημένων από το ΕΔ δανείων.

Σε περίπτωση πλειστηριασμού ενυπόθηκου ακινήτου που διασφαλίζει το εγγυημένο δάνειο, είτε με επίσπευση τρίτου είτε με επίσπευση του ιδίου του αιτούντος την κατάπτωση φορέα (όταν το ακίνητο διασφαλίζει και άλλες οφειλές), το εγγυημένο δάνειο κηρύσσεται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής και να γίνει αναγγελία των απαιτήσεων. Εάν το εκπλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση της εγγυημένης απαίτησης, το υπόλοιπο αυτής βεβαιώνεται για είσπραξη από το ΕΔ. Σε αυτή την περίπτωση ο αιτών την κατάπτωση φορέας θα πρέπει απαραίτητα να αποστέλλει ηλεκτρονικά στη ΔΚΕΚΚ και τα σχετικά στοιχεία/δικαιολογητικά του πλειστηριασμού (κατασχετήρια έκθεση, κατακυρωτική έκθεση, έκθεση συμβολαιογράφου-πίνακας κατάταξης κ.λπ.) στα οποία θα αναφέρεται αναλυτικά ο τρόπος πίστωσης του εκπλειστηριάσματος, για την ενημέρωση του ηλεκτρονικού φακέλου δανειολήπτη.

Σε κάθε περίπτωση που ο αιτών την κατάπτωση φορέας δεν παρέχει τα προβλεπόμενα στοιχεία ή αυτά που θα ζητηθούν ή κατόπιν του διενεργηθέντος ελέγχου αποδειχθεί εσφαλμένη πληρωμή, ο αιτών την κατάπτωση φορέας οφείλει να επιστρέψει άμεσα στο λογαριασμό του ΕΔ το καταβληθέν ποσό.

Εάν δεν τηρηθεί η εν λόγω υποχρέωση εντός δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της προαναφερθείσας παράβασης, η ΔΚΕΚΚ θα προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την επιστροφή του ποσού και τη διαγραφή του στην αρμόδια Υπηρεσία της ΑΑΔΕ.


Για το λόγο αυτό, οι αιτούντες την κατάπτωση φορείς οφείλουν να εξουσιοδοτήσουν εγγράφως την ΤτΕ να δέχεται από την ΔΚΕΚΚ εντολές χρέωσης των λογαριασμών που τηρούν σε αυτήν. Για όσους δεν προβούν στην εν λόγω ενέργεια, δεν θα ακολουθείται η ανωτέρω περιγραφόμενη διαδικασία.

Η ΤτΕ οφείλει να ενημερώνει την ΔΚΕΚΚ εγγράφως και ηλεκτρονικώς για τα ποσά και τους αιτούντες την κατάπτωση φορείς από τους οποίους έχουν επιστραφεί ποσά. Για την ηλεκτρονική μορφή των αρχείων, η ΔΚΕΚΚ ενημερώνει σχετικά με έγγραφό της.

9. Ενημέρωση αναφορικά με την υποβολή αγωγών, καθώς και αιτήσεων για την ρύθμιση οφειλών, βάσει σχετικών νόμων (ν. 3869/2010, ν. 4469/2017 κ.λπ.), το παραδεκτό αυτών και τις τυχόν δίκες που διεξήχθησαν και ολοκληρώθηκαν ή εκκρεμούν, που σχετίζονται με τα αιτήματα καταπτώσεων και την εξέλιξη αυτών (πλειστηριασμοί κ.λπ.) ή την περιέλευση των δανειοληπτών και των τυχόν εγγυητών των σε καθεστώς πτώχευσης, (ν. 3588/2007 Α΄ 153 και ν. 4446/2016, Α΄ 240).

10. Ενημέρωση για υπαγωγή σε καθεστώς ρύθμισης δανείων με την εγγύηση του ΕΔ βάσει του άρθρου 103 του ν. 4549/2018 και της εκδοθείσης αριθμ. 2/94253/0025/21.12.2018 (ΦΕΚ τ. Β΄ 5960/31-12-2018) απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, καθώς και για αθέτηση της συμφωνίας ρύθμισης, ο αιτών την κατάπτωση φορέας θα πρέπει απαραίτητα να αποστέλλει ηλεκτρονικά στη ΔΚΕΚΚ και τα σχετικά στοιχεία για την ενημέρωση του ηλεκτρονικού φακέλου δανειολήπτη, της ως άνω υπουργικής απόφασης.

11. Σε περίπτωση που αξιώσεις έχουν μεταβιβαστεί σε άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς διαχείρισης απαιτήσεων κ.λπ., τα Π.Ι. ενημερώνουν τη ΔΚΕΚΚ, μέσω του ηλεκτρονικού φακέλου δανειολήπτη, με τα νομιμοποιητικά έγγραφα αυτών καθώς και τις σχετικές συμβάσεις εκχώρησης.

Γ. Ειδικές διατάξεις

Για τα αιτήματα των αιτούντων την κατάπτωση φορέων, που έχουν υποβληθεί έγχαρτα στη ΔΚΕΚΚ, μέχρι την 15.10.2019, προκειμένου να βεβαιωθούν εν στενή και εν ευρεία εννοία, υποχρεούνται οι αιτούντες την κατάπτωση φορείς να υποβάλλουν ηλεκτρονικά τα στοιχεία και δικαιολογητικά της παραγράφου Β της παρούσας, ώστε να ενσωματωθούν από την ΔΚΕΚΚ στο υποσύστημα διαχείρισης εγγράφων του ΟΠΣΔΠ.
Από την ημερομηνία αυτή και μέχρι την έναρξη ισχύος της παρούσας δεν θα υποβάλλονται έγχαρτα αιτήματα κατάπτωσης, τα οποία δεν έχουν ηλεκτρονικά συνοδευτικά στοιχεία δικαιολογητικών.

Της ως άνω ηλεκτρονικής υποβολής εξαιρούνται τα αμέσως προ παραγραφής υποβαλλόμενα αιτήματα.

Ειδικά για τα αιτήματα κατάπτωσης που αφορούν εγγυημένα δάνεια φυσικών προσώπων τα εν λόγω δικαιολογητικά υποβάλλονται ηλεκτρονικά άπαξ.

Δ. Ισχύς

Από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού. Ως ημερομηνία έναρξης εφαρμογής της παρούσας απόφασης ορίζεται η 30.11.2019.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Ε/229/2019 Τροποποίηση της 107/2019 (Β’2355) κοινής υπουργικής απόφασης «Πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας»

Αριθμ. Ε/229/2019

(ΦΕΚ Β’ 3821/15-10-2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΣΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ

Έχοντας υπόψη:

Ι. Τις διατάξεις:
1. Του άρθρου 51 του ν. 4609/2019 «Ρυθμίσεις Μέριμνας Προσωπικού Ενόπλων Δυνάμεων, Στρατολογίας, Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις» (Α’ 67), όπως ισχύει.
2. Του Κανονισμού ΕΕ αριθμ. 1407/2013 της Επιτροπής της 18ης Δεκεμβρίου 2013 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας (EE L352 της 21.10.2013).
3. Του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα» (Α’ 98), όπως ισχύει.
4. Του ν. 3681/2010 «Ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική ανάρτηση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων στο διαδίκτυο “Πρόγραμμα Διαύγεια” και άλλες διατάξεις» (Α’ 112), όπως ισχύει.
5. Του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ ΕΕ) δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α’ 143), όπως ισχύει.
6. Του π.δ. 142/2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Οικονομικών» (Α’ 181), όπως ισχύει.
7. Του π.δ. 81/2019 (Α’ 119) «Σύσταση, συγχώνευση, μετονομασία και κατάργηση Υπουργείων και καθορισμός των αρμοδιοτήτων τους – Μεταφορά υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ Υπουργείων».
8. Του π.δ. 83/2019 (Α’121) «Διορισμός Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης, Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών».
9. Της Υ18/9.7.2019 (Β’ 3008) απόφασης του Πρωθυπουργού «Ανάθεση αρμοδιοτήτων στον Υφυπουργό στον Πρωθυπουργό, Στυλιανό Πέτσα».
10. Του ν. 4622/2019 (ΦΕΚ Α’ 133/7.8.2019) «Επιτελικό Κράτος: οργάνωση, λειτουργία και διαφάνεια της Κυβέρνησης, των κυβερνητικών οργάνων και της κεντρικής δημόσιας διοίκησης».
11. Της 107/10-06-2019 (ΦΕΚ Β’ 2355) κοινής υπουργικής απόφασης: «Πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας» ως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την κοινή υπουργική απόφαση Ε/182/19-09-2019 (ΦΕΚ Β’ 3523).

ΙΙ. Το γεγονός ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της στήριξης και ανάπτυξης των εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας καθώς και της στήριξης των εργαζομένων που απασχολούνται σε αυτές, κρίνεται απαραίτητη η τροποποίηση των όρων και προϋποθέσεων της 107/10-06-2019 (ΦΕΚ Β’ 2355) κοινής υπουργικής απόφασης, ως ισχύει.

ΙΙΙ. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, 

αποφασίζουμε:

Την τροποποίηση της 107/10-06-2019 (ΦΕΚ Β’ 2355) κοινής υπουργικής απόφασης: «Πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας», ως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την κοινή υπουργική απόφαση Ε/182/19-09-2019 (ΦΕΚ Β’ 3523), ως εξής:

Άρθρο 1

Το Άρθρο 3 (Διαδικασία υποβολής αιτήσεων) τροποποιείται ως ακολούθως:
«Οι επιχειρήσεις που επιθυμούν να υπαχθούν στο πρόγραμμα υποβάλλουν δια του νόμιμου εκπροσώπου τους στη Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης, αίτηση περί υπαγωγής τους στο πρόγραμμα.
Η αίτηση υποβάλλεται έως και την 18η Οκτωβρίου 2019.»

Άρθρο 2

Το Άρθρο 4 (Προϋποθέσεις υπαγωγής – Επιλέξιμες επιχειρήσεις) τροποποιείται ως ακολούθως:
Η περίπτωση υπό στοιχείο 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. να έχουν κάνει έναρξη δραστηριότητας έκδοσης έντυπων εφημερίδων τουλάχιστον προ δεκαοκτώ (18) μηνών από την υποβολή της αίτησης.»
Η περίπτωση υπό στοιχείο 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«η ύλη τους να περιλαμβάνει πολιτικές, αθλητικές, πολιτιστικές ή οικονομικές ειδήσεις.»
Οι περιπτώσεις υπό στοιχεία 8 και 9 καταργούνται.

Άρθρο 3

Προστίθεται Άρθρο 4Α ως εξής:
«Άρθρο 4Α
Εκχώρηση της ενίσχυσης σε εργαζόμενους
1. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση έχει οφειλές (δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών, αδείας κ.λπ.) προς τους εργαζόμενους που απασχολεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, προκειμένου να υπαχθεί στο πρόγραμμα υποχρεούται να εκχωρήσει στους εργαζόμενους το ποσό της ενίσχυσης που δικαιούται μέχρι του ύψους των ανωτέρω αναφερόμενων οφειλών σε αυτούς. Σε περίπτωση που το ποσό της ενίσχυσης δεν επαρκεί για την κάλυψη του συνόλου των ανωτέρω αναφερόμενων οφειλών, το ποσό της ενίσχυσης θα κατανεμηθεί αναλογικά σε όλους τους εργαζόμενους στους οποίους η επιχείρηση οφείλει.
2. Σε περίπτωση δε ύπαρξης οφειλών προς το Δημόσιο ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία, στους εργαζόμενους θα εκχωρηθεί κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, το τυχόν εναπομείναν ποσό ενίσχυσης μετά τη διενέργεια των συμψηφισμών από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία.
3. Η εκχώρηση θα γίνει με εκχωρητήριο έγγραφο με δαπάνη της επιχείρησης, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 145 του ν. 4270/2014, όπως ισχύει.»

Άρθρο 4

Το Άρθρο 5 (Απαραίτητα Δικαιολογητικά) τροποποιείται ως ακολούθως:
Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τον έλεγχο της συνδρομής των ανωτέρω προϋποθέσεων, οι επιχειρήσεις έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας υποχρεούνται ταυτοχρόνως με την υποβολή της αίτησης να συνυποβάλλουν στη Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης τα κάτωθι:»
Η περίπτωση 4 αντικαθίσταται ως εξής: «υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της επιχείρησης σχετικά με τους εργαζόμενους που απασχολεί κατά ειδικότητα καθώς και τα χρονικά διαστήματα απασχόλησής τους, συνοδευόμενη από βεβαίωση ασφάλισης ή άλλο νόμιμο δικαιολογητικό του Ε.Φ.Κ.Α. για τους εργαζόμενους που απασχολεί, σύμφωνα με τις ασφαλιστικές διατάξεις,»
Η περίπτωση 5 αντικαθίσταται ως εξής: «πίνακα προσωπικού, νομίμως κατατεθειμένος στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων».
Η περίπτωση υπό στοιχείο 6 αντικαθίσταται ως εξής:
«υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπρόσωπου περί εξόφλησης των εργατικών απαιτήσεων των εργαζομένων (δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών, αδείας κ.λπ.) που απασχολεί η επιχείρηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, ή υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπρόσωπου περί του ύψους των οφειλών (δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών, αδείας κ.λπ.) προς τους εργαζόμενους που απασχολεί η επιχείρηση μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής και περί της δέσμευσης της επιχείρησης που εκπροσωπεί για την εκχώρηση στους εργαζόμενους του ποσού της ενίσχυσης κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 4Α.»
Οι περιπτώσεις υπό στοιχεία 9 και 10 καταργούνται.

Άρθρο 5

Το Άρθρο 6 (Έλεγχος προϋποθέσεων) τροποποιείται ως ακολούθως:
Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης ελέγχει τα προσκομιζόμενα δικαιολογητικά και το εμπρόθεσμο της υποβολής τους».

Άρθρο 6

Το Άρθρο 7 (Τρόπος υπολογισμού ποσού ενίσχυσης) τροποποιείται ως ακολούθως:
Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε επιχείρηση έκδοσης εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας λαμβάνει ποσό ενίσχυσης που προσδιορίζεται από τη Διεύθυνση Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης με βάση τα κάτωθι:»

Άρθρο 7

Το Άρθρο 8 (Διαδικασία υπαγωγής) τροποποιείται ως ακολούθως:
Το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι επιχειρήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 και έχουν προσκομίσει τα απαραίτητα δικαιολογητικά του άρθρου 5 υπάγονται στο πρόγραμμα με απόφαση του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό στον οποίο έχουν ανατεθεί οι αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης και του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Διεύθυνσης Εποπτείας Μέσων Ενημέρωσης της Γενικής Γραμματείας Επικοινωνίας και Ενημέρωσης της Προεδρίας της Κυβέρνησης.»

Άρθρο 8

Το Άρθρο 9 (Διαδικασία και δικαιολογητικά καταβολής ενίσχυσης) τροποποιείται ως ακολούθως:
Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το ποσό της ενίσχυσης καταβάλλεται εφάπαξ και ειδικότερα εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης του άρθρου 8 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το ποσό της ενίσχυσης δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε κράτηση ή φόρο, συμπεριλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.), υπό την επιφύλαξη τυχόν οφειλών προς το Δημόσιο ή/και τα ασφαλιστικά ταμεία. Δεν επιτρέπεται η εκχώρηση του ποσού της ενίσχυσης σε τρίτους, εξαιρουμένης της εκχώρησης στους εργαζόμενους σύμφωνα με το άρθρο 4Α.».
Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά τη δημοσίευσή της, η απόφαση του άρθρου 8 διαβιβάζεται στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης για τη δέσμευση της αντίστοιχης πίστωσης και την έκδοση της απόφασης ανάληψης υποχρέωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις περί δημοσίου λογιστικού.
Η καταβολή της ενίσχυσης διενεργείται με τακτικό χρηματικό ένταλμα που εκδίδεται από την Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, κατόπιν υποβολής σε αυτή των ακόλουθων δικαιολογητικών:
1. Αντίγραφο απόφασης ανάληψης υποχρέωσης της σχετικής δαπάνης
2. Την απόφαση του άρθρου 8
3. Κατάσταση πληρωμής της δαπάνης σε δύο (2) αντίτυπα, υπογεγραμμένη από τον Διατάκτη, που περιλαμβάνει:
• το Φορέα/Ειδικό Φορέα/Α.Λ.Ε.
• το οικονομικό έτος, τον προϋπολογισμό του οποίου βαρύνει η δαπάνη,
• τα στοιχεία του δικαιούχου (επωνυμία, έδρα, Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ), IBAN),
• την αιτιολογία,
• το πληρωτέο ποσό,
• την αρμόδια Δ.Ο.Υ.»
Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κάθε υπαχθείσα στο πρόγραμμα επιχείρηση προκειμένου να λάβει το ποσό της ενίσχυσης υποβάλει στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης αίτηση συνοδευόμενη από παραστατικό πληρωμής και τα ακόλουθα στοιχεία και δικαιολογητικά:
α. Πρόσφατη Βεβαίωση Υπηρεσίας ΓΕΜΗ περί:
• Τροποποιήσεων καταστατικού.
• Μη λύσης της εταιρείας και θέσης σε εκκαθάριση.
• Μη θέσης σε αναγκαστική διαχείριση ή ειδική εκκαθάριση.
β. Πρόσφατο Πιστοποιητικό από το Μητρώο Πτωχεύσεων του αρμοδίου Πρωτοδικείου περί:
• μη πτώχευσης / μη αίτησης για να κηρυχθεί η εταιρεία σε κατάσταση πτώχευσης,
• μη θέσης σε διαδικασία συνδιαλλαγής / εξυγίανσης, μη αίτησης για να κηρυχθεί η εταιρεία σε διαδικασία συνδιαλλαγής /εξυγίανσης.
γ. Υπεύθυνη δήλωση, υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης στην οποία να δηλώνεται ο αριθμός λογαριασμού (IBAN) της επιχείρησης στον οποίο θα πραγματοποιηθεί η καταβολή της ενίσχυσης. δ. Βεβαίωση τραπέζης με το IBAN του εταιρικού λογαριασμού ή αντίγραφο φύλλου κίνησης εταιρικού λογαριασμού (εφόσον αναγράφεται ΙΒΑΝ, επωνυμία και ΑΦΜ δικαιούχου), με υπογραφή αρμοδίου υπαλλήλου
και σφραγίδα αντίστοιχου υποκαταστήματος.
ε. Εκχωρητήριο έγγραφο για την εκχώρηση στους εργαζόμενους της απαίτησης που απορρέει από το ποσό της ενίσχυσης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4Α.».

Κατά τα λοιπά ισχύει η 107/10-06-2019 (ΦΕΚ Β’ 2355/ 18.06.2019) κοινή υπουργική απόφαση.

Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 1986/2019 Εισόδημα, μείωση κεφαλαίου – Ποσά υπαγόμενα σε φόρο μερισμάτων

ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ  ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α΄ 170), όπως ισχύει.
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β΄/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε).»
γ. Της ΠΟΛ.1064/2017 Απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

2. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.

3. Την υπ’ αριθμ. ΔΕΔ 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759/ τ. Β’/ 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

4.    Την με ημερομηνία κατάθεσης 18/-01/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου …. ενδικοφανή προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………….. ………….. – Ανώνυμος Βιομηχανική & Εμπορική Εταιρεία   …………..     ………….. » και τον διακριτικό τίτλο « ……………………….  Α.Ε.Β.Ε.Ε & …………..  Α.Ε. & …..  – ….. » , ΑΦΜ ………… , που εδρεύει στη προέκταση…. ………… ………… ………… , κατά των υπ΄ αριθ. : 1) … /2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού/επιβολής προστίμου φόρου εισοδήματος, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014 και 2) … /2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014 και τα προσκομιζόμενα με αυτήν σχετικά  έγγραφα.

5. Τις υπ΄ αριθ. : 1) … /2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού/επιβολής προστίμου φόρου εισοδήματος, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014 και
2) … /2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014, των οποίων ζητείται η ακύρωση, άλλως η μεταρρύθμιση καθώς και την από 06/11/2018 οικείες εκθέσεις ελέγχου.

6. Τις απόψεις του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ..
 
7. Το αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ ……. ΕΙ2019ΕΜΠ/07-05-2017 υπόμνημα επί ενδικοφανούς προσφυγής αρ. 36 του Ν 4174/2013 της προσφεύγουσας εταιρείας

8. Το αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ ……. ΕΙ2019ΕΜΠ/07-06-2019 υπόμνημα επί ενδικοφανούς προσφυγής αρ. 36 του Ν 4174/2013 της προσφεύγουσας εταιρείας

9. Την υπ΄ αριθμ. …./10-05-2019 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ περί παράτασης της προθεσμίας έκδοσης απόφασης επί της ως άνω ενδικοφανούς προσφυγής.

10. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α 1 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 18/01/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου …. ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « …………..     …………..   – Ανώνυμος Βιομηχανική & Εμπορική Εταιρεία ………….. ………….. », η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με τις υπ’ αριθ.

1)    … /2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού/επιβολής προστίμου φόρου εισοδήματος, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.,  φορολογικού έτους 2014,  καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας φόρος εισοδήματος ποσού 113.123,93 €, πλέον πρόστιμο άρθρου 58 ΚΦΔ ποσού 56.561,97€, ήτοι συνολικό ποσό 169.685,90€.
Η διαφορά φόρου προέκυψε κατόπιν του πορίσματος ελέγχου που αναγράφεται στην από 06/11/2018  έκθεση  μερικού  ελέγχου  φορολογίας  εισοδήματος  της  ελεγκτού  του  Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.,………..  ……….. .
Συγκεκριμένα, διενεργήθηκε μερικός έλεγχος Φορολογίας Εισοδήματος σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του Ν.4172/2013 “Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος”, καθώς και της ΠΟΛ.1124/2015, όπως συμπληρώθηκε και ισχύει με τις ΠΟΛ.1036/2017 & ΠΟΛ.1067/2018, δυνάμει της υπ΄ αριθμ.  …./16-04-2018 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα εταιρία  …………..    …………..  ΑΒΕΕ προήλθε από συγχώνευση των ανωνύμων εταιριών  …………..    …………..  ΑΒΕΕ  και  …………..    …………  ΑΕ κατά τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν.2190/1920 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297/1972, με ημερομηνία έναρξης ισολογισμού μετασχηματισμού την 31/12/2007 και ημερομηνία ολοκλήρωσης την 31/12/2008.
Με την από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων, που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσ/νίκης την 29/12/2014 (αριθμός απόφασης έγκρισης του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας …… /19-12-2014), τροποποιήθηκε το άρθρο 5 του καταστατικού  και:
1. Αυξήθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 3.578.260,67 € με κεφαλαιοποίηση: α) όλου του ειδικού αποθεματικού «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» ύψους 3.063.482,23 € και β) όλου του ειδικού αποθεματικού «Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών  στοιχείων» ύψους 514.778,44 € το οποίο προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2065/1992, ποσού 513.226,23 € από την αναπροσαρμογή της 31/12/2012 και 1.552,21€ από παλαιότερες.
2. Ταυτόχρονα μειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 3.678.260,67 € με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους με ακύρωση 100.000 μετοχών ονομαστικής αξίας ενός (1) ευρώ.
Από τα προσκομισθέντα στο έλεγχο στοιχεία διαπιστώθηκε ότι το ποσό των 3.063.482,23 € που εμφανίζεται στα βιβλία της ελεγχόμενης ως ειδικό αποθεματικό «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» δεν αποτελεί υπεραξία από τη συγχώνευση του Ν.Δ. 1297/1972 αλλά μέρος της εισφερόμενης από τις συγχωνευόμενες εταιρίες καθαρής θέσης, στην οποία εμπεριέχεται η υπεραξία από τη συγχώνευση του Ν.Δ. 1297/1972.
Από το συνολικό ποσό των 3.678.260,67 € που διανεμήθηκε, το πράγματι καταβληθέν από τους μετόχους κεφάλαιο προσδιορίστηκε από τον έλεγχο στο ποσό 3.292.342,87 €. Το υπόλοιπο ποσό του πέραν του πράγματι καταβληθέντος από τους μετόχους κεφαλαίου των 385.917,80 €, επειδή στην από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων δεν αναφέρεται από πού προέρχεται, ο έλεγχος το προσδιόρισε στο ποσό των 435.092,02 €, βάσει της αναλογίας των υπαγόμενων και μη σε φόρο εισοδήματος αποθεματικών από υπεραξίες των Ν. 1297/72 και 2065/92 και ανάγοντάς το σε μικτό. Επί του μικτού ποσού των 435.092,02 € καταλογίσθηκε φόρος εισοδήματος άρθρου 47 του ν.4172/2013.
2)… /2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014, καταλογίστηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας φόρος μερισμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 § 1α του Ν 4172/2013, ποσού 34.064,01€, πλέον πρόστιμο άρθρου 59 ΚΦΔ ποσού 17.032,01€, ήτοι συνολικό ποσό 51.096,02€.
Η διαφορά φόρου προέκυψε κατόπιν του πορίσματος ελέγχου που αναγράφεται στην από 06/11/2018 έκθεση μερικού ελέγχου φόρου μερισμάτων (άρθρων 36 & 64 Ν 4172/2013) της ελεγκτού του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., ………..   ……….. .
Συγκεκριμένα, διενεργήθηκε μερικός έλεγχος παρακρατουμένων φόρων Εισοδήματος δυνάμει της υπ΄ αριθμ. …. /16-04-2018 εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., και διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
Με την από 12-12-2014 Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων αποφασίσθηκε η αύξηση του κεφαλαίου της εταιρίας κατά το ποσό των € 3.578.260,67 και η ταυτόχρονη μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό των € 3.678.260,67. Από το συνολικό ποσό των € 3.678.260,67 που καταβλήθηκε στους μετόχους το ποσό των  € 3.292.342,87 προέρχεται από καταβεβλημένο  κεφάλαιο σε μετρητά από τους μετόχους ενώ το υπόλοιπο ποσό των € 385.917,80 από κεφαλαιοποιημένα αποθεματικά της εταιρίας των οποίων η διανομή υπάγεται σε παρακράτηση φόρου μερισμάτων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 § 1α του Ν. 4172/2013 όπως ερμηνεύτηκαν με την ΠΟΛ.1042/2015.
 
Επί του καθαρού διανεμηθέντος ποσού των 340.640,06 € (385.917,80*2.988.665,59/3.385.917,80) καταλογίσθηκε από τον έλεγχο, φόρος μερισμάτων άρθρου 64 του ν. 4172/2013.

Η προσφεύγουσα εταιρεία, με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, και με τα αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ  …….   ΕΙ2019ΕΜΠ/07-05-2017   και  αριθμ.  πρωτ.   ΔΕΔ    …….   ΕΙ2019ΕΜΠ/07-06-2019 υπομνήματα επί ενδικοφανούς προσφυγής αρ. 36 του ν. 4174/2013, που υπέβαλε στη Υπηρεσία μας, ζητά την ακύρωση άλλως τη μεταρρύθμιση των προσβαλλόμενων πράξεων προβάλλοντας τους παρακάτω λόγους:

1) Ο έλεγχος κατά εσφαλμένη εφαρμογή των κείμενων διατάξεων αλλά και πλημμελή έρευνα του πραγματικού, ήχθη στο αυθαίρετο, πλημμελώς αιτιολογημένο, ενάντια στους κανόνες της λογικής και χρηστής διοίκησης αναπόδεικτο συμπέρασμα ότι η μείωση πραγματοποιήθηκε κατά ένα μέρος από μείωση κονδυλίων δια των οποίων παράγεται φορολογική υποχρέωση. Η κρίση αυτή του ελέγχου στηρίχθηκε αποκλειστικά στο γεγονός ότι στη σχετική γενική συνέλευση με την οποία αποφασίστηκε η σχετική μείωση, «δεν αναφέρεται από που προέρχεται το πέραν του πράγματι καταβληθέντος από τους μετόχους κεφάλαιο ποσού 385.917,80 ευρώ», χωρίς ουδέποτε να εξετάσει τις σχετικές εγγραφές μείωσης κεφαλαίου της εταιρίας.

2) Δια της μη σχετικής ανάλυσης – αναφοράς στην οικεία απόφαση ΓΣ (της οποίας υφίσταται υποχρέωση) ο έλεγχος αυθαίρετα, αναπόδεικτα, χωρίς να το προβλέπει κάποια ρητή διάταξη νόμου και ενώ ήταν πρόδηλο ότι τα συνολικά κονδύλια που είχε στη διάθεσή της η εταιρία για μείωση χωρίς να παράγεται φορολογική υποχρέωση υπερκάλυπταν το συνολικό ποσό μείωσης (3.689.595,08 > 3.678.260,67 ευρώ), εφάρμοσε μία νομικά αβάσιμη, καινοφανή και αντίθετη στους κανόνες της λογικής μέθοδο με την οποία υποστήριξε και υπολόγισε αυθαίρετα ότι η σχετική μείωση – πέραν του ποσού των 3.292.342,87 ευρώ κεφαλαίου καταβεβλημένου σε μετρητά – ήτοι κατά το λοιπό ποσό των 385.917,80 ευρώ, αυτό δεν τροφοδοτήθηκε εξ’ ολοκλήρου από κονδύλια τα οποία ήταν διαθέσιμα (άνω των  385.917,80 ευρώ) και  δεν παρήγαγαν καμία φορολογική υποχρέωση δια της διανομής τους αλλά σύμμετρα κατ’ αναλογία από τα όλα τα διαθέσιμα κονδύλια της εταιρίας, ήτοι κατά ένα μέρος από κεφάλαιο από υπεραξίες Ν. 1297/1972 και υπεραξία Ν. 2065/1992 έτους 2012, τα οποία υπάγονταν σε φόρο σε τυχόν μείωση κεφαλαίου.

3) Η μείωση του κεφαλαίου ποσού 3.678.260,67 ευρώ τροφοδοτήθηκε εξ’ ολοκλήρου από διαθέσιμα κονδύλια μη υπαγόμενα σε φόρο εισοδήματος

4) Σύμφωνα δε με τα προαναφερόμενα από καμία διάταξη του φορολογικού και εμπορικού δικαίου δεν επιβάλλεται στην απόφαση ΓΣ ΑΕ η οποία προβαίνει σε μείωση κεφαλαίου, να γίνεται ανάλυση των λογιστικών εγγραφών βάσει των οποίων επέρχεται η μείωση του κεφαλαίου.

5) Η σχετική μείωση που η εταιρεία πραγματοποίησε ποσού 3.678.260,67 ευρώ, πράγματι τροφοδοτήθηκε εξ’ ολοκλήρου: ι) κατά το ποσό των 3.292.342,87 ευρώ από καταβεβλημένο κεφάλαιο σε μετρητά και ιι) κατά το λοιπό ποσό των 340.640,06 ευρώ από μείωση της υπεραξίας αναπροσαρμογών Ν. 2065/1992 για τις οποίες στις 31-12-2014 είχε παρέλθει η πενταετία και οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 397.252,21 ευρώ  –  ήτοι υπερκάλυπταν το λοιπό απαιτούμενο ποσό των 340.640,06 ευρώ. Τούτο δε προκύπτει και αποδεικνύεται από τη σχετική ανάλυση εγγραφών μείωσης κεφαλαίου της εταιρίας και το σχετικό πρακτικό ΔΣ πιστοποίησης μείωσης του κεφαλαίου, τα οποία προσκομίζονται με την παρούσα. Η κρίση του ελέγχου ότι το ποσό των 385.917,80 ευρώ πρέπει να προσδιορισθεί βάσει αναλογίας από όλους τους λογαριασμούς του κεφαλαίου της εταιρίας, επειδή δεν αναφέρεται στην από 12-12-2014 απόφαση της ΓΣ από που προήλθε η μείωση κεφαλαίου πέραν του καταβληθέντος σε μετρητά κεφαλαίου ποσού 3.292.342,87, είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη αλλά και αντίθετη στους κανόνες της χρηστής διοίκησης.

Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 7α του ν. 2190/1920, ορίζεται ότι

«Άρθρο 7α.
Πράξεις και στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα.

1. Πράξεις και στοιχεία ημεδαπών Ανωνύμων Εταιρειών.
Σε δημοσιότητα υποβάλλονται οι εξής πράξεις και στοιχεία:
ε. Κάθε απόφαση για αύξηση ή μείωση του  μετοχικού  κεφαλαίου  της εταιρείας.  Στην απόφαση για αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου πρέπει να αναγράφεται το νέο κεφάλαιο, ο αριθμός και το είδος των μετοχών που εκδίδονται, η ονομαστική τους αξία και γενικά οι όροι έκδοσής τους, καθώς και ο συνολικός αριθμός των μετοχών της εταιρείας.
στ. Το πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου με το οποίο πιστοποιείται  η καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, είτε κατά τη σύσταση της εταιρείας, είτε μετά από κάθε αύξησή του.».

Επειδή με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 4172/2013, ορίζεται ότι
«Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα
1. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ, του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε., εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο.
«Στην έννοια του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο εμπίπτει και η κεφαλαιοποίηση ή διανομή κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.»

Επειδή με τις διατάξεις της ΠΟΛ.1059/2015:  Οδηγίες  για  την  εφαρμογή  των διατάξεων των άρθρων 47, 57 και 58 του ν. 4172/2013, ορίζονται τα ακόλουθα:
«Σας κοινοποιούμε τις διατάξεις των άρθρων 47, 57 και 58 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167/23.07.2013), όπως ισχύουν, αναφορικά με τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα, την εκκαθάριση και τον φορολογικό συντελεστή των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, αντίστοιχα, και σας παρέχουμε τις ακόλουθες οδηγίες για την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή τους:
Άρθρο 47
Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα
1. Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ορίζεται ο τρόπος προσδιορισμού των κερδών από επιχειρηματική δραστηριότητα για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες του άρθρου 45. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ΄ («Κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα») του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε. (Ν. 4172/2013), εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά σε αυτό το Κεφάλαιο. Δηλαδή, τα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα των νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων προσδιορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 έως και 28 του Ν. 4172/2013.
Στην έννοια του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα εμπίπτει και η κεφαλαιοποίηση ή διανομή κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων. Συνεπώς, τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη, τα οποία δεν έχουν υπαχθεί σε φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, περιλαμβάνονται στα κέρδη από επιχειρηματική δραστηριότητα των προσώπων αυτών. Ως τέτοια κέρδη νοούνται ιδίως:
Α. Αποθεματικά
α)  τα  διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά  που δεν έχουν υπαχθεί στην αυτοτελή φορολόγηση της παρ. 12 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013, όπως τα αποθεματικά που έχουν σχηματιστεί από εισοδήματα  που έχουν φορολογηθεί κατ΄ ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής  υποχρέωσης (αυτοτελώς  φορολογηθέντα  εισοδήματα). Στην περίπτωση αυτή, ο παρακρατηθείς ή καταβληθείς στα ανωτέρω εισοδήματα  φόρος συμψηφίζεται με το φόρο του νομικού προσώπου ή της νομικής οντότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 68 του Κ.Φ.Ε. Επίσης, στα πιο πάνω αποθεματικά που δεν έχουν υπαχθεί στην αυτοτελή φορολόγηση της παρ. 12 του άρθρου 72 του ν. 4172/2013 περιλαμβάνονται και τα αποθεματικά που είχαν σχηματισθεί με βάση ειδικές διατάξεις νόμων, στους οποίους όπου γίνεται αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 106 του προϊσχύοντος Κ.Φ.Ε. (Ν. 2238/1994) ή στις «γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε.» νοούνται πλέον οι αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 4172/2013. Τέτοιες περιπτώσεις αποθεματικών είναι ενδεικτικά οι ακόλουθες:
– των παρ. 13 και 14 του άρθρου 15 του Ν. 4015/2011 περί φορολογικών κινήτρων υπέρ Συλλογικών Αγροτικών Οργανώσεων (νυν Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων)
– του άρθρου 71 του ν. 3842/2010 περί φορολογικών κινήτρων ευρεσιτεχνίας,
– του άρθρου 5 του ν. 3220/2004 περί επιχειρήσεων που λειτουργούν ως Σύστημα Εναλλακτικής Διαχείρισης,
 της παρ. 9 του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 περί κερδών που προκύπτουν από μεταβίβαση απαιτήσεων σε εταιρεία ειδικού σκοπού,
– της παρ. 21 του άρθρου 7 του ν. 2364/1995 περί ΕΔΑ ή ΔΕΠΑ.
Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησης αποθεματικών που είχαν σχηματισθεί με βάση ειδικές διατάξεις νόμων, για τη φορολογική μεταχείριση των οποίων δεν γινόταν παραπομπή στις σχετικές διατάξεις του Ν. 2238/1994. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα αποθεματικά:
– της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 2992/2002 περί σχηματισμού αφορολόγητων αποθεματικών του κόστους προσαρμογής σε ΔΛΠ κατά τον πρώτο χρόνο εφαρμογής τους,
– του άρθρου 2 του ν. 2367/1995 περί εταιρειών αμοιβαίων εγγυήσεων,
– της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 1775/1988 περί εταιρειών παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση διανομής αφορολόγητων αποθεματικών που έχουν σχηματιστεί με  τις  διατάξεις  του  Ν.  3299/2004,  του  Ν.  2601/1998, καθώς και με οποιονδήποτε  άλλο αναπτυξιακό νόμο, πλην του Ν. 3908/2011 όπως ισχύει, λόγω πραγματοποίησης παραγωγικών επενδύσεων. Σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης των πιο πάνω αποθεματικών κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 1473/1984 ή του άρθρου 101 του Ν. 1892/1990 δεν εφαρμόζονται τα αναφερόμενα ανωτέρω, αλλά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των νόμων αυτών. Επισημαίνεται ότι ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν τη φορολογική  μεταχείριση  διανομής  ή κεφαλαιοποίησης αποθεματικών συνεχίζουν να ισχύουν (π.χ. παρ. 6 άρθρου 8 του ν. 3299/2004 ).
β) τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα αποθεματικά που σχηματίζονται με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. και απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος, όπως για παράδειγμα ο ειδικός λογαριασμός της παρ. 5 του άρθρου 58 «Ειδικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών Συστημάτων μέχρι δέκα (10) kw».

Σημειώνεται ότι ειδικά για τα αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί με βάση τις διατάξεις του νέου Κ.Φ.Ε. (άρθρο 48 του ν. 4172/2013) από αφορολόγητα έσοδα τα οποία προέρχονται από τα μερίσματα που εισπράττουν τα νομικά πρόσωπα από ημεδαπές και αλλοδαπές συνδεδεμένες εταιρείες, δεν έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα πιο πάνω, αλλά οι ειδικότερες οδηγίες που έχουν δοθεί με την ΠΟΛ.1039/2015 εγκύκλιό μας.

Τα ως άνω διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα ποσά αποθεματικών της ενότητας Α΄ θεωρούνται φορολογικά κέρδη του φορολογικού έτους εντός του οποίου γίνεται η διανομή ή κεφαλαιοποίηση και φορολογούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του Ν. 4172/2013, συναθροιζόμενα με τα λοιπά αποτελέσματα (κέρδη ή ζημίες) από επιχειρηματική δραστηριότητα με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος που θα υποβληθεί για το φορολογικό έτος αυτό. Είναι αυτονόητο ότι αν το αποτέλεσμα από επιχειρηματική δραστηριότητα είναι ζημιογόνο, το διανεμηθέν ή κεφαλαιοποιηθέν ποσό θα μειώσει το ζημιογόνο αυτό αποτέλεσμα.

Τέλος, όσον αφορά στα αποθεματικά που έχουν σχηματιστεί από την υπερτίμηση από αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου και δεδομένου ότι η αποζημίωση που λαμβάνεται στις περιπτώσεις αυτές κατά συνταγματική επιταγή δεν υπόκειται σε φόρο, δεν εφαρμόζονται τα παραπάνω.».

Επειδή με τις διατάξεις του Ν.Δ. 1297 της 8/8.12.1972. Περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων.- (Α’ 217), ορίζονται τα ακόλουθα:
«Άρθρον 2.
1. Η εκ της κατά το άρθρον 1 συγχωνεύσεως ή μετατροπής προκύπτουσα υπεραξία δεν υπόκειται κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως ή μετατροπής, εις φόρον εισοδήματος.
2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον υπεραξία, διαπιστουμένη δι` απογραφής των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων και εμφανιζομένη απαραιτήτως εις ειδικούς λογαριασμούς της  συγχωνευούσης ή της νέας εταιρείας μέχρι του χρόνου διαλύσεώς της, θεωρείται περιερχομένη εις ταύτην και φορολογείται  κατά τον χρόνον της καθ` οιανδήποτε τρόπον διαλύσεώς της, εφαρμοζομένων αναλόγως εν προκειμένω δια μεν τας ανωνύμους εταιρείας των διατάξεων της παραγράφου 2 του  ά ρθ ρου 26 του ν.δ. 3323/1955, δια δε τας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης των διατάξεων της  παραγράφου 2 του άρθρου 32 του αυτού νομοθετικού διατάγματος 3323/1955.

Με τις παρ. 5 και 6 του άρθρου 18 του ν. 3296/2004, ορίζεται ότι:
“5. Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 5, 6, 9, 10 και 12 του Ν.Δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α΄) εφαρμόζονται ανάλογα και επί των συγχωνεύσεων του παρόντος άρθρου.
6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για συγχωνεύσεις επιχειρήσεων των οποίων η ολοκλήρωση θα γίνει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008″.

Επειδή με την εγκύκλιο ΠΟΛ.25/1973 Περί κοινοποιήσεως του υπ’ αριθ. 1297/1972 Νομοθετικού Διατάγματος «περί παροχής φορολογικών κινήτρων δια την συγχώνευσιν ή μετατροπήν επιχειρήσεων προς δημιουργίαν μεγάλων οικονομικών μονάδων», ορίζονται τα ακόλουθα:
«3) ΠΑΡΕΧΟΜ ΕΝΑΙ  ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑΙ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΛΛΑΓΑΙ
Αι δια του κοινοποιούμενου Ν. Δ/τος παρεχόμεναι φορολογικαί απαλλαγαί και διευκολύνσεις συνίστανται εις την:
α. Αναβολήν εκ της φορολογίας εισοδήματος της κατά την συγχώνευσιν ή μετατροπήν προκυπτούσης υπεραξίας των μετοχών ή του κεφαλαίου μέχρι του χρόνου διαλύσεως της συγχωνευούσης ή της νέας εταιρείας.
11) ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΦΟΡΩΣΑΙ ΕΙΣ ΤΗΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΝ ΕΙΣΟΔΗΜΤΟΣ
Δια του κοινοποιούμενου Ν. Δ/τος εις τας συγχωνευομένας ή μετατρεπομένας επιχειρήσεις, παρέχονται αι κάτωθι φορολογικαί διευκολύνσεις εις την φορολογίαν εισοδήματος: Α) Αναβολή εκ της φορολογίας της υπεραξίας.
1) Υπό των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του κοινοποιούμενου Ν.Δ τος προβλέπεται, ότι, εις περίπτωσιν συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων, κατά τας διατάξεις του άρθρου 1 του αυτού Ν. Δ /τος, περί ων αναφερόμεθα λεπτομερώς εν παραγράφω 1 του κεφαλαίου 2 της παρούσης, η προκύπτουσα υπεραξία των μετοχών ή του κεφαλαίου των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων δεν υπόκειται εις φορολογίαν εισοδήματος κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως ή μετατροπής, ως θα έδει, αλλά κατά τον χρόνον της διαλύσεως των συγχωνευουσών ή των δια της μετατροπής συνιστωμένων νέων έταιρειών, εις ας θεωρείται ότι περιέρχεται η υπεραξία αύτη.
Ειδικώτερον, η διευκόλυνσις συνίσταται εις το ότι η τυχόν προκύπτουσα υπεραξία των μετοχών της διαλυομένης ανωνύμου εταιρείας ή της απορροφωμένης τοιαύτης, ήτις κατά το άρθρον 26 παρ. 2 του ΝΔ 3323/1955 υπόκειται εις φόρον εισοδήματος θεωρουμένη ως διανεμόμενον μέρισμα, ως και η υπεραξία του κεφαλαίου, ήτις προκύπτει εκ της εισφοράς εις την ανώνυμον εταιρείαν ή την εταιρείαν περιωρισμένης ευθύνης των περιουσιακών στοιχείων των συγχωνευομένων ή μετατρεπομένων επιχειρήσεων, ήτις φορολογείται επίσης ως κέρδος εξ εμπορικών επιχειρήσεων, κατά το άρθρον 32 παρ. 2 του αυτού ως άνω Ν. Δ/τος, δεν θα υπόκειται εις φόρον εισοδήματος κατά τον χρόνον της συγχωνεύσεως ή μετατροπής, αλλά κατά τον χρόνον της καθ’ οιονδήποτε τρόπον διαλύσεως αυτών. Ούτω κατά την διάλυσιν της εταιρείας, εάν μεν πρόκειται περί ανωνύμου εταιρείας, η υπεραξία θα φορολογηθή επ’ ονόματι των τότε κομιστών των τίτλων αύτης κατά τα εν άρθρω 26 παρ. 2 του Ν.Δ. 3323/1955 οριζόμενα, εάν δε πρόκειται περί εταιρείας περιωρισμένης ευθύνης η υπεραξία προσαυξάνει τα κέρδη αύτης βάσει της παραγρ. 2 του άρθρου 32 του Ν.Δ. 3323/1955 και φορολογείται επ’ ονόματι των εταίρων αυτής κατά τα ισχύοντα εν τη φορολογία εισοδήματος φυσικών προσώπων.
Δια να καταστή εφικτή η φορολόγησις της υπεραξίας κατά τον χρόνον της διαλύσεως της εταιρείας, θεσπίζεται, δια της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 2 του κοινοποιουμένου  Ν.Δ/τος, η υποχρέωσις εμφανίσεως  ταύτης υπό της εταιρείας εις ειδικούς λογαριασμούς, οίτινες θα παραμείνουν αμετάβλητοι εις τα βιβλία αύτης καθ’ όλην την διάρκειαν λειτουργίας της  εταιρείας.».

Επειδή με την παρ. 10 του άρθρου 54 του ν. 4172/2013, ορίζεται ότι:

«10. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, η λήπτρια εταιρεία μπορεί να μεταφέρει τα αποθεματικά και τις προβλέψεις που σχηματίστηκαν από την εισφέρουσα εταιρεία, με τις φορολογικές απαλλαγές και τους όρους που θα ίσχυαν για την εισφέρουσα εταιρεία, εάν η μεταβίβαση δεν είχε λάβει χώρα. Η λήπτρια εταιρεία  αναλαμβάνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εισφέρουσας εταιρείας ως προς τα εν λόγω αποθεματικά και προβλέψεις.».

Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 64 του ν. 4174/2013 ορίζεται ότι:«Η Φορολογική Διοίκηση έχει την υποχρέωση να παρέχει σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία για τη νομική βάση, τα γεγονότα και τις περιστάσεις που θεμελιώνουν την έκδοση πράξεως και τον προσδιορισμό φόρου.»

Επειδή συναφώς, στις διατάξεις του άρθρου 17§§12 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Ν. 2690/1999) με τίτλο «Αιτιολογία» ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Η ατομική διοικητική πράξη πρέπει να περιέχει αιτιολογία, η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή της. 2. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εκτός αν προβλέπεται ρητώς στο νόμο ότι πρέπει να περιέχεται στο σώμα της πράξης».


Επειδή σύμφωνα με την απόφαση ΣτΕ 1542/2016 : «..η διενέργεια ελέγχου και η σύνταξη σχετικής εκθέσεως αποτελούν ουσιώδεις τύπους της διαδικασίας εκδόσεως του οικείου φύλλου ελέγχου. Η παντελής αοριστία της εκθέσεως ελέγχου ισοδυναμεί με ανυπαρξία αυτής και καθιστά το φύλλο ελέγχου νομικώς πλημμελές και ακυρωτέο λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εκδόσεώς του. Επί μέρους όμως ελλείψεις του περιεχομένου της εκθέσεως ελέγχου, αυτές καθ` εαυτές, δεν αποτελούν τυπική πλημμέλεια του φύλλου ελέγχου καθιστώσα τούτο νομικώς πλημμελές και ακυρωτέο, αλλά αποτελούν αντικείμενο ουσιαστικής εκτίμησης από τα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία υποχρεούνται να ελέγξουν την ουσιαστική ορθότητα αυτού (πρβλ. ΣτΕ 2054/1995, ΣτΕ 3108/1996, ΣτΕ 565/2008, ΣτΕ 1509/2013).»

Επειδή από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η έκθεση ελέγχου, που συνιστά την αιτιολογία της καταλογιστικής του φόρου πράξεως, πρέπει να είναι σαφής, ειδική και επαρκής. Σκοπός της αιτιολογίας είναι η δημιουργία δυνατότητος ελέγχου τόσο από τον διοικούμενο, όσο και από το Δικαστήριο, κατά πόσο η διοικητική πράξη εκδόθηκε για τη διασφάλιση του διοικουμένου και κατά πόσο είναι σύμφωνη ή βρίσκεται σε αρμονία προς τους κανόνες δικαίου, που καθορίζουν το πλαίσιο της νομιμότητος (βλ. Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, §5.Αιτιολογία της διοικητικής πράξης).
Επειδή εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την από 06/11/2018 έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., με την από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων (αρ. πρακτικού …..) και του με αρ. ……../2014 πρακτικού ΔΣ, που καταχωρήθηκε στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσ/νίκης την 29/12/2014 (αριθμός απόφασης έγκρισης του Περιφερειάρχη Κεντρικής Μακεδονίας …… /19-12-2014), τροποποιήθηκε το άρθρο 5 του καταστατικού  και:
1.Αυξήθηκε το μετοχικό  κεφάλαιο της  εταιρείας κατά  το  ποσό  των 3.578.260,67 €  με κεφαλαιοποίηση
α) όλου του ειδικού αποθεματικού «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» ύψους 3.063.482,23 € και
β) όλου του ειδικού αποθεματικού «Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών στοιχείων» ύψους 514.778,44 € το οποίο προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2065/92, ποσού 513.226,23 € από την αναπροσαρμογή της 31/12/2012 και 1.552,21 € από παλαιότερες αναπροσαρμογές.
2.Ταυτόχρονα μειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 3.678.260,67 € με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους με ακύρωση 100.000 μετοχών ονομαστικής αξίας ενός (1) ευρώ.
Επειδή στη με αρ. ……../2014 απόφαση του ΔΣ αναφέρεται ότι «το ποσό των 3.678.260,67 €    με το οποίο μειώθηκε το κεφάλαιο προέρχεται από καταβολές μετρητών στο παρελθόν από αυξήσεις των μετοχικών κεφαλαίων των συγχωνευθεισών παλαιών ΑΕ ‘’ …………..    …………  ΑΕ’’ και ‘’ …………..   …………..  ΑΒΕΕ’’.»

Επειδή στην από 06/11/2018 έκθεση μερικού ελέγχου φορολογίας εισοδήματος της ελεγκτού του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., ………..   ……….. , αναγράφονται τα ακόλουθα:
«Με την από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων αποφασίσθηκε η ταυτόχρονη μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό των 3.678.260,67 € το οποίο σύμφωνα πάντα με την απόφαση της Γ. Σ., έχει προέλθει από καταβολές μετρητών στο παρελθόν από αυξήσεις των μετοχικών κεφαλαίων των συγχωνευόμενων εταιριών  …………..    …………..  ΑΒΕΕ  και  ……………………..  ΑΕ.
 
Από το συνολικό ποσό των 3.678.260,67 € που διανεμήθηκε το πράγματι καταβληθέν από τους μετόχους κεφάλαιο ανέρχεται σε 3.292.342,87 €. Το υπόλοιπο ποσό των 385.917,80 € προέρχεται:
α) από υπεραξίες από συγχώνευση ν.1297/1972 που υπάγονται σε φόρο εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 4172/2013, όπως ερμηνεύτηκε με τις ΠΟΛ.1059/2015 & ΠΟΛ.1143/2014, ποσού 2.475.439,36 €
β) από υπεραξία αναπροσαρμογής ακινήτων ν. 2065/1992 έτους 2012 που υπάγεται σε φόρο εισοδήματος λόγω μείωσης του κεφαλαίου πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. του άρθρου 26 του Ν. 2065/1992, ποσού 513.226,23 € για την οποία καταβλήθηκε φόρος 41.058,10 € και
γ) από υπεραξία αναπροσαρμογής ακινήτων ν. 2065/1992 παλαιών ετών που δεν υπάγεται σε φόρο εισοδήματος, ποσού 397.252,21 €.

Επειδή στην από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων δεν αναφέρεται από πού προέρχεται το πέραν του πράγματι καταβληθέντος από τους μετόχους κεφάλαιο ποσού 385.917,80 €, ο έλεγχος το προσδιόρισε βάσει της αναλογίας των υπαγόμενων και μη σε φόρο εισοδήματος αποθεματικών από υπεραξίες των Ν. 1297/1972 και 2065/1992 και υπολόγισε το φορολογητέο διανεμηθέν ποσό ως ακολούθως:




Επειδή η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η σχετική μείωση που η εταιρεία πραγματοποίησε ποσού 3.678.260,67 ευρώ, τροφοδοτήθηκε εξ’ ολοκλήρου: ι) κατά το ποσό των 3.292.342,87 ευρώ από καταβεβλημένο κεφάλαιο σε μετρητά και ιι) κατά το λοιπό ποσό των 340.640,06 ευρώ από μείωση της υπεραξίας αναπροσαρμογών ν. 2065/1992 για τις οποίες στις 31-12-2014 είχε παρέλθει η πενταετία και οι οποίες ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 397.252,21 ευρώ – ήτοι υπερκάλυπταν το λοιπό απαιτούμενο ποσό των 340.640,06 ευρώ. Τούτο δε προκύπτει και αποδεικνύεται από τη σχετική ανάλυση εγγραφών μείωσης κεφαλαίου της εταιρίας και από το με αριθμ. αρ. …../18-12-2014 Πρακτικό Δ.Σ. με θέμα την πιστοποίηση αύξησης και μείωσης κεφαλαίου. Ωστόσο το εν λόγω πρακτικό δεν υποβλήθηκε στο ΓΕΜΗ σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7α και 11 του ν. 2190/1920, όπως ισχύει.

Επειδή η προσφεύγουσα εταιρεία εν συνεχεία υπέβαλε στην Υπηρεσία μας το υπ΄ αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ ……. ΕΙ2019ΕΜΠ/07-05-2017 υπόμνημα επί ενδικοφανούς προσφυγής με συνημμένα ισοζύγια λογαριασμών τάξεως 04-11 και 08-11, κεφαλαιοποίησης αποθεματικών εταιρικών χρήσεων 2014, 2015 και 2016 και σχετικές εγγραφές μείωσης κεφαλαίου. Επίσης υπέβαλε στην Υπηρεσία μας το υπ΄ αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ ……. ΕΙ2019ΕΜΠ/07-06-2019 υπόμνημα με συνημμένα α) αντίγραφο της με αρ. …… /31-12-2008 σύστασης της προσφεύγουσας εταιρίας, η οποία προήλθε από την συγχώνευση των ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία ‘’ …………..   …………..  ΑΒΕΕ’’ και‘’ …………..   …………  ΑΕ’’, β) αντίγραφο του καταστατικού σύστασης της εταιρείας με την επωνυμία‘’ …………..    …………..   ΑΒΕΕ’’ και τις τροποποιήσεις αυτής και γ) αντίγραφο του καταστατικού σύστασης της εταιρείας με την επωνυμία ‘’ …………..  …………  ΑΕ’’ και τις τροποποιήσεις αυτής.

Επειδή η προσφεύγουσα εταιρεία, με το με αριθμ. πρωτ. ΔΕΔ ……. ΕΙ2019ΕΜΠ/07-05-2019 έγγραφο υπόμνημα, που υπέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας μας προσκόμισε συμπληρωματικά στοιχεία –αντίγραφα ισοζυγίων των λογαριασμών τάξεως και των σχετικών εγγραφών τους για τα έτη 2014 – 2016   αναφορικά με την κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών. Εκδόθηκε η υπ΄ αριθ…../10-05-2019 απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.5 του άρθρου 63 του ν.4174/2013(Κ.Φ.Δ.) περί παράτασης προθεσμίας έκδοσης απόφασης επί της υπό κρίση ενδικοφανούς προσφυγής για τριάντα (30) ημέρες.

Επειδή από τις επίσημες οικονομικές καταστάσεις και συγκεκριμένα από τον ισολογισμό της 31/12/2014 διαπιστώνεται μείωση του μετοχικού κεφαλαίου από 3.100.000,00  ευρώ της 31/12/2013 σε 3.000.000,00 ευρώ και μείωση του λογαριασμού υπεραξίας από συγχώνευση ήτοι 3.063.482,23 ευρώ και των διαφορών από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών στοιχείων, ήτοι 514.778,44  ευρώ.

Επειδή στο δημοσιευμένο στο Γ.Ε.Μ.Η., πρακτικό υπ΄ αριθμ. ……/2014 της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της προσφεύγουσας εταιρείας και συγκεκριμένα στο θέμα αύξηση και ταυτόχρονη μείωση κεφαλαίου τροποποίηση του άρθρου 5 του καταστατικού της, αναφέρεται ότι:
 «Α. Να γίνει κεφαλαιοποίηση όλου του ειδικού αποθεματικού «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» ύψους 3.063.482,23 που προήλθε κατά την ίδρυση της εταιρείας από την συγχώνευση με τις ευεργετικές διατάξεις του Ν.Δ.1297/1972 των παλαιών Α.Ε. « …………..   …………  ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και « …………..  …………..  Α.Β.Ε.Ε.» σύμφωνα με την με αριθμ…../1974 ΝΣΚ…
Β. Να γίνει κεφαλαιοποίηση όλου του ειδικού αποθεματικού «Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών στοιχείων» ν.2065/1992 ύψους 514.778,44 ευρώ…
Γ. Να γίνει μείωση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 3.678.260,67 ευρώ με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους τονίζοντας ότι αυτή η μείωση είναι σύννομη καθότι το ως άνω ποσό των 3.678.260,67 ευρώ έχει προέλθει από καταβολές μετρητών στο παρελθόν από αυξήσεις των μετοχικών  κεφαλαίων  των  συγχωνευθεισών  παλαιών  Α.Ε.  «  …………..      …………    ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και « ………….. ………….. Α.Β.Ε.Ε.» και έτσι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας να διαμορφωθεί πλέον σε τρία εκατομμύρια (3.000.000,00) κοινές ονομαστικές μετοχές ονομαστικής αξίας ενός (1) ευρώ…
Επακολούθησε διεξοδική διαλογική συζήτηση μεταξύ όλων των μετόχων και ακολούθως η Γ.Σ. ομόφωνα και παμψηφεί ενέκρινε τις ως άνω προτάσεις του προέδρου, αποφάσισε όπως οι αυξήσεις του Μ.Κ. γίνουν άμεσα, η δε μείωση να είναι απρόθεσμη και εξαρτώμενη από το ύψος των διαθεσίμων και τις ταμειακές ροές της εταιρείας και τροποποίησε κα διαμόρφωσε το άρθρο 5 του καταστατικού της εταιρείας ως ακολούθως:

Άρθρο 5
Μετοχικό Κεφάλαιο

1.Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ορίσθηκε σε τρία εκατομμύρια εκατό χιλιάδες 3.100.000 ευρώ καταβλητέο ολόκληρο από τους ιδρυτές εις είδος, σύμφωνα με αυτά που ορίζει …το άρθρο 38 του καταστατικού κατανεμόμενο σε τρία εκατομμύρια εκατό χιλιάδες (3.100.000,00) κοινές ονομαστικές μετοχές που κάθε μία είναι ονομαστικής αξίας ενός (1) ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό …των (3.063.482,23)  της  συνολικής  καθαρής  περιουσίας  των  συγχωνευθεισών  ΑΕ  Α.Ε.  «  ……………………..  ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και « …………..   …………..  Α.Β.Ε.Ε.»,… που εκτιμήθηκε από την επιτροπή του άρθρου 9 στο ποσό των 6.063.482,23 ευρώ έχει αχθεί στο ειδικό αποθεματικό
«Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» κεφαλαιοποιηθησόμενο προσεχώς με έκδοση δωρεάν μετοχών ( …………/2008 πράξη της Συμβολαιογράφου της ………… ………….. … …………  ΦΕΚ ΤΑΕ ΠΑΕ αριθμ.…/02-02-2009).
Με την από 12-12-2014 Έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας αποφασίσθηκαν τα ακόλουθα:
Α. Η κεφαλαιοποίηση όλου του ειδικού αποθεματικού «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» ύψους 3.063.482,23 ευρώ.
Β. Η κεφαλαιοποίηση όλου το ειδικού αποθεματικού «Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών στοιχείων» ν.2065/1992 ύψους 514.778,44 ευρώ.
Γ . Η μείωση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 3.678.260,67 ευρώ με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους με ακύρωση 100.000 μετοχών ονομαστικής αξίας εκάστης ενός (1) ευρώ.»
 
Επειδή εν προκειμένω ο έλεγχος ως προς την αύξηση και μείωση του κεφαλαίου αναφέρει:

Ως προς την αύξηση:

«1.Αυξήθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 3.578.260,67 € με κεφαλαιοποίηση α) όλου του ειδικού αποθεματικού «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» ύψους 3.063.482,23 € και β) όλου του ειδικού αποθεματικού «Διαφορές από αναπροσαρμογή αξίας λοιπών περιουσιακών στοιχείων» ύψους 514.778,44 € το οποίο προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2065/1992, ποσού 513.226,23 € από την αναπροσαρμογή της  31/12/2012 και 1.552,21€ από παλαιότερες. 2.Ταυτόχρονα μειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας κατά το ποσό των 3.678.260,67 € με επιστροφή κεφαλαίου στους μετόχους με ακύρωση 100.000 μετοχών ονομαστικής αξίας ενός (1) ευρώ. Από τα στοιχεία που μας προσκόμισε η ελεγχόμενη όπως
1. την με αριθμ.  …… /31-12-2008 πράξη σύστασης, στην οποία εμπεριέχεται η εκτίμηση της Επιτροπής του άρθρου 9 του Ν.2190/1920
2. Ισολογισμούς 31-12-2007 και 31-12-2008 των συγχωνευόμενων εταιριών  …………..   …………..  ΑΒΕΕ και  …………..   …………  ΑΕ
3. Τα ΦΕΚ αύξησης των Μετοχικών Κεφαλαίων των συγχωνευόμενων εταιριών
4. Ισολογισμό 31-12-2008 σύστασης της ελεγχόμενης εταιρίας
5. την από 12/12/2014 απόφαση της Γ. Σ. των μετόχων για αύξηση    και μείωση του  Μετοχικού Κεφαλαίου της ελεγχόμενης εταιρίας διαπιστώθηκε από τον έλεγχο ότι:

Το ποσό των 3.063.482,23 € που εμφανίζεται στα βιβλία της ελεγχόμενης ως ειδικό αποθεματικό «Υπεραξία από συγχώνευση ή μετατροπή» δεν αποτελεί υπεραξία από τη συγχώνευση του Ν.Δ. 1297/1972 αλλά μέρος της εισφερόμενης από τις συγχωνευόμενες εταιρίες καθαρής θέσης, στην οποία εμπεριέχεται η υπεραξία από τη συγχώνευση του Ν.Δ. 1297/1972
….

Ως προς την μείωση

«Από το συνολικό ποσό των 3.678.260,67 € που διανεμήθηκε το πράγματι καταβληθέν από τους μετόχους κεφάλαιο ανέρχεται σε 3.292.342,87 €. Το υπόλοιπο ποσό των 385.917,80 € προέρχεται:
α) από υπεραξίες από συγχώνευση Ν.1297/1972 που υπάγονται σε φόρο εισοδήματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 47 του Ν. 4172/2013, όπως ερμηνεύτηκε με τις ΠΟΛ.1059/2015 & ΠΟΛ.1143/2014, ποσού 2.475.439,36 €
β) από υπεραξία αναπροσαρμογής ακινήτων ν. 2065/1992 έτους 2012 που υπάγεται σε φόρο εισοδήματος λόγω μείωσης του κεφαλαίου πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. του άρθρου 26 του Ν. 2065/1992, ποσού 513.226,23 € για την οποία καταβλήθηκε φόρος 41.058,10 € και
γ) από υπεραξία αναπροσαρμογής ακινήτων ν. 2065/1992 παλαιών ετών που δεν υπάγεται σε φόρο εισοδήματος, ποσού 397.252,21 €».

Επειδή ο έλεγχος κρίνει ότι μέρος από το ποσό των 385.917,80 ευρώ που διανέμεται στους  μετόχους  προέρχεται  από  την  υπεραξία  του  ν.1297/1972  για  την  οποία  αναφέρει  ότι υπάγεται σε φόρο εισοδήματος. Ωστόσο σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του ν.1297/1972 η υπεραξία παρακολουθείται σε ειδικούς λογαριασμούς-λογαριασμούς τάξεως μέχρι τον χρόνο διάλυσης της εταιρείας και φορολογείται κατά τον χρόνο της διάλυσης. Εν προκειμένω ο έλεγχος υπαγάγει σε φόρο την εν λόγω υπεραξία αναφερόμενος μόνο στις διατάξεις του άρθρου 47 του ν.4172/2013 χωρίς να αναφέρεται εάν έχει προβεί σε έλεγχο των λογιστικών λογαριασμών τάξεως και ουσίας της δημιουργηθείσας από την συγχώνευση υπεραξίας του ν.1297/1972, που επικαλείται η προσφεύγουσα εταιρεία και των σχετικών εγγραφών που έχουν πραγματοποιηθεί σε αυτούς ώστε να διαπιστωθεί εάν οι εν λόγω λογαριασμοί τηρούνται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες διατάξεις και εάν από την κίνησή τους, υφίσταται θέμα υπαγωγής της υπεραξίας σε φορολόγηση.

Επειδή επίσης ο έλεγχος δέχεται ότι από το ποσό 3.678.260,67 της συνολικής μείωσης του κεφαλαίου, το ποσό των 3.292.342,87 ευρώ αφορά καταβλημένο σε μετρητά και σε προγενέστερες περιόδους, μετοχικό κεφάλαιο. Στο με αριθμό …../12-1214 πρακτικό έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, αναφέρεται ότι η μείωση του κεφαλαίου διενεργήθηκε με ακύρωση 100.000 μετοχών ονομαστικής αξίας 1,00 ευρώ, γεγονός το οποίο απεικονίζεται και στον δημοσιευμένο ισολογισμό. Ωστόσο, δεδομένου ότι έχει προηγηθεί αύξηση του κεφαλαίου και ταυτόχρονη μείωση αυτού, η οποία μείωση δεν αφορά σε μείωση της ονομαστικής αξίας του συνόλου των μετοχών αλλά ακύρωση μέρους αυτών, δεν γίνεται απεικόνιση της αρχικής και της τελικής μετοχικής σύνθεσης του κεφαλαίου (ποσότητα και αξία εκδοθέντων και ακυρωθέντων μετοχών) και πως αυτή συσχετίζεται με το ποσό επιστροφής στους μετόχους.

Επειδή η προσφεύγουσα εταιρεία αμφισβητεί την αιτιολογία της έκθεσης ελέγχου κατά το μέρος που αφορά την προέλευση του ποσού μείωσης του κεφαλαίου και την φορολόγηση αυτού, επικαλούμενη συγκεκριμένες λογιστικές εγγραφές σε λογαριασμούς τάξεως και ουσίας. Δεδομένου ότι ως αναφέρθηκε δεν παρέχεται επαρκή αιτιολογία ως προς τα θέματα της προέλευσης της μείωσης κεφαλαίου και της φορολόγησης αυτής καθότι δεν υπάρχει συσχέτιση της αιτιολογίας με τις συγκεκριμένες λογιστικές εγγραφές αύξησης και μείωσης κεφαλαίου στους προβλεπόμενους από τις ειδικές διατάξεις λογαριασμούς, ο σχετικός ισχυρισμός της προσφεύγουσας βασίμως προβάλλεται.

Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 63 του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με το άρθρο 49 παρ. 5 του ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287/31.12.2013) και του άρθρου 4 παρ. 3 της ΠΟΛ.1064/2017 σε περίπτωση που η πράξη ακυρώνεται για λόγους τυπικής πλημμέλειας, η αρμόδια φορολογική αρχή ενεργεί εκ νέου σύμφωνα με τα οριζόμενα στην απόφαση της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

Επειδή η υπ΄ αριθ. … /2018 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014, εκδόθηκε μεν κατόπιν του πορίσματος ελέγχου που αναγράφεται στην από 06/11/2018 έκθεση μερικού ελέγχου φόρου μερισμάτων (άρθρων 36 & 64 Ν 4172/2013) της ελεγκτού του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., ……….. ……….. , ωστόσο το εν λόγω πόρισμα προέκυψε συνέπεια των αποτελεσμάτων του ελέγχου, της ιδίας ελεγκτικής αρχής, στη φορολογία εισοδήματος.
 
Επειδή γενομένων δεκτών των ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση των λοιπών προβαλλόμενων με την παρούσα ενδικοφανή προσφυγή, ισχυρισμών.

Α  π  ο  φ  α  σ  ί  ζ  ο  υ  μ  ε

Την αποδοχή της με ημερομηνία κατάθεσης 18/01/2019 και με αριθμό πρωτοκόλλου …. ενδικοφανούς προσφυγής της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία « ………….. ………….. – Ανώνυμος Βιομηχανική & Εμπορική Εταιρεία ………….. ………….. », ΑΦΜ ………… , και την ακύρωση της με αριθμ. … /2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού/επιβολής προστίμου φόρου εισοδήματος, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014 και της με αριθμ. … /2018 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού παρακρατούμενου φόρου στα εισοδήματα από μερίσματα, του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., φορολογικού έτους 2014 για τυπικούς λόγους σύμφωνα με το ως άνω σκεπτικό.



Εντελλόμεθα όπως αρμόδιο όργανο κοινοποιήσει με τη νόμιμη διαδικασία την παρούσα απόφαση στον υπόχρεο.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Β2α/οικ.70504/2019 Καθορισμός προϋποθέσεων ανάθεσης της εφαρμογής διπλογραφικού συστήματος Γενικής Αναλυτικής Λογιστικής και κοστολόγησης στις Δημόσιες Μονάδες Υγείας

Αριθμ. Β2α/οικ. 70504/7-10-2019

(ΦΕΚ Β’ 3815/15-10-2019)

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:
α) του άρθρου 79 του ν. 4623/2019 (ΦΕΚ 134/Α΄/ 9.8.2019) «Ρυθμίσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, διατάξεις για την ψηφιακή διακυβέρνηση, συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και άλλα επείγοντα ζητήματα»,
β) του π.δ. 146/2003 (ΦΕΚ 122/Α’/2003),
γ) του π.δ. 121/ 2017 «Οργανισμός του Υπουργείου Υγείας (ΦΕΚ 148 Α΄), όπως ισχύει σήμερα.

2. Την αριθμ. 67477/24.9.2019 εισήγηση του Γ.Δ.Ο.Υ. του Υπουργείου Υγείας,

αποφασίζουμε:

1. Αντικείμενο ανάθεσης Λογιστικών εργασιών.

Οι Δημόσιες Μονάδες Υγείας, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, στο πλαίσιο διασφάλισης παροχής επίκαιρης και υπεύθυνης οικονομικής πληροφόρησης στη Διοίκηση, με τρόπο που να επιτρέπει τον καλύτερο έλεγχο και προγραμματισμό των δαπανών, την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, τη σημαντική εξοικονόμηση δημοσίων πόρων και ενίσχυση της διαφάνειας στην τήρηση των λογιστικών καταστάσεων, δύνανται να αναθέτουν σε Φυσικά ή Νομικά Πρόσωπα, (εξωτερικό συνεργάτη), σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και χωρίς άλλη προϋπόθεση, το έργο της πλήρους εφαρμογής του διπλογραφικού λογιστικού τους συστήματος.
 
Ειδικότερα, την τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων και τη σύνταξη οικονομικών καταστάσεων, για την πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του Κλαδικού τους Λογιστικού Σχεδίου (Π.Δ. 146/2003), της Γενικής και Αναλυτικής Λογιστικής και του Δημόσιου Λογιστικού.

2. Προϋποθέσεις και Κριτήρια για την επιλογή αναδόχου.

Ο ανάδοχος στον οποίο θα ανατίθεται το έργο, πρέπει να πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις:

α) Εμπειρία

Να έχει αποδεδειγμένα εμπειρία σε ανάλογο λογιστικό κοστολογικό σχεδιασμό και σε μηχανογραφικές εφαρμογές, σε ότι αφορά την λειτουργία Γενικής Αναλυτικής Λογιστικής, εσωλογιστικής κοστολόγησης και του Δημόσιου Λογιστικού με την διπλογραφική μέθοδο. Κατά την επιλογή θα ληφθεί σοβαρά υπόψη η ενδεχόμενη εμπειρία και εξοικείωση του αναδόχου σε υποδομές του Υγειονομικού Τομέα, που θα αποδεικνύεται από προηγούμενη διεκπεραίωση έργων, τα οποία σχετίζονται άμεσα με τη Νοσοκομειακή Λογιστική, τη Νοσοκομειακή Οργάνωση Λειτουργία, τα Οικονομικά της Υγείας και το Νοσοκομειακό Κόστος.
Ως εμπειρία εννοείται η εμπειρία του φυσικού προσώπου, που θα είναι επικεφαλής συντονιστής της προτεινόμενης από τον ανάδοχο ομάδας, για την υλοποίηση του έργου στον Φορέα, Λογιστής Φοροτέχνης Α΄ τάξεως, τα προσόντα του οποίου θα διασφαλίζουν την άρτια εκτέλεση του έργου (εργασιακή εμπειρία σε παρόμοιες εφαρμογές, εκπαιδευτική  πείρα, η υπογραφή απ’ αυτόν τουλάχιστον τριών ισολογισμών, τα τελευταία τρία χρόνια πριν από την προκήρυξη του διαγωνισμού κ.λπ.). Σε περίπτωση που αυτό το πρόσωπο, για οποιονδήποτε λόγο, αποχωρήσει από την ομάδα, θα πρέπει να αντικατασταθεί εντός δέκα ημερών από άλλο πρόσωπο, που να κατέχει τα προσόντα που απαιτούνται από την παρούσα απόφαση.

β) Τίτλοι Σπουδών-Άδειες-Δεξιότητες

Τα υπόλοιπα φυσικά πρόσωπα που θα πλαισιώνουν την ομάδα του αναδόχου, θα πρέπει να είναι κάτοχοι αδείας λογιστή φοροτέχνη τουλάχιστον Β΄ τάξεως.
Επιπλέον, όλα τα μέλη της ομάδας του αναδόχου πρέπει να έχουν Πτυχίο Τμήματος Λογιστικής ή Τμήματος Λογιστικής και χρηματοοικονομικής ή Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων ή Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων Α.Ε.Ι., Α.Τ.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι.
Να έχει την δυνατότητα να αξιοποιήσει το μηχανογραφικό σύστημα του Φορέα για την διεκπεραίωση των εργασιών της επόμενης παραγράφου (3) της παρούσας απόφασης.
Στην ομάδα έργου του αναδόχου θα περιλαμβάνεται υποχρεωτικά και ένας (1) Αναλυτής Προγραμματιστής πτυχιούχος Α.Ε.Ι., Α.Τ.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι, με αποδεδειγμένη τριετή επαγγελματική εμπειρία στην εκπόνηση και στην εφαρμογή προγραμμάτων μηχανογραφικής τήρησης διπλογραφικών βιβλίων, ή των Π.Δ. 146/2003 και 205/1998.

3. Περιεχόμενο Σύμβασης Υπευθυνότητα αναδόχου.

Το αντικείμενο της σύμβασης ανάθεσης, θα περιλαμβάνει:

α) Την πλήρη εφαρμογή του Π.Δ. 146/2003 για λογαριασμό της Δημόσιας Μονάδας Υγείας εκ μέρους του αναδόχου.
β) Την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων της μονάδας υγείας με την ηλεκτρονική υποβολή στο taxis όλων των προβλεπόμενων δηλώσεων.
γ) Στην ευθύνη του αναδόχου είναι η επίβλεψη των στοιχείων που η μονάδα υγείας υποβάλλει προς το Γ.Λ.Κ., την ΕΛ.ΣΤΑΤ., το Ελεγκτικό Συνέδριο, την ΥΠΕ και το Υπουργείο Υγείας.
Ειδικότερα ο Ανάδοχος θα είναι υπεύθυνος για:
1) Το άνοιγμα όλων των λογαριασμών που απαιτούνται για την πλήρη εφαρμογή και την ενημέρωση των λογαριασμών με τα δεδομένα της απογραφής έναρξης.
2) Την εκτέλεση όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την ενημέρωση και λειτουργία της γενικής λογιστικής, της αναλυτικής λογιστικής και του δημόσιου λογιστικού.
3) Την επίβλεψη και τον έλεγχο της σωστής λογιστικής απεικόνισης των λογιστικών γεγονότων που αφορούν τον φορέα, με βάση την Δημόσια λογιστική, την Γενική και Αναλυτική Λογιστική και τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
4) Την σύνταξη και έκδοση περιοδικών και ετήσιων καταστάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 146/2003 αλλά και την κείμενη νομοθεσία.
5) Την οργάνωση και επίβλεψη της απογραφής τέλους χρήσεως, την ενημέρωση των λογιστικών βιβλίων για τα αποτελέσματα της απογραφής τέλους χρήσεως.
6) Την σύνταξη και υποβολή μηνιαίων οριστικοποιημένων ισοζυγίων του κυκλώματος της Γενικής Λογιστικής (ομάδες 1-8 του Π.Δ. 146/2003), της Αναλυτικής Λογιστικής (ομάδα 9 του Π.Δ. 146/2003) και λογαριασμών τάξεως (ομάδα 10 του Π.Δ. 146/2003). Επίσης την συμφωνία των υποσυστημάτων (διαχειρίσεις φαρμακείου, υλικών, παγίων, προμηθευτών, εσόδων κ.λπ.) με τα παραπάνω τρία (3) λογιστικά κυκλώματα.
7) Την κατάρτιση και υπογραφή από τον κατά το νόμο υπεύθυνο λογιστή, των οικονομικών καταστάσεων τέλους χρήσης σύμφωνα με τα υποδείγματα της παρ.
4.1.100 τουΠ.Δ. 146/2003 και τα διεθνή πρότυπα χρηματοοικονομικής αναφοράς.
8) Την υποβολή αναλυτικής έκθεσης επί των κονδυλίων των οικονομικών καταστάσεων τέλους χρήσης. Στην έκθεση αυτή θα γίνεται αναλυτική παρουσίαση των κονδυλίων του Ισολογισμού και των αποτελεσμάτων χρήσης, για κάθε χρήση. Η παρουσίαση θα συνοδεύεται από επεξηγηματικές πληροφορίες και θα υπάρχει σύγκριση με τις προηγούμενες χρήσεις. Σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης θα παρουσιάζονται μια σειρά από αριθμοδείκτες (αποδοτικότητας, ρευστότητας κ.λπ.) με αντίστοιχα συγκριτικά στοιχεία των προηγούμενων χρήσεων. Οι αριθμοδείκτες θα αφορούν τόσο την νοσηλευτική κίνηση όσο και τα οικονομικά μεγέθη της μονάδας υγείας. Στο τέλος της έκθεσης θα παρουσιάζονται οι προτάσεις και τα συμπεράσματα σχετικά με την βελτίωση της λειτουργίας της μονάδας υγείας.
9) Την παροχή συμβουλών στα στελέχη και στη Διοίκηση της Δημόσιας Μονάδας Υγείας, για την υποστήριξη του συστήματος και την επίλυση προβλημάτων οικονομικής φύσης.
10) Την εκπόνηση κοστολογικής μελέτης και την υποστήριξη της εφαρμογής της αναλυτικής λογιστικής της εκμεταλλεύσεως (ομάδα 9 του Π.Δ. 146/2003). Ο προσδιορισμός των (κύριων και βοηθητικών) κέντρων κόστους, ο προσδιορισμός των φορέων κόστους (DRGs), η κατηγοριοποίηση των στοιχείων του κόστους σε άμεσα και έμμεσα, σταθερό και μεταβλητό, η ανάπτυξη των βάσεων μερισμού και επαναμερισμού των στοιχείων του κόστους στα κέντρα και στους φορείς κόστους, η ανάπτυξη των διαδικασιών που θα διευκολύνουν την λειτουργία της και η προσαρμογή των λογαριασμών της ομάδας (9) του Π.Δ. 146/2003 ώστε να ικανοποιούνται οι πληροφοριακές απαιτήσεις της Δημόσιας Μονάδας Υγείας και το σύστημα κοστολόγησης DRG, περιλαμβάνονται στην εφαρμογή της Αναλυτικής Λογιστικής Κοστολόγησης.
11) Την εκπαίδευση του προσωπικού στα εξειδικευμένα θέματα που απαιτούν οι ανάγκες κατά τμήμα και την πρακτική επιμόρφωση κάθε χρήστη στην καθημερινή ενασχόληση του με το αντικείμενο, με την μετάδοση εμπειρίας.
Τυχόν πρόσθετες απαιτήσεις του έργου, δύνανται να καθορίζονται στη σύμβαση, η οποία θα αναφέρει λεπτομερώς τα παραδοτέα προϊόντα και υπηρεσίες εκ μέρους του αναδόχου και τις διαδοχικές φάσεις του έργου. Δεν αποτελεί μέρος των υποχρεώσεων του αναδόχου η ανάπτυξη και η τροποποίηση του λογισμικού που θα υποστηρίζει μηχανογραφικά τις οικονομικές υπηρεσίες της Δημόσιας Μονάδας Υγείας.

4. Παραδοτέα αναδόχου.

Οι ανωτέρω ενέργειες αποσκοπούν στην αξιόπιστη παροχή πληροφοριών για την οικονομική κατάσταση της Δημόσιας Μονάδας Υγείας, σε επίπεδο μήνα. Για το λόγο αυτό οι Διοικητές των Δημόσιων Μονάδων Υγείας, θα μεριμνήσουν για την λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων έτσι ώστε να υπάρχει έγκαιρη καταχώρηση στο μηχανογραφικό σύστημά της, όλων των παραστατικών αγορών, δαπανών, παγίων και εσόδων που αφορούν τις οικονομικές συναλλαγές κάθε μήνα. Ως εκ τούτου με ευθύνη των Διοικητών, οι ανάδοχοι λογιστικής υποστήριξης θα παραδίδουν μηνιαία συμφωνημένα και υπογεγραμμένα από τον Επικεφαλή Συντονιστή Λογιστή Α’ τάξης, ισοζύγια των λογαριασμών της Γενικής Αναλυτικής Λογιστικής και Λογαριασμών Τάξεως έως τις 30 του επόμενου μήνα, από τον μήνα αναφοράς. Με τα στοιχεία που θα προκύπτουν από τα ισοζύγια θα συμπληρώνονται οι αντίστοιχοι οικονομικοί πίνακες του πληροφοριακού συστήματος του Υπουργείου Υγείας (Β.Ι), η ημερομηνία υποβολής των οποίων ορίζεται πλέον μέχρι την πέμπτη εργάσιμη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τον μήνα αναφοράς. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μόνη και αξιόπιστη πληροφόρηση, δεδομένου ότι οι αναγκαίες πληροφορίες προκύπτουν από τα τηρούμενα λογιστικά αρχεία και τους λογαριασμούς που τηρούνται σε αυτά, με τη Διπλογραφική Λογιστική Μέθοδο.

5. Προϋπολογισμός Δαπάνης

Η προϋπολογισθείσα συνολική αξία του έργου, σε ετήσια βάση, για κάθε Δημόσια Μονάδα Υγείας, ανάλογα με τον αριθμό των οργανικών κλινών της, ορίζεται ως εξής:
α) Μέχρι 250 κλίνες, ποσό μέχρι 30.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η σύνθεση της ομάδας έργου θα περιλαμβάνει, έναν λογιστή φοροτέχνη με άδεια Α΄ τάξεως, ως επικεφαλής συντονιστής και έναν λογιστή – φοροτέχνη με άδεια τουλάχιστον Β΄ τάξεως.
β) Από 251 κλίνες έως και 450 κλίνες ποσό μέχρι 50.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η σύνθεση της ομάδας έργου θα περιλαμβάνει, έναν λογιστή φοροτέχνη με άδεια Α΄ τάξεως ως επικεφαλής συντονιστής και δυο λογιστές φοροτέχνες με άδεια τουλάχιστον Β΄ τάξεως.
γ) Από 451 κλίνες και άνω, ποσό ύψους 70.000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Η σύνθεση της ομάδας έργου θα περιλαμβάνει, έναν λογιστή φοροτέχνη με άδεια Α΄ τάξεως ως επικεφαλής συντονιστής, και τρεις λογιστές φοροτέχνες με άδεια τουλάχιστον Β΄ τάξεως.

Η παρούσα δεν βαρύνει τις πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού.

Από την δημοσίευση της παρούσης καταργείται κάθε άλλη σχετική με το θέμα απόφαση.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΗΓΗ: TAXHEAVEN

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Α.1377/2019 Τροποποίηση της Τ.636/5020/0019/21-12-1989 (ΦΕΚ 918/Β’/28-12-1989) Α.Υ.Ο. «Αρμοδιότητες Τελωνειακών Αρχών του Κράτους» ως προς τις αρμοδιότητες του Τελωνείου Αερολιμένα «Ελ. Βενιζέλος»

Αριθμ. Α.1377/7-10-2019

(ΦΕΚ Β’ 3820/15-10-2019)
 
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
 
Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α’ 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα της περ. δ’ της παρ. 2 του άρθρου 2, της περ. ββ’ της υποπαραγράφου θ’ της παρ. 4 του άρθρου 14 και των παρ. 2 και 3 του άρθρου 41 αυτού, όπως ισχύουν.

2. Τις διατάξεις του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265/Α/2001) και ειδικότερα το άρθρο 2 παρ.3 αυτού.

3. Την αριθμ. Τ.636/5020/0019/21-12-1989 (ΦΕΚ 918/Β’/28-12-1989) Α.Υ.Ο. «Αρμοδιότητες Τελωνειακών Αρχών του Κράτους» όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.

4. Την ανάγκη ανακαθορισμού της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Τελωνείου Αερολιμένα «Ελ. Βενιζέλος» με στόχο τη διευκόλυνση του εμπορίου και των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον εκτελωνισμό ταχυδρομικών αντικειμένων λόγω αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς συμφωνία και μεταβατική περίοδο (no-deal BREXIT).

5. Την αριθ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β’ 968 και 1238) απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».

6. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130 και Β’ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α’ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

7. Την αριθ. 1 της 20-1-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016.

8. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),

αποφασίζουμε:

Άρθρο 1


1. Στην παράγραφο 3, του άρθρου 7, του Κεφαλαίου ΣΤ VII:Τελικές Διατάξεις, της AYO Τ.636/5020/0019/21-12-1989, προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως:
«Το Τελωνείο Αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος, πέραν των ανωτέρω, καθίσταται επιπλέον αρμόδιο για τον τελωνισμό των οδικώς αφικνούμενων/εξερχόμενων ταχυδρομικών αντικειμένων».

Άρθρο 2

Η ισχύς της απόφασης αυτής αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΗΓΗ: e-forologia.gr

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΔΕΔ 2723/2019 Ακύρωση ιδίων μετοχών – Μεταβολή καθαρής θέσης και όχι επιβάρυνση των αποτελεσμάτων της χρήσης

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψη:

1. Τις διατάξεις:
α. Του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (ΦΕΚ Α’ 170).
β. Του άρθρου 11 της Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 Απόφασης του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. (ΦΕΚ 968 Β’/22.03.2017) με θέμα «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)».
γ. Της παρ.3 του άρθρου 47 του ν.4331/2015 (ΦΕΚ Α’ 69).
δ. Την ΠΟΛ.1069/2014 Εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών.
ε. Την ΠΟΛ.1064/2017 Εγκύκλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.).

2. Την αριθμ. Δ.Ε.Δ. 1126366 ΕΞ 2016/30.08.2016 (ΦΕΚ 2759 / τ. Β’ / 01.09.2016) Απόφαση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών.

3. Τη με ημερομηνία κατάθεσης 25/04/2019 και αριθμό πρωτοκόλλου …………. ενδικοφανή προσφυγή της εταιρείας …………., ΑΦΜ …………., και με διακριτικό τίτλο …………. με έδρα στην …………. κατά της υπ’αριθμ. …………./19-03-2019 οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και τα προσκομιζόμενα με την υπό κρίση προσφυγή σχετικά έγγραφα.

4. Την υπ’αριθμ. …………./19-03-2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και την οικεία έκθεση ελέγχου, των οποίων ζητείται η ακύρωση.

5. Τις απόψεις του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ..

6. Την εισήγηση του ορισθέντος υπαλλήλου του Τμήματος Α2 όπως αποτυπώνεται στο σχέδιο της απόφασης.

Επί της με ημερομηνία κατάθεσης 25/04/2019 και αριθμό πρωτοκόλλου………….ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας…………., η οποία κατατέθηκε εμπρόθεσμα και μετά την μελέτη και την αξιολόγηση όλων των υφιστάμενων στο σχετικό φάκελο εγγράφων και των προβαλλόμενων λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής, επαγόμαστε τα ακόλουθα:

Με την υπ’αριθμ…………./19-03-2019 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. καταλογίσθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας εταιρείας φόρος εισοδήματος ποσού 87.699,72 ευρώ. Η ως άνω διαφορά φόρου εισοδήματος καταλογίσθηκε κατόπιν των διαπιστώσεων ελέγχου της από 19/03/2019 έκθεσης μερικού ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του ελεγκτή του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.    

Συγκεκριμένα από τον διενεργηθέντα έλεγχο διαπιστώθηκε ότι για το φορολογικό έτος 2014 η επιχείρηση ελέγχθηκε από το Νόμιμο Ελεγκτή σύμφωνα με το άρθρο 65Α ν.4174/2013 και έλαβε Ετήσιο Πιστοποιητικό (αντίγραφο επισυνάπτεται) βάσει της Έκθεσης Φορολογικής Συμμόρφωσης, η οποία εκδόθηκε με «Συμπέρασμα χωρίς επιφύλαξη με θέματα έμφασης». Το πρόγραμμα του ελέγχου το οποίο ακολουθήθηκε από τον Νόμιμο Ελεγκτή εκπονήθηκε σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 3 και 4 της ΠΟΛ.1124/2015 και τα θέματα έμφασης αφορούσαν:
1) Τη μη υποβολή των καταστάσεων του άρθρου 10 του Κ.Φ.Α.Σ. μέχρι την ημερομηνία χορήγησης του φορολογικού πιστοποιητικού, λόγω παράτασης της προθεσμίας υποβολής τους και
2) Το υπ. αριθ. πρωτ…………./4-9-2015 αίτημα με το οποίο η εταιρεία ζήτησε από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων να λάβει θέση αν η ζημιά από ακύρωση ιδίων μετοχών εκπίπτει από τα φορολογητέα κέρδη. Συγκεκριμένα, η ελεγχόμενη κατά το κρινόμενο φορολογικό έτος 2014 προέβη σε ακύρωση ιδίων μετοχών. Από την ακύρωση αυτή προέκυψε ζημία ποσού 337.306,59 €, την οποία εξέπεσε από τα φορολογητέα κέρδη. Η εταιρεία επικαλείται ότι η ακύρωση ιδίων μετοχών πραγματοποιήθηκε προς όφελος της και υπηρετούσε τα συμφέροντά της και ως εκ τούτου ορθώς εκπέσθηκε από τα φορολογητέα κέρδη.

Ο έλεγχος που διενεργήθηκε ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με το δεύτερο θέμα έμφασης που αφορούσε την εκπεσιμότητα ή μη από τα καθαρά κέρδη της ζημίας από διαγραφή ιδίων μετοχών και βάσει του πορίσματος της οικείας έκθεσης ελέγχου κρίθηκε ότι το ποσό των 337.306,59 ευρώ δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013 καθότι η προσφεύγουσα επιχείρηση πέραν της αναφοράς της στην υποχρεωτική εφαρμογή των διατάξεων του εμπορικού νόμου 2190/1920, δεν τεκμηρίωσε το λόγο για τον οποίο η ακύρωση ιδίων μετοχών (και μάλιστα σε διάστημα μικρότερο της τιθέμενης εκ του νόμου προθεσμίας) έγινε προς το συμφέρον της και όχι για να εξυπηρετήσει σκοπούς των μετόχων της.

Η προσφεύγουσα εταιρεία με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή, ζητά να γίνει δεκτή η εν λόγω προσφυγή, να ακυρωθεί άλλως τροποποιηθεί η ως άνω προσβαλλόμενη πράξη προβάλλοντας τους παρακάτω ισχυρισμούς:
• Η ακύρωση των ιδίων μετοχών της ανώνυμης εταιρείας αποτελεί νόμιμη υποχρέωσή της ευθέως και ρητώς προβλεπόμενη από το ίδιο το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την λειτουργία της, η δε εκπλήρωση αυτής αποτελεί ενέργεια εντασσομένη στο σύνηθες πλαίσιο της εύλογης αναγκαιότητας διατηρήσεως της νόμιμης λειτουργίας της.
• Στην οικεία έκθεση ελέγχου σε καμιά περίπτωση δεν αιτιολογούνται με πληρότητα οι λόγοι για τους οποίους ο έλεγχος υπολαμβάνει ότι δήθεν δεν εκπληρώνεται η προϋπόθεση εκπεσιμότητας της εν λόγω δαπάνης κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 28 και 62 του Κ.Φ.Δ.

Επειδή στα άρθρα 21 και 47 του ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.) ορίζεται:
«Άρθρο 21 περί φορολογίας φυσικών προσώπων
1. Ως κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα θεωρείται το σύνολο των εσόδων από τις επιχειρηματικές συναλλαγές μετά την αφαίρεση των επιχειρηματικών δαπανών, των αποσβέσεων και των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις. Στα έσοδα από τις επιχειρηματικές συναλλαγές περιλαμβάνονται και τα έσοδα από την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης, καθώς και το προϊόν της εκκαθάρισής της, όπως αυτά προκύπτουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους.
2. Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται για κάθε φορολογικό έτος με βάση το λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης, ο οποίος συντάσσεται σύμφωνα με το Ελληνικό Λογιστικό Σχέδιο και τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.), όπως ισχύει. Σε περίπτωση που η επιχείρηση εφαρμόζει Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα, το κέρδος προσδιορίζεται αποκλειστικά, σύμφωνα με τον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων χρήσης.
3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως «επιχειρηματική συναλλαγή» θεωρείται κάθε μεμονωμένη πράξη με την οποία πραγματοποιείται συναλλαγή ή και η συστηματική διενέργεια πράξεων στην οικονομική αγορά με σκοπό την επίτευξη κέρδους.».
Άρθρο 47 περί φορολογίας νομικών προσώπων
«Το κέρδος από επιχειρηματική δραστηριότητα προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’, του Μέρους Δεύτερου («Φόρος Εισοδήματος Φυσικών Προσώπων») του Κ.Φ.Ε., εκτός από τις περιπτώσεις όπου ορίζεται διαφορετικά στο παρόν κεφάλαιο. Στην έννοια του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο εμπίπτει και η κεφαλαιοποίηση ή διανομή κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων.».

Επειδή με την Απόφαση ΠΟΛ.1113/2015 με θέμα «Κοινοποίηση των διατάξεων των άρθρων 22, 22Α και 23 του N . 4172/2013 (ΦΕΚ 167Α’)» ορίζεται:
1. Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού τίθεται ο γενικός κανόνας για την έκπτωση των επιχειρηματικών δαπανών. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι κατά τον προσδιορισμό του κέρδους από επιχειρηματική δραστηριότητα των φυσικών προσώπων που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα, καθώς και των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών, οι οποίες πληρούν αθροιστικά τα ακόλουθα κριτήρια, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48, αναφορικά με τις δαπάνες που κατά ρητή διατύπωση του νόμου δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων.

Επειδή στο άρθρο 4 παρ.14 του ν.4093/2012 (Κ.Φ.Α.Σ.) ορίζεται:
« Ο υπόχρεος απεικόνισης συναλλαγών που τηρεί τα βιβλία του σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π. υποχρεούται:
Α. Να συντάσσει Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής – Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β.).
Στον Πίνακα αυτόν καταχωρούνται σε χωριστές στήλες για κάθε πρωτοβάθμιο διαφοροποιημένο λογαριασμό σε χρέωση ή πίστωση:
α) Η αξία όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία (Λογιστική βάση).
β) Η αξία όπως προσδιορίζεται με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (Φορολογική βάση).
γ) Η διαφορά μεταξύ Λογιστικής και Φορολογικής βάσης.».

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.13 και 14 της ΠΟΛ.1004/2013 «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 της υποπαραγράφου Ε1 της παραγράφου Ε του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α’ 222) περί του «Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών» ορίζεται:
«Οι διατάξεις των παραγράφων αυτών με τις οποίες ορίζονται οι υποχρεώσεις του υπόχρεου απεικόνισης συναλλαγών που συντάσσει τις οικονομικές του καταστάσεις σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π., είναι ίδιες με τις προϊσχύουσες διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 7 του Κ.Β.Σ. (Π.Δ. 186/1992) και δεν χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων. Η παρ. 6 και 7 του άρθρου 7 του Κ.Β.Σ. ορίζει:
6. Ο επιτηδευματίας που συντάσσει τις Ετήσιες Οικονομικές του Καταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (Δ.Λ.Π.) τηρεί τα λογιστικά του βιβλία ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες των Δ.Λ.Π. ή με βάση τις αρχές και τους κανόνες της ισχύουσας φορολογικής νομοθεσίας.
7. Ο επιτηδευματίας που τηρεί τα βιβλία του σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π. υποχρεούται:
Α. Να συντάσσει Πίνακα Συμφωνίας Λογιστικής – Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β.).
Στον Πίνακα αυτόν καταχωρούνται σε χωριστές στήλες για κάθε πρωτοβάθμιο διαφοροποιημένο λογαριασμό σε χρέωση ή πίστωση:
α) Η αξία όπως προκύπτει από τα τηρούμενα βιβλία (Λογιστική βάση).
β) Η αξία όπως προσδιορίζεται με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (Φορολογική βάση).
γ) Η διαφορά μεταξύ Λογιστικής και Φορολογικής βάσης.
Β. Να τηρεί ιδιαίτερο Φορολογικό Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων, το οποίο μπορεί να είναι ενσωματωμένο στο κύριο Μητρώο Πάγιων Περιουσιακών Στοιχείων της εταιρείας και χρησιμοποιείται ως βάση του ποσοτικού προσδιορισμού των αναγκαίων καταχωρήσεων στον Π.Σ.Λ.Φ.Β. και στον Πίνακα Φορολογικών Αποτελεσμάτων, στο βαθμό που, κατά την εφαρμογή των Δ.Λ.Π., προκύπτουν διαφορές στην αποτίμηση πάγιων περιουσιακών στοιχείων είτε λόγω της διαφοροποίησης της προ των αποσβέσεων αξίας τους είτε λόγω της διαφοροποίησης των συσσωρευμένων αποσβέσεων.
Γ. Να συντάσσει Πίνακες Φορολογικών Αποτελεσμάτων Χρήσης, Σχηματισμού Φορολογικών Αποθεματικών και Ανακεφαλαιωτικό Πίνακα Φορολογικών Αποθεματικών, των οποίων τα δεδομένα προκύπτουν από λογαριασμούς που τηρούνται με τη διπλογραφική μέθοδο.».

Επειδή με το άρθρο 16 παρ.1, 2 και 4 του ν.2190/1920 ορίζεται:
«1. Με την επιφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των μετόχων που βρίσκονται στην ίδια θέση και των διατάξεων του νόμου 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, η εταιρεία μπορεί, η ίδια ή με πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, να αποκτήσει δικές της μετοχές, μόνο όμως μετά από έγκριση της γενικής συνέλευσης, η οποία ορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις των προβλεπόμενων αποκτήσεων και, ιδίως, τον ανώτατο αριθμό μετοχών που είναι δυνατόν να αποκτηθούν, τη διάρκεια για την οποία χορηγείται η έγκριση, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες και, σε περίπτωση απόκτησης από επαχθή αιτία, τα κατώτατα και ανώτατα όρια της αξίας απόκτησης.
2. Οι αποκτήσεις της προηγούμενης παραγράφου γίνονται με ευθύνη των μελών του διοικητικού συμβουλίου, με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η ονομαστική αξία των μετοχών που αποκτήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες είχε αποκτήσει προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί, και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο, το οποίο ενεργούσε στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, β)η απόκτηση μετοχών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών τις οποίες είχε αποκτήσει προηγουμένως η εταιρεία και διατηρεί, και των μετοχών τις οποίες απέκτησε πρόσωπο, το οποίο ενεργούσε στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της εταιρείας, δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παράγραφο 1 του άρθρου 44α,
γ) η συναλλαγή μπορεί να αφορά μόνο μετοχές που έχουν εξοφληθεί πλήρως.
3. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 δεν εφαρμόζεται προκειμένου για μετοχές που αποκτώνται είτε από την ίδια την εταιρεία είτε από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της με σκοπό να διανεμηθούν στο προσωπικό της εταιρείας ή στο προσωπικό εταιρείας συνδεδεμένης με αυτή σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 42ε. Η διανομή των μετοχών του προηγούμενου εδαφίου πραγματοποιείται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δώδεκα (12) μηνών από το χρόνο απόκτησης των μετοχών αυτών, μετά την πάροδο της οποίας έχει εφαρμογή η διάταξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.
4. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν εφαρμόζονται:
α) στις μετοχές που αποκτήθηκαν σε εκτέλεση απόφασης για μείωση του κεφαλαίου ή ως συνέπεια εξαγοράς μετοχών,
β) στις μετοχές που αποκτήθηκαν μετά από καθολική μεταβίβαση περιουσίας,
γ) στις μετοχές που εξοφλήθηκαν πλήρως και έχουν αποκτηθεί από χαριστική αιτία ή έχουν αποκτηθεί από τράπεζες και άλλους πιστωτικούς οργανισμούς ως προμήθεια για αγορά,
δ) στις μετοχές που αποκτήθηκαν με βάση υποχρέωση που προκύπτει από τον νόμο ή δικαστική απόφαση με σκοπό την προστασία των μειοψηφούντων μετόχων, κυρίως σε περίπτωση συγχώνευσης με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 75, αλλαγής του σκοπού ή της μορφής της εταιρείας, μεταφοράς της έδρας στο εξωτερικό ή επιβολής περιορισμών στη μεταβίβαση των μετοχών, καθώς και στις μετοχές που αποκτήθηκαν με σκοπό την ικανοποίηση υποχρεώσεων της εταιρείας από ανταλλάξιμο ομολογιακό δάνειο,
ε) στις μετοχές που εξοφλήθηκαν πλήρως και αποκτήθηκαν με πλειστηριασμό μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης που πραγματοποιήθηκε για την ικανοποίηση αξίωσης της εταιρείας έναντι του κυρίου των μετοχών αυτών.
Οι αποκτήσεις κατά τις περιπτώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένων των αποκτήσεων που έγιναν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, δεν επιτρέπεται να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε ποσό κατώτερο του οριζομένου στην παράγραφο 1 του άρθρου 44α.
5. Οι μετοχές, που αποκτήθηκαν στις περιπτώσεις β’ έως ε’, που αναφέρονται στην παράγραφο 4, πρέπει να μεταβιβασθούν εντός προθεσμίας τριών (3) ετών το αργότερο από τον χρόνο της απόκτησής τους, εκτός αν η ονομαστική αξία των μετοχών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μετοχών που η εταιρεία μπορεί να έχει αποκτήσει από πρόσωπο το οποίο ενεργεί στο όνομά του αλλά για λογαριασμό της, δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο (1/10) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου.
6. Οι μετοχές που δεν μεταβιβάζονται στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 5, ακυρώνονται. Η ακύρωση αυτή γίνεται με μείωση του κεφαλαίου κατά το αντίστοιχο ποσό, με απόφαση της γενικής συνέλευσης που λαμβάνεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 29 και την παράγραφο 1 του άρθρου 31. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλεται από την αρμόδια αρχή του άρθρου 51 σε κάθε υπαίτιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, πρόστιμο ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, με εφαρμογή του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 63δ. Η μεταβίβαση των μετοχών σε κάθε περίπτωση, μπορεί να γίνει και μετά την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 5, το αργότερο μέχρι την ακύρωσή τους.
7. Οι μετοχές που αποκτήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων πρέπει να μεταβιβασθούν εντός προθεσμίας ενός (1) έτους από το χρόνο απόκτησής τους. Αν δεν μεταβιβασθούν στην προθεσμία αυτή, ακυρώνονται, με αντίστοιχη μείωση του κεφαλαίου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 6. Σε περίπτωση παράβασης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλεται σε κάθε υπαίτιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας πρόστιμο ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο 6.».

Επειδή στο ΔΛΠ 32, και συγκεκριμένα στην παρ.33 αυτού ορίζεται:
«Αν μια οικονομική οντότητα επαναποκτήσει τους ίδιους συμμετοχικούς τίτλους της, τα μέσα αυτά (οι “ίδιες μετοχές”) αφαιρούνται από τα ίδια κεφάλαια. Κατά την αγορά, πώληση, έκδοση, ή ακύρωση ιδίων συμμετοχικών τίτλων της οικονομικής οντότητας δεν αναγνωρίζεται κανένα κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα. Τέτοιες ίδιες μετοχές μπορεί να αποκτώνται και να κατέχονται από την οικονομική οντότητα ή από άλλα μέλη του ενοποιημένου ομίλου. Το τίμημα που καταβάλλεται ή λαμβάνεται αναγνωρίζεται απευθείας στα ίδια κεφάλαια.».

Επειδή με την ΣΛΟΤ αριθμ. ΣΛΟΤ 642/2019 με ΘΕΜΑ: «ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΤΗΣΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΟΥ ΣΥΝΤΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΑ Δ.Λ.Π. Ή (Δ.Π.Χ.Α.)» αναφέρεται ως προς το περιεχόμενο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων τα εξής:
«1. Εμφάνιση στον πίνακα του ισολογισμού:
(i) Το μετοχικό κεφάλαιο, περιλαμβανομένου και του προνομιούχου, εφόσον βάσει των σχετικών όρων οι προνομιούχες μετοχές πληρούν τα χαρακτηριστικά της καθαρής θέσης.
(ii) Η υπέρ το άρτιο διαφορά.
(iii) Τα πάσης φύσεως αποθεματικά αθροιστικά.
(iv) Τα αποτελέσματα εις νέον.
(v) Οι ίδιες μετοχές.
(vi) Τα δικαιώματα που δεν ασκούν έλεγχο (δικαιώματα μειοψηφίας).
2. Εμφάνιση στον πίνακα μεταβολών καθαρής θέσης:
(i) Τα υπόλοιπα έναρξης, η μεταβολή της περιόδου και τα υπόλοιπα λήξης των προαναφερθέντων κονδυλίων.
(ii) Τα προβλεπόμενα από τα Δ.Π.Χ.Α. αποθεματικά για τα οποία απαιτείται γνωστοποίηση, παρουσιάζονται σε επί μέρους στήλες, όπως για παράδειγμα το αποθεματικό από αναπροσαρμογή ιδιοχρησιμοποιούμενων ενσωμάτων παγίων ή το αποθεματικό από αντισταθμίσεις ταμιακών ροών. Τα λοιπά αποθεματικά όπως το τακτικό αποθεματικό ή τα αφορολόγητα αποθεματικά, μπορούν να εμφανίζονται συνολικά σε μία στήλη και να αναλύονται στις σημειώσεις.
(iii) Το καθαρό ποσό του κόστους συναλλαγών καθαρής θέσης (Equity Transaction Costs) παρουσιάζεται αφαιρετικά από το υπέρ το άρτιο. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει υπέρ το άρτιο, το εν λόγω κονδύλι εμφανίζεται σε μείωση των αποτελεσμάτων εις νέον. Καθαρό ποσό του εν λόγω κονδυλίου είναι το κόστος του μειωμένο κατά τον αναλογούντα φόρο εισοδήματος.
(iv) Οι ίδιες μετοχές εμφανίζονται σε ιδιαίτερη στήλη ως μειωτικό στοιχείο της καθαρής θέσης. Κέρδη και ζημίες από την πώληση ιδίων μετοχών εμφανίζονται αυξητικά/μειωτικά των αποτελεσμάτων εις νέον.
(v) Το αποθεματικό από πληρωμές με βάση την αξία των μετοχών (Share-based Payment), παρουσιάζεται σε ιδιαίτερο αποθεματικό της καθαρής θέσης και μεταφέρεται στην υπέρ το άρτιο διαφορά, αν τελικά για τις παροχές αυτές εκδοθούν μετοχές και γίνει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και στα αποτελέσματα εις νέον αν δεν γίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η μεταφορά γίνεται κατά το χρόνο οριστικοποίησης των εν λόγω συναλλαγών…».

Επειδή στο Ε.Γ.Λ.Σ. Π.Δ. 1123/1980 ως προς τις συναλλαγές ιδίων μετοχών προβλέπεται: Στο λογαριασμό 34.25 «ίδιες μετοχές» παρακολουθούνται οι μετοχές εκδόσεως της εταιρείας, στις περιπτώσεις εκείνες που επιτρέπεται από τη νομοθεσία η απόκτησή τους. Ο λογαριασμός 34.25 εμφανίζεται στον ισολογισμό στην κατηγορία ΔΙΙΙ «χρεόγραφα» του ενεργητικού του υποδείγματος της παρ. 4.1.103, όταν σχηματίζεται στο τέλος της χρήσεως αποθεματικό (λογαριασμός 41.09 «αποθεματικό για ίδιες μετοχές») ισόποσο με την αξία κτήσεως των ίδιων μετοχών. Στην περίπτωση που δεν σχηματίζεται αποθεματικό ο λογαριασμός 34.25 εμφανίζεται στο παθητικό του ισολογισμού αφαιρετικά από το άθροισμα των ιδίων κεφαλαίων.
Η απόκτηση γίνεται στην αξία κτήσης των μετοχών καθώς η κατοχή τους έχει προσωρινό χαρακτήρα ενώ δεν εμπίπτουν στην έννοια των χρεογράφων και δεν αποτιμώνται στο τέλος της χρήσης. Κατά την εκποίηση ή ακύρωση των ιδίων μετοχών οι διαφορές που προκύπτουν επίσης καταχωρούνται απευθείας σε λογαριασμό καθαρής θέσης.

Επειδή στην Γνωμ. 261/2260/1996 «Αξία κτήσεως ιδίων μετοχών και λοιπά σχετικά θέματα» του ΕΣΥΛ αναφέρεται:
«α) Οι αποκτώμενες από ανώνυμη εταιρεία, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 16 κωδ. Ν.2190/1920 όπως ισχύει, δικές της μετοχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ε παράγραφοι 5 εδ. β’ και 13 κωδ. Ν.2190/1920 και των παραγρ. 2.2.305 αριθ. 13 και 2.2.402 αριθ. 8 περ. στ. Γ.Λ.Σ. (Π.Δ. 1123/1980) καταχωρούνται, με την αξία κτήσεώς τους, στο λογ/σμό 34.25 «ίδιες μετοχές» και στο τέλος της χρήσεως σχηματίζεται ισόποσο με την αξία κτήσεως αποθεματικό, το οποίο καταχωρείται στο λογαριασμό 41.09 «αποθεματικό για ίδιες μετοχές». β) Η απόκτηση από ανώνυμη εταιρεία δικών της μετοχών συνεπάγεται σύμπτωση, στο ίδιο πρόσωπο (της ανώνυμης εταιρείας), της ιδιότητας του δικαιούχου του μερίσματος μετόχου και της υποχρέου για την καταβολή της ανώνυμης εταιρείας. Η σύμπτωση αυτή επιφέρει απόσβεση, δια συγχύσεως (άρθρο 453 Αστικού Κώδικα), της υποχρεώσεως καταβολής μερίσματος και επομένως για τις αποκτηθείσες ίδιες μετοχές δεν υπολογίζεται και δεν καταβάλλεται μέρισμα…».

Επειδή εν προκειμένω στην οικεία έκθεση ελέγχου ως προς το θέμα των ιδίων μετοχών, αναφέρονται τα έξης:
«5.2.3. Ετήσια Οικονομική Έκθεση περιόδου 1η Ιανουαρίου έως 31η Δεκεμβρίου 2014
Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν.3556/2007
Σύμφωνα με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, την έκθεση διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου και το πιστοποιητικό ελέγχου των ελεγκτών ως και τα συνοπτικά ετήσια οικονομικά στοιχεία της ελεγχόμενης τα οποία καταχωρίσθηκαν στο Γ.Ε.ΜΗ. αναφέρονται τα ακόλουθα:
Σελ. 13-14:
Ζ. Ίδιες μετοχές
Την 31/12/2014 η εταιρεία κατείχε 46.285 ίδιες μετοχές κόστους κτήσης € 82.382, οι οποίες εμφανίζονται αφαιρετικά των ιδίων κεφαλαίων σε ιδιαίτερο λογαριασμό.
Με απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 27/06/2014 μειώθηκε η ονομαστική αξία της μετοχής κατά ποσό €0,17 (ΦΕΚ…………./24-7-2014) με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία των 694.781 Ιδίων μετοχών που κατείχε η εταιρεία.
Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 03/12/2014 έγινε ακύρωση 755.261 ιδίων μετοχών της εταιρείας. (ΦΕΚ…………./15-01-2015)
Με απόφαση της ίδιας ως Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 3/12/2014 αποφασίσθηκε η αγορά ιδίων μετοχών έως 10% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, με κατώτατο και ανώτατο όριο αξίας απόκτησης της κάθε μετοχής το ποσό των 0,50€ και 5,00€. Σκοπός αυτής της απόκτησης είναι η βελτίωση των κερδών και του μερίσματος ανά μετοχή, η διανομή εμμέσως κερδών προς τους μετόχους, καθώς και η χρησιμοποίησή τους σε πιθανή συνεργασία.
Η κίνηση των Ιδίων μετοχών για την χρήση 2014 είναι η εξής:
   

Η. Πληροφορίες του άρθρου 4 παρ. 7 του ν. 3556/2007
α. Διάρθρωση μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας
Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας ανέρχεται σε 23.245.162,92 € και διαιρείται σε 23.719.554, κοινές ονομαστικές μετοχές, ονομαστικής αξίας €0,98 εκάστη. Οι μετοχές της Εταιρείας είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση στην Αγορά Αξιών (Κατηγορία «Χαμηλής Διασποράς και Ειδικών Χαρακτηριστικών») του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Από κάθε μετοχή απορρέουν όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που ορίζονται από το Νόμο και το Καταστατικό της Εταιρείας. Κάθε μετοχή παρέχει το δικαίωμα μιας ψήφου.
Με απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 27/6/2014 έγινε μείωση του μετοχικού κεφαλαίου κατά ποσό τεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν εξήντα χιλιάδων επτακοσίων δεκαοχτώ ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (4.160.718,55 €) με μείωση της ονομαστικής αξίας κάθε μετοχής κατά ποσό δεκαεπτά λεπτών (0,17€) και με επιστροφή στους μετόχους της εταιρείας σε μετρητά του ποσού των δεκαεπτά λεπτών (0,17€) για κάθε μία (1) μετοχή που κατέχουν. Έτσι το συνολικό μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ανήλθε σε είκοσι τρία εκατομμύρια εννιακόσιες ογδόντα πέντε χιλιάδες τριακόσια δεκαοχτώ ευρώ και εβδομήντα λεπτά (23.985.318,70 €). Με την από 3/12/2014 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων το μετοχικό κεφάλαιο μειώθηκε κατά το ποσό των 740.155,78 € με μείωση του συνολικού αριθμού των μετοχών από 24.474.815 σε 23.719.554 ονομαστικές μετοχές λόγω ακύρωσης 755.261 ιδίων μετοχών της εταιρίας κτηθέντων σε εκτέλεση της από 17/12/2012 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της.
Η ευθύνη των μετόχων περιορίζεται στην ονομαστική αξία των μετοχών που κατέχουν.
Σελ. 84,85
14. Μετοχικό Κεφάλαιο
Το μετοχικό κεφάλαιο, ποσού € 23.245.162,92, αποτελείται από 23.719.554 μετοχές, αξίας € 0,98 η κάθε μια.
Με την από 3/12/2014 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων το μετοχικό κεφάλαιο μειώθηκε κατά το ποσό των € 740.155,78 με μείωση του συνολικού αριθμού των μετοχών από 24.474.815 σε 23.719.554 ονομαστικές μετοχές λόγω ακύρωσης 755.261 ιδίων μετοχών της εταιρίας, κτηθέντων σε εκτέλεση της από 17/12/2012 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της.
15. Ίδιες μετοχές
Την 31/12/2014 η εταιρεία κατείχε 46.285 ίδιες μετοχές κόστους κτήσης € 82.382, οι οποίες εμφανίζονται αφαιρετικά των ιδίων κεφαλαίων σε ιδιαίτερο λογαριασμό.
Με απόφαση της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 27/06/2014 μειώθηκε η ονομαστική αξία της μετοχής κατά ποσό € 0,17 (ΦΕΚ…………./24-7-2014) με αποτέλεσμα να μειωθεί η αξία των 694.781 Ιδίων μετοχών που κατείχε η εταιρεία.
Με απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 03/12/2014 έγινε ακύρωση 755.261 ιδίων μετοχών της εταιρείας. (ΦΕΚ…………./15-01-2015).
Με απόφαση της ίδιας ως Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της 3/12/2014 αποφασίσθηκε η αγορά ιδίων μετοχών έως 10% του συνόλου των μετοχών της εταιρείας, με κατώτατο και ανώτατο όριο αξίας απόκτησης της κάθε μετοχής το ποσό των 0,50€ και 5,00€. Σκοπός αυτής της απόκτησης είναι η βελτίωση των κερδών και του μερίσματος ανά μετοχή, η διανομή εμμέσως κερδών προς τους μετόχους, καθώς και η χρησιμοποίησή τους σε πιθανή συνεργασία
5.2.4. Έλεγχος των λογιστικών αρχείων
Από τον έλεγχο των λογιστικών αρχείων που τηρήθηκαν βάσει των κανόνων των Δ.Λ.Π. διαπιστώθηκε ότι η εγγραφή που διενεργήθηκε για την ακύρωση των 755.261 ιδίων μετοχών είχε ως ακολούθως:
Χρεώθηκαν οι λογαριασμοί «ΖΗΜΙΕΣ ΑΠΟ ΑΚΥΡΩΣΗ ΙΔΙΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ» (Λ/42.34.00.2014) με ποσό ύψους 337.306,59 €, και «ΚΑΤΑΒΛΗΜΕΝΟ ΜΕΤΟΧΙΚΟ ΚΕΦ. ΚΟΙΝ. ΜΕΤ.» (Λ/ 40.00.00.0000) με ποσό ύψους 740.155,78 €, ενώ αντίστοιχα Πιστώθηκε με τα ίδια ποσά ο λογαριασμός «………….» (…………..)



5.2.4. Πίνακας Συμφωνίας Φορολογικής Βάσης
Δεδομένου ότι η εταιρεία τηρούσε τα βιβλία της σύμφωνα με τους κανόνες των Δ.Λ.Π. κατά τη σύνταξη του Πίνακα Συμφωνίας Φορολογικής Βάσης, βάση των διατάξεων της παρ. 14 του άρθρου 4 του Ν 4093/2012 χρέωσε μεταξύ άλλων και με το ποσό ύψους 337.306,59 € το λογαριασμό 64. Η αξία αυτή προσδιορίστηκε με βάση τους κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας (φορολογική βάση).

Ο πίνακας Συμφωνίας Λογιστικής Φορολογικής Βάσης (Π.Σ.Λ.Φ.Β) είχε ως εξής:


Η λογιστική φορολογική εγγραφή στα βιβλία της είχε ως ακολούθως: Η εταιρεία χρέωσε τον λογαριασμό «ΖΗΜΙΑ ΑΠΟ ΑΚΥΡΩΣΗ ΙΔΙΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ» (Λ/64.12.02.0025) πιστώνοντας παράλληλα το λογαριασμό «ΖΗΜΙΕΣ ΑΠΟ ΑΚΥΡΩΣΗ ΙΔΙΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ» (Λ/42.34.00.2014). Όπως γίνεται αντιληπτό από όσα παραθέσαμε ανωτέρω, η εταιρεία με την πράξη της να διαγράψει τις ίδιες μετοχές, δεν επιβάρυνε τα αποτελέσματα της στα Δ.Λ.Π., αλλά απ’ αυτή την ενέργεια μειώθηκε το μετοχικό κεφάλαιο της, κατά το ποσό ύψους 740.155,78 € και τα αποτελέσματα εις νέον κατά το ποσό των 337.306,59 €. Αντίστοιχα, στα φορολογικά βιβλία της εμφάνισε ζημιά ποσού ύψους 337.306,59 € με την εγγραφή που παραθέσαμε παραπάνω και η οποία είχε ως αποτέλεσμα την μείωση των φορολογητέων κερδών.
…με δεδομένο ότι από την ακύρωση των ιδίων μετοχών της εταιρείας δεν επιβαρύνθηκαν τα αποτελέσματα στα τηρούμενα της βιβλία (Δ.Λ.Π.), καθώς και από το γεγονός ότι δεν αποδεικνύεται με σαφή τρόπο ότι η παραπάνω πράξη έγινε προς το συμφέρον της εταιρείας, δεδομένου ότι, δεν προκύπτει ευθέως ότι η συγκεκριμένη ενέργεια εντάσσεται στα συνήθη πλαίσια της εμπορικής λειτουργίας της (χονδρικό εμπόριο μαρμάρων), ο έλεγχος κρίνει ότι η εν λόγω δαπάνη (ζημιά από ακύρωση ιδίων μετοχών), δεν πληροί μία εκ των προϋποθέσεων που ορίζει το άρθρο 22 του ν. 4172/2013, ότι οι δαπάνες αναγνωρίζονται εφόσον πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, και συνεπώς προσθέτει το ποσό των 337.306,59 € (το προερχόμενο από τη ζημιά ακύρωσης ιδίων μετοχών) στις λογιστικές διαφορές του ελέγχου.
…..
Εν κατακλείδι, ο έλεγχος απορρίπτει τους ισχυρισμούς της επιχείρησης, όπως αυτοί τίθενται στο με αρ. πρωτ.…………./25-2-2019 Υπόμνημα της, καθότι αναφέρονται στην υποχρέωση αυτής στην τήρηση των διατάξεων του εμπορικού νόμου 2190/1920, και σε κανένα σημείο αυτού δεν τεκμηριώνει το λόγο για τον οποίο η ακύρωση ιδίων μετοχών (και μάλιστα σε διάστημα μικρότερο της τιθέμενης εκ του νόμου προθεσμίας) έγινε προς το συμφέρον της και όχι για να εξυπηρετήσει σκοπούς των μετόχων της, ενώ παράλληλα η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει καταδεικνύει σαφώς ότι οι μόνοι που θα υφίσταντο οικονομικές κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης των διατάξεων του άρθρου 16§§5,6 του Ν. 2190/1920 θα ήταν τα μέλη του Δ.Σ. και σε καμία περίπτωση η ίδια.».

Επειδή με την υπό κρίση ενδικοφανή προσφυγή η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίζεται αφενός την μη σαφή, ειδική και επαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης και της οικείας έκθεσης ελέγχου αφετέρου επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.2190/1920 θεωρεί ότι ευθέως συνάγεται ότι οι δαπάνες, οι οποίες πραγματοποιούνται σε εκτέλεση νόμιμης υποχρεώσεως, εκ φύσεως, εξ αντικειμένου και εξ ορισμού αποτελούν δαπάνες, που πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχειρήσεως ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, δεδομένου ότι η νόμιμη λειτουργία μιας επιχειρήσεως υπαγορεύει την ακεραία συμμόρφωσή της προς τις νομοθετικές επιταγές, που απορρέουν από το νομοθετικό καθεστώς, το οποίο ρυθμίζει τη δράση της. Εν προκειμένω η εταιρεία προέβη στην ακύρωση των ιδίων μετοχών της προς εκπλήρωση νόμιμης υποχρεώσεώς της, ευθέως και ρητώς απορρέουσας από τις διατάξεις του άρθρου 16§§5,6 του Κ.Ν. 2190/1920.

Επειδή η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι λόγω της υποχρεωτικής εφαρμογής των διατάξεων του ν.2190/1920 προέβη σε ακύρωση των ιδίων μετοχών. Κατά την ακύρωση προέκυψε διαφορά μεταξύ της λογιστικής αξίας αυτών και της ονομαστικής τους αξίας, για την οποία η προσφεύγουσα εταιρεία ισχυρίζεται ότι αποτελεί ζημία η οποία αναγνωρίζεται φορολογικά επικαλούμενη στις διατάξεις του άρθρου 22 του ν.4172/2013. Ωστόσο αφενός οι διατάξεις του άρθρου 16 του ν.2190/1920 θέτουν χρονικό όριο ως προς την διακράτηση των ιδίων μετοχών και δεν υποχρεώνουν την Α.Ε. άμεσα σε ακύρωση των αποκτηθέντων τίτλων, αφετέρου, σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή των διατάξεων του εμπορικού νόμου, δεν αποτελεί εν προκειμένω και τεκμήριο έκπτωσης της δαπάνης από τα φορολογητέα της έσοδα, ως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα εταιρεία. Από τις διατάξεις του εμπορικού νόμου καθορίζεται το πλαίσιο και η φύση των πράξεων στις οποίες προβαίνει η εταιρεία. Ο χαρακτηρισμός του εισοδήματος που απορρέει από κάθε πράξη-συναλλαγή, η υπαγωγή αυτού σε φόρο εισοδήματος και η αναγνώριση προς έκπτωση δαπανών που σχετίζονται με το φορολογητέο εισόδημα καθορίζεται από τις διατάξεις του ισχύοντος στην περίπτωση ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.).

Από τις προαναφερθείσες διατάξεις των ΕΓΛΣ, ν.2190/1920, ΔΛΠ διαπιστώνεται ότι οι πράξεις που αφορούν τις ίδιες μετοχές, λόγω της ειδικής περίπτωσής τους και λόγω του ότι διενεργούνται περιοριστικά και υπό ορισμένες προϋποθέσεις που ορίζει ο εμπορικός νόμος, και ως πράξεις που εμπίπτουν στο πλαίσιο των συναλλαγών της εταιρείας και των μετόχων της, αναγνωρίζονται απευθείας στην καθαρή θέση, και συγκεκριμένα επιβαρύνοντας την καθαρή θέση καθώς στις οικονομικές καταστάσεις η αξία των ιδίων μετοχών εμφανίζεται αφαιρετικά των ιδίων κεφαλαίων ενώ σε κάθε περίπτωση κατά την αγορά, πώληση, έκδοση, ή ακύρωση ιδίων συμμετοχικών τίτλων της οικονομικής οντότητας δεν αναγνωρίζεται κανένα κέρδος ή ζημία στα αποτελέσματα. Δεδομένου ότι οι πράξεις απόκτησης και ακύρωσης ιδίων μετοχών είναι πράξεις κατά τις οποίες η εταιρεία δεν συναλλάσσεται με τρίτο σε αυτή μέρος, δεν αφορούν στο αποτέλεσμα της χρήσης βάσει της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, αλλά πρόκειται για πράξεις ιδιάζουσας περίπτωσης (σύμπτωση, στο ίδιο πρόσωπο (της ανώνυμης εταιρείας), της ιδιότητας του δικαιούχου του μερίσματος μετόχου και της υποχρέου για την καταβολή της ανώνυμης εταιρείας), αφορούν μόνο σε μεταβολή της καθαρής θέσης και συγκεκριμένα του μετοχικού κεφαλαίου, και του λογαριασμού «υπολοίπου εις νέον», μεταβάλλοντας κάθε φορά την θέση των μετόχων, και συνεπώς δεν νοείται το αποτέλεσμα αυτών, να έχει τόσο από λογιστικής όσο και από φορολογικής απόψεως και τον χαρακτήρα του επιχειρηματικού κέρδους ή της δαπάνης των άρθρων 21 & 22 του ν.4172/2013, ως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα εταιρεία. Οι εν λόγω πράξεις απόκτησης ιδίων μετοχών με τελικό σκοπό την ακύρωσή τους στην ουσία αφορούν σε επιστροφή καταρχήν καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου στους μετόχους και οποιαδήποτε διαφορά πέραν αυτού εμπίπτει στο πλαίσιο της διανομής (σχετικά άρθρα 3657 ν.4172/2013). Από την απόκλιση που προέκυψε κατά την ακύρωσή τους (πράξη η οποία σε κάθε περίπτωση δεν συνιστά μεταβίβαση ΠΟΛ.1003/2017), μεταξύ της λογιστικής τους αξίας (μέση αξία κτήσης) και της ονομαστικής αξίας των ιδίων μετοχών της επιχείρησης, επιβαρύνεται απευθείας η καθαρή θέση και οι μέτοχοι της εταιρείας, δεν επιβαρύνεται το αποτέλεσμα της χρήσης αντίθετα αποτελεί στοιχείο μεταβολής της καθαρής θέσης και σε καμία περίπτωση από το πλαίσιο των πράξεων αυτών και εν προκειμένω κατά την ακύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται λογιστικό αποτέλεσμα το οποίο να αναγνωρίζεται και φορολογικά. Κατόπιν των ανωτέρω, η προσφεύγουσα εσφαλμένα προέβη σε διαφοροποίηση της λογιστικής από την φορολογική βάση στον πίνακα φορολογικών αποτελεσμάτων και συγκεκριμένα, εσφαλμένα προσαύξησε τις δαπάνες της φορολογικής βάσης κατά το ποσό των 337.306,59 ευρώ μετατρέποντας τον λογαριασμό της καθαρής θέσης (42) της λογιστικής βάσης σε αποτελεσματικό λογαριασμό δαπάνης (64). Για την εν λόγω πράξη τόσο στα Δ.Λ.Π., στα ΕΛΠ (Ε.Γ.Λ.Σ., Κ.Φ.Α.Σ., ν.2190/1920), όσο και στην φορολογική νομοθεσία δεν προβλέπεται να επηρεάζεται κανένας αποτελεσματικός λογαριασμός δαπάνης ή ζημίας, συνεπώς δεν νοείται και διαφοροποίηση μεταξύ λογιστικής και φορολογικής βάσης, ως καταχώρησε η προσφεύγουσα στον πίνακα φορολογικής κατάστασης και ορθώς ο έλεγχος προέβη στον καταλογισμό της υπό κρίση διαφοράς.

Αποφασίζουμε

Την απόρριψη της με ημερομηνία κατάθεσης 25/04/2019 και αριθμό πρωτοκόλλου………….ενδικοφανούς προσφυγής της εταιρείας…………., ΑΦΜ………….και την επικύρωση της υπ’αριθμ…………./19-03-2019 οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2014 του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ.. Οριστική φορολογική υποχρέωση της υπόχρεου – καταλογιζόμενο ποσό με βάση την παρούσα απόφαση Φορολογικό έτος 2014





Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί από αρμόδιο όργανο με τη νόμιμη διαδικασία στον υπόχρεο.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Ανακαθορισμός του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Ειδικής Αποκεντρωμένης Υπηρεσίας, με τίτλο «Επιτελική Υπηρεσία Τελωνειακών Ελέγχων (Ε.Υ.Τ.Ε.)» της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), καθώς και των Ελεγκτικών Υπηρεσιών Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής και Θεσσαλονίκης και ορισμένων Τελωνείων, με τη δομή και τις αρμοδιότητες, που καθορίζονται στην αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1091257 ΕΞ2019/24-06-2019 (Β΄ 2650 και Β΄ 3041) απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.

Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Τις διατάξεις:

α) Του Κεφαλαίου Α΄ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του Ν. 4389/2016 (Α΄ 94) «Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα των περ. ββ΄, αα΄, γγ΄ έως και εε΄ της υποπαραγράφου θ΄ της παρ. 4 και των παρ. 1 και 5 του άρθρου 14, των παρ. 1 και 3 του άρθρου 6, των άρθρων 2, 7, 9, 19, 22, 24, 27 και 37, καθώς και των παρ. 2 έως 5 του άρθρου 41 αυτού, όπως ισχύουν,

β) της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β΄ 968 και Β΄ 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει και ειδικότερα με την αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1091257 ΕΞ2019/24-06-2019 (Β΄ 2650 και Β΄ 3041) όμοια απόφαση.

2. Την αριθμ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28-01-2013 (Β΄ 130 και Β΄ 372) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016.

3. Την αριθμ. 1 της 20-01-2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 41 του Ν. 4389/2016 και την αριθμ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων».

4. Τα από 12/09/2019 μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και το από 13/09/2019 όμοιο του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.).

5. Την ανάγκη ανακαθορισμού του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Επιτελικής Υπηρεσίας Τελωνειακών Ελέγχων (Ε.Υ.Τ.Ε.) της Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ. και των υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν, καθώς και των Ελεγκτικών Υπηρεσιών Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής και Θεσσαλονίκης και ορισμένων Τελωνείων, με τη δομή και τις αρμοδιότητες, που καθορίζονται στην αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1091257 ΕΞ2019/24-06-2019 (Β΄ 2650 και Β΄ 3041) απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. και εν γένει του χρόνου ισχύος των διατάξεων αυτής, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος χρόνος για την ολοκλήρωση των απαραίτητων προπαρασκευαστικών ενεργειών και να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία των ως άνω υπηρεσιών.

6. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται πρόσθετη δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), αποφασίζουμε:

1. Ανακαθορίζουμε, από 15/10/2019 σε 01/01/2020, τον χρόνο έναρξης λειτουργίας της Ειδικής Αποκεντρωμένης Υπηρεσίας, με τίτλο «Επιτελική Υπηρεσία Τελωνειακών Ελέγχων (Ε.Υ.Τ.Ε.)» της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης (Γ.Δ.Τ. και Ε.Φ.Κ.) της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) και των υπηρεσιών που υπάγονται σε αυτήν, καθώς και των Ελεγκτικών Υπηρεσιών Τελωνείων (ΕΛ.Υ.Τ.) Αττικής και Θεσσαλονίκης και ορισμένων Τελωνείων, με τη δομή και τις αρμοδιότητες, που καθορίζονται στην αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1091257 ΕΞ2019/24-06-2019 (Β΄ 2650 και Β΄ 3041) απόφαση και εν γένει τον χρόνο ισχύος των διατάξεων αυτής, εκτός από:

α) την υποπαράγραφο γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 43 «Διεύθυνση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβάσεων (Δ.ΣΤ.Ε.Π.)» της αριθμ. Δ.ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β΄ 968 και Β΄ 1238) απόφασης «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)», η οποία από της δημοσιεύσεως της παρούσας ισχύει όπως διαμορφώθηκε με την απόφαση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και

β) τις οργανικές μονάδες για τις οποίες ορίζεται ότι η έναρξη λειτουργίας τους θα ορισθεί με νεότερη απόφαση, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά από την 01/01/2020.

2. Κατά τα λοιπά ισχύει η αριθμ. Δ. ΟΡΓ. Α 1036960 ΕΞ 2017/10-03-2017 (Β΄ 968 και Β΄ 1238) απόφαση, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε και ισχύει.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΠΗΓΗ: e-forologia.gr

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
ΕΣΠΑ Banner Αφίσα ESPA Banner