ΠΟΛ.1162/2018 Υποβολή Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου
ΠΟΛ 1162/2018
ΘΕΜΑ: «Υποβολή Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου».
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α) της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), περί παροχής πληροφοριών από τρίτους, όπως ισχύουν,
β) του Κεφαλαίου Α’ «Σύσταση Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων» του Μέρους Πρώτου του ν. 4389/2016 (Α 94) και ειδικότερα του άρθρου 7, της παραγράφου 1 του άρθρου 14 και του άρθρου 41 αυτού, όπως ισχύουν,
γ) της αριθ. Δ. ΟΡΓ.Α 1036960 ΕΞ 2017 (Β’ 968 και Β’ 1238) απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων «Οργανισμός της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.)» όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει.
2. Την αριθ. Δ6Α 1015213 ΕΞ 2013/28.1.2013 (Β’ 130 και Β’ 372) κοινή απόφαση του Υπουργού και του Υφυπουργού Οικονομικών «Μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στον Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», όπως συμπληρώθηκε, τροποποιήθηκε και ισχύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της υποπαραγράφου α’ της παρ. 3 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016, όπως ισχύουν.
3. Την αριθ. 1/20.01.2016 (Υ.Ο.Δ.Δ. 18) πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου «Επιλογή και διορισμός Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών», σε συνδυασμό με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 10 του άρθρου 41 του ν. 4389/2016 και την αριθ. 39/3/30.11.2017 (Υ.Ο.Δ.Δ. 689) απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Α.Α.Δ.Ε. «Ανανέωση της θητείας του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε.».
4. Την ΠΟΛ.1013/7.1.2014 (Β’ 32) απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τις ΠΟΛ.1038/31.1.2014 (Β’ 185), ΠΟΛ.1027/22.1.2015 (Β’ 294) και ΠΟΛ.1028/23.1.2015 (Β’ 294) αποφάσεις Γ.Γ.Δ.Ε.
5. Την ανάγκη βελτίωσης και εναρμόνισης της εφαρμογής για την υποβολή της Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης με τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 (Α’ 240).
6. Το γεγονός ότι, από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Προϋπολογισμού της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.),
1. Οι εκμισθωτές ακίνητης περιουσίας υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία των αρχικών ή τροποποιητικών μισθώσεων, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έναρξη της μίσθωσης ή την ημερομηνία που λαμβάνει χώρα η τροποποίησή της, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γραπτή ή προφορική συμφωνία. Σε περίπτωση λύσης της μίσθωσης, ο εκμισθωτής δύναται να δηλώνει τη λύση της μίσθωσης μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την λύση. Η δυνατότητα του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται για μισθώσεις που λύνονται μετά την 1.10.2018.
2. Οι εκμισθωτές (κύριος ή επικαρπωτής) εφόσον εκμισθώνουν ακίνητο με δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016, υποχρεούνται σε υποβολή της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας».
3. Έγγραφες ή προφορικές συμφωνίες βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτου, που δεν συνάπτονται μέσω ψηφιακών πλατφόρμων, υποβάλλονται ηλεκτρονικά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
4.α. Η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» στις περιπτώσεις συνιδιοκτησίας υποβάλλεται από έναν εκ των συνιδιοκτητών. Μετά την οριστικοποίηση της υποβολής το αποδεικτικό υποβολής επέχει θέση δήλωσης και για τους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Σε περίπτωση μη αποδοχής των στοιχείων της μίσθωσης από κάποιον εκ των συνιδιοκτητών, απαιτείται, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, να επιλεγεί το ειδικό πεδίο μη αποδοχής και να αναγραφούν οι λόγοι μη αποδοχής.
β. Όταν εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται ακίνητο με δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 και υπάρχουν περισσότεροι του ενός ιδιοκτήτες ή υπεκμισθωτές, κατά περίπτωση, η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» υποβάλλεται από έναν εκ των ιδιοκτητών ή υπεκμισθωτών του ακινήτου, αντίστοιχα. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα εδάφια β’ και γ’ της προηγούμενης περίπτωσης.
Άρθρο 2 Μη υπόχρεοι σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας»
1. Οι εκμισθωτές αγροτικών εκτάσεων δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», εφόσον το μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει το ποσό των ογδόντα (80) ευρώ.
2. Οι Φορείς Κεντρικής Διοίκησης (ή Δημοσίου ή Κράτους), όπως αυτοί ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας».
3. Δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 οι «Διαχειριστές Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης», ανεξαρτήτως εάν έχουν την ιδιότητα του εκμισθωτή, υπεκμισθωτή ή τρίτου που λειτουργεί ως «Διαχειριστής Ακινήτου», σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της ΠΟΛ.1187/2017 (Β’ 4232) απόφασης του Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. σχετικά με τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας ακινήτου, εφόσον ένας εκ των συνιδιοκτητών ορίζεται ως «Διαχειριστής Ακινήτου», δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης ούτε οι λοιποί συνιδιοκτήτες.
Άρθρο 3 Διαδικασία υποβολής της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.)
1. Οι δηλώσεις των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης υποβάλλονται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) στο δικτυακό τόπο www.aade.gr.
2. Οι υπόχρεοι που είναι νέοι χρήστες εγγράφονται στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες TAXISnet σύμφωνα με όσα ορίζονται στην με αριθμό ΠΟΛ.1178/7.12.2010 (Β’ 1916) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η διαδικασία αυτή δεν απαιτείται για τους ήδη πιστοποιημένους χρήστες σε οποιαδήποτε εφαρμογή.
3. Ως ημερομηνία υποβολής της δήλωσης θεωρείται η ημερομηνία οριστικής καταχώρησης αυτής στο σύστημα, με αυτόματη απόδοση στον υπόχρεο εκμισθωτή μοναδικού αριθμού καταχώρησης.
4. Για την υποβολή της δήλωσης απαιτείται η συμπλήρωση της οικείας εφαρμογής ηλεκτρονικής υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, η οποία υπάρχει στον διαδικτυακό τόπο www.aade.gr.
5. Σε περίπτωση που κατά την καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης, υπάρχει τεχνική αδυναμία ολοκλήρωσης της υποβολής, τότε ο εκμισθωτής επικοινωνεί με το Κέντρο Εξυπηρέτησης Φορολογουμένων της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (ΔΥΠΗΛΥ) της Α.Α.Δ.Ε. και καταγράφεται το αίτημα του και τα στοιχεία του, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ηλεκτρονική υποβολή έστω και ετεροχρονισμένα. Σε περίπτωση της αποδεδειγμένης ως άνω αδυναμίας ενημερώνεται η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη μη υπαιτιότητα του φορολογούμενου για την εκπρόθεσμη ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης.
6. Σε όσες περιπτώσεις είναι αδύνατη η ηλεκτρονική υποβολή, κατά τα ανωτέρω, και η δήλωση υποβάλλεται για λογαριασμό του εκμισθωτή, από κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, εκκαθαριστή κληρονομιάς διορισμένο από το δικαστήριο, εκτελεστή διαθήκης που διορίστηκε από το δικαστήριο ή από τη Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων, σύνδικο πτώχευσης σε περίπτωση πτώχευσης, προσωρινό διαχειριστή σε περίπτωση επιδικίας, μεσεγγυούχο σε περίπτωση μεσεγγύησης, επίτροπο ή κηδεμόνα ή δικαστικό συμπαραστάτη σε περίπτωση που ιδιοκτήτης ακινήτου είναι ανήλικο τέκνο ή άτομο σε δικαστική συμπαράσταση, η υποβολή της δήλωσης γίνεται χειρόγραφα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας του εκμισθωτή με το ειδικό έντυπο δήλωσης όπως το συνημμένο «ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Ι».
Η ως άνω «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» παραλαμβάνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταχωρείται σε χειρόγραφο βιβλίο.
Άρθρο 4 Υποβαλλόμενα πληροφοριακά στοιχεία μίσθωσης ακίνητης περιουσίας και αποδεικτικό στοιχείο υποβολής
1. Η ηλεκτρονική φόρμα υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, περιλαμβάνει τις παρακάτω γενικές κατηγορίες πληροφοριών:
– Στοιχεία εκμισθωτών
– Στοιχεία μισθωτών
Ο ΑΦΜ του μισθωτή, σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, φορολογικών κατοίκων Ελλάδας. Σε περίπτωση φυσικών προσώπων φορολογικών κατοίκων αλλοδαπής, ο ΑΦΜ του μισθωτή, εφόσον υφίσταται ή ο αριθμός διαβατηρίου ή ταυτότητας ή οποιοδήποτε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο. Σε περίπτωση νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων φορολογικών κατοίκων αλλοδαπής χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, ο ΑΦΜ του μισθωτή, εφόσον υφίσταται, ή τα πλήρη στοιχεία του (επωνυμία, ταχυδρομική διεύθυνση, χώρα φορολογικής κατοικίας).
– Στοιχεία μίσθωσης
– Στοιχεία ακινήτου
– Στοιχεία Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (Π.Ε.Α).
Η υποβολή της δήλωσης ολοκληρώνεται με την καταχώρηση των αντίστοιχων ανά κατηγορία υποχρεωτικών πληροφοριακών πεδίων.
2. Μετά την οριστικοποίηση υποβολής της δήλωσης, εκτυπώνεται «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ» (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ II) η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των πληροφοριών που καταχώρησε ο χρήστης και η οποία αποτελεί αποδεικτικό υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων της μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, την οποία δύναται να προσκομίζει σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Άρθρο 5 Κυρώσεις
1. Όσοι υποχρεούνται και δεν δηλώνουν τα στοιχεία των μισθώσεων ή τα δηλώνουν εκπρόθεσμα, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 4174/2013.
2. Για τις περιπτώσεις υποβολής εκπρόθεσμης «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», θα αποστέλλονται από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. συγκεντρωτικές καταστάσεις με τα στοιχεία των υπόχρεων εκμισθωτών που υπέβαλαν εκπρόθεσμα μέσα στον προηγούμενο μήνα τα πληροφοριακά στοιχεία μίσθωσης ακίνητης περιουσίας. Με βάση τις καταστάσεις αυτές οι Δ.Ο.Υ. θα βεβαιώνουν στον υπόχρεο εκμισθωτή τα προβλεπόμενα πρόστιμα του ν. 4174/2013.
Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία των υπόχρεων που υπέβαλαν ετεροχρονισμένα τη «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» λόγω αποδεδειγμένης τεχνικής αδυναμίας.
3. Δεν επιβάλλονται κυρώσεις και σε όσους εκμισθωτές υποβάλλουν, υποχρεωτικά, εκ νέου «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», για τις περιπτώσεις που ο υπεκμισθωτής του ακινήτου επιθυμεί την εγγραφή του ακινήτου αυτού στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής».
Άρθρο 6 Λοιποί υπόχρεοι
1. Όσα ανωτέρω αναφέρονται για την υποβολή πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης αυτής, περιλαμβανομένης και της υπεκμίσθωσης ακινήτων όπου παραχωρείται το δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016.
Επίσης εφαρμόζονται στην περίπτωση παραχώρησης χρήσης ακίνητης περιουσίας (δωρεάν παραχώρηση) με εξαίρεση τα πρόσωπα που απαλλάσσονται του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 4172/2013 (Α’ 167).
2. Σε περίπτωση εκμίσθωσης κοινόχρηστων χώρων, η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» υποβάλλεται από έναν εκ των συνιδιοκτητών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4α του άρθρου 1 της παρούσας.
Άρθρο 7 Ενημέρωση συμβαλλομένων
Με την οριστικοποίηση της υποβολής, τα πρόσωπα που συμβάλλονται στη μίσθωση, θα ενημερώνονται με μήνυμα στα εισερχόμενα μηνύματα του λογαριασμού τους στο TAXISnet, αφού εισέλθουν με τη χρήση των προσωπικών τους κωδικών πρόσβασης στο TAXISnet.
Ο κάθε μισθωτής ανατρέχει στην υποβληθείσα δήλωση και προβαίνει στην ηλεκτρονική αποδοχή ή μη της δήλωσης. Στην περίπτωση μη αποδοχής, συμπληρώνονται οι λόγοι μη αποδοχής σε ειδικό πεδίο.
Άρθρο 8 Έλεγχος Ενημέρωση Δ.Ο.Υ.
Οι Δ.Ο.Υ. ενημερώνονται μέσω της αντίστοιχης εφαρμογής που έχει υλοποιήσει η Δ.ΗΛΕ.Δ. αμέσως μετά την οριστική υποβολή της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» και έχουν τη δυνατότητα ανάκτησης και εκτύπωσης της υποβληθείσας δήλωσης.
Άρθρο 9 Λοιπά θέματα-Έναρξη ισχύος
1. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται η ΠΟΛ.1013/7.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Ηλεκτρονικά μισθωτήρια – Η νέα απόφαση για την υποβολή τους
Δημοσιεύθηκε η ΠΟΛ.1162/2018 σχετικά με την υποβολή Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτύου.
1. Οι εκμισθωτές ακίνητης περιουσίας υποχρεούνται να δηλώνουν όλα τα πληροφοριακά στοιχεία των αρχικών ή τροποποιητικών μισθώσεων, μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την έναρξη της μίσθωσης ή την ημερομηνία που λαμβάνει χώρα η τροποποίησή της, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γραπτή ή προφορική συμφωνία. Σε περίπτωση λύσης της μίσθωσης, ο εκμισθωτής δύναται να δηλώνει τη λύση της μίσθωσης μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από την λύση. Η δυνατότητα του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται για μισθώσεις που λύνονται μετά την 1.10.2018.
2. Οι εκμισθωτές (κύριος ή επικαρπωτής) εφόσον εκμισθώνουν ακίνητο με δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016, υποχρεούνται σε υποβολή της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας».
3. Έγγραφες ή προφορικές συμφωνίες βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτου, που δεν συνάπτονται μέσω ψηφιακών πλατφόρμων, υποβάλλονται ηλεκτρονικά σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας.
4.α. Η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» στις περιπτώσεις συνιδιοκτησίας υποβάλλεται από έναν εκ των συνιδιοκτητών. Μετά την οριστικοποίηση της υποβολής το αποδεικτικό υποβολής επέχει θέση δήλωσης και για τους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Σε περίπτωση μη αποδοχής των στοιχείων της μίσθωσης από κάποιον εκ των συνιδιοκτητών, απαιτείται, μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, να επιλεγεί το ειδικό πεδίο μη αποδοχής και να αναγραφούν οι λόγοι μη αποδοχής.
β. Όταν εκμισθώνεται ή υπεκμισθώνεται ακίνητο με δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 και υπάρχουν περισσότεροι του ενός ιδιοκτήτες ή υπεκμισθωτές, κατά περίπτωση, η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» υποβάλλεται από έναν εκ των ιδιοκτητών ή υπεκμισθωτών του ακινήτου, αντίστοιχα. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα εδάφια β’ και γ’ της προηγούμενης περίπτωσης.
Άρθρο 2
Μη υπόχρεοι σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας»
1. Οι εκμισθωτές αγροτικών εκτάσεων δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», εφόσον το μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει το ποσό των ογδόντα (80) ευρώ.
2. Οι Φορείς Κεντρικής Διοίκησης (ή Δημοσίου ή Κράτους), όπως αυτοί ορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 4270/2014, δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας».
3. Δεν υποχρεούνται σε υποβολή «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις που συνάπτονται στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 111 του ν. 4446/2016 οι «Διαχειριστές Ακινήτων Βραχυχρόνιας Μίσθωσης», ανεξαρτήτως εάν έχουν την ιδιότητα του εκμισθωτή, υπεκμισθωτή ή τρίτου που λειτουργεί ως «Διαχειριστής Ακινήτου», σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της ΠΟΛ.1187/2017 (Β’ 4232) απόφασης του Διοικητή Α.Α.Δ.Ε. σχετικά με τη βραχυχρόνια μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Σε περίπτωση συνιδιοκτησίας ακινήτου, εφόσον ένας εκ των συνιδιοκτητών ορίζεται ως «Διαχειριστής Ακινήτου», δεν υποχρεούνται σε υποβολή δήλωσης ούτε οι λοιποί συνιδιοκτήτες.
Άρθρο 3
Διαδικασία υποβολής της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» μέσω ηλεκτρονικής εφαρμογής της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.)
1. Οι δηλώσεις των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης υποβάλλονται με τη χρήση ηλεκτρονικής μεθόδου επικοινωνίας μέσω διαδικτυακής εφαρμογής της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) στο δικτυακό τόπο www.aade.gr.
2. Οι υπόχρεοι που είναι νέοι χρήστες εγγράφονται στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες TAXISnet σύμφωνα με όσα ορίζονται στην με αριθμό ΠΟΛ.1178/7.12.2010 (Β’ 1916) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η διαδικασία αυτή δεν απαιτείται για τους ήδη πιστοποιημένους χρήστες σε οποιαδήποτε εφαρμογή.
3. Ως ημερομηνία υποβολής της δήλωσης θεωρείται η ημερομηνία οριστικής καταχώρησης αυτής στο σύστημα, με αυτόματη απόδοση στον υπόχρεο εκμισθωτή μοναδικού αριθμού καταχώρησης.
4. Για την υποβολή της δήλωσης απαιτείται η συμπλήρωση της οικείας εφαρμογής ηλεκτρονικής υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, η οποία υπάρχει στον διαδικτυακό τόπο www.aade.gr.
5. Σε περίπτωση που κατά την καταληκτική ημερομηνία εμπρόθεσμης υποβολής δήλωσης πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης, υπάρχει τεχνική αδυναμία ολοκλήρωσης της υποβολής, τότε ο εκμισθωτής επικοινωνεί με το Κέντρο Εξυπηρέτησης Φορολογουμένων της Διεύθυνσης Υποστήριξης Ηλεκτρονικών Υπηρεσιών (ΔΥΠΗΛΥ) της Α.Α.Δ.Ε. και καταγράφεται το αίτημα του και τα στοιχεία του, προκειμένου να ολοκληρωθεί η ηλεκτρονική υποβολή έστω και ετεροχρονισμένα. Σε περίπτωση της αποδεδειγμένης ως άνω αδυναμίας ενημερώνεται η αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη μη υπαιτιότητα του φορολογούμενου για την εκπρόθεσμη ηλεκτρονική υποβολή της δήλωσης.
6. Σε όσες περιπτώσεις είναι αδύνατη η ηλεκτρονική υποβολή, κατά τα ανωτέρω, και η δήλωση υποβάλλεται για λογαριασμό του εκμισθωτή, από κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομιάς, εκκαθαριστή κληρονομιάς διορισμένο από το δικαστήριο, εκτελεστή διαθήκης που διορίστηκε από το δικαστήριο ή από τη Διεύθυνση Εθνικών Κληροδοτημάτων, σύνδικο πτώχευσης σε περίπτωση πτώχευσης, προσωρινό διαχειριστή σε περίπτωση επιδικίας, μεσεγγυούχο σε περίπτωση μεσεγγύησης, επίτροπο ή κηδεμόνα ή δικαστικό συμπαραστάτη σε περίπτωση που ιδιοκτήτης ακινήτου είναι ανήλικο τέκνο ή άτομο σε δικαστική συμπαράσταση, η υποβολή της δήλωσης γίνεται χειρόγραφα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. φορολογίας του εκμισθωτή με το ειδικό έντυπο δήλωσης όπως το συνημμένο «ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ Ι».
Η ως άνω «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» παραλαμβάνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταχωρείται σε χειρόγραφο βιβλίο.
Άρθρο 4
Υποβαλλόμενα πληροφοριακά στοιχεία μίσθωσης ακίνητης περιουσίας και αποδεικτικό στοιχείο υποβολής
1. Η ηλεκτρονική φόρμα υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, περιλαμβάνει τις παρακάτω γενικές κατηγορίες πληροφοριών:
– Στοιχεία εκμισθωτών
– Στοιχεία μισθωτών
Ο ΑΦΜ του μισθωτή, σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, φορολογικών κατοίκων Ελλάδας. Σε περίπτωση φυσικών προσώπων φορολογικών κατοίκων αλλοδαπής, ο ΑΦΜ του μισθωτή, εφόσον υφίσταται ή ο αριθμός διαβατηρίου ή ταυτότητας ή οποιοδήποτε άλλο νομιμοποιητικό έγγραφο. Σε περίπτωση νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων φορολογικών κατοίκων αλλοδαπής χωρίς μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, ο ΑΦΜ του μισθωτή, εφόσον υφίσταται, ή τα πλήρη στοιχεία του (επωνυμία, ταχυδρομική διεύθυνση, χώρα φορολογικής κατοικίας).
– Στοιχεία μίσθωσης
– Στοιχεία ακινήτου
– Στοιχεία Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης (Π.Ε.Α).
Η υποβολή της δήλωσης ολοκληρώνεται με την καταχώρηση των αντίστοιχων ανά κατηγορία υποχρεωτικών πληροφοριακών πεδίων.
2. Μετά την οριστικοποίηση υποβολής της δήλωσης, εκτυπώνεται «ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΜΙΣΘΩΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ» (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ II) η οποία περιλαμβάνει το σύνολο των πληροφοριών που καταχώρησε ο χρήστης και η οποία αποτελεί αποδεικτικό υποβολής των πληροφοριακών στοιχείων της μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, την οποία δύναται να προσκομίζει σε όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Άρθρο 5
Κυρώσεις
1. Όσοι υποχρεούνται και δεν δηλώνουν τα στοιχεία των μισθώσεων ή τα δηλώνουν εκπρόθεσμα, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις του ν. 4174/2013.
2. Για τις περιπτώσεις υποβολής εκπρόθεσμης «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», θα αποστέλλονται από τη Δ.ΗΛΕ.Δ. προς τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. συγκεντρωτικές καταστάσεις με τα στοιχεία των υπόχρεων εκμισθωτών που υπέβαλαν εκπρόθεσμα μέσα στον προηγούμενο μήνα τα πληροφοριακά στοιχεία μίσθωσης ακίνητης περιουσίας. Με βάση τις καταστάσεις αυτές οι Δ.Ο.Υ. θα βεβαιώνουν στον υπόχρεο εκμισθωτή τα προβλεπόμενα πρόστιμα του ν. 4174/2013.
Στις ανωτέρω καταστάσεις δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία των υπόχρεων που υπέβαλαν ετεροχρονισμένα τη «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» λόγω αποδεδειγμένης τεχνικής αδυναμίας.
3. Δεν επιβάλλονται κυρώσεις και σε όσους εκμισθωτές υποβάλλουν, υποχρεωτικά, εκ νέου «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας», για τις περιπτώσεις που ο υπεκμισθωτής του ακινήτου επιθυμεί την εγγραφή του ακινήτου αυτού στο «Μητρώο Ακινήτων Βραχυχρόνιας Διαμονής».
Άρθρο 6
Λοιποί υπόχρεοι
1. Όσα ανωτέρω αναφέρονται για την υποβολή πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας εφαρμόζονται ανάλογα και στις περιπτώσεις υπεκμίσθωσης αυτής, περιλαμβανομένης και της υπεκμίσθωσης ακινήτων όπου παραχωρείται το δικαίωμα υπεκμίσθωσης για σκοπούς Βραχυχρόνιας Διαμονής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 111 του ν. 4446/2016.
Επίσης εφαρμόζονται στην περίπτωση παραχώρησης χρήσης ακίνητης περιουσίας (δωρεάν παραχώρηση) με εξαίρεση τα πρόσωπα που απαλλάσσονται του φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν. 4172/2013 (Α’ 167).
2. Σε περίπτωση εκμίσθωσης κοινόχρηστων χώρων, η «Δήλωση Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» υποβάλλεται από έναν εκ των συνιδιοκτητών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4α του άρθρου 1 της παρούσας.
Άρθρο 7
Ενημέρωση συμβαλλομένων
Με την οριστικοποίηση της υποβολής, τα πρόσωπα που συμβάλλονται στη μίσθωση, θα ενημερώνονται με μήνυμα στα εισερχόμενα μηνύματα του λογαριασμού τους στο TAXISnet, αφού εισέλθουν με τη χρήση των προσωπικών τους κωδικών πρόσβασης στο TAXISnet.
Ο κάθε μισθωτής ανατρέχει στην υποβληθείσα δήλωση και προβαίνει στην ηλεκτρονική αποδοχή ή μη της δήλωσης. Στην περίπτωση μη αποδοχής, συμπληρώνονται οι λόγοι μη αποδοχής σε ειδικό πεδίο.
Άρθρο 8
Έλεγχος Ενημέρωση Δ.Ο.Υ.
Οι Δ.Ο.Υ. ενημερώνονται μέσω της αντίστοιχης εφαρμογής που έχει υλοποιήσει η Δ.ΗΛΕ.Δ. αμέσως μετά την οριστική υποβολή της «Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μίσθωσης Ακίνητης Περιουσίας» και έχουν τη δυνατότητα ανάκτησης και εκτύπωσης της υποβληθείσας δήλωσης.
Άρθρο 9
Λοιπά θέματα-Έναρξη ισχύος
1. Με την έναρξη ισχύος της παρούσας καταργείται η ΠΟΛ.1013/7.1.2014 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων.
2. Η παρούσα απόφαση ισχύει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αριθμ. ΔΑΠΔΕΠ/Φ.2 /35/οικ.18485/2018 Καθορισμός του χρονικού διαστήματος διενέργειας της αξιολόγησης για την αξιολογική περίοδο του έτους 2017 και των επιμέρους φάσεων αυτής. Καθορισμός της μορφής και του περιεχομένου του ανώνυμου ερωτηματολογίου αξιολόγησης των προϊσταμένων από τους υφισταμένους
Αριθμ. ΔΑΠΔΕΠ/Φ.2 /35/οικ.18485/22-05-2018
(ΦΕΚ Β’ 1882/24-05-2018)
Η ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις:
α. της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του ν.4369/2016 (Α΄33), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 4533/2018 (Α΄75).
β. της παραγράφου 5 του άρθρου 16 του ν.4369/2016, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του ν. 4533/2018 (Α΄75).
γ. του άρθρου 90 του Κώδικα Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, όπως κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ. 63/2005 (Α΄98).
2. Το π.δ. 125/2016 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (Α’ 37).
3. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης δεν προκαλείται δαπάνη στον κρατικό προϋπολογισμό,
αποφασίζουμε:
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Με την παρούσα απόφαση καθορίζεται:
α. Το χρονικό διάστημα και οι επιμέρους φάσεις διενέργειας της αξιολόγησης για την αξιολογική περίοδο του έτους 2017, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Β΄ του ν. 4369/2016.
β. Η μορφή και το περιεχόμενο του ανώνυμου ερωτηματολογίου αξιολόγησης των προϊσταμένων από τους υφισταμένους σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Β΄ του ν. 4369/2016.
Άρθρο 2
Χρονικό διάστημα και επιμέρους φάσεις διενέργειας της αξιολόγησης για την αξιολογική περίοδο του έτους 2017
α. Ειδικά για την αξιολογική περίοδο του έτους 2017 οι σχετικές με την ηλεκτρονική αξιολόγηση ενέργειες διενεργούνται καταρχήν από 10/5/2018 έως 13/7/2018.
β. Από 10/5/2018 έως 1/6/2018 η οικεία Διεύθυνση Διοικητικού/ Προσωπικού εκτελεί τις απαραίτητες κατά λόγο αρμοδιότητας ενέργειες για την έναρξη της συμπλήρωσης των εκθέσεων αξιολόγησης.
γ. Από 4/6/2018 έως 14/6/2018 ο αξιολογούμενος ολοκληρώνει τη συμπλήρωση της έκθεσης αξιολόγησης κατά το σκέλος που τον αφορά και υποβάλει αυτή αρμοδίως.
δ. Από 15/6/2018 έως 29/6/2018 ο α΄ αξιολογητής ολοκληρώνει τη συμπλήρωση της έκθεσης αξιολόγησης κατά το σκέλος που τον αφορά και υποβάλει αυτή αρμοδίως.
ε. Από 2/7/2018 έως 13/7/2018 ο β΄ αξιολογητής ολοκληρώνει τη συμπλήρωση της έκθεσης αξιολόγησης κατά το σκέλος που τον αφορά και υποβάλει αυτή αρμοδίως.
Άρθρο 3
Καθορισμός της μορφής και του περιεχομένου του ανώνυμου ερωτηματολογίου αξιολόγησης των προϊσταμένων από τους υφισταμένους σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους Β΄ του ν. 4369/2016
Η μορφή και το περιεχόμενο του ανώνυμου ερωτηματολογίου αξιολόγησης των προϊσταμένων από τους υφισταμένους καθορίζεται στο έντυπο που προσαρτάται στην παρούσα και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής.
Άρθρο 4
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς της παρούσας αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 75/2018 Κατάργηση της ειδικής διάταξης για χορήγηση άδειας στους υπαλλήλους του Δημοσίου που εργάζονται μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ’ αριθμόν 75/2018
ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ε’ Τμήματος
Συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2018
Σύνθεση:
Πρόεδρος: Μεταξία Ανδροβιτσανέα, Αντιπρόεδρος του Ν.Σ.Κ.
Μέλη: Κωνσταντίνος Γεωργάκης, Βασιλική Πανταζή, Δημήτριος Αναστασόπουλος, Ελένη Σβολοπούλου, Δημήτριος Μακαρονίδης, Σταύρος Σπυρόπουλος και Γεώργιος Γρυλωνάκης, Νομικοί Σύμβουλοι.
Εισηγητής: Θεόδωρος Στριλάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Αριθμός Ερωτήματος: Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/608/οικ.44254/22-12-2017 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας.
Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται εάν, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, η οποία προέβλεπε τη χορήγηση αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρέπει να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε από τον χρόνο έκδοσής της με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, που προέβλεπε τη χορήγηση άδειας στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής, στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α..
Επί του ως άνω ερωτήματος, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωμοδότησε ομόφωνα ως ακολούθως:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
1. Η Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας, με το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/608/οικ.44254/22-12-2017 έγγραφό της, υπέβαλε προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους το ακόλουθο ερώτημα:
2. Με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, κυρώθηκε αναδρομικά από τον χρόνο της έκδοσής της η με αριθμό 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471 Β’/ 16-6-1989) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την ΚΥΑ αυτή, θεσπίστηκε, μεταξύ άλλων, και η χορήγηση στους εργαζόμενους στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής, μία ημέρα άδειας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής, ύστερα από αίτηση του εργαζομένου.
Στη συνέχεια, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.), η άδεια αυτή επεκτάθηκε σε όλους τους υπαλλήλους που χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολούνται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών την ημέρα.
3. Τελικώς, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, καταργήθηκε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 άδεια, καθώς και κάθε άλλη διάταξη η οποία ρύθμιζε το ίδιο θέμα, για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ..
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάται εάν, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, πρέπει να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
4. Οι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, όριζαν τα ακόλουθα:
«Επιδόματα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας.
1…..2……3. Με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί μέσα σε ένα χρόνο από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, έπειτα από γνώμη ειδικής επιτροπής που θα συσταθεί με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών στην οποία θα συμμετέχουν και δύο (2) εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ, θα θεσπιστούν άλλα μέτρα προστασίας των εργαζομένων σε ανθυγιεινές ή επικίνδυνες απασχολήσεις ή χώρους, ανεξάρτητα του αν είναι ή όχι δικαιούχοι των επιδομάτων της παρ. 1 του άρθρου αυτού……..».
Τα άρθρα 1 έως και 27 του ν. 1505/1984 καταργήθηκαν αργότερα με τη διάταξη του άρθρου 31 περίπτωση α του ν. 2470/1997 «Ενιαίο Μισθολόγιο προσωπικού Δημ. Διοίκησης».
Η προβλεπόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις Επιτροπή, όπως προκύπτει από το με αριθμό 12/23-5-1989 Πρακτικό συνεδρίασης αυτής, εξέτασε το θέμα της ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητας για τους εργαζόμενους στα Κέντρα Πληροφορικής και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι επιβάλλεται να ληφθούν μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., για τους υπαλλήλους που εργάζονται μπροστά από οθόνες οπτικής απεικόνισης (Ο.Ο.Α.). Ειδικότερα, πρότεινε μεταξύ άλλων και τη χορήγηση δύο διαλειμμάτων διάρκειας 20 λεπτών το καθένα για τους εργαζόμενους κατά πλήρες ωράριο σε Ο.Ο.Α..
5. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, εκδόθηκε η με αριθμό 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471 / τ.Β’ της 16-6-1989) Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία στη συνέχεια κυρώθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, οι διατάξεις του οποίου όρισαν τα εξής:
«Άρθρο 21
Κυρώνεται από τότε που εκδόθηκε η αριθ. 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471/τ.Β’ της 16-6-1989) απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «ΚΟΙΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΕΘΝ. ΑΜΥΝΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν. 1558/85 “Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα” (ΦΕΚ 177/Α/85).
2. Την γνώμη της Ειδικής Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του Ν. 1505/84. Την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του εργασιακού χώρου γενικότερα των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
Αποφασίζουμε:
1. Χορηγείται στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής μία ημέρα αδείας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής, ύστερα από αίτηση του εργαζόμενου. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να ασκηθεί εντός του συγκεκριμένου διμήνου άλλως χάνεται…………..7………….Η απόφαση αυτή που θα κυρωθεί με νόμο να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.».
6 . Η χορήγηση της άδειας αυτής γενικεύθηκε στη συνέχεια, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 « Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», οι οποίες όριζαν τα ακόλουθα:
«6. Υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας δικαιούται μηχανογραφική άδεια, μετά πλήρων αποδοχών, μίας (1) ημέρας ανά δίμηνο. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέσα στο δίμηνο το οποίο αφορά. Εφόσον η άδεια αυτή δεν εξαντληθεί στο διάστημα αυτό, δεν μεταφέρεται ούτε καταβάλλεται αποζημίωση στον υπάλληλο.
7. Λοιπές άδειες που προβλέπονται από κείμενες Ειδικές διατάξεις διατηρούνται.».
Τελικά, η παράγραφος 6 του πιο πάνω άρθρου καταργήθηκε και η παράγραφος 7 αυτού αναριθμήθηκε σε 6 με το άρθρο 1 του Ν.4210/2013 (ΦΕΚ Α’ 254/21.11.2013) με το οποίο ορίζεται ότι:
«1. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) καταργούνται. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα με τις ως άνω καταργούμενες διατάξεις και αφορά υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού παύει να ισχύει.
2. Η παρ. 7 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) αναριθμείται σε παράγραφο 6.».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ:
7. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που εστάλησαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τις σχετικές απόψεις που διετύπωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Πληροφορικής, συνάγονται τα ακόλουθα:
8. Στο πλαίσιο του προβληματισμού της Διοίκησης, για τη λήψη μέτρων προστασίας των χρηστών, κατά την περίοδο που άρχισαν να χρησιμοποιούνται προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές στα Κέντρα Πληροφορικής, συνεδρίασε η τότε αρμόδια επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, η οποία, στο από 23-5-1989 πρακτικό συνεδρίασής της, κατέληξε σε δέσμη προτάσεων για μέτρα προστασίας υπαλλήλων που εργάζονταν μπροστά σε οθόνες οπτικής απεικόνισης. Χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για χορήγηση άδειας, προτείνει, μεταξύ άλλων, να χορηγούνται δύο 20λεπτα διαλείμματα ημερησίως στους εργαζόμενους κατά πλήρες ωράριο.
Στη συνέχεια, εκδίδεται η με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία, αφού έλαβε υπ’ όψιν και τη γνώμη της πιο πάνω Ειδικής Επιτροπής, έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του εργασιακού χώρου γενικότερα των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., θεσπίζοντας για πρώτη φορά και την επίμαχη ειδική άδεια.
Όταν, αρκετά χρόνια αργότερα, η χρήση προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει πλέον γενικευθεί στις δημόσιες υπηρεσίες, ο νομοθέτης θεσπίζει για όλους τους υπαλλήλους του Δημόσιου Τομέα, οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολούνται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, μηχανογραφική άδεια, η οποία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την χορηγηθείσα από την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση (μία ημέρα άδειας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο και χωρίς δικαίωμα μεταφοράς). Η άδεια αυτή θεσπίζεται με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3527/2007, η συγκεκριμένη ειδική άδεια μνημονεύεται στην παράγραφο 11, υπό τον τίτλο « Κίνητρα για την εξοικείωση των υπαλλήλων με τις νέες τεχνολογίες».
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, το Γ ‘ Τμήμα του Ν.Σ.Κ., με την με αριθμό 401/2007 γνωμοδότησή του (η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64β/328/29771/20-11-2007 έγγραφο του Υπουργείου αυτού), απεφάνθη ότι η άδεια που προβλέπεται από την παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ταυτίζεται εννοιολογικά και προδήλως αποτελεί επέκταση της μηχανογραφικής άδειας, η οποία είχε ήδη χορηγηθεί στους εργαζομένους στα Μηχανογραφικά Κέντρα με την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κ.Υ.Α. και επομένως δεν μπορούσε να χορηγηθεί επιπλέον αυτής.
Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 4210/2013, καταργήθηκαν οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 και ορίστηκε με κατηγορηματικό τρόπο, ότι καταργείται κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα με τις ως άνω διατάξεις και αφορά υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Η αιτιολογική έκθεση επί της διατάξεως αυτής ανέφερε τα ακόλουθα: «Καταργείται η «ειδική» άδεια για χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή δικαιούνταν «ειδική» άδεια 6 ημέρες / χρόνο (1 ημέρα / δίμηνο). Πέραν του στρεβλού τρόπου χορήγησής της, η συγκεκριμένη άδεια, αποτελεί και μία αναχρονιστική πρόβλεψη του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα η οποία δεν συνάδει με το σύγχρονο προφίλ της Δημόσιας Διοίκησης όπου οι χρήστες υπολογιστή αποτελούν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων και δεν αποτελεί ουσιαστικά κίνητρο γνώσης και χρήσης υπολογιστών. Παράλληλα με την εν λόγω πρόβλεψη εξοικονομείται σημαντικός αριθμός ανθρωποωρών και ενισχύεται η παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα.».
9. Εξάλλου, με το ΠΔ 398/1994 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90|270|ΕΟΚ» μεταφέρθηκε, στην ελληνική έννομη τάξη η ως άνω οδηγία, η οποία αποτελεί την πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ και καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής καταγραφής, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 (αρθ. 1 παρ. 1 της οδηγίας).
Με το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ΠΔ 398/1994 ορίζεται, ότι το διάταγμα αυτό καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, όπως αυτές ορίζονται στο αρθ. 2, ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, στον οποίο κατατάσσονται, επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά. Αντίστοιχα, με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της ως άνω οδηγίας ορίζεται ότι η οδηγία αυτή καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 και ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως σ” ολόκληρο τον τομέα που αναφέρεται στην παρ. 1 με την επιφύλαξη των δεσμευτικότερων ή/και πιο ειδικών διατάξεων που περιέχει η οδηγία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρθ. 2 αριθ. 3 του διατάγματος και για τους σκοπούς αυτού, νοείται ως (α) οθόνη οπτικής απεικόνισης κάθε αλφαριθμητική ή γραφική οθόνη που αποτελεί τμήμα εξοπλισμού επεξεργασίας, αναπαραγωγής ή οπτικής παρουσίασης στοιχείων ανεξάρτητα από την χρησιμοποιούμενη μέθοδο και (β) εργαζόμενος κάθε πρόσωπο που απασχολείται από έναν εργοδότη με σχέση εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασκουμένων και των μαθητευομένων, ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας οθόνη οπτικής απεικόνισης.
Με το άρθρο 7 της Οδηγίας αυτής ορίζεται ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας για την εργασία αυτή ότι ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει την δραστηριότητα του εργαζομένου, κατά τρόπο ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνη να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας που θα περιορίζουν τον φόρτο εργασίας στην οθόνη. Η πρόβλεψη αυτή της Οδηγίας δεν αφορά σε ημερήσια άδεια, αλλά σε ολιγόλεπτες ενδιάμεσες διακοπές της ημερήσιας εργασίας, οι οποίες μάλιστα προβλέπονται εναλλακτικά, μπορούν δηλαδή να υποκαθίστανται από αντίστοιχες ενδιάμεσες αλλαγές της δραστηριότητας του εργαζομένου σε άλλες, εκτός οθόνης, εργασίες. Αντίστοιχα, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω ΠΔ 398/1994, και για την εφαρμογή της προαναφερθείσης διάταξης του άρθρου 7 της Οδηγίας, ορίζεται ότι « ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει την δραστηριότητα του εργαζομένου κατά τρόπον ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνες οπτικής απεικόνισης να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας, που θα περιορίζουν τον φόρτο εργασίας στην οθόνη οπτικής απεικόνισης σύμφωνα με το παράρτημα I του άρθρου 11». Στο άρθρο 4 του παραρτήματος αυτού, (το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διατάγματος) ορίζεται αναλυτικότερα ότι: « 4.1. Εφόσον δεν είναι εφικτό να οργανώνεται η εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε φυσιολογικά να μπορεί ο εργαζόμενος να την εναλλάσσει με άλλες μορφές εργασίας, είναι χρήσιμο να εξασφαλίζονται στον εργαζόμενο διαλείμματα εργασίας ανά δίωρο, ανάλογα με το είδος της εργασίας. Σε καμιά περίπτωση τα διαλείμματα αυτά δεν πρέπει να συσσωρεύονται. 4.2. Ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από τη θέση εργασίας με οθόνες οπτικής απεικόνισης (είτε για διάλειμμα εργασίας είτε για αλλαγή δραστηριότητας) μπορεί να είναι έως 15 λεπτά ανά δίωρο».
Από τις παραπάνω διατάξεις του ΠΔ 398/1994 και της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ, που μεταφέρθηκε με αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη, συνάγεται σαφώς, ότι με αυτές προβλέπεται, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, η διακοπή της εργασίας αυτής είτε με αλλαγή δραστηριότητας του εργαζομένου, και μάλιστα κατά κύριο λόγο και πρωταρχικά, είτε εναλλακτικά, εφόσον δηλ. δεν είναι εφικτή η αλλαγή αυτή, με διαλείμματα, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από την θέση εργασίας με οθόνες οπτικής απεικόνισης μπορεί να είναι έως 15′ ανά δίωρο. Ειδικότερα, τα προβλεπόμενα ως άνω διαλείμματα διαφέρουν κατά την φύση και τον σκοπό τους από την επίμαχη ανά δίμηνο ημερήσια άδεια και επομένως δεν έχουν σχέση με αυτήν, η διαφοροποίηση δε αυτή προκύπτει και από το γεγονός ότι αποκλείεται ρητά η συσσώρευση των διαλειμμάτων αυτών, απαγορεύεται δηλ. ο συνυπολογισμός τους ώστε ν’ αποτελέσουν χρονικά ημερήσια άδεια. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας όλων αδιακρίτως των εργαζομένων με οθόνες οπτικής απεικόνισης και προς αντιμετώπιση ειδικά των κινδύνων από την εργασία μπροστά σε τέτοιες οθόνες προβλέπεται μόνον είτε η αλλαγή δραστηριότητας (εργασία εκτός οθόνης) είτε η διακοπή της εργασίας αυτής με διαλείμματα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις ανά δίωρο ημερήσιας εργασίας και μέχρι 15′, και όχι η χορήγηση αδείας μίας ημέρας (με αποδοχές) ανά δίμηνο. Και τούτο διότι το μέτρο αυτό και μόνο θεσπίζεται με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΠΔ 398/1994 για την εφαρμογή των αντιστοίχων ρυθμίσεων της Οδηγίας 90/270/ΕΟΚ που αποτελεί την 5η ειδική οδηγία της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, η οποία συνιστά γενική οδηγία-πλαίσιο, ώστε ούτε από τις διατάξεις της τελευταίας και του ΠΔ 17/1996, που την μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη, μπορεί να συναχθεί η καθιέρωση τέτοιας αδείας, αφού οι σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις αυτής, ως οδηγίας πλαισίου, εξειδικεύθηκαν και περιορίσθηκαν στην καθιέρωση υποχρέωσης αλλαγής δραστηριότητας ή της διακοπής της εργασίας με ολιγόλεπτα διαλείμματα κατά την διάρκεια της ημερήσιας εργασίας (ad hoc Ολομ ΑΠ 31/2009).
10. Σύμφωνα με όλα τα προεκτεθέντα και συνοψίζοντας αυτά:
Α) Η σαφής, καθολική και κατηγορηματική διατύπωση που επέλεξε ο νομοθέτης για την καταργητική διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4210/2013 («Κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα»), φανερώνει την βούλησή του να καταργήσει για τους υπαλλήλους των Μηχανογραφικών Κέντρων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. την ειδική άδεια που είχε θεσπιστεί με την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση, ακόμη κι αν γίνει δεκτό, ότι η άδεια αυτή δεν είχε ήδη καταργηθεί πριν την ισχύ του άρθρου 1 του ν. 4210/2013.
Β) Η κατάργηση αυτή δεν αντίκειται στις ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, στις οποίες δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόβλεψη ειδικής άδειας για τους υπαλλήλους που εργάζονται μπροστά σε οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εξάλλου, καμία τέτοια πρόταση δεν έγινε ούτε με το υπ’ αριθμόν 12/23-5-1989 Πρακτικό συνεδρίασης της Ειδικής Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, που αφορούσε την λήψη μέτρων προστασίας για τους εργαζόμενους αυτούς. Επομένως, ούτε για τους εμπειρογνώμονες της Ειδικής Επιτροπής, ούτε για τον Εθνικό, ούτε και για τον Κοινοτικό Νομοθέτη, η συγκεκριμένη ειδική άδεια αποτελούσε ενδεδειγμένο μέτρο προστασίας της υγείας των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
11. Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί του τεθέντος ερωτήματος, είναι ότι, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, η οποία προέβλεπε τη χορήγηση αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, τους χειριζόμενους ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε από τον χρόνο έκδοσής της με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990 και προέβλεπε τη χορήγηση άδειας στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής.
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Αθήνα 7-5-2018
Η Πρόεδρος του Τμήματος
Μεταξία Ανδροβιτσανέα
Αντιπρόεδρος του Ν.Σ.Κ.
Υπόθεση C-566/16 Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς»
Στην υπόθεση C‑566/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nyíregyházi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Nyíregyháza, Ουγγαρία) με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Dávid Vámos
κατά
Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Wahl
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér καθώς και από την E. E. Sebestyén,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios καθώς και από τον B. Béres,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Dávid Vámos και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διευθύνσεως προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ουγγαρία) (στο εξής: διεύθυνση προσφυγών), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας με την οποία διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εκ μέρους του D. Vámos και επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο και τόκοι υπερημερίας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:
«1. Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.
Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.
[…]»
4 Το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Κάθε υποκείμενος στο φόρο δηλώνει την έναρξη, τη μεταβολή ή την παύση της δραστηριότητάς του ως υποκείμενου στον φόρο.
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν και μπορούν να απαιτούν, με τις προϋποθέσεις που ορίζουν, την υποβολή της δήλωσης με ηλεκτρονικά μέσα.»
5 Το άρθρο 214 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποκτούν ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου τα ακόλουθα πρόσωπα:
α) κάθε υποκείμενος στον φόρο, εκτός αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, ο οποίος διενεργεί στο αντίστοιχο έδαφός τους παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών για τις οποίες του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, εκτός των παραδόσεων αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών για τις οποίες ο ΦΠΑ οφείλεται αποκλειστικά από τον λήπτη υπηρεσιών ή τον αποκτώντα αγαθά σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 197 και το άρθρο 199·
[…]».
6 Το άρθρο 272 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους ακόλουθους υποκείμενους στον φόρο από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6:
[…]
δ) τους υποκείμενους στον φόρο που επωφελούνται της απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις όπως προβλέπεται στα άρθρα 282 έως 292,
[…]».
7 Το άρθρο 273 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα κάτωθι:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.
Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων τιμολόγησης εκτός από αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.»
8 Το άρθρο 281 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη, τα οποία συναντούν δυσκολίες σχετικά με την υπαγωγή των μικρών επιχειρήσεων, λόγω της δραστηριότητας ή της δομής τους, στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, μπορούν, μέσα στα όρια και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν και έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ, να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες επιβολής και είσπραξης του φόρου, όπως καθεστώτα κατ’ αποκοπή, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν οδηγούν σε μείωση του φόρου.»
9 Το άρθρο 282 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Απαλλαγές ή προοδευτικές μειώσεις», του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII («Ειδικά καθεστώτα») αυτής, ορίζει τα εξής:
«Οι απαλλαγές και οι μειώσεις που προβλέπονται στο παρόν τμήμα εφαρμόζονται στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις μικρές επιχειρήσεις.»
10 Το άρθρο 287 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1978 μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκείμενους στον φόρο των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι το πολύ ίσος με την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση το συντελεστή μετατροπής που ίσχυε την ημέρα της προσχώρησής τους στην Κοινότητα:
[…]
12) η Ουγγαρία, 35 000 EUR,
[…]».
11 Το άρθρο 290 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Οι υποκείμενοι στον φόρο, που δικαιούνται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ, μπορούν να επιλέξουν είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής του ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281. Στην περίπτωση αυτή, τυγχάνουν των προοδευτικών μειώσεων του φόρου, οι οποίες προβλέπονται ενδεχομένως από την εθνική τους νομοθεσία.»
Το ουγγρικό δίκαιο
Ο νόμος περί ΦΠΑ
12 Το άρθρο 2 του az általános forgalmi adóról szóló 2007. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2007 σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ) προβλέπει τα εξής:
«Βάσει του παρόντος νόμου, υπόκεινται στον [ΦΠΑ]:
(a) οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στον φόρο –υπό την ιδιότητά του αυτή– εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Ουγγαρίας […]».
13 Το άρθρο 187 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«1) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια με οικονομικό σκοπό ή ο οποίος, ελλείψει τέτοιας εγκαταστάσεως, έχει την κατοικία ή τον συνήθη τόπο διαμονής του στην εθνική επικράτεια, δικαιούται να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο.
2) Σε περίπτωση ασκήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο του δικαιώματος επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια της προσωπικής απαλλαγής και υπό την ιδιότητα απαλλασσόμενου προσώπου, ο υποκείμενος στον φόρο
a) δεν υπόκειται σε πληρωμή του φόρου·
b) δεν δικαιούται να εκπέσει τον φόρο εισροών·
c) μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ούτε το ποσό του μετακυλιόμενου φόρου ούτε ο συντελεστής που ορίζεται στο άρθρο 83.»
14 Το άρθρο 188, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Δικαίωμα επιλογής προσωπικής απαλλαγής υφίσταται εάν το ποσό της καταβληθείσας ή οφειλόμενης αντιπαροχής για όλες τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο βάσει του άρθρου 2, στοιχείο a, εκπεφρασμένο σε [ουγγρικά φιορίνια (HUF)] σε ετήσια βάση, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσοτικό όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 2
a) ούτε πραγματικά κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται του ημερολογιακού έτους αναφοράς,
b) ούτε πραγματικά ή βάσει εύλογων προβλέψεων κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς.»
15 Το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, όριζε ότι το μέγιστο ποσοτικό όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής είχε καθοριστεί στο ποσό των 5 000 000 HUF (περίπου 16 040 ευρώ). Από την 1η Ιανουαρίου 2013 το όριο αυτό αυξήθηκε στα 6 000 000 HUF (περίπου 19 250 ευρώ).
Ο κώδικας φορολογικής διαδικασίας
16 Το άρθρο 16 του adózás rendjéről szóló 2003. évi XCII. törvény (νόμου XCII του 2003 περί κώδικα φορολογικής διαδικασίας, στο εξής: κώδικας φορολογικής διαδικασίας) έχει ως εξής:
«1) Μόνον ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου μπορεί να ασκεί υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 20 και 21.
2) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα οφείλει να δηλώσει στην κρατική φορολογική αρχή την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου να του χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου.»
17 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας ορίζει ότι «ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει, εάν η φορολογική υποχρέωση ή η υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητά του αντιστοιχούν σε εκείνη ατομικής επιχειρήσεως βάσει του νόμου για τη ρύθμιση της δραστηριότητας ατομικής επιχειρήσεως, να ζητήσει τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου υποβάλλοντας, στην αρμόδια για τις υποθέσεις ατομικών επιχειρήσεων αρχή, δήλωση ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (δεόντως συμπληρωμένο έντυπο δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας), εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωσή του υποβολής στην κρατική φορολογική αρχή δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας».
18 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:
«Ο υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας δηλώνει κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης σε φόρο δραστηριότητας ότι επιλέγει την προσωπική απαλλαγή.»
19 Το άρθρο 172, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 2, μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους έως 200 000 [HUF (περίπου 640 ευρώ)], εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, και έως 500 000 [HUF (περίπου 1 600 ευρώ)], στην περίπτωση των λοιπών υποκειμένων στον φόρο, εάν δεν εκπληρωθούν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (αρχική δήλωση και γνωστοποίηση τροποποιήσεων), η υποχρέωση παροχής δεδομένων ή ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού ή η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
20 Μετά από διενέργεια ελέγχου, η ουγγρική φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του έτους 2007 και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε πραγματοποιήσει 778 πωλήσεις ηλεκτρονικών ειδών σε δύο ηλεκτρονικές πλατφόρμες, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο υποκειμένων σε ΦΠΑ και χωρίς να έχει δηλώσει εισοδήματα από τις πωλήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, του επέβαλε πρόστιμο.
21 Η εν λόγω φορολογική αρχή διαπίστωσε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, ο D. Vámos είχε ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής φορολογικής απαλλαγής, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 188, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, και ότι, μεταξύ της 1ης και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε επίσης ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα ήταν αμελητέα.
22 Στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos ενεγράφη στο μητρώο των υποκειμένων σε ΦΠΑ και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή, ήτοι ένα ουγγρικό καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 187 επ. του νόμου περί ΦΠΑ.
23 Με χωριστή διαδικασία από εκείνη που οδήγησε στην επιβολή προστίμου σε βάρος του D. Vámos, η ουγγρική φορολογική αρχή προέβη σε εκ των υστέρων έλεγχο των φορολογικών δηλώσεών του αναφορικά με το σύνολο των φόρων και των δημοσιονομικών ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2012 έως 2014. Κατόπιν του σχετικού ελέγχου, η εν λόγω αρχή διαπίστωσε ότι ο D. Vámos όφειλε ΦΠΑ για το διάστημα μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2012 και του πρώτου τριμήνου του 2014 και, επί τη βάσει της κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσας καθυστερούμενης φορολογικής οφειλής, του επέβαλε νέο φορολογικό πρόστιμο και τόκους υπερημερίας.
24 Ο D. Vámos άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της διευθύνσεως προσφυγών, η οποία επικύρωσε την τελευταία αυτή απόφαση. Η διεύθυνση προσφυγών, αφενός, αναφέρθηκε στο άρθρο 187, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ, βάσει του οποίου ο D. Vámos μπορούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή, και, αφετέρου, επισήμανε ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας παρείχε τη δυνατότητα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής μόνο κατά τη δήλωση ενάρξεως των φορολογητέων δραστηριοτήτων και ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορούσε πλέον να ασκηθεί στη συνέχεια. Σύμφωνα με τη διεύθυνση προσφυγών, δεδομένου ότι ο D. Vámos δεν είχε καταχωρισθεί στο μητρώο της φορολογικής αρχής και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή μόλις στις 22 Ιανουαρίου 2014, είχε δικαίωμα να τύχει της προσωπικής απαλλαγής μόνο μετά την ημερομηνία αυτή.
25 Ο D. Vámos άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής της διευθύνσεως προσφυγών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 του νόμου περί ΦΠΑ συνεπάγεται μόνον την υπαγωγή στον ΦΠΑ και, συνακόλουθα, υποχρέωση υποβολής δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 16 του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, όχι όμως υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ. Στο μέτρο που τα έσοδα του D. Vámos, όπως αυτά καθορίστηκαν από την ουγγρική φορολογική αρχή, δεν υπερέβαιναν, ούτε για το 2012 ούτε για το 2013, το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής, η ουγγρική φορολογική αρχή δεν έπρεπε να τον θεωρήσει υπόχρεο στην καταβολή ΦΠΑ για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, αλλά αντιθέτως όφειλε να τον ρωτήσει, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου, εάν επιθυμούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Nyíregyháza, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η φορολογική αρχή μπορεί να αποκλείσει, επ’ ευκαιρία εκ των υστέρων φορολογικού ελέγχου, το δικαίωμα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής, με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο έχει το εν λόγω δικαίωμα μόνον κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης στον φόρο δραστηριότητάς του;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
28 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα άρθρα 282 έως 292 και, ειδικότερα, το άρθρο 287, σημείο 12, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπουν τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να χορηγούν στις μικρές επιχειρήσεις απαλλαγή από τον ΦΠΑ.
29 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το άρθρο 290 της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα για τον υποκείμενο στον φόρο, που δικαιούται να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ, να επιλέξει είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281 της οδηγίας αυτής.
30 Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το γράμμα των άρθρων 281 και 284 έως 287 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν και να διατηρούν σε ισχύ τα ειδικά καθεστώτα επιβολής ΦΠΑ, εφόσον τα καθεστώτα αυτά είναι σύμφωνα με το σύστημα του ΦΠΑ. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 49 της ίδιας οδηγίας αναφέρει ότι, όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα ειδικά τους καθεστώτα.
31 Τέλος, το καθεστώς της προσωπικής απαλλαγής, που προβλέπεται από το ουγγρικό δίκαιο, είναι ένα ειδικό καθεστώς που επιτρέπει στις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Αυτό το καθεστώς απαλλαγής που εφαρμόζεται στις μικρές επιχειρήσεις συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 187, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ, δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών και μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ο ΦΠΑ. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η δυνατότητα επιλογής της απαλλαγής από τον φόρο μπορεί να ασκηθεί και μετά την υποβολή δηλώσεως περί ενάρξεως δραστηριότητας, αλλά μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.
32 Εν προκειμένω, ο υποκείμενος στον φόρο είχε ζητήσει να τύχει της προσωπικής απαλλαγής, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα επιλογής της απαλλαγής αυτής θα έπρεπε να έχει ασκηθεί κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο επιθυμούσε να τύχει της εν λόγω απαλλαγής.
33 Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία ΦΠΑ δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει σε υποκείμενο στον φόρο υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και αν τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής από τον φόρο για τις μικρές επιχειρήσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 30). Έχει επίσης κρίνει ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν αντιτίθεται στην επιβολή διοικητικού προστίμου για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως από υποκείμενο στον φόρο, υπό τον όρο ότι το πρόστιμο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 37).
34 Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν κράτος μέλος δύναται να εξαρτά τη χορήγηση καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών από την επιλογή, εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, ενός τέτοιου καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεώς του περί ενάρξεως ασκήσεως δραστηριότητας και αν, ελλείψει τέτοιας επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο επ’ ευκαιρία υποβολής της δηλώσεως αυτής, δύναται να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.
35 Επισημαίνεται, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος των μικρών επιχειρήσεων αποτελεί δυνατότητα η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη για την οργάνωση του συστήματος φορολογήσεως.
36 Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, αλλά τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εισπράξεως του ΦΠΑ και για την αποφυγή της απάτης.
37 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Cabinet Medical Veterinar Dr. Tomoiagă Andrei, C‑144/14, EU:C:2015:452, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 273 της οδηγίας ΦΠΑ, πέραν των ορίων που θέτει, δεν ορίζει ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τις υποχρεώσεις τις οποίες δύνανται να επιβάλλουν τα κράτη μέλη και, συνεπώς, παρέχει σε αυτά ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέσα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Είναι ασφαλώς αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 272, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο που επωφελούνται καθεστώτος απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6 του τίτλου XI της ίδιας αυτής οδηγίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια απλή δυνατότητα, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο από τις υποχρεώσεις αυτές.
40 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα σημεία 34 και 46 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ότι η απόφαση του Ούγγρου νομοθέτη να θεσπίσει ένα καθεστώς απαλλαγών, εξαρτώντας ταυτόχρονα την εφαρμογή του από ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως που η οδηγία περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη.
41 Εντούτοις, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων που θεσπίζουν για να διασφαλίσουν την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ και να αποτρέψουν τη φοροδιαφυγή, οφείλουν, ωστόσο, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της ασφάλειας δικαίου.
42 Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, ότι η απαίτηση καταβολής ΦΠΑ για πραγματοποιηθείσες πωλήσεις δεν συνιστά κύρωση για την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως της ενάρξεως δραστηριότητας και επιλογής καθεστώτος απαλλαγής, αλλά είσπραξη του ΦΠΑ που κατέστη απαιτητός με την έναρξη, εκ μέρους επιχειρηματία όπως ο D. Vámos, της οικονομικής του δραστηριότητας.
43 Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg (C‑269/03, EU:C:2004:512), το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος, το οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας να παράσχει στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα επιλογής ειδικού καθεστώτος φορολογήσεως, να θεσπίζει ρύθμιση η οποία εξαρτά την πλήρη έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών από την προηγούμενη έγκριση της φορολογικής αρχής, χωρίς η έγκριση αυτή να έχει αναδρομική ισχύ.
44 Το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι η μη αναδρομικότητα της διαδικασίας εγκρίσεως δεν την καθιστά δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑269/03, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg, EU:C:2004:512, σκέψη 29).
45 Από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ καθίσταται εφαρμοστέο σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο δεν επέλεξε το καθεστώς προσωπικής απαλλαγής. Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία η οποία αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ.
46 Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει, στον τομέα του ΦΠΑ, τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 29), έχει κριθεί ότι τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου και για την αποφυγή της φοροδιαφυγής δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Rusedespred, C‑138/12, EU:C:2013:233, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
47 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή στους υποκειμένους στον φόρο της δυνατότητας να επιλέγουν το καθεστώς απαλλαγής μετά την προβλεπόμενη προθεσμία θα τους παρείχε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος των επιχειρηματιών που έχουν τηρήσει δεόντως τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Πράγματι, οι υποκείμενοι στον φόρο θα μπορούσαν να επιλέξουν εκ των υστέρων και, ως εκ τούτου, έχοντας τη δυνατότητα να στηριχθούν στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους, το φορολογικό καθεστώς που είναι το πλέον συμφέρον γι’ αυτούς.
48 Πλην όμως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη διαφορετική μεταχείριση, από απόψεως ΦΠΑ, των υποκειμένων στον φόρο που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση και, επομένως, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
49 Κατά συνέπεια, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και, γενικότερα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποκειμένων στον φόρο δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ στους υποκειμένους στον φόρο που παρέλειψαν να επιλέξουν ένα από τα καθεστώτα απαλλαγών κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως ενάρξεως της οικονομικής τους δραστηριότητας, έστω και αν το προϊόν της δραστηριότητάς τους δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις.
50 Τρίτον, επισημαίνεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αλλά και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των εξουσιών που τους παρέχουν οι οδηγίες της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Η αρχή αυτή επιτάσσει να μην μπορεί επ’ αόριστον να τίθεται εν αμφιβόλω η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Fatorie, C‑424/12, EU:C:2014:50, σκέψη 46).
52 Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι της προσωπικής απαλλαγής από τον φόρο δεν οφείλουν ΦΠΑ και ότι, επομένως, δεν χρειάζεται να τον μετακυλίσουν στους πελάτες τους, ενδέχεται να είναι αναγκαίο οι φορολογικές αρχές να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι επέλεξαν αυτό το καθεστώς απαλλαγής.
53 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
54 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
Επί των δικαστικών εξόδων
55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
ΠΟΛ.1098/2018 Κοινοποίηση της αριθμ. 30/2017 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Α’ Τακτικής Ολομέλειας) σχετικά με την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 στους μισθούς και τις εν γένει αποδοχές των υπάλληλων του ΝΑΤΟ
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αριθμ. 30/2017 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Α’ Τακτικής Ολομέλειας) σχετικά με την επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 στους μισθούς και τις εν γένει αποδοχές των υπάλληλων του ΝΑΤΟ.
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας κοινοποιούμε την αριθμ. ΝΣΚ 30/2017 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Α’ Τακτικής Ολομέλειας), που έγινε αποδεκτή από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, σύμφωνα με την οποία, οι υπάλληλοι του ΝΑΤΟ, που είναι Έλληνες υπήκοοι ή φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και υπάγονται στις κατηγορίες «διεθνές προσωπικό» του Οργανισμού της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού και «πολιτικό προσωπικό» συμμαχικού Στρατηγείου, δεν υπόκεινται στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 για τους μισθούς και τις εν γένει αποδοχές που λαμβάνουν από το ΝΑΤΟ.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Γνωμοδότηση Ν.Σ.Κ. 75/2018 Κατάργηση της ειδικής διάταξης για χορήγηση άδειας στους υπαλλήλους του Δημοσίου που εργάζονται μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ υπ’ αριθμόν 75/2018
ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Ε’ Τμήματος
Συνεδρίαση της 23ης Απριλίου 2018
Σύνθεση:
Πρόεδρος: Μεταξία Ανδροβιτσανέα, Αντιπρόεδρος του Ν.Σ.Κ.
Μέλη: Κωνσταντίνος Γεωργάκης, Βασιλική Πανταζή, Δημήτριος Αναστασόπουλος, Ελένη Σβολοπούλου, Δημήτριος Μακαρονίδης, Σταύρος Σπυρόπουλος και Γεώργιος Γρυλωνάκης, Νομικοί Σύμβουλοι.
Εισηγητής: Θεόδωρος Στριλάκος, Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.
Αριθμός Ερωτήματος: Το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/608/οικ.44254/22-12-2017 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας.
Περίληψη Ερωτήματος: Ερωτάται εάν, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, η οποία προέβλεπε τη χορήγηση αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρέπει να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε από τον χρόνο έκδοσής της με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, που προέβλεπε τη χορήγηση άδειας στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής, στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α..
Επί του ως άνω ερωτήματος, το Ε’ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, γνωμοδότησε ομόφωνα ως ακολούθως:
ΙΣΤΟΡΙΚΟ:
1. Η Γενική Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού Δημόσιου Τομέα, Διεύθυνση Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, Τμήμα Πειθαρχικής Ευθύνης και Δεοντολογίας, με το με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΙΔΑΔ/Φ.53β/608/οικ.44254/22-12-2017 έγγραφό της, υπέβαλε προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους το ακόλουθο ερώτημα:
2. Με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, κυρώθηκε αναδρομικά από τον χρόνο της έκδοσής της η με αριθμό 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471 Β’/ 16-6-1989) Κοινή Απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με την ΚΥΑ αυτή, θεσπίστηκε, μεταξύ άλλων, και η χορήγηση στους εργαζόμενους στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής, μία ημέρα άδειας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής, ύστερα από αίτηση του εργαζομένου.
Στη συνέχεια, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 (Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.), η άδεια αυτή επεκτάθηκε σε όλους τους υπαλλήλους που χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολούνται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών την ημέρα.
3. Τελικώς, με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, καταργήθηκε η προβλεπόμενη από την παράγραφο 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 άδεια, καθώς και κάθε άλλη διάταξη η οποία ρύθμιζε το ίδιο θέμα, για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ..
Κατόπιν των ανωτέρω, ερωτάται εάν, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, πρέπει να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:
4. Οι ενδιαφέρουσες εν προκειμένω διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, όριζαν τα ακόλουθα:
«Επιδόματα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας.
1…..2……3. Με προεδρικό διάταγμα, που θα εκδοθεί μέσα σε ένα χρόνο από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, έπειτα από γνώμη ειδικής επιτροπής που θα συσταθεί με απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης και Οικονομικών στην οποία θα συμμετέχουν και δύο (2) εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ, θα θεσπιστούν άλλα μέτρα προστασίας των εργαζομένων σε ανθυγιεινές ή επικίνδυνες απασχολήσεις ή χώρους, ανεξάρτητα του αν είναι ή όχι δικαιούχοι των επιδομάτων της παρ. 1 του άρθρου αυτού……..».
Τα άρθρα 1 έως και 27 του ν. 1505/1984 καταργήθηκαν αργότερα με τη διάταξη του άρθρου 31 περίπτωση α του ν. 2470/1997 «Ενιαίο Μισθολόγιο προσωπικού Δημ. Διοίκησης».
Η προβλεπόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις Επιτροπή, όπως προκύπτει από το με αριθμό 12/23-5-1989 Πρακτικό συνεδρίασης αυτής, εξέτασε το θέμα της ανθυγιεινότητας και επικινδυνότητας για τους εργαζόμενους στα Κέντρα Πληροφορικής και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι επιβάλλεται να ληφθούν μέτρα βελτίωσης των συνθηκών εργασίας από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., για τους υπαλλήλους που εργάζονται μπροστά από οθόνες οπτικής απεικόνισης (Ο.Ο.Α.). Ειδικότερα, πρότεινε μεταξύ άλλων και τη χορήγηση δύο διαλειμμάτων διάρκειας 20 λεπτών το καθένα για τους εργαζόμενους κατά πλήρες ωράριο σε Ο.Ο.Α..
5. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, εκδόθηκε η με αριθμό 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471 / τ.Β’ της 16-6-1989) Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία στη συνέχεια κυρώθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990, οι διατάξεις του οποίου όρισαν τα εξής:
«Άρθρο 21
Κυρώνεται από τότε που εκδόθηκε η αριθ. 130558/12-6-1989 (ΦΕΚ 471/τ.Β’ της 16-6-1989) απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Εσωτερικών, Εθνικής Άμυνας, Οικονομικών, Εργασίας και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «ΚΟΙΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, ΕΘΝ. ΑΜΥΝΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του Ν. 1558/85 “Κυβέρνηση και Κυβερνητικά Όργανα” (ΦΕΚ 177/Α/85).
2. Την γνώμη της Ειδικής Επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 14 του Ν. 1505/84. Την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του εργασιακού χώρου γενικότερα των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α.
Αποφασίζουμε:
1. Χορηγείται στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής μία ημέρα αδείας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο πέραν της κανονικής, ύστερα από αίτηση του εργαζόμενου. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να ασκηθεί εντός του συγκεκριμένου διμήνου άλλως χάνεται…………..7………….Η απόφαση αυτή που θα κυρωθεί με νόμο να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.».
6 . Η χορήγηση της άδειας αυτής γενικεύθηκε στη συνέχεια, με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 « Κώδικας Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», οι οποίες όριζαν τα ακόλουθα:
«6. Υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε (5) ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας δικαιούται μηχανογραφική άδεια, μετά πλήρων αποδοχών, μίας (1) ημέρας ανά δίμηνο. Η άδεια χορηγείται υποχρεωτικά μέσα στο δίμηνο το οποίο αφορά. Εφόσον η άδεια αυτή δεν εξαντληθεί στο διάστημα αυτό, δεν μεταφέρεται ούτε καταβάλλεται αποζημίωση στον υπάλληλο.
7. Λοιπές άδειες που προβλέπονται από κείμενες Ειδικές διατάξεις διατηρούνται.».
Τελικά, η παράγραφος 6 του πιο πάνω άρθρου καταργήθηκε και η παράγραφος 7 αυτού αναριθμήθηκε σε 6 με το άρθρο 1 του Ν.4210/2013 (ΦΕΚ Α’ 254/21.11.2013) με το οποίο ορίζεται ότι:
«1. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) καταργούνται. Κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα με τις ως άνω καταργούμενες διατάξεις και αφορά υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού παύει να ισχύει.
2. Η παρ. 7 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) αναριθμείται σε παράγραφο 6.».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ:
7. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τα στοιχεία που εστάλησαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες και τις σχετικές απόψεις που διετύπωσε η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Πληροφορικής, συνάγονται τα ακόλουθα:
8. Στο πλαίσιο του προβληματισμού της Διοίκησης, για τη λήψη μέτρων προστασίας των χρηστών, κατά την περίοδο που άρχισαν να χρησιμοποιούνται προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές στα Κέντρα Πληροφορικής, συνεδρίασε η τότε αρμόδια επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, η οποία, στο από 23-5-1989 πρακτικό συνεδρίασής της, κατέληξε σε δέσμη προτάσεων για μέτρα προστασίας υπαλλήλων που εργάζονταν μπροστά σε οθόνες οπτικής απεικόνισης. Χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε για χορήγηση άδειας, προτείνει, μεταξύ άλλων, να χορηγούνται δύο 20λεπτα διαλείμματα ημερησίως στους εργαζόμενους κατά πλήρες ωράριο.
Στη συνέχεια, εκδίδεται η με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση, η οποία, αφού έλαβε υπ’ όψιν και τη γνώμη της πιο πάνω Ειδικής Επιτροπής, έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την βελτίωση των συνθηκών εργασίας και του εργασιακού χώρου γενικότερα των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α., θεσπίζοντας για πρώτη φορά και την επίμαχη ειδική άδεια.
Όταν, αρκετά χρόνια αργότερα, η χρήση προσωπικών ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει πλέον γενικευθεί στις δημόσιες υπηρεσίες, ο νομοθέτης θεσπίζει για όλους τους υπαλλήλους του Δημόσιου Τομέα, οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολούνται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας, μηχανογραφική άδεια, η οποία έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την χορηγηθείσα από την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση (μία ημέρα άδειας μετ’ αποδοχών ανά δίμηνο και χωρίς δικαίωμα μεταφοράς). Η άδεια αυτή θεσπίζεται με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3527/2007, η συγκεκριμένη ειδική άδεια μνημονεύεται στην παράγραφο 11, υπό τον τίτλο « Κίνητρα για την εξοικείωση των υπαλλήλων με τις νέες τεχνολογίες».
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημα, το Γ ‘ Τμήμα του Ν.Σ.Κ., με την με αριθμό 401/2007 γνωμοδότησή του (η οποία έχει γίνει αποδεκτή από τον αρμόδιο Υπουργό Εσωτερικών, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. ΔΙΔΑΔ/Φ.64β/328/29771/20-11-2007 έγγραφο του Υπουργείου αυτού), απεφάνθη ότι η άδεια που προβλέπεται από την παρ. 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Δημοσίων Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ταυτίζεται εννοιολογικά και προδήλως αποτελεί επέκταση της μηχανογραφικής άδειας, η οποία είχε ήδη χορηγηθεί στους εργαζομένους στα Μηχανογραφικά Κέντρα με την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κ.Υ.Α. και επομένως δεν μπορούσε να χορηγηθεί επιπλέον αυτής.
Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 4210/2013, καταργήθηκαν οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007 και ορίστηκε με κατηγορηματικό τρόπο, ότι καταργείται κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα με τις ως άνω διατάξεις και αφορά υπαλλήλους ή λειτουργούς του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Η αιτιολογική έκθεση επί της διατάξεως αυτής ανέφερε τα ακόλουθα: «Καταργείται η «ειδική» άδεια για χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι χειρίζονται ηλεκτρονικό υπολογιστή δικαιούνταν «ειδική» άδεια 6 ημέρες / χρόνο (1 ημέρα / δίμηνο). Πέραν του στρεβλού τρόπου χορήγησής της, η συγκεκριμένη άδεια, αποτελεί και μία αναχρονιστική πρόβλεψη του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα η οποία δεν συνάδει με το σύγχρονο προφίλ της Δημόσιας Διοίκησης όπου οι χρήστες υπολογιστή αποτελούν πλέον τη συντριπτική πλειοψηφία των υπαλλήλων και δεν αποτελεί ουσιαστικά κίνητρο γνώσης και χρήσης υπολογιστών. Παράλληλα με την εν λόγω πρόβλεψη εξοικονομείται σημαντικός αριθμός ανθρωποωρών και ενισχύεται η παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα.».
9. Εξάλλου, με το ΠΔ 398/1994 «ελάχιστες προδιαγραφές ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης σε συμμόρφωση με την οδηγία του Συμβουλίου 90|270|ΕΟΚ» μεταφέρθηκε, στην ελληνική έννομη τάξη η ως άνω οδηγία, η οποία αποτελεί την πέμπτη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παρ. 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ και καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής καταγραφής, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 (αρθ. 1 παρ. 1 της οδηγίας).
Με το άρθρο 1 παρ.1 και 2 του ΠΔ 398/1994 ορίζεται, ότι το διάταγμα αυτό καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, όπως αυτές ορίζονται στο αρθ. 2, ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, ανεξαρτήτως κλάδου οικονομικής δραστηριότητας, στον οποίο κατατάσσονται, επιπλέον των γενικών διατάξεων για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας που ισχύουν κάθε φορά. Αντίστοιχα, με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της ως άνω οδηγίας ορίζεται ότι η οδηγία αυτή καθορίζει τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για την εργασία σε εξοπλισμό με οθόνη οπτικής απεικόνισης, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 και ότι οι διατάξεις της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ εφαρμόζονται πλήρως σ” ολόκληρο τον τομέα που αναφέρεται στην παρ. 1 με την επιφύλαξη των δεσμευτικότερων ή/και πιο ειδικών διατάξεων που περιέχει η οδηγία. Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρθ. 2 αριθ. 3 του διατάγματος και για τους σκοπούς αυτού, νοείται ως (α) οθόνη οπτικής απεικόνισης κάθε αλφαριθμητική ή γραφική οθόνη που αποτελεί τμήμα εξοπλισμού επεξεργασίας, αναπαραγωγής ή οπτικής παρουσίασης στοιχείων ανεξάρτητα από την χρησιμοποιούμενη μέθοδο και (β) εργαζόμενος κάθε πρόσωπο που απασχολείται από έναν εργοδότη με σχέση εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ασκουμένων και των μαθητευομένων, ο οποίος χρησιμοποιεί τακτικά και κατά ένα μη αμελητέο τμήμα της κανονικής του εργασίας οθόνη οπτικής απεικόνισης.
Με το άρθρο 7 της Οδηγίας αυτής ορίζεται ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας για την εργασία αυτή ότι ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει την δραστηριότητα του εργαζομένου, κατά τρόπο ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνη να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας που θα περιορίζουν τον φόρτο εργασίας στην οθόνη. Η πρόβλεψη αυτή της Οδηγίας δεν αφορά σε ημερήσια άδεια, αλλά σε ολιγόλεπτες ενδιάμεσες διακοπές της ημερήσιας εργασίας, οι οποίες μάλιστα προβλέπονται εναλλακτικά, μπορούν δηλαδή να υποκαθίστανται από αντίστοιχες ενδιάμεσες αλλαγές της δραστηριότητας του εργαζομένου σε άλλες, εκτός οθόνης, εργασίες. Αντίστοιχα, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω ΠΔ 398/1994, και για την εφαρμογή της προαναφερθείσης διάταξης του άρθρου 7 της Οδηγίας, ορίζεται ότι « ο εργοδότης υποχρεούται να σχεδιάζει την δραστηριότητα του εργαζομένου κατά τρόπον ώστε η καθημερινή εργασία σε οθόνες οπτικής απεικόνισης να διακόπτεται περιοδικά με διαλείμματα ή αλλαγές δραστηριότητας, που θα περιορίζουν τον φόρτο εργασίας στην οθόνη οπτικής απεικόνισης σύμφωνα με το παράρτημα I του άρθρου 11». Στο άρθρο 4 του παραρτήματος αυτού, (το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του διατάγματος) ορίζεται αναλυτικότερα ότι: « 4.1. Εφόσον δεν είναι εφικτό να οργανώνεται η εργασία με τέτοιο τρόπο ώστε φυσιολογικά να μπορεί ο εργαζόμενος να την εναλλάσσει με άλλες μορφές εργασίας, είναι χρήσιμο να εξασφαλίζονται στον εργαζόμενο διαλείμματα εργασίας ανά δίωρο, ανάλογα με το είδος της εργασίας. Σε καμιά περίπτωση τα διαλείμματα αυτά δεν πρέπει να συσσωρεύονται. 4.2. Ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από τη θέση εργασίας με οθόνες οπτικής απεικόνισης (είτε για διάλειμμα εργασίας είτε για αλλαγή δραστηριότητας) μπορεί να είναι έως 15 λεπτά ανά δίωρο».
Από τις παραπάνω διατάξεις του ΠΔ 398/1994 και της οδηγίας 90/270/ΕΟΚ, που μεταφέρθηκε με αυτό στην εσωτερική έννομη τάξη, συνάγεται σαφώς, ότι με αυτές προβλέπεται, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας κατά την εργασία με οθόνες οπτικής απεικόνισης, η διακοπή της εργασίας αυτής είτε με αλλαγή δραστηριότητας του εργαζομένου, και μάλιστα κατά κύριο λόγο και πρωταρχικά, είτε εναλλακτικά, εφόσον δηλ. δεν είναι εφικτή η αλλαγή αυτή, με διαλείμματα, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος απομάκρυνσης του εργαζομένου από την θέση εργασίας με οθόνες οπτικής απεικόνισης μπορεί να είναι έως 15′ ανά δίωρο. Ειδικότερα, τα προβλεπόμενα ως άνω διαλείμματα διαφέρουν κατά την φύση και τον σκοπό τους από την επίμαχη ανά δίμηνο ημερήσια άδεια και επομένως δεν έχουν σχέση με αυτήν, η διαφοροποίηση δε αυτή προκύπτει και από το γεγονός ότι αποκλείεται ρητά η συσσώρευση των διαλειμμάτων αυτών, απαγορεύεται δηλ. ο συνυπολογισμός τους ώστε ν’ αποτελέσουν χρονικά ημερήσια άδεια. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι, ως ελάχιστη προδιαγραφή ασφαλείας και υγείας όλων αδιακρίτως των εργαζομένων με οθόνες οπτικής απεικόνισης και προς αντιμετώπιση ειδικά των κινδύνων από την εργασία μπροστά σε τέτοιες οθόνες προβλέπεται μόνον είτε η αλλαγή δραστηριότητας (εργασία εκτός οθόνης) είτε η διακοπή της εργασίας αυτής με διαλείμματα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις ανά δίωρο ημερήσιας εργασίας και μέχρι 15′, και όχι η χορήγηση αδείας μίας ημέρας (με αποδοχές) ανά δίμηνο. Και τούτο διότι το μέτρο αυτό και μόνο θεσπίζεται με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΠΔ 398/1994 για την εφαρμογή των αντιστοίχων ρυθμίσεων της Οδηγίας 90/270/ΕΟΚ που αποτελεί την 5η ειδική οδηγία της Οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, η οποία συνιστά γενική οδηγία-πλαίσιο, ώστε ούτε από τις διατάξεις της τελευταίας και του ΠΔ 17/1996, που την μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη, μπορεί να συναχθεί η καθιέρωση τέτοιας αδείας, αφού οι σχετικές προβλέψεις και ρυθμίσεις αυτής, ως οδηγίας πλαισίου, εξειδικεύθηκαν και περιορίσθηκαν στην καθιέρωση υποχρέωσης αλλαγής δραστηριότητας ή της διακοπής της εργασίας με ολιγόλεπτα διαλείμματα κατά την διάρκεια της ημερήσιας εργασίας (ad hoc Ολομ ΑΠ 31/2009).
10. Σύμφωνα με όλα τα προεκτεθέντα και συνοψίζοντας αυτά:
Α) Η σαφής, καθολική και κατηγορηματική διατύπωση που επέλεξε ο νομοθέτης για την καταργητική διάταξη του άρθρου 1 του ν. 4210/2013 («Κάθε διάταξη που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα»), φανερώνει την βούλησή του να καταργήσει για τους υπαλλήλους των Μηχανογραφικών Κέντρων του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. την ειδική άδεια που είχε θεσπιστεί με την με αριθμό 130558/12-6-1989 Κοινή Υπουργική Απόφαση, ακόμη κι αν γίνει δεκτό, ότι η άδεια αυτή δεν είχε ήδη καταργηθεί πριν την ισχύ του άρθρου 1 του ν. 4210/2013.
Β) Η κατάργηση αυτή δεν αντίκειται στις ισχύουσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, στις οποίες δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόβλεψη ειδικής άδειας για τους υπαλλήλους που εργάζονται μπροστά σε οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εξάλλου, καμία τέτοια πρόταση δεν έγινε ούτε με το υπ’ αριθμόν 12/23-5-1989 Πρακτικό συνεδρίασης της Ειδικής Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 1505/1984, που αφορούσε την λήψη μέτρων προστασίας για τους εργαζόμενους αυτούς. Επομένως, ούτε για τους εμπειρογνώμονες της Ειδικής Επιτροπής, ούτε για τον Εθνικό, ούτε και για τον Κοινοτικό Νομοθέτη, η συγκεκριμένη ειδική άδεια αποτελούσε ενδεδειγμένο μέτρο προστασίας της υγείας των εργαζομένων στα Μηχανογραφικά Κέντρα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
11. Κατόπιν των ανωτέρω, η απάντηση του Ε’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους επί του τεθέντος ερωτήματος, είναι ότι, μετά την έναρξη ισχύος της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 4210/2013, με την οποία καταργήθηκε η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του ν. 3528/2007, η οποία προέβλεπε τη χορήγηση αδείας στους υπαλλήλους του Δημοσίου, τους χειριζόμενους ηλεκτρονικό υπολογιστή, πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρείται ως καταργηθείσα και η σχετική διάταξη της με αριθμό 130558/1989 Κοινής Υπουργικής Απόφασης, που κυρώθηκε από τον χρόνο έκδοσής της με το άρθρο 27 του ν. 1876/1990 και προέβλεπε τη χορήγηση άδειας στους εργαζόμενους μπροστά σε οθόνες οπτικής καταγραφής.
ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ
Αθήνα 7-5-2018
Η Πρόεδρος του Τμήματος
Μεταξία Ανδροβιτσανέα
Αντιπρόεδρος του Ν.Σ.Κ.
Υπόθεση C-566/16 Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαΐου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρα 282 έως 292 – Ειδικό καθεστώς μικρών επιχειρήσεων – Καθεστώς απαλλαγών – Υποχρέωση επιλογής της εφαρμογής του ειδικού καθεστώτος κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς»
Στην υπόθεση C‑566/16,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Nyíregyházi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών Nyíregyháza, Ουγγαρία) με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης
Dávid Vámos
κατά
Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Wahl
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Μ. Z. Fehér καθώς και από την E. E. Sebestyén,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Lozano Palacios καθώς και από τον B. Béres,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 23ης Νοεμβρίου 2017,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία περί ΦΠΑ).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Dávid Vámos και της Nemzeti Adó- és Vámhivatal Fellebbviteli Igazgatósága (διευθύνσεως προσφυγών της εθνικής φορολογικής και τελωνειακής αρχής, Ουγγαρία) (στο εξής: διεύθυνση προσφυγών), με αντικείμενο την απόφαση της τελευταίας με την οποία διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν φόρος προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εκ μέρους του D. Vámos και επιβλήθηκε σε αυτόν πρόστιμο και τόκοι υπερημερίας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Το άρθρο 9 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα εξής:
«1. Νοείται ως “υποκείμενος στον φόρο” οποιοσδήποτε ασκεί, κατά τρόπο ανεξάρτητο και σε οποιονδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής.
Ως “οικονομική δραστηριότητα” θεωρείται κάθε δραστηριότητα του παραγωγού, του εμπόρου ή του παρέχοντος υπηρεσίες, περιλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων εξόρυξης, των αγροτικών δραστηριοτήτων καθώς και των δραστηριοτήτων των ελεύθερων επαγγελμάτων. Ως οικονομική δραστηριότητα θεωρείται, επίσης, η εκμετάλλευση ενσώματου ή άυλου αγαθού, με σκοπό ιδίως την άντληση εσόδων διαρκούς χαρακτήρα.
[…]»
4 Το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Κάθε υποκείμενος στο φόρο δηλώνει την έναρξη, τη μεταβολή ή την παύση της δραστηριότητάς του ως υποκείμενου στον φόρο.
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν και μπορούν να απαιτούν, με τις προϋποθέσεις που ορίζουν, την υποβολή της δήλωσης με ηλεκτρονικά μέσα.»
5 Το άρθρο 214 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να αποκτούν ατομικό αριθμό φορολογικού μητρώου τα ακόλουθα πρόσωπα:
α) κάθε υποκείμενος στον φόρο, εκτός αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 2, ο οποίος διενεργεί στο αντίστοιχο έδαφός τους παραδόσεις αγαθών ή παροχές υπηρεσιών για τις οποίες του παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης, εκτός των παραδόσεων αγαθών ή της παροχής υπηρεσιών για τις οποίες ο ΦΠΑ οφείλεται αποκλειστικά από τον λήπτη υπηρεσιών ή τον αποκτώντα αγαθά σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 197 και το άρθρο 199·
[…]».
6 Το άρθρο 272 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους ακόλουθους υποκείμενους στον φόρο από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6:
[…]
δ) τους υποκείμενους στον φόρο που επωφελούνται της απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις όπως προβλέπεται στα άρθρα 282 έως 292,
[…]».
7 Το άρθρο 273 της οδηγίας περί ΦΠΑ ορίζει τα κάτωθι:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του ΦΠΑ και την αποφυγή της απάτης, με την επιφύλαξη της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εσωτερικών πράξεων και των πράξεων που πραγματοποιούνται από υποκείμενους στον φόρο μεταξύ κρατών μελών και με την προϋπόθεση ότι οι υποχρεώσεις αυτές δεν οδηγούν, στις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, σε διατυπώσεις που συνδέονται με τη διέλευση συνόρων.
Η δυνατότητα που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιβολή επιπλέον υποχρεώσεων τιμολόγησης εκτός από αυτές που καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.»
8 Το άρθρο 281 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη, τα οποία συναντούν δυσκολίες σχετικά με την υπαγωγή των μικρών επιχειρήσεων, λόγω της δραστηριότητας ή της δομής τους, στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ, μπορούν, μέσα στα όρια και με τις προϋποθέσεις που καθορίζουν και έπειτα από διαβούλευση με την επιτροπή ΦΠΑ, να εφαρμόζουν απλουστευμένες διαδικασίες επιβολής και είσπραξης του φόρου, όπως καθεστώτα κατ’ αποκοπή, με την προϋπόθεση όμως ότι δεν οδηγούν σε μείωση του φόρου.»
9 Το άρθρο 282 της οδηγίας περί ΦΠΑ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2, με τίτλο «Απαλλαγές ή προοδευτικές μειώσεις», του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII («Ειδικά καθεστώτα») αυτής, ορίζει τα εξής:
«Οι απαλλαγές και οι μειώσεις που προβλέπονται στο παρόν τμήμα εφαρμόζονται στις παραδόσεις αγαθών και στις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τις μικρές επιχειρήσεις.»
10 Το άρθρο 287 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη που προσχώρησαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1978 μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκείμενους στον φόρο των οποίων ο κύκλος εργασιών είναι το πολύ ίσος με την αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα των ακόλουθων ποσών, με βάση το συντελεστή μετατροπής που ίσχυε την ημέρα της προσχώρησής τους στην Κοινότητα:
[…]
12) η Ουγγαρία, 35 000 EUR,
[…]».
11 Το άρθρο 290 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Οι υποκείμενοι στον φόρο, που δικαιούνται την απαλλαγή από τον ΦΠΑ, μπορούν να επιλέξουν είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής του ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281. Στην περίπτωση αυτή, τυγχάνουν των προοδευτικών μειώσεων του φόρου, οι οποίες προβλέπονται ενδεχομένως από την εθνική τους νομοθεσία.»
Το ουγγρικό δίκαιο
Ο νόμος περί ΦΠΑ
12 Το άρθρο 2 του az általános forgalmi adóról szóló 2007. évi CXXVII. törvény (νόμου CXXVII του 2007 σχετικά με τον φόρο προστιθέμενης αξίας, στο εξής: νόμος περί ΦΠΑ) προβλέπει τα εξής:
«Βάσει του παρόντος νόμου, υπόκεινται στον [ΦΠΑ]:
(a) οι παραδόσεις αγαθών και οι παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιεί ο υποκείμενος στον φόρο –υπό την ιδιότητά του αυτή– εξ επαχθούς αιτίας στο έδαφος της Ουγγαρίας […]».
13 Το άρθρο 187 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«1) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος έχει εγκατάσταση στην εθνική επικράτεια με οικονομικό σκοπό ή ο οποίος, ελλείψει τέτοιας εγκαταστάσεως, έχει την κατοικία ή τον συνήθη τόπο διαμονής του στην εθνική επικράτεια, δικαιούται να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή κατά τα οριζόμενα στο παρόν κεφάλαιο.
2) Σε περίπτωση ασκήσεως από τον υποκείμενο στον φόρο του δικαιώματος επιλογής που προβλέπεται στην παράγραφο 1, κατά τη διάρκεια της προσωπικής απαλλαγής και υπό την ιδιότητα απαλλασσόμενου προσώπου, ο υποκείμενος στον φόρο
a) δεν υπόκειται σε πληρωμή του φόρου·
b) δεν δικαιούται να εκπέσει τον φόρο εισροών·
c) μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ούτε το ποσό του μετακυλιόμενου φόρου ούτε ο συντελεστής που ορίζεται στο άρθρο 83.»
14 Το άρθρο 188, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Δικαίωμα επιλογής προσωπικής απαλλαγής υφίσταται εάν το ποσό της καταβληθείσας ή οφειλόμενης αντιπαροχής για όλες τις παραδόσεις αγαθών ή τις παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο υποκείμενος στον φόρο βάσει του άρθρου 2, στοιχείο a, εκπεφρασμένο σε [ουγγρικά φιορίνια (HUF)] σε ετήσια βάση, δεν υπερβαίνει το μέγιστο ποσοτικό όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 2
a) ούτε πραγματικά κατά το ημερολογιακό έτος που προηγείται του ημερολογιακού έτους αναφοράς,
b) ούτε πραγματικά ή βάσει εύλογων προβλέψεων κατά το ημερολογιακό έτος αναφοράς.»
15 Το άρθρο 188, παράγραφος 2, του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2012, όριζε ότι το μέγιστο ποσοτικό όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής είχε καθοριστεί στο ποσό των 5 000 000 HUF (περίπου 16 040 ευρώ). Από την 1η Ιανουαρίου 2013 το όριο αυτό αυξήθηκε στα 6 000 000 HUF (περίπου 19 250 ευρώ).
Ο κώδικας φορολογικής διαδικασίας
16 Το άρθρο 16 του adózás rendjéről szóló 2003. évi XCII. törvény (νόμου XCII του 2003 περί κώδικα φορολογικής διαδικασίας, στο εξής: κώδικας φορολογικής διαδικασίας) έχει ως εξής:
«1) Μόνον ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διαθέτει αριθμό φορολογικού μητρώου μπορεί να ασκεί υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα, με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στα άρθρα 20 και 21.
2) Ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητα οφείλει να δηλώσει στην κρατική φορολογική αρχή την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας προκειμένου να του χορηγηθεί αριθμός φορολογικού μητρώου.»
17 Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο a, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας ορίζει ότι «ο υποκείμενος στον φόρο οφείλει, εάν η φορολογική υποχρέωση ή η υποκείμενη σε φόρο δραστηριότητά του αντιστοιχούν σε εκείνη ατομικής επιχειρήσεως βάσει του νόμου για τη ρύθμιση της δραστηριότητας ατομικής επιχειρήσεως, να ζητήσει τη χορήγηση αριθμού φορολογικού μητρώου υποβάλλοντας, στην αρμόδια για τις υποθέσεις ατομικών επιχειρήσεων αρχή, δήλωση ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (δεόντως συμπληρωμένο έντυπο δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας), εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωσή του υποβολής στην κρατική φορολογική αρχή δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας».
18 Το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα αυτού προβλέπει τα ακόλουθα:
«Ο υποκείμενος στον φόρο προστιθέμενης αξίας δηλώνει κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης σε φόρο δραστηριότητας ότι επιλέγει την προσωπική απαλλαγή.»
19 Το άρθρο 172, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εν λόγω κώδικα ορίζει τα εξής:
«Με την επιφύλαξη των προβλεπομένων στην παράγραφο 2, μπορεί να επιβληθεί χρηματική ποινή ύψους έως 200 000 [HUF (περίπου 640 ευρώ)], εάν πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, και έως 500 000 [HUF (περίπου 1 600 ευρώ)], στην περίπτωση των λοιπών υποκειμένων στον φόρο, εάν δεν εκπληρωθούν η υποχρέωση υποβολής δηλώσεως ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας (αρχική δήλωση και γνωστοποίηση τροποποιήσεων), η υποχρέωση παροχής δεδομένων ή ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού ή η υποχρέωση υποβολής φορολογικών δηλώσεων.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
20 Μετά από διενέργεια ελέγχου, η ουγγρική φορολογική αρχή διαπίστωσε ότι, μεταξύ του έτους 2007 και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε πραγματοποιήσει 778 πωλήσεις ηλεκτρονικών ειδών σε δύο ηλεκτρονικές πλατφόρμες, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο υποκειμένων σε ΦΠΑ και χωρίς να έχει δηλώσει εισοδήματα από τις πωλήσεις αυτές και, κατά συνέπεια, του επέβαλε πρόστιμο.
21 Η εν λόγω φορολογική αρχή διαπίστωσε επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου 2012 και της 31ης Δεκεμβρίου 2013, ο D. Vámos είχε ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα δεν υπερέβαιναν το ανώτατο όριο που παρείχε δικαίωμα προσωπικής φορολογικής απαλλαγής, το οποίο καθορίζεται στο άρθρο 188, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, και ότι, μεταξύ της 1ης και της 22ας Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos είχε επίσης ασκήσει δραστηριότητα πωλήσεως της οποίας τα έσοδα ήταν αμελητέα.
22 Στις 22 Ιανουαρίου 2014, ο D. Vámos ενεγράφη στο μητρώο των υποκειμένων σε ΦΠΑ και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή, ήτοι ένα ουγγρικό καθεστώς απαλλαγής από τον ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο προβλέπεται στα άρθρα 187 επ. του νόμου περί ΦΠΑ.
23 Με χωριστή διαδικασία από εκείνη που οδήγησε στην επιβολή προστίμου σε βάρος του D. Vámos, η ουγγρική φορολογική αρχή προέβη σε εκ των υστέρων έλεγχο των φορολογικών δηλώσεών του αναφορικά με το σύνολο των φόρων και των δημοσιονομικών ενισχύσεων για τα οικονομικά έτη 2012 έως 2014. Κατόπιν του σχετικού ελέγχου, η εν λόγω αρχή διαπίστωσε ότι ο D. Vámos όφειλε ΦΠΑ για το διάστημα μεταξύ του πρώτου τριμήνου του 2012 και του πρώτου τριμήνου του 2014 και, επί τη βάσει της κατά τα ανωτέρω διαπιστωθείσας καθυστερούμενης φορολογικής οφειλής, του επέβαλε νέο φορολογικό πρόστιμο και τόκους υπερημερίας.
24 Ο D. Vámos άσκησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της διευθύνσεως προσφυγών, η οποία επικύρωσε την τελευταία αυτή απόφαση. Η διεύθυνση προσφυγών, αφενός, αναφέρθηκε στο άρθρο 187, παράγραφος 1, του νόμου περί ΦΠΑ, βάσει του οποίου ο D. Vámos μπορούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή, και, αφετέρου, επισήμανε ότι το άρθρο 22, παράγραφος 1, στοιχείο c, του κώδικα φορολογικής διαδικασίας παρείχε τη δυνατότητα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής μόνο κατά τη δήλωση ενάρξεως των φορολογητέων δραστηριοτήτων και ότι η δυνατότητα αυτή δεν μπορούσε πλέον να ασκηθεί στη συνέχεια. Σύμφωνα με τη διεύθυνση προσφυγών, δεδομένου ότι ο D. Vámos δεν είχε καταχωρισθεί στο μητρώο της φορολογικής αρχής και επέλεξε την προσωπική απαλλαγή μόλις στις 22 Ιανουαρίου 2014, είχε δικαίωμα να τύχει της προσωπικής απαλλαγής μόνο μετά την ημερομηνία αυτή.
25 Ο D. Vámos άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής της διευθύνσεως προσφυγών ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι η άσκηση οικονομικής δραστηριότητας κατά την έννοια του άρθρου 6 του νόμου περί ΦΠΑ συνεπάγεται μόνον την υπαγωγή στον ΦΠΑ και, συνακόλουθα, υποχρέωση υποβολής δηλώσεως σύμφωνα με το άρθρο 213, παράγραφος 1, της οδηγίας ΦΠΑ και το άρθρο 16 του κώδικα φορολογικής διαδικασίας, όχι όμως υποχρέωση καταβολής ΦΠΑ. Στο μέτρο που τα έσοδα του D. Vámos, όπως αυτά καθορίστηκαν από την ουγγρική φορολογική αρχή, δεν υπερέβαιναν, ούτε για το 2012 ούτε για το 2013, το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα προσωπικής απαλλαγής, η ουγγρική φορολογική αρχή δεν έπρεπε να τον θεωρήσει υπόχρεο στην καταβολή ΦΠΑ για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013, αλλά αντιθέτως όφειλε να τον ρωτήσει, στο πλαίσιο του εκ των υστέρων ελέγχου, εάν επιθυμούσε να επιλέξει την προσωπική απαλλαγή.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Fővárosi Közigazgatási és Munkaügyi Bíróság (δικαστήριο διοικητικών και εργατικών διαφορών του Nyíregyháza, Ουγγαρία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας η φορολογική αρχή μπορεί να αποκλείσει, επ’ ευκαιρία εκ των υστέρων φορολογικού ελέγχου, το δικαίωμα επιλογής της προσωπικής απαλλαγής, με την αιτιολογία ότι ο υποκείμενος στον φόρο έχει το εν λόγω δικαίωμα μόνον κατά τη δήλωση ενάρξεως της υποκείμενης στον φόρο δραστηριότητάς του;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
27 Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
28 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι τα άρθρα 282 έως 292 και, ειδικότερα, το άρθρο 287, σημείο 12, της οδηγίας περί ΦΠΑ προβλέπουν τη δυνατότητα για τα κράτη μέλη να χορηγούν στις μικρές επιχειρήσεις απαλλαγή από τον ΦΠΑ.
29 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το άρθρο 290 της οδηγίας αυτής προβλέπει τη δυνατότητα για τον υποκείμενο στον φόρο, που δικαιούται να τύχει απαλλαγής από τον ΦΠΑ, να επιλέξει είτε το κανονικό καθεστώς εφαρμογής ΦΠΑ είτε την εφαρμογή των απλοποιημένων ρυθμίσεων που προβλέπονται στο άρθρο 281 της οδηγίας αυτής.
30 Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το γράμμα των άρθρων 281 και 284 έως 287 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν και να διατηρούν σε ισχύ τα ειδικά καθεστώτα επιβολής ΦΠΑ, εφόσον τα καθεστώτα αυτά είναι σύμφωνα με το σύστημα του ΦΠΑ. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 49 της ίδιας οδηγίας αναφέρει ότι, όσον αφορά τις μικρές επιχειρήσεις, θα πρέπει να επιτραπεί στα κράτη μέλη να συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα ειδικά τους καθεστώτα.
31 Τέλος, το καθεστώς της προσωπικής απαλλαγής, που προβλέπεται από το ουγγρικό δίκαιο, είναι ένα ειδικό καθεστώς που επιτρέπει στις επιχειρήσεις των οποίων ο κύκλος εργασιών δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο να τύχουν απαλλαγής από τον ΦΠΑ. Αυτό το καθεστώς απαλλαγής που εφαρμόζεται στις μικρές επιχειρήσεις συνεπάγεται, σύμφωνα με το άρθρο 187, παράγραφος 2, του νόμου περί ΦΠΑ, ότι ο υποκείμενος στον φόρο δεν υποχρεούται να καταβάλει ΦΠΑ, δεν έχει δικαίωμα εκπτώσεως του ΦΠΑ επί των εισροών και μπορεί να εκδώσει μόνον τιμολόγιο στο οποίο δεν αναγράφεται ο ΦΠΑ. Στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ουγγρική Κυβέρνηση επισήμανε ότι η δυνατότητα επιλογής της απαλλαγής από τον φόρο μπορεί να ασκηθεί και μετά την υποβολή δηλώσεως περί ενάρξεως δραστηριότητας, αλλά μπορεί να έχει αποτελέσματα μόνο για το μέλλον.
32 Εν προκειμένω, ο υποκείμενος στον φόρο είχε ζητήσει να τύχει της προσωπικής απαλλαγής, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το δικαίωμα επιλογής της απαλλαγής αυτής θα έπρεπε να έχει ασκηθεί κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο επιθυμούσε να τύχει της εν λόγω απαλλαγής.
33 Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η οδηγία ΦΠΑ δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία η οποία επιβάλλει σε υποκείμενο στον φόρο υποχρέωση υποβολής δηλώσεως περί ενάρξεως οικονομικής δραστηριότητας, ακόμη και αν τα έσοδα από τη δραστηριότητα αυτή δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής από τον φόρο για τις μικρές επιχειρήσεις (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 30). Έχει επίσης κρίνει ότι η οδηγία περί ΦΠΑ δεν αντιτίθεται στην επιβολή διοικητικού προστίμου για τη μη τήρηση της υποχρεώσεως υποβολής δηλώσεως από υποκείμενο στον φόρο, υπό τον όρο ότι το πρόστιμο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 2015, Balogh, C‑424/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:708, σκέψη 37).
34 Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν κράτος μέλος δύναται να εξαρτά τη χορήγηση καθεστώτος φορολογικών απαλλαγών από την επιλογή, εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο, ενός τέτοιου καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεώς του περί ενάρξεως ασκήσεως δραστηριότητας και αν, ελλείψει τέτοιας επιλογής εκ μέρους του υποκειμένου στον φόρο επ’ ευκαιρία υποβολής της δηλώσεως αυτής, δύναται να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ.
35 Επισημαίνεται, αφενός, ότι, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως, η εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος των μικρών επιχειρήσεων αποτελεί δυνατότητα η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη για την οργάνωση του συστήματος φορολογήσεως.
36 Αφετέρου, όπως προκύπτει από το άρθρο 273, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεώσεις που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία αυτή, αλλά τις οποίες κρίνουν αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εισπράξεως του ΦΠΑ και για την αποφυγή της απάτης.
37 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κάθε κράτος μέλος έχει την υποχρέωση να λάβει όλα τα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα που είναι πρόσφορα για την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός του και για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Cabinet Medical Veterinar Dr. Tomoiagă Andrei, C‑144/14, EU:C:2015:452, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Το Δικαστήριο έχει, επίσης, κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 273 της οδηγίας ΦΠΑ, πέραν των ορίων που θέτει, δεν ορίζει ούτε τις προϋποθέσεις ούτε τις υποχρεώσεις τις οποίες δύνανται να επιβάλλουν τα κράτη μέλη και, συνεπώς, παρέχει σε αυτά ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέσα τα οποία είναι κατάλληλα να διασφαλίζουν την είσπραξη ολοκλήρου του ΦΠΑ που οφείλεται στο έδαφός τους και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή (βλ. απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
39 Είναι ασφαλώς αληθές ότι, σύμφωνα με το άρθρο 272, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο που επωφελούνται καθεστώτος απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις από ορισμένες ή όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα κεφάλαια 2 έως 6 του τίτλου XI της ίδιας αυτής οδηγίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια απλή δυνατότητα, γεγονός που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να απαλλάσσουν τους υποκειμένους στον φόρο από τις υποχρεώσεις αυτές.
40 Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως προκύπτει από τα σημεία 34 και 46 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, ότι η απόφαση του Ούγγρου νομοθέτη να θεσπίσει ένα καθεστώς απαλλαγών, εξαρτώντας ταυτόχρονα την εφαρμογή του από ορισμένες διαδικαστικές απαιτήσεις, εμπίπτει στο περιθώριο εκτιμήσεως που η οδηγία περί ΦΠΑ παρέχει στα κράτη μέλη.
41 Εντούτοις, μολονότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως ως προς την επιλογή των μέτρων που θεσπίζουν για να διασφαλίσουν την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ και να αποτρέψουν τη φοροδιαφυγή, οφείλουν, ωστόσο, να ασκούν την αρμοδιότητα αυτή τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης και τις γενικές αρχές του και, ιδίως, την αρχή της αναλογικότητας (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), καθώς και τις αρχές της φορολογικής ουδετερότητας και της ασφάλειας δικαίου.
42 Συγκεκριμένα, πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 57 και 58 των προτάσεών του, ότι η απαίτηση καταβολής ΦΠΑ για πραγματοποιηθείσες πωλήσεις δεν συνιστά κύρωση για την παράβαση της υποχρεώσεως δηλώσεως της ενάρξεως δραστηριότητας και επιλογής καθεστώτος απαλλαγής, αλλά είσπραξη του ΦΠΑ που κατέστη απαιτητός με την έναρξη, εκ μέρους επιχειρηματία όπως ο D. Vámos, της οικονομικής του δραστηριότητας.
43 Επιπλέον, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg (C‑269/03, EU:C:2004:512), το Δικαστήριο έκρινε ότι το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας δεν εμποδίζουν ένα κράτος μέλος, το οποίο έκανε χρήση της ευχέρειας να παράσχει στους υποκειμένους στον φόρο το δικαίωμα επιλογής ειδικού καθεστώτος φορολογήσεως, να θεσπίζει ρύθμιση η οποία εξαρτά την πλήρη έκπτωση του ΦΠΑ επί των εισροών από την προηγούμενη έγκριση της φορολογικής αρχής, χωρίς η έγκριση αυτή να έχει αναδρομική ισχύ.
44 Το Δικαστήριο διευκρίνισε, συναφώς, ότι η μη αναδρομικότητα της διαδικασίας εγκρίσεως δεν την καθιστά δυσανάλογα αυστηρή σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑269/03, Vermietungsgesellschaft Objekt Kirchberg, EU:C:2004:512, σκέψη 29).
45 Από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, το κανονικό καθεστώς ΦΠΑ καθίσταται εφαρμοστέο σε περίπτωση που ο υποκείμενος στον φόρο δεν επέλεξε το καθεστώς προσωπικής απαλλαγής. Κατά συνέπεια, εθνική νομοθεσία η οποία αρνείται τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης δεν βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή είσπραξη του ΦΠΑ.
46 Δεύτερον, όσον αφορά την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας με την οποία ο νομοθέτης της Ένωσης εκφράζει, στον τομέα του ΦΠΑ, τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2017, BB construct, C‑534/16, EU:C:2017:820, σκέψη 29), έχει κριθεί ότι τα μέτρα που τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να λαμβάνουν για τη διασφάλιση της ορθής είσπραξης του φόρου και για την αποφυγή της φοροδιαφυγής δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται κατά τρόπον ώστε να διακυβεύεται η ουδετερότητα του ΦΠΑ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Απριλίου 2013, Rusedespred, C‑138/12, EU:C:2013:233, σκέψεις 28 και 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
47 Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παροχή στους υποκειμένους στον φόρο της δυνατότητας να επιλέγουν το καθεστώς απαλλαγής μετά την προβλεπόμενη προθεσμία θα τους παρείχε αθέμιτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα εις βάρος των επιχειρηματιών που έχουν τηρήσει δεόντως τις διαδικαστικές υποχρεώσεις που προβλέπει η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία. Πράγματι, οι υποκείμενοι στον φόρο θα μπορούσαν να επιλέξουν εκ των υστέρων και, ως εκ τούτου, έχοντας τη δυνατότητα να στηριχθούν στα συγκεκριμένα αποτελέσματα της δραστηριότητάς τους, το φορολογικό καθεστώς που είναι το πλέον συμφέρον γι’ αυτούς.
48 Πλην όμως, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας απαγορεύει, μεταξύ άλλων, τη διαφορετική μεταχείριση, από απόψεως ΦΠΑ, των υποκειμένων στον φόρο που βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση και, επομένως, σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
49 Κατά συνέπεια, η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και, γενικότερα, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποκειμένων στον φόρο δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν χορηγεί απαλλαγή από τον ΦΠΑ στους υποκειμένους στον φόρο που παρέλειψαν να επιλέξουν ένα από τα καθεστώτα απαλλαγών κατά το χρονικό σημείο υποβολής της δηλώσεως ενάρξεως της οικονομικής τους δραστηριότητας, έστω και αν το προϊόν της δραστηριότητάς τους δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο που παρέχει δικαίωμα απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις.
50 Τρίτον, επισημαίνεται ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου πρέπει να τηρείται από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης αλλά και από τα κράτη μέλη κατά την άσκηση των εξουσιών που τους παρέχουν οι οδηγίες της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Salomie και Oltean, C‑183/14, EU:C:2015:454, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
51 Η αρχή αυτή επιτάσσει να μην μπορεί επ’ αόριστον να τίθεται εν αμφιβόλω η φορολογική κατάσταση του υποκειμένου στον φόρο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Fatorie, C‑424/12, EU:C:2014:50, σκέψη 46).
52 Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, δεδομένου ότι οι δικαιούχοι της προσωπικής απαλλαγής από τον φόρο δεν οφείλουν ΦΠΑ και ότι, επομένως, δεν χρειάζεται να τον μετακυλίσουν στους πελάτες τους, ενδέχεται να είναι αναγκαίο οι φορολογικές αρχές να γνωρίζουν εκ των προτέρων τους υποκειμένους στον φόρο οι οποίοι επέλεξαν αυτό το καθεστώς απαλλαγής.
53 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία είναι σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
54 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας περί ΦΠΑ– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
Επί των δικαστικών εξόδων
55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση αποκλείουσα την εφαρμογή ειδικού καθεστώτος φόρου προστιθέμενης αξίας το οποίο προβλέπει απαλλαγή για τις μικρές επιχειρήσεις –θεσπισθέντος σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 2 του κεφαλαίου 1 του τίτλου XII της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας– στην περίπτωση υποκειμένου στον φόρο ο οποίος πληροί όλες τις ουσιαστικές προϋποθέσεις, πλην όμως δεν άσκησε τη δυνατότητα επιλογής της εφαρμογής του εν λόγω καθεστώτος κατά το χρονικό σημείο υποβολής στη φορολογική αρχή δηλώσεως περί ενάρξεως ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητάς του.
ΠΟΛ.1097/2018 Φορολογική μεταχείριση ειδικού επιδόματος οργάνου που χορηγείται στους μουσικούς των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
ΘΕΜΑ: Φορολογική μεταχείριση ειδικού επιδόματος οργάνου που χορηγείται στους μουσικούς των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Με αφορμή ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπηρεσία μας, αναφορικά με το πιο πάνω θέμα, σας γνωρίζουμε τα ακόλουθα:
1. Με τις διατάξεις της παρ.2 του άρθρου 7 του ν.4172/2013 ορίζεται ότι ο ΚΦΕ διακρίνει τις ακόλουθες κατηγορίες ακαθάριστων εισοδημάτων:
α) εισόδημα από μισθωτή εργασία και συντάξεις,
β) εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα,
γ) εισόδημα από κεφάλαιο και
δ) εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου.
2. Στην αιτιολογική έκθεση του άρθρου αυτού διευκρινίστηκε ότι σε φόρο υπόκεινται μόνο τα εισοδήματα που εμπίπτουν σε μια από τις τέσσερις κατηγορίες που αναγνωρίζονται στο άρθρο αυτό και συνεπώς ότι δεν εμπίπτει στο εννοιολογικό πεδίο κανενός από τα αναφερόμενα εισοδήματα, δεν υπόκειται σε φόρο.
3. Με τις διατάξεις της παρ.1 του άρθρου 43Α του ν.4172/2013 ορίζεται ότι επιβάλλεται ειδική εισφορά αλληλεγγύης στα εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ των φυσικών προσώπων ή σχολάζουσας κληρονομίας. Για την επιβολή της εισφοράς λαμβάνεται υπόψη το σύνολο του εισοδήματος, όπως αυτό προκύπτει από την άθροιση των εισοδημάτων από μισθωτή εργασία και συντάξεις, από επιχειρηματική δραστηριότητα, από κεφάλαιο, από υπεραξία μεταβίβασης κεφαλαίου, φορολογούμενο ή απαλλασσόμενο, πραγματικό ή τεκμαρτό.
4. Με τις διατάξεις της παραγράφου Γ.7 του άρθρου 69 του ν.2065/1992 ορίζεται ότι εκτός από το μηνιαίο βασικό μισθό της προηγούμενης παραγράφου του άρθρου αυτού παρέχονται στο καλλιτεχνικό προσωπικό των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, μεταξύ άλλων, και το επίδομα οργάνου. Ειδικότερα, με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου Γ.11 του ίδιου άρθρου και νόμου ορίζεται ότι προς διευκόλυνση της αγοράς, συντηρήσεως και επισκευής του οργάνου χορηγείται στους μουσικούς των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι για την εκτέλεση της υπηρεσίας τους υποχρεούνται να χρησιμοποιούν μουσικό όργανο της ιδιοκτησίας τους, ειδικό επίδομα οργάνου.
5. Επιπλέον, με τις διατάξεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου Δ.4 του άρθρου 69 του ν.2065/1992 ορίζεται ότι με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Πολιτισμού, επεκτείνεται στους μουσικούς της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής εν όλω ή εν μέρει το μισθολογικό καθεστώς που διέπει τους μουσικούς των κρατικών ορχηστρών. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγράφων 6 και 10 του άρθρου 6 του π.δ. 76/1993 προβλέπεται επίσης η χορήγηση ειδικού επιδόματος οργάνου και στους μουσικούς της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για τους ίδιους σκοπούς για τους οποίους χορηγείται και στους μουσικούς των κρατικών ορχηστρών (διευκόλυνση της αγοράς, συντηρήσεως και επισκευής μουσικού οργάνου ιδιοκτησίας τους).
6. Με την αριθμ. Α231/2017 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου (Δ.Π.) Χαλκίδας με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή μουσικού της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής, κρίθηκε ότι τα ποσά που έλαβε ο προσφεύγων κατά τα έτη 2011 και 2012 ως ειδικό επίδομα μουσικού οργάνου, προορίζονται για την κάλυψη πραγματικών δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι μουσικοί της Ορχήστρας Λυρικής Σκηνής κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προς εξυπηρέτηση της υπηρεσίας τους και συνεπώς το επίδομα αυτό δεν συγκεντρώνει τα εννοιολογικά γνωρίσματα του εισοδήματος και δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος.
7. Επισημαίνεται ακόμα ότι παρόμοιες με την ανωτέρω είναι, μεταξύ άλλων, και οι αποφάσεις ΔΠρΑθ 13963, 13964/2008, 3341/2009, ΔΠρΠειρ 3000, 3001/2009 οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και οι ΔΠρΑθ 13949/2016, 7667/2018, ΔΠρΠειρ 238/2017 και ΔΠρΘεσ 9892/2017.
8. Μετά από όλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι το ειδικό επίδομα οργάνου που χορηγείται στους μουσικούς των Κρατικών Ορχηστρών Αθηνών και Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, δεν συνιστά εισόδημα και δεν υπόκειται ούτε σε φόρο ούτε και στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν.4172/2013. Το ποσό του συγκεκριμένου επιδόματος που χορηγείται στους πιο πάνω μουσικούς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη τεκμηρίου, καθόσον αυτό δίνεται για την κάλυψη πρόσθετων δαπανών στις οποίες αυτοί υποβάλλονται εξαιτίας της υπηρεσίας και των ιδιόμορφων συνθηκών εκτέλεσης της εργασίας τους.
Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ
Γ. ΠΙΤΣΙΛΗΣ
Ε.Ο.Π.Υ.Υ. αριθμ. ΔΒ1Δ/89/οικ. 20963/2018 Μεταβίβαση αρμοδιότητας έκδοσης ατομικών πράξεων υπολογισμού ανείσπρακτου ποσού από rebate και clawback ετών 2013-2015, προσδιορισμού των μηνιαίων δόσεων καθώς και της αρμοδιότητας έκδοσης ατομικών πράξεων υπολογισμού οφειλής rebate και clawback για τα έτη 2017 και εντεύθεν, στον Αντιπρόεδρο του Οργανισμού
Αριθμ. ΔΒ1Δ/89/οικ. 20963/22-05-2018
(ΦΕΚ Β’ 1854/23-05-2018)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.3918/2011 (ΦΕΚ 31 τ.Α΄/2-3-2011) «Περί συστάσεως του ΕΟΠΥΥ».
2. Τις διατάξεις του άρθρου 21 περ. ι΄ του ν. 3918/2011 (ΦΕΚ 31 τ.Α΄/2-3-2011) «Περί συστάσεως του ΕΟΠΥΥ», όπως τροποποιήθηκε μετά την αντικατάσταση και αναρίθμηση της περ. ια’από τις παρ. α΄ και β΄ του άρθρου 10 του ν. 4238/2014 (ΦΕΚ Α΄ 38/17-02-2014) σύμφωνα με το οποίο: «Ο Πρόεδρος μπορεί με αποφάσεις του να αναθέτει στον Αντιπρόεδρο, καθώς και σε Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων, ειδικά καθήκοντα ή να τους μεταβιβάζει αρμοδιότητες».
3. Τις διατάξεις του ν. 4238/2014 (ΦΕΚ 38 τ.Α΄/17-2-2014) «Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού ΕΟΠΥΥ και λοιπές διατάξεις».
4. Τις διατάξεις του άρθρου 52 παρ. 7α εδ. ι΄ του ν. 4430/2016 (ΦΕΚ Α΄ 205/31.10.2016) «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία και ανάπτυξη των φορέων της και άλλες διατάξεις» προστέθηκαν με το άρθρο 97 παρ. 1 εδάφ. β-δ ν. 4486/2017, ΦΕΚ Α΄ 115/7.8.2017.
5. Τις διατάξεις του άρθρου 100 του ν. 4172/2013 (ΦΕΚ Α΄ 167/23.7.2013) «Φορολογία εισοδήματος, επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4046/2012, του ν.4093/2012 και του ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις».
6. Τις διατάξεις της αριθμ. ΕΑΛΕ/Γ.Π. 88548/2017 (ΦΕΚ Β΄ 4313/11.12.2017) «Καθορισμός διαδικασίας είσπραξης με τη μορφή δόσεων, των υπολειπόμενων οφειλών από clawback και rebate, των παροχών προς τον ΕΟΠΥΥ».
7. Την με αριθμ. Α2β/Γ.Π.36616/11-12-2015 απόφαση του Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ 911/τ.ΥΟΔΔ/14-12-2015) περί διορισμού του Προέδρου του ΕΟΠΥΥ.
8. Την ανάγκη για την εύρυθμη και αποδοτική λειτουργία των υπηρεσιών του ΕΟΠΥΥ και το γεγονός ότι με την παρούσα απόφαση δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ,
αποφασίζει:
Τη μεταβίβαση στον Αντιπρόεδρο του Οργανισμού της αρμοδιότητας έκδοσης ατομικών πράξεων υπολογισμού ανείσπρακτου ποσού από rebate & clawback ετών 2013-2015, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του συμψηφισμού, προσδιορισμού των μηνιαίων δόσεων σύμφωνα με την αριθμ. ΕΑΛΕ/Γ.Π. 88548/2017 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας (ΦΕΚ 4313 Β΄/11-12-2017) καθώς και της αρμοδιότητας έκδοσης ατομικών πράξεων υπολογισμού οφειλής rebate & clawback για τα έτη 2017 και εντεύθεν.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.