ΝΟΜΟΣ 4472_2017 Συνταξιοδοτικές διατάξεις Δημοσίου και τροποποίηση διατάξεων του ν. 4387/2016, μέτρα εφαρμογής των δημοσιονομικών στόχων και μεταρρυθμίσεων, μέτρα κοινωνικής στήριξης και εργασιακές ρυθμίσεις, Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021 και λοιπές διατάξεις.

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4469/2017 Εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4465_2017 τροποποιήσεις σε διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), διατάξεις για την έκτακτη εισφορά στις αλλοδαπές αεροπορικές εταιρείες, για διάφορα ζητήματα Α.Α.Δ.Ε

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Σχέδιο νόμου Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων

Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης υπό τον τίτλο «ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΟΦΕΙΛΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ»

Άρθρο 1
Σκοπός – ορισμοί

1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου ρυθμίζουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών προς οποιονδήποτε πιστωτή, οι οποίες είτε προέρχονται από την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη, είτε αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία, εφόσον η ρύθμιση των εν λόγω οφειλών κρίνεται από τους συμμετέχοντες στη διαδικασία απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του οφειλέτη.

2. Για τις ανάγκες του παρόντος νόμου:
α. Ως «μεγάλες επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών μεγαλύτερο από δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) ή έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) υψηλότερες από δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €).
β. Ως «μικρές επιχειρήσεις» νοούνται όσες, κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 4 του παρόντος, είχαν κύκλο εργασιών έως δύο εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες Ευρώ (2.500.000 €) και έχουν συνολικές υποχρεώσεις (ληξιπρόθεσμες ή μη) έως δύο εκατομμύρια Ευρώ (2.000.000 €) .
γ. Ως «συνοφειλέτης» νοείται κάθε πρόσωπο που ευθύνεται αλληλεγγύως εκ του νόμου ή ως αποτέλεσμα δικαιοπραξίας, για την εξόφληση μέρους ή του συνόλου των οφειλών του οφειλέτη. Στην έννοια του συνοφειλέτη περιλαμβάνεται και ο εγγυητής. Δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του συνοφειλέτη οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις που δυνάμει ασφαλιστικής σύμβασης με τον οφειλέτη έχουν αναλάβει να καλύψουν την παντός είδους ευθύνη του έναντι τρίτων.
δ. Ως «χρηματοδοτικός φορέας» νοείται κάθε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων και των υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικών ιδρυμάτων, κάθε
εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης, κάθε εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων, καθώς και κάθε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015 (Α’ 176), εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος.
ε. ως «πιστωτές» νοούνται τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Ελληνικού Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, που έχουν πάσης φύσεως χρηματικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη.
στ. «απαρτία συμμετεχόντων πιστωτών» υπάρχει όταν συμμετέχουν στη διαδικασία πιστωτές (συμμετέχοντες πιστωτές) που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του (50%) πενήντα τοις εκατό του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό απαρτίας απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη και απαιτήσεις πιστωτών που δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4, 6 και 7 του άρθρου 2 και στο εδάφιο ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
ζ. Ως «πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών» νοείται η πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται με βάση ποσοστό επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό της πλειοψηφίας συμμετεχόντων πιστωτών απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
η. Ως «ποσοστό συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο» νοείται το ποσοστό των συμμετεχόντων πιστωτών που σχηματίζεται επί του συνόλου των απαιτήσεων των συμμετεχόντων πιστωτών που εξασφαλίζονται με υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο ειδικό προνόμιο. Δεν λαμβάνονται υπόψη για τον σχηματισμό του ποσοστού συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.
θ. Ως «σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών» νοείται η πολυμερής δικαιοπραξία που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και των συμβαλλομένων πιστωτών στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου, έχει ως αντικείμενο την αναδιάρθρωση του συνόλου ή μέρους των οφειλών του οφειλέτη και αποσκοπεί στην συνέχιση της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη.
ι. Ως «πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη» νοούνται:
(i) Όταν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, οι σύζυγοι, οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δευτέρου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
(ii) Όταν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν το νομικό πρόσωπο του οφειλέτη, καθώς και οι σύζυγοι και οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δεύτερου βαθμού των ως άνω φυσικών προσώπων. Επίσης τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τον οφειλέτη.
Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 32 Ν. 4308/2014 (Α’ 251).
ια. Ως «συμμετέχων πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που παρίσταται ή εκπροσωπείται ή συμμετέχει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης με σκοπό την κατάρτιση σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιβ. Ως «συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
ιγ. Ως «μη συμβαλλόμενος πιστωτής» νοείται κάθε πιστωτής που δεν συμβάλλεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, ανεξαρτήτως εάν συμμετείχε στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.
ιδ. Ως «εμπειρογνώμονας» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει κατ’ επάγγελμα υπηρεσίες χρηματοοικονομικών συμβουλών σχετικά με την αναδιάρθρωση επιχειρήσεων.
ιε. Ως «εκτιμητής ακινήτων» νοείται ο πιστοποιημένος εκτιμητής ακινήτων που έχει καταχωρηθεί στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Γ του ν. 4152/2013 (Α’ 107).
ιστ. Ως «οφειλές προς το Δημόσιο» νοούνται οι απαιτήσεις του Δημοσίου που είναι ήδη βεβαιωμένες σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90), του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, Α’ 170) και του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (ν. 2960/2001, Α’ 265) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιζ. Ως «οφειλές υπέρ τρίτων» νοούνται οι κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 ήδη βεβαιωμένες οφειλές υπέρ τρίτων πιστωτών, οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.
ιη. Ως «οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης» νοούνται οι απαιτήσεις των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που είναι ήδη βεβαιωμένες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974) και του άρθρου 101 του ν. 4172/2013 (Α’ 167), κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, με τις προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης του άρθρου 4.

Άρθρο 2
Πεδίο Εφαρμογής

1. Κάθε φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα και κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4172/2013 (Α’ 167) και έχει φορολογική κατοικία στην Ελλάδα, δύναται να υποβάλει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών, εφόσον:
(α) κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 είχε προς χρηματοδοτικό φορέα οφειλή από δάνειο σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών εκδόσεώς του λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933 (ΦΕΚ 401 Α’) ή είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπροθέσμων απαιτήσεων εις βάρος του,
(β) οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές του ξεπερνούν το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και
(γ) πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας του άρθρου 3.

2. Δεν δύνανται να υποβάλλουν αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών οι ακόλουθοι:
(α) τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών πιστωτικών ή χρηματοδοτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα,
(β) οι πάροχοι επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και τα υποκαταστήματα αλλοδαπών παρόχων επενδυτικών υπηρεσιών που λειτουργούν στην Ελλάδα,
(γ) οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ), καθώς και οι Οργανισμοί Εναλλακτικών Επενδύσεων (ΟΕΕ) καθώς και οι διαχειριστές αυτών και
(δ) οι ασφαλιστικές εταιρίες.

3. Φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν δύναται να καταθέσει αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών εφόσον:
(α) έχει υποβάλει αίτηση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου για υπαγωγή στις διατάξεις των άρθρων 62 επ. του ν. 4307/2014 (Α’ 246) ή, εφόσον έχει πτωχευτική ικανότητα, στις διατάξεις του ν. 3588/2007 (Α’ 153), εκτός εάν έχει υπάρξει έγκυρη παραίτησή του από τις εν λόγω διαδικασίες μέχρι την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή
(β) έχει εκδοθεί οριστική απόφαση υπαγωγής του οφειλέτη σε μία από τις αναφερόμενες στην προηγούμενη περίπτωση (α) διαδικασίες ή έχει συζητηθεί ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου η αίτηση υπαγωγής του στις παραπάνω διαδικασίες και εκκρεμεί η έκδοση δικαστικής απόφασης ή
(γ) έχει διακόψει την επιχειρηματική του δραστηριότητα ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, βρίσκεται σε διαδικασία λύσης και εκκαθάρισης, εκτός εάν αποφασισθεί από το αρμόδιο όργανο η αναβίωση του νομικού προσώπου, πριν την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών ή
(δ) έχει καταδικασθεί με αμετάκλητη απόφαση το ίδιο το φυσικό πρόσωπο ή στην περίπτωση των νομικών προσώπων οι πρόεδροι, ή οι διευθύνοντες σύμβουλοι, ή οι διαχειριστές, ή οι εταίροι ή και κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διαχείριση αυτών για φοροδιαφυγή (εξαιρουμένης της μη απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων), απάτη κατά του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης ή για το κακούργημα της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, της υπεξαίρεσης, της απάτης, της εκβίασης, της πλαστογραφίας, της δωροδοκίας, της δωροληψίας, της λαθρεμπορίας, της καταδολίευσης δανειστών ή της χρεοκοπίας.
Η καταδίκη των πρόεδρων, ή των διευθύνοντων σύμβουλων, ή των διαχειριστών, ή των εταίρων ή και κάθε πρόσωπου εντεταλμένου είτε από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση, είτε με δικαστική απόφαση στη διαχείριση των νομικών προσώπων για τα αδικήματα της παραπάνω περίπτωσης θα πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη τους που να σχετίζεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου που αιτείται την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου.

4. Στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου δεν υπάγονται οφειλές του οφειλέτη που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016.

5. Δεν υποβάλλεται αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου, σε περίπτωση που οι απαιτήσεις ενός πιστωτή υπερβαίνουν ποσοστό 85% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου το Ελληνικό Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης λογίζονται ως δύο πιστωτές.

6. Πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων (α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη και (β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις που εμπίπτουν στο κριτήριο του στοιχείου (α) υπερβαίνουν αθροιστικά το κριτήριο του στοιχείου (β), δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του παρόντος νόμου και δεν δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών οι πιστωτές με τις μικρότερες απαιτήσεις έως τη συμπλήρωση του ποσοστού του 15% ή του ποσού των είκοσι εκατομμυρίων (20.000.000) ευρώ. Οι λοιποί πιστωτές, ακόμα και εάν οι απαιτήσεις τους δεν υπερβαίνουν τα κριτήρια του στοιχείου (α), συμμετέχουν κανονικά στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης του παρόντος νόμου.

7. Δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου απαιτήσεις από ανακτήσεις κρατικών ενισχύσεων λόγω παραβίασης των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 3 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.)

Άρθρο 3
Κριτήρια επιλεξιμότητας

1. Ο οφειλέτης που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) κρίνεται επιλέξιμος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών του παρόντος νόμου, εφόσον έχει θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4.

2. Ο οφειλέτης που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) κρίνεται επιλέξιμος για υπαγωγή στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών του παρόντος νόμου, εφόσον πληροί μία από τις παρακάτω προϋποθέσεις σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης του άρθρου 4:
(α) έχει θετικά αποτελέσματα προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων, ή (β) έχει θετική καθαρή θέση (equity).

Άρθρο 4
Υποβολή αίτησης

1. Κάθε οφειλέτης εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στα άρθρα 2 και 3 του παρόντος μπορεί να υποβάλει αίτηση για την υπαγωγή του στην διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών έως την 31η Δεκεμβρίου 2018. Αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη όσο εκκρεμεί η πρώτη ή μετά τη σύνταξη πρακτικού περαίωσης της διαδικασίας από το συντονιστή κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παρ. 16 ή πρακτικού αποτυχίας για οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στον παρόντα νόμο λόγους.

2. Η αίτηση για την υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών υποβάλλεται από τον οφειλέτη ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.) με τη χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας, η οποία θα τηρείται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Υπόδειγμα της αίτησης επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α του παρόντος νόμου. Τα δεδομένα του οφειλέτη θα τηρούνται στη βάση δεδομένων της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για τρία (3) χρόνια από τη λήξη της εκτέλεσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ή από την ακύρωσή της ή από την τελεσιδικία της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της. Σε περίπτωση που η αίτηση του οφειλέτη δεν καταλήξει σε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών τα δεδομένα του διαγράφονται από το ηλεκτρονικό αρχείο της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. τρία (3) έτη μετά την υποβολή τους.

3. Στην περίπτωση ύπαρξης συνοφειλετών συνυποβάλλεται αίτηση υποχρεωτικά και από αυτούς και συνοδεύεται τουλάχιστον από τα δικαιολογητικά της παραγράφου 2 στοιχεία (α) και (β) και της παραγράφου 8 στοιχεία (α), (δ), (ε), (στ), (η) και (θ) του άρθρου 5.
Σε περίπτωση μη συνυποβολής της αίτησης από έναν ή περισσότερους συνοφειλέτες του οφειλέτη, η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου δεν εκκινείται, εκτός εάν ο πιστωτής ή η πλειοψηφία των πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες που δεν συνυπέβαλαν αίτηση συναινέσουν στην έναρξή της.
Δεν επιτρέπεται η μη συνυποβολή από συνοφειλέτες που είναι ομόρρυθμοι εταίροι ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρείας κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή που από άλλη αιτία ευθύνονται εις ολόκληρον και αλληλεγγύως για το σύνολο των οφειλών του οφειλέτη, ακόμα και εάν παρέχεται η συναίνεση του προηγούμενου εδαφίου.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και όταν ο πιστωτής ή η πλειοψηφία των πιστωτών έναντι των οποίων ευθύνονται οι συνοφειλέτες δεν συναινούν στην έναρξη της διαδικασίας, η πλειοψηφία των υπόλοιπων πιστωτών δύναται να αποφασίσει την έναρξή της. Στην περίπτωση αυτή οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν συναίνεσαν δεν ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.
Στην περίπτωση των συνοφειλετών που υποβάλλουν από κοινού με τον οφειλέτη αίτηση δεν ισχύουν οι περιορισμοί του άρθρου 2 παρ. 1, 3 και 5 και του άρθρου 3.
Δεν απαιτείται συνυποβολή της αίτησης στην περίπτωση που ο συνοφειλέτης είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιοσδήποτε άλλος φορέας του δημόσιου τομέα έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους. Στην περίπτωση αυτή η διαδικασία προχωράει ως εάν ο συγκεκριμένος συνοφειλέτης είχε συνυποβάλει την αίτηση και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά.

4. Αίτηση δύνανται να υποβάλουν από κοινού περισσότεροι από ένας οφειλέτες, εφόσον είναι νομικά πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις υποχρεωτικής ενοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 32 ν. 4308/2014 (Α’ 251).

5. Το Ελληνικό Δημόσιο, οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή οι χρηματοδοτικοί φορείς δύνανται ως πιστωτές να εκκινήσουν τη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών κοινοποιώντας στον οφειλέτη με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εμπιστευτικότητας, έγγραφη δήλωση, με την οποία τον καλούν να υπαχθεί στη διαδικασία του παρόντος νόμου υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση. Η πρόσκληση του προηγούμενου εδαφίου κοινοποιείται με επιμέλεια του πιστωτή και στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλει αίτηση για εκκίνηση της διαδικασίας εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης της εξώδικης έγγραφης γνωστοποίησης έχει ως συνέπεια να μην δικαιούται να εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία υπαγωγής μεταγενέστερα, χωρίς να προσκληθεί εκ νέου από τους πιστωτές ενώ αν υποβάλει αίτηση εμπρόθεσμα, ο προσκαλέσας πιστωτής λογίζεται ως συμμετέχων.

6. Μέχρι τη λειτουργία της ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας της παραγράφου 2, οι αιτήσεις για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών υποβάλλονται σε έντυπη και ψηφιακή μορφή στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων. Τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά υποβάλλονται αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή.

7. Η υποβολή αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία διαρκών συμβάσεων.

8. Η υποβολή της αίτησης αναστέλλει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών (195/1/29.7.2016 απόφαση της επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, Β’ 2376) που έχει θεσπισθεί κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4224/2013 (Α’ 288). Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, η Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας δεν αρχίζει εκ νέου, αλλά συνεχίζεται από το στάδιο στο οποίο είχε σταματήσει.

Άρθρο 5
Περιεχόμενο αίτησης

1. Στην αίτηση του ο οφειλέτης αποτυπώνει υποχρεωτικά τα εξής:
(α) πλήρη στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, διεύθυνση, ΑΦΜ, ΚΑΔ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), αναφορά στον κύκλο εργασιών του κατά την τελευταία χρήση πριν από την υποβολή της αίτησης και στις συνολικές υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, περιγραφή της δραστηριότητάς του, της οικονομικής του κατάστασης, των λόγων της οικονομικής του αδυναμίας και των προοπτικών της επιχείρησής του,
(β) κατάλογο όλων των πιστωτών του με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση, ΑΦΜ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση ) και των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή,
(γ) την πρόταση του για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών του, η οποία περιέχει κατ’ ελάχιστον το ποσό που δύναται να καταβάλει σε μηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωμή των οφειλών του, βασίζεται στα εκτιμώμενα έσοδα και έξοδα του οφειλέτη κατά τις επόμενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις και είναι σύμφωνη με τους υποχρεωτικούς κανόνες των άρθρων 9 και 15.
(δ) τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητάς του, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 3.

2. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από:
(α) κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους, προκειμένου να είναι δυνατόν να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του.
(β) πλήρη περιγραφή των βαρών (είδος βάρους, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο) που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων που περιγράφονται στο στοιχείο (α) της παρούσας.
(γ) πλήρη στοιχεία κάθε συνοφειλέτη (επωνυμία, πλήρη διεύθυνση, ΑΦΜ, τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση).

3. Με την αίτηση, επίσης, συνυποβάλλονται υποχρεωτικά:
(α) δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν την υποβολή της αίτησης και για κάθε καταβολή μερίσματος από τον οφειλέτη προς τους μετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης που έγινε εντός των τελευταίων είκοσι τεσσάρων (24) μηνών πριν την υποβολή της αίτησης,
(β) στοιχεία κάθε νομικού προσώπου συνδεδεμένου με τον οφειλέτη με ημερομηνία σύστασης μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2011, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες σε πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη μετά την 1η Ιανουαρίου 2011 και εφεξής.
(γ) κατάλογος των προσώπων που αμείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα με αυτόν καθώς και ανάλυση των αμοιβών αυτών κατά τους τελευταίους είκοσι τέσσερις (24) μήνες πριν την υποβολή της αίτησης.

4. Πέραν των ανωτέρω αναφερομένων υποχρεωτικών στοιχείων, ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει την αίτηση του με οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στοιχείο ή πληροφορία, την οποία θεωρεί σημαντική για την επιτυχία της διαδικασίας.

5. Η αξία των ακινήτων τα οποία δηλώνονται στην αίτηση θα καθορίζεται με βάση έκθεση εκτιμητή ακινήτων, την οποία συνυποβάλλει ο οφειλέτης με την αίτησή του. Εάν ο οφειλέτης δεν προσκομίσει έκθεση από εκτιμητή, ως αξία των ακινήτων στην αίτηση δηλώνεται η αξία που λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ν. 4223/2013, Α’ 287).

6. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη άδεια για κοινοποίηση στο συντονιστή και τους συμμετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων του που βρίσκονται στην κατοχή των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Η άδεια του προηγούμενου εδαφίου συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 ν.δ. 1059/1971 (Α’ 270) και του φορολογικού απορρήτου.

7. Η αίτηση υπέχει θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α’ 75) του οφειλέτη για την ακρίβεια και την πληρότητα του περιεχομένου της αίτησης και των υποβληθέντων εγγράφων. Ο οφειλέτης ενημερώνεται κατά την υποβολή της αίτησης για τις συνέπειες της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, όπως αυτές προβλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 6 ν. 1599/1986.

8. Η αίτηση συνοδεύεται υποχρεωτικά και από τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) Δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων (E.1) ή δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (Ν) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(β) Κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε.3) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(γ) Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
(δ) Δήλωση στοιχείων ακινήτων (Ε.9), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της.
(ε) Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος του τελευταίου έτους.
(στ) Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του τελευταίου έτους.
(ζ) Τελευταία περιοδική δήλωση ΦΠΑ (Φ2), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της.
(η) Καταστάσεις βεβαιωμένων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης οι οποίες να έχουν εκδοθεί εντός τριών μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
(θ) Χρηματοοικονομικές καταστάσεις του άρθρου 16 του ν. 4308/2014 (Α’ 251) των τελευταίων πέντε περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δημοσιευμένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση.
(ι) Προσωρινό ισοζύγιο τελευταίου μηνός τεταρτοβαθμίων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του.
(ια) Αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές Εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.
(ιβ) Πιστοποιητικό περί μη πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
(ιγ) Πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης αίτησης πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
(ιδ) Πιστοποιητικό περί μη λύσης της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο.
(ιε) Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές Εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.

9. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών μπορούν να καθορίζονται και νέα δικαιολογητικά ως υποχρεωτικώς συνυποβαλλόμενα με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του παρόντος νόμου έγγραφα ή και να τροποποιούνται τα δικαιολογητικά της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 6
Διορισμός συντονιστή-Δικαίωμα αποποίησης

1. Εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την κατάθεση της αίτησης η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει συντονιστή της διαδικασίας από το μητρώο συντονιστών που τηρείται στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στο οποίο εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α’ 211) μετά από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος που δημοσιεύει ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5. Η έδρα του συντονιστή πρέπει να βρίσκεται εντός της Περιφερειακής Ενότητας στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης. Εάν δεν υπάρχει εγγεγραμμένος συντονιστής στο μητρώο με έδρα εντός της Περιφερειακής Ενότητας, στην οποία έχει την έδρα του ο οφειλέτης, διορίζεται συντονιστής που εδρεύει εντός της διοικητικής περιφέρειας της έδρας του οφειλέτη.

2. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός ως συντονιστή του ιδίου προσώπου σε περισσότερες από μία αιτήσεις, εάν προηγουμένως δεν έχει εξαντληθεί η δυνατότητα διορισμού των λοιπών εγγεγραμμένων στο μητρώο της προηγούμενης παραγράφου με έδρα την Περιφερειακή Ενότητα ή τη διοικητική περιφέρεια, στην περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

3. Ο συντονιστής ειδοποιείται από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. για το διορισμό του και εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών υποχρεούται να αποποιηθεί εάν συντρέχουν στο πρόσωπό του περιστάσεις που δύνανται να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του. Τέτοιες περιστάσεις είναι ιδίως:
(α) κάθε προσωπική ή επαγγελματική σχέση με τον οφειλέτη ή συμμετέχοντα πιστωτή, (β) οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, άμεσο ή έμμεσο, από την έκβαση της διαδικασίας.
Στην περίπτωση που ο συντονιστής αποποιηθεί τον διορισμό του κατά τα παραπάνω η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διορίζει αμέσως νέο συντονιστή.

4. Ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στη Διαύγεια πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών. Στο μητρώο εγγράφονται κατά προτεραιότητα διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές του ν. 3898/2010 (Α’ 211) μετά από αίτησή τους που υποβάλλεται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της πρόσκλησης κατά τα ανωτέρω. Η αίτηση συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 (Α’ 75), με την οποία ο ενδιαφερόμενος βεβαιώνει την ιδιότητά του ως διαπιστευμένου διαμεσολαβητή του ν. 3898/2010 (Α’ 211).

5. Στο μητρώο συντονιστών εγγράφονται:
α) Εκατόν είκοσι (120) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Αττικής.
β) Πενήντα (50) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας.
γ) Είκοσι (20) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Θεσσαλίας.
δ) Είκοσι (20) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας.
ε) Είκοσι (20)διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Κρήτης.
στ) Είκοσι (20)διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Πελοποννήσου.
ζ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.
η) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.
θ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ηπείρου.
ι) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων.
ια Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας.
ιβ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.
ιγ) Δέκα (10) διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές με έδρα στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Σε περίπτωση που οι αιτήσεις εγγραφής στο Μητρώο υπερβούν σε αριθμό τις υπό κάλυψη θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια, διενεργείται κλήρωση μεταξύ των ενδιαφερόμενων. Μεταξύ των μη κληρωθέντων διενεργείται νέα κλήρωση για να καθορισθεί η σειρά των επιλαχόντων. Οι επιλαχόντες εγγράφονται στο μητρώο αμέσως μετά τη διαγραφή από το μητρώο μέλους με έδρα στην ίδια Περιφέρεια.
Σε περίπτωση που δεν καλυφθούν οι θέσεις συντονιστών ανά Περιφέρεια, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους απευθύνει εντός δέκα (10) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων πρόσκληση προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους με έδρα την Περιφέρεια αυτή με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή στο μητρώο εγγράφονται δικηγόροι με πενταετή τουλάχιστον εμπειρία μετά τη λήψη της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Εάν οι αιτήσεις εγγραφής υπερβούν σε αριθμό τις υπό κάλυψη θέσεις, ακολουθείται διαδικασία κλήρωσης κατά τα παραπάνω οριζόμενα.

6. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ανάγκη συμπλήρωσης του αριθμού των συντονιστών σε συγκεκριμένη Περιφέρεια, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους με απόφασή του μπορεί να εγγράψει στο μητρώο συντονιστών νέα μέλη από την κατάσταση επιλαχόντων ανά Περιφέρεια. Εάν ο αριθμός των επιλαχόντων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών της συγκεκριμένης Περιφέρειας, ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δημοσιεύει κοινή πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εγγραφή στο Μητρώο Συντονιστών διαπιστευμένων διαμεσολαβητών και δικηγόρων ακολουθώντας κατά τα λοιπά την διαδικασία των παραγράφων 4 και 5.

7. Η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. επιβλέπει το έργο των συντονιστών, μεριμνά για την κατάρτισή τους και την περιοδική πιστοποίηση της απόδοσής τους. Με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους διαγράφονται από το Μητρώο οι συντονιστές που δεν φέρουν σε πέρας το έργο τους εμπροθέσμως ή εκπληρώνουν πλημμελώς τα καθήκοντα τους. Για την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των συντονιστών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και των συνεπειών που επιφέρει η μη συμμόρφωσή τους σε αυτές εκδίδεται Οδηγός Δεοντολογίας Συντονιστών από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

Άρθρο 7
Έλεγχος πληρότητας αίτησης και κοινοποίησή της στους πιστωτές

1. Εφόσον ο συντονιστής δεν αποποιηθεί το διορισμό του εντός της προθεσμίας του άρθρου 6 παρ. 3, η Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. του κοινοποιεί σε ηλεκτρονική μορφή αντίγραφο της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων. Ο συντονιστής ελέγχει την πληρότητα της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων και σε περίπτωση που ο φάκελος της αίτησης δεν είναι πλήρης καλεί τον οφειλέτη να καταθέσει εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών τα έγγραφα που λείπουν. Εάν ο φάκελος δεν συμπληρωθεί εμπρόθεσμα η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και στον αιτούντα. Μετά τη διαπίστωση της πληρότητας της αίτησης ή τη συμπλήρωση του φακέλου ο συντονιστής εκδίδει υπογεγραμμένη βεβαίωση με την οποία πιστοποιεί την πληρότητα της αίτησης και την αποστέλλει αυθημερόν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Η ως άνω βεβαίωση πιστοποιείται ηλεκτρονικά από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. και κοινοποιείται αυθημερόν στον οφειλέτη και στο συντονιστή.

2. Εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από τη λήψη της αίτησης με πλήρη φάκελο ή της συμπλήρωσης αυτής, σε περίπτωση που υπάρχουν ελλείψεις κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1, ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους πιστωτές που περιέχονται στην κατάσταση που έχει καταθέσει ο οφειλέτης ηλεκτρονικά ή, στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή ή με ισοδύναμου τύπου ταχυδρομική επιστολή ή αυτοπρόσωπη παράδοση, εφόσον διασφαλίζονται με ισοδύναμο τρόπο η επιβεβαίωση αποστολής, παραλαβής και εμπιστευτικότητας, αντίγραφο της αίτησης. Με την εξαίρεση των πιστωτών της παραγράφου 6 του άρθρου 2, στους πιστωτές κοινοποιείται επίσης πρόσκληση συμμετοχής στη διαδικασία και υπόδειγμα έντυπης δήλωσης εμπιστευτικότητας.

3. Το εύλογο χρονικό διάστημα της προηγούμενης παραγράφου για την πρώτη περίοδο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος νόμου προσδιορίζεται σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες. Για λόγους διαχείρισης του φόρτου εργασίας των συντονιστών και των εκπροσώπων των πιστωτών του δημόσιου τομέα και των χρηματοδοτικών φορέων, με απόφαση του Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους δύναται να τροποποιείται το παραπάνω χρονικό διάστημα. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

4. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι χρηματοδοτικοί φορείς και οι πιστωτές του δημόσιου τομέα κοινοποιούν στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην οποία θα γίνονται από τους συντονιστές όλες οι κοινοποιήσεις σχετικά με τις αιτήσεις για την έναρξη της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

Άρθρο 8
Διαδικασία διαπραγμάτευσης – Υποχρεώσεις εχεμύθειας και ειλικρίνειας

1. Εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πρόσκλησης κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 7, οι πιστωτές αποστέλλουν στο συντονιστή σε ηλεκτρονική διεύθυνση που τους έχει κοινοποιήσει δήλωση για την πρόθεσή τους να συμμετέχουν στη διαδικασία. Οι πιστωτές που προτίθενται να συμμετάσχουν αποστέλλουν ηλεκτρονικά, νομίμως υπογεγραμμένη τη δήλωση εμπιστευτικότητας. Οι πιστωτές που είναι νομικά πρόσωπα δηλώνουν στο συντονιστή το φυσικό πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να τους εκπροσωπήσει στη διαδικασία και υποβάλλουν τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα.

2. Κατά τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου ο συντονιστής ελέγχει εάν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας συμμετεχόντων πιστωτών. Σε περίπτωση διαπίστωσης έλλειψης απαρτίας, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στην Ε.Γ.Δ.Ι.Χ., στον αιτούντα και στους πιστωτές.

3. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί η ύπαρξη απαρτίας, ο συντονιστής κοινοποιεί σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά και στην περίπτωση οφειλέτη που υπάγεται στην κατηγορία της μικρής επιχείρησης τάσσει προθεσμία πέντε (5) ημερών για την υποβολή πρότασης διορισμού εμπειρογνώμονα κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 11. Ταυτόχρονα ενημερώνει τον οφειλέτη για την έναρξη της διαδικασίας διαπραγμάτευσης.

4. Εάν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου ο συντονιστής τάσσει προθεσμία ενός (1) μηνός για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Στην περίπτωση υποβολής αιτήματος διορισμού εμπειρογνώμονα κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 11 ή σε περίπτωση υποχρεωτικού ορισμού εμπειρογνώμονα, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 11, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου τάσσεται για την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής εμπειρογνώμονα.

5. Η αντιπρόταση που συντάσσει πιστωτής πρέπει κατ’ ελάχιστον να περιέχει:
(α) την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των συνοφειλετών που έχουν υποβάλει την αίτηση από κοινού με τον οφειλέτη, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί με την αξία ρευστοποίησης που έχει δηλωθεί από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες,
(β) το ποσό που προτείνεται να καταβάλλει ο οφειλέτης για την αποπληρωμή των οφειλών του, καθώς και το ποσό που προτείνεται να καταβάλλουν οι συνοφειλέτες για την αποπληρωμή των οφειλών για τις οποίες ευθύνονται, σε περίπτωση από κοινού υποβολής της αίτησης με τον οφειλέτη, εφόσον ο πιστωτής που υποβάλλει την αντιπρόταση δεν συναινεί με τα ποσά που προτάθηκαν από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες και
(γ) το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρωθεί σε κάθε πιστωτή με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του άρθρου 15, βάσει συνημμένου πίνακα κατάταξης.
Το ως άνω ελάχιστο περιεχόμενο, καθώς και αιτιολόγηση της βιωσιμότητας της δραστηριότητάς του, πρέπει να περιλαμβάνεται και στην πρόταση του οφειλέτη στην περίπτωση ύπαρξης οφειλών προς το Δημόσιο, εξαιρουμένων των περιπτώσεων του πρώτου εδαφίου της παρ. 5 και της παρ. 7 του άρθρου 15.

6. Οι αντιπροτάσεις των πιστωτών κοινοποιούνται στους λοιπούς συμμετέχοντες πιστωτές και τον οφειλέτη, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να προτείνουν συγκεκριμένες τροποποιήσεις εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών. Εντός δέκα (10) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου ο οφειλέτης δηλώνει εάν αποδέχεται μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις. Σε περίπτωση που ο οφειλέτης εγκρίνει μία ή περισσότερες από τις αντιπροτάσεις, αυτές τίθενται ταυτόχρονα σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές. Σε περίπτωση που οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν σε ψηφοφορία υπερβαίνουν τις δύο (2), χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, οι δύο (2) αντιπροτάσεις που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων τίθενται εκ νέου σε ψηφοφορία. Σε περίπτωση που οι αντιπροτάσεις που τέθηκαν εξαρχής ή εκ νέου σε ψηφοφορία είναι δύο (2), χωρίς κάποια από αυτές να συγκεντρώσει το ποσοστό πλειοψηφίας της παραγράφου 8, η αντιπρόταση που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στην ψηφοφορία του προηγούμενου εδαφίου τίθεται εκ νέου σε ψηφοφορία για να διαπιστωθεί εάν συγκεντρώνει την πλειοψηφία συμμετεχόντων πιστωτών της παραγράφου 8. Σε περίπτωση που δεν υποβλήθηκε καμία αντιπρόταση από τους πιστωτές ή που καμία αντιπρόταση από αυτές που υποβλήθηκαν ή το σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα δεν εγκρίθηκαν από τον οφειλέτη, τίθεται σε ψηφοφορία από τους συμμετέχοντες πιστωτές η αρχική πρόταση του οφειλέτη.

7. Σε περίπτωση υποχρεωτικού διορισμού εμπειρογνώμονα, για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 11 παρ. 3.

8. Για την έγκριση πρότασης αναδιάρθρωσης οφειλών απαιτείται συμφωνία του οφειλέτη και πλειοψηφία τριών πέμπτων (3/5) των συμμετεχόντων πιστωτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ποσοστό δύο πέμπτων (2/5) των συμμετεχόντων πιστωτών με ειδικό προνόμιο. Εφόσον εγκριθεί η πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών υπογράφεται με επιμέλεια του συντονιστή μεταξύ των συναινούντων πιστωτών η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπογραφή της σύμβασης αναδιάρθρωσης με μηχανικό μέσο ή ηλεκτρονικό τρόπο είναι επαρκής. Ο συντονιστής αποστέλλει αντίγραφο της υπογεγραμμένης σύμβασης αναδιάρθρωσης σε όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές και στον οφειλέτη.

9. Εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία μετά το πέρας των ψηφοφοριών της παραγράφου 6, η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας, το οποίο αποστέλλει ηλεκτρονικά στον αιτούντα και στους πιστωτές.

10. Συμμετέχοντες πιστωτές που καταψηφίζουν εγκρινόμενη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δύνανται να υποβάλλουν εγγράφως στον συντονιστή ενστάσεις κατά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης. Ο συντονιστής φυλάσσει τα αντίγραφα των ενστάσεων και χορηγεί αντίγραφα σε οιονδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον.

11. Κάθε συμμετέχων πιστωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία από τον οφειλέτη, εφόσον αυτά σχετίζονται με την διαπραγμάτευση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Ο οφειλέτης δύναται να αρνηθεί την παροχή πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από πιστωτή που εκπροσωπεί ποσοστό των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη μικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και εκτιμάται ότι κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων δια της παροχής των πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων θα αποκαλυφθούν επιχειρηματικά απόρρητα του οφειλέτη με συνέπεια την ουσιώδη βλάβη του. Σε περίπτωση διαφωνίας λαμβάνεται απόφαση από τους συμμετέχοντες πιστωτές με πλειοψηφία 60% των συμμετεχόντων πιστωτών. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί εκ νέου την παροχή πρόσθετων εγγράφων και στοιχείων η διαδικασία θεωρείται περαιωθείσα ως άκαρπη και ο συντονιστής συντάσσει πρακτικό αποτυχίας της διαδικασίας.

12. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος νόμου διενεργείται με ανταλλαγή ηλεκτρονικής ή άλλου τύπου αλληλογραφίας ή τηλεφωνική ή άλλη επικοινωνία μεταξύ του συντονιστή, του οφειλέτη και των πιστωτών, χωρίς να απαιτείται ο ορισμός συνάντησης με φυσική παρουσία των συμμετεχόντων. Με αίτημα που υποβάλλεται από συμμετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία μπορεί να ζητηθεί από το συντονιστή ορισμός συνάντησης σε τόπο και χρόνο που περιλαμβάνεται στο αίτημα. Σε περίπτωση που η διαπραγμάτευση δεν ολοκληρωθεί σε μία συνάντηση, ο συντονιστής δύναται να ορίσει επαναληπτικές συναντήσεις.

13. Οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου και της παρ. 3 του άρθρου 11 επιμηκύνονται και σε περίπτωση που έχει οριστεί συνάντηση κατά τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο αυτή αναβάλλεται όταν:
(α) υποβάλει σχετικό αίτημα πιστωτής, ο οποίος αιτείται συμπληρωματικά έγγραφα σύμφωνα με την παράγραφο 11 του παρόντος και συναινεί στο αίτημά του τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) των συμμετεχόντων πιστωτών, ή
(β) η πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών συναινεί σε αίτημα επιμήκυνσης προθεσμίας ή αναβολής της συνάντησης οιουδήποτε συμμετέχοντος, ή
(γ) υποβάλει σχετικό αίτημα το Δημόσιο, στις περιπτώσεις που δεν έχουν υποβληθεί προτάσεις από πιστωτικά ιδρύματα ή δεν έχει διοριστεί εμπειρογνώμονας κατά το άρθρο 11.
Τα αιτήματα για την παράταση προθεσμιών περιλαμβάνουν υποχρεωτικά και το χρόνο της παράτασης, ο οποίος συνολικά δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρόνο της αρχικής προθεσμίας, ακόμα και όταν υποβάλλονται περισσότερα, ταυτόχρονα ή διαδοχικά, αιτήματα για παράταση της ίδιας προθεσμίας. Σε περίπτωση αναβολής συνάντησης, ο συντονιστής ορίζει νέα συνάντηση υποχρεωτικά εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών. Ο συντονιστής ενημερώνει τον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές για την παράταση προθεσμίας και την αναβολή συνάντησης με την αποστολή σχετικής ειδοποίησης.

14. Σε περίπτωση οφειλέτη που υπάγεται στην κατηγορία της μεγάλης επιχείρησης και με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη διαπίστωση απαρτίας κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3, ο συντονιστής που διορίστηκε με τη διαδικασία του άρθρου 6 μπορεί να αντικατασταθεί από συντονιστή της επιλογής των πιστωτών. Με την ίδια απόφαση οι πιστωτές μπορούν να ορίζουν και άλλο πρόσωπο, μη εγγεγραμμένο στο Μητρώο Συντονιστών για να συνεπικουρεί το νέο συντονιστή στα καθήκοντά του.

15. Η εκπροσώπηση του οφειλέτη ή κάθε συμμετέχοντος πιστωτή από δικηγόρο είναι προαιρετική.

16. Μετά το πέρας της διαδικασίας ο συντονιστής καταρτίζει πρακτικό περαίωσής της στο οποίο αναφέρει υποχρεωτικά:
(α) Την ύπαρξη απαρτίας των συμμετεχόντων πιστωτών.
(β) Τυχόν πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συμμετέχοντες πιστωτές.
(γ) Τη σύμφωνη γνώμη του οφειλέτη στα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία.
(δ) Τα σχέδια σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών που τέθηκαν σε ψηφοφορία.
(ε) Τα ποσοστά πλειοψηφίας για την λήψη απόφασης από τους συμμετέχοντες πιστωτές σχετικά με την έγκριση συμβάσεως αναδιάρθρωσης οφειλών.
(στ) Διαβεβαίωση του συντονιστή ότι κατά την διαδικασία διαπραγμάτευσης τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος νόμου και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων.
(ζ) Τυχόν ενστάσεις συμμετεχόντων πιστωτών που καταψήφισαν.
Το πρακτικό υπογράφεται από το συντονιστή και αποστέλλεται ηλεκτρονικά στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές και φυλάσσεται από το συντονιστή. Κάθε μέρος που μετείχε στην διαδικασία, καθώς και οποιοσδήποτε μη συμμετέχων πιστωτής ή συνοφειλέτης δικαιούται να λάβει από το συντονιστή αντίγραφο του πρακτικού περαίωσης της διαπραγμάτευσης.

17. Ο οφειλέτης, οι συμμετέχοντες πιστωτές και ο συντονιστής φέρουν υποχρέωση εχεμύθειας ως προς την ύπαρξη και το περιεχόμενο των διαπραγματεύσεων. Ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές φέρουν υποχρέωση ειλικρίνειας και συμμετέχουν στη διαδικασία με καλή πίστη. Η δημοσίευση ή κάθε άλλη κοινοποίηση σε τρίτους εμπιστευτικών πληροφοριών ή πληροφοριών σχετικά με τις διαπραγματεύσεις χωρίς την προηγούμενη γραπτή συναίνεση του συνόλου των συμμετεχόντων στη διαπραγμάτευση απαγορεύεται. Η παραβίαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας από τους συμμετέχοντες στη διαπραγμάτευση συνεπάγεται, πέραν των όσων προβλέπονται στις διατάξεις του ν. 2472/1997 (Α’ 50), και την υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης του παθόντος κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ. Οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις ρύθμισης οφειλών που συντάχθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας του παρόντος νόμου δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ρύθμισης ή διεκδίκησης της οφειλής.

Άρθρο 9
Υποχρεωτικοί κανόνες σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών

1. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης, με την επιφύλαξη του άρθρου 15, δύνανται να διαμορφώσουν ελεύθερα το περιεχόμενο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Τα δικαιώματα των προνομιούχων πιστωτών διατηρούνται υπέρ της απαίτησης τους, όπως αυτή διαμορφώνεται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών.

2. Η ελεύθερη διαμόρφωση του περιεχομένου της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις (υποχρεωτικοί κανόνες):
(α) Οι ρυθμίσεις της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών δεν επιτρέπεται να φέρουν οποιονδήποτε μη συμβαλλόμενο πιστωτή σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ του περιουσιακών στοιχείων τρίτων, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης.
(β) Οι προνομιούχοι πιστωτές, δια των ρυθμίσεων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, λαμβάνουν κατά προτεραιότητα ποσά και άλλα τυχόν ανταλλάγματα ισάξια με τα ποσά που προβλέπεται ότι θα ελάμβαναν κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ τους περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 977 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
(γ) Ποσά και άλλα ανταλλάγματα που απομένουν προς διανομή μετά την κατά προτεραιότητα διανομή ποσών και άλλων ανταλλαγμάτων σύμφωνα με τις περιπτ. α’ και β’, διανέμονται σε όλους τους πιστωτές συμμέτρως κατά το μέρος των απαιτήσεών τους που απομένει ανεξόφλητο μετά την εφαρμογή των περιπτ. α’ και β’.
«(δ) Με την επιφύλαξη του υποχρεωτικού κανόνα του στοιχείου (α), για τον υπολογισμό των ποσών και των τυχόν άλλων ανταλλαγμάτων διανομής μεταξύ των πιστωτών, οι κάτωθι απαιτήσεις των πιστωτών δεν συνυπολογίζονται:
αα) το σύνολο των τόκων υπερημερίας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα,
ββ) μέρος των απαιτήσεων του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης από πρόστιμα και από προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής, το οποίο προσδιορίζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Τα αναφερόμενα στα ως άνω εδάφια ποσά συνυπολογίζονται στη διανομή μόνο στην περίπτωση και κατά την έκταση που το επιτρέπει η ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη και αποπληρώνονται, εν όλω ή εν μέρει, μόνο εφόσον έχουν αποπληρωθεί πλήρως οι λοιπές απαιτήσεις των πιστωτών.
Σε αντίθετη περίπτωση τα ως άνω ποσά διαγράφονται μετά την ολοσχερή εξόφληση όλων των οφειλών με βάση τη σύμβαση αναδιάρθρωσης.

3. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται να συμφωνηθεί με την πλειοψηφία του άρθρου 8 παρ. 8 των συμμετεχόντων πιστωτών ότι οι απαιτήσεις οι οποίες: (α) γεννώνται ταυτόχρονα με ή μετά την κατάρτιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και
(β) προέρχονται από χρηματοδοτήσεις του οφειλέτη οποιασδήποτε φύσεως ή από παροχή αγαθών ή υπηρεσιών στον οφειλέτη και
(γ) αποσκοπούν στην εξασφάλιση της συνέχισης της δραστηριότητας του οφειλέτη
ικανοποιούνται προνομιακά σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις που είχαν γεννηθεί πριν από την κατάρτιση της σύμβασης εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης οφειλών, προνομιούχων ή μη.
Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν διαφορετικά, το προνόμιο αυτό δεν ισχύει για απαιτήσεις που προέρχονται από χρηματοδοτήσεις ή παροχή αγαθών, υπηρεσιών ή οιασδήποτε φύσεως του οφειλέτη ή προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη.

4. Με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δύναται να ρυθμίζεται το δικαίωμα πιστωτή να εγγράψει υποθήκη, προσημείωση υποθήκης ή ειδικό προνόμιο σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμιζόμενων με τη σύμβαση απαιτήσεων. Με την επιφύλαξη των οριζόμενων στο προηγούμενο εδάφιο, μετά τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και για όσο χρονικό διάστημα αυτή εξυπηρετείται από τον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες, απαγορεύεται η εγγραφή νέου βάρους σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη ή των συνοφειλετών για εξασφάλιση των ρυθμισμένων με τη σύμβαση απαιτήσεων.

5. Κάθε ρύθμιση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών ευνοϊκή για τον οφειλέτη ισχύει υπέρ κάθε συνοφειλέτη, μη εγγυητή, που έχει συνυποβάλει αίτηση κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 4, και υπέρ κάθε εγγυητή που έχει παράσχει εγγύηση για ρυθμιζόμενη με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών απαίτηση.

6. Η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών από την κατάρτισή της. Ο οφειλέτης καταβάλλει ποσά και άλλα ανταλλάγματα σε μη συμβαλλόμενους πιστωτές σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

7. Οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, του Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης (Ε.ΤΕ.ΑΝ. Α.Ε.), καθώς και οποιουδήποτε άλλου φορέα του δημόσιου τομέα που έχει χορηγήσει εγγύηση για δάνεια οποιουδήποτε είδους, ακολουθούν τις απαιτήσεις υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν, όπως οι απαιτήσεις αυτές ρυθμίζονται με τη συμφωνία. Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία αναδιάρθρωσης από τον οφειλέτη, οι φορείς του προηγούμενου εδαφίου ευθύνονται μόνο για την καταβολή του αντίστοιχου εγγυημένου ποσοστού του ανεξόφλητου κεφαλαίου.

8. Μετά την έναρξη ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, τυχόν ανταπαίτηση του οφειλέτη έναντι των πιστωτών του συμψηφίζεται σε όλη την έκταση της αρχικής οφειλής, καλύπτοντας κατά σειρά προτεραιότητας οφειλές εκτός της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και δόσεις της σύμβασης αυτής, εφόσον η γενεσιουργός αιτία της ως άνω ανταπαίτησης ανάγεται σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος της σύμβασης.

Άρθρο 10
Αμοιβή του συντονιστή

1. Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν μεγαλύτερη αμοιβή, η αμοιβή του συντονιστή ορίζεται:
(α) στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μικρών επιχειρήσεων,
(β) στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ για οφειλέτες που εντάσσονται στην κατηγορία των μεγάλων επιχειρήσεων.

2. Αν ο οφειλέτης και οι συμμετέχοντες πιστωτές δεν συμφώνησαν διαφορετικά, τα ποσά της προηγούμενης παραγράφου βαρύνουν το μέρος που προκάλεσε την υποβολή αίτησης για έναρξη της διαδικασίας και προκαταβάλλεται στο συντονιστή πριν τον έλεγχο της πληρότητας της αίτησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 παρ. 1.

Άρθρο 11
Διορισμός εμπειρογνώμονα

1. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη μπορεί να ανατεθεί σε εμπειρογνώμονα εφόσον υποβάλλεται σχετικό αίτημα από συμμετέχοντες πιστωτές που είναι δικαιούχοι τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) του συνόλου των απαιτήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία (προαιρετικός διορισμός εμπειρογνώμονα).
Στον εμπειρογνώμονα μπορεί να ανατεθεί με τους ίδιους όρους και η εκπόνηση σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών. Η επιλογή και ο διορισμός του εμπειρογνώμονα γίνεται με απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η αμοιβή του εμπειρογνώμονα συμφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τους συμμετέχοντες πιστωτές που υπέβαλαν το σχετικό αίτημα διορισμού. Σε περίπτωση κατάρτισης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών με βάση σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που εκπονήθηκε από τον εμπειρογνώμονα, η αμοιβή του τελευταίου βαρύνει τον οφειλέτη.

2. Η εκπόνηση αξιολόγησης βιωσιμότητας και του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του οφειλέτη που αποτελεί μεγάλη επιχείρηση ανατίθεται υποχρεωτικά σε εμπειρογνώμονα (υποχρεωτικός διορισμός εμπειρογνώμονα). Η επιλογή και ο διορισμός του εμπειρογνώμονα γίνεται με κοινή απόφαση του οφειλέτη και της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η αμοιβή του εμπειρογνώμονα συμφωνείται ελεύθερα και βαρύνει τον οφειλέτη.

3. Σε κάθε περίπτωση ο εμπειρογνώμονας υποβάλλει στο συντονιστή την έκθεση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη και, εφόσον του έχει ανατεθεί, σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών εντός τριάντα (30) εργασίμων ημερών από τον διορισμό του και την παραλαβή όλων των απαιτούμενων εγγράφων και στοιχείων. Ο συντονιστής κοινοποιεί την έκθεση και το σχέδιο στον οφειλέτη και τους συμμετέχοντες πιστωτές και σε περίπτωση οφειλέτη που αποτελεί μεγάλη επιχείρηση ορίζει προθεσμία δύο (2) μηνών από την τελευταία κοινοποίηση για τη λήψη απόφασης επί του σχεδίου αναδιάρθρωσης οφειλών του εμπειρογνώμονα ή για την αποστολή αντιπροτάσεων από τους πιστωτές. Κάθε σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών που έχει εκπονηθεί από εμπειρογνώμονα εγκρίνεται από τον οφειλέτη πριν τεθεί σε ψηφοφορία για έγκριση από τους συμμετέχοντες πιστωτές. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διαδικασίες και οι προθεσμίες του άρθρου 8.

4. Η ανάθεση σε εμπειρογνώμονα της αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη του παρόντος άρθρου μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον έχει εκπονηθεί από οποιονδήποτε πιστωτή αξιολόγηση βιωσιμότητας του οφειλέτη εντός των τελευταίων δώδεκα (12) μηνών πριν την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στην εξωδικαστική διαδικασία ρύθμισης οφειλών και συμφωνεί στη χρησιμοποίησή της για τους σκοπούς της διαδικασίας του παρόντος νόμου η απόλυτη πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών.

Άρθρο 12
Επικύρωση από το δικαστήριο

1. Ο οφειλέτης ή συμμετέχων πιστωτής δύναται να υποβάλλει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, αίτηση επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι παρεμβάσεις, πρόσθετες ή κύριες, ασκούνται αποκλειστικά με κατάθεση προτάσεων κατά τη συζήτηση της αίτησης στο ακροατήριο χωρίς τήρηση προδικασίας.

2. Με την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης συνυποβάλλονται στην Γραμματεία του Δικαστηρίου υποχρεωτικά τα ακόλουθα έγγραφα:
(α) αντίγραφο της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών,
(β) πρακτικό περαίωσης της διαδικασίας,
(γ) αποδεικτικά της κλήτευσης των πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2,
(δ) αντίγραφο της αίτησης για υπαγωγή στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών μαζί με όλα τα συνοδευτικά έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 4, καθώς και τυχόν πρόσθετα έγγραφα και στοιχεία που χορηγήθηκαν από τον οφειλέτη στους συμμετέχοντες πιστωτές,
(ε) την έκθεση αξιολόγησης βιωσιμότητας του οφειλέτη, εάν έχει εκπονηθεί,
(στ) τις ενστάσεις των συμμετεχόντων πιστωτών που έχουν τυχόν υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 10.
Οποιοσδήποτε θεμελιώνει έννομο συμφέρον δύναται να λάβει αντίγραφα της αίτησης επικύρωσης και των συνοδευτικών εγγράφων από την Γραμματεία του Δικαστηρίου.

3. Από την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών και μέχρι την έκδοση απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας αναδιάρθρωσης, αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή αίτησης υπαγωγής στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών. Κατά την ως άνω διάρκεια απαγορεύεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εκτός αν τέτοιο μέτρο προβλέπεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης επικύρωσης εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής ή διοικητικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη στα όργανα εκτέλεσης της αίτησης επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

4. Η συζήτηση της αίτησης προσδιορίζεται εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση. Η απόφαση του δικαστηρίου δημοσιεύεται εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία της συζήτησης.

5. Εφόσον ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 (Α’ 297), η αίτηση επικύρωσης υποβάλλεται προς καταχώριση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του ΓΕ.Μ.Η. με επιμέλεια και δαπάνες του αιτούντος, εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την κατάθεση στο δικαστήριο, επί ποινή απαραδέκτου. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δημοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων.

6. Το αρμόδιο δικαστήριο εξετάζει όλες τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εγγράφως κατά της διαδικασίας διαπραγμάτευσης, καθώς και κάθε άλλη ένσταση που προβάλλεται κατά τα ανωτέρω και απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης μόνο εφόσον συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Εφόσον παραβιάσθηκαν οι υποχρεωτικοί κανόνες που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 15.
(β) Εφόσον παραβιάσθηκαν άλλοι κανόνες της διαδικασίας και η παράβαση προκάλεσε βλάβη σε συμμετέχοντα ή μη πιστωτή.
(γ) Εφόσον δεν κλητεύθηκαν στην διαδικασία διαπραγμάτευσης πιστωτές που είναι δικαιούχοι ποσοστού επί του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, ικανού να ανατρέψει τη σύναψη της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

7. Σε κάθε άλλη περίπτωση το δικαστήριο επικυρώνει την σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά τις κοινές διατάξεις.

8. Η απόφαση επικύρωσης καταλαμβάνει το σύνολο των απαιτήσεων του οφειλέτη που ρυθμίζονται στην σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών και δεσμεύει τον οφειλέτη και το σύνολο των πιστωτών, ανεξαρτήτως συμμετοχής τους στην διαπραγμάτευση ή την σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Η απόφαση επικύρωσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Εφόσον ο οφειλέτης είναι πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3419/2005 (Α’ 297), η απόφαση επικύρωσης υποβάλλεται προς καταχώριση και δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο του ΓΕ.Μ.Η. με επιμέλεια και δαπάνες του αιτούντος. Για τους λοιπούς οφειλέτες η ανωτέρω δημοσίευση γίνεται στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ..

9. Από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης του άρθρου 4 και έως την ολοσχερή εξόφληση των οφειλών που ρυθμίζονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης ή την ακύρωσή της κατά το άρθρο 14, αναστέλλεται η παραγραφή των ρυθμιζόμενων οφειλών.

Άρθρο 13
Αναστολή εκτελέσεως

1. Από την ημερομηνία αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7 και για χρονικό διάστημα εβδομήντα (70) ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης που διενεργούνται από πιστωτές μετά την κοινοποίηση σε αυτούς αντιγράφου της αίτησης υπαγωγής από το συντονιστή κατά τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 7 είναι άκυρες. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής εκκρεμεί εναντίον του οφειλέτη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, αυτή αναστέλλεται με την κοινοποίηση εκ μέρους του οφειλέτη της πιστοποιημένης από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. βεβαίωσης του συντονιστή για την πληρότητα της αίτησης υπαγωγής στα όργανα εκτέλεσης, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να έπεται χρονικά της αποστολής της πρόσκλησης της παραγράφου 2 του άρθρου 7.

2. Η αυτοδίκαιη αναστολή της προηγούμενης παραγράφου αίρεται αυτοδικαίως σε κάθε περίπτωση όταν:
(α) η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή
(β) ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών.

3. Ο οφειλέτης δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του, παράταση της αναστολής της παραγράφου 1 για μέγιστο χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, κατά την διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αναγκαία προϋπόθεση της παράτασης αναστολής εκτέλεσης αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών. Η συναίνεση του προηγούμενου εδαφίου δίνεται είτε εγγράφως, είτε προφορικά με δήλωση των πιστωτών στο ακροατήριο.

4. Κάθε πιστωτής δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, την πρόωρη παύση της αναστολής της παραγράφου 1, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολή εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρμόδιο δικαστήριο αίρει την αναστολή εκτέλεσης υποχρεωτικά.

5. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου επάγεται αυτοδίκαια την απαγόρευση της διάθεσης ή της επιβάρυνσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης του οφειλέτη ή και άλλων περιουσιακών του στοιχείων, η διάθεση των οποίων δεν εντάσσεται στη συνήθη επιχειρηματική του δραστηριότητα.

6. Η αναστολή εκτέλεσης του παρόντος άρθρου δεν θίγει τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

Άρθρο 14
Συνέπειες μη τήρησης της συμφωνίας – ανατροπή ή ακύρωση

1. Με την επιφύλαξη της παρ. 6, η μη καταβολή από τον οφειλέτη προς οποιονδήποτε πιστωτή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των ενενήντα (90) ημερών, παρέχει σε αυτόν τον πιστωτή το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους, καταθέτοντας αίτηση στο δικαστήριο που επικύρωσε τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών ή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου έχει έδρα ο οφειλέτης, στις περιπτώσεις που η σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών δεν έχει επικυρωθεί με τη διαδικασία του άρθρου 12. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας.

2. Με την ακύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών αναβιώνουν οι απαιτήσεις των πιστωτών κατά του οφειλέτη. Ποσά που καταβλήθηκαν σε εκτέλεση της σύμβασης αναδιάρθρωσης αφαιρούνται από τις απαιτήσεις που αναβίωσαν.

3. Μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης της συμφωνίας, κάθε πιστωτής δύναται να αιτηθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης, να επιτραπεί η λήψη ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με την κατάσταση που υπήρχε πριν τη σύναψη της υπό ακύρωση συμφωνίας, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του αιτούντα πιστωτή. Η αίτηση εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Σε περίπτωση που η αίτηση υποβάλλεται από την πλειοψηφία των πιστωτών, το αρμόδιο δικαστήριο επιτρέπει υποχρεωτικά τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

4. Εξαιρούνται της πτωχευτικής ανάκλησης, κατά την έννοια των άρθρων 41 επ. του Πτωχευτικού Κώδικα, πράξεις που έλαβαν χώρα σε εκπλήρωση όρων της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών.

5. Σε περίπτωση ακύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών τεκμαίρεται μαχητά η παύση πληρωμών του οφειλέτη.

6. Η μη καταβολή δόσεων ή η μερική καταβολή δόσεων από τον οφειλέτη προς τη Φορολογική Διοίκηση ή τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης , όπως αυτές προσδιορίζονται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις (3) δόσεις ή η παράλειψη του οφειλέτη να υποβάλλει τις προβλεπόμενες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και φόρου προστιθέμενης αξίας, καθώς και την προβλεπόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση (Α.Π.Δ.), εντός τριών (3) μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους ή να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής, τις οφειλές του είτε προς το Δημόσιο ή υπέρ τρίτων που εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση είτε προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, εντός ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την ημερομηνία επικύρωσης της σύμβασης αναδιάρθρωσης, ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την έναρξη ισχύος ή την επικύρωση της σύμβασης, εντός εξήντα (60) ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους, έχει ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ανατροπή της σύμβασης αναδιάρθρωσης έναντι του Δημοσίου ή των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υποχρεούνται να γνωστοποιήσουν αμελλητί την επέλευση της ως άνω έννομης συνέπειας σε όλους τους πιστωτές. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται η διαδικασία και οι ειδικότερες λεπτομέρειες για τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου. Εντός τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίηση αυτή οποιοσδήποτε πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμφωνίας ως προς όλους τους πιστωτές.

Άρθρο 15
Συμμετοχή του Δημοσίου και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης

1. Για την ένταξη οφειλών προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης στο μηχανισμό ρύθμισης του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται επιπλέον οι ειδικότεροι υποχρεωτικοί κανόνες του παρόντος άρθρου.

2. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης δύνανται να προβούν, στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, σε αναδιάρθρωση οφειλών προς αυτούς, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής μέρους αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου.

3. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής προς το Δημόσιο που αφορά περιοριστικά τα κατωτέρω είδη οφειλών:
α) φόρο προστιθέμενης αξίας,
β) παρακρατούμενους φόρους,
γ) ποσά από καταπτώσεις εγγυήσεων που έχουν χορηγηθεί σε δάνεια με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου.

4. Δεν είναι έγκυρος όρος σύμβασης αναδιάρθρωσης, ο οποίος προβλέπει:
α) Την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο σε περισσότερες από 120 δόσεις. Κατ’ εξαίρεση, για οφειλές προς το Δημόσιο οι οποίες υπερβαίνουν τα 2.000.000 ευρώ, η αποπληρωμή των οφειλών μπορεί να γίνεται σε περισσότερες δόσεις, εφόσον συναινεί το Δημόσιο και υπό την προϋπόθεση ότι η μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής (ι) δικαιολογείται από την συνολική δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, (ιι) έχει ως αποτέλεσμα την αποπληρωμή συνολικά μεγαλύτερου μέρους της οφειλής προς το Δημόσιο, και (ιιι) δεν ξεπερνά τη διάρκεια αποπληρωμής οφειλών προς άλλους πιστωτές με μεγαλύτερη απαίτηση από αυτή του Δημοσίου.
β) Την τμηματική αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο ανά χρονικά διαστήματα που υπερβαίνουν το μήνα,
γ) Την καταβολή μηνιαίας δόσης μικρότερης των πενήντα (50) ευρώ,
δ) Την παροχή περιόδου χάριτος για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο και
ε) Την ικανοποίηση απαιτήσεών του με άλλα ανταλλάγματα αντί χρηματικού ποσού.

5. Τυχόν υφιστάμενες ρυθμίσεις οφειλών προς το Δημόσιο δυνάμει των νόμων 4152/2013 (Α’ 107), 4174/2013 (Α’ 170), 4305/2014 (Α’ 237) και 4321/2015 (Α’ 32), εντάσσονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης οφειλών ως έχουν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία έγκρισης της συμφωνίας. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η τροποποίηση των ως άνω ρυθμίσεων στις περιπτώσεις και στον βαθμό που η εφαρμογή τους καθιστά αδύνατη, βάσει της συνολικής δυνατότητας αποπληρωμής του οφειλέτη, την αναδιάρθρωση των οφειλών προς τους λοιπούς πιστωτές χωρίς αυτοί να περιέρχονται σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και των βεβαρημένων υπέρ του περιουσιακών στοιχείων τρίτων, στο πλαίσιο διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, η τροποποίηση των υφισταμένων ρυθμίσεων πραγματοποιείται με αύξηση του αριθμού των δόσεων κατά το απολύτως αναγκαίο μέτρο και έως το μέγιστο όριο του πρώτου εδαφίου της περ. α της προηγούμενης παραγράφου.

6. Ο αριθμός και το ύψος των δόσεων καταβολής του ποσού που προσδιορίζεται στη σύμβαση αναδιάρθρωσης για την αποπληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο, κατ’ εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9, οι οποίοι εφαρμόζονται με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, καθορίζονται με κριτήριο α) τη μηνιαία δυνατότητα αποπληρωμής του οφειλέτη, β) τη μέγιστη διάρκεια της ρύθμισης και γ) τον υπολογισμό της καθαρής παρούσας αξίας, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 στοιχεία (α) και (β) του άρθρου 9.

7. Στις περιπτώσεις οφειλετών με συνολικό ποσό βασικής οφειλής προς το Δημόσιο μέχρι 20.000 ευρώ, στο οποίο δεν προσμετρώνται τυχόν οφειλές της παραγράφου 5, εφαρμόζονται οι εξής ειδικότεροι κανόνες:
α) για βασικές οφειλές έως του ποσού των 3.000 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 36 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής κανενός ποσού,
β) για βασικές οφειλές άνω του ποσού των 3.001 ευρώ, η αποπληρωμή αυτών και των επ’ αυτών προσαυξήσεων ή τόκων εκπρόθεσμης καταβολής γίνεται τμηματικά σε έως 120 μηνιαίες δόσεις, με ελάχιστη μηνιαία δόση πενήντα (50) ευρώ, χωρίς δυνατότητα διαγραφής βασικής οφειλής.
Στις περιπτώσεις της παρούσας παραγράφου, το Δημόσιο δεν συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις, ούτε υποβάλλει πρόταση αναδιάρθρωσης οφειλών και οι οφειλές προς αυτό προσμετρώνται στις θετικές ψήφους των συμμετεχόντων πιστωτών, εφόσον στο τελικό σχέδιο αναδιάρθρωσης έχουν τηρηθεί οι κανόνες της παρούσας παραγράφου και των λοιπών υποχρεωτικών κανόνων, στο βαθμό που συμβιβάζονται με τους ως άνω ειδικότερους κανόνες.

8. Σε περίπτωση που στη σύμβαση αναδιάρθρωσης προβλέπεται διαγραφή οφειλών προς το Δημόσιο, αυτή γίνεται κατά σειρά παλαιότητας, από την παλαιότερη οφειλή προς τη νεώτερη, με κριτήριο το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και όχι το χρόνο λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής αυτής, εφάπαξ ή σε δόσεις. Η διαγραφή των οφειλών του προηγούμενου εδαφίου τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της ολοσχερούς αποπληρωμής των ρυθμιζόμενων οφειλών προς κάθε πιστωτή και της μη ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 14.

9. Επί των οφειλών προς το Δημόσιο που ρυθμίζονται δυνάμει της σύμβασης αναδιάρθρωσης δεν υπολογίζονται περαιτέρω τόκοι ή προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Σε περίπτωση ακύρωσης ή ανατροπής της σύμβασης αναδιάρθρωσης, καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμο και απαιτητό το σύνολο του υπολοίπου της οφειλής που παραμένει ανεξόφλητο, σύμφωνα με τα στοιχεία της αρχικής βεβαίωσης. Από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης και κατά τη διάρκεια ισχύος αυτής, δεν υπολογίζονται τα πρόστιμα των διατάξεων του άρθρου 57 του Κ.Φ.Δ. και του άρθρου 6 του Κ.Ε.Δ.Ε.

10. Στις περιπτώσεις που η τυχόν υποβληθείσα πρόταση του Δημοσίου δεν τίθεται σε ψηφοφορία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 8, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ της συμφερότερης για εκείνο πρότασης, εφόσον διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων του άρθρου 9 και του παρόντος άρθρου. Στις περιπτώσεις που μία μόνο πρόταση τίθεται σε ψηφοφορία, το Δημόσιο ψηφίζει υπέρ αυτής, μόνο στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ορθή εφαρμογή των υποχρεωτικών κανόνων.

11. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4174/2013 και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτού. Η ρύθμιση οφειλών στα πλαίσια του παρόντος νόμου θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπόψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.

12. Από την ημερομηνία υπογραφής από το Δημόσιο της εγκριθείσας σύμβασης αναδιάρθρωσης ή, σε περίπτωση δικαστικής επικύρωσης, από την κοινοποίηση στο Δημόσιο της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης καθώς και για τις κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (Α’43) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.

13. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου:
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν κατά τις διατάξεις του ν. 4174/2013 ή του ν.δ. 356/1974, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί, από το χρόνο καταχώρησης της οφειλής στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατ’ άρθρο 53 του Κ.Φ.Δ. και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.

14. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για οφειλές υπέρ τρίτων οι οποίες βεβαιώνονται και εισπράττονται από τη Φορολογική Διοίκηση.

15. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών δύναται να καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των ως άνω παραγράφων.

16. Οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης εκπροσωπούνται στην εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών από το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ).
Οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 10 εφαρμόζονται αναλογικά και για τις οφειλές προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης.
α) Ως «βασική οφειλή» νοείται το ποσό της οφειλής που αρχικά βεβαιώθηκε, χωρίς τους τόκους ή τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που την επιβαρύνουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το χρόνο που η οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη έως την επικύρωση της σύμβασης αναδιάρθρωσης, μετά από τυχόν καταβολές, αναγκαστική είσπραξη ή διαγραφή βάσει νόμιμου τίτλου.
β) Ως «διαγραφή» νοείται η διαγραφή βασικής οφειλής με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 17, καθώς και η απαλλαγή από τόκους, προσαυξήσεις ή πρόστιμα εκπρόθεσμης καταβολής.
γ) Ως «προσαυξήσεις» ή «τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής» νοούνται οι προσαυξήσεις ή τόκοι εκπρόθεσμης καταβολής κατά τις διατάξεις του Ν.4152/2013, (άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.2 περ.11), ή του ν.δ. 356/1974, και άρθρο 6 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη διατάξεις του παρόντος νόμου.

17. Δεν επιτρέπεται η διαγραφή βασικής οφειλής παρακρατούμενων εισφορών εργαζομένων προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης.

18. Η διαγραφή βασικής οφειλής προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν επηρεάζει τα ασφαλιστικά δικαιώματα τρίτων.

19. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ασφαλιστικής ενημερότητας στον οφειλέτη και τους συνοφειλέτες που δεσμεύονται από την απόφαση επικύρωσης σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις των φορέων. Η ρύθμιση οφειλών με δικαστικά επικυρωμένη σύμβαση αναδιάρθρωσης θεωρείται ως ρύθμιση τμηματικής καταβολής για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου. Για τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότητας δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν τυχόν προς διαγραφή οφειλές, όπως αυτές προσδιορίζονται στην ως άνω σύμβαση.

20. Από την κοινοποίηση στο ΚΕΑΟ της δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών, για τις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές:
α) αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για τις ληξιπρόθεσμες δόσεις της σύμβασης. Τα αποδιδόμενα ποσά από κατασχέσεις εις χείρας τρίτων πιστώνονται στις υπαγόμενες στη σύμβαση οφειλές, με την κατά προτεραιότητα κάλυψη δόσης ή δόσεων της σύμβασης, εφόσον καταβάλλονται εντός της προθεσμίας των δόσεων και δεν πιστώνονται διαφορετικά κατά τις κείμενες διατάξεις.
β) αναστέλλεται η ποινική δίωξη για τα αδικήματα του α.ν. 86/1967 (Α’136) και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή, εφόσον άρχισε, η εκτέλεσή της διακόπτεται. Κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής της ποινικής δίωξης αναστέλλεται η παραγραφή του αδικήματος, χωρίς να ισχύει ο χρονικός περιορισμός της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του ΠΚ.

21. Με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 16 έως 20.

22. Το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά από αίτηση οφειλετών τους που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου με βάση τα οριζόμενα στην περίπτωση (β) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 5 του άρθρου 2, δύνανται να προτείνουν σε αυτούς λύσεις ρύθμισης οφειλών ανάλογες με αυτές που αποδέχονται ή αντιπροτείνουν στο πλαίσιο της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών του παρόντος και σύμφωνα με τις εσωτερικές τους διαδικασίες.

Άρθρο 16
Ηλεκτρονική πλατφόρμα εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών

1. Η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών που περιγράφεται στον παρόντα νόμο διεξάγεται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας ηλεκτρονικής υποβολής και διαχείρισης αιτήσεων που θα αναπτυχθεί στην ιστοσελίδα της Ε.Γ.Δ.Ι.Χ. με τη συνεργασία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Οικονομικών (Γ.Γ.Π.Σ. και Δ.Υ. ΥΠ.ΟΙΚ.). Η ηλεκτρονική πλατφόρμα θα έχει κυρίως τις παρακάτω λειτουργίες και εφαρμογές:
(α) ταυτοποίηση των συμμετεχόντων στη διαδικασία μέσω των μοναδικών κωδικών για χρήση των εφαρμογών του συστήματος TAXISnet του Υπουργείου Οικονομικών,
(β) υποβολή αίτησης υπαγωγής και συνοδευτικών εγγράφων σε ψηφιακή ή ηλεκτρονική μορφή,
(γ) αυτοματοποιημένο σύστημα ανάθεσης υπόθεσης σε συντονιστή,
(δ) σύστημα επικοινωνίας μεταξύ συντονιστών και Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.,
(ε) πρόσβαση συντονιστή, οφειλέτη και συμμετεχόντων πιστωτών στο περιεχόμενο της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη και στα συνοδευτικά έγγραφα,
(στ) σύστημα επικοινωνίας και ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ συντονιστή, οφειλέτη και συμμετεχόντων πιστωτών,
(ζ) έκδοση πιστοποιημένων εγγράφων,
(η) υπολογιστικές εφαρμογές.

2. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Οικονομικών καθορίζονται οι διαδικασίες, οι προϋποθέσεις και οι τεχνικές λεπτομέρειες οι οποίες αποτελούν τις λειτουργικές προδιαγραφές της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών.

3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης, Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μπορεί να θεσπισθεί, για πρόσωπα, των οποίων οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές δεν ξεπερνούν το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, απλοποιημένη διαδικασία ρύθμισης των οφειλών τους, κατά την οποία η πρόταση ρύθμισης, καθώς και η αξιολόγηση της βιωσιμότητας του οφειλέτη, θα παράγονται με αυτοματοποιημένο τρόπο από την ηλεκτρονική πλατφόρμα.

Άρθρο 17
Λοιπές διατάξεις

Όταν περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, χρηματοδοτικά ιδρύματα ή εταιρίες διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π. ή Ε.Α.Α.Δ.Π.) του ν. 4354/2015 κατέχουν ή διαχειρίζονται ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι του ίδιου οφειλέτη, ως προς τον οποίο υπάρχουν ενδείξεις ότι βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των οικονομικών του υποχρεώσεων αυτά δύνανται να συνεργάζονται, προκειμένου να επεξεργαστούν και να υποβάλλουν στον οφειλέτη κοινή πρόταση, με σκοπό την εξεύρεση βιώσιμης λύσης. Προς το σκοπό τούτο, τα ως άνω πρόσωπα δύνανται να ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσες πληροφορίες απαιτούνται, προκειμένου να αξιολογήσουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και να διαμορφώσουν τους όρους της κοινής πρότασης, την οποία θα υποβάλλουν, στο πλαίσιο του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου.

Άρθρο 18
Έναρξη ισχύος

1. Οι διατάξεις των άρθρων: α) 5 παρ. 9, β) 6 παρ. 4 έως 7, γ) 7 παρ. 3 εδ. β’ και γ’ και 4, δ) 9 παρ. 2 περ. δ’ υποπερ. ββ’, ε) 14 παρ. 6 εδ. γ’, στ) 15 παρ. 15, 21 και 22, ζ) 16 και η) 17, τίθενται σε ισχύ από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Οι υπόλοιπες διατάξεις του παρόντος τίθενται σε ισχύ τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Ιδιωτικά συμφωνητικά και οι υποχρεώσεις στην εφορία

1. Ιδιωτικά Συμφωνητικά (παρ. 16, άρθρου 8 του Ν. 1882/1990)

Υπόχρεος για την υποβολή της κατάστασης συμφωνητικών είναι κάθε επιτηδευματίας φυσικό ή νομικό πρόσωπο που καταρτίζει συμφωνητικά με συμβαλλόμενο επιτηδευματία ή τρίτο και για οποιαδήποτε συναλλαγή για την οποία δεν προβλέπεται διαφορετική διαδικασία υποβολής. Σημειώνεται ότι συμφωνητικά και διαδικασίες που προβλέπονται από άλλες διατάξεις ή από υπουργικές αποφάσεις οι οποίες υπογράφονται ή συνυπογράφονται από τον Υπουργό Οικονομικών, εξακολουθούν να ισχύουν ως προς τον τρόπο και τον τύπο υποβολής ενώ κατά τα λοιπά εξακολουθεί να ισχύει ως έχει και η αριθ. 1065606/7222/ΔΕ-Β’(ΦΕΚ 951Β’/31.7.2000) ΑΥΟ περί καθορισμού διαφορετικού τρόπου υποβολής των συμφωνητικών της παραγράφου 16 του άρθρου 8 του Ν. 1882/1990.
Οι καταστάσεις συμφωνητικών παρ. 16, άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 υποβάλλονται μέχρι την 20η ημέρα των μηνών Ιανουαρίου, Απριλίου, Ιουλίου, Οκτωβρίου εκάστου έτους και συμπεριλαμβάνουν τα συμφωνητικά που καταρτίστηκαν το αμέσως προηγούμενο ημερολογιακό τρίμηνο, μέσω taxisnet.

2. Λοιπά Ιδιωτικά Συμφωνητικά.

Εφόσον το αντικείμενο του συμφωνητικού δεν εμπίπτει στα προβλεπόμενα από την παρ. 16, άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 θα πρέπει να το υποβάλλετε με τον τρόπο και στις προθεσμίες που έχουν οριστεί από τις διατάξεις που το προβλέπουν. Σημειώνεται ότι δεν είναι δυνατή προς το παρόν η ηλεκτρονική υποβολή των συμφωνητικών που προβλέπονται από άλλες διατάξεις νόμων.
3. Εργολαβικά Ιδιωτικά Συμφωνητικά με αξία άνω των 6.000,00 ευρώ.
Γνωστοποίηση των στοιχείων του εργολάβου για ανάθεση εργολαβιών ή υπεργολαβιών τεχνικών έργων άνω των 6.000,00 ευρώ ή κατάθεση αντιγράφου Ιδιωτικού Συμφωνητικού (άρθρο 19 Ν. 820/78, ΠΟΛ 1165/90), γίνεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. πριν από την έναρξη των εργασιών.
4. Υποβολή Δήλωσης Πληροφοριακών Στοιχείων Μισθώσεων Ακίνητης Περιουσίας και Ιδιωτικού Συμφωνητικού Μίσθωσης
Η «Δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μισθώσεων Ακίνητης Περιουσίας»(Μισθωτήριο κατοικίας, επαγ.στέγης κλπ) υποβάλλεται μέχρι το τέλος του επομένου μήνα από τηνέναρξη της μίσθωσης ή την τροποποίηση της.
Παράδειγμα κατανόησης:
 Ημερομηνία έναρξης μίσθωσης 1 Απριλίου: το ιδιωτικό συμφωνητικό πρέπει να υποβληθεί έως την 31η Μαΐου.
 Ημερομηνία έναρξης μίσθωσης 30 Απριλίου: το ιδιωτικό συμφωνητικό πρέπει να υποβληθεί έως την 31η Μαΐου.
Επισημαίνουμε ότι σε καμία περίπτωση δεν καταργεί τη σύνταξη Ιδιωτικού Συμφωνητικού Μίσθωσης. Η δήλωση πληροφοριακών στοιχείων μίσθωσης ακίνητης περιουσίας, υποβάλλεται αποκλειστικά για φορολογικούς λόγους. Η δήλωση αυτή δεν καθορίζει τις σχέσεις των συμβαλλομένων μερών (εκμισθωτή και μισθωτή). Οι σχέσεις αυτές ρυθμίζονται και προστατεύονται από τον Αστικό Κώδικα.

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος για το 2016

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Ενιαίοι κανόνες υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών Ελευθέρων Επαγγελματιών και Αυτοαπασχολούμενων από 01/01/2017

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

ΝΟΜΟΣ 4449_2017 Υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων

Αρχείο:

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Αριθ. πρωτ.: Φ. 80000/οικ. 61327/1484/ 2016 Εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 39, 40 και 98 του ν.4387/2016 – Καθορισμός ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών από 1/1/2017

Αθήνα, 30 / 12 / 2016
Αριθ. Πρωτ. : Φ.80000 / οικ. 61327 / 1484

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
Δ/ΝΣΗ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΩΝ (Δ14)

Ταχ. Δ/νση : Σταδίου 29
Ταχ. Κώδικας : 10110 – Αθήνα
Πληροφορίες : Ι. Παπαδόπουλος 210 – 3368110 (για θέματα ΟΑΕΕ)
Ε. Ράπτη 210 – 3368109 (για θέματα ΕΤΑΑ)
Γ. Βανικιώτης 210 – 3368312 (για θέματα ΟΓΑ)
FAX : 210 – 3368116

ΘΕΜΑ : «Εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 39, 40 και 98 του ν.4387/2016 – Καθορισμός ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, αυτοαπασχολούμενων και αγροτών από 1/1/2017»

Με τις διατάξεις των άρθρων 39 και 40 του ν.4387/2017 επέρχονται μεταβολές από 1.1.2017 στο καθεστώς υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολούμενων και των αγροτών που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΑΕΕ, του ΕΤΑΑ και του ΟΓΑ, όπως αυτές ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016, ανεξάρτητα από το χρόνο υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση (ασφαλισμένοι πριν και μετά την 1/1/1992).

Βασικό γνώρισμα του νέου καθεστώτος είναι η μετάβαση για τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών από το τεκμαρτό εισόδημα (ασφαλιστικές κατηγορίες για ΟΑΕΕ και ΟΓΑ και νέους ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ), και τις σταθερές μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές (για τους παλαιούς ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ), στο πραγματικό εισόδημα που προκύπτει από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας.

Ειδικότερα, ανά κατηγορία ασφαλισμένων, σας γνωρίζουμε τα εξής:

Α. Εισφορές ελευθέρων επαγγελματιών προερχόμενων από τον ΟΑΕΕ

Από 1/1/2017 καταργούνται οι ασφαλιστικές κατηγορίες του ΟΑΕΕ και πλέον βάση υπολογισμού των εισφορών αποτελεί το μηνιαίο εισόδημα, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την άσκηση της δραστηριότητάς τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Επιπλέον ορίζεται ανώτατο και κατώτατο μηνιαίο εισόδημα που αποτελεί κατά μήνα τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης.

1. Ποιοι θεωρούνται ελεύθεροι επαγγελματίες υπόχρεοι καταβολής ασφαλιστικών εισφορών σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν.4387/2016

Ι. Όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ (και επομένως και των ενταχθέντων σε αυτόν Ταμείων) ανεξάρτητα του χρόνου υπαγωγής τους στην ασφάλιση.

Στους ελεύθερους επαγγελματίες περιλαμβάνονται – όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στις Καταστατικές διατάξεις του τέως ΟΑΕΕ – σύμφωνα με την παρ.7 του άρθρου 39 και

α) τα μέλη ή μέτοχοι οργανισμών, κοινοπραξιών ή κάθε μορφής εταιρειών, πλην ανωνύμων και ΙΚΕ, των οποίων ο σκοπός συνιστά δραστηριότητα για την οποία τα ασκούντα αυτήν πρόσωπα υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ,

β) τα μέλη του ΔΣ των ΑΕ με αντικείμενο επιχειρήσεως επαγγελματική ή εμπορική ή βιοτεχνική δραστηριότητα σε όλη την επικράτεια, εφόσον είναι μέτοχοι με ποσοστό 3% τουλάχιστον

γ) οι μέτοχοι των ΑΕ, των οποίων ο σκοπός είναι η μεταφορά προσώπων ή πραγμάτων με κόμιστρο, με ΔΧ αυτοκίνητα, εφόσον είναι κάτοχοι ονομαστικών μετοχών και
δ) οι διαχειριστές των ΙΚΕ, καθώς και ο μοναδικός εταίρος μονοπρόσωπης ΙΚΕ.

ΙΙ. Οι ασφαλισμένοι του τέως ΤΑΝΠΥ που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα

ΙΙΙ. Οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ οι οποίοι, σύμφωνα με την παρ. 18 του άρθρου 39 (όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 6β του ν.4393/2016), κρίνονται ως μη μισθωτοί.

IV. Οι αμειβόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημα προέρχεται από απασχόληση σε περισσότερους από 2 εργοδότες (παρ. 9 του ίδιου άρθρου 39).

2. Ποσοστό μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης

Το ποσοστό ασφαλιστικής εισφοράς κλάδου κύριας σύνταξης ανέρχεται σε 20% από 1/1/2017.

Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα ποσοστά στον κλάδο σύνταξης που προβλέπονται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, αναπροσαρμόζονται σταδιακά και ισόποσα από 1/1/2017 ώστε από 1/1/2020 το ποσοστό του ασφαλίστρου να διαμορφώνεται σε 20%.

3. Εισόδημα υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών κλάδου κύριας σύνταξης

Βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των ανωτέρω προσώπων από 1/1/2017 είναι το μηνιαίο εισόδημα, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος από την άσκηση της δραστηριότητας που δημιουργεί την υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση.

Συνεπώς, για τον καθορισμό του μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου θα υπολογιστούν οι ασφαλιστικές εισφορές λαμβάνεται το εισόδημα από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας για την οποία προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, όπως το εισόδημα αυτό καθορίζεται με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αναγόμενο σε 12μηνη βάση.

Ειδικά για τα μέλη των προσωπικών εταιρειών ως ετήσιο εισόδημα που αποτελεί τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών είναι εκείνο που προκύπτει από το γινόμενο του πολλαπλασιασμού των συνολικών κερδών της εταιρείας επί του ποσοστού συμμετοχής εκάστου μέλους σε αυτήν. Σε περίπτωση ζημιών ή μηδενικών κερδών, τα μέλη των προσωπικών εταιρειών καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές επί του προβλεπόμενου κατωτάτου ορίου μηνιαίου εισοδήματος.

Σε περίπτωση που το ίδιο πρόσωπο ασκεί πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία όμως υπαγόταν βάσει γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ισχύ του ν.4387/2016, σε έναν εκ των εντασσόμενων στον ΕΦΚΑ φορέων κύριας ασφάλισης, για το υπολογισμό του μηνιαίου εισοδήματος αθροίζεται το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα των επιμέρους επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Για παράδειγμα ασφαλισμένος που υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ ως έμπορος και ως μέλος Δ.Σ. σε Α.Ε. με ποσοστό 3% τουλάχιστον, δραστηριότητες για τις οποίες είχε υποχρέωση ασφάλισης στον ΟΑΕΕ, για τον καθορισμό του μηνιαίου εισοδήματος θα ληφθεί υπόψη το άθροισμα του φορολογητέου αποτελέσματος και από τις δύο αυτές δραστηριότητες.

4. Μηνιαία ελάχιστη και ανώτατη βάση εισοδήματος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών

Με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 39 θεσπίζεται ανώτατο και κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος επί του οποίου υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές.

I. Κατώτατη μηνιαία βάση υπολογισμού των εισφορών

Ως ελάχιστη μηνιαία βάση υπολογισμού των εισφορών καθορίζεται το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών το οποίο ανέρχεται σήμερα στα 586,08 ευρώ.

Όπως προαναφέρθηκε, επί του ανωτέρω ποσού (€586,08) καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές και στην περίπτωση μελών προσωπικών εταιρειών που εμφανίζουν ζημίες ή μηδενικά κέρδη από την άσκηση της δραστηριότητας.

Σημειώνουμε ότι το κατώτατο όριο εισφορών έχει εφαρμογή και για τα πρόσωπα που για πρώτη φορά από την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 και εφεξής αποκτούν ιδιότητα ή προβαίνουν σε έναρξη εργασιών ή δραστηριοτήτων. Συγκεκριμένα καταβάλλουν μηνιαία εισφορά που αντιστοιχεί στο κατώτατο όριο εισφορών από τον πρώτο μήνα έναρξης εργασιών έως τον τελευταίο μήνα του έτους.

II. Ανώτατη μηνιαία βάση υπολογισμού των εισφορών

Ως ανώτατο όριο ασφαλιστέου μηνιαίου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς έχουν εφαρμογή οι ρυθμίσεις της παρ. 2 του άρθρου 38 του ν.4387/2016 για τους μισθωτούς. Συνεπώς, η ανώτατη μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αντιστοιχεί στο δεκαπλάσιο του κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών όπως ισχύει κάθε φορά. Το ποσό αυτό σήμερα ανέρχεται σε 5.860,80 ευρώ (€586,08 x 10).

Παράδειγμα 1

Ελεύθερος επαγγελματίας ο οποίος υπάγεται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του ΟΑΕΕ, όπως αυτές ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016, έχει μηνιαίο εισόδημα με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του προηγούμενου φορολογικού έτους μικρότερο του ποσού των €7.032,96 (€586,08 x 12).

Συνεπώς ο εν λόγω ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά κλάδου σύνταξης, ύψους €117,22 (€586,08 x 20%).

Εφόσον το εισόδημά του υπερβεί το ποσό των 7.032,96 ευρώ θα καταβάλλει εισφορά επί του πραγματικού εισοδήματος, όπως καθορίζεται ανωτέρω.

5. Ειδικές ρυθμίσεις για ασφαλισμένους κάτω 5ετίας

Σύμφωνα με την παρ. 1β του άρθρου 39, το μηνιαίο ασφάλιστρο ύψους 20% καταβάλλεται μειωμένο από τους αυτοαπασχολούμενους αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή Ν.Π.Δ.Δ για τα πρώτα 5 έτη από την υπαγωγή τους για πρώτη φορά στην ασφάλιση. Συγκεκριμένα για τα δύο πρώτα έτη από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση το ύψος του μηνιαίου ασφαλίστρου ανέρχεται σε 14%, σε ποσοστό 17% για τα τρία επόμενα έτη και διαμορφώνεται στο 20% από το 6ο έτος υπαγωγής τους και εφεξής.

Επιπλέον, για τα ανωτέρω πρόσωπα για τα πρώτα 5 έτη από την υπαγωγή τους για πρώτη φορά στην ασφάλιση οι ως άνω μειωμένες εισφορές υπολογίζονται επί του ποσού των €586,08 μειωμένου κατά 30% δηλαδή επί του ποσού των €410,26.

Σημειώνουμε ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις (καταβολή χαμηλότερου ασφαλίστρου, μειωμένο κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος σύμφωνα με το άρθρο 234 παρ. 2 του ν.4389/2016) η διαφορά που προκύπτει αποτελεί ασφαλιστική οφειλή και εξοφλείται, αφού προηγουμένως αναπροσαρμοστεί κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως αυτή θα καθοριστεί από την Ελληνική Στατιστική Αρχή, από τον ασφαλισμένο κατά 1/5 κατ’ έτος, για τα έτη κατά τα οποία το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος υπερβαίνει το ποσό των €18.000 και σε κάθε περίπτωση μέχρι και τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης.

Καταργούμενες διατάξεις:

Οι διατάξεις του ΟΑΕΕ (άρθρο 14 του Π.Δ.258/2005) που προβλέπουν εφάπαξ εισφορά απογραφής των υπό ασφάλιση προσώπων καταργείται. Επίσης καταργείται και η εισφορά εγγραφής των νεοασφαλιζόμενων και η εισφορά αναγνώρισης γάμου στον Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών και Τουριστικών Πρακτόρων του ΟΑΕΕ (περιπτώσεις αα και ββ της παρ.δ του άρθρου 7 του Καταστατικού του). Επισημαίνεται δε ότι η καταβολή των εισφορών θα γίνεται σε 12μηνη βάση και όχι σε 14μηνη όπως προβλέπεται στο άρθρο 7 του Καταστατικού του.

B. Εισφορές αυτοαπασχολούμενων προερχόμενων από το ΕΤΑΑ

1. Γενικές Ρυθμίσεις

Το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς για την κύρια ασφάλιση των ασφαλισμένων που υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ, όπως ίσχυαν μέχρι τη δημοσίευση του ν.4387/2016, ανέρχεται από 1/1/2017 σε 20%.

Επισημαίνουμε ότι στην περίπτωση των ασφαλισμένων του ΕΤΑΑ, σύμφωνα με το ισχύον μέχρι 31/12/2016 καθεστώς υπολογισμού των εισφορών των αυτοαπασχολούμενων για την κύρια ασφάλιση, οι ασφαλιστικές τους εισφορές είναι σταθερά ποσά (παλαιοί ασφαλισμένοι του ΤΣΑΥ και του Τομέα Ασφάλισης Νομικών) ή ίσες με το 20% επί του ποσού της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας (παλαιοί ασφαλισμένοι του ΤΣΜΕΔΕ) ή 20% επί του ποσού της ασφαλιστικής κατηγορίας στην οποία υπάγονται οι ασφαλισμένοι (νέοι ασφαλισμένοι ΕΤΑΑ). Ως εκ τούτου στην περίπτωση των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ που προέρχονται από το ΕΤΑΑ δεν έχει εφαρμογή η πρόβλεψη της παρ. 8 του άρθρου 39 για σταδιακή και ισόποση προσαρμογή του ασφαλίστρου στο 20% μέχρι την 1/1/2020. Συνεπώς, σε όλες τις περιπτώσεις το μηνιαίο ασφάλιστρο για τον κλάδο κύριας σύνταξης των αυτοαπασχολούμενων που προέρχονται από το ΕΤΑΑ διαμορφώνεται από 1/1/2017 σε 20%.

Ως προς τη βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών έχουν εφαρμογή τα ως άνω αναφερόμενα για τους ασφαλισμένους που προέρχονται από τον ΟΑΕΕ.

Για το σύνολο των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ που υπάγονται στην ασφάλιση βάσει των σχετικών διατάξεων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι), προβλέπεται κατά τα πρώτα πέντε χρόνια από την υπαγωγή στην ασφάλιση, καταβολή μειωμένου ασφαλίστρου (14% για τα πρώτα δύο έτη ασφάλισης και 17% για τα επόμενα τρία έτη ασφάλισης) και χαμηλότερη κατώτερη βάση υπολογισμού (ίση με €410,26). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις καταβολής μειωμένης ασφαλιστικής εισφοράς (μειωμένη βάση και χαμηλότερο ποσοστό εισφορών) εφαρμόζεται η διαδικασία καταβολής της σχετικής ασφαλιστικής οφειλής σύμφωνα με τα αναφερόμενα για τους ασφαλισμένους του ΕΦΚΑ που προέρχονται από τον ΟΑΕΕ.

Σημειώνουμε ότι στην παρ. 3 του άρθρου 39 προβλέπεται ρητά η κατάργηση των γενικών και καταστατικών διατάξεων των Τομέων του κλάδου κύριας ασφάλισης του ΕΤΑΑ που προβλέπουν την καταβολή μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών κατά 50% για τους ασφαλισμένους του ΤΣΜΕΔΕ και του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και κατά 40% για τους ασφαλισμένους του ΤΣΑΥ (άρθρο 4 του ν.3518/2006 (ΤΣΜΕΔΕ), άρθρο 4 παρ. 1 του ν.982/1979 σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν.2150/1993 (ΤΣΑΥ), άρθρο 10 παρ. 1 εδάφιο γ περίπτωση 3 του ΝΔ 4114/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.1090/1980, σε συνδυασμό με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν.2150/1993 (Τομέας Ασφάλισης Νομικών).

Παράδειγμα 2

Ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ από 1/1/2022 βάσει των καταστατικών διατάξεων του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ, καταβάλλει ανά έτος ασφαλιστική εισφορά για την κύρια ασφάλιση ως εξής:

Εισφορές για το 2022 (1ο έτος ασφάλισης): Δεδομένου ότι δεν υπάρχει εισόδημα από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2021), ως μηνιαίο εισόδημα λαμβάνεται το κατώτατο όριο για τους κάτω 5ετίας ασφαλισμένους, δηλαδή το ποσό των €410,26. Συνεπώς, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €57,44 (€410,26 x 14%).

Εισφορές για το 2023 (2ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2022), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €3.600,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €300,00 (€3.600,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπολείπεται του κατωτάτου ορίου (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου ορίου, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €57,44 (€410,26 x 14%).

Εισφορές για το 2024 (3ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2023), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €4.800,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €400,00 (€4.800,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπολείπεται του κατωτάτου ορίου (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου ορίου, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €69,74 (€410,26 x 17%).

Εισφορές για το 2025 (4ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2024), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €6.000,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €500,00 (€6.000,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €85,00 (€500,00 x 17%).

Εισφορές για το 2026 (5ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2025), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €7.200,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €600,00 (€7.200,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€410,26), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €102,00 (€600,00 x 17%).

Εισφορές για το 2027 (6ο έτος ασφάλισης) : Κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος (δηλαδή το 2026), το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα ανέρχεται σε €8.400,00 και συνεπώς το μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ανέρχεται σε €700,00 (€7.200,00 / 12). Δεδομένου ότι το μηνιαίο εισόδημα υπερβαίνει το κατώτατο όριο (€586,08), ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του πραγματικού εισοδήματος, δηλαδή καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €140,00 (€700,00 x 20%).

Το ύψος της οφειλής που προκύπτει για τον ασφαλισμένο λόγω καταβολής χαμηλότερου ασφαλίστρου και χαμηλότερου κατωτάτου ορίου κατά την πρώτη 5ετία ασφάλισης, ανέρχεται σε:
Έτος Ασφάλισης Πραγματική Καταβληθείσα Μηνιαία Εισφορά Προβλεπόμενη Μηνιαία Εισφορά Μηνιαία Διαφορά
1ο έτος €410,26 x 14% = €57,44 €586,08 x 20% = €117,22 €117,22 – €57,44 = €59,78
2οέτος €410,26 x 14% = €57,44 €586,08 x 20% = €117,22 €117,22 – €57,44 = €59,78
3οέτος €410,26 x 17% = €69,74 €586,08 x 20% = €117,22 €117,22 – €69,74 = €47,48
4οέτος €500,00 x 17% = €85,00 €586,08 x 20% = €117,22 €117,22 – €85,00 = €32,22
5ο έτος €600,00 x 17% = €102,00 €600,00 x 20% = €120,00 €120,00 – €102,00 = €18,00

Συνολικά ο ασφαλισμένος οφείλει να καταβάλλει μέχρι τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης το ποσό των €2.607,12 (αφού αναπροσαρμοστεί επιμέρους κατά την ετήσια μεταβολή μισθών), επιμεριζόμενο σε πέντε δόσεις.

2. Μεταβατικές Ρυθμίσεις από 1/1/2017 έως 31/12/2020

Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 98 του ν.4387/2016, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2017 έως 31/12/2020, οι ασφαλισμένοι του ΕΦΚΑ προερχόμενοι από το ΕΤΑΑ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (ελεύθεροι επαγγελματίες), ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι), ασφαλισμένοι άνω 5ετίας, δικαιούνται μείωση της καταβαλλόμενης ασφαλιστικής τους εισφοράς, σύμφωνα με τον Πίνακα που ακολουθεί:
Εισόδημα από έως %
προσαρμογής Εισόδημα από έως %
προσαρμογής
0,00 7.033,00 0,00% 35.000,01 36.000,00 27,00%
7.033,01 13.000,00 50,00% 36.000,01 37.000,00 26,00%
13.000,01 14.000,00 49,00% 37.000,01 38.000,00 25,00%
14.000,01 15.000,00 48,00% 38.000,01 39.000,00 24,00%
15.000,01 16.000,00 47,00% 39.000,01 40.000,00 23,00%
16.000,01 17.000,00 46,00% 40.000,01 41.000,00 22,00%
17.000,01 18.000,00 45,00% 41.000,01 42.000,00 21,00%
18.000,01 19.000,00 44,00% 42.000,01 43.000,00 20,00%
19.000,01 20.000,00 43,00% 43.000,01 44.000,00 19,00%
20.000,01 21.000,00 42,00% 44.000,01 45.000,00 18,00%
21.000,01 22.000,00 41,00% 45.000,01 46.000,00 17,00%
22.000,01 23.000,00 40,00% 46.000,01 47.000,00 16,00%
23.000,01 24.000,00 39,00% 47.000,01 48.000,00 15,00%
24.000,01 25.000,00 38,00% 48.000,01 49.000,00 14,00%
25.000,01 26.000,00 37,00% 49.000,01 50.000,00 13,00%
26.000,01 27.000,00 36,00% 50.000,01 51.000,00 12,00%
27.000,01 28.000,00 35,00% 51.000,01 52.000,00 11,00%
28.000,01 29.000,00 34,00% 52.000,01 53.000,00 10,00%
29.000,01 30.000,00 33,00% 53.000,01 54.000,00 9,00%
30.000,01 31.000,00 32,00% 54.000,01 55.000,00 8,00%
31.000,01 32.000,00 31,00% 55.000,01 56.000,00 7,00%
32.000,01 33.000,00 30,00% 56.000,01 57.000,00 6,00%
33.000,01 34.000,00 29,00% 57.000,01 58.000,00 5,00%
34.000,01 35.000,00 28,00% 58.000,01 0,00%

Σε κάθε περίπτωση το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει μετά την εφαρμογή της δικαιούμενης σύμφωνα με τα ανωτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών δεν μπορεί να υπολείπεται της εισφοράς που προκύπτει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με τον βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών).

Οι ως άνω ασφαλισμένοι που δεν έχουν συμπληρώσει την πρώτη 5ετία ασφάλισης δικαιούνται μείωση της ασφαλιστικής τους εισφοράς εφόσον το ετήσιο καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος υπερβαίνει το ποσό των €4.922,01. Ειδικότερα, για μηνιαίο εισόδημα που υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές από €0,00 έως €4.922,00 δεν προβλέπεται μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς, ενώ για εισόδημα από €4.922,01 έως €13.000,00 προβλέπεται μείωση της ασφαλιστικής εισφοράς κατά 50%. Για εισοδήματα άνω των €13.000,00 εφαρμόζονται τα ποσοστά μείωσης που αναφέρονται στον ανωτέρω Πίνακα.

Και για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει μετά την εφαρμογή της δικαιούμενης σύμφωνα με τα ανωτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών δεν μπορεί να υπολείπεται της εισφοράς που προκύπτει σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 39 του ν.4387/2016 (κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με το 70% του βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών και ασφάλιστρο 14% ή 17%).

Επισημαίνεται ότι η μείωση στο ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 98 του ν.4387/2016, δεν αποτελεί ασφαλιστική οφειλή του ασφαλισμένου και ως εκ τούτου δεν καταβάλλεται μεταγενέστερα η διαφορά από τον ασφαλισμένο.

Τα ανωτέρω εφαρμόζονται για τους λοιπούς κλάδους ασφάλισης (επικουρική ασφάλιση, πρόνοια, ασθένεια).

Παράδειγμα 3

Ασφαλισμένος του ΕΦΚΑ, προερχόμενος από το ΕΤΑΑ, άνω 5ετίας, που απασχολείται ως ελεύθερος επαγγελματίας, και συνεπώς εμπίπτει στις ρυθμίσεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016, με ετήσιο εισόδημα με βάση το προηγούμενο φορολογικό έτος ύψους €18.000,00 καταβάλλει, την εξής μηνιαία εισφορά:

Ετήσιο Εισόδημα : €18.000,00
Μηνιαίο Εισόδημα : €1.500,00 (€18.000,00 / 12)
Μηνιαία Εισφορά : €300,00 (€1.500,00 x 20%)
Ποσό
Κλίμακες Εισοδήματος Ποσό εισοδήματος που υπόκειται σε μείωση μηνιαίας εισφοράς ανά εισοδηματική κλίμακα Δικαιούμενη μείωση Μηνιαία εισφορά μετά την μείωση
0,00 – 7.033,00 €117,22 0% (€0,00) €117,22
7.033,01 – 13.000,00 5.966,99 €99,45 50% (€49,73) €49,72
13.000,01 – 14.000,00 999,99 €16,67 49% (€8,17) €8,50
14.000,01 – 15.000,01 999,99 €16,67 48% (€8,00) €8,67
15.000,01 – 16.000,00 999,99 €16,67 47% (€7,83) €8,84

16.000,01 – 17.000,00 999,99 €16,67 46% (€7,67) €9,00
17.000,01 – 18.000,00 999,99 €16,67 45% (€7,50) €9,17

Συνεπώς, μετά την εφαρμογή των μειώσεων του άρθρου 98 του ν.4387/2016 ο σφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά ύψους €211,12.

3. Εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 39 του ν.4387/2016 σε υγειονομικούς που αμείβονται κατά πράξη και περίπτωση και σε δικηγόρους σε αναστολή

Με το προγενέστερο καθεστώς οι ασφαλισμένοι του ΤΣΑΥ που ασκούν το επάγγελμα αμειβόμενοι κατά πράξη και περίπτωση κατέβαλαν την προβλεπόμενη για τους ελεύθερους επαγγελματίες εισφορά ασφαλισμένου, όμως οι εργοδότες που τους απασχολούσαν υποχρεούνταν να καταβάλλουν στον ασφαλιστικό φορέα την προβλεπόμενη εργοδοτική εισφορά (άρθρο 12 παρ. 2 του ν.2556/1997). Από 1/1/2017 η εν λόγω κατηγορία υγειονομικών καταβάλλει ασφαλιστικές εισφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.4387/2016, συνεπώς η ασφαλιστική εισφορά του ασφαλισμένου υπολογίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα του προηγούμενου φορολογικού έτους, ενώ δεν καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά.

Αντίστοιχα, για τους δικηγόρους που βρίσκονται σε αναστολή άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1β του Ν.Δ.4114/1960 σε συνδυασμό με το π.δ. 125/1993, προβλεπόταν η καταβολή μηνιαίας εισφοράς ύψους 4% επί του καταβαλλόμενου κατά μήνα βασικού μισθού, ενώ η ως άνω μηνιαία εισφορά δεν μπορεί να είναι μικρότερη της μηνιαίας εισφοράς του ελεύθερου επαγγελματία ή ανώτερη του διπλάσιου αυτής (για τους παλαιούς ασφαλισμένους). Από 1/1/2017 η εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ καταβάλλει εισφορές σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του ν.4387/2016 για τους αυτοαπασχολούμενους. Συνεπώς, τα εν λόγω πρόσωπα καταβάλλουν μηνιαία εισφορά υπολογιζόμενη επί του κατωτάτου μηνιαίου εισοδήματος, δηλαδή επί του ποσού των €586,08, δεδομένου ότι δεν προκύπτει εισόδημα από την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας (ελεύθερου επαγγελματία). Σημειώνουμε ότι για την εν λόγω κατηγορία ασφαλισμένων δεν προβλέπεται μικρότερο κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας.

4. Κατάργηση λοιπών ασφαλιστικών εισφορών του Τομέα Ασφάλισης Νομικών και του ΤΣΑΥ

Σύμφωνα με την παρ. 10 του άρθρου 39, από 1/7/2016 καταργούνται οι διατάξεις του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960, όπως ισχύουν, που προβλέπουν την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ μέσω της επικόλλησης ενσήμων από δικηγόρους, συμβολαιογράφους, δικαστικούς επιμελητές και υποθηκοφύλακες, καθώς και οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από συμβολαιογράφους επί των δικαιωμάτων τους από τη σύνταξη συμβολαίων και πράξεων.

Όσον αφορά στις προβλεπόμενες από το άρθρο 10 του Ν.Δ. 4114/1960 ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται από τους ασφαλισμένους του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ για το διορισμό τους σε έμμισθη υπηρεσία ή σε θέση άμισθου ασφαλισμένου ή για την προαγωγή δικηγόρου στο Εφετείο ή τον Άρειο Πάγο (παρ. 1 εδάφιο δ, ζ και θ αντίστοιχα), οι εν λόγω εισφορές καταργούνται από 1/1/2017 και την εισαγωγή του νέου τρόπου καθορισμού των ασφαλιστικών εισφορών των εν λόγω ασφαλισμένων βάσει των άρθρων 38 και 39 του ν.4387/2016.

Αντίστοιχα καταργούνται από 1/1/2017 και οι ρυθμίσεις της παρ. 8 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4114/1960, όπως προστέθηκε με το άρθρο 13 του ν.1512/1985, που προβλέπουν την καταβολή εισφοράς επί της συνολικής αμοιβής του δικηγόρου.

Επίσης, από 1/1/2017 καταργείται η προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν.Δ. 3348/1955 εισφορά υπέρ ΤΣΑΥ (δικαίωμα εγγραφής).

5. Εισφορά δικηγόρων επί του γραμματίου προείσπραξης

Σύμφωνα με την παρ. 11 του άρθρου 39, από 1/1/2017 οι δικηγόροι καταβάλλουν υπέρ του ΕΦΚΑ εισφορά ύψους 20% επί της ελάχιστης αμοιβής ανά δικηγορική πράξη ή παράσταση για την οποία προβλέπεται η έκδοση γραμματίου προείσπραξης. Τα ποσά που έχουν καταβληθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω αφαιρούνται από την εισφορά που οφείλει να καταβάλλει ο δικηγόρος, και για το λόγο αυτό ο οικείος δικηγορικός σύλλογος αποστέλλει στον ΕΦΚΑ σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ανά δικηγόρο.

6. Κατάργηση κοινωνικών πόρων

Με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 39, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο δεύτερο παρ. 6α του ν.4393/2016, προβλέπεται η κατάργηση των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν.4387/2016 κοινωνικών πόρων του ΤΣΜΕΔΕ και του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του ΕΤΑΑ, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν.4387/2016.

Ειδικότερα, προβλέπεται η κατάργηση των κοινωνικών πόρων του ΤΣΜΕΔΕ που προβλέπονται :

α) από το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτωση β1 του α.ν.2326/1940, όπως προστέθηκε με το άρθρο 27 παρ 34 του ν.2166/1993 (εισφορά 6%ο επί παντός λογαριασμού για έργα εκτελούμενα από το Δημόσιο κ.λπ.)

β) από το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτωση ε’ του α.ν. 2326/1940, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 10 του ν.915/1979 (2% επί της αμοιβής μελέτης – επίβλεψης για έκδοση οικοδομικών αδειών, τοπογραφικών και μελετών ή επιβλέψεων του Δημοσίου κ.λπ.)

γ) από το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτωση ιγ του α.ν.2326/1940, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν.915/1979 (2% επί της αμοιβής μελέτης – επίβλεψης μηχανολόγων – μηχανικών, για άδεια λειτουργίας εργοστασίων, υποσταθμών κ.λπ.)

δ) από το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτωση ιη του α.ν.2326/1940, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν.915/1979 (2% επί των καθαρών τεκμαρτών κερδών που προέρχονται από την είσπραξη λογαριασμών για την εκτέλεση έργων).

Όσον αφορά στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών, καταργούνται οι κοινωνικοί πόροι που περιλαμβάνονται στο άρθρο 150 παρ. 1 του ν.3655/2008, και συγκεκριμένα:

α) δικαιώματα από δημοσιεύεις καταστατικών εταιρειών ή τροποποιήσεις αυτών : 0,5% στο ποσό του κεφαλαίου κάθε εμπορικής εταιρείας που συνίσταται εκτός ΑΕ και ΕΠΕ (άρθρο 10 παρ. 1 εδάφιο ιστ υπεδάφιο ββ του Ν.Δ. 4114/1960, όπως ισχύει)

β) δικαιώματα από μεταγραφές : 0,25% στην αξία του αντικειμένου για την μεταγραφή κάθε πράξης μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου (άρθρο 10 παρ.1 εδάφιο ιη του Ν.Δ. 4114/1960, άρθρο 7 παρ.1 του Ν.Δ. 3842/1958)

γ) δικαιώματα στις εισπραττόμενες από το Δημόσιο χρηματικές ποινές και μετατροπής ποινών εκ ποσοστού 4,5% (άρθρο 10 παρ.1 εδάφιο κγ του Ν.Δ. 4114/1960, άρθρο 24 παρ.2 του ν.2145/1993)

δ) ποσοστό 20% στο δικαστικό ένσημο (άρθρο 10 παρ.1 εδάφιο ιε του Ν.Δ. 4114/1960, άρθρο πρώτο παρ. ΙΓ.1 περίπτωση 6 του ν.4093/2012 και άρθρο 40 παρ.6 του ν.4111/2013)

ε) 10% επί μεταβίβασης ακινήτων (άρθρο 10 παρ.1 εδάφιο ιστ περίπτωση εε του Ν.Δ. 4114/1960, άρθρο 14 παρ.2 του ν.1515/85)

στ) δικαιώματα σε συμβολαιογραφικές πράξεις (πλην εκείνων που αφορούν μεταβιβάσεις ακινήτων από επαχθή αιτία) σε ποσοστά 1,3%, 0,325% και 0,65% κατά περίπτωση, στην αξία του αντικειμένου κάθε σύμβασης (άρθρο 10 παρ.1 εδάφιο ιστ υπεδάφιο αα του Ν.Δ. 4114/1960, άρθρο 14 παρ.1 του ν.1512/1985) ζ) δικαιώματα στις μεταβιβάσεις ακινήτων που υπόκεινται σε ΦΠΑ σε ποσοστό 4% (άρθρο 39 του ν.3942/2006)

Όσον αφορά στο ΤΣΑΥ, καταργείται η αναφερόμενη στο άρθρο 18 παρ. 2 του ν.3232/2004 προμήθεια ύψους 3% επί της εισφοράς υπέρ του Π.Φ.Σ., η οποία είχε εξαιρεθεί από τους αναφερόμενους στο άρθρο 59 του ν.2084/1992 κοινωνικούς πόρους.

Σημειώνουμε ότι ο προβλεπόμενος από το άρθρο 7 παρ. 1 περίπτωση β του α.ν. 2326/1940 κοινωνικός πόρος του ΤΣΜΕΔΕ (1% επί παντός ανεξαιρέτως λογαριασμού πληρωμής εργολάβου), έχει ήδη καταργηθεί με τις ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου, παράγραφος ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ.3, περίπτωση 2Α, υποπερίπτωση ιθ του ν.4254/2014.

Γ. Εισφορές αυτοαπασχολούμενων προερχόμενων από τον ΟΓΑ

1) Με τις διατάξεις του άρθρου αυτού επέρχονται από 1/1/2017 ουσιαστικές αλλαγές στο ύψος και τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών των προσώπων που με βάση τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις του ΟΓΑ υπάγονταν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016 ως αυτοαπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ ή θα υπάγονται σε αυτόν μετά και την αυτοδίκαια ένταξή του στον ΕΦΚΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 και 53 του ν.4387/2016.

Στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 40 υπάγονται:

Οι αυτοτελώς απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία, για τους οποίους βάσει των γενικών, ειδικών ή καταστατικών διατάξεων του ΟΓΑ, όπως ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 προκύπτει υποχρέωση υπαγωγής στην ασφάλιση. Ειδικότερα υπάγονται:

– οι αγρότες, κτηνοτρόφοι, πτηνοτρόφοι, μελισσοκόμοι, αλιείς κ.λ.π.
– όσοι σύμφωνα με τις γενικές ή ειδικές καταστατικές διατάξεις του ΟΓΑ όπως ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 υπάγονταν ή θα υπάγονται στην ασφάλιση του ΟΓΑ με εισοδηματικά ή πληθυσμιακά κριτήρια.
– οι κατά κύριο επάγγελμα τουλάχιστον για μια 5ετία αγρότες, όπως ορίζονται από το Μητρώο Αγροτών, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που εντάσσονται σε επιδοτούμενα προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης νέων γεωργών, που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα συνολικής ισχύος μέχρι 100kw.
– οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία, πρώην ασφαλισμένοι του ΟΓΑ που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη, όπως αυτά του αγροτουρισμού και της αγροβιοτεχνίας, στο πλαίσιο κανονισμών της ΕΕ και χρηματοδοτούνται για τον σκοπό αυτό.
– οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και αγρότισσες που είναι παράλληλα και μέλη Αγροτικών Συνεταιρισμών καθώς και οι αγρεργάτες που απασχολούνται σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων και ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές.
– ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα οικογένειας, σε περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης. Επίσης, τα μέλη οικογενειών αλιέων, κατόχων αλιευτικού σκάφους.
– οι μοναχοί/ες που απασχολούνται σε αγροτικές εργασίες, οποίοι έχουν υπαχθεί ή θα υπαχθούν προαιρετικά στην ασφάλιση.
– οι ασφαλισμένοι οι οποίοι, σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις, όπως ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 υπάγονταν ή θα υπάγονται στον Κλάδο Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ και οι οποίοι απασχολούνται εποχικά για χρονικό διάστημα μέχρι 150 ημέρες ετησίως σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, οι οποίες μεταποιούν, τυποποιούν και διακινούν προϊόντα εδάφους, κτηνοτροφίας, αλιείας, δασοπονίας, θηραματοπονίας, και κάθε είδους εκτροφών, οι οποίοι συνεχίζουν να ασφαλίζονται ως αυτοτελώς απασχολούμενοι αγρότες για τη συγκεκριμένη απασχόλησή τους εξαιρούμενοι της ασφάλισής τους ως μισθωτοί.
– όσοι έχουν παύσει την γεωργική τους δραστηριότητας κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1096/88 του Συμβουλίου της 25ης Απριλίου 1988 σχετικά με την καθιέρωση κοινοτικού καθεστώτος για την ενθάρρυνση της παύσης γεωργικής δραστηριότητας, όπου οι εντασσόμενοι στο μέτρο αυτό αγρότες και οι σύζυγοί τους, συνεχίζουν και μετά τη λήξη του μέτρου και μέχρι τη συμπλήρωση και του 67ου έτους της ηλικίας τους, να λογίζονται ως ενεργοί αγρότες σε ότι αφορά τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα και την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω ισχύουν ακόμα και σε περίπτωση που το μέτρο λήξει πριν τη συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας των εντασσόμενων σε αυτό.

Στο άρθρο 40 δεν εντάσσονται:

– Οι ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ν.2160/1993 και του πδ.33/1979 όπως ισχύουν, και γενικά όλων των κύριων και μη κύριων καταλυμάτων με σήμα λειτουργίας του ΕΟΤ, δυναμικότητας έως και 5 δωματίων, σε ολόκληρη την Επικράτεια, καθώς και τουριστικών καταλυμάτων από 6 έως 10 δωματίων, που είναι παράλληλα εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Αγροτών και Αγροτικών Εκμεταλλεύσεων με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του ν.4144/2013. Τα πρόσωπα αυτά, λόγω της εξαίρεσής τους από την ασφάλιση στον ΟΓΑ, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ν.4425/2016, υπάγονται από 1-1-2017 στα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του ν.4387/2016.
– Οι μισθωτοί – ανειδίκευτοι εργάτες, μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών οι οποίοι υπήχθησαν στην ασφάλιση του ΟΓΑ από 1-1-2004, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ.7 του ν.3232/2004, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν.3518/2006. Τα πρόσωπα αυτά, από 1-1-2017 καταβάλλουν μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ως μισθωτοί, εφαρμοζομένων αναλόγως των σχετικών διατάξεων για τους ασφαλισμένους μισθωτούς που προέρχονται από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη-ασφαλισμένου, διαμορφώνεται ισόποσα και σταδιακά από 1 -1-2017 και έως 31-12-2019 ώστε από 1-1-2020 να έχει διαμορφωθεί στο ύψος του άρθρου 38 του νόμου 4387/2016 που αφορά τις εισφορές των μισθωτών. Κατηγορίες που εντάσσονται στην προαναφερόμενη περίπτωση:

Α) Μισθωτοί ανειδίκευτοι εργάτες : Εργάτες ζωϊκής παραγωγής (βουστάσια, χοιροτροφικές μονάδες, πτηνοτροφεία, εκτροφεία γουνοφόρων ζώων, εκμετάλλευση αιγοπροβάτων κ.λ.π).
Εργάτες φυτικής παραγωγής: (Μανιτάρια, φύκια κ.λ.π), Αλιεργάτες, Εργάτες ιχθυοκαλλιέργειας. Δύτες στον πρωτογενή αγροτικό τομέα, όπως ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 52 του ν.3518/2006.

Β) Μετακλητοί πολίτες τρίτων χωρών: Πολίτες τρίτων χωρών που σύμφωνα με το ν.4251/2014 προσκαλούνται από εργοδότες με σκοπό την απασχόληση σε αγροτικές εργασίες για ορισμένο χρονικό διάστημα.

2. α) Βάση υπολογισμού εισφοράς υπαγόμενων στην ασφάλιση του άρθρου 40

Η εισφορά καταβάλλεται επί του εισοδήματός, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ, κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος.

Κατώτατο μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα (εδάφιο δεύτερο περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 40)

Ως κατώτατο μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ορίζεται το ποσό που αναλογεί στο 70 % του εκάστοτε προβλεπομένου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. (586,08 Χ70% = 410, 26 Ευρώ.)

Ανώτατο μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα (εδάφιο τρίτο περίπτωσης β της παραγράφου 2 του άρθρου 40)

Ως ανώτατο όριο μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς αποτελεί το 10πλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. (σήμερα 586,08 x 10 = 5860,80 Ευρώ)

Οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση

Στην περίπτωση οικογενειακής αγροτικής εκμετάλλευσης στην οποία απασχολείται ο/η σύζυγος και τα ενήλικα τέκνα, ως φορολογητέο εισόδημα του καθενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη το κατώτατο ασφαλιστέο εισόδημα όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 περίπτωση β του άρθρου 40 του κοινοποιούμενου άρθρου (δηλ. 70 % του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών, ήτοι σήμερα 410,26 Ευρώ).

Σε περίπτωση όμως που το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα (δηλ. το συνολικό εισόδημα όλων των μελών της εκμετάλλευσης) είναι μεγαλύτερο από το γινόμενο του αριθμού των μελών της εκμετάλλευσης επί την ελάχιστη βάση υπολογισμού, αναγόμενη σε ετήσια βάση (δηλ. αριθμός μελών Χ το 70 % του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών Χ 12 ) τότε η εισφορά ισούται για όλα τα μέλη της εκμετάλλευσης με το πηλίκο της διαίρεσης του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος δια του αριθμού των μελών.

β) Ποσοστό εισφοράς

Ορίζεται μηνιαία ασφαλιστική εισφορά ύψους 20 % επί της ανωτέρω βάσης υπολογισμού από 1-1-2022. Μέχρι την ημερομηνία αυτή υφίσταται μεταβατικό στάδιο ως εξής :

– Από 1-7-2015 έως και 31-12-2016 το ύψος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς του κλάδου κύριας σύνταξης αυξάνεται κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 10 % επί των υφιστάμενων κατά την δημοσίευση του νόμου ασφαλιστικών κατηγοριών. (περίπτωση α της παρ. 2)
– Από 1-1-2017 και εφεξής οι υφιστάμενες ασφαλιστικές κατηγορίες καταργούνται και το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς υπολογίζεται πλέον ως ποσοστό επί του φορολογητέου εισοδήματος, αναγόμενο σε μηνιαία βάση δηλ. επί του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα που υπάγεται στην ασφάλιση του ΟΓΑ κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος δια του 12. (πρώτο εδάφιο της περίπτ. β της παρ. 2).
– Από 1-1-2017 έως και 31-12-2017 το ποσοστό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς διαμορφώνεται σε 14 % επί του φορολογητέου εισοδήματος.
– Από 1-1-2018 έως και 31-12-2018 το ανωτέρω ποσοστό διαμορφώνεται σε 16 % .
– Από 1-1-2019 έως και 31-12-2019 το ανωτέρω ποσοστό διαμορφώνεται σε 18 %.
– Από 1-1-2020 έως και 31-12-2020 το ανωτέρω ποσοστό διαμορφώνεται σε 19 % .
– Από 1-1-2021 έως και 31-12-2021 το ανωτέρω ποσοστό διαμορφώνεται σε 19,5 % .
– Από 1-1-2022 και εντεύθεν το ανωτέρω ποσοστό διαμορφώνεται στο τελικό 20 % .

3) Ασφαλιστικές εισφορές Λογαριασμού Αγροτικής Εστίας (παρ. 10)

Όπως προβλέπεται στην παρ.10 του άρθρου 40 του ν. 4387/2016, οι ασφαλισμένοι του ιδίου άρθρου στο Λογαριασμό Αγροτικής Εστίας του ΟΓΑ, θα καταβάλλουν από 1-1-2017 εισφορά υπέρ του Λογαριασμού, καταργούμενης της Κρατικής Επιχορήγησης. Η εισφορά βαρύνει τον ασφαλισμένο και συνεισπράττεται με τις εισφορές για τον Κλάδο Κύριας Σύνταξης και Λοιπών Παροχών του ΕΦΚΑ. Το ποσοστό της εισφοράς ορίζεται σε ποσοστό 0,25 % επί του ασφαλιστέου εισοδήματος όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 40 του ανωτέρω νόμου.

Α. Εισφορά υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας του ΟΑΕΑ

Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 44 παρ. 2 του ν.3986/2011, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 του ν.4144/2013, συστάθηκε στον ΟΑΕΔ ο Ειδικός Λογαριασμός Ανεργίας υπέρ των Αυτοτελώς και Ανεξάρτητα Απασχολούμενων, για την χρηματοδότηση του οποίου οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ (ελεύθεροι επαγγελματίες) καταβάλλουν μηνιαία εισφορά ύψους €10,00.

Σύμφωνα με την παρ. 12 του άρθρου 39, η ανωτέρω εισφορά εξακολουθεί να συνεισπράττεται και μετά την 1/1/2017 από τον ΕΦΚΑ με τις ασφαλιστικές εισφορές και να αποδίδεται στον ΟΑΕΔ.

Ε. Καταβολή Μειωμένων Ασφαλιστικών Εισφορών

Πέραν των προβλεπόμενων μειώσεων στις ασφαλιστικές εισφορές για τους ασφαλισμένους κάτω 5ετίας (προερχόμενους από τον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΑ), δικαίωμα καταβολής μειωμένων ασφαλιστικών εισφορών προβλέπεται και στις εξής περιπτώσεις:

α) σύμφωνα με την παρ. 13 του άρθρου 39, όσοι ασφαλισμένοι συμπληρώνουν 40 χρόνια ασφάλισης, μπορούν, με αίτησή τους, να καταβάλλουν μειωμένη κατά 50% ασφαλιστική εισφορά, παραιτούμενοι όμως από την προσαύξηση της σύνταξής τους για τα επόμενα έτη ασφάλισης (αφορά ασφαλισμένους προερχόμενους από τον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΑ).

β) καταβολή μειωμένων κατά 50% ασφαλιστικών εισφορών για γυναίκες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 141 παρ. 2 του ν.3655/2008 κατά το πρώτο δωδεκάμηνο απασχόλησης που ακολουθεί τον μήνα του τοκετού.

Επισημαίνεται ότι η ανωτέρω μείωση αφορά και γυναίκες προερχόμενες από τον ΟΓΑ, και ως εκ τούτου καταργούνται οι ειδικές ρυθμίσεις του άρθρου 2 παρ. 7 του ν.3227/2004.

ΣΤ. Εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 39 του ν.4387/2016 από 1/1/2017

Όπως προαναφέρθηκε, βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών από 1/1/2017 αποτελεί το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος. Συνεπώς, για τις ασφαλιστικές εισφορές του 2017 λαμβάνεται το εισόδημα που αποκτήθηκε από τον ασφαλισμένο κατά το έτος 2016.

Έως ότου καταστεί ευχερής η έγκαιρη χρήση των εισοδημάτων του προηγούμενου φορολογικού έτους, η βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών προκύπτει από το πιο πρόσφατο εκκαθαρισμένο φορολογικό έτος.

Σημειώνουμε ότι με τις διατάξεις του άρθρου 59 του ν.4445/2016, δίνεται η δυνατότητα στους ελεύθερους επαγγελματίες, αυτοαπασχολούμενους και αγρότες να προχωρήσουν από 1/1/2017 σε μερική καταβολή του ποσού των ασφαλιστικών τους εισφορών. Το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των ανωτέρω προσώπων που δεν καταβάλλεται βάσει των άρθρων 39 και 40 του ν.4387/2016, κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας πληρωμής των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών επιβαρύνεται με τις νόμιμες προσαυξήσεις και τόκους. Σε περίπτωση που κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας πληρωμής των μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο από το ποσό που απαιτείται, το επιπλέον ποσό μεταφέρεται ως πιστωμένο και συμψηφίζεται με τις ασφαλιστικές εισφορές του επόμενου χρονικού διαστήματος.

Ζ. Καθορισμός λεπτομερειών με Υπουργική Απόφαση

Σημειώνουμε ότι για ειδικότερα θέματα που αφορούν στους κανόνες προσδιορισμού της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών ανά επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και στον τρόπο είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών, προβλέπεται η έκδοση σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων.

Τέλος επισημαίνεται ότι τα ανωτέρω αφορούν περιπτώσεις άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας ή δραστηριοτήτων, για τις οποίες προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης σε έναν από τους εντασσόμενους στον ΕΦΚΑ φορείς. Για τις περιπτώσεις υποχρεωτικής ασφάλισης σε περισσότερους του ενός εντασσόμενους φορείς θα επακολουθήσουν νεότερες οδηγίες.

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη

Νόμος 4446_2016 Πτωχευτικός Κώδικας, Διοικητική Δικαιοσύνη, Τέλη-Παράβολα, Οικειοθελής αποκάλυψη φορο-λογητέας ύλης παρελθόντων ετών, Ηλεκτρονικές συναλλαγές, Τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις.

Αρχείο :

Αναζήτηση Άρθρων
Βασική Κατηγορία
Yποκατηγορίες
Έτος
Αναζήτηση με Λέξη
Αφίσα ESPA Banner